Η επίδοση και οι ιδιαιτερότητες της δράσης ορισμένων μονάδων του στόλου μιας χώρας αποδίδουν ενίοτε κομβικά σημεία της ναυτικής ιστορίας της. Η περίπτωση της υπερεκατονταετούς ζωής του θωρακισμένου καταδρομικού «Γεώργιοδ Αβέρωφ» επιβεβαιώνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τη διαπίστωση αυτή.
Το 1909 συνειδητοποιήθηκε ότι τα στρατηγικά, τεχνολογικά και επιχειρησιακά δεδομένα ενός πολέμου στις ελληνικές θάλασσες απαιτούσαν την ένταξη θωρηκτής μονάδας μεγάλης ταχύτητας στον ελληνικό στόλο. Το «Αβέρωφ» αγοράστηκε τότε στην τιμή των 22.300.000 χρυσών δραχμών. Το ένα πέμπτο της απαιτούμενης δα-n0vns καλύφθηκε από το κληροδότημα του Έλληνα Αιγυπτιώτη Γεωργίου Αβέρωφ.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1911, το «Αβέρωφ» κατέπλευσε στον Πειραιά και λίγο αργότερα κατευθύνθηκε στον Παγασητικό κόλπο, όπου έλαβαν χώρα μεγάλα γυμνάσια και επισημάνθηκαν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης του πλοίου. Στο χρόνο που μεσολάβησε από τα γυμνάσια έως την έναρξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου σημειώθηκαν εργώδεις προσπάθειες εκγύμνασπ5 του ελληνικού πολεμικού ναυτικού.
Το «Αβέρωφ» υπήρξε η ισχυρότερη και πλέον σύγχρονη ναυτική μονάδα των Βαλκανικών Πολέμων. Η θωράκιση και ο τορπιλικός εξοπλισμός του απέβησαν σταδιακά παρωχημένοι, το πυροβολικό του, όμως, τροποποιήθηκε σημαντικά σε τρεις φάσεις, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του πυρός του. Το «Αβέρωφ» μάλλον υπερείχε των αντίπαλων τουρκικών θωρηκτών, αν και δεν ήταν αρκετά ισχυρό για μάχη εκ παρατάξεως. Η θωράκισή του ήταν ανάλογη προς τον οπλισμό του, η δε μεγάλη του ταχύτητα, 24 μίλια την ώρα, συντέλεσε στην ασθενέστερη θωράκισή του. Αν επρόκειτο να έχει απέναντι του πυροβόλα των 30 ή των 36 εκατοστών, που έφεραν τα dreadnought της εποχής, μπορούσε να διατρηθεί εύκολα ο θώρακάς του, ακόμα και από μεγάλες αποστάσεις κατά τις οποίες τα πυροβόλα του δεν θα μπορούσαν να πλήξουν dreadnought ή, και αν ακόμα το έπλητταν, η βολή τους δεν θα ήταν δραστική. Παρόμοιο πρόβλημα αντιμετώπιζε το «Αβέρωφ» και από το κύριο πυροβολικό των πρώην γερμανικών τουρκικών θωρηκτών «Μπαρμπαρός» και «Τοργκούτ», και είναι γεγονός ότι κατά την έναρξη της ναυμαχίας της «Έλλης», έγινε ανεπιτυχής προσπάθεια αξιοποίησης του μεγαλύτερου βεληνεκούς του κύριου οπλισμού των τουρκικών θωρηκτών.
Στη Ναυμαχία της «Έλλης» (3.12.1912), το «Αβέρωφ» καταδίωξε ριψοκίνδυνα και από εξαιρετικά μικρές αποστάσεις τον αντίπαλο στόλο. Η ανησυχία που προκάλεσε, όμως, στην ελληνική ηγεσία το τόλμημα αυτό ανάγκασε τον Κουντουριώτη να χειρίσει συντηρητικότερα το «Αβέρωφ» στη Ναυμαχία της Λήμνου, τηρώντας σχετικά μεγάλες αποστάσεις από τον αντίπαλο. Και στη δεύτερη ναυμαχία, η ελληνική ναυαρχίδα εξανάγκασε τον τουρκικό στόλο να υποχωρήσει με μεγάλες ζημιές, εκτελώντας μαιάνδρους εκατέρωθεν της τουρκικής γραμμής, ώστε οι πύργοι και των δύο πλευρών του να έχουν τομέα βολής. Η έκταση όμως των ζημιών που προκάλεσε στον αντίπαλο δεν έλαβε ολοκληρωτικές διαστάσεις, λόγω της μειωμένης διατρητικής ικανότητας των βλημάτων του, ως απόρροια της μεγάλης απόστασης που το χώριζε από τα αντίπαλα πλοία.
Η πρώτη διετία του Α' Παγκόσμιου Πολέμου αποτέλεσε μια εργώδη περίοδο για το «Αβέρωφ», κύρια έκφανση της οποίας ήταν η συμμετοχή του στη φρούρηση της εξόδου των Δαρδανελίων στα τέλη του 1914 -μαζί με τον υπόλοιπο ελληνικό στόλο και μοίρα του αγγλικού- έναντι του γερμανοτουρκικού στόλου ο οποίος καιροφυλακτούσε να εξέλθει στη Μεσόγειο. Επιπλέον, συνεχίστηκαν τα εντατικά ναυτικά γυμνάσια του «Αβέρωφ», ενώ λειτούργησε και ως θαλαμηγός προσωπικοτήτων. Μετά την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, το «Αβέρωφ» εντάχθηκε στη συμμαχική μοίρα του Μούδρου, όχι όμως αρμονικά, καθώς, αν και ταχύτερο από τα συμμαχικά θωρηκτά, υστερούσε αυτών σε βλητική ισχύ.
Την 31η Οκτωβρίου 1918 εισέπλευσε με τη συμμαχική μοίρα του Αιγαίου στη θάλασσα του Μαρμαρά μετά την τουρκική συνθηκολόγηση, και την άνοιξη του 1919 αγκυροβόλησε παρά το φαρόπλοιο της Οδησσού, την ημέρα που καταλήφθηκε η πόλη από τους μπολσεβίκου5. Έπειτα έλαβε μέρος στην κατάληψη της Σμύρνης από τον ελληνικό στρατό, στις 2 Μαΐου 1919. Από τον Οκτώβριο του 1919 έως τον Ιούνιο του 1920, το «Αβέρωφ» βρέθηκε στον αγγλικό ναύσταθμο της Μάλτας για επισκευές και στη συνέχεια συμμετείχε, μεταξύ άλλων, στην επιχείρηση κατάληψεως της Ραιδεστού (Ιούλιος 1920) και στο βομβαρδισμό της Σαμψούντας στις 25 ΜαΤου 1922.
Την επαύριο της Μικρασιατικής Καταστροφής εκδηλώθηκε κίνημα στο «Αβέρωφ» και απασχολήθηκε σε εντατικά ναυτικά γυμνάσια έως τη Συνθήκη της Λωζάνης. Ανανεωμένο μετά τη μετασκευή του στη Γαλλία, μεταξύ του 1926 και του 1927, πρωτοστάτησε στις περισσότερες ασκήσεις του ελληνικού στόλου μέχρι και την ψήφιση του ναυτικού προγράμματος του 1931. Έπειτα, περιορίστηκαν οι κινήσει του για οικονομικούς λόγους. Πρωτοστάτησε επίσης στο βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, κατά τη διάρκεια του οποίου βομβαρδίστηκε ανεπιτυχώς από την κυβερνητική αεροπορία. Τον Δεκέμβριο του 1935, το «Αβέρωφ» ρυμουλκήθηκε για το πεδίο βολής, η ενσκήψασα όμως θαλασσοταραχή έπληξε καίρια τα αρχικά του ρυμουλκά, κατέστησε το πλοίο ακυβέρνητο και λίγο έλειψε να συντρίβει στις ακτές της Aίγινας, αν δεν επενέβαιναν το ισχυρό ρυμουλκό «Ταξιάρχης» και το ρυμουλκό «Aίας».
Την τελευταία τετραετία πριν από την είσοδο της Ελλάδας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το «Αβέρωφ» επανήλθε εκτελώντας ορισμένους μακρούς επίσημους πλόες. Παρά την επαναδραστηριοποίησή του, όμως, η μέγιστη ταχύτητά του δεν υπερέβαινε τα 16 μίλια, λόγω της φθοράς των λεβήτων του, ενώ η μαχητική του ικανότητα είχε καταπέσει στο 1/3 του αρχικού δυναμικού της.
Μετά το βομβαρδισμό του ναυστάθμου από ιταλικά αεροπλάνα, την 1η Νοεμβρίου 1940, το πλοίο μεταστάθμευσε στην Ελευσίνα, όπου και παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Στις 18 Απριλίου 1941, το «Αβέρωφ» έπλευσε για τη Σούδα μετά από μερικά εικοσιτετράωρα αλληλοαναιρούμενων διαταγών, διοικητικής ολιγωρίας και άκρατων φημών περί εγκατάλειψης του στους προελαύνοντας Γερμανούς ή αυτοβύθισής του. Στη συνέχεια, κατέπλευσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και το πρώτο δίμηνο της εκεί διαμονής του χρησιμοποιήθηκε ως έδρα του ελληνικού υπουργείου Ναυτικών.
Το πλήρωμα του «Αβέρωφ» στο κατάστρωμα. Αξιωματικός στο πηδάλιο, άλλος με κιάλια, δύο παρακολουθούν και ναύτες πλάι στο πυροβόλο (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
Στις 10 Σεπτεμβρίου 1941, αγκυροβόλησε στη Βομβάη και μετά από σύντομο δεξαμενισμό του απασχολήθηκε σε συνοδεία νηοπομπών και περιπολία στον Ινδικό ωκεανό και στον Περσικό κόλπο.
Το «Αβέρωφ» επέστρεψε στο Πορτ Σάιντ στις 23 Νοεμβρίου 1942, όπου και παρέμεινε έως τις 26 Αυγούστου 1944, και χρησίμευσε ως έδρα του αρχηγού στόλου μέχρι τον Ιανουάριο του 1944. Λειτούργησε επίσης ως κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων, φιλοξένησε σχολές ειδικοτήτων και αποτέλεσε κύριο φορέα διοίκησης και διοικητικής μέριμνας της επιχείρησης απελευθέρωσης της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 1944.
Στο πρώτο μισό του 1945, μετέφερε τον αντιβασιλέα αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό σε Θεσσαλονίκη και Ρόδο, όπου έγινε ο αρραβώνας της ένωσης των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα. Μέχρι την πλήρη ένταξη του καταδρομικού «Έλλη» στον ελληνικό στόλο το 1951, το «Αβέρωφ» συνέχισε να στεγάζει την έδρα και το επιτελείο του αρχηγού στόλου. Μετά παροπλίστηκε και το 1957 ελλιμενίστηκε στον Πόρο, όπου και παρέμεινε έωε τη δεκαετία του 1980. Τότε μετετράπη σε πλωτό μουσείο στο Φάληρο.
Στη μακρόχρονη ιστορία του το θωρακισμένο καταδρομικό «Αβέρωφ» γνώρισε στιγμές δόξας και στιγμές λιγότερο ένδοξες. Το παζλ αυτό αντανακλά, σε αδρές γραμμές, την Ελλάδα του 20ού αιώνα, την Ελλάδα την οποία τόσο βοήθησε το «Αβέρωφ» να αποκτήσει τα τωρινά της σύνορα.
Στη μακρόχρονη ιστορία του το θωρακισμένο καταδρομικό «Αβέρωφ» γνώρισε στιγμές δόξας και στιγμές λιγότερο ένδοξες. Το παζλ αυτό αντανακλά, σε αδρές γραμμές, την Ελλάδα του 20ού αιώνα, την Ελλάδα την οποία τόσο βοήθησε το «Αβέρωφ» να αποκτήσει τα τωρινά της σύνορα.
Ζήσης Φωτάκης
Ελλάδα 20ος αιώνας 1910-1920
Η Καθημερινή
Ελλάδα 20ος αιώνας 1910-1920
Η Καθημερινή
from ανεμουριον https://ift.tt/2YrBz2c
via IFTTT


