Η Καικιλία-Σοφία-Άννα-Μαρία Καλογεροπούλου (Μαρία Κάλλας) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 2 (ή 4) Δεκεμβρίου 1923. Ήταν τρίτο παιδί του Γεωργίου Καλογεροπούλου, φαρμακοποιού από τον Μελιγαλά και της Ευαγγελίας, το γένος Δημητριάδη από τη Στυλία. Τα παιδικά και σχολικά της χρόνια τα πέρασε στη Νέα Υόρκη.
Το ζεύγος Καλογεροπούλου είχε άλλα δύο παιδιά: Τον μικρό Βασίλη, που πέθανε σε ηλικία 2 ετών από τύφο, και την Τζάκι, που ήταν μεγαλύτερη από τη Μαρία κατά 5 χρόνια. Ο θάνατος του Βασιλάκη είχε συμβεί στην Ελλάδα και ήταν ένας από τους λόγους που έκαναν τον Γεώργιο Καλογερόπουλο να μεταναστεύσει στις Ην. Πολιτείες, όπου συντόμευσε το όνομά του και το έκανε «Κάλλας».
Βασικό τραυματικό γεγονός που επηρέασε όλη τη ζωή της Μαρίας ήταν η αγάπη της, αλλά και η λύπη για τον πατέρα της, που έκανε ό,τι μπορούσε για να ζήσει την οικογένειά του, κι από την άλλη μεριά δεχόταν τη σκαιά συμπεριφορά της γυναίκας του, που κάποτε τον εγκατέλειψε οριστικά, γυρίζοντας στην Ελλάδα.
Η Μαρία γύρισε με τη μητέρα της στην Ελλάδα το 1937, σε ηλικία 14 ετών. Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς εγγράφηκε στο Εθνικό Ωδείο, στην τάξη τραγουδιού της καθηγήτριας Μαρίας Τριβέλλα. Η Μαρία είχε αρχίσει μαθήματα πιάνου και τραγουδιού από την Αμερική, σε ηλικία 8 ετών. Η μητέρα της την υποχρέωνε να παίρνει μέρος σε διάφορους διαγωνισμούς τραγουδιού και να τραγουδάει στο ραδιόφωνο. Αλλά η αυστηρότητά της ήταν τέτοια ώστε αργότερα η Μαρία την κατηγόρησε ότι της είχε καταστρέφει την παιδική της ηλικία...
Η πρώτη δημόσια εμφάνισή της έγινε στις 2 Απριλίου 1939, στο θέατρο «Ολύμπια»: Ερμήνευσε το ρόλο της Σαντούτσα στην «Καβαλλερία Ρουστικάνα» του Μασκάνι. Στις 25 Ιουνίου του ίδιου έτους, πάλι στα «Ολύμπια», στην επίδειξη της Μελοδραματικής Σχολής του Εθνικού Ωδείου, ερμήνευσε κομμάτια από τον «Χορό Μεταμφιεσμένων» του Βέρντι και πάλι από την «Καβαλλερία Ρουστικάνα». Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς άρχισε να φοιτά στην τάξη της καθηγήτριας του Ωδείου Ελβίρα ντε Χιντάλγκο. Στις 3 Απριλίου 1940, έκανε την πρώτη ραδιοφωνική της εμφάνιση στο Σταθμό των Αθηνών, με την Άντα Μαντικών. Και στις 20 Ιουνίου, υπέγραψε το πρώτο της συμβόλαιο με τη Λυρική Σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου.
Η πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση σε όπερα έγινε επί Κατοχής, στις 27 Αυγούστου 1942, στο θερινό θέατρο της Πλατείας Κλαυθμώνος, όπου πρωταγωνίστησε στην «Τόσκα» του Πουτσίνι. Την ίδια χρονιά, ένα κλιμάκιο της Λυρικής Σκηνής έδωσε μια συναυλία στη Θεσσαλονίκη με έργα Ροσσίνι, στην οποία έλαβε μέρος και αυτή. Η συναυλία είχε οργανωθεί αποκλειστικά για την ψυχαγωγία των στρατιωτικών δυνάμεων κατοχής...
Στις 28 Φεβρουάριου 1943, δόθηκε μεγάλη συναυλία για τα συσσίτια Νέας Σμύρνης στον κινηματογράφο «Σπόρτινγκ» και η Μαρία έλαβε μέρος σ’ αυτήν μαζί με τον Επιτροπάκη, την Τατιάνα Βαρούτη και άλλους. Στις 21 Μαΐου 1944, στο θέατρο «Ολύμπια» οργανώθηκε μια μεγάλη γιορτή «υπέρ των απόρων καλλιτέχνιδων» από τον γερμανικό Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών. Συνοδευόμενη από την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, η Κάλλας τραγούδησε την άρια «Κάστα Ντίβα» («Αγνή Θεά») από τη «Νόρμα» του Μπελλίνι.
Έπειτα από διαδοχικές άλλες εμφανίσεις, η Μαρία έδωσε στο θέατρο «Κοτοπούλη-Ρεξ» το αποχαιρετιστήριο ρεσιτάλ της (3 Αυγούστου 1945) και στις 14 Σεπτεμβρίου έφυγε για την Αμερική για να συνεχίσει την καριέρα της εκεί.
Γάμος με τον Μενεγκίνι
Το 1947, γνωστή πια στο διεθνές κοινό, πήγε στην Ιταλία για να δώσει μερικές συναυλίες. Στις 3 Αυγούστου, στην «Αρένα» της Βερόνα, ερμήνευσε την «Τουραντότ» του Πουτσίνι. Τότε γνώρισε τον Ιταλό βιομήχανο Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, τον οποίο παντρεύτηκε το 1949. Ο Μενεγκίνι της εξασφάλισε μια άνετη ζωή, αλλά ήταν πιεστικός: Της επέβαλε μια πειθαρχία κι ένα ρυθμό ζωής χωρίς υπερβολές, που τη βοήθησε να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην τέχνη της...
Η Μαρία είχε προβλήματα με τη σωματική της εμφάνιση: Ήταν παχιά και τα πόδια της δεν ήταν καλλίγραμμα. Υποβλήθηκε όμως σε μια τρομαχτική δίαιτα, που άλλαξε τελείως το παρουσιαστικό της και της έδωσε το επιβλητικό ύφος και το ακτινοβόλο πρόσωπο που ήταν απαραίτητο για τις εμφανίσεις της στην όπερα και γενικά στο τραγούδι.
Στο αναμεταξύ, είχε μετάσχει σε πολλές συναυλίες στην Ιταλία. Τραγούδησε στη Βενετία, στη Γένοβα, στη Ρώμη, στη Βερόνα, στο Τουρίνο και στη Φλωρεντία. Είναι εκπληκτικός ο αριθμός των εμφανίσεών της στην Ιταλία από το 1949 ως το 1956: Ήταν συνολικά 75, σε διαφορετικές κάθε φορά πόλεις και με διαφορετικό ρεπερτόριο! Αρκετές φορές τραγούδησε και στη Σκάλα του Μιλάνου.
Στο ίδιο όμως διάστημα έκανε και ταξίδια σε άλλες χώρες: Στην Αργεντινή (Μάιος-Ιούλιος 1949), στο Μεξικό (Μάιος-Ιούνιος 1950), στη Βραζιλία (Ιούλιος-Οκτώ-βριος 1951), στο Λονδίνο (όπου έπαιξε στη «Νόρμα» τού Μπελλίνι και στον «Μάκβεθ» του Βέρντι στη Βασιλική Όπερα στις 8 Νοεμβρίου και στις 7 Δεκεμβρίου 1952), στο Σικάγο (1-15 Νοεμβρίου 1954), στο Βερολίνο (Νοέμβριος 1955), και πάλι στο Σικάγο (Νοέμβριος 1955).
Το έτος 1956 στάθηκε αποφασιστικό για τη Μαρία Κάλλας, γιατί η καριέρα της έγινε περισσότερο διεθνής. Από τον Σεπτέμβριο του έτους αυτού ως τον Νοέμβριο του 1957, έκανε μια σειρά από εμφανίσεις στη Μετροπόλιταν της Νέας Τόρκης («Νόρμα» και «Τόσκα» με διευθυντή τον Μητρόπουλο, τον Οκτώβριο και Νοέμβριο του 1956), στο Λονδίνο (2/2/1957), στην Κολωνία («Γπνοβάτις» 4/7/1957), στην Αθήνα (θέατρο Ηρώδου Αττικού, 5 Αυγούστου 1957), στο Εδιμβούργο (19 Αυγούστου) και στο Ντάλλας (21 Νοεμβρίου). Η εμφάνιση στην Αθήνα έδωσε την ευκαιρία στη Μαρία να επισκεφθεί την πατρίδα της για πρώτη φορά από τότε που είχε φύγει, το 1945.
Η σχέση με τον Ωνάση
Το 1957 όμως ήταν σημαδιακό και για έναν άλλο λόγο: Εκείνη τη χρονιά η Μαρία γνώρισε τον Αριστοτέλη Ωνάση, σ’ ένα πάρτυ που έδωσε η κοσμικογράφος των προσωπικοτήτων Έλσα Μάξγουελ για το «τζετ-σετ» στη Βενετία, στις αρχές του καλοκαιριού. Η Μάξγουελ σύστησε τη Μαρία στον Ωνάση:
-Είναι η πιο διάσημη “ντίβα” στον κόσμο», του είπε.
Η Μαρία έλαμπε: Είχε χάσει τα περιττά κιλά που τη βάραιναν, και είχε την αυτοπεποίθηση του ασχημόπαπου που έγινε, επιτέλους, κύκνος. Με τα φλογερά της μάτια, τα δυνατά χαρακτηριστικά της, η Μαρία κοίταξε από θέση ισχύος τον Ανατολίτη κροίσο και του έτεινε το χέρι για χειροφίλημα. Εκείνος έσκυψε και το φίλησε, ιπποτικά:
-Στη μεγάλη Ελληνίδα πρέπει κάθε τιμή», είπε.
Άρχισε τότε ένα προκλητικό φλερτ, που, όπως ήταν φυσικό, δεν άρεσε καθόλου στη γυναίκα του Ωνάση, την Τίνα Λιβανού, κόρη του μεγάλου εφοπλιστή. Την επομένη εκείνης της συνάντησης, 50 κόκκινα γαρύφαλλα στάλθηκαν από τη Βενετία στο Μιλάνο. Η Μαρία ήταν 34 ετών, ο Ωνάσης 53 και η Τίνα μόλις 27. Χωρίς να τολμήσει να αφήσει τον Άρη, η Τίνα είχε ήδη πλέξει ένα ειδύλλιο με τον 18χρονο Ρεϋνάλντο Χερρέρα, από τη Βενεζουέλα, πράγμα που είχε πειράξει τον εγωισμό του Ωνάση. Ήθελε λοιπόν να αντιδράσει ισχυρότερα και βρήκε πολύ ωραίο τον συνδυασμό των δύο πιο διάσημων ονομάτων του κόσμου: Του κυρίαρχου των θαλασσών, των πετρελαίων και των «μπίζνες», με τη βασίλισσα της όπερας...
Το επιστέγασμα της σχέσης ήταν η πρόσκληση που έκανε ο Ωνάσης στη Μαρία και στον Μενεγκίνι (20 χρόνια μεγαλύτερο από την Κάλλας) για τη θρυλική πλέον κρουαζιέρα με τον Τσώρτσιλ και τη Γκρέτα Γκάρμπο. Η Γκάρμπο δεν δέχτηκε την πρόσκληση, ο Μενεγκίνι όμως αναγκάστηκε να τη δεχτεί, λόγω επιμονής της Μαρίας. Είχε προηγηθεί, την άνοιξη της ίδιας χρονιάς, ένα ακόμη πάρτυ στη Βενετία, της κόμησσας Καστελμπάρκο, όπου ο Ωνάσης είχε χορέψει όλη τη νύχτα με την Μαρία Κάλλας, αγνοώντας τη γυναίκα του, που ήταν κι εκείνη εκεί.
Στην κρουαζιέρα, ο Ωνάσης περπατούσε χέρι-χέρι με την Κάλλας και χανόταν μαζί της ώρες ολόκληρες, στα διάφορα λιμάνια όπου σταματούσε η θαλαμηγός του, η «Χριστίνα». Το μεσημέρι, ο Ωνάσης επέβαλλε σε όλους νεκρική σιγή, δήθεν για να μην ενοχληθεί ο Τσώρτσιλ, που δεν άκουγε έτσι κι αλλιώς... Στην πραγματικότητα, η σιωπή επιβαλλόταν για τη «σιέστα» της Μαρίας, που δεν ήθελε με κανένα τρόπο να διαταραχθεί ο «ύπνος της ομορφιάς» της. Η Τίνα έκανε υπομονή, αλλά ο γιος τους, ο Αλέξανδρος, που δεν μπορούσε να υποφέρει τη Μαρία Κάλλας, μιλούσε μόνο με τον επίσης καλεσμένο Τζιάνι Ανιέλι, τον μεγάλο Ιταλό βιομήχανο, για μηχανές. Ένα πρωί, η Τίνα ανακάλυψε τον Άρη στο χαλί του κεντρικού σαλονιού με τη Μαρία. Ο καυγάς που ξέσπασε έγινε αντιληπτός ακόμα κι από τον Τσώρτσιλ, η κρουαζιέρα έληξε άδοξα, κι ο Ωνάσης προφασίστηκε ξαφνικές δουλειές και τους κατέβασε όλους στο Μόντε Κάρλο, για να συναντηθεί με τη Μαρία στο Μιλάνο την ίδια νύχτα. Η Τίνα ζήτησε τότε το διαζύγιο που πλήγωσε ανεπανόρθωτα τα δύο τους παιδιά...
Τη διαδέχεται η Τζάκυ
Η Μαρία Κάλλας δεν είχε αραιώσει τις καλλιτεχνικές της εμφανίσεις μετά τη γνωριμία της με τον Ωνάση και το διαζύγιό της με τον Μενεγκίνι. Στα χρόνια που μεσολάβησαν από το 1957 ως το 1968, έτος κατά το οποίο ο Ωνάσης την εγκατέλειψε και νυμφεύθηκε τη Τζάκυ Κέννεντυ, έκανε εμφανίσεις σε όλες σχεδόν τις όπερες του κόσμου. Στην Ελλάδα ήρθε στις 24 Αυγούστου 1960, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, όπου παρουσίασε τη «Νόρμα» του Μπελλίνι, και στις 6 Αυγούστου 1961, πάλι στην Επίδαυρο, αυτή τη φορά για να ερμηνεύσει τη «Μήδεια» του Κερουμπίνι.
Η λύπη της για τον χωρισμό με τον Ωνάση, ο οποίος, στο αναμεταξύ, την κακομεταχειριζόταν και την άφηνε επί μακρά διαστήματα, είχε ως αποτέλεσμα να χάσει η φωνή της τη δύναμη και τη μουσικότητά της. Στις 5 Ιουλίου 1965, στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, έδωσε την τελευταία της παράσταση με την «Τόσκα», της οποίας η αποτυχία την έκανε να μη ξαναεμφανιστεί στη σκηνή.
Μετά τον γάμο του Ωνάση με τη Τζάκυ (1968), η Μαρία υποδύθηκε τη «Μήδεια» σε μια ταινία με σκηνοθέτη τον Πάολο Παζολίνι, αλλά η αποτυχία της την απομάκρυνε από τον κινηματογράφο, που τον είχε δει σαν μια λύση αφού είχε χάσει τη φωνή της. Άρχισε τότε να διδάσκει στη Μουσική Σχολή Τζούλιαντ, στη Νέα Υόρκη, και το 1973 επιχείρησε να περάσει στη σκηνοθεσία, με τον Ντι Στέφανο, παρουσιάζοντας την όπερα του Βέρντι «Σικελικός Εσπερινός». Η προσπάθεια όμως απέτυχε και η Κάλλας αποσύρθηκε οριστικά.
Όταν το 1975 ο Ωνάσης, τσακισμένος από το θάνατο του γιου του Αλέξανδρου, έπαθε μυασθένεια που του έκλεινε τα βλέφαρα και τον εμπόδιζε να μασάει, μόνο η κόρη του Χριστίνα είχε μείνει κοντά του ως το τέλος, στο αμερικανικό νοσοκομείο του Νεϊγύ στο Παρίσι. Η Μαρία Κάλλας ήρθε και τον είδε μια φορά, αλλά δεν πήγε στην
κηδεία, στον Σκορπώ, γιατί είχε πάει ήδη εκεί, χήρα πάλι, μιε μαύρη δαντέλα και χαμόγελο, η δεύτερη νόμιμη γυναίκα του, η Τζάκυ Ωνάση-Κέννεντυ. Κατά σύμπτωση, η διάδοχος της Μαρίας στην καρδιά του Ωνάση είχε το όνομα της μεγαλύτερης αδελφής της, της Τζάκυ Καλογεροπούλου...
Έδωσε νέα μορφή στην όπερα
Στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, η Μαρία πέθανε από συγκοπή της καρδιάς στο διαμέρισμά της στο Παρίσι. Στις 3 Ιουνίου 1979, η στάχτη της, σύμφωνα με επιθυμία της, σκορπίστηκε στο Αιγαίο από τον τότε υπουργό Πολιτισμού, Δημ. Νιάνια, στη διάρκεια τελετής που έγινε στην πυραυλάκατο «Υποπλοίαρχος Τρουπάκης». Η σορός της είχε μεταφερθεί από το Παρίσι στην Αθήνα και την παρέλαβε ο υπουργός στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, σκεπασμένη με την ελληνική σημαία. Κοντά τους ήταν ο τότε υπουργός Εθνικής Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ, η αδελφή της Κάλλας, Τζάκυ Καλογεροπούλου, και η φίλη της πιανίστα Βάσω Δεβετζή.
Η Μαρία Κάλλας δεν ήταν μόνο μεγάλη αοιδός: Ήταν και εξαιρετική μουσικός και επιπλέον θαυμάσια ηθοποιός, που έδωσε στην όπερα μια νέα μορφή. Η μουσική κάθε έργου ήταν γι’ αυτήν μια ξεχωριστή γλώσσα. Η ίδια είχε πει κάποτε στον Αλέξη Μινωτή, παρακαλώντας τον να αναλάβει τη σκηνοθεσία της «Μήδειας» στο Ντάλλας, το 1958: «Δεν ζητώ σκηνοθέτη όπερας, ζητώ καθαυτό σκηνοθέτη. Ζητώ να μπάσω στον κόσμο της όπερας ανθρώπους που η καρδιά τους είναι δοσμένη στο δράμα...».
Γιάννης Λάμψας
from ανεμουριον https://ift.tt/34nnipv
via IFTTT
