Κοινοβουλευτική παράδοση: και αυτή... εισαγόμενη

Κάπου 160 χρόνια πέρασαν από τον αγώνα της Ανεξαρτησίας και τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους. Περίπου ενάμισης αιώνας. Και στα μάτια μας η εποχή εκείνη της φουστανέλας και των μπαρουτοκαπνισμένων οπλαρχηγών μοιάζει μακρινή, πολύ μακρινή. Χωρίς ωστόσο να είναι. Μόλις πέντε γενιές μας χωρίζουν από τα αποφασιστικά γεγονότα που έκριναν τη μοίρα του ελληνικού έθνους (τη δική μας μοίρα) κι ίσως οι γηραιότεροι —αυτοί που γεννήθηκαν στις αρχές του αιώνα— να διατηρούν άμεσες μνήμες ηρωικών παππούδων και προπάπων...

Στα 160 χρόνια που πέρασαν από τότε, το μικρό ελλαδικό κράτος έζησε μια ταραχώδη ιστορία, γεμάτη πολέμους κι εσωτερικές αναστατώσεις, γεμάτη δόξες και ταπεινώσεις, γεμάτη ελπίδες και απογοητεύσεις. Κι ο λαός, μέσα στη δίνη των εξελίξεων, διαμόρφωσε εθνικά βιώματα και συνήθειες που τον καθορίζουν, διαμόρφωσε τη σημερινή εθνική του συνειδητότητα.

Σκοπός μας εδώ δεν είναι βέβαια να κάνουμε κάποιο... ψυχογράφημα του Νεοέλληνα της εποχής μας, που —ακόμα— αναζητεί με αγωνία την ταυτότητά του, που άλλοτε στραβολαιμιάζεται να κοιτά διαρκώς προς τα πίσω (ζητώντας αυτοεπιβεβαίωση από τους «ηρωικούς του προγόνους»), κι άλλοτε αλληθωρίζει να κοιτά ίσα μπρος στη μύτη του (έκπληκτος από τις «ανατροπές» που φέρνει στις «αξίες» του η τεχνολογική πρόοδος). Κι επίσης, δεν θα καταπιαστούμε με το «γνωστό» θέμα, του κατά πόσο τοις εκατό δηλ. είμαστε «Ανατολίτες» εμείς οι Νεοέλληνες, και κατά πόσο τοις εκατό «Δυτικοευρωπαίοι».

Άλλο θα μας απασχολήσει: η Κοινοβουλευτική μας Παράδοση. Μια παράδοση νέα για τον ελληνισμό, μα βαθιά ριζωμένη στο εθνικό του είναι, μια παράδοση ζωντανή, που μας διαφορίζει —σαν έθνος— από το μεσανατολικό μας περίγυρο, μια παράδοση που αποτελεί σήμερα οργανικό στοιχείο της εθνικής μας συνειδητότητας.

Γιατί είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση, ότι ο σημερινός Νεοέλληνας, άσχετα με τις οποιεσδήποτε «γραφικές» του προλήψεις για τις ρίζες του (θεωρίες περί «καλών» εθνικών... χρωμοσωμάτων) κι άσχετα με τις οποιεσδήποτε «μοντέρνες» φαντασιώσεις του (θαυμασμός σε πολιτιστικά υποπροϊόντα του ώριμου καπιταλισμού), είναι ένα ον με πολιτική συνείδηση που ενδιαφέρεται για τα κοινά, θεωρεί τον εαυτό του πηγή εξουσίας, αρνείται εύκολα εκείνους που χτες ακολουθούσε και —το σπουδαιότερο— αλλάζει απόψεις. Σ’ αυτόν τον τόπο, οι «αυθεντίες» δεν έχουν μέλλον και οι «μεγάλοι ηγέτες» δεν νιώθουν ποτέ σίγουροι στις θέσεις τους. Και τα καθεστώτα που στηρίζουν την ύπαρξή τους στον αυταρχισμό, φθείρονται γρήγορα και πέφτουν.

Δεν πιστεύουμε σε μύθους και σίγουρα τα όσα αναφέραμε δεν αποσκοπούν στο να καλλιεργήσουν τάσεις εθνικής αυτοκολακείας και λαϊκίστικου αυτοθαυμασμού. Κάθε άλλο. Είναι απλές διαπιστώσεις, που δε δείχνουν κάποιες «ενδογενείς» εθνικές μας αρετές (οι αρετές αυτές είναι το ίδιο «ενδογενείς» στους Παπούα, του Γροιλανδούς και τους Μογγόλους), μα αποτελούν συνέπεια των ειδικών συνθηκών μέσα στις οποίες βίωσε την πολιτική ζωή το νεοελληνικό έθνος, από τότε που συγκρότησε το δικό του κράτος — πριν από 160 χρόνια— μέχρι τα σήμερα. Κι ακόμα, τα όσα αναφέραμε δεν αποσκοπούν στο να συγκαλύψουν τις τόσο γνωστές «απλοποιήσεις» που πολλές φορές χαρακτηρίζουν την πολιτική σκέψη του Νεοέλληνα, όταν αρνείται αυτό το πρότυπο και αποδέχεται κάποιο άλλο.

Προϊόν εισαγόμενο από τη Δύση

Νομίζουμε όμως, ότι αυτή και μόνο η ύπαρξη κοινοβουλευτικής παράδοσης σε μια χώρα σαν την Ελλάδα (με τις βαθιές οθωμανικές καταβολές και την πολιτική ιστορία του ενάμιση μόλις αιώνα) είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ιστορικό φαινόμενο. Γιατί η κοινοβουλευτική παράδοση —σαν συνείδηση εθνικής ζωής— δεν είναι γνώρισμα κοινωνιών που αναπτύχθηκαν στο βαλκανικό χώρο (και στην ευρύτερη περιοχή της τέως Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) στους αμέσως προηγούμενους αιώνες, αλλά γνώρισμα και προιόν κοινωνιών της Δυτικής Ευρώπης, μέσα μάλιστα από μακροχρόνιες και βασανιστικές εξελικτικές διεργασίες που ξεκινούν από το Μεσαίωνα. Και ειδικά για την Ελλάδα, η παράδοση αυτή μοιάζει κάπως «πρόσφατη» και όχι και τόσο «ενδογενής».

Κι έτσι είναι. Η κοινοβουλευτική παράδοση που διαμορφώθηκε στα πλαίσια του νεοελληνικού κράτους, δεν έλκει την ύπαρξή της από τα πρότυπα της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας —όπως μας κολακεύει να πιστεύουμε— δεν είναι «νεκρανάσταση» της αρχαίας δόξας, ούτε απόδειξη της «έμφυτης» αγάπης των Ελλήνων για την ελευθερία. Είναι κάτι πολύ πιο απλό: είναι απόδειξη του ότι το νεοελληνικό έθνος διέρρηξε σταδιακά τις σχέσεις του με τη φεουδαρχούμενη Ανατολή και υποτάχτηκε στην αστική προοπτική της Δυτικής Ευρώπης. Η κοινοβουλευτική μας παράδοση —που διαμορφώθηκε μέσα στις οδυνηρές συνθήκες της ξενοκρατίας και των εθνικών ταπεινώσεων από τις Μεγάλες Δυνάμεις— είναι η κραυγαλέα απόδειξη των αντιφάσεων που κρύβει η ιστορική εξέλιξη, αντιφάσεων που —αντικειμενικά— περικλείουν το σπέρμα της κοινωνικής προόδου...

Εθνοσυνελεύσεις: η επιφάνεια του προβλήματος

Σε προηγούμενα άρθρα μας (1) υποστηρίξαμε ότι οι δυνάμεις που τελικά ηγήθηκαν της Επανάστασης του ’21 (κοτζαμπάσηδες-καραβοκυραίοι) κάθε άλλο παρά επεδίωκαν τη δημιουργία ενός εθνικού κράτους με ισχυρή κεντρική εξουσία και αστική προοπτική. Τα πολιτικά τους οράματα κινούνταν στα πλαίσια της οθωμανικής πολιτικής φιλοσοφίας και δεν επεδίωκαν τίποτα άλλο από το να συνεχίσουν —ανεξέλεγκτοι πια από την Πύλη— αυτό που ήδη ήξεραν: να καρπώνονται τα οφέλη της τοπικής εξουσίας τους (2). Οι φιλελεύθερες αρχές της Γαλλικής Επανάστασης —που συχνά τις προσυπέγραφαν στις διάφορες εθνικές συνελεύσεις— ήταν νεκρό γράμμα γι’ αυτούς, όπως ήταν νεκρό γράμμα και για όλους εκείνους τους καπεταναίους, που βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχό τους (3). Κι η πρόσδεσή τους στο άρμα αυτής κι εκείνης της ξένης δύναμης δεν είχε πολιτικό υπόβαθρο αρχών, δεν βασιζόταν σ’ αυτή ή εκείνην τη γενικότερη πολιτική επιλογή, αλλά εξυπηρετούσε κυρίως τα στενά και βραχυπρόθεσμα συμφέροντά τους.

Πολλοί υποστήριξαν ότι σ’ αυτήν την περίοδο μπαίνουν οι βάσεις της κοινοβουλευτικής μας παράδοσης και σαν αποδείξεις επικαλούνται, τόσο τις εθνικές συνελεύσεις που πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια του 9χρονου Αγώνα, όσο και τα επίσημα συνταγματικά κείμενα-διακηρύξεις που προέκυψαν από τις συνελεύσεις αυτές. Πράγματι, η πράξη της Συνέλευσης των Καλτετζών, τα Σχέδια Οργανισμού της Πελοποννήσου που ανταλλάχτηκαν μεταξύ Υψηλάντη και προκρίτων, το Νέο Σχέδιο Οργανισμού της Πελοποννησιακής Γερουσίας, οι Οργανισμοί της Δυτικής και της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδας, οι Οργανισμοί της Κρήτης και της Σάμου και κυρίως το Πολίτευμα της Επιδαύρου, αποδεικνύουν ότι στην επαναστατημένη Ελλάδα διακηρύσσονται επίσημα ορισμένες βασικές θεσμικές αρχές, με βάση τις οποίες μπορεί να οικοδομηθεί ένα σύγχρονο κράτος (4). Χωρίς ν’ αμφισβητούμε την αλήθεια αυτή, πιστεύουμε όμως (όπως έχουμε πει και αλλού) ότι οι τέτοιου τύπου διακηρύξεις, που προέρχονται κυρίως από τους —με ευρωπαϊκή κουλτούρα— διανοούμενους της Επανάστασης, δεν έχουν πρακτικό αντίκρυσμα. Η ηγεσία της φεουδαρχούμενης νεοελληνικής κοινωνίας τις προσυπογράφει, αποφασισμένη να εμποδίσει την υλοποίησή τους, ενώ η μεγάλη μάζα των αγωνιστών αδυνατεί και να κατανοήσει και να ελέγξει όλες αυτές τις «ακατανόητες» διαδικασίες. Κι αυτό θ’ αποδεχτεί περίτρανα από τις εξελίξεις που θ’ ακολουθήσουν. Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι ότι στα χρόνια εκείνα, τόσο ο Ρήγας, όσο και το δημοκρατικό μανιφέστο του (που αντανακλούσε τις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης (5) σχεδόν αγνοούνται στον ελλαδικό χώρο.

Σίγουρα, δεν υπάρχει καμιά πρόθεση να υποτιμηθεί η σημασία των συνταγματικών εκείνων κειμένων. Μόνο που θεωρούμε κάπως υπερβολικό να τα θεωρήσουμε και σαν προϊόντα πολιτικής συνειδητοποίησης του αγωνιζόμενου —τότε— ελληνισμού. Η πολιτική αυτή συνειδητοποίηση θα αργούσε αρκετά να έρθει...

Καποδίστριας-κοτζαμπάσηδες: η πρώτη ταξική σύγκρουση

Με την αυγή της Ελληνικής Ανεξαρτησίας (που όχι μόνο δεν εμπόδισαν, αλλά επεδίωξαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, προκειμένου να επιταχύνουν τη διάλυση και διανομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), διαμορφώνεται μια αρκετά ιδιόρρυθμη κατάσταση στον ελλαδικό χώρο. Η εξουσία ανατίθεται στον Ιωάννη Καποδίστρια, ένα διπλωμάτη (6) ελάχιστα διπλωματικό απέναντι σ’ όλους τους «τοπάρχες» που θεωρούσαν το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος σαν ένα σύνολο από αυτόνομα φέουδα. Κι αυτοί αντιδρούν λυσσασμένα (7), βλέποντας ένα «φραγκοφορεμένο» να τους αμφισβητεί αυτά που δεν είχε τολμήσει να τους αμφισβητήσει ούτε ο ίδιος ο Σουλτάνος: την εξουσία τους! Η δημιουργία εθνικού στρατού και στόλου, η συγκρότηση αστυνομικών σωμάτων, η οργάνωση δημοσιονομικής πολιτικής, η ενίσχυση του εμπορίου, η καθιέρωση προγραμμάτων για την οργάνωση της αγροτικής παραγωγής, η προετοιμασία για την ίδρυση εθνικής τράπεζας, η θεμελίωση της Παιδείας, ο περιορισμός της εκκλησιαστικής ασυδοσίας (8), αποτελούν —γι' αυτούς τους στυλοβάτες του παλιού φεουδαρχικού κόσμου— πρόκληση για σύγκρουση. Την πρώτη ουσιαστική ταξική σύγκρουση στην ιστορία του ελληνικού κράτους, ανάμεσα στις δυνάμεις της αστικής προόδου και στις δυνάμεις της φεουδαρχικής καθυστέρησης.

Δε θέλουμε να πούμε πως το καποδιστριακό καθεστώς αντιπολιτεύτηκαν μόνο οι φορείς τδυ παλιού φεουδαρχικού κόσμου. Η ρωσική πολιτική καταγωγή του Κυβερνήτη και η (αναμφισβήτητη) αυταρχικότητα των οργάνων του καθεστώτος του, έστρεψαν εναντίον του και δυνάμεις, που —κάτω από άλλες συνθήκες— θα βρίσκονταν στο πλευρό του·. Όπως τον αγγλόφυλο Πολυζωίδη (τον ηρωικό δικαστή της δίκης Κολοκοτρώνη-Πλαπούτα επί Αντιβασιλείας (9), το γαλλόφιλο Κοραή και τόσους άλλους, που —δέσμιοι διεθνών σκοπιμοτήτων— δεν μπόρεσαν να διακρίνουν τη βαθιά επαναστατική μεταβολή που συντελούνταν στην ελληνική κοινωνία. Και —άθελά τους ίσως— συμπαρατάχτηκαν με τους ορκισμένους εχθρούς της κοινωνικής προόδου (τους κοτζαμπάσηδες-καραβοκυραίους) κατά του «τυράννου».

Στα 1831, το δολοφονικό χέρι των κοτζαμπάσηδων Μαυρομιχαλαίων (εξοπλισμένο από τους Άγγλους) βάζει τέλος στη ζωή και στο μεταρρυθμιστικό έργο του Καποδίστρια (10), του «τυράννου» που είχε συνεισφέρει όλη την προσωπική του περιουσία στο δημόσιο ταμείο! Και η Ελλάδα μπαίνει στη σκοτεινή σήραγγα ενός πρωτοφανούς σε αγριότητα εμφύλιου πολέμου, ανάμεσα στις αντιμαχόμενες φατρίες της φεουδαρχούμενης ελληνικής κοινωνίας, που —η κάθε μια— καθοδηγείται και από αόρατα νήματα διεθνών κέντρων.

Κι εδώ ας σταθούμε λίγο.

Το Σύνταγμα και ο.. «Σύνταμας»!

Πολλοί ιστορικοί μας —προερχόμενοι κυρίως από τον ευρύ προοδευτικό χώρο— υποστήριξαν ότι ο αγώνας κατά του καποδιστριακού καθεστώτος είναι —κατά κάποιο τρόπο— ο πρώτος αγώνας στην ιστορία του ελληνικού κράτους, για δημοκρατικές και συνταγματικές ελευθερίες. Ότι, δηλαδή, τότε διαμορφώνεται το αντιξενοκρατικό και φιλοκοινοβουλευτικό πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα, ότι από τότε χρονολογούνται οι ρίζες της δημοκρατικής-κοινοβουλευτικής μας παράδοσης! Εδώ θα σημειώναμε ότι χωρίς να αμφισβητούμε τις «καλές προθέσεις» ορισμένων αντιπολιτευόμενων τον Καποδίστρια, δεν τολμούμε να συμφωνήσουμε μ’ ένα τέτοιο συμπέρασμα. Κύριο χαρακτηριστικό του αντικαποδιστριακού αγώνα δεν είναι η απαίτηση ελευθεριών, αλλά η παρεμπόδιση κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Κι η λέξη «Σύνταγμα», στα χρόνια εκείνα, ίσως έχει κάποιο νόημα όταν την χρησιμοποιούν ορισμένοι, στ’ αυτιά όμως των περισσότερων ακούγεται παράξενα, μυστηριακά. Φαντάζει σαν πανάκεια, σαν κάτι που επειδή δεν το καταλαβαίνει κανείς, πρέπει να το θεωρεί σπουδαίο. Πολλοί φαντάζονται ότι «Σύνταγμα» είναι ένα νέο «κουβέρνο» που μοιράζει λεφτά, κι άλλοι ότι πρόκειται για ένα «μαγικό όπλο» που μόλις έρθει στην Ελλάδα, όλα τα προβλήματα θα λυθούν. Άλλοι πάλι —αναφέρεται— ότι περιμέναν να έρθει «ο Σύνταμας» να τους σώσει!

Δε νομίζουμε λοιπόν ότι η κοινοβουλευτική μας παράδοση οριοθετείται από την εποχή αυτή, όπως δεν οριοθετείται και ο αγώνας κατά της ξενοκρατίας. Η αντίληψη για την ανάγκη πρόσδεσης της Ελλάδας στο άρμα κάποιου «μεγάλου» είναι βίωμα ζωής για όλους στα χρόνια εκείνα και πολύ περισσότερο για τους αγγλοκινούμενους αντιπάλους του Καποδίστρια. Κι είναι χαρακτηριστικό ότι τα περί «ρωσοδουλείας» του κυβερνήτη, υποστηρίχτηκαν κυρίως από τον Άγγλο ιστορικό Μέντελσον Μπαρτόλδυ...


Λυσσαλέα σφαγή... έτσι χωρίς πρόγραμμα

Η ποιότητα άλλωστε των «κοινοβουλευτικών» αντιλήψεων του αντικαττοδιστριακού μετώπου, φάνηκε ξεκάθαρα αμέσως μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, μια δολοφονία που στέρησε την Ελλάδα από τη μοναδική ευκαιρία να πορευτεί στα πλαίσια μιας αυτόνομης αστικής ανάπτυξης. Και το τι ακολούθησε τη δολοφονία αυτή είναι γνωστό. Ούτε οι φιλελεύθερες (αλλά ανενεργές) αρχές που διακηρύχτηκαν στις Εθνικές Συνελεύσεις τα χρόνια της Επανάστασης, ούτε οι αντικαποδιστριακές φιλοσυνταγματικές «κορώνες» των αγγλόφιλων και γαλλόφιλων πολιτικών δυνάμεων, δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν την εμφύλια αλληλοσφαγή, που ξέσπασε λυσσαλέα, χωρίς αρχές, χωρίς προγράμματα, χωρίς κατευθύνσεις (11). Στα 1831-1832 η Ελλάδα γεύτηκε τα πολιτικά «οράματα» των δυνάμεων που είχαν καθοδηγήσει την Επανάσταση του ’21, τα οράματα των κοτσαμπάσηδων, που δεν ενδιαφέρονταν για τίποτα άλλο από το πώς να κατοχυρώσουν αυτά που τους είχαν δώσει οι Τούρκοι και τους είχε αφαιρέσει ο Καποδίστριας: τις τοπικές εξουσίες και τα —μεταφραζόμενα σε πλούτο— προνόμιά τουςί Όμως ο εμφύλιος εκείνος πόλεμος —χυδαίος από την έλλειψη κατευθυντήριων αρχών— είναι ένα ιδιαίτερο και σπουδαίο θέμα που θάπρεπε κάποτε ν’ αποτελέσει ιδιαίτερο άρθρο του «Τότε». Εδώ σημειώνουμε ότι δημιούργησε τέτοια απόγνωση στα λαϊκά στρώματα, που πολλοί έφταναν ν’ αναθεματίζουν κι αυτή την ίδια την Επανάσταση! Κι αν οι Τούρκοι δεν ανακατέλαβαν τότε τον ελλαδικό χώρο, αυτό το οφείλουμε —είτε μας αρέσει είτε όχι— στην πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων, που ήθελαν την ύπαρξη ελληνικού κράτους, που να το χρησιμοποιούν σαν ορμητήριο για τις «ανατολικές» τους βλέψεις...

Με λίγα λόγια οι ξένοι —και κυρίως οι Άγγλοι— είχαν πετύχει αυτό που ήθελαν. Είχαν πετύχει να ανατρέψουν τον Καποδίστρια, να πυροδοτήσουν την εμφύλια αλληλοσφαγή και τώρα να εμφανίζονται σαν υποψήφιοι «σωτήρες» του χειμαζόμενου ελληνικού λαού.

Ο βασιλιάς του «νόμου και της τάξης»

Δεν είναι τυχαίο ότι η ιδέα για κάποιον «ξένο» βασιλιά στην Ελλάδα, αγκαλιάζεται με ενθουσιασμό από τους Έλληνες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Έλληνες —στην ιστορική εκείνη φάση— αποδέχονται ολόψυχα (12) να κυβερνηθούν από έναν Ευρωπαίο γαλαζοαίματο, που —όπως πίστευαν— θα στεκόταν πάνω από τις εμφύλιες έριδες των «ιθαγενών» και θα εγγυόταν ένα κράτος νόμου και τάξης. Κι αυτή η σφοδρή επιθυμία του ελληνικού λαού —για τα χρόνια εκείνα— δεν είναι ένα «παράξενο» φαινόμενο, που πρέπει να μας ενοχλεί. Αντίθετα. Είναι μια πολιτική επιλογή, που υποδηλώνει τη χρεωκοπία, την ολοκληρωτική πολιτική χρεωκοπία των ηγετικών δυνάμεων του έθνους, την ολοκληρωτική ανικανότητα των δυνάμεων αυτών να σκεφτούν εθνικά.

Κι εδώ βλέπουμε να λειτουργεί —σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια— ο ιστορικός νόμος των αντιφάσεων, που δε σηκώνει ηθικολογικές ερμηνείες κι είναι αφάνταστα «οδυνηρός» για όσους βλέπουν την ιστορία κάτω από χρησιμοθηρικό πρίσμα. Γιατί η έλευση του Όθωνα και των Βαυαρών, είναι ένα γεγονός που προδιαγράφει την πολύχρονη πορεία του έθνους μέσα στα πλαίσια της ξενοκρατίας και του αυταρχισμού, αλλά είναι και ένα γεγονός που οριοθετεί την αρχή του τέλους για τη ντόπια φεουδαρχία, που οριοθετεί την αυγή του εθνικού αστικού κράτους. Και για όσους βιαστούν να αντιδράσουν στο «ενοχλητικό» αυτό συμπέρασμα, θα τους θυμίσουμε ότι ελάχιστα εξυπηρετεί την ιστορική αλήθεια η λαϊκιστική εθνική αυτοκολακεία, που έρχεται να καλύψει σημερινές σκοπιμότητες. Γιατί —είτε μας αρέσει είτε όχι— οι ίδιοι οι Έλληνες δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για να επιβάλλουν οι Άγγλοι τον ' Οθωνα στην Ελλάδα.

Σε προηγούμενα άρθρα του «Τότε» (13) αναφερθήκαμε διεξοδικά στο νομοθετικό έργο του Μάουρερ (μέλους της τριμελούς Επιτροπής Αντί βασιλείας) που —κατά τη γνώμη μας— προσφέρει θετικό έργο στη χώρα μας, συντρίβοντας —με τη νομοθεσία του— το πολύχρονο και αντιδραστικό νομικό καθεστώς (κληρονομιά της Τουρκοκρατίας) με το οποίο οι διάφοροι τοπάρχες κατοχύρωναν τη φεουδαρχική εξουσία τους. Και συμπεράναμε ότι το έργο αυτό —χωρίς να χαρακτηρίζει γενικά σαν θετική την περίοδο της Βαυαροκρατίας— αποτελεί οπωσδήποτε ένα πολύ θετικό χαρακτηριστικό της. Σίγουρα στην περίοδο αυτή (1833-1835) δε δημιουργούνται προϋποθέσεις για τη λειτουργία κοινοβουλευτικών και συνταγματικών θεσμών —κάθε άλλο— αλλά οπωσδήποτε δημιουργούνται ορισμένοι όροι προς την κατεύθυνση αυτή. Γιατί στα κρίσιμα εκείνα χρόνια, ανατρέπεται μια ισορροπία και στην ελληνική κοινωνική ζωή αρχίζει να πνέει ένας βόρειος άνεμος. ' Ενας άνεμος, που μαζί με τα δεινά της ξενοκρατίας (14), μεταφέρει στον τόπο αυτόν έναν άλλο τρόπο πολιτικής σκέψης: το δυτικό. Και το μέλλον θα δείξει πως οι Έλληνες ήταν σε θέση να κατανοήσουν και να αξιοποιήσουν τα θετικά μιας μεγάλης άρνησης...

Οι προτιμήσεις των Άγγλων

Δεν πρόκειται εδώ να ιστοριογραφήσουμε την πρώτη περίοδο της μοναρχίας του Όθωνα (1835-1843), ενός βασιλιά, που —ανεξάρτητα από τις όποιες προθέσεις του— έπασχε από πολιτική ανεπάρκεια και δεν κατόρθωσε ποτέ να κατανοήσει τη μπαρουταποθήκη πάνω στην οποία ήταν στημένος ο θρόνος του. Αρκούμαστε να πούμε πως η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από σημαντικές αντιφάσεις. Οι ξένοι (κυρίως οι Άγγλοι) δείχνουν —σχεδόν χωρίς προσχήματα— ότι ελληνική ανεξαρτησία χωρίς δική τους κηδεμονία είναι αδιανόητη. Δείχνουν όμως και κάτι άλλο. Ότι προτιμούν την ύπαρξη ενός αυτόνομου ελληνικού κράτους, από τη δημιουργία μιας αποικίας ή ενός προτεκτοράτου στην περιοχή. Και η σημασία της επιλογής τους αυτής (που οφειλόταν στις εσωτερικές διεργασίες της ευρωπαϊκής διπλωματίας) είναι καθοριστική για τη νεοελληνική ιστορία. Γιατί στο μέτρο που οι Έλληνες θα συνειδητοποιούν την ωμή πραγματικότητα της ξένης εξάρτησης και θα την αποδέχονται σαν «ντε φάκτο» κατάσταση, στο ίδιο μέτρο θα συνειδητοποιούν και την ιδιαίτερη θέση (έστω θέση εξαρτημένου) που κατέχει η χώρα τους στην οικογένεια των ευρωπαϊκών κρατών. Κι αυτή η «διπλή» συνειδητοποίηση της διεθνούς μας θέσης, θα επιδράσει θετικά στη δημιουργία ενός νεοεθνικιστικού πολιτικού αισθήματος, που εμπεριέχει, τόσο την αποδοχή των «όρων του παιχνιδιού» που καθορίζει η ξενοκρατία, όσο την τάση διάρρηξης των όρων αυτών. Πιο απλά, είναι η εποχή που η Ελλάδα συνειδητοποιεί πως από δω και μπρος θα ζήσει —μέσα σε σχέσεις ενότητας κι αντιθέσεων— με τη Δυτική Ευρώπη κι όχι με τη φεουδαρχική Ανατολή. Κι ακόμα, είναι η εποχή που διαφαίνεται ότι το ιστορικό μέλλον της Ελλάδας θα είναι διαφορετικό, ποιοτικά διαφορετικό, από εκείνο της Αιγύπτου, της Περσίας και του Αφγανιστάν.

Δυτικός άνεμος, πιο ισχυρός από τον ανατολικό

Σ’ αυτό άλλωστε πείθουν και οι διεργασίες που συντελούνται στους κόλπους της νεοελληνικής κοινωνίας, όπου ο αστικός άνεμος, δειλός στην αρχή, κι ισχυρότερος όσο περνά ο χρόνος, δείχνει να παραμερίζει συνήθειες αιώνων. Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο επενδύει —με οπωσδήποτε ληστρικούς όρους— επιχειρησιακές δραστηριότητες στην Ελλάδα15, αποκτά τους «ανθρώπους» του στην οικονομική ζωή της χώρας, εμφανίζονται σπινθήρες ελληνικής επιχειρηματικής δραστηριότητας και διαμορφώνεται μια καθαρά εξευρωπαϊσμένη τάξη ισχυρών του χρήματος, με διασυνδέσεις στις διάφορες πρεσβείες, τα υπουργεία του βασιλείου και τα σαλόνια της φαναριώτικης αριστοκρατίας. Παράλληλα, μια άνθιση ξεκινά στην πνευματική ζωή (ίδρυση πανεπιστημίου-εκδοτικός οργασμός-δημιουργία δημόσιων εκπαιδευτηρίων κ.λπ.) που εκφράζει μια καθαρά δυτικοτραφή πολιτιστική αντίληψη. Ανάλογη αποδυνάμωση των παραδοσιακών «ανατολίτικων» αντιλήψεων συναντούμε και στα λεγάμενα «μέσα στρώματα» (όπου ο κοινωνικός μιμητισμός ενισχύει τη διάβρωση συνηθειών αιώνων) ενώ, στον ανώνυμο λαό, που δε βλέπει τη θέση του να βελτιώνεται, εκδηλώνονται ανάμεικτα αισθήματα —φόβου, θαυμασμού αλλά και εχθρότητας— απέναντι στις «φράγκικες» μεταμορφώσεις της ζωής.

Είναι δυστύχημα για τον τόπο, που η μοναρχία δεν κατανόησε τίποτα από τα μηνύματα των καιρών, που δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει (έστω και για το δικό της συμφέρον) τις ευκαιρίες οι οποίες της παρουσιάστηκαν, έτσι ώστε αυτό το ρεύμα να κατευθύνει σε μια ουσιαστικότερη πορεία εκσυγχρονισμού. Σε μια εποχή που νέες δυνάμεις αναζητούσαν λόγο στις πολιτικές εξελίξεις, σε μια εποχή που νεοελληνικός εθνικισμός απαιτούσε αναγνώριση, σε μια εποχή που έπρεπε ο θρόνος (και για το δικό του συμφέρον) να μοιραστεί τις ευθύνες της εξουσίας με τις σύμμαχές του «δυτικοτραφείς» δυνάμεις, ο βασιλιάς, χωρίς ίχνος πολιτικής διορατικότητας, προτίμησε να φορτωθεί όλα τα ρίσκα της ρευστής κατάστασης που εξελισσόταν διαρκώς και μάλιστα να πρωταγωνιστήσει σε μια σειρά «ατυχείς» χειρισμούς, μοιραίους για την εξουσία του. Οι ανόητοι χειρισμοί του σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής (φανταζόταν πως ήταν δεινός διπλωμάτης και μπορούσε να εξισορροπήσει τις ξένες επιρροές στην Ελλάδα), η αυταρχική στάση του απέναντι στις ανερχόμενες κοινωνικές δυνάμεις, η επιμονή του να βασίζεται σε ξένους επιτελείς, οι διαλλακτικότητά του απέναντι στους «κομπιναδόρους» του πολιτικού παρασκηνίου, δημιούργησαν ένα κλίμα γενικής δυσαρέσκειας, που θα εκφραστεί με τον αγώνα για την καθιέρωση Συντάγματος16. Έναν αγώνα που για πρώτη φορά στη νεοελληνική ιστορία, θα κάνει την ανώνυμη λαϊκή μάζα να σαλέψει, και να απαιτήσει, έστω και ασυνείδητα, αστικού τύπου πολιτικές μεταρρυθμίσεις.

3 Σεπτέμβρη 1843: τι κατάλαβε ο λαός;

Από κει λοιπόν οριοθετείται η αυγή της κοινοβουλευτικής μας παράδοσης; μάλλον όχι. Η μεταβολή της 3ης Σεπτέμβρη 1843 πιστεύουμε ότι έχει εξιδανικευθεί. Γιατί δεν υπήρξε, όπως χαρακτηρίστηκε, λαϊκή επανάσταση, αλλά ένα επιτυχημένο στρατιωτικό κίνημα, που οπωσδήποτε απέκτησε —στην εξέλιξή του— τη λαϊκή συναίνεση17. Μια συναίνεση όμως πλαδαρή και αδιαμόρφωτη. Το Σύνταγμα —η οριοθέτηση της εξουσίας— εξακολουθούσε στα 1843 να είναι αποκλειστικό αίτημα των δυνάμεων που επιθυμούσαν πρόσβαση στην πολιτική ζωή, που επιθυμούσαν συμβιβασμό με τη μοναρχία. Ο λαός γενικά καταλάβαινε πως κάτι πρέπει ν’ αλλάξει. Κι ότι θ’ αλλάξει αν ο «καλός» βασιλιάς μοιραζόταν με τους «επαΐοντες» την εξουσία. Και το Σύνταγμα δεν ήταν —για τον ανώνυμο λαό— παρά ένα αίτημα αδιαμόρφωτο, σχεδόν ακατανόητο (οπωσδήποτε όχι τόσο ακατανόητο όσο στα 1827-1831). Γράφτηκε —και είναι σωστό— ότι τη νύχτα εκείνη όλα μπορούσαν να συμβούν. Κι ότι ο Όθωνας —αν δεν είχε την ατυχία να πεθάνει λίγο καιρό πριν ο πιστός του Θ. Κολοκοτρώνης— όχι μόνο θα κατάστελνε το κίνημα, αλλά —με λίγες «πρόχειρες» υποσχέσεις— θα αποθεωνόταν από τον κόσμο...

Όπως και να έχουν τα πράγματα, από το 1843 η Ελλάδα αποκτά κοινοβουλευτικούς θεσμούς και Σύνταγμα18. Βέβαια, στην κορυφή της εξουσιαστικής πυραμίδας δεν άλλαξαν και πολλά πράγματα, μια ο Όθωνας έγραψε γρήγορα στα «παλιά του τα παπούτσια» την 3η Σεπτέμβρη και εξακολούθησε να κυβερνά σαν απόλυτος μονάρχης (με διορισμένη Γερουσία, νόθη βουλή και ασπόνδυλη κυβέρνηση). Όμως, όσο περνά ο καιρός, τα πράγματα δεν εξελίσσονται και τόσο ευνοϊκά γι’ αυτόν. Η έστω και τυπική ύπαρξη κοινοβουλευτικών θεσμών, αποτελούσε ισχυρό αντιπολιτευτικό έρεισμα των δυνάμεων που τον υπέβλεπαν. Κι αυτές ήταν ισχυρές. Και ήταν ισχυρές, όχι γιατί αντλούσαν τη δύναμή τους από τη λαϊκή βάση (που κανείς δεν την έπαιρνε στα σοβαρά στα χρόνια εκείνα— χρειαζόταν μόνο για «ζήτω» και για «κάτω») αλλά κυρίως γιατί είχαν την άμεση και ενεργό υποστήριξη των διπλωματικών υπηρεσιών της Αγγλίας και της Γαλλίας, που εχθρεύονταν ανοιχτά —τότε— του Όθωνα (θεωρώντας τον όργανο του τσάρου!) Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα της σύγχισης (με τα όργανα των Αγγλο-γάλλων να καταγγέλλουν την αυταρχία του ' Οθωνα και ο ίδιος να εμφανίζεται σαν θιασώτης ενός λαϊκίστικου μεγαλοϊδεατισμού) θα ήταν αστείο να μιλούμε για διαμόρφωση λαϊκής κοινοβουλευτικής παράδοσης. Πιο σωστό θα ήταν να λέγαμε ότι ο λαός, στην περίοδο αυτή, εντάσσεται ασυνείδητα στους πολιτικούς ανταγωνισμούς, και μάλλον κρατά αναγνωριστική στάση απέναντι στην κοινοβουλευτική ζωή. Οι κοινοβουλευτικές ελευθερίες είναι ακόμα έννοιες κατανοητές μόνο για τους «φραγκοφορεμένους» διανοούμενους και τους «επαγγελματίες» της πολιτικής ζωής...

Μια χαμένη ευκαιρία για τον ' Οθωνα

Το 1854 η ρήξη Όθωνα-Αγγλογάλλων φτάνει στο αποκορύφωμά της και οι τελευταίοι, χωρίς προσχήματα, καταλύουν κι αυτήν ακόμα την αναιμική ελληνική ανεξαρτησία, επιβάλλοντας ανοιχτή στρατιωτική κατοχή στη χώρα. Είναι κορυφαία στιγμή στην πορεία πολιτικής συνειδητοποίησης του ελληνικού λαού, που —έκπληκτος— βλέπει πολλούς από εκείνους που κατάγγελναν την οθωνική αυταρχία, να αποδέχονται τώρα το ρόλο του οργάνου των δυνάμεων κατοχής. Που βλέπει το θρόνο —με τις υπερφίαλες μεγαλοϊδεάτικες φιλοδοξίες— αιχμάλωτο των αγγλογαλλικών λογχών. Κι ίσως είναι η πρώτη και η μοναδική φορά που ο Όθωνας, ο ανεπαρκής και αυταρχικός ηγεμόνας, γίνεται εθνικό σύμβολο για τους εθνικά ταπεινωμένους Έλληνες (19).

Με τη λήξη της κατοχής (1857), ο Όθωνας αποδεικνύεται για μια ακόμα φορά ανίκανος να αξιοποιήσει τη λαϊκή συμπάθεια που είχε κερδίσει κατά την τρίχρονη κατοχή, ανίκανος να κατανοήσει ότι στην περίοδο αυτή ο λαός —με τον πληγωμένο εθνικό εγωϊσμό, την απογοήτευση από την πολιτική ηγεσία και τα συσσωρευμένα προβλήματα— ζητά αλλαγές. Αλλαγές που σίγουρα είναι πολιτικά αδιαμόρφωτες στη συνείδησή του, μα εκφράζονται σαν γενικά αιτήματα. Και τα αιτήματα αυτά είναι η πολιτική σταθερότητα, η αποφυγή άλλων εθνικών ταπεινώσεων, η φιλελευθεροποίηση των εξουσιαστικών δομών και η ενίσχυση των οικονομικών. Ο Όθωνας αποδεικνύεται ανίκανος να καταλάβει ότι δεν έχει πια να κάνει μ’ ένα πλήθος απρόσωπων υπηκόων, μα με ένα λαό που —με γρήγορα πια βήματα— συνειδητοποιεί το ρόλο του μέσα στα πλαίσια του εθνικού κράτους, καθώς και τη δύναμή του να προκαλέσει πολιτικές ανατροπές.

Στα χρόνια που θ’ ακολουθήσουν —μετά το 1857— η αδιάμόρφωτη αγωνία του λαού για αλλαγές, θα γίνει ποτάμι αγανάκτησης, που επεδέξια θα εκμεταλλευτούν οι φορείς της αγγλικής και της γαλλικής πολιτικής στην Ελλάδα. Και η εξέγερση του Οκτώβριου 1862, μια «λύση» επιθυμητή απ’ αυτούς (20) μα κι «ελπιδοφόρα» για το λαό, θα προκαλέσει την ανατροπή της 30χρονης Οθωνικής μοναρχίας. Ο βασιλιάς —έκπληκτος από την «αχαριστία» των Ελλήνων του— θα πάρει την άγουσα για τη Βαυαρία και για την Ελλάδα θ’ ανοίξει μια νέα —η ουσιαστικότερη— περίοδος της νεότερης ιστορίας της.

Μα πριν προχωρήσουμε, θα πρέπει να τονίσουμε το εξής. Οτι ο εξεγερμένος λαός του 1843 είναι διαφορετικός από εκείνον του 1862. Γιατί τότε (κατά το συνταγματικό κίνημα), δεν είχε συνείδηση των αλλαγών που συντελούνταν γύρω του, ούτε συνείδηση του δικού του ρόλου. Ενώ τώρα (κατά την αντιοθωνική εξέγερση), είναι φορέας αιτημάτων αλλαγής και πολίτης. Βέβαια, ο δρόμος για μετατραπεί η συνείδηση αυτή, σε συνείδηση πολίτη κοινοβουλευτικού κράτους (κατά τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα) είναι ακόμα μακριά. Μα η πορεία αυτή έχει πια προδιαγραφτεί!

Από τον εμφύλιο στο Γεώργιο

Την ανατροπή του Όθωνα διαδέχεται η τρομερή περίοδος της Μεσοβασιλείας (1862-1863), οπότε η Ελλάδα ζει τις οδύνες νέων εμφυλιοπολεμικών αναστατώσεων (21). Η επανάσταση εθνοσυνέλευση δεν μπορεί ν’ ασκήσει εξουσία (22) και οι αλληλοσπαρασσόμενες φατρίες της, σε μια πάλη χωρίς στόχους και χωρίς αρχές, ενισχύουν την ανασφάλεια των λαϊκών μαζών, που αναρωτιούνται αν τελικά ωφέλησε ή έβλαψε τον τόπο η ανατροπή του Όθωνα. Και τη «λύση» θα την δώσει τελικά η ξενοκρατία, κουβαλώντας στην Ελλάδα ένα... νέο ξένο βασιλιά. Το νεαρό Δανό πρίγκηπα Γεώργιο, της δυναστεία των Γκλύξμπουργκ.

Είναι λιγάκι εξωπραγματικό να πιστεύουμε ότι —τότε— ο ελληνικός λαός είδε με δυσαρέσκεια τη «λύση» που του «πρόσφεραν» οι ξένοι (κυρίως οι Άγγλοι) (23). Το αντίθετο. Αυτό ου τον ενδιέφερε τότε ήταν να τελειώσει ο εφιάλτης της ακυβερνησίας (24) και η Ελλάδα να αποκτήσει σταθερούς πολιτικούς θεσμούς που να του εγγυώνται ασφάλεια και μίνιμουμ ελευθερίας. Και η αποδοχή του υπερέχοντα ρόλου της ξενοκρατίας ήταν τότε κοινή συνείδηση (μια συνείδηση που πολύ πρόσφατα απέβαλε). Κι αυτό άλλωστε αποδεικνύει το δημοψήφισμα του Νο-εμβρίου-Δεκεμβρίου 1863, οπότε σε σύνολο 263.000 ψήφων, μόνο 93 (!) κηρύχτηκαν υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας. Βέβαια στο δημοψήφισμα εκείνο, ο νεαρός Γεώργιος είχε πάρει μόλις... 6 ψήφους (ποσοστό 0,002%), πράγμα που δεν εμπόδισε φυσικά τους Άγγλους να τον επιβάλλουν στους Έλληνες, ούτε τους τελευταίους να το αποδεχτούν...

Σημασία είχε ότι τώρα τα πράγματα θα έμπαιναν «σε μια σειρά» και ότι τη «σειρά» αυτή του εγγυόταν η δύναμη της Αγγλίας και η ανοχή των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων (25).

Είχε χαράξη μια νέα εποχή, η εποχή στην οποία θα διαμορφωνόταν (σαν θετικό μιας άρνησης) η εθνική κοινοβουλευτική μας παράδοση...

Για το Γεώργιο Α' γράφτηκαν πολλές και αντιφατικές απόψεις που —οι περισσότερες— μάλλον αποσκοπούν να υποδηλώσουν τη φιλομοναρχική ή αντιμοναρχική πολιτική ταυτότητα των εκφραστών τους, παρά να εμφανίσουν μια ιστορική άποψη. Πιο απλά, με μια γενική «καταγγελία» του, καταγγέλουμε συνολικά τη δυναστεία των Γκλύξμπουργκ, ενώ με μια «αποδοχή» του, της δίνουμε ιστορική «άφεση».

50χρονη εξέλιξη μέσα από ίντριγκες

Η λογική αυτή θα προσπαθήσουμε να μη μας κατευθύνει. Γιατί ο Γεώργιος Α' κυριάρχησε επί 50 χρόνια στο πολιτικό προσκήνιο (κάθε άλλο παρά σαν «ανεύθυνος» άρχων). Και η παρουσία του χάραξε αποφασιστικά τις πολιτικές εξελίξεις. Και η τοποθέτηση απέναντι στα γεγονότα της περιόδου εκείνης δεν μπορεί παρά να είναι ιστορική τοποθέτηση, μια και το ζητούμενο είναι να εντοπίσουμε τις ρίζες της κοινοβουλευτικής μας παράδοσης, κι όχι να κάνουμε, πολιτικό κήρυγμα...

Η πολιτική ατμόσφαιρα της εποχής που ο Γεώργιος ανεβαίνει στο θρόνο είναι γνωστή και δεδομένη. Κυρίαρχο χαρακτηριστικό της είναι η ξενοκρατία, που από πριν, τη γέννηση του ελληνικού κράτους (και αποφασιστικότερα από τη δολοφονία του Καποδίστρια) αποτελεί εθνικό βίωμα, ενοχλητικό ίσως μα κοινά αποδεκτό. Η ξενοκρατία, που —για τα δικά της συμφέροντα— έχει συντελέσει στο ν’ αποκοπεί η Ελλάδα από τις «ανατολικές» της καταβολές και να προσδεθεί —έστω και σαν εξαρτημένο κράτος— στην πολιτική προοπτική της Δυτικής Ευρώπης.

Και το ότι η επιλογή του Γεωργίου ήταν επιλογή της ξενοκρατίας (κυρίως των Άγγλων) κανείς δεν τόλμησε ποτέ να το αμφισβητήσει, μια και τα γεγονότα είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Και το ερώτημα που μπαίνει είναι ποιες ανάγκες ήρθε να καλύψει η επιλογή αυτή, κι αν πραγματικά τις κάλυψε.

Πιστεύουμε ότι τόσο η ανατροπή του Όθωνα, όσο και η επιλογή του Γεωργίου εντάσσονται στα πλαίσια της ίδιας πολιτικής: να κατοχυρωθούν σε σταθερότερες και μονιμότερες βάσεις τα συμφέροντα των δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων (κυρίως των Άγγλων) στην Ελλάδα, έτσι ώστε η χώρα αυτή να μπορεί να αποτελεί σίγουρα βάση για ιμπεριαλιστικές τους βλέψεις προς την Ανατολή.

Το καθεστώς του Όθωνα —που αυτοί βασικά το ανέτρεψαν— δεν αποτελούσε εγγύηση προς την κατεύθυνση αυτή. Οι παλινωδίες του βασιλιά σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, δημιουργούσαν περιπλοκές στην ευρωπαϊκή διπλωματία, οι μεγαλοϊδεατικές φιλοδοξίες του τορπίλιζαν προδιαγραμμένα τα σχέδια και η αυταρχικότητά του προοιώνιζε ενοχλητικές γι' αυτούς —κι ίσως ανεξέλεγκτες— πολιτικές ανατροπές. Ο Όθωνας δεν μπορούσε —δεν είχε τις ικανότητες— να παίξει ένα «σοβαρό» πολιτικό ρόλο για την ξενοκρατία. Και γι' αυτό έπεσε. Ο αποφασιστικός ρόλος του λαού στην ανατροπή του, δεν αναιρεί την αλήθεια αυτή...

Ενας κυνικός μπίζνεσμαν της πολιτικής

Ο Γεώργιος ήρθε στην Ελλάδα για να εκτελέσει αυτό το «σοβαρό» ρόλο. Κι από ότι έδειξαν οι εξελίξεις, τον έπαιξε σωστά. Και πέτυχε. Η εξωτερική του πολιτική ποτέ δεν απομακρύνθηκε από τα διατεταγμένα της πλαίσια, οι φιλοδοξίες του δεν ξεπέρασαν ποτέ το «μπόι» του, κι η εσωτερική του πολιτική βασίστηκε στην εξισορρόπηση της ισχύος των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων, έτσι ώστε καμιά να μην αποκτά «επικίνδυνη» δύναμη, απειλητική για τον ίδιο και για τα συμφέροντα που εκπροσωπούσε. Και δεν είναι τυχαίο ότι στα 50 χρόνια της βασιλείας του, με ταχυδακτυλουργικούς συνταγματικούς χειρισμούς, κατόρθωσε να ορκίσει... (59) κυβερνήσεις!

Αν στον Όθωνα αναγνωρίσαμε κάποιες «εθνικές» στιγμές (π.χ. στην τρίχρονη κατοχή 1854-57) στο Γεώργιο κάτι τέτοιο —όσο κι αν ψάξουμε— είναι αδύνατο. Ο Γεώργιος (κάτι που θ’ αφήσει κληρονομιά σ’ όλους τους επιγόνους του) δε συνδέθηκε ποτέ μ’ αυτόν τον τόπο, δεν αισθάνθηκε ποτέ Έλληνας. Υπήρξε ένας πραγματικά πανέξυπνος και κυνικός «μπίζνεσμαν» της πολιτικής, που κατόρθωσε —με «μετριοπαθή» χρήση του βασιλικού του κύρους και με επιδέξια συνταγματικά παιχνίδια (26)— να «φορτώνει» σ’ άλλους τις αποτυχίες του και να καρπώνεται τις επιτυχίες τους, να εμφανίζεται «υπεράνω» όλων, αλλά και να κατευθύνει τα πάντα. Και σίγουρα μια «ηθικού» τύπου σύγκρισή του με τον Όθωνα (που λίγο ενδιαφέρει την ιστορία) θα ήταν συντριπτική γι’ αυτόν.

Η δημιουργία σταθερών δομών εξουσίας

Όμως —ας μην το ξεχνάμε ποτέ αυτό— ο Γεώργιος δεν ήρθε μόνος του στην Ελλάδα. Ήρθε με την αποδοχή των Ελλήνων, που —στα χρόνια εκείνα— δεν είχαν την πείρα, την πολιτική συνειδητότητα και τις ανάγκες που έχουμε εμείς σήμερα. Γιατί τότε κύρια αιτήματα δεν ήταν η εθνική ανεξαρτησία και η κατοχύρωση των δημοκρατικών θεσμών, αλλά η δόμηση σταθερών εξουσιαστικών δομών, στα πλαίσια τις ξενοκρατίας, που να εγγυώνται ασφάλεια και ένα μίνιμουμ πολιτικών ελευθεριών και οικονομικής ανάπτυξης·

Στα χρόνια του Γεωργίου Α' η δημόσια ζωή χάνει το «συμπτωματικό» χαρακτήρα της, αποκτά μόνιμους θεσμούς, διαμορφώνονται σταθερότεροι «όροι παιχνιδιού» (27). Η Ελλάδα δένεται ουσιαστικότερα και ισχυρότερα στο άρμα των ξένων δυνάμεων, αλλά παράλληλα ζει και μια νέα κατάσταση —που συγκριτικά με το παρελθόν— μοιάζει καλύτερη. Οι ήδη αποδυναμωμένες φεουδαρχικές δομές της ελληνικής κοινωνίας αποδυναμώνονται ακόμα πιο πολύ, το μέσο πνευματικό επίπεδο του κόσμου ανεβαίνει, η οικονομία μεταμορφώνεται και αναπτύσσονται νέες πολιτιστικές κατευθύνσεις στα γράμματα και στις τέχνες, που εκφράζουν παράλληλα, τόσο ένα λαϊκίζοντα πατριωτισμό, όσο και μια δυτικόπνευστη κατεύθυνση.

Πιο πάνω χρησιμοποιήσαμε τον όρο «τα θετικά μιας άρνησης». Και νομίζουμε ότι ο όρος αυτός αποδίδει θαυμάσια τις διεργασίες που συντελέστηκαν, στα χρόνια εκείνα, μέσα στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που απέδειξε ότι μπορεί να διυλίζει τις αρνητικές της εμπειρίες μέσα στο φίλτρο της αναγκαιότητας και να απορροφά όλες τις θετικές αντιφάσεις των εμπειριών αυτών.

Άλλο αθηναϊκή δημοκρατία και άλλο... Αγγλία

Και η ανάπτυξη των κοινοβουλευτικών θεσμών στα χρόνια εκείνα —θεσμών που εκπορεύονται από την αγγλική παράδοση (28) κι όχι από το πρότυπο της αρχαίας Αθηναϊκής Δημοκρατίας— είναι ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο που επιβεβαιώνει το παραπάνω συμπέρασμα. Γιατί οι θεσμοί αυτοί, που ήρθαν να καλύψουν άλλες. ανάγκες (να προσδώσουν μονιμότητα και νομιμότητα στην ξενοκρατία) τελικά είναι αυτοί που θα διδάξουν έναν άλλο τρόπο πολιτικής σκέψης και δράσης στο Νεοέλληνα, και τελικά θα τον ωθήσουν να κατανοήσει πράγματα που πριν δεν κατανοούσε, να αμφισβητήσει «αυθεντίες» και να απαιτήσει πολιτικές ανακατατάξεις.

Δε θέλουμε να πούμε πως οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί λειτούργησαν «όπως πρέπει» στα χρόνια του Γεωργίου A'. Κάθε άλλο. Ο βασιλιάς —που μόνο ανόητο δεν μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κανείς— ήξερε να χειρίζεται την κοινοβουλευτική ζωή κατά πως ήθελε (ή μάλλον καθώς κι αυτοί τον υπαγορεύαν) διατηρώντας τον τύπο και καταργώντας την ουσία των κοινοβουλευτικών λειτουργιών. Ήξερε να κινείται σαν ψάρι μέσα στο νερό, ανάμεσα στις επιταγές της διεθνούς διπλωματίας, τους κύκλους των χρηματιστών, τα παρασκήνια της αριστοκρατίας, τις μικροφιλοδοξίες των πολιτικών και τις λαϊκές ψευδαισθήσεις (29). Ήξερε πως για να ανατρέψει μια κυβέρνηση δε χρειάζεται να κινήσει πραξικόπημα (30), μα να διασπάσει το κυβερνητικό μέτωπο, εξαγοράζοντας συνειδήσεις.

Ηξερε πως για να ελέγχεις την πολιτική ζωή πρέπει να έχεις προσωπικά κόμματα που να διεκδικούν την εξουσία κι όχι κόμματα αρχών και προγραμμάτων. Ήξερε πως για να μείνεις «αλώβητος» από επικρίσεις, πρέπει να δημιουργείς τεχνητό κλίμα πόλωσης, έτσι ώστε οι πολιτικές δυνάμεις να αλληλοκαταναλώνονται σε «εμφύλιες» έριδες. Κι ακόμα —το σπουδαιότερο— ήξερε ότι τίποτα δεν κατοχυρώνει περισσότερο μια κατάσταση (εν προκειμένω τη Μοναρχία) από τη σταθερότητα των εξουσιαστικών δομών και τον προσαιτερισμό της πολιτικής ηγεσίας (31).

Και η αλήθεια είναι ότι οι εξουσιαστικές δομές, στα 50 χρόνια, της βασιλείας του —και στα πλαίσια που αναφέραμε πιο πάνω— όχι μόνο σταθεροποιήθηκαν, αλλά έγιναν βίωμα εθνικής ζωής. Ένα βίωμα μέσα από το οποίο ξεπήδησε —σαν θετικό μιας άρνησης— η εθνική κοινοβουλευτική μας παράδοση. Μια παράδοση, που στην προοπτική της, θα διαμορφώσει το λαϊκό εκείνο ιδεολογικό οπλοστάσιο με το οποίο θα αμφισβητηθεί τόσο ο ρόλος αυτής της ίδιας της μοναρχίας, όσο και της ξενοκρατίας.

Βέβαια, η 50χρονη βασιλεία του Γεωργίου του A' δεν αποτέλεσε παρά την αφετηρία της πορείας αυτής. Στα χρόνια εκείνα το έθνος συνειδητοποιήθηκε απλώς, μέσα σε μια νέα, σύγχρονη «εξευρωπαϊσμένη» (32) πολιτική αντίληψη, που έσπαγε δεσμούς με το «ανατολίτικο» παρελθόν του. Και δεν κατόρθωσε —τότε— ούτε να ξεπεράσει την ασφυκτική λογική της ξενοκρατίας, ούτε να δημιουργήσει κόμματα αρχών. Οι εξελίξεις αυτές θα 'ρθουν αργά και βασανιστικά, μέσα στα πλαίσια μιας γενικότερης εθνικής συνειδητοποίησης, μέσα στα πλαίσια εθνικών και κοινωνικών περιπετειών, που θα απελευθερώσουν νέες κοινωνικές δυνάμεις και θα θρέψουν νέα κοινωνικά οράματα.

Όμως η μακρόχρονη αυτή πορεία, αποφασιστικές στιγμές της οποίας θεωρούμε το 1918 (οπότε ιδρύθηκε το ΚΚΕ, το πρώτο —μη προσωπικό— κόμμα αρχών στην Ελλάδα) και το 1974 (οπότε καμιά πολιτική δύναμη δεν τολμά να εμφανιστεί πια σαν «απολογητής» της ξενοκρατίας) είναι ένα άλλο μεγάλο ζήτημα.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. βλ. «ΤΟΤΕ» No 17: «Η Επανάσταση του '21 και οι κοινωνικές της δυνάμεις» και «ΤΟΤΕ» No 20: «Ποιός κίνησε την επανάσταση του '21».
2. Γράφει ο Κοραής, στα 1822 (βλ. «Πανδώρα» 1861 - Φ.261): «...όσοι μεν εκέρδαινον από τα παράνομα προνόμια της προτέρας καταστάσεως  κι εφαντάζοντο ότι ήσαν παρά τους άλλους ευδαιμονέστεροι διότι ήσαν αδικότεροι, τα αυτά άνομα προνόμια επιθυμούν να φυλάξωσι και εις την παρούσαν, και, αν δυνατόν, να τα αυξήσωσι...»
3. «Οι καπεταναίοι και οι κοτζαμπάσηδες ήταν μεταξύ τους πάντα στα μαχαίρια. Μονάχα μπροστά στο κοινό συμφέρον συμφιλιώνονταν καμιά φορά, αλλά είναι γεγονός ότι κι οι δυο στάθηκαν αιτία ν' αυξηθεί η πίεση της τουρκικής κυριαρχίας: οι πρώτοι με το να χρησιμοποιούν τη βία, και οι άλλοι με το να υποχωρούν συνέχεια μπροστά στην αρπακτικότητα των Τούρκων και να ξεσπάνε μετά, για να αντιμετωπίσουνε την πίεση των αφεντάδων τους, πάνω στο λαό που εξούσιαζαν, με μεγαλύτερες ακόμα καταπιέσεις και κακομεταχείριση...» (Μάουρερ: «Ο Ελληνικός Λαός» - Αθήνα 1976, εκδ. Τολίδη, σελ. 57)
4. βλ. Γ. Δυοβουνιώτη: «Ελληνικά Συντάγματα» (Αθήνα 1901) και Α. Δασκαλάκη: «Οι Τοπικοί οργανισμοί της Επαναστάσεως του 1821 και το πολίτευμα της Επιδαύρου (Αθήνα 1980).
5. «...Η αυτοκρατορία είναι θεμελιωμένη εις τον λαόν αυτή είναι μια, αδιαίρετος, απροσδιόριστος, και αναφαίρετος. Ήγουν ο λαός ημπορεί μόνον να προστάτη και όχι ένα μέρος ανθρώπων ή μια πόλις· και ημπορεί να προστάζη όχι όλα χωρίς κανένα εμπόδιον (...) Κανένα μέρος του λαού δεν ημπορεί να ενεργήση την δύναμιν όλου του έθνους, κάθε μέρος όμως του αυτοκράτορος λαού συναγόμενου έχει δίκαιον να ειπή το θέλημά του με μιαν σωστήν ελευθερίαν» (από τα «Δίκαια του Ανθρώπου» του Ρήγα - βλ.: Α. Δασκαλάκη: «Το πολίτευμα του Ρήγα Βελεστινλή». σελ. 74-111). Αντίποδας της λογικής αυτής είναι το παρακάτω απόσπασμα του (αρκετά μυθοποιημένου) Κοσμά του Αιτωλού, στην ίδια περίπου εποχή (βλ. Ν. Καντιώτη: «Κοσμάς ο Απωλός» Βόλος 1950, σελ. 31): «Τριακοσίους χρόνους μετά την ανάστασιν του Χριστού μας έστειλεν ο Θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασιλείου χριστιανικόν και το είχαν χριστιανοί το βασιλείου 1150 χρόνους. Ύστερον το εσήκωσεν ο Θεός από τους χριστιανούς και έφερε τον Τούρκον και του το έδωσε δια ιδικόν μας καλόν και το έχει ο Τούρκος 320 χρόνους. Και διατί έφερε ο Θεός τον Τούρκον και δεν έφερε άλλο γένος; Δια ιδικόν μας συμφέρον, διότι τα άλλα έθνη θα μας έβλαπτον εις την πίστιν, ο δε Τούρκος άσπρα άμα του δώσεις κάμνεις ό,τι θέλεις».
6. Για την διπλωματική θητεία του στη Ρωσία βλ. και «ΤΟΤΕ» No 8, «Η κατάσταση των Ελλήνων το 1811» (ανέκδοτο μνημόνιο προς τον τσάρο - μετάφραση Π. Ροδάκη).
7. «Πλην, οι προεστώτες εκείνοι και οι στρατιωτικοί των οποίων αι ελπίδες αποκτήσεως θέσεων και χρημάτων είχον διαψευσθή, ήρχισαν αισχρόν κατά του Κυβερνήτου επίθεσιν μεταχειριζόμενοι παν αθέμιτον μέσον όπως απαλλαγώσιν αυτού. Είνε αληθές όπ ο φιλελεύθερος Καποδίστριας θέλων να ελευθερώση τον λαόν εκ των διενέξεων και της τυραννίας των προεστώτων υπό τας οποίας εστέναζεν, ηθέλησε να εδραιώση την τάξιν, συγκεντρών μεν απάσας τας εξουσίας εις χείρας της Κυβερνήσεως, περιστέλλων δε την ολιγαρχικήν των προεστώτων δύναμιν. Και κατά τούτο απεδείχθη περινούστατος και ελευθερόφρων πολιτικός. Δεν ήθελε να επαναληφθώσιν αι οικτρότητες του προσφάτου παρελθόντος» (βλ. Ε. Μαυράκη: Ο Καποδίστριας και η εποχή του» - Αθήνα 1927, σελ. 102).
8. Στα πλαίσια της πολιτικής αυτής -ως προς τα εκκλησιαστικό- είναι και η εγκύκλειος του Κυβερνήτη της 15-5-1829 (βλ. Γ. Δυοβουνιώτη: «Αστικοί Νόμοι» - Αθήνα 1902, σελ. 649), με την οποία απαγόρευε στους ηγουμένους των μονών να πωλούν τη μοναστηριακή περιουσία. Κατέληγε μάλιστα η εγκύκλιος εκείνη ως εξής: «...αλλά και όσοι θελήσουν είτε ν' αγοράσουν, είτε να λάβουν εις πολυετές ενοίκιον τα μοναστηριακά υποστατικά, ανάγκη να γνωρίσουν ταυτοχρόχ/ως ειδοποιούμενοι παρ' υμών, ότι πράττουσι έγκλημα, δια το οποίον δεν θα μείνωσιν ατιμώρητοι».
9. Χαρακτηριστικό δείγμα αντικαποδιστριακού μένους του Πολυζωίδη, από την εφημερίδα του «Απόλλων» (Φ. No 52/1832): «Εις το εκλεκτικόυ σύστημα της λεγομένης Κυβερνήσεως προεδρεύει η απόλυτος βία της εξουσίας, ξυλίζει, φυλακίζει, δεσμεύει, ξορίζει, χύνει το αίμα των πολιτών ή φονεύει». Και αργότερα (Φ. No 56) συμπληρώνει: «Έχομεν πληροφορίας ότι καθ' όλην την ελληνικήν επεκράτειαν αι φύλακαί είναι πλήρεις καταδιωγμένων υπό της εξουσίας δια διαφόρους αιτίας. Ο αριθμός των εκτιμάται εις 6-8.000 και το πλείστον αυτών δεν είναι εγκληματίαι, αλλά ενοχοποιημένοι δια πολιτικός δοξασίας». Στις κατηγορίες αυτές απαντά ο Καποδιστριακός Ν. Σπηλιάδης (βλ. «Περιεχόμενα Γενικών Αρχείων του Κράτους», Αθήνα 1974, τομ. 13, σελ. 543): «...ο Κυβερνήτης δεν είναι τύρραννος δεν είναι δεσπότης. Είναι φιλελεύθερος δημοτικός (...) Συκοφαντεί ο «Απόλλων» εις τον τελευταίον αριθμόν. Μόλις αριθμούνται οι φυλακισμένοι καθ' όλην την επικράτειαν μέχρι των εκατόν ογδοήκοντα. Αλλά όλοι δια φόνους, ληστείας και άλλα τοιαύτα εγκλήματα, και εξ' ων πεντέξ δι αποστασίαν ένοπλον...»
10. Ο καποδιστριακός Σπηλιάδης, αναφερόμενος στη δολοφονία του Κυβερνήτη, λέει (βλ. «Περιεχόμενα Γενικών Αρχών του Κράτους» - Αθήνα 1974- τομ. 13, σελ. 540): «Οι Αγγλογάλλοι, οίτινες υπεκίνησαν τους ευ Ύδρα Φαναριώτας και λοιπούς επαρχιακούς να κινηθούν εναντίον του Κυβερνήτου, δεν είχον άλλον σκοπόν βέβαια παρά να τον δολοφονήσουν δια χειρός των ιδίων Ελλήνων. Τοιουτοτρόπως απαλόττωνται από τον άνθρωπον εκείνον, όστις κατέστησεν το ελληνικόν έθνος, εξ υποτελούς ανεξάρτητον από τον Σουλτάνου, αναδείξας αυτό άξιου να κυβερνηθή καθώς όλα τα έθνη της Ευρώπης...». Και συμπληρώνει (ο.π. σελ. 544): «Η απόφασις του να δολοφονήσουν τον κυβερνήτην έγινεν εις Ύδραν, όπου εσυγκροτήθη μια Βουλή από τον Μαυροκορδάτον, τους Κουντουριώτας, τον Ορλάνδον, Βουδούρην, Ζαΐμην, Λόυτου, Ζωγράφου, Τρικούπηυ και άλλους. Ο Ορλάνδος και Μπουδούρης ήσαν εναντίας γνώμης».
11. Θα παραπέμπαμε εδώ στο διαφωτιστικότατο βιβλίο (κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1855 από το X. Φιλαδελφέα): «Διάφορα έγγραφα και επιστολαί εκ της συλλογής τον υποστρατήγου Γενναίου Κολοκοτρώνη, αφορώντα τας κατά το 1832, μετά τον θάνατον του Κυβερνήτου1 /. Καποδίστρια αυμβάσας εις την Ελλάδα ανωμαλίας και αναρχίας», καθώς και στην «Γενική Εφημερίδα» της εποχής (επανεκδόθηκε -σε φωτοτυπική αναπαραγωγή- το 1971)
12. βλ. και «Μακρυγιάνη Απομνημονεύματα» οελ. 57: «Σήμερα ξαναγεννιέται η πατρίδα και αναστένεται, όπου ήταν τόσο καιρό χαμένη και σβυομένη. Σήμερα αναοταίνονται οι αγωνισταί, πολιτικοί, θρησκευτικοί και στρατιωτικοί, ότι ήρθε ο βασιλέας μας, όπου αποχτήσαμε με τη δύναμη του θεού...»
13. βλ. άρθρα για Μάουρερ στα «Τότε» No 12 και 13.
14. Ο Μάουρερ, σε οπωσδήποτε απολογητικό ύφος, λέει: («Ο Ελληνικός Λαός» - Αθήνα 1976, εκδ. Τολίδη, σελ. 402-403): «Ολόκληρη η Ελλάδα είχε χωριστεί σε κόμματα που αλληλομισούνταν με φανατισμό. Τι θάπρεπε να κάνει η νέα Διοίκηση; Να κομματιστεί κι αυτή; και σε ποιό κόμμα να στηριχτεί; Τα «παλικάρια» -ο μοναδικός τότε εθνικός στρατός- ήσαν κι αυτοί ενταγμένοι σε κόμμα και το αντίπαλο κόμμα της μισούσε. Οι κομματικές αυτές αντιθέσεις είχαν φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε τα μέλη της Αντιβασιλείας είχαν ακούσει πολλές φορές Έλληνες να λένε ότι προτιμούν να διοικούνται από ξένους, παρά να τους κουμαντάρουν οι αντίπαλοί τους - και στο σημείο αυτό δεν διέφεραν καθόλου από τους αρχαίους προγόνους τους».
15. βλ. Γ. Αναστασόπουλου: «Ιστορία της ελληνικής βιομηχανίας», τομ. Α', σελ. 54-79.
16. «Έθνος αυτόνομον, εν ω μας θεωρούν οι ξένοι,
Κ’ οι τους οδόντας ξύοντες παράσιτοι, εν γένει
Μας Θέλουν στο πολίτευμα μετά των Γάλλων ίσους,
Ημείς, την χείρα έχομεν δεμένην με αλύσσους.'.))
«Τοξότης» No 2 (Απρίλιος 1840)
17. Ο Κ. Μ. Γράφας (βλ. «Ελληνική πολιτική εγκυκλοπαίδεια -τεύχ. A'- Η A' εθνική συνέλευσις 1843-44» σελ. 72-73) θεωρεί ως οργανωτές του κινήματος τον Άγγλον πρεσβευτή Λόιονς και τον Ρώσον πρεσβευτή Κατακάζη. Και θεωρεί μικρότατη τη λαϊκή συμμετοχή κατά την εξέλιξη του. Ειδικά για τον Καλλέργη, που είχε αρχικά υποστηρίξει ότι συμμετείχαν στο κίνημα 2.000 στρατιωτικοί και 20.000 λαού, γράφει: «Και αν μεν προσεγγίζει ίσως ο αριθμός των ενόπλων στρατιωτών προς την βεβαίωσιν του Καλλέργη, ο αριθμός όμως του φερομένου ως προσελθέντος και συμμετασχόντος του Κινήματος Λαού είναι απολύτως φανταστικός. Απ’ όλας τα πηγάς αλλά και από τον ίδιον τον Καλλέργην εξάγεται το αντίθετον. Προ των Ανακτόρων συνεκεντρώθησαν ο στρατός υπό τον Καλλέργην και οι υπό τους Καλλιφρονάν και Μακρυγιάννην ελάχιστοι οπλοφόροι πολίται. Χαρακτηριστική είνε η εξομολόγησις του ιδίου Καλλέργη προς τον Δραγούμην (Απομνημονεύματα): «Μη βλέπων, λέγει, (όταν έφθασε δια της οδού Αιόλου και Ερμού προ των Ανακτόρων μετά του Τάγματός του) ουδένα πολίτην διέταξα τινάς στρατιώτας να εισέλθουν εις την πόλιν και να διώξωσι προς την Πλατείαν ον τι να απήν των. Εν τοσούτω, συνεχίζει ο ίδιος ο Καλλέργης, ηνεώχθησαν αι φυλακαί, οι εν αυταίς συνέρρευσαν προ του Παλατιού και ούτω στρατιώται, κάτοικοι του Μεντρεσέ και περιτρίμματα της Αγοράς και ελάχιστος αριθμός πολιτών ανεβοήσαμεν ζητούντες Σύνταγμα». Ότε διηγείτο προς εμέ ταύτα, προσθέτει ο Δραγούμης, κάψας προς το ους μου και καγχάσας κατά την συνήθειαν αυτού μου είπεν: «Πόσον ευθηνό αγοράζει δόξαν ο άνθρωπος». Βέβαια δεν αποκλείεται όσον επροχώρει η νυξ και προσήγγιζεν η ημέρα να συνεκεντρώθη βαθμηδόν λαϊκόν τι ποσοστόν είτε εκ των επιδοκιμαζόντων το κίνημα λόγω της προς το καθεστώς αντιπολιτεύσεώς των είτε και εκ περιέργων κλπ. δεδομένου ότι η κίνησις ήρχισε από το μεσονύκτιον της 2 προς την 3ην Σεπτεμβρίου και ετελείωσε την 3 μ.μ. της 3ης Σεπτεμβρίου». Και σχετικά με τον Καλλέργη, μας πληροφορεί ακόμα: «Ωσαύτως ημέρας τινάς μετά το κίνημα όταν ο Καλλέργης, όπως βέβαιοί ο Μακρυγιάννης εις τα απομνημονεύματά του, \ εζήτησεν ακρόασιν από τον Όθωνα και γονυπετώς του εζήτησε συγγνώμην ο Όθων τον εδέξατο ψυχρώς. Ο ίδιος ο Καλλέργης το 1857 επρότείνε εις τον Όθωνα όπως αναλόβη και δια πραξικοπήματος στρατιωτικού κατάλυση το Σύνταγμα, όπερ ο Όθων απέκρουσε...»
18. Για το Σύνταγμα αυτό, ο Κ. Γράφας (ο. π. σελ. 76) γράφει ότι το Σύνταγμα του 1843 «...δεν ήτο τόσον φιλελεύθερον πολύ περισσότερον άκρως φιλελεύθερον όπως ήτο το Σύνταγμα της Τροιζήνος το οποίον υπερέβαινε κατά τας δημοκρατικός αρχάς και ιδέας πάντα τα τότε πολιτεύματα εν Ευρώπη ανακηρύσσον την απόλυτον κυριαρχίαν του Λαού (Σαρίπολος). Ήτο μετριοπαθές συντηρητικόν και φιλομοναρχικόν και απέκλειε πάσαν τάσιν προς δημοκρατισμόν...». Σημειώνουμε ακόμα, ότι η απολυταρχική φιλοσοφία του Συντάγματος-εκείνου, γινόταν σαφής στα άρθρα 24 («Ο βασιλεύς διορίζει και παύει τους υπουργούς αυτού») και 7 («Ο βασιλεύς διορίζει τους γερουσιαστάς ισοβίως»).
19. «Η πολιτική του Όθωνος ήτο η εθνική πολιτική, αναμφιβόλως δε ο ελληνισμός καθήκον είχε τοιαύτην να τηρήση στάσιν, ην ετήρησεν εαν ουδέν ωφελήθη εαν εζημιώθη, τούτο είναι αδιάφορον η θέσις αυτού, το παρελθόν του, η ιστορία του, τοιαύτην διέγραφον πολιτικήν και τούτην ώφειλεν ν' ακολουθήσει ο βασιλεύς, έχων συνείδησιν της εθνικής αποστολής του» (Κυριακίδης A ’, σελ. 674 -βλ. Γ. Φιλάρετου: «Ξενοκρατία και βασιλεία εν Ελλάδι», Αθήνα 1975, σελ. 105).
20. «Σατανική αληθής υπήρξεν η αγγλική ενέργεια, διότι, εν ω δια των πρακτόρων της υπεκίνει τους κατά του Όθωνος στάσεις, προσεποιείτο ενίοτε, ότι προστατεύει αυτόν επί τη ελπίδι να τον προσελκύση!» (Φιλάρετος, ο.π. σελ. 113).
21. βλ. και «Τότε» No 2-3: «Ιουνιανά: Ο άγνωστος εμφύλιος του 1863» - μεταγλωτισμένο απόσπασμα από την «Κατοχή» του Γ. Βώκου (Αθήνα 1905).
22. «Συνήλθεν η Συνέλευσις· κουτσοί, στραβοί, ανάποδοι οποιοιδήποτε και αν ήσαν οι συνελθόντες εις αυτήν, το Έθνος εσιώπησε διότι επεθύμει την ησυχίαν και τάξιν. Εις άλλας ομοίας περιπτώσεις εγένοντο δυο Συνελεύσεις διαφιλονεικούσαι αλλήλαις την νομιμότητα. Ευτυχώς τοιούτον τι δεν συνέβη· ο Λαός απεφάσισε να λησμονήση τας αναιδώς γενομένας κατά τας εκλογάς παρανομίας και είπε προς τους ενδυσαμένους την Εθνικήν Αντιπροσωπείαν: «νόμιμοι μετά παρανόμων συνέλθετε, σας δίδω άφεσιν αμαρτιών, εκπλύνατε δι' εμφρόνων μέτρων, δι' εντίμου διαγωγής, τον ρύπον της ανομίας». (Εφημ. «Ελπίς» 2 Ιουλίου 1863).
23. Αντίθετο, η επιλογή έφερε δυσαρέσκεια στην οικογένεια του νέου βασιλιά. Γράφει η πριγκίπισσα Μαρία -κόρη του Γεωργίου- στις «Αναμνήσεις μιας πεντηκονταετίας 1883-1935», Αθήνα 1951, ,σελ. 13: «Οι γονείς του πατέρα μου δεν ήσαν ενθουσιασμένοι με την σκέψη ότι ο νεαρός υιός τους θα έφευγε τόσο μακρυά, σε μια χώρα τόσο λίγο γνωστή όπως ήταν τότε η Ελλάς, και εδήλωσαν ότι δεν θα έβλεπαν με ευχαρίστηση την αποδοχήν του προσφερόμενου θρόνου. Ο βασιλεύς Φρειδερίκος, αντιθέτως, είχε την γνώμη πως ο πατέρας μου έπρεπε να δεχθή και είπε στον παππού μου πως αν εξακολουθούσε τις αντιρρήσεις του θα διέταζε να τον συλλάβουν. Η δήλωση αυτή έφερε το ποθούμενο αποτέλεσμα».
24. «Ουδέν παράδοξον αν κατά την κρίσιμον τούτην περίστασιν δεν ανεφάνησαν χαρακτήρες έξοχοι. Έθνος τριακονταετή μόνον ζωήν και πολιτικήν ύπαρξιν έχον, και ταύτην υπό άθλιον και βλακώδες κυβερνητικόν σύστημα, υπό ατμόσφαιραν τοσούτω πνιγηρόν, εν η ουδέν άνθος ήνθει, αλλ’ ακάνθαι και τρίβολοι, δεν ήτο δυνατόν να πράξη ότι δια μεγάλων θυσιών, δια διηνεκούς μερίμνης δια πολλού χρόνου αποκτάται υπό έμφρονα και συνετήν κυβέρνησιν. Η ηλικία των εθνών δεν είναι ηλικία των ανθρώπων, αύτη μεν βραχεία, εκείνη δε μακρά. Τριάκοντα έτη υπάρξεως έθνους είναι μηδέν, μια ημέρα, εν τη μιά τοιαύτη ημέρα δεν εκπολιτίζεται ο ληστής, δεν δαμάζεται ο πειρατής δεν καλλιεργούνται εκατομμύρια στρεμμάτων, δεν αποκτώνται πλούτη, δι ’ ων και παιδεία και πάντα το εγκόσμια αποκτώνται» (Εφημ. «Ομόνοια» της Κων/πολης, 10 Οκτ. 1863).
25. «Με τον Όθωνα λήγει η ρωμαντική του έθνους περίοδος.
Με την νέαν δυναστείαν το έθνος βαδίζει προς τον θετικισμόν.
Η μεγάλη του Κουμουνδούρου μορφή και ο Τρικούπης κατόπιν, καθιστούν νοητόν ότι μόνον δια καταλλήλων προπαρασκευών εν τω στρατώ, τω στόλω και τη διπλωματία δύναται η Ελλάς να ακολουθήση τον δρόμον της αποστολής της εν τη Ανατολή...» (Ν. Αποστολοπούλου: «Ο προ της Δημοκρατίας σταθμός - Αθήνα 1932, σελ. 23).
26. «Ο Πρίγκηψ της Δανιμαρκίας, γεννημένος εις ένα βόρειον κλίμα, και αναθρεμμένος εις περιβάλλον απολυταρχικόν, δεν έστεκε με την αμηχανίαν του συμπατριώτου του Αμλέτου προ του κρανίου της νεκρός απολυταρχίας. Όοον κι αν έβλεπε ότι εις την νέαν του πατρίδα η απολυταρχία έχει ταφή δεν χασομερούσε εις το να ερωτά τον εαυτόν του αν αξίζει τον κόπον να βασιλεύη. Ο Πρίγκηψ της Δανιμαρκίας πολύ ταχέως απέκτησεν μιαν νοτίου κλίματος πονηριάν. Και αντί να φιλοσοφή επάνω στον περιορισμό της βασιλικής δυνάμεως, εφρόντιζε να φαίνεται κατά τύπους συνταγματικός βασιλεύς, και να καταργή το Σύνταγμα εις τα παρασκήνια» (Αποστολόπουλος, ο.π. σελ. 36).
27. Έγραφε ο Θ. Δεληγιάννης στην «Πρωία» (1875): «...Αυστηρά μελέτη επί του ελληνικού Συντάγματος ιστορική και νομική, αποδεικνύει ότι σκοπός του Συντάγματος, όντος φυσικώς κράματος μοναρχίας και δημοκρατίας, ήτον ο κολασμός το μεν των κοτζαμπασικών τάσεων, το δε των δημοκρατικών. Συνεστήθη ούτο το μεν μοναρχία αντιπροσωπεύουσα τους κοτζαμπάσηδες, το δε κυβέρνησις υπεύθυνος αντιπροσωπεύουσα τους δημοκρατικούς, εκλεγομένη υπό του λαού, διότι οι λαοί πάντοτε ρέπουν προς την δημοκρατίαν. Ο σκοπός της συμβιώσεως δε ήτ ο, Iνα μήτε η μοναρχία πράττη ότι θέλη, μήτε η κυβέρνησις, η δημοκρατία, κυριαρχή υπέρ το δέον. Κατά το πνεύμα του Συντάγματος η κυβέρνησις όσον φιλόφρων και αν είναι προς τον βασιλέα, όσον και αν ευρίσκεται εις συμφωνίαν τυπικήν, οφείλει να είναι πάντοτε ψυχρό προς την βασιλείαν. Την στιγμήν καθ' ην η κυβέρνησις έλθη εις στενάς σχέσεις μετά της βασιλείας και αρχίση να αναπτύσσεται αμοιβαία συμπάθεια, συνταύτισις αρχών, δεν υφίσταται πλέον Σύνταγμα, αλλά απόλυτος μοναρχία άφευκτος θα είναι εν τω μέλλοντι η συνέπεια».
28. Να ένα χαρακτηριστικό δείγμα γραφής των θαυμαστών της Αγγλίας (από τον πρόλογο του Εμ. Μαυροκορδάτου, στο βιβλίο «Πως κυβερνάται η Μεγάλη Βρετανία», Αθήναι 1882, σελ. ιστ'-ιζ'): «...της Αγγλίας, της κατ' εξοχήν εκείνης χώρας της καλώς εννοουμένης ελευθερίας, της εννόμου τάξεως και της αγαθής πεφωτισμένης και δραστήριου διοικήσεως (...) Δια πολλούς λόγους καθήκον έχομεν να μελετώμεν παν ότι αγγλικόν. Το αγγλικόν έθνος ου μόνον αντιπροσωπεύει την σήμερον τον πολιτισμόν πλέον παντός άλλου έθνους, αλλά τοσούτους έχομεν λόγους βαθεΐας προς αυτό ευγνωμοσύνης, και ειλικρινούς προς το μεγαλείον αυτού θαυμασμού (...) Το αγγλικόν έθνος αείποτε φιλίαν και συμπάθειαν προς την Ελλάδα επεδείξατο (...) Εαν ημείς οι Έλληνες οφείλωμεν να λόβωμεν ως πρότυπον άλλο τι έθνος, τούτο αναντηρρήτως δέον να είναι το αγγλικόν...»
29. Η διπλωματικότητα του Γεωργίου εκφράστηκε και στο θρησκευτικό ζήτημα. Ο γιος του, πρίγκηπας Νικόλαος, δίνει τούτη τη μαρτυρία (βλ. «Τα πενήντα χρόνια της ζωής μου» - Αθήνα 1926, σελ. 13): «Ο πατέρας μου ουδέποτε ηρνήθη την θρησκείαν των πατέρων του (...) Ολίγοι άνθρωποι και ασφαλής ουδείς εκ των μάλλον αμαθών υπηκόων της υπαίθρου, υποπτεύθη ποτέ ότι δεν ηκολούθει την ορθόδοξον πίστιν». Και μας πληροφορεί -στη συνέχεια- ότι διατηρούσε προτεσταντικό παρεκκλήσιο μέσα στα ανάκτορα.
30. βλ. «Τότε» No 15: «Το πικρό τέλος του Χαρίλαου Τρικούπη».
31. Οι «χειρισμοί» του Γεωργίου, ενέπνευσαν τον -αιώνια καταδιωκόμενο-Αλέξανδρο Σούτσο να γράψει (βλ) «Η Τουρκομάχος Ελλάς», Αθήνα 1869, τομ. A', σελ. 123): «Δυο πάντη ορίζοντες υπάρχουσιν εις την Ελλάδα, ο της Αυλής και ο του Έθνους· εις μεν τον πρώτον στενότης, ακινησία, μικρολογία και τρόμος προς παν μέγα· εις μεν τον πρώτον στενότης, ακινησία, μικρολογία και τρόμος προς παν μέγα· εις δε τον δεύτερον ευρύ της, κίνησις, μεγαλοπραγμοσύνη και πόθος ενδόξου παρελθόντος, συναίσθησις άδοξου παρόντος και προσδοκία ευτυχέστερου μέλλοντος. Πας την Αυλήν πλησιάζων Έλλην, έστω,και Αντώνιος Κρεζής, υποβλέπεται υπό του Έθνους και ηθικώς καταναλισκεται...»
32. Αποφασιστικό ρόλο, στη διαμόρφωση της αντίληψης αυτής, έπαιξε η ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα.

ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

Εκτός οπό τη βιβλιογραφία που περιέχεται στις «σημειώσεις», για τη σύνταξη αυτού του άρθρου χρησιμοποιήθηκαν και τα έργα:
I. Κορδάτου: «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας»
Γ. Ασπρέα: «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος»
Γ. Ρούσου: «Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους»
Κ. Παπαρρηγόπουλου: «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (με συμπλήρωμα Π. Καρολίδη)
Α. Πολυζωίδη: Γενική Ιστορία (με συμπλήρωμα Γ. Κρέμου).

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
ΤΟΤΕ...
ΤΕΥΧΟΣ Νο 22
ΑΘΗΝΑ

1985


from ανεμουριον https://ift.tt/2HIr0Ad
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη