Παναγία Σουμελά : Το Ιερό Σύμβολο του Πόντου

Ηταν η προστάτιδα του ποντιακού ελληνισμού, το σύμβολο των ορθοδόξων της Ανατολής, η «Κυρά του Πόντου»... Σύμφωνα με την παράδοση, η ίδια η Παναγία οδήγησε στις απάτητες βουνοκορφές της Τραπεζούντας τους μοναχούς που την αναζητούσαν. Εκεί, σε υψόμετρο πάνω από 1.000 μέτρα, οι άγγελοι είχαν μεταφέρει την ιερή εικόνα της, που λένε πως εικονογράφησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
Από τότε και για χιλιάδες χρόνια, η Παναγία Σουμελά ήταν η αγαπημένη των Ποντίων. Η ιστορία της συνδέθηκε απερίσπαστα με την πορεία του λαού της ευρύτερης περιοχής - η Μονή κατά καιρούς υπέφερε από επιδρομές και λεηλασίες αλλόπιστων και ληστών, αλλά πάντοτε κατάφερνε να αντέχει, χάρη στις θαυματουργές επεμβάσεις της Παναγίας. Ακόμη και η τελευταία λειτουργία της, σήμανε το τέλος της παρουσίας του ελληνικού στοιχείου στην περιοχή. Ενα χρόνο μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, το Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά λειτούργησε για μία τελευταία φορά και μετά εγκαταλείφθηκε από τους μοναχούς και τους πιστούς της, που - μετά τους Σμυρνιούς, τους Αλικαρνασσιώτες και τους υπόλοιπους Ελληνες της Ιωνίας - ήταν αναγκασμένοι να αφήσουν και τα δικά τους πατρογονικά...

Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
Για την ιστορία, τις παραδόσεις και τα θαύματα της Παναγίας των Ποντίων έχουν γραφεί πολλά βιβλία και συγγράμματα. Από τον 19ο αιώνα ακόμη, οι περιηγητές που βρέθηκαν στην περιοχή δίνουν πολλές πληροφορίες για τη θέση του μοναστηριού και τον γεωγραφικό περίγυρο. Σε μια απόκρημνη τοποθεσία πάνω από την κοιλάδα που διασχίζει το ποτάμι της Παναγίας χτίστηκε το μοναστήρι της Παναγίας στον Εύξεινο Πόντο. Οι περιηγητές έγραψαν πως σάστισαν απέναντι στην περιοχή μεγάλης φυσικής ομορφιάς... Πρόκειται για τις δυτικές πλαγιές του όρους Μελά, περίπου 40 χιλιόμετρα νότια της Τραπεζούντας και σε υψόμετρο άνω των 1.000 μέτρων. Από την παραφθορά της τοποθεσίας πήρε αργότερα το όνομά της η Παναγία: (Στου Μελά=Σου Μελά=Σουμελά). Το χρονικό της κατασκευής του μοναστηριού συνδέεται με παραδόσεις που μας πάνε πίσω στον 10ο αιώνα. Σύμφωνα με την παράδοση, η μονή ιδρύθηκε τον 4ο αιώνα από δύο Αθηναίους μοναχούς, το Βαρνάβα και το Σωφρόνιο. Οι μοναχοί αυτοί, παρακινημένοι από κάποιο όραμα, ταξίδεψαν μέχρι το όρος Μελά, όπου σε κάποιο σπήλαιό του βρήκαν την εικόνα της Θεοτόκου, μία από τις τρεις που η παράδοση αποδίδει στον Οσιο Λουκά.
Παρόμοιες μακραίωνες παραδόσεις συνοδεύουν την ίδρυση σημαντικών μοναστηριών του Πόντου, μερικά από τα οποία μάλιστα έχουν δημιουργηθεί μέσα σε σπήλαια. Σύμφωνα με τα όσα πιστεύουν οι πιστοί, με τη συμπαράσταση της γειτονικής μονής Βαζελώνα, οι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος έκτισαν κελί και στη συνέχεια εκκλησία μέσα στη σπηλιά, στην οποία είχε μεταφερθεί θαυματουργικά η εικόνα. Το σοβαρό πρόβλημα της ύδρευσης του μοναστηριού, λύθηκε, επίσης σύμφωνα με την παράδοση, κατά θαυματουργό τρόπο. «Η ανθρώπινη λογική αδυνατεί να απαντήσει στο θέαμα που βλέπουν και οι σημερινοί ακόμη προσκυνητές, να αναβλύζει αγιασματικό νερό, μέσα από ένα γρανιτώδη βράχο. Οι θεραπευτικές του ιδιότητες έκαναν πασίγνωστο το μοναστήρι όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους μουσουλμάνους που ακόμη συνεχίζουν να το επισκέπτονται και να ζητούν τη χάρη της Παναγίας», σημειώνουν οι ενώσεις Ποντίων για την ιστορία του μοναστηριού. Οι ιδρυτές του μοναστηριού συνέχισαν τη δράση τους και έξω από τον προοσκυνηματικό χώρο. Σε απόσταση 12 χιλιομέτρων από τη μονή, απέναντι από το χωριό Σκαλίτα, έχτισαν το ναό του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης και σε απόσταση δύο χιλιομέτρων το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, στο οποίο οι μοναχοί το 1922 έκρυψαν την εικόνα της Μεγαλόχαρης, τον σταυρό του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, Μανουήλ Γ' Κομνηνού και το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου. Οπως υποστηρίζουν οι Βυζαντινολόγοι, η Μονή Σουμελά ήταν αυτοκρατορική και πατριαρχική και σταυροπηγιακά. Γύρω στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα το μοναστήρι θα πρέπει να αποτελούνταν από το σπήλαιο, πιθανότατα ακόσμητο, από μία πηγή αγιασμού νοποανατολικά του σπηλαίου και από ξύλινα κελιά που «κρέμονταν» ουσιαστικά πάνω από τη χαράδρα την οποία διέσχιζε το ποτάμι της Παναγίας.

Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΚΜΗΣ
Η εποχή της ακμής του Μοναστηριού της Παναγίας Σουμελά ήταν τα χρόνια των Μεγάλων Κομνηνών της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας (1241-1461) και κυρίως κατά την περίοδο διακυβέρνησης των αυτοκρατόρων Ιωάννη Β' Μεγάλου Κομνηνου (1286-1297), Αλεξίου Β' (1297-1330), Βασιλείου (1332-1340) και Αλεξίου Γ' (1349-1390). Μέχρι το τρίτο τέταρτο του 14ου αιώνα ολόκληρη η κοιλάδα κοντά στο μοναστήρι ανήκε στη δικαιοδοσία της Μονής Σουμελά, μετά από απόφαση των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ' Μέγας Κομνηνός ανέλαβε οικονομικά την ανοικοδόμηση της Μονής Σουμελά στα 1360-1365. Οπως σημειώνει στο βιβλίο του ο Ν. Καυσοκαλυβίτης («Κτητορικόν της Μονής Σουμελά», Leipzig 1775), μια έμμετρη επιγραφή που σωζόταν πάνω από την κεντρική θύρα της μονής έως το 1650 ανέφερε ότι οχύρωσε το συγκρότημα του μοναστηριού με τείχη και πύργους, οικοδόμησε καινούρια κελιά, διαμόρφωσε τον χώρο του ναού στη μορφή που σώζεται σήμερα και δώρισε στο μοναστήρι μία εικόνα της Θεοτόκου.
Το 1364, ο Αλέξιος ο Γ', από ευγνωμοσύνη για τη σωτηρία του από ναυάγιο, εξέδωσε ένα χρυσόβουλο (το πιο επίσημο έγγραφο που εκδιδόταν από τη γραμματεία των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Ονομάζεται έτσι γιατί φέρει τη χρυσή βούλα του αυτοκράτορα) με αφορμή την ανάγκη να ανανεωθούν προνόμια που η μονή απολάμβανε από παλαιότερα. Με το έγγραφο αυτό, ο αυτοκράτορας επικύρωνε δωρεές σε κυριότητα και νομή γης που η μονή κατείχε απο χορηγίες των αυτοκρατόρων Ιωάννη Β', Αλεξίου Β' και Βασιλείου Κομνηνών. Επιπλέον αναγνωριζόταν οποιαδήποτε άλλη κτήση της μονής που αποκτήθηκε με αγορά ή δωρεά, είτε αυτή αναφερόταν ρητά στο χρυσόβουλο είτε όχι. Επίσης το έγγραφο καθόριζε τις εργασιακές σχέσεις, τις υποχρεώσεις και τα προνόμια που απολάμβαναν οι πάροικοι, οι αγρότες της περιοχής που καλλιεργούσαν τη γη για λογαριασμό του μοναστηριού και όριζε ότι όποιος εγκαθίστατο στα εδάφη της μονής προσγραφόταν στους παροίκους της. Με βάση το έγγραφο, η μονή είχε πλήρη απαλλαγή από φόρους και άλλες οφειλές και εξέπιπτε της δικαιοδοσίας και των δικαστικών αρμοδιοτήτων των τοπικών ηγεμόνων της Ματζούκας. Πέρα από τη φοροαπαλλαγή, η μονή απαλλασσόταν και από στρατιωτικές υποχρεώσεις, ενώ υποχρεωνόταν να πληρώνει μόνο το «Βασικό τέλος», δηλαδή φόρο για την έγγειο ιδιοκτησία, ο οποίος καταβαλλόταν στο αυτοκρατορικό ταμείο δύο φορές τον χρόνο (Σεπτέμβριο και Μάρτιο). Ο διάδοχος του Αλεξίου Γ', ο Μανουήλ Γ' (1390-1417), συνεχίζοντας την προνομιακή προς τη Σουμελά πολιτική των προγόνων του, χάρισε στο μοναστήρι μία λειψανοθήκη από μέταλλο για τη φύλαξη τεμαχίου Τίμιου Ξύλου. Τις παραμονές της οθωμανικής κατάληψης στο μοναστήρι πρέπει να περιλαμβανόταν το τοιχογραφημένο πλέον σπήλαιο, που συνιστούσε το καθολικό (κεντρικός ναός ενός μοναστηριού, στον οποίο τελούνται οι βασικές τελετουργίες) της μονής, η πηγή αγιασμού, πιθανόν ένα παρεκκλήσι για τη φύλαξη του τεμαχίου του Τίμιου Ξύλου και ίσως κάποια από τα βοηθητικά κτήρια και τα εννιά κελιά που κατασκευάστηκαν σε μια προεξοχή του βράχου στα βόρεια του σπηλαίου. Παρά το γεγονός ότι το κράτος των Μεγάλων Κομνηνών καταλύθηκε από το Μωάμεθ Β' το 1461, τα περισσότερα μοναστήρια του Πόντου παρέμειναν σχεδόν ανέπαφα και διατήρησαν τα προνόμιά τους. Μάλιστα, η Μονή Σουμελά γνώρισε κατά το 16ο αιώνα νέα περίοδο άνθησης. Ο σουλτάνος Σελίμ Α' (1512-1520) ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις με τηνΤραπεζούντα και συνέδεσε το όνομά του με τη Μονή Σουμελά θεωρώντας τον εαυτό του διάδοχο των Μεγάλων Κομνηνών. Οι ιδιαίτερες σχέσεις του με το μοναστήρι οφείλονταν στην καταγωγή της Ελληνίδας μητέρας του Μαρίας από το χωριό Δουθερά, που ανήκε στη δικαιοδοσία της μονής. Το 1512 ο Σελίμ με επίσημο έγγραφό του, το γνωστό φιρμάνι, επικύρωσε, όπως είχε κάνει νωρίτερα ο Αλέξιος Γ', όλα τα προνόμια της μονής, χρηματοδότησε την κάλυψη της στέγης της με χαλκό και της αφιέρωσε πέντε κηροστάτες. Η Σουμελά ευεργετήθηκε και από τους σουλτάνους Σελίμ Β' και Μουράτ Γ'. Ο Σελίμ Β' εξέδωσε φιρμάνι στο οποίο αναγνώριζε την κτηματική περιουσία της. Νέα περίοδο ακμής γνώρισε το μοναστήρι κατά το 17ο αιώνα, εξαιτίας των δωρεών που απολάμβανε ως συνέπεια της επαναλειτουργίας των μεταλλείων αργύρου στην περιοχή της Χαλδείας. Μάλιστα, οι μοναχοί έρχονταν συχνά σε προστριβές για την εξασφάλιση των προνομίων τους σε πλούσιες περιοχές, όπως η Κολώνεια (σημερινό Sebinkarahisar), την οποία έλεγχαν έως το 1693. Για την αντιμετώπιση παρόμοιων προστριβών, ο ηγούμενος Ευθύμιος και οι μοναχοί του το 1686 προέκριναν μια λύση συμβιβασμού και όρισαν δύο οικονομικούς συμβούλους για τη διαχείριση των συμφερόντων της μονής. Οι κατά καιρούς αρχιεπίσκοποι Χαλδείας, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από την οικογένεια Φυτιανού, που είχε στην κατοχή της τον έλεγχο των μεταλλείων, έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μοναστήρι της Σουμελά ιδιαίτερα κατά το διάστημα 1686-1744, όπως μαρτυρούν πολλές επιγραφές που σώζονται στη μονή. Την περίοδο αυτή το μοναστήρι ανακαινίστηκε ριζικά. Ολες οι τοιχογραφίες που ακόμη σώζονται, τα περισσότερα παρεκκλήσια, η προσθήκη της αψίδας στα ανατολικά του σπηλαίου και διάφοροι βοηθητικοί χώροι ανακατασκευάστηκαν ή διακοσμήθηκαν. Απόρροια της οικονομικής ευημερίας του μοναστηριού ήταν και η έκδοση βιβλίου για την ιστορία του, συγγραφέας του οποίου ήταν ο ιεροδιάκονος Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης (Βλ. παραπάνω). Το έργο εκδόθηκε στη Λειψία το 1775 με πρωτοβουλία του Σουμελιώτη αρχιμανδρίτη Παρθένιου Μεταξόπουλου. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, με τη δημιουργία της επισκοπής της Ροδόπολης το 1860 και την άρση των περιοριστικών μέτρων εναντίον των κρυπτοχριστιανών, το 1865, η μονή γνώρισε νέα περίοδο ακμής. Το 1864 διαμορφώθηκε η πρόσβαση στο μοναστήρι που υφίσταται και σήμερα και χτίστηκαν το υδραγωγείο, η Βιβλιοθήκη και η σημερινή πρόσοψη του καθολικού. Την περίοδο αυτή φαίνεται ότι καταστράφηκαν τα παλιά ξύλινα κελιά που κρέμονταν πάνω από τη χαράδρα. Στη θέση τους κατασκευάστηκαν κτήρια που προορίζονταν να στεγάσουν τους μοναχούς και τους πολυάριθμους προσκυνητές, οι οποίοι χρηματοδότησαν μάλιστα την ανακαίνιση του μοναστηριού. Αλλος τρόπος χρηματοδότησης των αναγκών της μονής υπήρξαν οι ζητείες, οι έκτακτες εισφορές από πιστούς εκ μέρους των εκκλησιαστικών αρχών ή των μοναστηριών. Το 1744 και το 1763 ο μοναχός Ιωαννίκιος ταξίδεψε στην Αγκυρα, τη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ), την Κριμαία, τη Σκυθούπολη και αλλού σε αναζήτηση χρημάτων. Τον 19ο αιώνα οι περισσότεροι ηγούμενοι έκαναν παρόμοια ταξίδια για αναζήτηση πόρων στις κοινότητες των Ελλήνων του Πόντου που είχαν δημιουργηθεί στη Ρωσία.

ΛΕΗΛΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ
Η εύνοια την οποία σε πολύ μεγάλο βαθμό έδειξαν οι αυτοκράτορες προς τη μονή δεν είναι απόρροια μόνο θρησκευτικότητας, αλλά και προσωπικής αντίληψης περί της «θείας επέμβασής» της. Χαρακτηριστική είναι η θαυματουργική διάσωση του Αλεξίου Γ’, από φοβερό ναυάγιο. Αλλά και οι σουλτάνοι οι οποίοι ευεργέτησαν τη μονή είχαν προσωπικές εμπειρίες των θαυμάτων που επιτελούσε η Παναγία Σουμελά, όπως η περίπτωση του σουλτάνου Σελήμ Α' που θεραπεύτηκε από σοβαρή ασθένεια με τη βοήθεια του αγιάσματος της μονής. Ωστόσο, όπως και τα υπόλοιπα μοναστήρια του Πόντου, και η Παναγία Σουμελά υπέφερε πολλά από τη βάρβαρη και ασεβή συμπεριφορά ληστών, κλεφτών και αλλόθρησκων κατά τη διάρκεια των αιώνων. Πολλές φορές έπεσε θύμα ληστειών και καταστροφών. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το μοναστήρι υπέστη σημαντικές φθορές, καθώς για περισσότερο από ένα χρόνο βρισκόταν πάνω στη γραμμή των ρωσοτουρκικών συγκρούσεων.
Το 1922 οι Τούρκοι κατέστρεψαν ολοσχερώςτο μοναστήρι, διαπράττοντας το μεγάλο έγκλημα της πολιτισμικής γενοκτονίας. Αφού πρώτα λήστεψαν όλα τα πολύτιμα αντικείμενα που υπήρχαν μέσα στη μονή μετά έβαλαν φωτιά. Οι τελευταίοι μοναχοί εγκατέλειψαν τη μονή τους πρώτους μήνες του 1923. Πολύτιμα έγγραφα και πολλά αρχαία χειρόγραφα φυλάγονταν στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού μέχρι τον ξεριζωμό. Μέσα στη Βιβλιοθήκη της μονής βρήκε το 1868 ο ερευνητής Σάββας Ιωαννίδης το πρώτο ελληνικό χειρόγραφο του Διγενή Ακρίτα, ενώ φημολογείται πως κι άλλα ιδιαίτερα σημαντικά κειμήλια και έγγραφα υπήρχαν στη μονή. Εκτοτε ο χώρος έγινε καταφύγιο λαθρεμπόρων καπνού. Γύρω στο 1930 προκλήθηκαν σημαντικές καταστροφές από πυρκαγιά, και διάφοροι βανδαλισμοί ακολούθησαν τις επόμενες δεκαετίες. Από το 1961, όμως, η εκδήλωση ενδιαφέροντος για τη διαφύλαξη της εξαίσιας φυσικής ομορφιάς της περιοχής συνέβαλε και στη διάσωση της μονής από την οριστική καταστροφή της. Εκτοτε μεγάλος αριθμός ταξιδιωτών επισκέπτεται κάθε χρόνο το μοναστήρι.

Ο ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΟΥΜΕΛΑ
Η Μονή της Παναγίας Σουμελά κτίστηκε στα τέλη του 13ου αιώνα και αποτέλεσε το παλλάδιο του ποντιακού ελληνισμού για έξι αιώνες περίπου, έως το 1923. Η φυσική φθορά που επήλθε με το πέρασμα του χρόνου σε συνδυασμό με την πυρκαγιά του 1930 και τους βανδαλισμούς των δεκαετιών 1960 και 1970 αλλοίωσαν την αρχική μορφή του μοναστηριού, την οποία στόχο έχει να αποκαταστήσει το πρόγραμμα ανασυγκρότησής του που μελετάται τον τελευταίο καιρό. Οι τοιχογραφίες του μοναστηριού που έχουν δημοσιευτεί, λίγες βυζαντινές και περισσότερες μεταβυζαντινές, προέρχονται από το καθολικό, την κεντρική «αίθουσα» της μονής, που είναι γνωστό και ως «Ιερή Σπηλιά», από το μέτωπο του βράχου βόρεια του ναού, καθώς και από πέντε συνολικά παρεκκλήσια μέσα και έξω από τον περίβολό του. Οι τοιχογραφίες αυτές καλύπτουν μιαν ευρεία χρονική περίοδο, από λίγο πριν από το 12ο αιώνα έως και το 18ο.
Στο σύνολο αυτών των τοιχογραφιών δεν αποκλείεται να προστεθούν και άλλες όταν γίνει δυνατή η πρόσβαση σε ορισμένα κατεστραμμένα παρεκκλήσια της μονής. Σύμφωνα και με την Μαρία Αγρέβη που συνέγραψε το λήμμα της εγκυκλοπαίδειας του ΙΜΕ με τίτλο «Ματζούκα, Μονή Παναγίας Σουμελά, Καθολικό, Ζωγραφικός Διάκοσμος», «οι σωζόμενες τοιχογραφίες στη Μονή της Παναγίας Σουμελά, λίγες βυζαντινές και πολύ περισσότερες μεταβυζαντινές των στρωμάτων του 16ου-18ου αιώνα, αποτελούν, παρά την κακή κατάσταση διατήρησής τους, ένα σημαντικό σύνολο για τη γνώση της πορείας εξέλιξης της βυζαντινής και, κυρίως, της μεταβυζαντινής τέχνης στην περιοχή της Τραπεζούντας και του Πόντου. Στην ανάδειξη αυτού του ζωγραφικού συνόλου θα βοηθήσει σημαντικά το πρόγραμμα αναστήλωσης της μονής».

ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΕΣ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ
Οι παλαιότερες τοιχογραφίες έχουν εντοπιστεί στο «καθολικό», βρίσκονται στο εσωτερικό της οροφής του ναού. Πρόκειται για δύο μετάλλια με την Παναγία και τον Χριστό στη Βόρεια πλευρά και μια παράσταση του αρχάγγελου Γαβριήλ στη νότια πλευρά της οροφής, που, αν και έχουν δεχτεί επιζωγραφίσεις, παρουσιάζουν στενή σχέση με την τέχνη της Ρωσίας της εποχής πριν από το 12ο αιώνα. Οι παραστάσεις αυτές είναι και οι παλαιότερες που έχουν εντοπιστεί τόσο στον ναό όσο και σε ολόκληρο το μοναστηριακό συγκρότημα της Σουμελά.
Μεταγενέστερο είναι το τμήμα μιας τοιχογραφίας στο μέτωπο του βράχου στα βόρεια της «Ιερής Σπηλιάς», που ήλθε στο φως κάτω από κατεστραμμένα τμήματα παράστασης της Δευτέρας Παρουσίας του επιφανειακού στρώματος. Πρόκειται για την κεφαλή μόνο μιας μορφής, στην οποία το 1970 ο Winfield (Bryer, A. - Winfield, D., The Byzantine Monuments and Topography of the Pontos I (Dumbarton Oaks Studies 20, Washington D. C. 1985), αναγνώρισε το χέρι ενός από τους ζωγράφους που συμμετείχαν στην τοιχογράφηση της Αγίας Σοφίας της Τραπεζούντας, χρονολογώντας την κατά συνέπεια στη δεκαετία του 1260. Το σύνολο των γνωστών Βυζαντινών τοιχογραφιών από το χώρο αυτόν το συμπληρώνει η παράσταση που διατηρείται σε κακή κατάσταση στα ανατολικά του εσωτερικού νότιου τοίχου του ναού. Μέσα σε πλαίσιο που ορίζουν τέσσερις λεπτές κόκκινες ταινίες έχουν απεικονιστεί τρεις όρθιες ολόσωμες μορφές ντυμένες με βασιλική ενδυμασία, εκ των οποίων η ψηλότερη στο κέντρο ταυτίστηκε με τον Αλέξιο Γ' Μεγάλο Κομνηνό (1349-90), η αριστερή μορφή με τον γιο του Μανουήλ Γ' Μεγάλο Κομνηνό (1390-1417) και η δεξιά με τον Ανδρόνικο Α’ Μεγάλο Κομνηνό (1376-79). Η ακριβής χρονολόγηση της παράστασης συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο έρευνας, καθώς κατά τους Millet και Talbot Rice, με βάση την τεχνοτροπία της, πρέπει να χρονολογηθεί στις αρχές του 15ου αιώνα, επί βασιλείας δηλαδή Μανουήλ Γ' ή λίγο μετά το θάνατό του το 1417,6 ενώ κατά τους Bryer και Winfield επί Αλεξίου Γ'.

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΡΩΜΑ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ
Οι περισσότερες τοιχογραφίες στο μοναστήρι ανήκουν στην εποχή μετά την κατάληψη της περιοχής από τους Οθωμανούς (1461). Το πρώτο στρώμα τοιχογράφησης, που είναι και το παλαιότερο στρώμα της Μεταβυζαντινής περιόδου, εντοπίστηκε στο εσωτερικό του βόρειου τοίχου του ναού και ήλθε στην επιφάνεια ύστερα από την καταστροφή του ανώτερου στρώματος τοιχογραφιών. Εχει διατηρηθεί σε πολύ κακή κατάσταση, καθώς είχε υποστεί συνεχή σφυροκοπήματα, προκειμένου να δεχτεί το κονίαμα του δεύτερου στρώματος εικονογράφησης. Ωστόσο τα σημεία όπου οι τοιχογραφίες σώζονται κάπως καλύτερα δείχνουν το έργο ενός ικανού ζωγράφου. Ο τοίχος ήταν χωρισμένος σε τρεις τουλάχιστον ζώνες. Στις δύο κατώτερες απεικονίζονταν όρθιοι ολόσωμοι άγιοι ενώ στην ανώτερη υπάρχουν παραστάσεις των οποίων η ταύτιση είναι αδύνατη. Τα τεχνοτροπικά γνωρίσματα των τοιχογραφιών οδηγούν σε μία χρονολόγησή τους το αργότερο στο 16ο αιώνα. Στο δεύτερο στρώμα τοιχογράφησης συμπεριλαμβάνονται οι τοιχογραφίες που απεικονίζουν μεμονωμένους αγίους και οι παραστάσεις στο ανώτερο στρώμα εικονογράφησης του βόρειου και του ανατολικού τοίχου, καθώς και οι τρεις άγιοι από το κατώτερο στρώμα στα ανατολικά του νότιου τοίχου του ναού.
Η επιγραφή που σώζεται πάνω από την κύρια θύρα εισόδου στο ναό, εσωτερικά, χρονολογεί το στρώμα με ακρίβεια στα 1710. Στην επιγραφή αναφέρεται ότι την «ιστόρηση» (δηλαδή την «ηχογράφηση) του ναού την ανέλαβε ο ζωγράφος Σάββας από την Οινόη με έξοδα του ιερομόναχου Ιγνατίου. Στο τρίτο στρώμα τοιχογράφησης ανήκουν οι επιφανειακές τοιχογραφίες στον εσωτερικό νότιο και δυτικό τοίχο του ναού. Στον νότιο τοίχο, καλυμμένες από καπνιά, σώζονται τρεις μορφές αγίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ο Αγιος Ονούφριος, ενώ στον δυτικό τοίχο ολόσωμοι άγιοι και πατέρες της Εκκλησίας. Σύμφωνα με σωζόμενη επιγραφή στο εσωτερικό του ναού, τις τοιχογραφίες αυτές τις εκτέλεσε ο μοναχός Ιερόθεος το 1732. Στο τέταρτο και τελευταίο στρώμα εικονογράφησης περιλαμβάνονται οι παραστάσεις οτους εξωτερικούς τοίχους του ναού και στο βόρειο μέτωπο του βράχου, οργανωμένες σε ζώνες και μέσα σε πλαίσια από κόκκινες λεπτές ταινίες. Οι παραστάσεις του ναού αντλούν τα θέματά τους από τον χριστολογικό και τον θεομητορικό κύκλο, από τον εικονογραφικό κύκλο της Γένεσης, αλλά και από βίους αγίων, ενώ στον Βράχο αναπτύσσεται η μεγάλων διαστάσεων Δευτέρα Παρουσία σε τέσσερις ζώνες. Στο κέντρο της ανώτερης ζώνης έχει απεικονιστεί ο ένθρονος Χριστός και στο πλάι του οι Ουράνιες Δυνάμεις χωρισμένες σε δύο ομάδες. Στη δεύτερη ζώνη, ακριβώς κάτω από τον Χριστό, απεικονίζεται η Ετοιμασία του Θρόνου με το λευκό περιστέρι-σύμβολο του Αγίου Πνεύματος και ένα μικρό σταυρό πάνω στον θρόνο, ενώ η Παναγία και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος δεόμενοι πλαισιώνουν τον θρόνο γυρισμένοι κατά τα τρία τέταρτα προς το κέντρο· στον υπόλοιπο χώρο της ίδιας ζώνης έχουν παραταχθεί οι Απόστολοι χωρισμένοι σε δύο ομάδες των έξι ατόμων, καθισμένοι σε θρόνους με υψηλό ερεισίνωτο, ενώ άγγελοι προβάλλουν πίσω από την πλάτη τους. Στην τρίτη ζώνη έχουν απεικονιστεί ομάδες δικαίων, μάρτυρες, άγιοι, επίσκοποι και βασιλείς, ενώ στην κατώτερη ζώνη οι εκτεταμένες καταστροφές δεν επιτρέπουν την αναγνώριση των παραστάσεων. Ολες οι παραπάνω τοιχογραφίες χρονολογούνται σύμφωνα με επιγραφή πάνω από την παλαιότερη θύρα εισόδου στο ναό στο 1744, όταν έγιναν εργασίες ανακαίνισης του προαυλίου και του ιερού του ναού από τον Ιγνάτιο, μητροπολίτη Χαλδείας.

ΤΑ ΕΝΝΕΑ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ
Από τα εννέα παρεκκλήσια που βρίσκονται γύρω από την «Ιερή Σπηλιά» και πάνω από τη στέγη της, τα τέσσερα, όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, έφεραν ζωγραφικό διάκοσμο:
α) ένα στα ανατολικά του κυρίως ναού,
β) ένα μερικά λαξευμένο στον Βράχο, πίσω από νεότερα κτίσματα,
γ) ένα πάνω από τον ναό και
δ) ένα στα ανατολικά του κατεστραμμένου καμπαναριού.
Το εικονογραφικό πρόγραμμα δε σώζεται ακέραιο σε κανένα από τα παρεκκλήσια· στο πρώτο παρεκκλήσιο, μάλιστα, η εκτεταμένη καταστροφή κάνει αδύνατη ακόμα και την αναγνώριση των παραστάσεων, ενώ στο δεύτερο διατηρούνται ίχνη μόνο των τοιχογραφιών, πιθανότατα του 14ου αιώνα, καθώς το παρεκκλήσιο είχε καταπέσει πριν ακόμα από το 1923. Στο τρίτο και στο τέταρτο παρεκκλήσι η κατάσταση είναι καλύτερη, καθώς εδώ σώζονται ορισμένες παραστάσεις. Οι παλαιότερες, πιθανότατα του 16ου/17ου αιώνα, διατηρούνται στον εξωτερικό νότιο τοίχο του μικρού παρεκκλησίου πάνω από την «Ιερή Σπηλιά» (τρίτο παρεκκλήσι) και στο στενό διάδρομο που ανοίγεται οτον Βόρειο τοίχο του:
α) στον εξωτερικό νότιο τοίχο σώζεται παράσταση με τον Αγιο Δημήτριο και τον Αγιο Γεώργιο, έφιππους πάνω σε μαύρο και λευκό άλογο αντίστοιχα, να σκοτώνουν με τα δόρατά τους τον δράκοντα, που απεικονίζεται στο κατώτερο μέρος της σκηνής·
β) στο εσωτερικό του διαδρόμου, στο δυτικό τοίχο σώζεται η παράσταση Μεταμόρφωσης.
Στο νότιο τοίχο, στην κατώτερη ζώνη, διακρίνονται τρεις άγιοι (ο Αγιος Σάββας, ο Αγιος Θεοδόσιος και ένας τρίτος του οποίου η επιγραφή με το όνομα έχει σβηστεί), ενώ στην ανώτερη ζώνη σώζονται οι παραστάσεις της Γέννησης του Χριστού και της Ανάστασης. Στον βόρειο τοίχο σώζονται ένας ολόσωμος άγιος, η Βάπτιση και η Σταύρωση, ενώ στην αψίδα του Ιερού εικονίζεται στο τεταρτοσφαίριο η Παναγία Βλαχερνίτισσα πλαισιωμένη από δύο αγγέλους και στον ημικύλινδρο τέσσερις ιεράρχες. Μεταγενέστερη, του τέλους του 18ου αιώνα, είναι η διακόσμηση της αψίδας του ιερού στο παρεκκλήσια ανατολικά του καμπαναριού (τέταρτο παρεκκλήσι) με την παράσταση της Κοινωνίας των Αποστόλων στη μεσαία ζώνη και τους συλλειτουργούντες ιεράρχες, Ιωάννη Χρυσόστομο, Μέγα Βασίλειο και Γρηγόριο Ναζιανζηνό στην κατώτερη. Μόλις τη δεκαετία του 1970 και σε απόσταση 100 μ. περίπου βόρεια του μοναστηριακού συγκροτήματος της Παναγίας Σουμελά ανακαλύφθηκε ένα ακόμα παρεκκλήσι. Το 1978 δημοσιεύτηκαν πέντε τοιχογραφίες από το εσωτερικό του, όπου απεικονίζονταν η Κοίμηση της Θεοτόκου, η Μεταμόρφωση, η Παναγία με τον Χριστό, ο Αγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και, τέλος, ορισμένοι πατέρες. Αν και οι παραστάσεις αυτές δεν έχουν ακόμη μελετηθεί διεξοδικά, έχουν χρονολογηθεί από τους Bryer και Winfield στον 12ο αιώνα.
Κείμενο: Μαρία Ψαρά
Φωτογραφίες: Ηρακλής Μήλας


from ανεμουριον https://ift.tt/33muEsh
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη