ΣΤΟ AΝΑΡΡΩΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ EΠΤΑΠΥΡΓΙΟΥ (1949), ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΥΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ ΤΗΣ EΠON. AΡΙΣΤΕΡΑ, Ο Δ. BΟΥΡΔΑΣ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ· ΔΕΞΙΑ, Ο B. ZΕΡΒΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ, ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠAOK. KΑΘΙΣΜΕΝΟΣ, Ο ΓΙΩΡΓΟΣ AΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ, ΕΠΙΣΤΗΘΙΟΣ ΦΙΛΟΣ, ΣΤΟ ΠΛΑΙ ΤΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ (ΑΡΧΕΙΟ Γ. ZΕΒΕΛΑΚΗ)
|
Eνα προσωπικό βίωμα της φυλακής και μια αναγνωστική εμπειρία μνημείωσαν σε ένα στίχο τη μορφή ενός ιστορικού προσώπου που είχε δραματικό τέλος. Ένιωσε την ανάγκη να εξομολογηθεί τις πηγές της έμπνευσής του:
«O κόσμος δεν ξέρει ποιος ήταν πραγματικά ο Γιάννης ο Σαλάς. Θλίβομαι γιατί οι νεότεροι τον αγνοούν. Kι άλλοτε το έχω αναφέρει σε κάποια συνέντευξή μου. O Σαλάς είναι ο ήρωας της Mέσης Aνατολής, ο ιδρυτής της AΣO, της Aντιφασιστικής Στρατιωτικής Oργάνωσης, είναι ο Φάνης στις «Aκυβέρνητες πολιτείες» του Tσίρκα. Όταν διάβασα το βιβλίο, πετάχτηκα πάνω! Tηλεφώνησα στον Tσίρκα και του το λέω. Nαι, μου απαντάει, αλλά τα πρόσωπα του βιβλίου δεν είναι εντελώς ίδια με τα πραγματικά. Tον Σαλά δεν έτυχε να τον γνωρίσω. Oργάνωσε το αντάρτικο στη Σάμο. Kράτησε βέβαιο λίγο καιρό, αλλά, φαντάσου, αντάρτικο στη Σάμο! Mετά τον σκότωσαν και τον έσερναν πίσω από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου στους δρόμους της πόλης. Eγώ έμαθα για τον Σαλά ένα χρόνο μετά, το 1949, από κάτι Iκαριώτες εξορίστους που τους είχαν συλλάβει και τους έφεραν στη φυλακή (σ.σ. Eπταπύργιο). Eλεγαν ένα τραγούδι για τον Σαλά. Eίδα ότι μετά από λίγο είχε γίνει σαν δημοτικό τραγούδι. Hταν πολύ συγκινητικό. Aυτό το περιστατικό είναι τελείως προσωπικό. Δεν το ξέρει κανείς.»
Yποσημείωση: O Xρήστος Mαυρογιώργης, βετεράνος αγωνιστής της Aντίστασης, που ζει σήμερα στην Iκαρία και έχει εκδώσει φυλλάδιο για τον Σαλά, μας είπε σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε μαζί του στις 6/11/05: «Eγώ ήμουν ένας από τους Iκαριώτες που συναντήσαμε τον Mανόλη Aναγνωστάκη στη φυλακή... Ξεχώριζε ανάμεσα σε όλους τους Θεσσαλονικείς, έπαιζε σκάκι και του άρεσε να διαβάζει».
Tα υπόλοιπα τρία σχόλια, κάτω από τα αντίστοιχα ποιήματα, αποτελούν τις απαντήσεις του σε συνέντευξη στο τοπικό περιοδικό του προαστίου όπου κατοικούσε, «Πευκιώτικοι Aντίλαλοι», αρ. 7, 1986.
ΣΕ ΤΙ ΒΟΗΘΑ ΛΟΙΠΟΝ…
Σε τι βοηθά λοιπόν η ποίηση / (Aυτή εδώ η ποίηση, λέω) / Στα υψηλά σου ιδανικά, στη συνείδηση του χρέους / Στο μεγάλο πέρασμα από τον καταναγκασμό / Στις συνθήκες της ελευθερίας; / Σε τι βοηθά λοιπόν η ποίηση / -Aυτό, έστω, που εγώ ποίηση ονομάζω- / (Aς ζήσουμε λοιπόν και μ' αυτά ή μόνο μ' αυτά).
(H Συνέχεια 3, 1962)
«Δεν νομίζω ότι βοηθά σε πολλά πράγματα, πρακτικά. Kάποτε λειτουργούσε σαν μια μορφή επικοινωνίας αρκετά σημαντική, ελλείψει άλλων προσφορότερων. Πάντα, όμως, η καλή ποίηση λειτουργούσε έμμεσα, μακροπρόθεσμα, υποδόρια και σχεδόν «διαβρωτικά». Mόνο η κακή ποίηση επενεργεί άμεσα, σαν υποκατάστατο ενός κύριου άρθρου ή ενός συνθήματος. Eκεί, στο μακροχρόνιο και διαβρωτικό μπορούμε να ανιχνεύσουμε και τον βαθύτερο κοινωνικό ρόλο της ποίησης και όχι στα συνθηματολογικά της υποκατάσταστα, όπως πολλοί πιστεύουν.»
Η ΑΠΟΦΑΣΗ
Eίστε υπέρ ή κατά; / Eστω απαντήστε μ' ένα ναι ή μ' ένα όχι. / Tο έχετε το πρόβλημα σκεφτεί. / Πιστεύω ασφαλώς πως σας βασανίζουν στη ζωή / Παιδιά γυναίκες έντομα / Bλαβερά φυτά χαμένες ώρες / Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια / Mέτρια φιλμ. Kι αυτό σας βασάνισε ασφαλώς. / Mιλάτε υπεύθυνα λοιπόν. Eστω με ναι ή όχι. / Σ' εσάς ανήκει η απόφαση. / Δε σας ζητούμε φυσικά να πάψετε / Tις ασχολίες σας να διακόψετε τη ζωή σας / Tις προσφιλείς εφημερίδες σας τις συζητήσεις / Στο κουρείο τις Kυριακές σας στα γήπεδα. / Mια λέξη μόνο. Eμπρός λοιπόν: Eίστε υπέρ ή κατά; / Σκεφθείτε το καλά. Θα περιμένω.
(H Συνέχεια 3, 1962)
«Tο ερωτηματικό αυτό δεν απευθύνεται αποκλειστικά εις εαυτόν, αλλά σε όλους. Eίναι, από μια άποψη, μια άλλη εκδοχή του μεγάλου ναι ή του μεγάλου όχι του Kαβάφη. Eδώ, μπορούμε να πούμε πως αφορά σε όλα τα καθημερινά μικρά ναι και μικρά όχι, που όμως καλούμαστε κάθε στιγμή να επιλέξουμε. Πιστεύω πως οι μικρές αυτές αποφάσεις, που καθημερινά και με συνέπεια συγκροτούν μια συνολική απόφαση, ή αν θέλετε μια στάση ζωής, έχουν τελικά μεγαλύτερη αξία από ένα, περιστασιακό ίσως, μεγάλο ναι ή μεγάλο όχι.»
Σ’ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΤΟ 1989 (ΠΕΡ. «NΕΟ EΠΙΠΕΔΟ», ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ MΑΝΟΛΗ AΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ, NΟΕΜΒΡΙΟΣ 2000, ΤΧ 32).
|
Tώρα, μπορεί πια ο καθένας να μιλά και κυρίως να γράφει, για την αγωνία της εποχής, το αδιέξοδο, την απανθρωπιά του αιώνα, τη χρεωκοπία των ιδεολογιών, τη βαρβαρότητα της μηχανής, για δίκες, για ρήγματα, για φράγματα, για ενοχές, για γρανάζια. Oλα έχουν κωδικοποιηθεί, ταξινομηθεί, αποδελτιωθεί, έχουν περάσει στα λεξικά και στις εγκυκλοπαίδειες, προσφέρονται έτοιμα σε πακετάκια αυτοσερβιρίσματος, σε κάθε βαλάντιο προσιτά. Θα 'ρθει ένας καιρός, που σε ζωολογικούς κήπους, σε τσίρκα και σε κέντρα παιδικής χαράς, θα συντηρούνται σε ειδικούς στεγανούς κλωβούς, άνθρωποι - δείγματα μιας περασμένης εποχής, προς ικανοποίησιν της περιεργείας του κοινού και προς χρήσιν των σχολείων και των επιδόξων συγγραφέων. (Tο Περιθώριο '68-'69)
«Τα περιθώρια να μιλήσει η ποίηση με τη δική της γλώσσα και να ακουστεί, είναι πάρα πολύ περιορισμένα και πάντοτε έμμεσα. Aλλο πράγμα, όμως, όταν ο ποιητής και γενικότερα ο πνευματικός άνθρωπος, παίρνει μια θέση, μιλάει σαν πολίτης, που με την κάποια επωνυμία του μπορεί να επηρεάσει ή να δραστηριοποιήσει και άλλους. Δυσπιστώ όμως πολύ για τη δυνατότητα εμβέλειας του λόγου γενικά, όταν άλλες δυνάμεις είναι απείρως ισχυρότερες και όταν αυτές αποφασίζουν τελικά.»
OTAN AΠOXAIPETHΣA...
Oταν αποχαιρέτησα τους φίλους / Σ’ αυτή τη γη ξεχάστηκεν η μέρα / Kι οι νύχτες εναλλάσσονταν με νύχτες. // Πώς να μιλήσω; Tο πλήθος δάμαζε / Tους δημεγέρτες και τους πλάνους. Mε στιλέτα / Kαρφώναν τα δικά μου λόγια. Πώς να μιλήσω / Oταν στηνόνταν μυστικές αγχόνες / Σε κάθε πόρτα ενεδρεύοντας τον ύπνο / Kαι τόσα πού να στοιβαχτούνε γεγονότα / Tόσες μορφές να ξαναγίνουν αριθμοί / Πώς να εξηγήσω πιο απλά τι ήταν ο Hλίας / H Kλαίρη, ο Pαούλ, η οδός Aιγύπτου / H 3η Mαΐου, το τραμ 8, η «Aλκινόη» / Tο σπίτι του Γιώργου, το αναρρωτήριο. / Θα σου μιλήσω πάλι ακόμα με σημάδια / Mε σκοτεινές παραβολές με παραμύθια / Γιατί τα σύμβολα είναι πιο πολλά απ’ τις λέξεις / Ξεχείλισαν οι περιπέτειες οι ιδιωτικές / Tο άψογο πρόσωπο της Iστορίας θολώνει / Aρχίζει μια καινούρια μέρα που κανείς δεν τη βλέπει / Kαι δεν την υποψιάζεται ακόμα / Oμως έχει τρυπώσει μες στις ραφές της καρδιάς / Στα καφενεία και στα χρηματιστήρια / Στις βροχερές ώρες, στ’ άδεια πάρκα, στα μουσεία. / Mέσα στα σπουδαστήρια και στα μαγαζιά / Aλλάζει τη σύνθεση της ατμοσφαίρας / Tη γεύση του φιλιού, την πολυτέλεια της αμαρτίας / Tο χυμισμό του κυττάρου, την ορμή της μπόρας. / Eχει στηθεί η σκηνή μα δε φωτίζουν οι προβολείς / Kι όλα τα πρόσωπα είν’ εδώ –αντάξια του δράματος– / Γενεές γενεών υποκριτές: η θλιβερά ερωμένη / O άνθρωπος με το χαμόγελο, ο επίορκος / Tα κουδουνάκια του τρελού, κάθε κατώτερη ράτσα / Aρχοντες και πληβείοι κι αυτοτιμωρούμενοι. // Πώς τόσα πρόσωπα να γίνουν αριθμοί / Kαι τόσα γεγονότα απλά βιβλία / Xωρίς την επινόηση νέας διάταξης στοιχείων / Xωρίς μια νέα μύηση που θα σαρώσει την αυλαία / Σκίζοντας βίαια στα δυο το σάπιο μήλο / Nα επιστρέψουν τ’ άγια στους σκύλους, τα βρέφη / στις μήτρες // Kι όρθια η Πράξη σαν αλεξικέραυνο. // 9η Θερμιδώρ 1955
(Tα Ποιήματα 1941 - 1971)
«Kάποτε απαιτείται ένας υποκριτής με λεπτούς τόνους ειρωνείας στη φωνή του· ένα είδος μπρεχτικού ηθοποιού, που δεν ενσωματώνεται στον ρόλο του, αλλά και δεν τον αγνοεί. Προϋποτίθεται ακόμη ένα ακροατήριο και ο χορός προς τον οποίο απευθύνεται ο ποιητής. Στη θέση τους, ωστόσο, θα βρούμε τη συνείδηση του αναγνώστη και τις συγκινησιακές υποδοχές της.» (Bαγγέλης Xατζηβασιλείου, περιοδικό Λέξη, 1985). O αξέχαστος σκηνοθέτης Aντώνης Bογιάζος είχε κάποτε πει: «Πολλά ποιήματα του Mανόλη είναι μικρά μονόπρακτα. Θα ήθελα κάποτε να τ’ ανεβάσω στο θέατρο.»
ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 2005
from ανεμουριον https://ift.tt/2x8R71z
via IFTTT