Το Δεκέμβριο του 1893, όταν ο Χαρίλαος Τρικούπης, με την περίφημη φράση «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν», ανακοίνωνε στη Βουλή την αδυναμία της Ελλάδας να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους ξένους πιστωτές της, το υπό ελληνική σημαία νεότευκτο φορτηγό ατμόπλοιο «Μαριέττα Ράλλη», 2.300 κόρων ολικής χωρητικότητας (κοχ), υπό την πλοιαρχία του καπετάν Ανάσταση Σύρμα, καταφθάνει στον ποταμό Ρίο ντε λα Πλάτα της Αργεντινής για να παραλάβει φορτία σιτηρών, που θα μεταφέρει στο Λονδίνο. Το άνοιγμα αυτό στους θαλάσσιους δρόμους του Ατλαντικού δεν είναι σύνηθες για τον καπετάν Σύρμα, όμως δεν είναι και σπάνιο, έχει ταξιδέψει ως πλοίαρχος με ελληνικά ιστιοφόρα στον Ατλαντικό ήδη από τη δεκαετία του 1860. Τα συνηθισμένα ταξίδια του «Μαριέττα Ράλλη» είναι η μεταφορά σιτηρών από τα λιμάνια του Δούναβη, μέσω της Μαύρης Θάλασσας προς το Ρότερνταμ, σημαντικό λιμάνι της ηπειρωτικής Ευρώπης. Τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και ως τις παραμονές του Α' Παγκοσμίου πολέμου, αποτελούσαν κύρια πύλη εξόδου σιτηρών, που διοχετεύονταν, κατά μεγάλο μέρος με ελληνικά καράβια, στους πληθυσμούς των πόλεων της εκβιομηχανιζόμενης Δυτικής Ευρώπης. Στο ταξίδι του γυρισμού το «Μαριέττα Ράλλη» πήγαινε υπό έρμα από το «Ρότερδαμ» στο «Κάρδιφ» να φορτώσει κάρβουνο για τις ανάγκες ανθρακευτικών σταθμών και βιομηχανιών του μεσογειακού χώρου. Καθ' όλη τη διάρκεια του 1890 και των αρχών του 1900, που η υπόλοιπη Ελλάδα βρίσκεται σε οικονομική δυσπραγία και πολιτική ταπείνωση, ο ελληνικός εμπορικός στόλος αποκτά όλο και περισσότερα μεγάλα φορτηγά ατμόπλοια, που ταξιδεύουν εκτός των ορίων του ελληνικού κράτους, ανοίγοντας τους δρόμους προς τους μεγάλους ωκεανούς. Τον Αύγουστο του 1906 ο καπετάν Ανάστασης Σύρμας είναι ιδιαίτερα ευτυχής. Παραλαμβάνει από τα ναυπηγεία Σούντερλαντ το «Ανδριάνα», το μεγαλύτερο και τεχνολογικά πιο προηγμένο ατμόπλοιο που έχει ποτέ κυβερνήσει. Γράφει στον πλοιοκτήτη του, Αλκιβιάδη Εμπειρικό:
Κύριε Εμπειρίκε
Έλαβον την επιστολήν σας της 6 τρέχ. και σας απαντώ ότι το κάθε τι εις το α/π «Ανδριάνα» είναι εντάξει και δεν του λείπει ούτε ένα βελόνι και χωρίς κολακείαν είναι εύμορφον, ισχυρόν και αναλόγως ταχύ, η δε τακτική ταχύτης του ανήλθε εις θαλάσσια μίλια (knots) εννέα, με κατανάλωσιν αγγλικούς άνθρακες 21 τόννων περίπου και υπολογίζουμε μετά του αρχιμηχανικού του πλοίου ότι μετά της αυτής τακτικής ταχύτητος 9 μιλίων θα καταναλίσκει από τα συνηθισμένα κάρβουνα Κάρδιφ περί τους 9 τόννους. Είμαι πολύ ευχαριστημένος από το κυβέρνισμα του πλοίου, καθώς και από το ταξίδευμα, επίσης και από όλας του τας διαιρέσεις των αμπαριών, αι οποίαι θα μας παρέχουν μεγάλην ευκολίαν εις την παραλαβήν πολλών ειδών φορτίου και επεύχομαι αυτό να είναι καλορίζικον.
![]() |
|
Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΤΟΥ SS ΜΑΡΙΕΤΤΑ ΡΙΑΛΔΗ ΚΑΙ ΤΟΥ SS ΑΝΔΡΙΑΝΑ, ΚΑΠΕΤΑΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΥΡΜΟΣ ΜΕ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΑΝΝΑ ΚΑΙ ΠΕΝΤΕ ΑΠΟ ΤΑ ΟΚΤΩ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ, 1900, ΜΑΛΑΓΑ ΙΣΠΑΝΙΑΣ.
|
Tο ατμόπλοιο «Ανδριάνα», χωρητικότητας 2.958 κοχ, αποτελούσε τυπικό φορτηγό πλοίο των αρχών του 20ού αιώνα και ανήκε στους Αδελφούς Εμπειρίκου. Οι εμποροναυτιλιακές επιχειρήσεις της οικογένειας Εμπειρίκου από την Άνδρο ξεκίνησαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στο Δούναβη, με ιδρυτές τους Αλκιβιάδη, Επαμεινώνδα και Λεωνίδα Εμπειρίκο. Το 1899, ο ανιψιός τους Σταμάτιος Γ. Εμπειρίκος ίδρυσε το δεύτερο ελληνικό ναυτιλιακό γραφείο του Λονδίνου, μετά από εκείνο των Βαλλιάνων, με την επωνυμία S. G. Embiricos. Το 1914 οι Εμπειρίκοι, με κάπου 10 ναυτιλιακές εταιρείες από τα διάφορα μέλη της οικογένειας στον Πειραιά, το Λονδίνο και τη Ρουμανία, ήταν η πιο ισχυρή ελληνική εφοπλιστική οικογένεια, με 30 ατμόπλοια 100.000 κοχ, το 13% της τότε ελληνικής ναυτιλίας. Από τις ναυτιλιακές κοινότητες του Αιγαίου και του Ιονίου ξεκίνησαν δεκάδες οικογένειες, οι οποίες έβγαλαν εφοπλιστές, πλοιάρχους, μηχανικούς και πληρώματα που δούλεψαν σε ιστιοφόρα και ατμόπλοια. Αυτός ο στόλος, που αναπτύχθηκε πέρα από τα χωρικά ύδατα και τα λιμάνια του σύγχρονου ελληνικού κράτους, στηρίχτηκε σε εμπορικά και ναυτιλιακά δίκτυα των Ελλήνων της Διασποράς, που εδραιώθηκαν στο χώρο της Μεσογείου το 19ο αιώνα. Οι χιώτικες οικογένειες των Ράλλη, Ροδοκανάκη, Σκυλίτση και Αργέντη, αντικαταστάθηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα από τους Κεφαλονίτες Βαλλιάνους, τους Ιθακήσιους Θεοφιλάτους και Σταθάτους, και τους Ανδριώτες Εμπειρίκους. Όλοι αυτοί, μεγαλέμποροι και εφοπλιστές, είναι που αγόρασαν τα πρώτα ατμόπλοια του ελληνικού εμπορικού στόλου και αυτούς ακολούθησαν οι συμπατριώτες τους στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, ακριβώς τη δεκαετία, δηλαδή, που ο ελληνικός ατμοπλοϊκός στόλος ξεπέρασε κατά πολύ τον ιστιοφόρο. Τις παραμονές του Α' Παγκόσμιου πολέμου ο ελληνόκτητος στόλος αποτελείτο από περίπου 400 ατμόπλοια, που τα διαχειρίζονταν 256 ναυτιλιακές εταιρείες. Από τις επιχειρήσεις αυτές, οι 155 βρίσκονταν στην Ελλάδα, οι 47 στην Κωνσταντινούπολη, οι 35 στη Μαύρη Θάλασσα και οι 13 στο Λονδίνο. Η σημασία των ναυτιλιακών γραφείων στο Λονδίνο είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι ο αριθμός τους υπονοεί. Τα 13 αυτά γραφεία αντιπροσώπευαν το ένα τρίτο των ελληνικών ναυτιλιακών επιχειρήσεων που ήταν εγκαταστημένες στον Πειραιά. Έτσι, λίγο πριν από τον 1o Παγκόσμιο πόλεμο, ο άξονας Πειραιάς - Λονδίνο, γύρω από τον οποίο περιστράφηκε η ανάπτυξη του ελληνόκτητου στόλου τον 20ό αιώνα, είχε ήδη εδραιωθεί. Το πλήρωμα του «Ανδριάνα» ήταν 28 Έλληνες και μάλιστα ως επί το πλείστον Ανδριώτες. Το κυρίαρχο φαινόμενο του 19ου αιώνα, κληρονομιά της εποχής των ιστιοφόρων, όπου το πλήρωμα αποτελούσαν συγγενείς ή συντοπίτες του πλοιοκτήτη, διατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό στην εποχή των ατμόπλοιων, όχι μόνο στο πρώτο αλλά και στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Την εποχή που ταξίδευε το «Ανδριάνα», υπήρχαν κάπου 15.000 Έλληνες ναυτικοί, που προέρχονταν κατά τα δύο τρίτα από τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου.
![]() |
|
ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΟΥ ΑΤΜΟΠΛΟΙΟΥ «ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΚΥΛΙΤΣΗΣ», 1900. ΣΑΒΑΝΑ (ΣΥΛΛΟΓΗ ΝΑΥΑΡΧΟΥ ΑΝΑΣΤ. ΖΩΓΡΑΦΟΥ).
|
Το 1906, ο πλοίαρχος του «Ανδριάνα» Ανάστασης Σύρμας, παντρεμένος στην Άνδρο με κόρη Πολέμη, ήταν 64 ετών, με 55 χρόνια ακατάπαυστης θητείας στη θάλασσα. Ανήκε σε εκείνη τη γενιά των καπεταναίων που εδραίωσαν τη μετάβαση από τα ιστιοφόρα στα ατμόπλοια, και που - από την πλοιαρχία ιστιοφόρων και το τριμάρισμα των πανιών σε ταξίδια ανάμεσα στη Μαύρη Θάλασσα και την Αγγλία - πέρασαν στην πλοιαρχία ατμόπλοιων και την επόπτευση των μηχανών. Όταν, τον Οκτώβριο του 1912, ξέσπασαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι, άμεση συνέπεια υπήρξε να κλείσουν τα Δαρδανέλια και, άρα, η πρόσβαση στη βασική πηγή των σιτηρών, τον Εύξεινο Πόντο. Η ζήτηση όμως για σιτηρά στην Ευρώπη εξακολούθησε να είναι υψηλή, οπότε τα πλοία ακολούθησαν τους γνωστούς ήδη δρόμους του Ατλαντικού, μεταφέροντας σιτηρά από την Αργεντινή προς τη Βόρειο Ευρώπη. Είναι η εποχή της μεγάλης ανάπτυξης της Δυτικής Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, γεγονός που πολλαπλασίασε τις θαλάσσιες διαδρομές και ένωσε οικονομικά τις χώρες που βρέχει ο Ατλαντικός. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι και ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος υπήρξαν καθοριστικοί για το άνοιγμα και την καθιέρωση των ελληνικών ατμόπλοιων στον Ατλαντικό ωκεανό, και όχι μόνο. Στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, ο στόλος των Ελλήνων αποτελείτο από περίπου 400 ατμόπλοια, 800.000 κοχ. Στα τέλη της δεκαετίας του 20ού αιώνα, ο αριθμός των ελληνικών πλοίων υπερδεκαπλασιάστηκε, φτάνοντας τα 4.000 «εύμορφα, ισχυρά και αναλόγως ταχέα» σκάφη, ενώ η χωρητικότητα τους υπερεκατονταπλασιάστηκε, ξεπερνώντας τους 80.000.000 κόρους ολικής χωρητικότητας.
Τζελίνα Χαρλαύτη
Ελλάδα 20ος αιώνας 1900-1910
from ανεμουριον https://ift.tt/33VTHCN
via IFTTT


