Μάρτυρες και μαρτυρίες

27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941, Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ. ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΜΕΡΑ ΥΨΩΝΕΤΑΙ Η ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΣΒΑΣΤΙΚΑ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΒΡΑΧΟ. «ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΙΣ ΧΙΤΛΕΡΙΚΕΣ ΣΗΜΑΙΕΣ, ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΕΣ, ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΑΙΡΙΑΖΑΝΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΑΛΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ. Ο ΗΛΙΟΣ ΤΙΣ ΕΠΕΠΛΗΞΕ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΤΙΜΩΡΗΣΕ, ΞΕΘΩΡΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΙΣ...», ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ.
ΜΕΤΑ το θρυλικό φεγγοβόλημα της δόξας του Σαράντα ήρθε το πένθιμο λυκόφως της Κατοχής. Η άλωση της Αθήνας από τους Γερμανούς στις 27 Απριλίου 1941 εσήμανε την απαρχή της τετράχρονης στυγνής δουλείας. Το Κλεινόν Άστυ, επίκεντρο παγκόσμιας αίγλης, βυθίστηκε σε ψυχικό σκότος. Ακάνθινος γίνεται ο δάφνινος στέφανος. Η πείνα, οι στερήσεις, η εκπόρθηση της εθνικής και ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η αυτοάμυνα. Η μάχη στο μέτωπο γίνεται τώρα μάχη αυτοσυντήρησης. Αντί δόρυ, ασπίδα. Η ζωή εν ταφώ. Όμως η προάσπιση της ελευθερίας αποτελεί για τον Έλληνα ζωτική ανάγκη. Τα κλειστά παντζούρια όταν έμπαινε η θωρακισμένη μεραρχία του στρατάρχη Λιστ στην πρωτεύουσα, ήταν η πρώτη αντιστασιακή πράξη του ελληνικού λαού. Σε λίγες μέρες, ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας, ξερίζωναν με τα χέρια, με τα δόντια τους, τη χιτλερική σημαία που κυμάτιζε στην Ακρόπολη. Βαριά η σκιά της εχθρικής σημαίας, βαρύς ο στεναγμός του σκλαβωμένου λαού. Όμως, η σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό δεν άντεξε στον χρόνο. Αμείλικτη η ρήση του Γιάννη Τσαρούχη: «Θυμάμαι τις χιτλερικές σημαίες, κατακόκκινες, που δεν ταιριάζανε με την απαλότητα του αττικού τοπίου. Ο ήλιος τις επέπληξε και τις ετιμώρησε, ξεθωριάζοντας τις, κάνοντας τις κεραμιδιές, σαν το χρώμα του νερωμένου κόκκινου κρασιού. Τις μετέτρεψε σε ταπεινά χρώματα». Η γαλανόλευκη, αν και κρυμμένη στα σεντούκια,, νικούσε σιωπηλά το σύμβολο της βίας, για να κυματίσει και πάλι θριαμβικό στην απελευθέρωση. Οι παρακάτω ανέκδοτες μαρτυρίες αποτελούν αυθεντικά τεκμήρια της τότε εποχής. Μνήμες αειθαλείς που δείχνουν, με ανάγλυφο ρεαλισμό, την υπεροχή του πνεύματος επί της βίας.

Ένας Νεοζηλανδός θυμάται

Τραυματίστηκα στη Μάχη της Κρήτης. Οι Γερμανοί με μετέφεραν αεροπορικώς στην Αθήνα σ' ένα πρώην παρθεναγωγείο που είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο για αιχμαλώτους πολέμου. Ενώ τα τραύματα μου επουλώνονταν, έμαθα για φίλους Έλληνες έξω, που ήταν έτοιμοι να μας βοηθήσουν. Στο μεταξύ μεταφέρθηκα σ' ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων στην Κοκκινιά, όχι μακριά από το νοσοκομείο. Εκεί μάθαμε περισσότερα για τις φιλικές διαθέσεις των Αθηναίων που έστελναν μυστικά μηνύματα προσφερόμενοι να μας βοηθήσουν και μας έκαναν νοήματα από ταράτσες του έξω δρόμου. Πράγματι, βοήθησαν μερικούς από τους συντρόφους μου, που πέτυχαν να περάσουν έρποντας κάτω από το συρματόπλεγμα. Η κατάσταση του ποδιού μου δεν βελτιωνόταν και μ' έστειλαν πίσω στο νοσοκομείο αιχμαλώτων πολέμου. Ένα ηλιόλουστο απόγευμα παρατήρησα από την ταράτσα ότι οι Γερμανοί σκοποί φαίνονταν νυσταγμένοι. Άρπαξα το δισάκι μου της απόδρασης που περιελάμβανε μεταμφίεση με πολιτικά ρούχα, ένα χάρτη και τροφή. Και σύρθηκα κάτω από το συρματόπλεγμα χωρίς να με αντιληφθούν οι σκοποί. Πήγα σ' ένα κοντινό προάστιο και μου δόθηκε καταφύγιο μέχρι να νυχτώσει από μια Ελληνίδα νοικοκυρά. Το ίδιο βράδυ ο άντρας της με πήγε σ' ένα από τα σπίτια κοντά στο στρατόπεδο, όπου είχα δει φιλικά νοήματα. Με υποδέχτηκε μια κοπέλα Ελληνίδα που με οδήγησε στο εμπορικό τμήμα της Κοκκινιάς. Εκεί με έκρυψε ένας οδοντίατρος μαζί με δυο από τους συντρόφους μου που είχαν δραπετεύσει νωρίτερα. Ήταν μέλος της ομάδας της Λέλας Καραγιάννη σε ένα τομέα που διοικούσε ο Άγγελος Αβέρωφ. Ο Ηλίας και ο αδελφός του Σωτήρης, αρτοποιοί, ο Καζάρσης βετεράνος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και μετά καταστηματάρχης και η Ηλέκτρα Καραγιάννη, η κόρη της. Οταν οι Γερμανοί άρχισαν να ψάχνουν την περιοχή μεταφερθήκαμε στον Πειραιά και μετά, με ταχεία μεταφορά και με λεωφορείο, στο σπίτι του Πασχάκη. Η κυρία Καραγιάννη, ο Αβέρωφ, ένας κοσμηματοπώλης που τον έλεγαν Πάλλη και ο Παπαστράτος, ο καπνοβιομήχανος κανόνισαν για χρήματα να αγοραστεί ένα καΐκι. Αποβιβαστήκαμε νύχτα από τον Πειραιά κάτω από την προστατευτική επιτήρηση της ελληνικής αστυνομίας. Το πλήρωμα μας ήταν ένας ακόμη Ηλίας και ο Λευτέρης ο μηχανικός, δέκα Έλληνες, ένας Εβραίος, ένας Αυστραλός και δύο Βρετανοί, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού μου. Με πολύ λίγα τρόφιμα, περιορισμένο νερό και ανεπαρκή προμήθεια βενζίνης, ξεκινήσαμε.
ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΟ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ: ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΥΠΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΣΕ ΤΡΑΠΕΖΑΚΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ. ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΜΕΝΟΙ ΣΕ ΜΙΑ ΗΡΕΜΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ, ΠΟΥ ΟΜΩΣ ΠΡΙΝ ΠΕΡΑΣΕΙ ΚΑΙΡΟΣ ΘΑ ΕΧΕΙ ΜΕΤΑΒΛΗΘΕΙ ΣΕ ΕΦΙΑΛΤΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΘΗΝΑΙΟΥΣ (ΣΥΛΛΟΓΗ Μ. Γ. ΤΣΑΓΚΑΡΗ).
Νιώθω αιώνια ευγνωμοσύνη για τους Έλληνες, που ρισκάρισαν τόσα πολλά για χάρη μου και για χάρη των άλλων συμμάχων στρατιωτών κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρ' όλη την πείνα, εγώ ποτέ μου δεν πείνασα... Δεν θα μπορούσε κανένας άλλος λαός να είναι πιο θαρραλέος. (Roy Farran, Νέα Ζηλανδία)

Ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο

Τρίτη 28 Οκτωβρίου. Σαν σήμερα ένα χρόνο πριν. Ποιος μπορούσε να το φανταστεί; Ποιος; Ξεκίνησα πεζή για την Αθήνα. Το αυτοκίνητο του Ψυχικού χάλασε προ ημερών. Προχωρώντας προς τη λεωφόρο Πανεπιστημίου, είδα μπρος στο άγαλμα του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε' γονατιστούς πολλούς φοιτητές. Πλησίασα και στάθηκα και εγώ. Εκείνη τη στιγμή άρχισαν να ψάλουν τον Εθνικό Ύμνο.
OΙ ΑΝΗΜΠΟΡΟΙ, ΤΑ ΑΝΗΛΙΚΑ ΠΑΙΔΙΑ, ΟΙ ΑΠΟΚΑΜΩΜΕΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, ΟΛΟΙ ΣΤΟΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ ΑΓΩΝΑ ΤΗΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ, ΣΤΟΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ ΘΑΝΑΤΟ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΛΠΙΖΕ ΣΕ ΚΑΠΟΙΟ ΜΕΛΛΟΝ ΚΑΙ ΠΟΥ ΜΕΤΡΟΥΣΕ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΗ ΜΕΡΑ (ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΓΙΝΗΣ ΓΟΥΤΟΥ).
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΗ ΑΘΗΝΑ. ΑΝΕΒΑΣΜΕΝΟΙ ΟΠΩΣ ΟΠΩΣ ΣΕ ΕΝΑ ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟ ΚΑΜΙΟΝΙ, ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΡΗΓΑ ΦΕΡΑΙΟΥ, ΜΕΤΑΞΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ, ΠΡΟΣ ΤΗ ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΤΟΥ ΒΥΡΩΝΑ (ΣΥΛΛΟΓΗ Ν. Ε. ΤΟΛΗ).
Θέλησα κι εγώ να τραγουδήσω, αλλά λυγμοί έπνιγαν τη φωνή μου. Σαν τελείωσε ο ύμνος σηκώθηκαν όρθιοι και με μια φωνή φώναξαν «Ζήτω η Ελλάς»! (Ημερολόγιο Μαρίας Μαρκογιάννη)

«Κακή συμπεριφορά»

Στους «Ζώναρς» μια κυρία βγάζει ένα τσιγάρο, το βάζει στα χείλη της και επιδεικτικά ψάχνει στο σάκο της, φανερά για σπίρτα. Ένας γαλάντης Γερμανός αξιωματικός ανάβει τον αναπτήρα του και της προσφέρει φωτιά. Εκείνη ξερά αρνείται και ζητεί στο γκαρσόνι που περνά την ίδια ώρα ένα σπίρτο. Αυτή η ιστορία έγινε αιτία παραπόνων και έφτασε μέχρι πρωθυπουργού Τσολάκογλου, ως δείγμα της «κακής συμπεριφοράς» μας. (Ημερολόγιο Αλεξάνδρας Αντ. Παπαδοπούλου)

Ο «σαλταδόρος»

Το είδα με τα μάτια μου. Ένα γερμανικό αυτοκίνητο, φορτηγό, γεμάτο κουραμάνες (ψωμί) κατεβαίνει τη λεωφόρο Αθηνάς και στρίβει για να μπει Ερμού. Κόβει ταχύτητα. Ο σωφέρ διευθύνει από ένα σκεπασμένο κουβούκλιο, ανοιχτό μπροστά και στη μέση το κουβούκλιον έχει ένα μικρό παραθυράκι. Βέβαια, υπάρχει ο καθρέφτης που βλέπει ο οδηγός πίσω και πλάι. Λοιπόν, στη στροφή του αυτοκινήτου ένα Ελληνόπουλο αναρριχάται στο αμάξι και πετά, ρίχνει στον πεινασμένο κόσμο κουραμάνες. Βέβαια, το παλικάρι έχει και την παρέα του. Θα έρριξαν πάνω από 15 κουραμάνες και αθόρυβα πηδά κάτω στο δρόμο, ή μάλλον στο πεζοδρόμιο, γεμάτος χαρά και ψυχραιμία! Αυτού του είδους το σαμποτάζ ξαναγένηκε πολλές φορές. Και επανελήφθη εναντίον των Ιταλών, που κουβαλούσαν κουραμάνες με ανοιχτά φορτηγά αμάξια. (Περικλής Παπαχατζιδάκης)

Τα παιδιά του Ιησού

Αυτά τα παιδιά άρχισαν να πληθαίνουν σιγά σιγά, να κατεβαίνουν κοπαδιαστά από τις συνοικίες προς τους κεντρικούς δρόμους και να τους πλημμυρίζουν τούφες τούφες, όπως οι μύγες στους ακάθαρτους χώρους. Σχηματίζουν μεγάλες ομάδες, πεινασμένες αγέλες που μετακινούνται διαρκώς, κάθονται, εξαντλημένα όπως είναι από την πείνα, και ξανασηκώνονται. Ορίζουνε τους αρχηγούς τους. Η ευφυΐα της δυστυχίας ανιχνεύει την πόλη. «Στη Μητρόπολη μετά τη λειτουργία της Κυριακής, μοιράζουν αντίδωρο».
Η ΠΕΙΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ, Η ΚΥΝΙΚΗ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΕΝΟΣ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ ΛΑΟΥ ΣΤΟΝ ΑΡΓΟ ΘΑΝΑΤΟ ΑΠΟ ΥΠΟΣΙΤΙΣΜΟ. Ο ΣΠΑΡΑΓΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΗ ΤΩΝ ΜΑΝΑΔΩΝ, ΤΑ ΑΦΑΝΙΣΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΤΑ ΑΣΑΡΚΑ ΜΕΛΗ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΗΣΜΕΝΕΣ ΚΟΙΛΙΕΣ. ΟΙ ΠΕΣΟΝΤΕΣ ΣΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΧΑΡΑΚΩΜΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΑΣ, ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΔΕΝ ΣΤΗΘΗΚΕ ΠΟΤΕ ΕΠΙΣΗΜΟ ΜΝΗΜΕΙΟ (ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΓΙΝΗΣ ΓΟΥΤΟΥ).
Στα στερημένα χρόνια της Κατοχής το λάδι το πουλούσαν στη Μαύρη Αγορά και ήταν κάτι σαν χρυσάφι για τους καταπονημένους, από την επισιτιστική κρίση και την πείνα του '41 ― 42, Αθηναίους (πηγή: Βάσου Π. Μαθιοπουλου, «Εικόνες Κατοχής», εκδ. «Ερμής», Αθήνα 1990).
Το αντίδωρο είναι βέβαια μια μπουκιά ψωμί που συμβολίζει το σώμα του Χριστού και μοιράζεται στους χριστιανούς. Ένας λόχος από σκελετωμένα παιδιά, περιμένει μπροστά στην Αγία Πύλη τον ιερέα, να βγει με το δίσκο του. Φτάνει η μεγάλη στιγμή. Ορμάνε απάνω του, γίνονται όλα ένα κουβάρι κάτω στο δάπεδο, πάνω από τις μπουκιές. Ο Χριστός δεν θα έπρεπε να λάβει θέση στο επεισόδιο, μια που επρόκειτο για το δικό του σώμα. Αν μπορούσε ωστόσο, να βλέπει και να σκέφτεται πάνω από την εικόνα του, θα 'πρεπε να έχει συγκινηθεί. Θα ήταν αυτή μια από τις λίγες φορές που το σώμα του δεν θα πήγε χαμένο. «Αφετε τα παιδία ελθείν...». Αλλά, από την επόμενη Κυριακή, οι χωροφύλακες δεν τα άφηναν. (Νικηφόρος Βρεττάκος)

Κατάθεση

Καθώς πεινάγαμε στην Κατοχή / η Μάνα κι ο Πατέρας μου / πούλησαν για να ζήσουμε / τ' ασημικά και τα χρυσαφικά τους. / Έτσι, δε μ' άφησαν θυμητικό / άλλο απ' τη χρυσή καρδιά τους. (Χρήστος Ε. Κατσιγιάννης)

Για μια μπουκάλα λάδι

Μια μέρα κατεβαίναμε με τη μητέρα μου από το πράσινο τραμ στο τέρμα Ιπποκράτους. Μαζί μας ταξίδευε και μια γυναικούλα χλωμή και κακομοιριασμένη, που κρατούσε σαν πολύτιμο θησαυρό μια μπουκάλα λάδι. Την εποχή εκείνη, όπως είναι γνωστό, το λάδι το πουλούσαν στη μαύρη αγορά και ήταν κάτι σαν χρυσάφι. Την ώρα που κατεβαίναμε, δεν κατάλαβα πως κάποιος ίσως την έσπρωξε τη γυναίκα, και η μπουκάλα της γλύστρισε από τα χέρια και έπεσε σπάζοντας με κρότο πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου. Το λάδι άρχισε να χύνεται αθόρυβα και ασταμάτητα. Η γυναικούλα αλαφιασμένη, ουρλιάζοντας, έπεσε στα γόνατα και με τις χούφτες της προσπαθούσε ― μάταια βέβαια ― να περισώσει ό,τι μπορούσε από το πολύτιμο υγρό. Με σπαραχτικές κραυγές, με τρελές κινήσεις, υπακούοντας σε μια παράλογη λογική, γεμάτη αναφιλητά, έσερνε τις χούφτες της πάνω στις πλάκες προσπαθώντας να κατορθώσει το ακατόρθωτο, ενώ το λάδι αδιάφορα χυνόταν και χυνόταν κάτω απ' τα σαστισμένα βλέμματα των περαστικών που μαζεύτηκαν και κοιτούσαν αναστατωμένοι, γιατί όλοι ήξεραν πολύ καλά πως το τίμημα για ένα μπουκάλι λάδι ήταν πολύ βαρύ ― άλλοτε η προίκα της κόρης, χρυσαφικά, έπιπλα, λίρες κι ό,τι μικρό θησαυρό έχει ένας άνθρωπος για ώρα ανάγκης. (Λένα Παππά)

Παρά λίγο: Εκτέλεση

Ένας καφετζής και θεατρίνος προπολεμικά θέλησε να κλείσει τον πατέρα μου για παραστάσεις στο καφενείο του. Ο κόσμος ξέχναγε την πείνα του με τον Καραγκιόζη. Παλιότερα, όταν ο Καραγκιόζης μιλούσε για πείνα, όλοι γελούσανε. Ενώ στην κατοχή πεινούσανε οι θεατές, πεινούσε κι ο Καραγκιόζης. Ο καραγκιοζοπαίκτης όμως επηρέαζε τον κόσμο με ηρωικά έργα του '21.
ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΜΠΛΟΚΟ ΣΕ ΛΑΪΚΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ. ΣΚΙΤΣΟ ΤΟΥ ΦΩΚΙΩΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ. ΤΑ ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΤΙΚΑ ΜΠΛΟΚΑ, Ο ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΝ ΣΥΝΟΙΚΙΩΝ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΝΔΡΩΝ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ ΥΠΟΠΤΩΝ ΜΕ ΥΠΟΔΕΙΞΗ ΤΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΩΝ ΚΑΤΑΔΟΤΩΝ, ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΜΟΝΙΜΟΣ ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΠΟΥ ΣΚΙΑΖΕ ΤΗ ΒΑΣΑΝΙΣΜΕΝΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ (ΠΗΓΗ: ΦΩΚ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, «ΣΚΙΑ ΠΑΝΩ ΑΠ' ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ», ΕΚΔ. «ΜΑΡΗ», ΑΘΗΝΑ).
Έβγαινε στο πανί ένας καπετάνιος και τον καταχειροκροτούσε, γιατί ο σκλαβωμένος τον έβλεπε σαν δικό του απελευθερωτή από τους Γερμανούς. Έπειτα από λίγο καιρό, αρρώστησε ο πατέρας μου και τον αντικατέστησα εγώ, χωρίς να ξέρω καλά καλά από παράσταση. Έτσι ξεκίνησα και τελικά παρέμεινα, παίζοντας πολλά ηρωικά έργα παρμένα από την ιστορία μας. Μια μέρα, ζωγραφίζαμε με τον πατέρα μου την αφίσα ενός έργου μου, της «καταστροφής του Δράμαλη». Πίσω από τη σκηνή υπήρχε μια κουζίνα κι ένα δωμάτιο. Ξαφνικά έρχεται ο γιος του θεατρίνου, ο Σπύρος. «Ζωγράφιζε εσύ», μου λέει. Τον παίρνω από πίσω και βλέπω να ρίχνει σ' ένα τσουβάλι χειροβομβίδες, σφαίρες κι ένα πιστόλι που τα 'χε κρυμμένα μέσα στα φούρναλα και να πηδάει από το παράθυρο. Έπειτα από δέκα λεπτά έρχεται ένας χωροφύλακας με δυο κομμαντατούρ και με πάνε γραμμή στην Αθήνα, με την κατηγορία ότι σκότωνα Γερμανούς στην παράσταση. Ευτυχώς με ήξερε ο διερμηνέας, ο οποίος εξήγησε στο Φρούραρχο ότι είμαι καλλιτέχνης του θεάτρου Σκιών, με εγκωμίασε και γλύτωσα, γιατί εκεί μέσα όποιος πάταγε το πόδι του, πήγαινε κατευθείαν για εκτέλεση. (Ευγένιος Σπάθαρης)

Η εκδρομή βγήκε ξινή

27 Ιουνίου 1943, ημέρα Κυριακή. Η πλατεία Συντάγματος γεμάτη νεολαία, σαν κάθε κυριακάτικο πρωινό, έχει μετατραπεί σε γήπεδο αθλοπαιδιών. Εδώ μια παρέα παίζει βόλεϊ, παρακεί ποδόσφαιρο, άλλοι έχουν στήσει χάμω το γραμμόφωνο και χορεύουν, άλλοι παίζουν μπιζ, και ανάμεσα τους τρέχουν πιτσιρίκια παίζοντας κυνηγητό. Στο πιο χαμηλό σημείο της πλατείας, ακριβώς απέναντι από την Έρμου είναι η αφετηρία των τραμ για το Φάληρο. Εμείς, μια μικρή παρέα από τη μαθητική νεολαία της Ε.Π.Ο.Ν., έχουμε έρθει εδώ από πολύ νωρίς. Σκούντα ― βρόντα μπήκαμε στο τραμ. Ούλεν, Φλοίσβος, Μπάτης, Εδεν. Εδώ τελειώνει η διαδρομή. Στο Εδεν δεν μας άρεσε να μείνουμε. Πολυκοσμία, είπαμε, και προχωρήσαμε με τα πόδια προς τον Άλιμο. Η πλαζ βρίσκονταν σε πλήρη εγκατάλειψη. Κολυμπήσαμε, παίξαμε τις βουτιές, μουλιάσαμε μέχρι που παπουδιάσαμε κι όταν μας έζωσε η πείνα για καλά αποφασίσαμε να βγούμε. Βρεγμένοι όπως είμασταν και δροσεροί αρχίσαμε να ξετυλίγουμε τα πακετάκια μας με τα φαγιά: «Τι έφερες εσύ; Ταραμοσαλατα από ελιές;» «Εγώ έφερα ρεβυθοκεφτέδες.» «Κι εγώ κεφτέδες έφερα, μα είναι από σούπα του μπακάλη.» Ανοίγω κι εγώ το δικό μου φαγητό. Σε ένα τσικλετάκι έχω φασόλια σαλάτα, πιάζι που τα λέμε εμείς οι Πολίτες, με μπόλικες ελιές. Απλώσαμε χάμω τα φαγιά μας σε κοινό τραπέζι, κρατούμε κοντά μας μόνο τη μερίδα μας το ψωμί. Δεν είχαμε προλάβει να βάλουμε μπουκιά στο στόμα μας ακόμα, όταν ξαφνικά ακούμε ένα μπουμπουνιτό, ένα κακό, κι αμέσως μετά κάτι σαν κεραυνούς να πέφτουνε δίπλα μας. «Πέστε όλοι χάμω! Βομβαρδισμός στο αεροδρόμιο!» Φωνές, τσιρίδες. Εμείς όμως δεν βαστιόμασταν. Τρέξαμε ως το τέρμα της πλαζ προς το αεροδρόμιο και πεσμένοι στα τέσσερα σκαρφαλώσαμε ως το ύψος του δρόμου από κάτι χυμένα μπάζα και χώματα που βρήκαμε εκεί. Ακριβώς απέναντι άρχιζε το αεροδρόμιο. Κάτι αεροπλάνα παρκαρισμένα κοντό στο διαχωριστικό συρματόπλεγμα είχαν πάρει φωτιά και τα πολυβόλα τους που είχαν ανάψει κι αυτά γύριζαν γύρω ― γύρω αδειάζοντας τις σφαίρες τους. Πιο πέρα βαθειά μέσα στο αεροδρόμιο είχε ντουμανιάσει ο τόπος, καπνοί, κουρνιαχτός. Παραληρούσαμε από χαρά. Επιτέλους οι σύμμαχοι αποφάσισαν να ασχοληθούν και με μας. Λες να ετοιμάζονται για απόβαση; Μπροστά προς το Φάληρο έτρεχε κόσμος πολύς. Οι πιο πολλοί ήταν εργάτες από το αεροδρόμιο κι ανάμεσα τους μικρά παιδιά που δούλευαν κι αυτά εκεί για την κουραμάνα. Θυμάμαι μάλιστα ένα από αυτά να προσπαθεί να τρέξει σέρνοντας το ποδαράκι του στην άσφαλτο, αφήνοντας πίσω αιματοκηλίδες. Δεν ήταν ο μόνος τραυματίας. Μέσα στους εργάτες φαίνεται πως είχε γίνει μεγάλη θραύση. (Νέλλη Ιορδανίδου)

Έδιναν ό,τι είχαν

Είχε καταρρεύσει ο Μουσολίνι και είχε αναλάβει ο Μπαντόλιο. Οι Γερμανοί, εκδικούμενοι έπληξαν τους Ιταλούς στρατιώτες αιχμαλώτους των στην Ελλάδα βαναύσως. Ενθυμούμαι ήταν πρωινό, την ώρα που οι υπάλληλοι και οι εργάτες επήγαιναν στην εργασία τους. Οι Γερμανοί, αφού αφόπλισαν τους Ιταλούς, τους πήγαιναν σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, στο Γουδί. Κατά μήκος της οδού Β. Σοφίας, ήταν συγκινητικό να βλέπεις όλους τους παρατυγχάνοντας Έλληνας να δίδουν ό,τι είχαν, στους αιχμαλώτους των Γερμανών Ιταλούς στρατιώτες: το κολατσιό τους, τα τσιγάρα τους, σπίρτα, αναπτήρες, χρήματα. (Τάσος Παρπαίρης)

Προμήνυμα θανάτου

Ήμουν στη φυλακή, κρατούμενος των Γερμανών. Την παραμονή της τραγικής Πρωτομαγιάς του 1944 διεδόθη, ότι θα έπαιρναν για εκτελέσεις και από τον δικό μας θάλαμο. Μόνον όσοι ζήσανε αυτή την αγωνία μπορούν να νιώσουν τη θέση μας εκείνη τη βραδιά. Ιδιαιτέρως θυμάμαι την ολονύκτια τρεμούλα και τον ψυχικό τράνταγμα ενός γνωστού τότε ηθοποιού, ο οποίος έτρεμεν όλη τη νύχτα, ωσάν να είχε πάρει μήνυμα από τον Ίδιο το θάνατο. Το πρωί πήραν από τον θάλαμο μας δύο κρατουμένους: ένα 17χρονο νέο και τον άτυχο ηθοποιό. (Θανάσης Μίχας)

Μπλόκο στην Πλατεία Άγαμων

Συνέβη λίγους μήνας πριν αναχωρήσουν οι Γερμανοί. Ήμουν στο Βοτανικό, όταν πήρα ένα επείγον τηλεφώνημα από την αδελφή μου που με επληροφόρει ότι ολόκληρος η Πλατεία Άγαμων όπου ήταν η κατοικία μας, είχε μπλοκαρισθεί από μηχανοκίνητα και τεράστιο αριθμό Γερμανών που κρατούσαν πολυβόλα και άλλα βαρέα όπλα.
12 Οκτωβρίου 1944. Το πλήθος πανηγυρίζει στους δρόμους της Αθήνας. Πηγή: www.lifo.gr
Και το αγωνιώδες τηλεφώνημα της αδελφής μου (που εγνώριζε ότι μερικάς ασελήνους νύκτας μετά την τακτικήν μου πεζοπορίαν είχα το χόμπυ να γράφω στους τοίχους τας λέξεις Ε.Α.Μ. και ΝΑ ΦΥΓΟΥΝ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ και μάλιστα ανορθόγραφον για να φαίνεται ότι είναι επιτακτική ανάγκη και απαίτησις του αγραμμάτου και αδούλωτου Λαού) εγένετο με τον σκοπόν να μάθει, εάν εις το σπίτι διατηρώ τίποτε προκηρύξεις πατριωτικού περιεχομένου, ώστε να τας κάψει. «Δεν έχω τίποτε ενοχοποιητικόν» της είπα. «Μην κάψεις τίποτα. Εάν θέλεις σώνει και καλά να κάψεις κάτι, κάψε τον κουβά. Την βούρτσαν άστην ανέπαφον. Εάν κάνουν έρευνα, πες τους ότι είμαι εικαστικός και άνθρωπος του χρωστήρος. Έρχομαι». Σε μισή ώρα ήμουν στην πλατεία, ανάστατος και καταϊδρωμένος. Οι Γερμανοί που εφροντιζαν για την υγείαν του Λαού, έφερον βαρέως το γεγονός ότι υπήρχον λαδεμποροι που έκρυπτον το λάδι και εις ένα δένδρον είχαν κρεμάσει δύο εμπόρους που είχαν αποθήκη λαδιού, για να κτυπήσουν αποτελεσματικά τον μαυραγοριτισμόν. Καθείς μπροστά του είχεν μία πινακίδα που έγραφεν ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ. Τα ρούχα τους έμοιαζαν με πυτζάμες και εφαίνονται ότι είχαν βασανισθεί. (Μποστ Χρύσανθος Μποσταντζόγλου).

Και πάλι ελεύθεροι

12 Οκτωβρίου 1944. Στο δρόμο προς το κέντρο της πόλεως ακούγαμε ψιθιριστά από τους διαβάτας πως οι Γερμανοί φεύγουν σήμερα, πως οι στρατιωτικοί έχουν ήδη φύγει κ.λπ. Μια στιγμή όλως τυχαίως, συναντήσαμε τον Δήμαρχον Αθηνών και εις ερώτημα μας για τις παραπάνω ειδήσεις, μας απαντά: «Ναι, είναι αλήθεια. Σε λίγο θα πάμε στον Άγνωστο για μια σύντομη τελετή για την αποχώρηση των». Κατά τας 11 περίπου, έχοντες πάντα τα βλέμματα εστραμμένα προς την Ακροπολιν, είδαμε πως η σημαία που θύμιζε κάθε στιγμή την σκλαβιά μας δεν ήταν πια στην θέση της. Ξαφνικά γέμισε η Σταδίου από διάφορο κόσμο παραληρούντα από ενθουσιασμό, ενώ από τα διάφορα μπαλκόνια υψωνότανε η Γαλανόλευκη. Δεν έμεινε μάτι χωρίς να δακρύσει. (Ημερολόγιο Δημ. Μ. Δαμαλά Ανακοίνωση Δημ. Ν. Λαϊνά).

ΚΩΣΤΑΣ Ν. ΧΑΤΖΗΠΑΤΕΡΑΣ - ΜΑΡΙΑ ΦΑΦΑΛΙΟΥ ΔΡΑΓΩΝΑ
ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΑΘΗΝΑ
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ
1999


from ανεμουριον https://ift.tt/32iNNwa
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη