Η αντιδικτατορική αφίσα 1967-1970: Μέρες δημιουργικής παρανομίας

Συζήτηση του Γ. Αλεξάνδρου με το Θανάση Σκρουμπέλο για τα πρώτα, δύσκολα βήματα της αντιδικτατορικής πάλης.
Το να κολλάς αφίσες με πολιτικά μηνύματα στο δρόμο στην εποχή μας, θα έλεγε κανείς πως έχει καταντήσει επάγγελμα (αν και με το νέο νόμο περί αφισοκόλλησης τα πράγματα έχουν αλλάξει κάπως). Το να κολλάς όμως αφίσες στο δρόμο με πολιτικά μηνύματα στη διάρκεια της Χούντας, ήταν ηρωισμός. Τόσο μεγάλος μάλιστα, τόσο αδιανόητος, ώστε τώρα, μετά από 18 χρόνια, εφημερίδα της Αθήνας να γράφει επί λέξει: «Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας «όπου όλα τα έσκιαζε η φοβέρα» η πολιτική αφίσα εξαφανίζεται τελείως. Το βάρος πέφτει στη διαφήμιση»...

Αλλά και ολάκερη έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης, που έγινε πρόσφατα, αφιερωμένη στην ελληνική αφίσα αγνοεί το γεγονός μιας και δεν είναι σε θέση να το διανοηθεί.

Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Ο Θανάσης Σκρουμπέλος, σκηνοθέτης τώρα, νεαρός δημοκράτης αντιστασιακός τότε, θα φωτίσει κάπως τα πράγματα.

Η πολιτική αφίσα ζούσε και στη διάρκεια της Χούντας και έτριξε με τον τρόπο της τα δόντια του δημοκράτη λαού στην καταπίεση, ήδη από πολύ νωρίς.

Επειδή είναι ντροπή η δημοκρατία να ξεχνάει τους αγώνες της και τους αγωνιστές της θεωρούμε χρέος υα παρουσιάσουμε στον αναγνώστη την αντιστασιακή αφίσα αλλά και άλλες πτυχές του αντιστασιακού αγώνα (την πρώτη διαδήλωση, την πρώτη στάση εργασίας) μέσα από μια φιλική κουβέντα με το Θανάση Σκρουμπέλο.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ: Θανάση, ας δούμε τα πράγματα κατ’ αρχήν ιστορικά. Πώς αρχίσατε τον αγώνα, εσείς οι νεότεροι τότε, μόλις έγινε η χούντα;

ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΚΡΟΥΜΠΕΛΟΣ: Μόλις έγινε η δικτατορία, πρώτα εμείς σαν νεολαία του ΠAM, γιατί αργότερα δημιουργήθηκαν ο «Ρήγας Φεραίος» και οποιαδήποτε άλλη νεολαιίστικη οργάνωση, είχαμε σαν κύριο καθήκον να οργανώσουμε και άλλους ανθρώπους, πράγμα πολύ δύσκολο γιατί φοβότανε ο κόσμος και είχε παγώσει και η ίδια αριστερά, γιατί δεν το περίμενε καν, το πραξικόπημα.

Γ.Α.: Βρέθηκε δηλαδή η αριστερά απροετοίμαστη;

Θ.Σ.: Ναι, αρκεί να σκεφτείς ότι παραμονή της δικτατορίας είχε γίνει εκείνη η περίφημη μάζωξη της ΕΔΑ Αθήνας στην οποία ακούστηκε ότι αν γινόταν πραξικόπημα έφθανε να κατέβει ο κόσμος μέχρι την Ομόνοια και να χτυπήσουν τις καμπάνες για να μην επικρατήσει. Και αυτά λέγονταν γιατί κανείς δεν περίμενε ότι θα γινότανε κάτι τέτοιο. Η αριστερά ήταν εντελώς απροετοίμαστη. ΓΓ αυτό και η νεολαία που δεν έσερνε όλη αυτή τη βεβαιότητα, της μη δυνατότητας επικράτησης πραξικοπήματος, αλλά και σαν πιο θερμόαιμη που ήταν, τελικά σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος, όταν ξεκίνησε η στελέχωση των οργανώσεων.

Οι πρώτες ενέργειες: η διαδήλωση στην Αγ. Μάρκου

Γ.Α.: Οργανωθήκατε αμέσως ή όχι;

Θ.Σ.: Τον Απρίλιο έγινε η δικτατορία. Μέχρι να κάνουμε τις επαφές μεταξύ μας, να δούμε ποιοι είχαν πιαστεί και ποιοι όχι —η αλήθεια είναι ότι οι νεολαίοι δεν πιαστήκανε στην πλειοψηφία τους— πέρασε κάποιος χρόνος.

Είχαν διασωθεί κομμάτια της νεολαίας Λαμπράκη και της νεολαίας του Κέντρου. Κάπου τα βρήκανε αυτές οι δύο νεολαίες και έτσι άλλες δυνάμεις του Κέντρου μπήκανε στο Π.Α.Μ. και άλλες αργότερα δημιούργησαν το Π.Α.Κ. Οι πρώτες ενέργειες, πέρα από κάποιες αυθόρμητες που είχαν σαν αποτέλεσμα το κάψιμο κάποιων πανώ και το μοίρασμα προκηρύξεων, άρχισαν να οργανώνονται ήδη από τις αρχές του καλοκαιριού του 1967.

Υπάρχει και μια περίφημη τότε διαδήλωση που έγινε στην Αγίου Μάρκου. Ήταν η πρώτη. Μαζεύτηκε μια ομάδα 20 περίπου ατόμων, για να πετάξουν προκηρύξεις και να σπεύσουν στη συνέχεια να εξαφανιστούν στα γύρω στενά. Μόνο που παρ’ ολίγο ένας χαφιές να πιάσει κάποιον, αλλά ευτυχώς κάποιος άλλος χτύπησε το χαφιέ και έτσι δεν πιάστηκε κανένας.

Μόλις οργανωθήκαμε καλά, βγάλαμε μια εφημερίδα στον πολύγραφο, που ήταν στην αρχή η «Νέα Ελλάδα» του ΠAM και μετά τη δημιουργία του Ρήγα Φεραίου, το Φλεβάρη του ’68, ο «Θούριος». Πέρα από αυτές τις ενέργειες, που τις κάναμε για να έχουμε επικοινωνία μεταξύ μας αλλά και προς τα έξω, σκεφτήκαμε και τις αφίσες.

Εκείνη την περίοδο έτυχε, μετά το ’68 που πιάστηκε το πρώτο κλιμάκιο του Ρήγα Φεραίου, μαζί με το Δημήτρη το Λογοθέτη να είμαστε υπεύθυνοι της έκδοσης του Θούριου. Οπότε είχαμε και το έντυπο υλικό έτοιμο, είχα και γω κάποια πείρα από τα ζωγραφικά και τα χαρακτικά, γιατί είχα κάνει κάποιες σπουδές γύρω από αυτά, και έτσι συν την πείρα που είχα, συν το υλικό που υπήρχε μπροστά μας, γεννήθηκαν αυτές οι αφίσες.

Η πρώτη αφίσα

Γ.Α.: Η πρώτη θυμάσαι πότε έγινε;

Θ.Σ.: Η πρώτη πρέπει να έγινε τέλη του ’68 αρχές του ’69, δε θυμάμαι ακριβώς.

Γ.Α.: Ήταν αφίσα σοσιαλιστικού ρεαλισμού;

Θ.Σ.: Όχι ακριβώς, επειδή νομίζω εμείς δε σέρναμε πίσω μας —όσο και τα βιβλία πούχαμε διαβάσει ήταν βιβλία σοσιαλιστικού ρεαλισμού, εμείς σαν νέοι και πιο θερμόαιμοι τα ξεπερνάγαμε εύκολα— και έτσι δε σέρναμε πίσω μας όλη αυτή την παράδοση της αριστεράς, που μέσα της ήθελε το μαύρο χρώμα σαν εκφραστή της ήττας του εμφύλιου.
Επειδή εμείς είχαμε μέσα μας λίγο και τη χαρά της ζωής, οι αφίσες το έφερναν και αυτό το στοιχείο αφού ήταν τρίχρωμες, τετράχρωμες παρ’ όλο που γινόντουσαν με λινόλεουμ. Έτσι δεν πάτησαν στ’ αχνάρια του μαύρου χρώματος και του κλάμματος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.

Η πρώτη αφίσα του Ρήγα είναι μια απλή γραμμική αφίσα, καθαρά γραφίστικη όπου συνδυάζει το μαύρο και το κόκκινο στα χρώματα και περιέχει ένα απλό μήνυμα «Όλοι στο Ρήγα — Ένα Ένα Τέσσερα». Είναι φτιαγμένη με τέτοιο τρόπο που έχει μια αισθητική αξία πάνω της.

Γ.Α.: Θυμάσαι πως βγάλατε και μοιράσατε αυτή την αφίσα;

Θ.Σ.: Αυτές τις αφίσες όταν τις φτιάχναμε τις πακετάραμε και τις δίναμε στις οργανώσεις έξω από μας. Αλλά πέρα από αυτό, πηγαίναμε και μεις οι ίδιοι και τις κολλάγαμε. Τότε τα πράγματα ήταν πολύ σκληρά. Έτσι και σε πιάνανε για παράνομη αφισοκόλληση έτρωγες 15-20 χρόνια. Μέχρι που μπορεί νάχανες και κανένα πόδι, κανένα μάτι ή κανένα αυτί από τα βασανιστήρια. Τώρα έχουν ξεχαστεί όλα αυτά τα πράγματα και κάπως έχουν απαλειφθεί  Αρκεί να σου πω ότι η τότε οργανωτική δυναμική των οργανώσεων τόσο του ’68 όσο και του '69, ακόμη και το '70 μπορώ να πω, ήταν το πολύ να οργανώσεις μισό άνθρωπο το χρόνο, γιατί όχι μόνο ήταν σκληρά τα πράγματα, αλλά είχαν χαθεί ορισμένες επαφές και διασυνδέσεις και ο φόβος που υπήρχε ήταν μεγάλος.

Στο μαθητικό τομέα τότε είχαμε κάποια μεγαλύτερη δραστηριότητα, ιδιαίτερα στο 8ο Γυμνάσιο και στο 22ο, δε θυμάμαι ακριβώς, στα οποία δίναμε στους μαθητές αφίσες για αφισοκόληση όπως και στις υπόλοιπες οργανώσεις.

Φαντασία... συνωμοτική

Τις αφίσες τις κολλάγαμε δύο άτομα μαζί. Ο τρόπος που τις κολάγαμε ήταν ο εξής: πέρναγε ο ένας μπροστά, έβαζε την κόλλα στον τοίχο και έφευγε, πέρναγε μετά ο άλλος κόλλαγε την αφίσα και έφευγε σαν να μη συνέβαινε τίποτα.

Ένας άλλος τρόπος ήταν ο εξής: τις δέναμε σαν πακέτο με ένα σχοινί βουτηγμένο σε νάτριο. Τις αφήναμε πάνω σ’ ένα γείσο ταράτσας και βάζαμε φωτιά με το τσιγάρο στο σχοινί. Επειδή το νάτριο έχει την ιδιότητα να καίγεται αργά-αργά, ώσπου να καεί το σχοινί, προλαβαίναμε να απομακρυνθούμε αρκετά, ως την ώρα που αυτό έσπαζε και οι αφίσες σκόρπιζαν στο δρόμο.

Ένας κλασικός τρόπος που μας είχαν μάθει οι παλιοί ήταν το ντενεκάκι. Βάζαμε στην άκρη μιας τάβλας τις αφίσες και την ακουμπάγαμε στο γείσο πάλι κάποιας ταράτσας. Στην άλλη άκρη της τάβλας ακουμπούσαμε ένα ντενεκάκι με νερό, που ήταν όμως τρύπιο. ' Ωσπου ν’ αδειάσει σιγά-σιγά το νερό από το ντενεκάκι, προλαβαίναμε να απομακρυνθούμε έως ότου αναποδογυρίσει η τάβλα και σκορπιστούν και πάλι οι αφίσες στο δρόμο.

Δύσκολοι καιροί και χωρίς μέσα

Γ.Α.: Είχαν συλλάβει κανένα σύντροφό σας ή κανένα συναγωνιστή σας τότε με την ιστορία των αφισών;

Θ.Σ.: Όχι ποτέ δε συλλάβανε κανένα από μας την ώρα που κόλλαγε αφίσες ή μοίραζε προκηρύξεις. Οι συλλήψεις τότε είχανε γίνει γιατί, κακά τα ψέματα, ούτε λεφτά είχαμε για να κυκλοφορούμε με μέσα που να μας καλύπτουν και έτσι κυκλοφορούσαμε με τα πόδια ή με τα λεωφορεία και με ταξί όταν υπήρχαν χρήματα.

Αν σ’ έπιανε το μάτι κανενός χαφιέ και δεν τον έπαιρνες χαμπάρι, σε παρακολουθούσε μέχρι να έρθεις σε επαφή με τους συντρόφους σου και μετά αναλάμβανε τη σύλληψη όλων. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις όπως αυτή του Πάνου του Κλαυδιανού που είχε συναντηθεί συμπτωματικά στο λεωφορείο, με τον Χρηστάκη νομίζω του σπουδαστικού και ο τελευταίος βέβαια τον συνέλαβε. Αν ο Κλαυδιανός είχε κάποια χρήματα για να μπορεί να χρησιμοποιεί ταξί φυσικά δε θάχε συλληφθεί.

Γ.Α.: Πολλοί μίλησαν για επιρροές από το Μάη του 1968 σ’ αυτές τις αφίσες. Τί έχεις να πεις γιαυτό;

Θ.Σ.: Παρ’ όλο που και εδώ υπάρχει μια αφαίρεση, και στηρίζεται στην αφαίρεση, αυτό ήταν ανάγκη για μας, για να κάνουμε πιο κατανοητά τα μηνύματά μας και νάναι πιο απλά τα σύμβολα σήματα. 'Οπως στο να μην υπάρχει π.χ. πολύς λόγος.

Όταν έγινε ο Μάης του ’68 εμείς δεν είχαμε καμιά πληροφόρηση, γιατί ούτε το ραδιόφωνο μετέδιδε τίποτε, ούτε οι ξένες εφημερίδες έφθαναν μέχρι εδώ, με αποτέλεσμα ο Μάης του ’68 να περάσει σαν μια απλή φοιτητική διαδήλωση ή μια μικροφασαρία. Δεν είχαμε καν σχέση εμείς με την Ευρώπη τότε. Φυσικό ήταν, λοιπόν, να μην υπάρχουν επιρροές από το Μάη του ’68, αφού δε γνωρίζαμε και πολλά πράγματα γι’ αυτόν. Εμείς γνωρίσαμε πολύ αργότερα και τα συνθήματά του και τα αιτήματά του. Εξάλλου τα αιτήματα που είχαμε εμείς ήταν διαφορετικά και δεν μπορούσαμε να κατανοήσουμε τα αιτήματα του Μάη του ’ 68.

Μεταξύ παράδοσης και νέων ρευμάτων

Γ.Α.: Επηρεασμένοι προφανώς από τη Λαμπράκικη νεολαία;

Θ.Σ.: Η παράδοση της αριστεράς που είχαμε εμείς μέσα μας έφτανε μέχρι ορισμένα διεκδικητικά αιτήματα και εξάλλου ήταν τόσο πολύ μπροστά μας το χάσμα της χούντας, ώστε αποτελεί άλμα το να συλλάβουμε τα προχωρημένα αιτήματα του γαλλικού Μάη.

Γ.Α.: Την αφίσα «Ο Πετρούλας ζει», επειδή βλέπω ότι έχει στοιχεία αρκετά ενδιαφέροντα σαν τέχνη, μπορείς να μας την περιγράψεις;

Θ.Σ.: Αυτές οι αφίσες γινόντουσαν σε λινόλεουμ συνήθως με κοινό μελάνι ή ταμπόν. Αυτή ειδικά η αφίσα είχε εκτεθεί και στη Γιουγκοσλαβία κάποιο διάστημα και είχε διακριθεί. Κάποιο διάστημα όλο αυτό το σύνολο των αφισών υπήρχε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Ολλανδίας, σαν δείγμα αισθητικής γραφής της προπαγανδιστικής τέχνης, για το πως με λιτά μέσα μπορείς να κάνεις προπαγανδιστική τέχνη και μάλιστα καλή.

Γ.Α.: Υπάρχει μια αφίσα, η αφίσα No 5 η οποία είναι ενδεικτική σαν πρωτοποριακή;

Θ.Σ.: Έχει πάνω της την αφαίρεση και μέσα στην αφαίρεσή της έχει ένα συμβολισμό. Εδώ φαίνεται και η ρήξη πια με τα εικονιστικά πλαίσια που σέρνει πάντοτε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Αυτή δηλαδή μπορούμε να την πούμε μια εικονική αφίσα. Έχει έντονη μια κουκίδα κόκκινη, κάτι χέρια με αφαίρεση και ένα μαύρο περίβλημα γύρω. Το κόκκινο ξέρουμε ότι συμβολίζει τον ήλιο, τα χέρια που κρατάνε το όπλο ξέρουμε τι συμβολίζουν και το μαύρο περίβλημα συμβολίζει τη μαύρη περικύκλωση που είχαμε εδώ πέρα από τη χούντα. Και όλα αυτά συνυπάρχουν συμβολικά και αφαιρετικά.

Αυτό μας βόλευε και τεχνικά. Δηλαδή τα απλά μέσα που είχαμε μας οδήγησαν στο να δουλέψουμε έτσι, αλλά και αισθητικά ήταν πιο πολύ δυνατό, σαν σήμα έξω, όταν το προβάλλαμε ή το κολλάγαμε στους τοίχους.

Γ.Α.: Μου φαίνεται ότι είναι η πρώτη φορά που γίνεται μια σύνδεση, αν δεν κάνω λάθος, ανάμεσα στο φασισμό που πέρασε η Ελλάδα το 1940 και τη χούντα του 1967.

Θ.Σ.: Ναι είναι και η πρώτη αφίσα που γίνεται σύνδεση ανάμεσα στη γενιά που αγωνίστηκε ενάντια στο φασισμό του ’40 και τη γενιά που αγωνίστηκε ενάντια στη χούντα.

Προς τους εργάτες

Γ.Α.: Έχετε βγάλει μια αφίσα για την εργατική Πρωτομαγιά. Πώς κυκλοφόρησε και ποια είναι η ιστορία αυτής της αφίσας;

Θ.Σ.: Ήταν η Πρωτομαγιά νομίζω του ’69 ή του ’70. Δεν θυμάμαι τώρα και είχαμε αρχίσει να ξαναποκτάμε τις επαφές μας σύνδεσης με τα Πανεπιστήμια. Η υπογραφή της είναι «Κομμουνιστική Οργάνωση Φοιτητών». Επειδή πάγιο αίτημα του αριστερού και προοδευτικού φοιτητικού κινήματος ήταν η ενότητα και η επαφή με την εργατική τάξη, έτσι γεννήθηκε και αυτή η αφίσα, γι' αυτό και το σύνθημά της είναι «Σπουδαστές δώστε τα χέρια στους εργάτες». Δηλαδή καλούσαμε και τους σπουδαστές που ήταν στα Πανεπιστήμια στην Πρωτομαγιά, που δε γιορταζόταν τότε ή γιορταζόταν μόνο από τους συνδικαλιστές της χούντας σαν γιορτή λουλουδιών, να δώσουν τα χέρια σε μια αγωνιστική ενότητα.

Εδώ το σήμα αποτελείται από ένα βιβλίο και ένα σφυρί, δηλαδή μια ενότητα κλασική στο συμβολισμό της αφίσας, πάνω στο πάγιο αίτημα του φοιτητικού κινήματος.

Πανευρωπαϊκοί στίβου, ΕΣΣΔ και μια αφίσα

Η αφίσα Νο7 αναφέρεται στους Πανευρωπαϊκούς. Την σύνθεσή της την έχει φτιάξει άλλος. Εγώ απλώς τη μετέπλασα για να μπει στο λινόλεουμ και να μπορεί να εκτυπωθεί σε περισσότερα κομμάτια. Ήταν για τους Πανευρωπαϊκούς αγώνες στους οποίους είχαν έρθει όλες οι χώρες. Νομίζω ότι είχε απόσχει μόνο η Σουηδία.

Γ.Α.: Είχαν έρθει και οι ανατολικές χώρες;

Θ.Σ.: Ναι οι ανατολικές χώρες είχαν έρθει όλες και μάλιστα η παραδοσιακή αριστερά συγκινείτο γιατί ακουγόταν ο ύμνος των ανατολικών χωρών στο χουντικό τότε στάδιο, όταν οι αθλητές τους έρχονταν πρώτοι. Και μάλιστα δε θυμάμαι ποιος ήταν ο Ρώσος αθλητής, νομίζω της σφύρας, που είχε πει ότι εμείς είμαστε αθλητές και δεν έχουμε σχέση με την πολιτική.

Βέβαια αυτό εμάς μας εύρισκε αντίθετους και γι' αυτό είχε βγει και το 11ο φύλλο της «Νέας Ελλάδας» του ΠΑΜ, που την επιμέλειά του είχε κάνει ο Γιώργος Βότσης απ’ ότι θυμάμαι, δημοσιεύοντας μια σκληρή κριτική για τους τουρίστες και τα τουριστικά πλοία που έρχονταν από τη Σοβιετική Ένωση και τα άλλα ανατολικά κράτη, με αποτέλεσμα να έρθει μια πρώτη ρήξη, που αργότερα βέβαια γενικεύτηκε με τη διάσπαση της Αριστεράς.
Γ.Α.: Ποιά απήχηση είχε στον κόσμο αυτή η δουλειά με τις αφίσες; Γιατί είναι γεγονός ότι πολύς κόσμος τρόμαζε με μερικές κομουνιστικής προέλευσης αφίσες, όπως και άλλος κόσμος χαιρόταν γιατί υπήρχε μια αντίσταση κατά της χούντας, ούτως ή άλλως.

Θ.Σ.: Επειδή εμείς τότε ζούσαμε σ’ ένα χώρο που περιβαλλόταν από την παρανομία δεν είχαμε πολλές εμφανείς αντιδράσεις. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι δε βοήθησαν στο να αυξηθεί η οργανωτικότητα του κόσμου, γιατί ο φόβος υπερίσχυε του ερεθίσματος που μπορεί να δίνανε αυτές οι αφίσες.

Στα Πανεπιστήμια, επειδή, ήταν πιο νέος ο κόσμος ή στα Γυμνάσια, ναι, είχανε κάποιο λόγο, αφού δίνανε ορισμένα ερεθίσματα ότι δεν τα σκιάζει όλα η φοβέρα, ότι υπάρχει κάτι. Και αυτό νομίζω ότι ήταν το έναυσμα της εμφάνισης στους τοίχους αυτού του είδους των αφισών και των προκηρύξεων, για να γεννηθεί σιγά-σιγά πάλι το φοιτητικό κίνημα που είχε βρεθεί σε αμηχανία μετά το χτύπημα του ’67.

«Τότε είμαστε πολύ λίγοι»

Γ.Α.: Πιστεύεις ότι σαν τέχνη αυτές οι αφίσες έχουν επηρεάσει τη μεταδικτατορική αριστερή αφίσα;

Θ.Σ.: Όχι γιατί δε νομίζω ότι η μεταδικτατορική αριστερή αφίσα έστριψε ποτέ προς τα πίσω, στο αντιδικτατορικό της παρελθόν. Με την έννοια ότι μετά το 1974 πολύς κόσμος οργανώθηκε και μάλιστα με τέτοια ταχύτητα που δεν πρόλαβε να κοιτάξει και στην ιστορία της νεολαίας που είχε πίσω του. Γιαυτό μπορώ να πω, όπ και αυτές τις αφίσες που εγώ είχα φτιάξει (τότε ήμουν παράνομος σήμερα είμαι νόμιμος) κανείς δεν ξέρει ότι τις έχω φτιάξει. Ακόμη και η οργάνωση που ανήκα, και σήμερα δεν ανήκω, εν πάσει περιπτώσει, κρύβει ότι εγώ τις είχα φτιάξει. Βέβαια αυτό με πικραίνει λίγο αλλά αυτό δεν έχει σημασία, συμβαίνουν αυτά. Έχουν συμβεί και άλλες φορές άλλωστε.

Γ.Α.: Μου φαίνεται ότι αναφέρεσαι και στους νεόκοπους αντιστασιακούς ή αυτούς που ήσαν πραγματικό αντιστασιακοί εκείνη την εποχή;

Θ.Σ.: Όχι δεν μπαίνω σ’ αυτά τα χωράφια γιατί είναι τώρα τεράστια χωράφια και ούτε θέλω να μπω. Πάντως και μετά την πτώση της χούντας βρέθηκαν πάρα πολλοί, περισσότεροι αντιστασιακοί απ’ όσους τότε είχαν υπάρξει. Ξέρω πολύ καλά ότι την περίοδο του ’67-’ 70 είμαστε πάρα πολύ λίγοι.

Αναζητώντας υποστηριχτές στην Ευρώπη

Γ.Α.: Είχες τότε ως μέλος του Ρήγα επαφή πρώτα απ’ όλα με οργανώσεις της αριστερός του εξωτερικού; Στην Ελλάδα υπήρχε μια κάποια έστω υποτυπώδης συνεργασία ανάμεσα στους αντιστασιακούς, ανεξάρτητα χρώματος;

Θ.Σ.: Μέσα στη χώρα μάς και η νεολαία του Κέντρου που αργότερα μετεξελίχθηκε σε Π.Α.Κ. και από Π.Α.Κ. σε Π.Α.Σ.Ο.Κ. είχε μια δραστηριότητα και είχαμε συνεργαστεί και πάρα πολύ καλά μάλιστα. Σε αεροπορικό δυστύχημα είχε σκοτωθεί τότε και ένα μέλος του Κέντρου, που είχε συνεργαστεί και στο σχηματισμό του Ρήγα, που δυστυχώς δε θυμάμαι το όνομά του. Ως προς το εξωτερικό είχα βγει έξω με απόφαση της οργάνωσης το 1969, για να κάνω την πρώτη επαφή με τις φοιτητικές οργανώσεις του εξωτερικού. Πήγα μάλιστα μέχρι τη Φινλανδία. Τότε μαζέψαμε αρκετά χρήματα γιατί μας βοήθησαν ικανοποιητικά και οι φινλανδικές φοιτητικές οργανώσεις καθώς και οι γαλλικές και οι ιταλικές.

Από αυτό το ταξίδι φάνηκε ότι ένας εκπρόσωπος της νεολαίας έπρεπε να βγει έξω, μια και μέχρι τότε δεν είχαμε κανάλι επαφής με το εξωτερικό, να δείξει ότι υπάρχουμε και να αναλάβει την επίσημη επαφή.

Την ευθύνη αυτή ανέλαβε τότε ο γραμματέας του Ρήγα, Δημήτρης Μανωλάκος που σήμερα είναι δημοσιογράφος. Ο Μανωλάκος βγαίνοντας στο εξωτερικό αντιπροσώπευε τουλάχιστον το Ρήγα, γιατί οι άλλες αντιστασιακές οργανώσεις που υπήρχαν τότε είχαν μικρή δραστηριότητα, αφού βρίσκονταν στο επίπεδο μικρών ομάδων. Υπήρχαν και τροτσκιστές και άλλοι με αντιλήψεις ένοπλης βίας, που βέβαια αυτή εμφανίζεται αργότερα, όχι την περίοδο τουλάχιστον 68-70 αλλά κυρίως μετά το 1971, κάτω από την επιρροή του θανάτου του Γκεβάρα ή του Μαριγκέλα ή των Τουπαμάρος.

Την ίδια περίοδο ανοίγουν και τα κανάλια επαφής μας με το εξωτερικό, και έφθασαν μέχρις εμάς πράγματα που δε γνωρίζαμε έως τότε. Εκείνη την εποχή δρουν ουσιαστικά και οι ένοπλες οργανώσεις, μετά δηλαδή το 1971. Πιο πριν υπήρχαν τα κλασικά πλαίσια της αφισοκόλησης και της οργάνωσης του κόσμου.

Πέπλος σιωπής

Γ.Α.: Η επίσημη χούντα πώς είχε αντιδράσει στην εμφάνιση των αντιστασιακών αφισών, μήπως είχε αποσιωπήσει το γεγονός;

Θ.Σ.: Η χούντα αποσιωπούσε τα πάντα. Και βόμβες να πέφτανε το αποσιωπούσε σαν να μην έγινε. Ένα στοιχείο που μας έκανε να μην έχουμε καμία σχέση με το Μάη του ’68, ήταν γιατί στην Ελλάδα τότε τα πάντα αποσιωπούνταν. Η πληροφόρηση ήταν στενά κλεισμένη από τη χούντα.

Γ.Α.: Όταν κολλούσατε τις αφίσες, ξαναπερνάγατε μετά από το ίδιο σημείο;
Θ.Σ.: Ναι ήταν πάγια ταχτική μας να περνάμε μετά από μια ή δυο μέρες για να δούμε αν υπήρχαν ακόμη κολλημένες ή είχαν εξαφανιστεί. Μπορώ να πω ότι σε σημεία κοντά στο κέντρο (στο Πανεπιστήμιο) είχαν εξαφανιστεί, αλλά στις γειτονιές που τις κολλούσαμε κοντά στις λαϊκές αγορές, υπήρχαν και μετά μέρες, γιατί βρίσκονταν μέσα σ’ ένα μωσαϊκό διαφημιστικών αφισών και δύσκολα τις εντόπιζαν. Παρ’ όλα αυτά ο κόσμος τις έβλεπε. 'Αλλωστε τις βάζαμε σε τέτοια σημεία που να τις πιάνει το μάτι του κόσμου, σε σημεία εμφανή. Ειδικά στις λαϊκές συνοικίες έμεναν πολλές φορές για μέρες και καμιά φορά το ίδιο συνέβαινε και σε εργοστάσια.

«Φοβόμαστε, αλλά συνεχίζαμε»

Γ.Α.: Οταν κόλλαγες τις αφίσες πώς ένοιωθες;

Θ.Σ.: Κακά τα ψέματα φοβόμαστε τότε όλοι, αλλά αυτό δεν πάει να πει ότι μας σταμάταγε ή αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα για να αγωνιζόμαστε. Τον πρώτο καιρό που βγήκα στην παρανομία έτυχε να κοιμόμαστε στο ίδιο σπίτι τρεις τέσσερις μαζί. Εγώ προσωπικά δυο-τρεις μήνες έβλεπα ότι χτύπαγε η πόρτά και έμπαινε η ασφάλεια να μας πιάσει. Αυτό βέβαια δε μου στάθηκε ανασταλτικό γεγονός, γιατί το πιστεύω μου υπερίσχυε του φόβου μου.

Γ.Α.: Πώς αισθάνεσαι τώρα μετά από τόσα χρόνια όταν αναπολείς αυτές τις στιγμές;

Θ.Σ.: Σαν ένα κομμάτι της ζωής μου που πέρασα πάρα πολύ καλά και αν ξαναρχότανε πάλι θα το ξαναεπαναλάμβανα και θα αγωνιζόμουνα για τις ιδέες της Δημοκρατίας.

Γ.Α.: Αυτή η πικρία που αισθάνεσαι ορισμένες στιγμές πώς θα σ’ έκανε να αντιδράσεις πάλι αν βρισκόσουν κάτω από τις ίδιες περιστάσεις;

Θ.Σ.: Θα ξανάμπαινα πάλι στον αγώνα όπως τότε, γιατί είναι πολύ βαθιά η πίστη μου απέναντι στη Δημοκρατία και τους δημοκρατικούς θεσμούς.

Γ.Α.: Το να ωραιοποιεί κανείς ηρωικούς αγώνες ή όχι είναι κάτι που εντάσσεται βέβαια στα πλαίσια ενός μύθου. Νομίζω οπωσδήποτε οι άνθρωποι που παλέψατε τότε ενάντια στη χούντα, άνθρωποι απλοί, μπορεί νάτανε αριστεροί, μπορεί νάτανε κεντρώοι, μπορεί νάτανε και δεξιοί, τελικά έχουν γίνει ήρωες και αυτή δεν είναι δική μου γνώμη. Θέλω μονάχα να πω ένα πράγμα. Αν αυτοί οι άνθρωποι τώρα πια —τότε ίσως έκαναν πράγματα πολύ μεγαλύτερα από το μπόϊ τους εκείνη τη στιγμή, ίσως χωρίς να τόχουν συνειδητοποιήσει κιόλας αν έχουν να θυμηθούν κάτι; Θανάση έχεις να θυμηθείς κάτι χαρακτηριστικό απ ’ αυτή την ιστορία;

Θ.Σ.: Συμφωνώ ότι τότε δεν είχαμε συνείδηση εμείς αν κάναμε τέτοιες πράξεις. Για τις δημοκρατικές μας πεποιθήσεις αντιδρούσαμε σ’ αυτό το πράγμα που λέγεται χούντα. Θυμάμαι από τότε ένα γελοίο γεγονός. Το ’70 είχανε κουρέψει σειρά παιδιών στο Γυμνάσιο Περιστεριού γιατί είχαν μακριά μαλλιά. Μάλιστα κατά γελοίο τρόπο πήγαιναν και οι ίδιοι οι γονείς τα παιδιά τους στην Αστυνομία για να τα κουρέψουν, επειδή είχαν μακριά μαλλιά.

Γ.Α.: Συγγνώμη που θα σε διακόψω αλλά αυτό είχε γίνει σαν πράξη αντίστασης στο σχολείο μου αλλά και σε πολλά άλλα σχολεία, που επίτηδες τα παιδιά αφήναμε μακριά μαλλιά και γράφαμε σε δημοτική τις εκθέσεις μας.

Θ.Σ.: Αυτό μου θυμίζει ότι όντως τότε η δημοτική είχε μπει στα Γυμνάσια, σαν μορφή αντίστασης καθώς και τα μακριά μαλλιά. Γιαυτό και αν θυμάσαι στην προβολή του φεστιβάλ του Γούντστοκ είχε μαζευτεί χιλιάδες κόσμος, σαν ένδειξη αντίθεσης με το καθεστώς. Έτσι μέσα από μια απλή μουσική ταινία πέρασε η αντίθεση του κόσμου προς το καθεστώς.

Κι όμως ήταν ο Αλ. Παναγούλης

Ενα άλλο γεγονός που θυμάμαι έντονα από εκείνη την εποχή είναι το εξής: Ένα βράδυ πηγαίνοντας στην οδό Κύπρου όπου είχαμε εγκαταστήσει τον πολύγραφο, προχωρούσα για να πάω πρώτα σ’ ένα ραντεβού όπου θα συναντούσα το Γιάννη τον Καούνη. Τότε δε συναντιόμαστε ποτέ μέσα σ’ ένα σπίτι για να μην παθαίνουμε αυτά που παθαίναμε. Γιαυτό και συναντιόμαστε πρώτα στο δρόμο. Βγήκα να πάω να παραλάβω το Γιάννη, που ήταν υπεύθυνος τότε της οργάνωσης και ερχόταν για να μας φέρει νέα από το Πανεπιστήμιο για να γραφούν στο «Θούριο».

Συναντηθήκαμε μακριά από το σπίτι και τα είπαμε αφού ελέγξαμε το χώρο και διαπιστώσαμε ότι δε μας παρακολουθούσε κανείς. Μετά κατευθυνθήκαμε προς το σπίτι. Όταν πλησιάσαμε στην Κύπρου είδαμε ένα αυτοκίνητο σταματημένο και μου λέει ο Γιάννης να προσέξω αυτόν που βρίσκεται μέσα, γιατί έμοιαζε καταπληκτικά με τον Αλέκο Παναγούλη. Τότε δεν είχαμε μάθει ότι είχε δραπετεύσει και νομίζαμε ότι ήταν φυλακή. Γιαυτό και γω του απάντησα ότι ο άνθρωπος είναι στα σίδερα και καλύτερα να γυρίσουμε γρήγορα σπίτι, γιατί δεν έποεπε να τριγυρνάμε πολλή ώρα έξω, κάτω από τέτοιες συνθήκες.

Οταν φτάσαμε στο σπίτι μάθαμε από το ραδιόφωνο ότι είχε δραπετεύσει ο Παναγούλης. Πεταχτήκαμε έξω αλλά εκείνος είχε εξαφανιστεί. Πιστεύω ότι αν τον είχαμε καταλάβει δε θάχε την τραγική κατάληξη να τον παραδώσουν στην ασφάλεια στο σπίτι που πήγε να κρυφτεί.

Στο εργοστάσιο για... «δουλειά»

Γ.Α.: Πέρα από αυτό το γεγονός βλέπω συνέχεια προσκλήσεις προς τους εργάτες για κοινή πάλη. Αυτό έμεινε μονάχα στα επίπεδα της συνθηματολογίας ή έγινε και πραγματικότητα στα πρώτα χρόνια εκείνα που κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει;

Θ.Σ.: Σαν οργάνωση έστω φοιτητική, αν και εκείνη την εποχή η οργάνωση λεγόταν «Πανελλήνια Αντιστασιακή Οργάνωση Σπουδαστών», πήραμε την απόφαση να έρθουμε σε επαφή με την εργατική τάξη.

Ετσι το 1969 πήγαμε εγώ και η Μάρω η Αγγελάκη να δουλέψουμε στο εργοστάσιο πλαστικών της ΣΕΒΕΠ1 στον 'Αγιο Ιωάννη το Ρέντη.

Εκεί εγώ δούλευα μαζί με άλλους τέσσερις εργάτες της ίδιας ηλικίας με μένα, σε μία μηχανή. Εκείνοι όμως δεν ξέρανε τι ρόλο έπαιζα, γιατί ούτε και γω το έδειχνα, παρ’ όλο που ο άνθρωπος που μας είχε βάλει στο εργοστάσιο ήταν σύντροφος, αλλά και αυτός έκρυβε την ιδιότητά του. Είχαμε από πριν πληροφορηθεί ότι σ’ αυτό το εργοστάσιο, παλιά, υπήρχε πολύ γερή συνδικαλιστική οργάνωση της Ε.Δ.Α. και γιαυτό άλλωστε θελήσαμε να ξεκινήσουμε από εκεί. Εγώ δεν είχα έρθει σε επαφή με την παλιά οργάνωση του εργοστασίου αφού είχα μπει για να δημιουργήσω νέους πυρήνες.

Ξεκίνησα, λοιπόν, να δουλεύω τη μηχανή με τους άλλους τέσσερις. Έτσι μέσα από την κουβέντα, την πρέφα και καθώς βγαίναμε και μαζί, σύντομα γνωριστήκαμε και σφυρηλατήθηκε μια οικειότητα και μια φιλία μεταξύ μας, χωρίς όμως να υπάρχουν εμφανή δείγματα από μέρους μου, ότι εγώ βρισκόμουν εκεί για πολιτική δουλειά.

Η πρώτη στάση εργασίας...

Μια μέρα είχαν μπουκώσει οι εξαεριστήρες του εργοστασίου και μας έπνιγε η σκόνη. Βέβαια όλοι φοβόντουσαν να μιλήσουν γιατί ας μην ξεχνάμε και σε τι εποχή ζούσαμε τότε. Εγώ μέσα στην αγανάκτησή μου γι' αυτό το πράγμα και βρίσκοντας και την ευκαιρία να κάνω και την πολιτική δουλειά για την οποία είχα πάει, σχημάτισα αυτόματα μια πενταμελή επιτροπή από εμάς τους πέντε που δουλεύαμε στην ίδια μηχανή.

Σταματήσαμε τη μηχανή και δώσαμε ένα τελεσίγραφο στους υπεύθυνους παραγωγής που ανέφερε ότι αν δε διορθωνόταν ο εξαερισμός μέσα σε μισή ώρα θα κάναμε στάση εργασίας. Ο εξαερισμός δε φτιάχτηκε φυσικά μέσα σε μισή ώρα και έτσι ξεκίνησε μια στάση εργασίας που παρέλυσε το εργοστάσιο γιατί η παραγωγή που λειτουργούσε αλυσιδωτά δεν μπορούσε να συνεχιστεί, αφού είχε σταματήσει το δικό μας μηχάνημα. Έβλεπες εκεί ένα άλλο κλίμα. Άλλοι φοβόντουσαν και άλλοι μας πλησιάζανε με μια χαρά μέσα τους.

Στη συνέχεια ήρθε ο εργοστασιάρχης με τον οποίο λογομαχήσαμε και πιαστήκαμε μέχρι στα χέρια, πράγμα που συνετέλεσε στο να με φυγαδεύσουνε από το εργοστάσιο πριν έρθει η Αστυνομία. Αυτή ήταν νομίζω και η πρώτη στάση εργασίας που έγινε σε εργοστάσιο. Ήταν το 1969.

...και η απόλυση

Μετά πέντε μέρες αφού με ειδοποίησαν ότι τα πράγματα είχαν ηρεμήσει, πήγα στο εργοστάσιο για να πάρω τους μισθούς μου, αφού είχα απολυθεί καθώς και οι υπόλοιποι εργάτες της επιτροπής. Καθώς φεύγαμε είχαν έρθει πολλοί εργάτες για να μας σφίξουν το χέρι και να μας συγχαρούν. Μάλιστα θυμάμαι κάποιον που είχε βγει από το παράθυρο του λογιστηρίου και μας χαιρετούσε ενθουσιασμένος σφίγγοντας κιόλας το χέρι του σε γροθιά. Αυτός ήταν ο Ηλίας Ανδριόπουλος, ο σημερινός συνθέτης, που δούλευε τότε και αυτός στο εργοστάσιο.

Γ.Α.: Ο εργοστασιάρχης πώς επεδίωξε να σας κυνηγήσει;

Θ.Σ.: Παρ’ ότι με φυγαδεύσανε πριν έρθει το 100, αργότερα, σε μια συνάντηση που είχα με το διευθυντή παραγωγής του εργοστασίου, μου έλυσε και την απορία μου, γιατί, όταν πήγα μετά πέντε μέρες για να πληρωθώ, δε με πείραξαν ενώ μπορούσαν να ειδοποιήσουν την αστυνομία και να με συλλάβουν. Κάτι τέτοιο δεν έγινε γιατί, όπως μου είπε, ο εργοστασιάρχης με τον οποίο τσακώθηκα, είχε έναν αδελφό αριστερό στην εξορία και έτσι η αντιδικία μας έμεινε στο επίπεδο της αγανάκτησης.


from ανεμουριον https://ift.tt/2P75Joh
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη