|
ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ (1854-1929). ΤΟ «ΤΑΞΙΔΙ» ΤΟΥ ΠΥΡΟΔΟΤΗΣΕ ΕΝΤΟΝΕΣ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ.
|
κοινωνικής αρρυθμίας και εθνικής κρίσης, τις οποίες είχαν προκαλέσει ο πόλεμος του 1897 και, στη συνέχεια, το Μακεδονικό ζήτημα. Πάλευαν με όπλο τις ιδέες που τους είχε κληροδοτήσει ο Διαφωτισμός, αλλά όπως τις είχε προσαρμόσει στις ανάγκες του ο πολιτικοκοινωνικός φιλελευθερισμός της ευρωπαϊκής επιχειρηματικής τάξης με την οποία συνεργάζονταν. Οι στόχοι που έπρεπε να πραγματοποιηθούν ήταν η καθιέρωση της γλώσσας του λαού και η ανάπτυξη της παιδείας του. Τα μέσα που επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν ήταν η χρηματοδότηση ατομικών και συλλογικών προσπαθειών και παραγωγή προσωπικού έργου - λογοτεχνικού, επιστημονικού, μεταφραστικού. Με αυτά εφοδιάστηκε ο δημοτικισμός την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, κατά την οποία συλλογικοποιήθηκε και απέκτησε διαστάσεις κινήματος με κοινωνικοπολιτικά αιτήματα.
|
ΤΟ ΦΥΛΛΟ ΤΗΣ 29ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1903 ΤΟΥ «ΝΟΥΜΑ», ΤΟΥ Δ. Π. ΤΑΓΚΟΠΟΥΛΟΥ.
|
Την ίδια περίοδο, στον ελλαδικό χώρο, και από ένα σημείο και πέρα, μέσα σ' ένα πλαίσιο αντιπαράθεσης με τους ιστορικούς αρχηγούς της διασποράς (Ψυχάρη, Πάλλη, Εφταλιώτη), εκείνο που κυρίως θα προβληθεί θα είναι η επιβαλλόμενη, αν όχι νομοτελειακή στις συνειδήσεις των δημοτικιστών, σύνδεση της δημοτικής με τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης. Πρωταγωνιστές αυτής της περιόδου θα είναι ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο Μανώλης Τριανταφυλλίδης και ο Δημήτρης Γληνός, οι οποίοι, είτε ως εκφραστές θεσμών είτε ως διωκόμενοι από θεσμούς, θα χρησιμοποιήσουν τη δημοτική γλώσσα ως σύμβολο και ως εργαλείο για την προώθηση και την καλλιέργεια σημαντικών αλλαγών στην ελληνική κοινωνία. Επίσης το ίδιο χρονικό διάστημα η θεωρητική θεμελίωση του μαρξισμού στο χώρο των ελληνικών ιδεών (Γεώργιος Σκληρός,
Το Κοινωνικόν μας Ζήτημα, 1907) και οι σοσιαλιστικές συσπειρώσεις που προκάλεσε, δημιούργησαν το πρώτο σοβαρό ρήγμα στις τάξεις των δημοτικιστών.
|
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΛΛΗΣ |
Αποτέλεσμα του ρήγματος αυτού, που χώρισε τους δημοτικιστές σε σοσιαλιστές και σε εθνικιστές, όπως οι ίδιοι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους, ήταν ότι σε όλο τον 20ό αιώνα η δημοτική γλώσσα θα αντιμετωπισθεί ως φορέας ιδεολογίας από τους ίδιους τους οπαδούς της, με την πιο μεγάλη αντίφαση: από ορισμένους ως απόδειξη της εθνικής συνέχειας, από άλλους ως γλώσσα της λαϊκής βούλησης και από τρίτους ως όπλο της εργατικής τάξης. Οι κοινωνικές δυνάμεις που συγκρότησαν τους πόλους της γλωσσικής διαμάχης κατά τον 20ό αιώνα διέφεραν από τις αντίστοιχες του 18ου και του 19ου αιώνα κατά τούτο: Οι δημοτικιστές - εσωτερικά διαφοροποιημένοι - αποτελούσαν ένα σύνολο που ενεργούσε εκτός κρατικών θεσμών και που σκόπευε ή να διεισδύσει στους θεσμούς ή να τους ανατρέψει. Οι οπαδοί της καθαρεύουσας αποτέλεσαν ένα σύνολο που υποστηρίχθηκε από προσδιορισμένους φορείς εξουσίας (Εκκλησία, Κυβέρνηση, Πανεπιστήμιο) και που διέθετε επομένως τα όπλα που του εξασφάλιζε η εξουσία της οποίας ήταν φορέας. Αποτέλεσμα τούτου ήταν η βαθμιαία πρόσληψη της μεν δημοτικής ως συμβόλου ανατρεπτικού λόγου, της δε καθαρεύουσας ως συμβόλου αυθεντίας. Είναι φανερό ότι το είδος του γλωσσικού φανατισμού που καλλιεργήθηκε στη διάρκεια του 20ού αιώνα διέφερε αισθητά από το είδος του αντίστοιχου φανατισμού που αναπτύχθηκε στην ελληνική πνευματική ζωή του 19ου αιώνα. Από την ώρα που άρχισε να σταθεροποιείται η εικόνα του δημοτικισμού ως κινήματος, η αναμέτρηση πήρε άλλο χαρακτήρα. Δεν είχε σχέση με τη μισαλλόδοξη δυσπιστία που εκφράστηκε και από τις δύο πλευρές και η οποία οδήγησε σε ακραίες εκδηλώσεις γνώμης. Έτσι, ο Ψυχάρης είπε τον Καβάφη
«καραγκιόζη» και ο Πέτρος Βλαστός έλεγε τον Παπαδιαμάντη
«ελεεινό» και τον Κάλβο
«στιχοπλόκο». Από την άλλη μεριά, ο Αλέξανδρος Ραγκαβής είχε γράψει, στα 1891, για τον
Ύμνο του Σολωμού:
«Ύμνος εκφράζων τα ύψιστα αισθήματα και τας ενθερμοτέρας του έθνους ψυχάς πρέπει και γλώσσης της ευγενεστέρας και υψηλότερος να ποιήται χρήσιν». Από τις αρχές του 20ού αιώνα κι έπειτα
|
ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ «ΟΡΕΣΤΕΙΑΣ» ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟ ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 1903. |
η αναμέτρηση είχε σχέση με μέτρα που προβλέφθηκαν, ψηφίστηκαν και εφαρμόστηκαν με στόχο την πάταξη του δημοτικιστικού λόγου μέσα από το δρόμο της θεσμικής κύρωσης. Η σοβαρή πολιτική κρίση που σημειώθηκε εξαιτίας της μετάφρασης της
Καινής Διαθήκης (
«Ευαγγελιακά», 1901) και λίγο αργότερα της
Ορέστειας (
«Ορεστειακά», 1903) ήταν η απαρχή μιας μακράς πορείας τέτοιων φαινομένων. Όπως είναι γνωστό, η έκδοση της μεταφρασμένης
Καινής Διαθήκης από τη βασίλισσα Όλγα (1898), καθώς και η μετάφραση του
Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου από τον Αλέξανδρο Πάλλη στην εφημερίδα
«Ακρόπολις» (1901) ξεσήκωσε όχι μόνο την Εκκλησία αλλά και το λαϊκό αίσθημα. Από τη μεγάλη περιπλοκότητα των
«Ευαγγελιακών» ας συγκρατήσουμε ότι το διακύβευμα δεν ήταν η δημοτική, αλλά η μετάφραση των Ευαγγελίων, άρα η ίδια η ελληνική γλώσσα ως αυταξία. Το γεγονός ότι η Καινή Διαθήκη, αλλά και η μετάφραση των Ο' της
Παλαιάς Διαθήκης εξακολουθούσαν να διαβάζονται στη γλώσσα που γράφτηκαν, δηλαδή στην ελληνική, έδινε στα ελληνικά ιερά κείμενα μια αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία. Αν άλλαζε η γλώσσα τους, θα εξισώνονταν με τα κείμενα που ήσαν μεταφρασμένα στις λατινικές και τις σλαβικές γλώσσες. Δεν είναι τυχαίο πως η πρώτη κοινοβουλευτική παρέμβαση στο γλωσσικό, λίγα χρόνια αργότερα (1907), είχε σχέση με αυτήν την πλευρά του ζητήματος. Σε νομοσχέδιο περί διδακτικών βιβλίων που κατατέθηκε στη Βουλή, ζητήθηκε με τροπολογία να προστεθεί παράγραφος η οποία να ορίζει ότι τα διδακτικά βιβλία συντάσσονται υποχρεωτικά «εν γλώσση απλή και καθαρευούση ίνα μη εισβάλη ο χυδαϊσμός εις το Σχολείον». Τα επιχειρήματα ήταν δύο. Το ένα εθνικό: Αυτή η γλώσσα αποτελεί
«τον θεμέλιον λίθον της εθνικής ημών ενότητος». Το άλλο θρησκευτικό:
«Η γλώσσα η Ελληνική (...) είναι η γλώσσα την οποίαν ο Θεός δις εμφαντικώτατα μετεχειρίσθη (...)». Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης μεταφράστηκαν
«κατά τρόπον ακατανόητον, κατά τρόπον αυτόχρημα θεόπνευστον» και
«είναι ιστορικώς βεβαιωμένον (...) ότι ο Χριστός ωμνύει την Ελληνικήν. (...) Ημείς παραινούμεθα να παραιτηθώμεν της γλώσσης, την οποίαν (ομίλησε ο Θεός». Η τροπολογία δεν ψηφίστηκε τελικά. Η δημοτικιστική απειλή δεν έμοιαζε ακόμη τόσο μεγάλη ώστε η χρησιμοποίηση της καθαρεύουσας στη δημόσια ζωή να πρέπει να περιβληθεί την ισχύ νόμου. Δυόμισι περίπου χρόνια αργότερα θα προστατευθεί, όχι πια από νόμο, αλλά από ειδική συνταγματική διάταξη. Στο διάστημα αυτό η κλιμάκωση της καταστολής θα γίνει με διοικητικά μέτρα. Τον Μάιο του 1908 τιμωρήθηκαν από τον υπουργό Παιδείας με την ποινή της επίπληξης ο Κωστής Παλαμάς και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαος Χατζηδάκις για τη δημόσια δημοτικιστική τους τοποθέτηση. Με προσωρινή απόλυση τιμωρήθηκε και ο συγγραφέας Κώστας Παρορίτης, δάσκαλος τότε στην Ύδρα.