ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΤΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ

ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΛΑΨΗΣ | Το ελληνοτουρκικό Οικονομικό Σύμφωνο της 10ης Ιουνίου 1930 ρύθμιζε τις εκκρεμότητες που είχαν αναφυεί από την εφαρμογή της Σύμβασης της Λωζάννης για την Ανταλλαγή των Πληθυσμών. Επειτα από κοπιώδεις και συχνά ατελέσφορες διαπραγματεύσεις έξι και πλέον ετών, η Ελλάδα και η Τουρκία κατέληξαν σε συμφωνία, βάσει της οποίας οριστικοποιείτο ο συμψηφισμός των εκατέρωθεν ανταλλάξιμων περιουσιών,
ενώ η ελληνική πλευρά επιβαρυνόταν επιπλέον με την καταβολή ενός διόλου ευκαταφρόνητου ποσού ως χρεωστικού υπολοίπου, λαμβάνοντας ως αντιστάθμισμα την αναγνώριση της μη ανταλλαξιμότητας όλων των ελληνικής καταγωγής κατοίκων της Κωνσταντινούπολης. Εντιμος και ιστορικά αναγκαίος συμβιβασμός σύμφωνα με τους υποστηρικτές του, μονόπλευρη απεμπόληση συμβατικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων σύμφωνα με τους επικριτές του, το Οικονομικό Σύμφωνο παραμένει ακόμα και σήμερα, παρά την πάροδο 81 ετών από την υπογραφή και την εφαρμογή του, ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα.
Η ελληνική αντιπροσωπεία στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης της Λωζάννης | Διακρίνονται καθήμενοι στο κέντρο οι Ελευθέριος Βενιζέλος και Ανδρέας Μιχαλακόπουλος
Η υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης στις 24 Ιουλίου 1923 δεν αποτέλεσε απλώς τη διπλωματική κατακλείδα της (ατυχέστατης για την ελληνική πλευρά) Μικρασιατικής Εκστρατείας και της συνακόλουθης Καταστροφής, αλλά σήμανε κυριολεκτικά την απαρχή μιας νέας εποχής στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το νεοπαγές κεμαλικό καθεστώς της Άγκυρας, επιδιώκοντας προφανώς τη στερέωσή του, εστίασε την προσοχή του πρωτίστως στα τεράστια εσωτερικά προβλήματα που μάστιζαν την επίσης νεοπαγή Τουρκική Δημοκρατία, κάποια από τα οποία μάλιστα (κουρδικές εξεγέρσεις στην ανατολική και νοτιοανατολική Μικρά Ασία) απειλούσαν την ίδια την εδαφική της ακεραιότητα. Την ίδια στιγμή, ταλαιπωρημένη από τις υπερδεκαετείς πολεμικές συγκρούσεις στις οποίες -αμέσως ή εμμέσως- μετείχε (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Εκστρατεία), η Ελλάδα έδειχνε να έχει πλήρως αποστασιοποιηθεί από τα μεγαλοϊδεατικά οράματα που προσδιόρισαν επί σχεδόν έναν αιώνα την ελληνική εξωτερική πολιτική. Όπως λίγα χρόνια αργότερα το έθετε ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μέσω της Καταστροφής και της ανταλλαγής των πληθυσμών οι Ελληνες «συνεπλήρωσαν την εθνικήν των αποκατάστασιν διά της πλήρους σχεδόν επιτυχίας των εις την Βαλκανικήν χερσόνησον και τας νήσους του Αιγαίου πελάγους, διά της πλήρους δε αποτυχίας των εν Μικρά Ασία».

Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΝΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ

Ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε στην ελβετική πόλη, ωστόσο, μολονότι εκ πρώτης όψεως έδειχνε να παρέχει τις αναγκαίες προϋποθέσεις για μια ειλικρινή ελληνοτουρκική συνεννόηση, δεδομένης άλλωστε της εκατέρωθεν αποδοχής του εδαφικού status quo, στην πραγματικότητα δεν απάλειψε όλους τους εγγενείς παράγοντες που επιδρούσαν ανασταλτικά προς την κατεύθυνση της συνεργασίας των δύο γειτονικών κρατών (1). Ορισμένες από τις ρυθμίσεις του συμβατικού πλέγματος της Λωζάννης, μάλιστα, έδειξαν να δημιουργούν πρόσθετα δυσεπίλυτα προβλήματα, τα οποία περιέπλεκαν περαιτέρω την κατάσταση.
Καραβάνι προσφύγων κατά την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης το 1922
Παραδόξως, τα προβλήματα αυτά δεν σχετίζονταν τόσο με τις εδαφικές και άλλες προβλέψεις της Συνθήκης Ειρήνης, αλλά κυρίως με την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της Σύμβασης για την Ανταλλαγή των Ελληνοτουρκικών Πληθυσμών (2). Η Σύμβαση αυτή, η οποία υπογράφηκε από τους εκπροσώπους της ελληνικής και της τουρκικής κυβέρνησης στη Λωζάννη στις 30 Ιανουάριου 1923, έξι μήνες δηλαδή πριν από την ομώνυμη Συνθήκη Ειρήνης (3), αποτύπωνε την τραγική πραγματικότητα της μαζικής και βίαιης εξόδου ενός δυσθεώρητου αριθμού Ελλήνων της Μικρός Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης από τις πατρογονικές τους εστίες, με προορισμό το ελληνικό κράτος (4). Βάσει του πρώτου άρθρου της Σύμβασης, επιβαλλόταν «από της 1ης Μαΐου 1923 [...] η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων, ελληνικού ορθόδοξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών» (5),
Αναμνηστική φωτογραφία από το επίσημο δείπνο που παρατέθηκε στην Αγκυρα προς τιμήν των Ελλήνων επισήμων που επισκέπτονταν την πόλη με αφορμή την υπογραφή του ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας. Διακρίνονται, μεταξύ άλλων, ο Ελευθέριος Βενιξέλος και ο πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος κρατά από το χέρι τη σύζυγο του Ελληνα πρωθυπουργού, Ελενα Βενιζέλου.
Ανδρέας Μιχαλακόπουλος | Ως πρωθυπουργός (Οκτώβριος 1924 - Ιούνιος 1925) αντιμετώπισε την κρίση που δημιούργησε στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας η πραξικοπηματική απέλαση του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντίνου ΣΤ’, η οποία λίγο έλειψε να οδηγήσει τις δύο γειτονικές χώρες σε πολεμική αναμέτρηση | Ως υπουργός Εξωτερικών (Δεκέμβριος 1926-Ιούλιος 1928, Ιούλιος 1929-Μάιος 1932, Ιούνιος-Νοέμβριος 1932, Ιανουάριος-Μάρτιος 1933) χειρίσθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα τα ελληνοτουρκικά ζητήματα
με την πρόσθετη πρόβλέψη ότι οι ανταλλαγέντες δεν θα είχαν το δικαίωμα επανεγκατάστασης στην Ελλάδα ή στην Τουρκία χωρίς την άδεια της ελληνικής ή της τουρκικής κυβέρνησης, αντίστοιχα. Στην κατηγορία των ανταλλάξιμων, εξάλλου, συμπεριελήφθησαν και όσα άτομα είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους μετά από τη 18η Οκτωβρίου 1912 (άρθρο 3), ημερομηνία έναρξης του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. Αντίθετα, από τον γενικό κανόνα της υποχρεωτικής ανταλλαγής εξαιρούνταν αφενός οι Ελληνες κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης και αφετέρου οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης (άρθρο 2). Ταυτόχρονα, η Σύμβαση διασφάλιζε το δικαίωμα όσων περιλαμβάνονταν σε αυτές τις δύο κατηγορίες να παραμείνουν ή να επιστρέφουν στις εστίες τους και να διαχειριστούν ελεύθερα τις περιουσίες τους (άρθρο 16). Για την επίβλεψη της εφαρμογής της ανταλλαγής, η Σύμβαση προέβλεπε τη σύσταση Μικτής Επιτροπής, αποτελούμενης από τέσσερις Ελληνες, τέσσερις Τούρκους και τρία ουδέτερα μέλη, τα οποία θα εκλέγονταν από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών μεταξύ των υπηκόων των κρατών που δεν συμμετείχαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και τα οποία θα ασκούσαν εναλλάξ και την προεδρία της Επιτροπής (άρθρο 11). Στη Μικτή Επιτροπή, εξάλλου, παραχωρούντο ευρύτατες αρμοδιότητες, καθώς, με ρητή διάταξη του δωδέκατου άρθρου της Σύμβασης, η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να λαμβάνει -με απλή πλειοψηφία του συνόλου των μελών της- οποιοδήποτε μέτρο και να επιλύει οποιοδήποτε ζήτημα προέκυπτε από την εφαρμογή της Σύμβασης. Στις αρμοδιότητες της Μικτής Επιτροπής συμπεριλαμβανόταν και η εκκαθάριση της κινητής και ακίνητης περιουσίας των εκατέρωθεν ανταλλάξιμων (άρθρο 12), καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 5 της Σύμβασης, οι τελευταίοι διατηρούσαν ακέραιο το δικαίωμα της ιδιοκτησίας τους. Προς εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού, η Επιτροπή είχε το δικαίωμα, αφού προηγουμένως εξέταζε τους ενδιαφερομένους, να διατάξει την εκτίμηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους που τελούσε υπό εκκαθάριση (άρθρο 13). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 14, εάν κατά τη γενική εκκαθάριση δεν υφίστατο ισοτιμία μεταξύ των αμοιβαίως οφειλόμενων ποσών, η κυβέρνηση που θα βρισκόταν οφειλέτρια θα έπρεπε να καταβάλει στην άλλη τη χρηματική διαφορά. Η διάταξη αυτή ήταν ιδιαίτερα σημαντική διότι, δεδομένης της οικονομικής ευρωστίας των Ελλήνων ανταλλαξίμων, αλλά και της αριθμητικής υπεροχής τους έναντι των αντίστοιχων Τούρκων, δημιουργήθηκε στην ελληνική πλευρά η βάσιμη ελπίδα ότι τελικά θα λάμβανε από την Τουρκία ένα σημαντικό χρηματικό ποσό ως χρεωστικό υπόλοιπο.

ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΩΝ ΑΚΑΡΠΩΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝ (1924-1928)

Μολονότι η Σύμβαση της Λωζάννης επιχείρησε να διευθετήσει όλα τα ζητήματα που σχετίζονταν με την ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών, σχεδόν αμέσως μετά από την υπογραφή της ανέκυψε μια σειρά από -λιγότερο ή περισσότερο σοβαρά- προβλήματα που σχετίζονταν με την εφαρμογή της. Ενα από τα σημαντικότερα εν λόγω θέματα υπήρξε η ερμηνεία του άρθρου 2 της Σύμβασης για την Ανταλλαγή των Πληθυσμών, και ειδικότερα του όρου «εγκατεστημένος» (etabli). Σε αυτό το πλαίσιο, η τουρκική κυβέρνηση επιχείρησε με διάφορους τρόπους να επιτύχει την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μείωση του αριθμού των Κωνσταντινουπολιτών που θα συμπεριλαμβάνονταν στην κατηγορία των etablis και κατά συνέπεια θα εξαιρούντο από τη διαδικασία της υποχρεωτικής ανταλλαγής. Αντίστοιχα, η Αγκυρα προέβαλε εμπόδια στην επιστροφή 30.000 έως 40.000 μη ανταλλάξιμων Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει την πόλη το κρίσιμο διάστημα Σεπτεμβρίου - Δεκεμβρίου 1922 (δηλαδή πριν από την υπογραφή της Σύμβασης της Ανταλλαγής) φοβούμενοι την εισβολή των κεμαλικών στρατευμάτων και την επανάληψη των αγριοτήτων της Σμύρνης, ενώ σταδιακά οι τουρκικές αρχές προέβησαν στην κατάληψη και εκποίηση των περιουσιών των «φυγάδων». Τα πράγματα, εξάλλου, δεν ήταν καλύτερα ούτε και για όσους μειονοτικούς παρέμεναν στην Κωνσταντινούπολη, καθώς η τουρκική κυβέρνηση έθεσε σε εφαρμογή ένα συστηματικό σχέδιο καταπίεσής τους. Τέλος, αντίστοιχες καταπιεστικές μέθοδοι εφαρμόστηκαν και εις βάρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου (6). Από την άλλη πλευρά, η Αθήνα αδυνατούσε να συμμορφωθεί με συγκεκριμένες διατάξεις της Σύμβασης της Λωζάννης που σχετίζονταν με τα περιουσιακά δικαιώματα μη ανταλλάξιμων Τούρκων υπηκόων, οι οποίοι διέθεταν ακίνητα εντός της ελληνικής επικράτειας. Πιο συγκεκριμένα, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που είχαν δημιουργηθεί μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή και των κολοσσιαίων αναγκών περίθαλψης, συντήρησης και εν γένει αποκατάστασης των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων που είχαν συρρεύσει πενόμενοι στην Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση είχε ήδη εγκαταστήσει έναν σημαντικό αριθμό εξ αυτών -αλλά και γηγενών ακτή μόνων αγροτών- σε κτήματα που ανήκαν σε Τούρκους υπηκόους.
Γεώργιος Εξηντάρης | Ως επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Μικτή Επιτροπή υπέγραψε εκ μέρους της Ελλάδας τη Συμφωνία της Άγκυρας (21 Ιουνίου 1925)
Θεόδωρος Πάγκαλος | Η επιβολή της δικτατορίας του (Ιούνιος 1925 - Αύγουστος 1926) απορρύθμισε την ελληνική εξωτερική πολιτική, με αντίκτυπο και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις
Για τους ίδιους λόγους, εξάλλου, οι ελληνικές αρχές είχαν προχωρήσει και στην κατάληψη ακινήτων που ανήκαν σε μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης (7). Κατά συνέπεια, η απόδοση των ακινήτων και των δύο προαναφερθέντων κατηγοριών στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους καθίστατο πρακτικά ανέφικτη, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται από την Τουρκία ως πρόσχημα για αντίστοιχες παραβιάσεις του συμβατικού πλέγματος της Λωζάννης. Αναμφίβολα, πάντως, το σημαντικότερο διμερές πρόβλημα που παρέμεινε ανεπίλυτο μετά από την υπογραφή της Σύμβασης της Λωζάννης ήταν εκείνο των εκατέρωθεν ανταλλάξιμων περιουσιών. Μολονότι η Σύμβαση της Ανταλλαγής προσδιόριζε επακριβώς τον τρόπο εκτίμησης αυτών των περιουσιών και αποζημίωσης των νομίμων κατόχων τους, στην πράξη η εν λόγω διαδικασία αποδείχθηκε ιδιαίτερα περίπλοκη και χρονοβόρα. Τα δύο κράτη, βέβαια, είχαν αρκετά μεγάλη πείρα σε ζητήματα που σχετίζονταν με περιουσιακές εκκρεμότητες, καθώς σε κάθε εδαφική επέκταση του ελληνικού κράτους μοιραία ανέκυπτε θέμα μουσουλμανικών κτημάτων. Στη δεδομένη συγκυρία, ωστόσο, όχι μόνο η κλίμακα ήταν μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά, αλλά, επιπλέον, υπήρχαν διεκδικήσεις και από τις δύο πλευρές, δεδομένου ότι η ανταλλαγή αφορούσε τόσο σε Ελληνες της Τουρκίας, όσο και σε μουσουλμάνους της Ελλάδας. Η κατάσταση, εξάλλου, περιπλεκόταν ακόμα περισσότερο από τις ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες είχε πραγματοποιηθεί η ανταλλαγή, με αποτέλεσμα πολλές από τις διατάξεις της Σύμβασης της Λωζάννης να καθίστανται σε μεγάλο βαθμό πρακτικά ανεφάρμοστες. Η ανάγκη υπερπήδησης αυτών των εμποδίων έγινε άμεσα αντιληπτή σε Αθήνα και Άγκυρα. Για τον λόγο αυτό, οι δύο πλευρές γρήγορα εγκαινίασαν διαπραγματεύσεις, με σκοπό την οριστική διευθέτηση των σχετικών εκκρεμοτήτων. Οι πρώτες απευθείας συνομιλίες μεταξύ των δύο πλευρών άρχισαν ήδη τον Ιούλιο του 1924, χωρίς όμως να καταλήξουν στην επίτευξη κάποιας συμφωνίας, καθώς οι απόψεις τους σε μία σειρά από ζητήματα καίριας σημασίας κάθε άλλο παρά συνέκλιναν. Ωστόσο, παρά την εν τω μεταξύ νέα όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με αφορμή την αιφνιδιαστική σύλληψη του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντίνου ΣΤ’ (8) και τελικά την απέλασή του ως ανταλλάξιμου στις 30 Ιανουαρίου 1925, οι δύο πλευρές επανήλθαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων καταλήγοντας αυτή τη φορά σε πιο απτό αποτέλεσμα. Στις 21 Ιουνίου 1925 υπογράφηκε στην τουρκική πρωτεύουσα η Συμφωνία της Άγκυρας, γνωστή και ως Συμφωνία Εξηντάρη - Ρουσδή. Βάσει αυτής, η Ελλάδα παραιτείτο από το δικαίωμα επιστροφής των «φυγάδων» της Κωνσταντινούπολης στις εστίες τους και αναλάμβανε την υποχρέωση όχι μόνο άμεσης αποζημίωσης των μουσουλμανικών περιουσίων της Δυτικής Θράκης, αλλά και μερικής απομάκρυνσης των προσφύγων από την περιοχή, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα την αναγνώριση ως etablis όλων των Ελλήνων που ήταν εγκατεστημένοι πριν από τον Οκτώβριο του 1918 και συνέχιζαν να βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη. Η Συμφωνία, ωστόσο, δεν έμελλε τελικά να εφαρμοστεί, καθώς όχι μόνο υπήρξαν αντιδράσεις εκ μέρους των Κωνσταντινουπολιτών, αλλά επιπλέον διότι η επιβολή δικτατορίας από τον Θεόδωρο Πάγκαλο -ο οποίος στο πλαίσιο της γενικότερης τυχοδιωκτικής εξωτερικής πολιτικής που ακολούθησε στον ένα περίπου χρόνο που παρέμεινε στην εξουσία (9), εγκαινίασε μια σκληρότερη πολιτική έναντι της Άγκυρας- οδήγησε σε κλιμάκωση της αντιπαράθεσης στις δύο πλευρές του Αιγαίου (10). Η διάθεση επαναδιαπραγμάτευσης της Συμφωνίας της Άγκυρας διαφάνηκε ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1925, κατά τη διάρκεια της συνάντησης στη Γενεύη του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Κωνσταντίνου Ρέντη, με τον Τούρκο ομόλογό του Τεβφήκ Ρουσδή Αράς. Τον Ιανουάριο του 1926, μάλιστα, ο Αράς ζήτησε επίσημα την κατάργησή της, προτείνοντας ταυτόχρονα μια νέα συμφωνία-πακέτο.
Σουκρή Σαράτσογλου | Ως επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας στη Μικτή Επιτροπή υπέγραψε εκ μέρους της Τουρκίας τη Συμφωνία των Αθηνών (1 Δεκεμβρίου 1926)
Τεβφήκ Ρουσδή Αράς | Επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας στη Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής Πληθυσμών από την εποχή της ίδρυσής της έως τον Μάρτιο του 1925, οπότε ανέλαβε τη θέση του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας, την οποία διατήρησε για περισσότερα από 13 έτη, έως τον Νοέμβριο του 1938
Το καλοκαίρι του ίδιου έτους ο επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας στη Μικτή Επιτροπή Σουκρή Σαράτσογλου, μετέβη στην Αθήνα, εγκαινιάζοντας έτσι ένα νέο κύκλο συνομιλιών, οι οποίες, επιταχυνόμενες ενδεχομένως και από την ανατροπή του καθεστώτος Πάγκαλου τον Αύγουστο του 1926, κατέληξαν την 1η Δεκεμβρίου στην υπογραφή της Συμφωνίας των Αθηνών (Συμφωνία Αργυρόπουλου - Σαράτσογλου). Με τη Συμφωνία αυτή επιχειρείτο ο συμψηφισμός των εκατέρωθεν προσφυγικών περιουσιών, εξαιρουμένων των κτημάτων των ομογενών της Κωνσταντινούπολης και των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, ενώ η ελληνική κυβέρνηση, επιδιώκοντας τη συμπερίληψη στην κατηγορία των etablis όλων των Ελλήνων που βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη την ημέρα της υπογραφής της Συμφωνίας, δέχθηκε επιπλέον την καταβολή στην Τουρκία 500.000 λιρών Αγγλίας ως χρεωστικό υπόλοιπο. Η Συμφωνία των Αθηνών είχε την ίδια τύχη με την αντίστοιχη της Άγκυρας: ουδέποτε εφαρμόσθηκε. Η αποτυχία εξεύρεσης μιας βιώσιμης λύσης αναφορικά με τις διμερείς οικονομικές διαφορές, ωστόσο, δεν εμπόδισε την τουρκική κυβέρνηση να επιδιώξει τη σύναψη Συμφώνου Φιλίας μεταξύ των δύο κρατών. Αυτή η εξέλιξη έβρισκε αντίθετη την ελληνική πλευρά, η οποία θεωρούσε ότι η διευθέτηση των οικονομικών εκκρεμοτήτων έπρεπε να προηγηθεί της πολιτικής προσέγγισης, διαφορετικά η τελευταία θα στερείτο άμεσης πρακτικής σημασίας. Μένοντας σταθερή σε αυτή τη γραμμή, κατά τη διάρκεια του νέου γύρου διαπραγματεύσεων που άρχισαν στο τέλος του 1927, η Ελλάδα πρότεινε ως μέθοδο επίλυσης των διαφορών τη διαιτησία. Η πρόταση αυτή, ωστόσο, απορρίφθηκε από τουρκικής πλευράς, παρά τις συνεχιζόμενες διακηρύξεις για ανάγκη συνεννόησης και εξομάλυνσης των σχέσεων. Σε ναυάγιο, τέλος, οδηγήθηκαν και οι συζητήσεις που έλαβαν χώρα την άνοιξη του 1928, παρά το γεγονός ότι σε αυτές αναμείχθηκε ενεργά και η Ιταλία, η οποία επιθυμούσε την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών προκειμένου να καταστεί δυνατή η σύμπηξη τριμερούς συνεννόησης ανάμεσα στη Ρώμη, την Αθήνα και την Αγκυρα (11).

Η ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΩΝ: ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΤΗΣ 10ης ΙΟΥΝΙΟΥ 1930

Η ουσιαστική διακοπή του ελληνοτουρκικού διαλόγου δημιούργησε εκατέρωθεν ανησυχία και σκεπτικισμό, καθώς, παρά τις πολυετείς διαπραγματεύσεις και την υπογραφή δύο ενδιάμεσων Συμφωνιών, δεν είχε σταθεί δυνατό να επιτευχθεί μια οριστική λύση των εκκρεμών θεμάτων που σχετίζονταν με την εφαρμογή της Σύμβασης της Ανταλλαγής. Στην άρση του διαφαινόμενου αδιεξόδου επέδρασε καταλυτικά η σαρωτική νίκη του Κόμματος των Φιλελευθέρων με επικεφαλής τον Ελευθέριο Βενιζέλο στις βουλευτικές εκλογές της 19ης Αυγούστου 1928 (12). Ανεξαρτήτως των επιμέρους πολιτικών ή άλλων κρίσεων, το αναμφισβήτητα εντυπωσιακό εκλογικό αποτέλεσμα επέτρεψε, για πρώτη φορά από το 1922, τη συγκρότηση μιας πραγματικά ισχυρής και με εδραίο λαϊκό έρεισμα ελληνικής κυβέρνησης, ικανής να αναλάβει τις ευθύνες λήψης επώδυνων αποφάσεων, αδιαφορώντας για το όποιο πολιτικό κόστος. Ειδικά στον ευαίσθητο τομέα των σχέσεων με την Τουρκία, η ανάρρηση του Βενιζέλου στην πρωθυπουργία παρουσίαζε πρόσθετα πλεονεκτήματα, όχι μόνο γιατί μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης ο Κρητικός πολιτικός είχε εγκαταλείψει τον αλυτρωτισμό, προσανατολιζόμενος ενεργά προς την ιδέα της ειρηνικής ελληνοτουρκικής συνύπαρξης, αλλά και λόγω των στενών δεσμών που διατηρούσε με τους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Οι τελευταίοι, μάλιστα, διακρίνονταν για τα ιδιαιτέρως θερμά φιλοβενιζελικά τους συναισθήματα, γεγονός που έδειχνε να εξασφαλίζει την ελαχιστοποίηση (στο μέτρο του δυνατού) των αντιδράσεών τους ως προς το θέμα της οριστικής διευθέτησης του ζητήματος των περιουσιών. Ο Βενιζέλος είχε ήδη από την προεκλογική περίοδο προδιαγράφει τις συμφιλιωτικές του διαθέσεις έναντι της Αγκυρας. Η εκατέρωθεν πρόθεση υπέρβασης των εμποδίων του παρελθόντος αποτυπώθηκε εύγλωττα στο περιεχόμενο επιστολών που αντάλλαξαν στο διάστημα Αυγούστου - Σεπτεμβρίου 1928 ο Βενιζέλος με τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εξωτερικών της γείτονας χώρας, Ισμέτ Ινονού και Τεβφήκ Ρουσδή Αράς, αντίστοιχα (13). Οι καινοτόμες πρωτοβουλίες που αναλάμβανε ο Κρητικός πολιτικός, εξάλλου, δεν ήταν αποσπασματικές, αλλά εντάσσονταν στο ευρύτερο πλαίσιο της
Ισμέτ Ινονού και Ελευθέριος Βενιζέλος | Παλιοί γνώριμοι από την εποχή της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης, είχαν από τότε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Συνθήκη της Λωζάννης έπρεπε να αποτελέσει το τέρμα της μακροχρόνιας ελληνοτουρκικής διαμάχης και την αφετηρία της διμερούς συνεργασίας.
Ελευθέριος Βενιζέλος | Η ελληνοτουρκική προσέγγιση του 1930, η οποία κατέστη δυνατή χάρη στην προηγούμενη συνομολόγηση του Οικονομικού Συμφώνου, έφερε ευδιάκριτη τη σφραγίδα του Κρητικού πολιτικού
νέας ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που εφάρμοσε αμέσως μετά την άνοδό του στην εξουσία. Πολιτική που πολύ γρήγορα θα απέδιδε καρπούς, οδηγώντας αφενός στη συνεννόηση με την Ιταλία και αφετέρου στην εξομάλυνση των σχέσεων με τη Γιουγκοσλαβία (14). Ειδικά η προσέγγιση με τη Ρώμη θα αποδεικνυόταν ιδιαίτερα πολύτιμη, όχι μόνο από την άποψη του προσεταιρισμού μιας φιλόδοξης μεσογειακής Δύναμης, αλλά επιπλέον και ως μέσο διευκόλυνσης των εν εξελίξει ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων, δεδομένου και του σχετικού ενδιαφέροντος που εμπράκτως θα εκδήλωνε η ιταλική διπλωματία προς αυτή την κατεύθυνση. Οι διαπραγματεύσεις αυτές επρόκειτο να ενταθούν στο διάστημα 1928-1929, καθώς η διευθέτηση των οικονομικών εκκρεμοτήτων με την Τουρκία αποτελούσε προτεραιότητα της κυβέρνησης Βενιζέλου, δεδομένου ότι είχε γίνει αντιληπτό ότι μόνο έτσι θα καθίστατο δυνατή η ευρύτερη ελληνοτουρκική συνεννόηση. Στην Αθήνα, εξάλλου, είχε σταδιακά επικρατήσει η άποψη ότι η υπό διαπραγμάτευση Συμφωνία ήταν πρακτικά αδύνατο να εξασφαλίσει την πλήρη αποζημίωση των Ελλήνων ανταλλάξιμων για τις περιουσίες που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν στις πατρογονικές τους εστίες. Με άλλα λόγια, η νέα Συμφωνία δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί μία παραλλαγή της αντίστοιχης των Αθηνών της 1ης Δεκεμβρίου 1926, χωρίς να είναι καν βέβαιο ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί βελτίωση των όρων της τελευταίας προς όφελος της Ελλάδας. Γι’ αυτόν τον λόγο, η ελληνική κυβέρνηση, αλλά και σημαντικοί υπηρεσιακοί παράγοντες του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, στον βωμό της εξασφάλισης κερδών στο πολιτικό πεδίο (κατοχύρωση της θέσης της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης, αναστολή της πολυδάπανης κούρσας ναυτικών εξοπλισμών στο Αιγαίο, και τελικά εμπέδωση της ελληνοτουρκικής φιλίας και συνεργασίας), εμφανίζονταν πρόθυμοι να θυσιάσουν μέρος των δίκαιων ελληνικών υλικών διεκδικήσεων, αποδεχόμενοι ουσιαστικά το πάγιο τουρκικό αίτημα περί συμψηφισμού των εκατέρωθεν περιουσιών. Η αλλαγή πλεύσης της ελληνικής πλευράς επρόκειτο να διαφανεί καθαρά από την αντικατάσταση του Έλληνα πρεσβευτή στην Άγκυρα Ιωάννη Παπά, από τον Σπυρίδωνα Πολυχρονιάδη, τον Νοέμβριο του 1929. Η διαπίστευση του Πολυχρονιάδη σήμανε ουσιαστικά την έναρξη της τελικής φάσης των διμερών συνομιλιών, δεδομένου μάλιστα ότι οι οδηγίες που συνόδευαν τον νέο Ελληνα πρεσβευτή στην τουρκική πρωτεύουσα ανέφεραν ότι η επίλυση των οικονομικών ζητημάτων θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί έστω και αν η Ελλάδα αναγκαζόταν να προβεί σε νέες υποχωρήσεις. Και η ίδια η επιλογή του Πολυχρονιάδη, άλλωστε, μάλλον δεν υπήρξε τυχαία. Ο τελευταίος, ως πρεσβευτής στο Βελιγράδι, είχε συμβάλει αποφασιστικά στην εξομάλυνση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων, οι οποίες παρέμεναν τεταμένες κυρίως λόγω του προβλήματος της ελεύθερης ζώνης του λιμανιού της Θεσσαλονίκης.
Η κυβέρνηση Βενιζέλου μετά τον ανασχηματισμό της τον Ιανουάριο του 1930
Ως εκ τούτου, έχαιρε της προσωπικής εκτίμησης του Βενιζέλου αλλά και της αναγνώρισης των ικανοτήτων του από τους ευρύτερους ελληνικούς διπλωματικούς κύκλους (15). Η εξελικτική αυτή διαδικασία οδήγησε τελικά στην υπογραφή, στις 10 Ιουνίου 1930 στην Αγκυρα, του Οικονομικού Συμφώνου, το οποίο ρύθμισε οριστικά όλα τα νομικά και περιουσιακά ζητήματα που είχαν προκύψει από την εφαρμογή της Σύμβασης της Λωζάννης για την Ανταλλαγή των Πληθυσμών. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Συμφώνου, τόσο οι περιουσίες των προσώπων που υπόκειντο στην ανταλλαγή όσο και αυτές των μη ανταλλάξιμων, οι οποίες είχαν αποδοθεί σε πρόσφυγες ή είχαν κατασχεθεί, συμψηφίζονταν.
Η υποδοχή του Ελευθέριου Βενιζέλου στην Άγκυρα (Οκτώβριος 1930) | Δίπλα στον Έλληνα πρωθυπουργό είναι ο ομόλογός του Ισμέτ Ινονού
Επιπλέον, η Ελλάδα αναλάμβανε την υποχρέωση να καταβάλει συνολικά 440.000 λίρες Αγγλίας προς αποζημίωση διαφόρων κατηγοριών Ελλήνων και Τούρκων δικαιούχων, οι οποίοι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θίγονταν από τις διατάξεις του Συμφώνου, ενώ ένα τμήμα του ποσού (125.000 λίρες) θα καταβαλλόταν απευθείας στην τουρκική κυβέρνηση. Τέλος, το Σύμφωνο ρύθμισε το ακανθώδες ζήτημα των etablis μέσω της αναγνώρισης ως τέτοιων όλων των Ελλήνων, Τούρκων υπηκόων, και των Μουσουλμάνων, Ελλήνων υπηκόων, που την ημέρα της υπογραφής του (10 Ιουνίου 1930) κατοικούσαν στην Κωνσταντινούπολη και τη Δυτική Θράκη, αντίστοιχα, όρος που κατά μία έννοια αποτελούσε το αντίδωρο που λάμβανε η ελληνική κυβέρνηση για τις υποχωρήσεις της στον οικονομικό τομέα.

Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΦΩΝΟΥ

Αυτές οι υποχωρήσεις αποτέλεσαν αφορμή για την απόρριψη του Συμφώνου από το σύνολο σχεδόν των αντιπολιτευόμενων ελληνικών κομμάτων. Στη συζήτηση που διεξήχθη εντός του Κοινοβουλίου, οι αντιπολιτευόμενοι πολιτικοί αρχηγοί μέμφθηκαν τους χειρισμούς της κυβέρνησης Βενιζέλου, υποστηρίζοντας ότι στην πραγματικότητα η Ελλάδα προέβαινε σε έναν επώδυνο συμβιβασμό, δεχόμενη να υποστεί μονομερώς όλες τις θυσίες χωρίς ουσιαστικά να λαμβάνει κάποιο πρακτικό αντάλλαγμα. Στη δριμεία εναντίον του κριτική, ο Βενιζέλος απάντησε από του βήματος της εθνικής αντιπροσωπείας, απορρίπτοντας ως αβάσιμο τον ισχυρισμό ότι η Συμφωνία συνεπαγόταν πρόσθετες θυσίες. Διευκρίνισε, επίσης, ότι το ελληνικό δημόσιο δεν είχε καμία υποχρέωση αποζημίωσης των Ελλήνων προσφύγων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης, πλην εκείνων που ενέπιπταν στις διατάξεις του Οικονομικού Συμφώνου. Η σολομώντεια λύση του συμψηφισμού, βέβαια, δεν αποτελούσε κεραυνό εν αιθρία. Καθ’ όλη τη διάρκεια των μακροχρόνιων και πολυκύμαντων ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων, η αμοιβαία απόσβεση των εκατέρωθεν λογαριασμών αποτελούσε πάγιο τουρκικό αίτημα, το οποίο όχι μόνο γνώριζε αλλά προφανώς λάμβανε σοβαρά υπ’ όψιν η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση. Η λύση του συμψηφισμού, εξάλλου, είχε ήδη προκριθεί από τη Συμφωνία των Αθηνών (1η Δεκεμβρίου 1926). Οι προφανείς ομοιότητες της τελευταίας με το Οικονομικό Σύμφωνο του 1930, ενδεχομένως να εξηγούν και το πάθος με το οποίο ο Βενιζέλος την υπερασπίστηκε στη Βουλή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κύρωσης του Συμφώνου, χαρακτηρίζοντας τη μη εφαρμογή της από ελληνικής πλευράς ως βαρύ πολιτικό σφάλμα, δεδομένου ότι, όπως υποστήριζε, εάν είχε εφαρμοσθεί, θα ήταν πολύ ευνοϊκότερη από το Οικονομικό Σύμφωνο. Η υπερψήφιση του Συμφώνου από τη Βουλή, δεδομένων των αριθμητικών συσχετισμών που επικρατούσαν εντός του Κοινοβουλίου, έγινε με ιδιαίτερα εντυπωσιακό ως προς το τελικό αποτέλεσμά της τρόπο. Προκάλεσε, όμως, την εύλογη αντίδραση των προσφύγων, καθώς οι τελευταίοι αντιλαμβάνονταν πλέον ότι στις «οριστικά χαμένες πατρίδες» θα έπρεπε πλέον να προσθέσουν και τις «οριστικά χαμένες περιουσίες». Μολονότι, πάντως, όλοι σχεδόν οι πολιτικοί εκπρόσωποι του προσφυγικού κόσμου τάχθηκαν ενάντια στο περιεχόμενο του Συμφώνου, οι αντιδράσεις τους ήταν τελικά μάλλον χλιαρές.
Η υπογραφή του ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας (Άγκυρα, 30 Οκτωβρίου 1930) | Οι πρωθυπουργοί των δύο κρατών επισφραγίζουν συμβατικά την ελληνοτουρκική προσέγγιση
Δυναμικότερες υπήρξαν οι κινητοποιήσεις ορισμένων προσφυγικών σωματείων, ορισμένα από τα οποία μάλιστα οργάνωσαν συλλαλητήρια στην Αθήνα και σε άλλα αστικά κέντρα όπου υπήρχε έντονη η παρουσία του προσφυγικού στοιχείου (όπως η Θεσσαλονίκη και ο Βόλος). Ωστόσο, ούτε με αυτόν τον τρόπο άλλαξε η κατάσταση, δεδομένης άλλωστε της απροθυμίας των περισσότερων προσφύγων να απογαλακτιστούν από το βενιζελογενές παρελθόν τους. Το Σύμφωνο συγκέντρωσε τα βέλη της κριτικής και του αντιπολιτευόμενου Τύπου, ο οποίος επισήμανε τα μειονεκτήματα και τις ελληνικές υποχωρήσεις που συνεπαγόταν ο επώδυνος συμβιβασμός. Αντίθετα, οι συμπολιτευόμενες εφημερίδες επέμειναν στα οφέλη που εξασφαλίζονταν τόσο
Στον απόηχο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης | Σκίτσο της τουρκικής εφημερίδας «Akbaba» αφιερωμένο στην ελληνοτουρκική προσέγγιση | Στα γυαλιά του Βενιζέλου και του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Ρουστού αναγράφονται οι λέξεις «φιλία» και «εγκαρδιότητα», ενώ η λεζάντα από κάτω γράφει: «ευτυχώς που φορέσαμε αυτά τα γυαλιά και βλέπει καλύτερα ο ένας τον άλλο»
ως προς την κατεύθυνση της συνολικότερης προσέγγισης με την Τουρκία όσο και αναφορικά με την προστασία της μειονότητας της Κωνσταντινούπολης. Ανάλογη στάση τήρησαν και πολλοί επιφανείς πολιτικοί άνδρες και διπλωμάτες, οι οποίοι, τόσο δημοσίως όσο και διά προσωπικών τους επιστολών προς τον Βενιζέλο, εξυμνούσαν την πολιτική του στο θέμα της γενικότερης προσπάθειας για την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων - πρώτο και αποφασιστικό βήμα της οποίας αποτελούσε η υπογραφή του Οικονομικού Συμφώνου (16). Ανεξάρτητα, πάντως, από τις αντιδράσεις -θετικές ή αρνητικές- έναντι του Οικονομικού Συμφώνου, το τελευταίο, σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες σχετικές Συμφωνίες (της Άγκυρας το 1925 και των Αθηνών το 1926), εφαρμόσθηκε τελικά, οριστικοποιώντας τον συμψηφισμό των εκατέρωθεν ανταλλάξιμων περιουσιών, γεγονός που αποτελούσε ικανοποίηση των πάγιων τουρκικών αιτημάτων. Η συνομολόγηση του Συμφώνου συνιστούσε αναμφισβήτητα μια ελληνική υποχώρηση, η οποία, ωστόσο, δεν αποτελούσε μια συγκυριακή επιλογή ούτε υπήρξε αποκλειστικά αποτέλεσμα της δυσμενούς διαπραγματευτικής θέσης της Αθήνας έναντι αυτής της Άγκυρας. Υπήρξε πρωτίστως μια συνειδητή επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης και προσωπικά του Βενιζέλου, με απώτερους σκοπούς αφενός την προστασία της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης, και αφετέρου την επιτάχυνση της διαδικασίας συνεννόησης με την Τουρκία σε αμιγώς πολιτικό επίπεδο. Σε αυτό το πλαίσιο, το Οικονομικό Σύμφωνο πράγματι άνοιξε τον δρόμο για την ιστορική επίσκεψη του Βενιζέλου στην Άγκυρα τον Οκτώβριο του 1930, όπου υπογράφηκε από τους πρωθυπουργούς των δύο κρατών το ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας, το Πρωτόκολλο για τον Περιορισμό των Ναυτικών Εξοπλισμών, το Σύμφωνο Εγκατάστασης και η Σύμβαση Εμπορίου, που ολοκλήρωσαν και συμβατικά την ελληνοτουρκική προσέγγιση (17).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο επώδυνος για την Ελλάδα συμβιβασμός που συνεπαγόταν η υπογραφή και η εφαρμογή του Οικονομικού Συμφώνου, θεωρήθηκε αναγκαίος από την κυβέρνηση Βενιζέλου προκειμένου να εξασφαλιστούν η θέση και τα συμφέροντα της πολυάριθμης ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης, η οποία αποτελούσε καθ’ όλη την επταετία 1923-1930 αντικείμενο ποικίλων πιέσεων εκ μέρους της τουρκικής κυβέρνησης. Ο ίδιος ο Βενιζέλος, άλλωστε, εκτιμούσε ότι η επιβίωση του ελληνισμού της πρώην οθωμανικής πρωτεύουσας ήταν άμεσα εξαρτώμενη από τη διατήρηση αρμονικών σχέσεων μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας. Στην πραγματικότητα, πάντως, οι ελληνικές ελπίδες γρήγορα αποδείχθηκαν φρούδες, καθώς -παρά τις ρητορικές διακηρύξεις της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας- η συστηματική πολιτική καταπίεσης της μειονότητας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου παρέμεινε αμετάβλητη. Το γεγονός αυτό γρήγορα έγινε αντιληπτό από τις αρμόδιες ελληνικές υπηρεσίες, οι οποίες όμως στάθηκαν αδύναμες να μεταβάλουν την αρνητική εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων κατάσταση. Αν, ωστόσο, τα θεμέλια της ελληνοτουρκικής φιλίας αποδείχθηκαν σαθρά, κυρίως λόγω των ανειλικρινών τουρκικών προθέσεων, θα ήταν μάλλον άδικο να αμφισβητηθεί η ειλικρίνεια των αντίστοιχων του Βενιζέλου. Ο τελευταίος ήταν απόλυτα πεπεισμένος για την ανάγκη συνεργασίας μεταξύ των δύο γειτονικών κρατών, χαρακτηρίζοντας μάλιστα το πλέγμα των Συμφωνιών του 1930 ως το μεγαλύτερο πολιτικό έργο της ζωής του. Σε κάθε περίπτωση, η προσέγγιση Αθήνας και Άγκυρας που εγκαινιάστηκε τον Οκτώβριο του 1930, με απαραίτητο ενδιάμεσο σταθμό την υπογραφή του Οικονομικού Συμφώνου τέσσερις μήνες νωρίτερα, έφερε ευδιάκριτη την προσωπική σφραγίδα του Κρητικού πολιτικού. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σαφές ότι ο Βενιζέλος ήταν διατεθειμένος να προβεί σε υποχωρήσεις σχετικά με τις προσφυγικές περιουσίες προκειμένου να εξαλειφθούν τα εμπόδια στον δρόμο της ελληνοτουρκικής συνεννόησης.
Ο Βενιζέλος με τους Δοξιάδη και Morgenthau ανάμεσα σε ορφανά προσφυγόπουλα στο Ζάππειο, τον Φεβρουάριο του 1924 (Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Βενιζέλος»)
Οι υποχωρήσεις αυτές, ωστόσο, δεδομένων των συνθηκών, ήταν αδύνατον να αποφευχθούν. Αλλωστε, έως έναν βαθμό είχαν ήδη συντελεστεί κατά τις διαπραγματεύσεις των προηγούμενων ετών (1924-1928) (18). Το Οικονομικό Σύμφωνο, με άλλα λόγια, δεν αποτελούσε για τον Βενιζέλο τον σκοπό αλλά το μέσο που θα επέτρεπε την πραγματοποίηση των σχεδίων του για τη γενικότερη διευθέτηση των σχέσεων Αθήνας και Άγκυρας. Ο θάνατός του, τον Μάρτιο του 1936, δεν του επέτρεψε να δει τις προβλέψεις του και -το σπουδαιότερο ίσως- τις προσδοκίες του να διαψεύδονται από την ιστορική εξέλιξη των γεγονότων. Ειδικότερα οι τελευταίες έπεσαν μάλλον θύματα της αποστροφής του Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω: «Υπάρχουν δύο τραγωδίες στη ζωή. Η μία είναι το ναυάγιο του ονείρου σου. Η άλλη η πραγματοποίησή του».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Αλέξης Αλεξανδρής, «Το ιστορικό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων (1923-1955)», στον συλλογικό τόμο «Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις 1923-1987», εκδ. Γνώση/ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα 1988, σ. 34.

2. Γενικότερα για την ανταλλαγή των πληθυσμών βλ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Ελευθέριος Βενιζέλος: 12μελετήματα, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999,
σ. 93-120.

3. Η Σύμβαση της Ανταλλαγής, εξάλλου, διαφοροποιείτο από τη Συνθήκη Ειρήνης και από την άποψη των συμβαλλομένων μερών: η μεν πρώτη ήταν διμερής, με μοναδικούς συμβαλλόμενους την Ελλάδα και την Τουρκία, η δε δεύτερη πολυμερής. Το πλήρες κείμενο της Σύμβασης της Ανταλλαγής παρατίθεται στην έκδοση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, Πράξεις υπογραφείσαι εν Λωζάννη τη 30 Ιανουαρίου και τη 24 Ιουλίου 1923, Εθνικόν Τυπογραφείον, Αθήνα 1923, σ. 65-69.

4. Με βάση τα επίσημα στοιχεία της ελληνικής απογραφής του 1928, συνολικά 1.104.216 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη ξούσαν στην Ελλάδα, από τους οποίους μόλις 86.422 (ποσοστό 7,8%) είχαν καταφθάσει πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, ενώ οι υπόλοιποι 1.107.794 (ποσοστό 92,2%) είχαν καταφθάσει μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή βλ. Ελληνική Δημοκρατία, Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας-Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδος της 15-16 Μαΐου 1928, τ. I, Εθνικόν Τυπογραφείον, Αθήναι 1933, σ. μστ’..

5. Δεδομένου, πάντως, ότι η Συνθήκη Ειρήνης της Λωξάννης δεν υπογράφηκε παρά μόνο στις 24 Ιουλίου 1923, Ελλάδα και Τουρκία συμφώνησαν ότι η διαδικασία της ανταλλαγής, που προβλεπόταν από το άρθρο 1 της σχετικής Σύμβασης της Αωζάννης, θα ξεκινούσε την 1η Μαίου 1924, αν και -για διάφορους λόγους-υπήρξαν περιπτώσεις ατόμων και από τις δύο πλευρές που αντηλλάγησαν πριν από αυτήν την ημερομηνία (εννοείται ότι στην κατηγορία αυτή δεν συμπεριλαμβάνονταν όσοι Ελληνες της Μικρός Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης είχαν ήδη -υπό ανώμαλες συνθήκες- καταστεί πρόσφυγες)_ βλ. Stephen Ρ. Ladas, The Exchange of Minorities. Bulgaria, Greece and Turkey, Macmillan, New York 1932, σ. 420, 424-428.

6. Alexis Alexandris, The Greek Minority of Istanbul and Greek-Turkish relations, 1918-1974, Centre for Asia Minor Studies, Athens 1992, σ. 108-120, 144-159.

7. To γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε εγκαταστήσει σημαντικότατο αριθμό προσφύγων στη Δυτική Θράκη, κίνηση που μεταξύ άλλων αποσκοπούσε στην τόνωση του εκεί -μειοψηφούντος έως τότε- ελληνικού στοιχείου, αποδεικνύεται από τα αποτελέσματα της απογραφής του 1928: από τους συνολικά 303.171 κατοίκους της περιοχής, 107.607 (δηλαδή ποσοστό 35,49%) ήταν πρόσφυγες βλ. Dimitri Pentzopoulos, The Balkan Exchange of Minorities and its Impact on Greece, Hurst, London 2002, σ. 135-136.

8. Αναλυτικότερα για το ζήτημα της απέλασης του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντίνου ΣΤ’_βλ. Alexis Alexandris, «The expulsion of Constantine VI: The Ecumenical Patriarchate and Greek-Turkish relations, 1924-1925», Balkan Studies, 22 (1981), σ. 333-363.

9. Ειδικότερα για την εξωτερική πολιτική του Θεόδωρου Πάγκαλου βλ. Harry Psomiades, «The diplomacy of Theodoros Pangalos (1925-1926)», Balkan Studies, 13 (1972), o. 3-26.

10. Βλ. διεξοδικότερα Αντώνης Κλάψης, Το ελληνοτουρκικό Οικονομικό Σύμφωνο της 10ης Ιουνίου 1930. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η διευθέτηση των εκκρεμοτήτων της Σύμβασης της Λωζάννης για την ανταλλαγή των πληθυσμών, Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος - Εκδόσεις I. Σιδέρης, Χανιά/Αθήνα 2010, σ. 50-73.

11. Για τις ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις από το φθινόπωρο του 1925 έως τις αρχές του καλοκαιριού του 1928 βλ. αναλυτικότερα Κλάψης, Το ελληνοτουρκικό Οικονομικό Σύμφωνο ..., σ. 74-102. Ειδικότερα για το ζήτημα της ιταλικής μεσολάβησης σε αυτές τις διαπραγματεύσεις βλ. Αντώνης Κλάψης, Ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος και η ελληνική εξωτερική πολιτική, 1926-1928, Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής - Εκδόσεις I. Σιδέρης, Αθήνα 2009, σ. 141-202.

12. Στις εκλογές της 19ης Αυγούστου 1928 το Κόμμα των Φιλελευθέρων, με επικεφαλής τον Βενιζέλο, και τα συνεργαζόμενα με αυτό κόμματα συγκέντρωσαν συνολικά ποσοστό 61,2% των ψήφων και εξασφάλισαν 223 έδρες επί συνόλου 250 στη νέα Βουλή (178 οι Φιλελεύθεροι, 45 οι υπόλοιποι συνεργαζόμενοι). Αναλυτικός πίνακας των αποτελεσμάτων των εν λόγω εκλογών παρατίθεται από τον Θανάση Διαμαντόπουλο, Η ελληνική πολιτική ζωή: εικοστός αιώνας, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1997, σ. 146. Βλ. επίσης Gunnar Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1821-1936, τ. Β’, Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2004, σ. 1078-1079. Ο εκλογικός θρίαμβος του Βενιζέλου, μάλιστα, επαναλήφθηκε λίγους μήνες αργότερα στις γερουσιαστικές εκλογές της 21ης Απριλίου 1929, οπότε η βενιζελική παράταξη έλαβε το 70,56% των ψήφων, εκλέγοντας 78 γερουσιαστές, ενώ η αντιβενιζελική έλαβε το 26,06%, εκλέγοντας μόλις 12γερουσιαστές_ βλ. George Th. Mavrogordatos, Stillborn Republic: Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922-1936, University of California Press, Berkeley / Los Angeles / London 1983, o. 39, και Νικόλαος Οικονόμου, «Η τετραετία του Βενιζέλου, 1928-1932», Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τ. ΙΕ’, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978, σ. 315.

13. Βλ. Ιφιγένεια Αναστασιάδου, Ο Βενιζέλος και το ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας του 1930, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 1982, σ. 122-124.

14. Βλ. Κωνσταντίνος Δ. Σβολόπουλος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική μετά την Συνθήκην της Λωζάννης: η κρίσιμος καμπή, Ιούλιος-Δεκέμβριος 1928, Επιστημονικά Δημοσιεύματα Ινστιτούτου Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1977.

15. Αναλυτικότερα για τις ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 1928 και συνεχίστηκαν έως τον Ιούνιο του μεθεπόμενου έτους βλ. Κλάψης, Το ελληνοτουρκικό Οικονομικό Σύμφωνο..., σ. 115-179.

16. Για τον αντίκτυπο του Οικονομικού Συμφώνου στην Ελλάδα, με ειδική αναφορά στις αντιδράσεις των προσφύγων βλ. Κλάψης, Το ελληνοτουρκικό Οικονομικό Σύμφωνο ..., σ. 187-225.

17. Για τις ελληνοτουρκικές συμφωνίες που υπογράφηκαν στην Αγκυρα τον Οκτώβριο του 1930 βλ. διεξοδικότερα Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, η ελληνοτουρκική προσέγγιση και το πρόβλημα ασφάλειας στα Βαλκάνια, 1928-1931, Ιδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 79-98.

18. Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «Τα ελληνοτουρκικά σύμφωνα του 1930: Πολιτική προσέγγιση και προσφυγική περιουσία», Βενιζελισμός και πρόσφυγες στην Κρήτη. Πρακτικά ημερίδας, Ηράκλειο, 5 Νοεμβρίου 2005 (Ηράκλειο /Χανιά: Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών και Μελετών "Ελευθέριος Βενιζέλος"/Δήμος Ηρακλείου, 2008), σ. 40-41.

«ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ» ΤΕΥΧΟΣ 10


from ανεμουριον https://ift.tt/2LzNp5T
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη