Οι Βαλκανικοί πόλεμοι

Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α' ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΣΤΙΣ 29/10/1912. ΤΟΝ ΣΥΝΟΔΕΥΕΙ Ο ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ. ΑΘΗΝΑ. ΓΕΝΝΑΔΕΙΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ.
Η Ελλάδα του 1912 ελάχιστα θύμιζε τον πριν από δυο ή τρεις δεκαετίες εαυτό της. Οι οικονομικές εξελίξεις, το ενδιαφέρον των ομογενών και η μετατροπή του ελληνικού κράτους - για πρώτη φορά μετά την ανεξαρτησία του το 1830 - σε εθνικό κέντρο δημιούργησαν νέες δυνατότητες. Ο Μακεδονικός αγώνας (1904-1908) αποκατέστησε το κύρος του στρατού, ενώ το κίνημα στο Γουδί έδειξε ότι οι επιθετικές ιδέες για τον εκσυγχρονισμό και την εθνική ολοκλήρωση έβρισκαν απήχηση σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και δυνάμεις. Απέναντι στον παλαιοκομματικό πολιτικό κόσμο πρόβαλαν νέες πολιτικές δυνάμεις που εκφράστηκαν με την ανάδειξη του Βενιζέλου. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε τη μεθοδική αναδιοργάνωση του στρατεύματος από τα 1906-1907, τότε έχουμε το μέτρο μιας νέας εποχής. Η χώρα βρέθηκε να έχει τη θέληση αλλά και τα μέσα για να μετάσχει στις αλλαγές στην περιοχή της. Οι ένοπλες δυνάμεις έγιναν ιδιαίτερα αξιόπιστες. Μέσα σε λίγα χρόνια ο στρατός ξηράς απέκτησε σύγχρονο πυροβολικό, υλικό στρατοπεδίας, επικοινωνιών και μηχανικού, εξαρτύσεις, επαναληπτικά τουφέκια Mannlicher, πολυβόλα το 1911. Οργανώθηκε σε μεραρχιακή βάση και η εκπαίδευση του παρακολούθησε τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Στο ναυτικό φύσηξαν επίσης άνεμοι εκσυγχρονισμού. Στα τρία απαρχαιωμένα τρικουπικά θωρηκτά προστέθηκαν, από το 1904 και μετά, τέσσερα μεγάλα και 10 μικρά αντιτορπιλικά, υποβρύχιο και, προπαντός, το θωρηκτό εύδρομο «Γ. Αβέρωφ». Η βελτίωση της εκπαίδευσης των αξιωματικών μετέτρεψε το 'οπλο σε πολύτιμο εργαλείο διπλωματίας του πολέμου. Όμως ήταν φυσικά αδύνατο να αναμετρηθεί μόνη της η χώρα με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Αντίθετα, είχε πολλά να προσφέρει σε μια ευρύτερη βαλκανική συμμαχία. Η απαγόρευση των τουρκικών θαλάσσιων μεταφορών ήταν το καίριο διαπραγματευτικό χαρτί. Τις διαπραγματεύσεις, δε, μεταξύ των βαλκανικών κρατών τις επέβαλε η απροσδόκητα ευνοϊκή συγκυρία του 1912. Μετά τις αναταράξεις που είχε προκαλέσει το κίνημα των Νεότουρκων, ο ιταλοτουρκικός πόλεμος (1911-1912) είχε κλονίσει τις στρατιωτικές δυνατότητες των Οθωμανών. Τα προβλήματα του κοινού εχθρού ερμηνεύθηκαν ως ιστορική ευκαιρία στις βαλκανικές πρωτεύουσες και οδήγησαν σε συνενοήσεις για συμμαχία ενάντια στην Κωνσταντινούπολη. Βιαστικά, λοιπόν, στις αρχές Οκτωβρίου του 1912, ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι συγκυρίες ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές για την Ελλάδα. Η Οθωμανική αυτοκρατορία είχε διασκορπίσει τις καταπονημένες δυνάμεις της σε πολλά μέτωπα. Το κυριότερο από αυτά βρισκόταν πολύ μακριά από τα ελληνικά σύνορα, στη Θράκη, όπου η προέλαση του ισχυρού βουλγαρικού στρατού (350.000 άνδρες) απειλούσε την Κωνσταντινούπολη. Το μέτωπο της Θεσσαλίας ήταν το πλέον απόμακρο της τουρκικής διάταξης και οι μονάδες που το υπεράσπιζαν ήταν αδύναμες. Ο ενθουσιασμός επέτρεψε τη γρήγορη επιστράτευση του ελληνικού στρατού, αποδίδοντας μάλιστα πολύ περισσότερους άνδρες απ' όσους η χώρα μπορούσε να εξοπλίσει. Η συγκρότηση του στρατού απέδωσε ένα αξιοπρεπές εκστρατευτικό σώμα: 7 μεραρχίες πεζικού, 1 ταξιαρχία ιππικού, 100.000 άνδρες με 120 πυροβόλα εκστρατείας, 54 πυροβόλα θέσεων και 70 πολυβόλα προς τη Μακεδονία, συν άλλους 15.000 προς την Ήπειρο. Τα σχέδια προέβλεπαν γρήγορη προέλαση στο μακεδονικό χώρο, ώστε να αποκτηθούν όσο το δυνατό μεγαλύτερα εδαφικά πλεονεκτήματα σε αμφισβητούμενες από τους συμμάχους περιοχές.
ΤΜΗΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΡΟΦΥΛΑΚΩΝ ΣΤΑ ΣΤΕΝΑ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ (9 ΚΑΙ 10 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912) ΠΟΥ ΥΠΗΡΞΕ Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΙΚΗ ΣΤΟΝ Α' ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ. ΑΘΗΝΑ. ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ.
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΟ ΚΥΡΙΟ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΤΗΚΕ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. ΠΡΟΕΛΑΣΗ ΤΟΥ ΙΠΠΙΚΟΥ ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΡΝΙΣΣΑΣ (3 ΚΑΙ 4/11/1912). ΑΘΗΝΑ. ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ.
Στην τουρκική πλευρά συγκεντρώθηκαν 35.000 άνδρες, ενώ οι προβλεπόμενες ενισχύσεις δεν έφθασαν ποτέ. Στη μάχη των συνόρων, στον Σαραντάπορο (9 Οκτωβρίου 1912), η αριθμητική υπεροχή των Ελλήνων ανέτρεψε την τουρκική αντίσταση. Οι δυσκολίες στη ζεύξη τον ποταμών και τα προβλήματα εφοδιασμού διαμέσου των κορεσμένων δρόμων, επέβαλαν την εξασφάλιση του λιμανιού της Θεσσαλονίκης ως κέντρου εφοδιασμού, σε συνδυασμό με το διπλωματικό πλεονέκτημα που μια τέτοια επιτυχία θα πρόσφερε. Ο οθωμανικός στρατός υποχώρησε προοδευτικά στη γραμμή Γιαννιτσών-Λουδία. Εκεί, περίπου 25.000 άνδρες τάχθηκαν για να προασπίσουν την ιερή για τους Οθωμανούς πόλη των Γιαννιτσών, Στις 19-20 Οκτωβρίου εκδηλώθηκε επίθεση τεσσάρων ελληνικών μεραρχιών, με διπλάσια δύναμη σε άνδρες και πολλαπλάσια σε πυροβολικό. Η τουρκική αντίσταση προκάλεσε σημαντικές απώλειες στα ελληνικά στρατεύματα (χίλιους εκτός μάχης), οι συσχετισμοί όμως επέβαλαν την υποχώρηση πίσω από τον Άξιο. Τις αμέσως επόμενες μέρες και ενώ ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού προσπαθούσε να λύσει το τεχνικό πρόβλημα της διάβασης του Αξιού, το αριστερό τμήμα της ελληνικής παράταξης περνούσε δύσκολες στιγμές. Η 5η μεραρχία είχε εισχωρήσει στην περιοχή των Καϊλαρίων (Πτολεμαΐδα)-Σόροβιτς (Αμύνταιο), όπου κατοικούσαν συμπαγείς μουσουλμανικοί πληθυσμοί. Στις 24 Οκτωβρίου η μεραρχία αιφνιδιάστηκε από μια τολμηρή επιχείρηση του τουρκικού στρατού που, πιεζόμενος από την προέλαση των Σέρβων, δεν καταδίωξε τον πανικόβλητο ελληνικό στρατό, όμως η εξέγερση των Μουσουλμάνων χωρικών ως τα περίχωρα της Κοζάνης προκάλεσε μεγάλες ανησυχίες.
ΤΟ ΘΩΡΗΚΤΟ «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ»
Η κρίση στα δυτικά δεν εμπόδισε την εκπλήρωση του κύριου στόχου. Την ίδια μέρα της καταστροφής στο Σόροβιτς, ο ελληνικός στρατός βρήκε τρόπο να περάσει τον Αξιό. Από την τουρκική πλευρά δεν ετίθετο θέμα προάσπισης της Θεσσαλονίκης με τις εκεί υπάρχουσες δυνάμεις. Στις 26 Οκτωβρίου, ο Hasan Tahsin Pasha παρέδωσε την πόλη στους Έλληνες και μαζί, 25.000 αιχμαλώτους και αξιόλογες ποσότητες στρατιωτικού υλικού. Με διαφορά ωρών έφτασαν στην περιοχή βουλγαρικές μονάδες και σερβικά αποσπάσματα, δημιουργώντας ένταση που προοιωνιζόταν δεινά στο άμεσο μέλλον. Το Νοέμβριο του 1912 ο όγκος του ελληνικού στρατού στράφηκε προς τη Δ. Μακεδονία για να αποκαταστήσει τις ζημιές του Σόροβιτς και να υπόταξη τους άτακτους. Η ανακωχή ανάμεσα σε Μαυροβούνιο, Σερβία, Βουλγαρία και Τουρκία, στις; 20 Νοεμβρίου (ως τα τέλη Ιανουαρίου 1913), έδωσε χρόνο για την αναδιοργάνωση του καταπονημένου στρατού και τη μεταφορά του στο μέτωπο της Ηπείρου. Έως τότε, το μέτωπο αυτό εθεωρείτο τριτεύον από τους αντιπάλους. Οι δυνάμεις εκεί είχαν μεγάλο ποσοστό εθελοντικών ή και ημιατάκτων μονάδων. Υπό αυτές τις συνθήκες, η ελληνική προέλαση πραγματοποίησε μικρές προόδους ως τις αρχές Νοεμβρίου, οπότε και καθηλώθηκε μπροστά στην οχυρωμένη αμυντική περίμετρο των Ιωαννίνων. Η στασιμότητα έκρυβε πλήθος διπλωματικές απειλές. Η υπόθεση της ανεξαρτησίας της αποκομμένης πλέον από την Οθωμανική αυτοκρατορία Αλβανίας προχωρούσε με γρήγορους ρυθμούς στο διπλωματικό χώρο. Τα Γιάννινα διέτρεχαν τον ορατό κίνδυνο να συμπεριληφθούν στο επωαζόμενο νέο κράτος. Οι προτεραιότητες άλλαξαν και στην περιοχή μεταφέρθηκε ισχυρή δύναμη υπό τον αρχιστράτηγο διάδοχο Κωνσταντίνο. Η ενίσχυση των ελληνικών δυνάμεων επέτρεψε τη γενική επίθεση, στις 20 Φεβρουαρίου του 1913. Μέσα σε λίγες ώρες η εχθρική διάταξη, στην οποία δέσποζε το φρούριο του Μπιζανίου, διασπάστηκε στη Μανωλιάδα και ο ελληνικός στρατός πλησίασε την πόλη. Την αυγή της επομένης, ο Τούρκος διοικητής Mehmet Esat Bülkat συνθηκολόγησε και παρέδωσε, μαζί με την πύλη, 30.000 αιχμαλώτους. Η Ελλάδα είχε ολοκληρώσει με τον καλύτερο τρόπο τους χερσαίους στόχους της. Η σημαντική όμως διάσταση της χώρας κρινόταν στο Αιγαίο. Μια ναυτική αποτυχία της Ελλάδας θα υπονόμευε καίρια τη δυνατότητα της να διατηρήσει και τις χερσαίες κατακτήσεις της. Αρχικά το ζητούμενο ήταν η αγόρευση εξόδου του οθωμανικού στόλου από τα Στενά. Οι Έλληνες έπρεπε να εμποδίσουν την αποστολή στρατευμάτων και εφοδιασμού από τη Μικρά Ασία στα πεδία των επιχειρήσεων.
Ο ΝΑΥΑΡΧΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ (1855-1935)
Ο ναυτικός αποκλεισμός στερούσε τις τουρκικές δυνάμεις των Βαλκανίων από 200.000 ως 300.000 πρόσθετο στρατό. Αν εξαιρέσουμε τη Βουλγαρία, που δεν μπορούσε να εμποδίσει τη μεταφορά τουρκικών ενισχύσεων στην Ανατολική Θράκη, για τους Σέρβους και τους Έλληνες επρόκειτο για βασικό κριτήριο νίκης. Ο ελληνικός στόλος είχε την υπεροχή χάρη στο «Γεώργιος Αβέρωφ», σχεδόν 20 χρόνια νεώτερο από τα αντίστοιχα τουρκικά (« Barbaros Hayreddin» και « Tourgout Reis», κατασκευής 1894), με σύγχρονο και καλύτερα τοποθετημένο πυροβολικό και ταχύτητα (22 κόμβοι έναντι 14-15 των αντιπάλων του) που του επέτρεπε να ελίσσεται κατά βούληση στο χώρο της ναυμαχίας. Τα «τρικουπικά», «Υδρα», «Σπέτσες» και «Ψαρά» (1891-2) και ο αξιόλογος στόλος ελαφρών σκαφών συμπλήρωναν τη ναυτική ανωτερότητα στο Αιγαίο. Με την έναρξη των επιχειρήσεων ο ελληνικός στόλος κατέλαβε τα νησιά που ελέγχουν την είσοδο των Στενών (Λήμνο πρώτα. Σαμοθράκη, Ίμβρο, Τένεδο, Άγιο Ευστράτιο) και άρχισε τον αποκλεισμό. Στις 3 Δεκεμβρίου 1912 ο τουρκικός στόλος επιχείρησε για πρώτη φορά να βγει στο Αιγαίο. Ακολούθησε η ναυμαχία της Έλλης, κοντά στις ακτές της Καλλίπολης, όπου οι Τούρκοι προσπάθησαν να προσελκύσουν τον ελληνικό στόλο για να τον πλήξουν με τις επάκτιες πυροβολαρχίες. Την έκβαση έκρινε η απόφαση του ναυάρχου Κουντουριώτη να ανεξαρτητοποιηθεί την κίνηση του «Αβέρωφ» και να αποκόψει από τα Στενά τον τουρκικό στόλο. Η απειλή στάθηκε αρκετή για να αναγκάσει τα τουρκικά πλοία να διακόψουν τη ναυμαχία. Οι απώλειες των αντιπάλων δεν ήταν σημαντικές, η σύγκρουση πιστοποίησε όμως τη ναυτική υπεροχή της Ελλάδας στο Αιγαίο.
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΙΠΠΗΛΑΤΟ ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΣΤΡΥΜΟΝΑ ΣΤΑ ΣΤΕΝΑ ΤΗΣ ΚΡΕΣΝΑΣ. ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΦΥΣΙΚΟ ΕΜΠΟΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΛΑΣΗ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ. ΑΘΗΝΑ. ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ.
Την 1η Ιανουαρίου 1913 το τουρκικό καταδρομικό « Hamidiye» διέσπασε τον αποκλεισμό και άρχισε μια πολύμηνη περιπλάνηση στη Μεσόγειο, κυριότερο θύμα της οποίας ήταν το βοηθητικό «Μακεδονία», που πυρπολήθηκε στο λιμάνι της Σύρου. Ο υπολογισμός των Τούρκων ότι η απειλή του « Hamidiye» θα εξασθένιζε τις ελληνικές δυνάμεις που απέκλειαν τον Ελλήσποντο, οδήγησε στη δεύτερη μεγάλη έξοδο του οθωμανικού ναυτικού και στη ναυμαχία της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913), Μετά τα πρώτα πλήγματα, η σύγκρουση μετατράπηκε σε καταδίωξη, καθώς ο τουρκικός στόλος υποχρεώθηκε να υποχωρήσει προς τα Στενά. Αυτή τη φορά οι ζημιές ήταν μεγαλύτερες και πιστοποιήθηκε τελεσίδικα η αδυναμία του οθωμανικού στόλου μπροστά στον ελληνικό. Οι ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν όλα τα νησιά του Αιγαίου (εκτός από τα Δωδεκάνησα, που από το 1911 είχαν καταληφθεί από τους Ιταλούς). Ταυτόχρονα, στη βαλκανική ενδοχώρα, οι σύμμαχοι, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν ξαναρχίσει τις επιχειρήσεις, κατέλαβαν ύστερα από σκληρές και μακροχρόνιες πολιορκίες τη Σκόδρα (Σέρβοι, στις 10 Απριλίου) και, προπαντός, την Αδριανούπολη (13 Απριλίου). Οι πολεμικοί στόχοι των εμπόλεμων είχαν ολοκληρωθεί. Στις 18 Μαΐου του 1913 υπογράφηκε στο Λονδίνο συνθήκη ειρήνης, που έφερνε μεγάλες αλλαγές στο βαλκανικό χάρτη. Όμως η ειρήνη ήταν πρόσκαιρη και ο πόλεμος δεν σταμάτησε εδώ. Η Βουλγαρία σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Όχι μόνο παρέταξε όσους στρατιώτες παρέταξαν όλοι οι υπόλοιποι σύμμαχοι μαζί, αλλά και συγκράτησε στη Θράκη το κύριο σώμα του οθωμανικού στρατού, που ενισχυόταν συνεχώς με ασιατικές μονάδες. Οι επίπονοι και πολυαίματοι αγώνες των Βουλγάρων τους έφεραν μεν στην Çatalca, στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, τους εξάντλησαν όμως και τους απομάκρυναν από το κύριο πεδίο των εθνικών τους διεκδικήσεων, τη Μακεδονία. Το Μακεδονικό ήταν για τους Βούλγαρους επί πολλές δεκαετίες κεντρικό εθνικό και πολιτικό ζήτημα. Η εγκατάλειψη της Μακεδονίας ήταν αδιανόητη. Το τέλος, λοιπόν, του Α' Βαλκανικού Πολέμου βρήκε τη χώρα σε αναβρασμό, καθώς η αίσθηση της εις βάρος της αδικίας και της απώλειας της Μακεδονίας βάραινε την κοινωνία, το στρατό και τον πολιτικό κόσμο. Από στρατιωτική άποψη, η θέση της Βουλγαρίας ήταν επισφαλής. Μεγάλο μέρος του καταπονημένου στρατού της βρισκόταν καθηλωμένο στη Θράκη και ο εφοδιασμός ήταν άθλιος, καθώς οι πόροι της φτωχής χώρας είχαν εξαντληθεί. Η μόνη πιθανότητα επιτυχίας βρισκόταν στον αιφνιδιασμό, στη δημιουργία τετελεσμένων, πριν η αναμενόμενη επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων θέσει τέλος στον πόλεμο. Επρόκειτο για δύσκολο στοίχημα! Οι κύριες δυνάμεις των Βουλγάρων στράφηκαν στις 16 Ιουνίου 1913, ενάντια στο σερβικό στρατό. Η εξουδετέρωση του, πίστευαν οι Βούλγαροι στρατηγοί, θα τους επέτρεπε να στραφούν με επιτυχία προς τους Έλληνες. Οι τελευταίοι, πάντως, αντέδρασαν γρήγορα, αιχμαλωτίζοντας σε μία μέρα τα βουλγαρικά αποσπάσματα μέσα στη Θεσσαλονίκη. Στις 19 Ιουνίου, μόλις έγινε αντιληπτό ότι ο αιφνιδιασμός εις βάρος των Σέρβων είχε αποτύχει, ο ελληνικός στρατός πέρασε στην επίθεση σε δύο άξονες προς το Κιλκίς και προς τον Λαχανά. Η αριθμητική και ποιοτική υπεροχή των επιτιθέμενων ήταν σημαντική, από την άλλη όμως πλευρά υπήρχε ο φανατισμός και το πείσμα. Στις πρώτες κιόλας συγκρούσεις φάνηκε ότι ο νέος αυτός πόλεμος θα ήταν πολύ πιο δύσκολος και σκληρός από τον προηγούμενο. Η μάχη του Κιλκίς κράτησε ως τις 21 Ιουνίου και. ήταν αληθινό σφαγείο. Μαζί με την αντίστοιχη στον Λαχανά κόστισαν στον ελληνικό στρατό 10.000 άνδρες εκτός μάχης. Επρόκειτο για το 12% των επιτιθέμενων και οι απώλειες σε αξιωματικούς ιδιαίτερα -σκοτώθηκαν 6 διοικητές συνταγμάτων- προκάλεσαν οργανωτική κρίση στο στράτευμα, η συνοχή του οποίου κρατήθηκε χάρη στο φανατισμό των ημερών. Ο πόλεμος έγινε γρήγορα ολοκληρωτικός, καθώς γενικεύθηκαν οι κακοποιήσεις αμάχων εκατέρωθεν. Παρ' όλα αυτά. η σταθερή προέλαση του ελληνικού στρατού συνεχιζόταν προς τις ορεινές διαβάσεις, με συνεχείς αψιμαχίες και συγκρούσεις και σε συνθήκες καύσωνα. Στις 27 Ιουνίου, η είσοδος της Ρουμανίας στον πόλεμο ανάγκασε τους Βούλγαρους να συμπτυχθούν προς το Νευροκόπι, την Τζουμαγιά και την Κρέσνα, για να περιορίσουν το μέτωπο και να εξοικονομήσουν δυνάμεις. Οι Έλληνες επωφελήθηκαν για να γενικευθούν την προέλαση διαμέσου των κοιλάδων του Νέστου, του Στρυμώνα (5 μεραρχίες) και των δυτικών διαβάσεων. Το δύσβατο του εδάφους και η πεποίθηση ότι η Βουλγαρία είχε ηττηθεί οδήγησαν σε ριψοκίνδυνες αποκλίνουσες πορείες την ελληνική προέλαση. Την ίδια στιγμή ο βουλγαρικός στρατός συνέκλινε, με τελικό αποτέλεσμα την απόκτηση τοπικής υπεροχής και πλεονεκτικής διάταξης. Στις 14 Ιουλίου εκδηλώθηκε η βουλγαρική αντεπίθεση ενάντια στον ελληνικό στρατό. Ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτος και σημαντικά τμήματα του ελληνικού στρατού βρέθηκαν να υποχωρούν σε αταξία. Η ανακωχή, στις 18 Ιουλίου 1913, πρόλαβε τα χειρότερα. Ο σύντομος όμως αυτός πόλεμος άφησε πίσω του για την Ελλάδα 2.500 νεκρούς (500 ίσως από τη χολέρα) και 20.000 τραυματίες, σε ένα στράτευμα 120.000-140.000 ανδρών. Η Βουλγαρία συνθηκολόγησε υπό την πίεση ενός συνασπισμού που περιλάμβανε την Ελλάδα, τη Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Ρουμανία και την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο χάρτης των Βαλκανίων άλλαξε ακόμα μία φορά και η Συνθήκη του Βουκουρεστίου ανέλαβε, λίγο αργότερα, να καταγράψει τις νέες αυτές αλλαγές.

Γιώργος Μαργαρίτης
Ελλάδα 20ος αιώνας 1910-1920
Η Καθημερινή


from ανεμουριον https://ift.tt/2PnCehb
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη