Της Κατοχής και του Θεάτρου

«Το θέατρο μας ανοίγει τις πόρτες του -τέτοια είναι η διαταγή- μα Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, 23, 24, 25 Απριλίου, τις ξανακλείνει. Δύο εισιτήρια την Τετάρτη, ένα την Πέμπτη, κανένα την Παρασκευή. Το Σάββατο αναβάλλομε από το πρωί», σημειώνει ο Αιμίλιος Βεάκης στο ημερολόγιό του. «... Βγαίνω στο μπαλκόνι μου και βλέπω: - ο Αγκυλωτός Σταυρός κυματίζει μπροστά στον Παρθενώνα στο ίδιο κοντάρι που ώς χθες κυμάτιζε η Ελληνική Σημαία. Δεν μπορώ να πω τι νιώθω. Ένα κενό, ένα βουβό κενό μέσα μου»1.
Κυριακή 27 Απριλίου 1941, την 8.25 π.μ., ο Γερμανικός Στρατός «εισήλθεν εις Αθήνας»: Η Ιστορία επιβάλλει τη δική της μέγιστη δράση και στα αθηναϊκά σκηνικά δρώμενα.

Θέατρο πολέμου

Ήδη από τις πρώτες μέρες του ηρωικού οκτάμηνου αγώνα στα ελληνοαλβανικά σύνορα, οι θεατρικές σκηνές είχαν άμεσα συντονιστεί με το «Θέατρο Πολέμου». Στις αυθόρμητες πατριωτικές διαδηλώσεις, που ανήγγελλαν τη θέληση για αντίσταση, συμμετείχαν και οι άνθρωποι του θεάτρου. 
Ανάμεσα στους στρατιώτες που, «πλήρεις ενθουσιασμού και αυτοπεποιθήσεως», κατευθύνονταν προς το σταθμό και εκείθεν προς τα σύνορα, περιλαμβάνονταν και νέοι ηθοποιοί. Ο ανδρικός πληθυσμός των θιάσων μειώθηκε, ενώ λόγω της επιστράτευσης, το Εθνικό Θέατρο ανέστειλε για ένα διάστημα τις παραστάσεις του. Τα θέατρα λειτουργούσαν υπό τον όρο «όπως άπαντα τα φώτα των είναι κεκαλυμμένα ούτως ώστε να μην διακρίνεται ακτίς φωτός» και προσαρμόζοντας τις παραστάσεις τους με το ωράριο κυκλοφορίας, έδιναν κατ’ αρχάς μόνον απογευματινές καθώς και κυριακάτικες πρωινές. Πάραυτα, ο ημικρατικός θίασος Κοτοπούλη ανήγγειλε «Τα Πολεμικά Παναθήναια του 1940», επιθεώρηση ανάλογη με τα περίφημα «Πολεμικά Παναθήναια του 1912-13» με μερικές από τις θρυλικές τους σκηνές («Εις τα σύνορα εμπρός παιδιά» με την Μαρίκα ως τυμπανιστή, «Ιγώ είμ’ ιγώ ηυζουνάκι γοργό»), να εμπλέκονται με επεισόδια εμπνευσμένα από τον νέο πόλεμο. Το ένα θέατρο μετά το άλλο προετοίμαζαν πυρετωδώς πολεμικές επιθεωρήσεις, τα πατριωτικά νούμερα προκαλούσαν ζητωκραυγές, τα σατιρίζοντα τον Ιταλό δικτάτορα τραγουδάκια χειροκροτούνταν με ενθουσιασμό και η Σοφία
Βέμπο μετονομαζόταν σε τραγουδίστρια της νίκης. Στις 22 Νοεμβρίου ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την Κορυτσά. Το ίδιο βράδυ στο θέατρο το κοινό παραληρούσε με τα τετράστιχα για την κατάληψη της Κορυτσάς. Η Αθήνα μάθαινε να ζει με το σύνθημα του συναγερμού και τα θέατρα φρόντιζαν να διαφημίζουν τα ασφαλή καταφύγιά τους. Το Εθνικό μεταφέρθηκε στο «Παλλάς» όπου οι έξοδοι κινδύνου οδηγούσαν στο καταφύγιο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού. Στη σκηνή του ρίγη ενθουσιασμού προξενούσε η ρήση με το «Ω παίδες Ελλήνων, ίτε ελευθερούτε πατρίδ’». Μετά τις πολεμικές επιθεωρήσεις την εμφάνισή τους έκαναν τα «πολεμικά έργα» αλλά και ο «πολεμικός φασουλής». Στα νοσοκομεία ηθοποιοί με απαγγελίες, επιθεωρησιακά νούμερα και τραγούδια, προσπαθούσαν να διασκεδάσουν τους ηρωικούς τραυματίες. Τα χρόνια της ναζιστικής και φασιστικής κατοχής ήταν χρόνια πείνας, συλλήψεων, εκτελέσεων και εκτοπίσεων. Όμως, ο κόσμος πήγαινε στο θέατρο. Γιατί το θέατρο είναι ένας δημόσιος χώρος, ένας τόπος συνάντησης, και στις στιγμές της υποδούλωσης του ελληνικού έθνους, αυτή η συνάθροιση ισοδυναμούσε με πολιτική δράση. Για δύο ώρες ο κόσμος της σκηνής προσέφερε μιαν άλλη πραγματικότητα, παίζοντας ρόλο διορθωτικό απέναντι στα αβάσταχτα ατοπήματα της Ιστορίας. Αν οι Αθηναίοι, την ίδια εποχή, δεν έδειχναν ανάλογο ενδιαφέρον και για την έβδομη τέχνη, αυτό οφειλόταν, νομίζω, πέρα από το ότι οι κινηματογράφοι κατακλύζονταν από Γερμανούς και Ιταλούς αξιωματικούς και στρατιώτες, στο γεγονός ότι μόνο στο θέατρο μπορούσαν να επικοινωνήσουν άμεσα και μάλιστα στη δική τους, ελληνική γλώσσα. Γιατί η παράσταση, ως τέχνη που δημιουργεί με έμψυχο υλικό, είναι και η πλέον κοινωνική. Σ’ αυτά τα χρόνια της φοβέρας, μέσα στις παγωμένες αίθουσες, σε σύμπνοια ηθοποιοί και κοινό μάθαιναν να συνομιλούν μέσα από έναν κώδικα υπαινιγμών. Πλεόναζαν οι επιθεωρήσεις, οι ανάλαφρες κωμωδίες, οι οπερέτες και οι βιεννέζικου τύπου μουσικές κωμωδίες, με κάποιες σφήνες έργων κλασικού ρεπερτορίου. Σημασία όμως δεν είχε το τι έπαιζαν αλλά το ότι έδιναν το «παρών» σ’ αυτή τη συνάντηση. Και όταν απ’ έξω ηχούσε το «χωνί», η παράσταση σταματούσε για λίγο ώστε ν’ ακουστεί η γενναία φωνή της Αντίστασης.

Λογοκρισία

Οι θίασοι είχαν να αντιμετωπίσουν το φόβητρο της τριπλής λογοκρισίας (γερμανικής, ιταλικής και «ελληνικής»)2. Οι κατακτητές εφάρμοζαν αρχικά τον μεταξικό νόμο περί ελέγχου θεατρικών έργων, με συμπληρωματικές διατάξεις, ώσπου εξεδόθη ο αναγκαστικός νόμος 108/1942 της κατοχικής κυβέρνησης. «Τα διά πρώτην φοράν αναβιβαζόμενα έργα, είτε πρωτότυπα είτε μεταφρασμένα, ως και τα μεμονωμένα “νούμερα” δέον απαραιτήτως να υποβάλλονται στην Επιτροπή Ελέγχου Θεατρικών Έργων προς έγκρισιν». Στη συνέχεια, οι θίασοι των οποίων τα έργα είχαν τύχει εγκρίσεως, όφειλαν να καλέσουν την επιτροπή στη γενική δοκιμή «τρεις το βραδύτερον ημέρες προ της πρώτης παραστάσεως». Ωστόσο οι ίδιοι οι διευθύνοντες της «Λαϊκής Διαφωτίσεως» ομολογούσαν «την παρατηρουμένην καταφανή απροθυμίαν προς συμμόρφωσιν εις τας μέχρι τούδε υποδείξεις». Ειδικές διατάξεις απαγόρευαν στους θιάσους πρόζας να ανεβάσουν έργα συγγραφέων συμμαχικής καταγωγής όπως και οποιαδήποτε μνεία στις χώρες τους. Οι μη συμμορφούμενοι αιτούντες άλλαζαν την ταυτότητα των κειμένων. Στο ύψος των περιστάσεων το κοινό, όταν καταλάβαινε περί τίνος πρόκειται, κρατούσε επτασφράγιστο το μυστικό. Όχι όμως και ο Σπύρος Μελάς, που έριξε το καρφί για το αγγλικό έργο «Σύζυγοι με Δοκιμές», το οποίο η κ. Κατερίνα είχε ανεβάσει ως γαλλικό: «Ανήκει μάλλον στις ελαφρότερες δημιουργίες άλλου βορειότερου θεάτρου». «Γεια σου Μελά, φλογερέ πατριώτη, που δεν σου ξεφεύγει τίποτε», θα τον χαιρετίσει αργότερα ο ιστορικός του Νεοελληνικού Θεάτρου Γιάννης Σιδέρης3. Απαγορευόταν τα σκηνικά να αναπαριστάνουν βουνά και πλαγιές για να αποφεύγονται οι συνειρμοί με τον ένοπλο, αντιστασιακό αγώνα, αλλά οι επιθεωρησιογράφοι μας απέδειξαν διαβολική εφευρετικότητα. Έτσι και μόνον η αναφορά στο «τσάι του βουνού» ενθουσίαζε το κοινό, θυμάται η ηθοποιός και συγγραφέας Ολυμπία Παπαδούκα, ή η αναφορά στη βανίλια-«υποβρύχιο» για να πιάσει το υπονοούμενο για τα συμμαχικά υποβρύχια. Πώς λοιπόν να μην απορούν οι ξένοι λογοκριτές, όταν απροσδόκητα εμφανίζονταν στην παράσταση; Αν και απαγορευμένη η αναφορά στην πείνα, τα νούμερα έκαναν λόγο για «ένα μπουτάκι γάλακτος», για «συσσίτια», για «έναν μη μαυραγορίτη». Άλλωστε καμιά φορά, διηγείται ο συγγραφέας Ασημάκης Γιαλαμάς4, οι επιθεωρησιογράφοι κατόρθωναν και διά της δωροδοκίας να αποτρέψουν τις περικοπές. Παρά τις πιέσεις, λίγα μόνον έργα Γερμανών συγγραφέων ανεβάστηκαν κι αυτά όχι προπαγανδιστικά. Στο κτίριο της οδού Αγίου Κωνσταντίνου οι Γερμανοί χειροκροτούσαν Γ καίτε, Λέσινγκ, Σέλερ, οι Ιταλοί Γκολντόνι και αμφότεροι Μολιέρο (συνθηκολόγηση της Γαλλίας γαρ) γράφει ο Αλέξης Σολομός5. «Ο Ερρίκος ο Ε' του Σαίξπηρ ήταν η τελευταία λέξη του Εθνικού Θεάτρου πριν από την υποδούλωση (...). Βγάζοντας
την πανοπλία του Ερρίκου μετά την τελική παράσταση, ο Μινωτής μπαρκάρει ευθύς για το Χόλιγουντ, όπου τον περιμένει η Κατίνα Παξινού. Οι λιγότερο τυχεροί συνάδελφοί τους μένουν εδώ για να υποστούν τους φόβους, τα βάσανα και τη μαύρη αγορά της Κατοχής».

Συμμετοχή στην Αντίσταση

Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι ηθοποιοί και τεχνικοί του Εθνικού ήταν οργανωμένοι στην Εθνική Αντίσταση. Σε συνέλευση όλων των εργαζομένων, τον Δεκέμβριο του ’42, ο Τζαβελλάς Καρούσος κατήγγειλε τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή Γ. Γιοκαρίνη ως συνεργάτη των κατακτητών, προτείνοντας στη θέση του τον μέχρι τότε γραμματέα Άγγελο Τερζάκη, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό. Επίσης διεκδίκησαν συσσίτια για τους εν ενεργεία αλλά και για τους συνταξιούχους ηθοποιούς (συνήθως νερόβραστα φασόλια και χυλός και στις διπλές παραστάσεις λίγο παστέλι και σταφίδες). Στις εξαντλημένες από την πείνα κοπέλες του χορού της Εκάβης, το ’43, η διεύθυνση και ο σκηνοθέτης Σ. Καραντινός συνιστούσαν να αποσύρονται διακριτικά στα παρασκήνια. Μια μέρα οι νεαροί ΕΑΜίτες ηθοποιοί Νίκος Τζόγιας, Ασπασία Παπαθανασίου, Αλέκα Παΐζη και Λούλα Ιωαννίδου αποφασίζουν, χωρίς να το πουν σε κανένα, να διαμαρτυρηθούν για το θέμα της επιβίωσης με έναν εξόχως θεατρικό τρόπο: να «λιποθυμήσει» η Παΐζη επί σκηνής, όπερ και εγένετο. «Ηταν τέτοιο το αίσθημα του κινδύνου και της ευθύνης, που εξαιτίας της αυθυποβολής αυτής όντως αρρώστησα», λέει η Α. Παΐζη. Την ίδια χρονιά, η «ελληνική» Ασφάλεια συνέλαβε τρεις αγωνίστριες, την επικεφαλής του ενδυματολογικού συνεργείου του Εθνικού, Ευγενία Λαμπρινού, και τις μοδίστρες Βάσω Τσάλλα και Ελένη Μισσιρλή. Τις παρέδωσαν στην Γκεστάπο και στάλθηκαν σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στη συνέχεια, η έφηβος Μισσιρλή πέθανε στις φυλακές Αβέρωφ. Στα πρώτα χρόνια της Κατοχής λειτούργησε το πειραματικό Θεατρικό Σπουδαστήριο από τον Βασίλη Ρώτα, ο οποίος αργότερα συνέχισε τη δράση του στο «βουνό». Με τα καροτσάκια του Δήμου, που άλλες ώρες μετέφεραν αποστεωμένα ή νεκρά από την πείνα παιδιά, η Ελένη Θεοχάρη-Περάκη και οι μαθήτριές της (ανάμεσά τους και η Αλκή Ζέη) μετέφεραν τις κούκλες του Μπάρμπα-Μυτούση. Μες στο σκοτάδι του ’42 κυοφορείται και το νέο ξεκίνημα του θεάτρου μας. Στο δωματιάκι μιας αυλής, μέσα στους καπνούς των τσιγάρων, ο Κάρολος Κουν μοιράστηκε τη σταφίδα με παλιούς και νέους μαθητές του μαζί με τα θεατρικά και ΕΑΜικά όνειρα και ίδρυσε το Θέατρο Τέχνης. Στο ρεπερτόριό τους τόλμησαν να συμπεριλάβουν Γκόρκι καθώς και Κόλντουελ, τον οποίον μεταμφίεσαν σε Κλοντέλ. Αλλά θέατρο παιζόταν και στα σπίτια. Για τη χαρά της συνεύρεσης και για να συγκεντρωθούν χρήματα για τον αγώνα. Μάλιστα ο Γιάννης Τσαρούχης («αρχικώς υπέρ της Αντιστάσεως, μετά υπέρ του ταμείου μου») διέπρεψε ως Άϊντα και Τραβιάτα, για το κοστούμι της οποίας χρησιμοποίησε την ευζωνική φουστανέλα του παππού και ένα σεντόνι. Γενικώς, η ανέχεια και η μαύρη αγορά άνοιγαν το δρόμο στην ευρεσιτεχνία. Συνήθως τα κοστούμια προέκυπταν από μεταποιήσεις και τα υφάσματα δεν τα έκοβαν αλλά τα προσάρμοζαν με αόρατες παραμάνες ώστε να ξαναχρησιμοποιηθούν. «Φως, φως εξησφαλίσθη διά να φωτίσει τας απογευματινός παραστάσεις των 4-6 μ.μ.». Οι Γερμανοί έκοβαν το ηλεκτρικό και οι θίασοι έπαιρναν τα μέτρα τους. Το κοινό κατανοούσε τα προβλήματα και ζητούσε τη συνέχιση της παράστασης ακόμα και όταν η Γερμανική περίπολος απαιτούσε το σβήσιμο των φώτων. «Απογευματινοί, λαϊκαί, απογευματινοί προς 300, 200 και 100 δρχ.» διαβάζουμε σε διαφήμιση στον ημερήσιο Τύπο της 17 Ιουλίου 1942. Στο ίδιο φύλλο (τιμή 20 δρχ.) σημειώνεται ότι «ενεφανίσθη το πρώτο αργείτικο πεπόνι και επωλήθη προς δρχ. δύο χιλιάδας» ενώ η χλωρή σταφίς μάλλον αφθονεί και πωλείται προς 1.100 δρχ. κατ’ οκάν. Αν και οι τιμές άλλαζαν συνεχώς, μπορούμε να συμπεράνουμε από τις διαθέσιμες μαρτυρίες ότι τα αντίτιμα των εισιτηρίων του θεάτρου είχαν διατηρηθεί σε λογικά για την εποχή πλαίσια ώστε να μπορεί ο κόσμος να ανταποκριθεί. Οι επτά-οκτώ χειμερινοί θίασοι που αναγράφονταν στις στήλες των αθηναϊκών θεαμάτων τον Απρίλιο του ’41 πριν από τη Γερμανική εισβολή, έγιναν δεκατρείς στο τέλος του ’42 και δεκαπέντε στο τέλος του ’43. Και οι κατακτητές έψαχναν κάθε τόσο αφορμή για να κλείνουν τα θέατρα. Κάθε τόσο γίνονταν έφοδοι στα θέατρα και συλλήψεις, και κάθε τόσο μες στο σκοτάδι εξακολουθούσαν να πετούν προκηρύξεις. Μετά την παράσταση ηθοποιοί συνέχιζαν στους δρόμους με το «χωνί». Οργανώθηκαν πανθεατρικές απεργίες (πρόεδρος του ΣΕΗ ο Σπύρος Πατρίκιος και γραμματέας ο Θόδωρος Μωρίδης). Ηθοποιοί, συγγραφείς και σκηνοθέτες (λυπάμαι που ο χώρος δεν επιτρέπει να τους αναφέρω ονομαστικά) μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ, κυρίως, συμμετείχαν στις μεγάλες κινητοποιήσεις για την επιβίωση, για την... «κάθοδο» των Βουλγάρων και κατά της επιστράτευσης των Ελλήνων εργατών για το Ράιχ, αντιμέτωποι με τους Γερμανούς και το Ιταλικό ιππικό. Συνδέοντας την ατομική και καλλιτεχνική τελείωση με το συλλογικό διάβημα συμμετείχαν ενεργά στο ιστορικό γίγνεσθαι.

Σημειώσεις: 1,5) Λεύκωμα «60 χρόνια Εθνικό Θέατρο», 1932-1992, εκδ. «Κέδρος», Αθήνα 1992 2,3) Γ. Α Λεονταρίτη, «Το θέατρο στην Κατοχή», εφ. «Καθημερινή», 7 Μαρτίου 1993 4) Ασημάκη Γιαλαμά, «Ε, κάτι κάναμε κι εμείς!», εκδ. «Ελάρος», Αθήνα 1991

Αφιερώνω το κείμενο για το Θέατρο στην Κατοχή, σ’ έναν από τους αμέτρητους, «ανώνυμους» ήρωες της Μεγάλης Σκηνής της Εθνικής Αντίστασης: Στον θείο μου Φώτη Αποστόλου Ξαρχογιαννόπουλο.

ΔΗΩ ΚΑΓΓΕΛΑΡΗ
ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΑΘΗΝΑ
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ
1999


from ανεμουριον https://ift.tt/2PibfEo
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη