Δυο μοναδικοί ποιητές φεύγουν

Δυο ποιητές, δύο κόσμοι χάνονται μέσα στο 1975. Ο εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα Ανδρέας Εμπειρίκος και ο ασυρματιστής που βίωσε και μίλησε με τον πιο άμεσο και ρεαλιστικό τρόπο για τη φυγή και τη θάλασσα, Νίκος Καββαδίας. Ιδιαίτερα παραγωγικός ο πρώτος αλλά μάλλον απρόθυμος να δημοσιεύει τα έργα του, ένας από τους πιο ολιγογράφους νεοέλληνες ποιητές ο δεύτερος. Και των δύο το πέρασμα ανανέωσε και πλούτισε, με τον τρόπο του καθενός, τα ελληνικά Γράμματα. Γεννημένος στην Μπραΐλα της Ρουμανίας το 1901 ο Ανδρέας Εμπειρίκος έζησε έξι χρόνια στη Σύρο (1902-1908), παρακολούθησε μαθήματα Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Οικονομίας στην Ελβετία και Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.
Συγχρόνως εργαζόταν στο εφοπλιστικό γραφείο της οικογένειάς του. Το 1925 το ενδιαφέρον του για την ψυχανάλυση τον οδήγησε στο Παρίσι όπου πήγε για να σπουδάσει ψυχαναλυτής. Εκεί γνώρισε και τον ηγέτη του υπερρεαλιστικού κινήματος Αντρέ Μπρετόν. Η συνάντηση αυτή καθώς και οι σχέσεις του με το φροϋδισμό, τον κομμουνισμό, τις θεωρίες των Χέγκελ, Μαρξ και Ενγκελς αποτέλεσαν γεγονότα καθοριστικής σημασίας για τη λογοτεχνική εξέλιξή του. Στα ελληνικά Γράμματα εμφανίστηκε το 1935 με την αιρετική ποιητική συλλογή «Υψικάμινος», το πρώτο και ίσως το μόνο καθαρόαιαμο ελληνικό υπερρεαλιστικό βιβλίο, που προκάλεσε πλήθος αντιδράσεις. Ο έρωτας, η γυναίκα, η νοσταλγία ενός περασμένου κόσμου, ο οραματισμός ενός επερχόμενου παράδεισου, εκφρασμένα με λέξεις εκρηκτικές και απροσδόκητες, είναι τα θέματα που επανέρχονται και αναπτύσσονται με ποικίλες μορφές σε όλο το έργο του Εμπειρικού. Ακολούθησαν η «Ενδοχώρα» («Η ποίησις είναι ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί.
Τ’ άνθη μιλούν. Από τα πέταλό τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος»), τα «Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία», «Argo», «Ο δρόμος».
Όπως και τα μυθιστορήματα «Ο Μέγας Ανατολικός», «Αργώ ή πλους αεροστάτου», «Η πόλις» κ.ό. Πολλά από τα ποιήματα και τα μυθιστορήματά του παραμένουν ανέκδοτα. Μεταθανάτια (1980) κυκλοφόρησε η «Οκτάνα», συλλογή πεζόμορφων ποιημάτων.
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη της Μαντζουρίας το 1910, τελείωσε Δημοτικό και Γυμνάσιο στον Πειραιά και, όταν ο πατέρας του αρρώστησε βαριά και πέθανε, αναγκάστηκε να μπαρκάρει. Γύρισε όλο τον κόσμο, γνώρισε θάλασσες και λιμάνια, αντλώντας υλικό για την ποίησή του: «Μαραμπού» (1933), «Πούσι» (1947), «Τραβέρσο» (1975) και το μυθιστόρημα «Βάρδια» (1954). Η ποίηση του Καββαδία είναι ποίηση θαλασσινή, γραμμένη από άνθρωπο εξοικειωμένο με τη σκληρή ζωή του ναυτικού και ταυτόχρονα «ιδανικό εραστή των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων», που μπορεί να διαβάζει Μπωντλαίρ, Καρυωτάκη, Ουράνη και να δέχεται την επίδρασή τους. Πιοτό, κοινές γυναίκες, ναρκωτικό, άνθρωποι από όλες τις φυλές του κόσμου, οι ιστορίες τους εμπλέκονται ρυθμικά στον ομοιοκατάληκτο στίχο αναδίνοντας ένταση, συγκίνηση και τη μέθη του ταξιδιού: «Επεσε το πούσι αποβραδίς / -το καραβοφάναρο χαμένο-/ κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω/ μες στην τιμονιέρα να με δεις»... Επιστρέφοντας από το τελευταίο του ταξίδι και ενώ ετοίμαζε την έκδοση της τρίτης συλλογής του, πεθαίνει ξαφνικά από εγκεφαλικό επεισόδιο, τον Φεβρουάριο του 1975. «Κι εγώ, που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ/ σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες, / θα ’χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ/ και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες».
Έμεινε αλησμόνητος ως μεθύστακας.
Από την αρχή της καριέρας του ως το θάνατό του ο Ορέστης Μακρής (3) εμπλούτιζε, διαμόρφωνε, εξέλισσε αυτόν τον τύπο, κωδικοποιώντας τον στον κινηματογράφο με την ταινία του Γ. Τζαβέλλα «Ο μεθύστακας». Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως τενόρος της ελληνικής οπερέτας και μεταπήδησε στην επιθεώρηση. Ως μεθυσμένος, στα νούμερά του, κατέληγε πάντα να τραγουδάει καντάδες. Με τον Ορέστη Μακρή ο ρόλος αυτός απέκτησε βάθος και κοινωνική καταγωγή. Πικραμένος και αγανακτισμένος, ισορροπεί με το κρασί μέσα στον ανισόρροπο κόσμο μας. Οι σημαντικότερες ταινίες του είναι: «Το αμαξάκι», «Ο γρουσούζης», «Η Χιονάτη και τα επτά γεροντοπαλλήκαρα», «Η θεία από το Σικάγο», «Η κάλπικη λίρα». Στην τελευταία αυτή ταινία, του Τζαβέλλα επίσης, ο Ο. Μακρής κάνει την καλύτερη εμφάνισή του, αμέθυστος, σαν συντηρητικός, φιλάργυρος, γρουσούζης και ανάποδος, αλλά στο βάθος αγαθός και ευαίσθητος. Ηθοποιός σπάνιου ήθους και ευσυνειδησίας, διακρινόταν για τη λιτότητα των μέσων και τη στερεότητα της ερμηνείας του.
Εξοπλισμένη με άριστη παιδεία στα ελληνικά, γαλλικά και γερμανικό, η Αθηνά Ταρσούλη (1884-1975) έδειξε από νωρίς την κλίση της στη λογοτεχνία και τη ζωγραφική.
Μετά το θάνατο της πεντάχρονης μονάκριβης κόρης της άρχισε η πλούσια πνευματική της δημιουργία: Πολλά διηγήματα («Στα βρόχια της αγάπης»), ποιήματα («Σπίθες και τέφρες»), κείμενα λαογραφικά, ταξιδιωτικά, ιστορικά, έργο ποικίλο και πλούσιο, επικεντρωμένο στην ελληνική φύση και ιστορία, το οποίο συνόδευε, σχεδόν πάντα, με τις ζωγραφικές της δημιουργίες.

Η Αθηνά Ταρσούλη τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις για την πνευματική και εθνική της προσφορά στα νεοελληνικά Γράμματα.


from ανεμουριον https://ift.tt/34lo8mR
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη