![]() |
| Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ «ΙΚΕΤΙΔΩΝ» ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΣΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΔΕΛΦΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ ΤΟΥ 1927 |
Ήτανε στη χαραυγή του αιώνα, οι πρώτοι μήνες του, όταν ο δεκαοκτάχρονος Άγγελος ήρθε σε πρώτη και ουσιαστική επαφή με τη δραματική πράξη. Υποκινημένος από τη φλογερή του ιδιοσυγκρασία, από την ανησυχία και την εγρήγορση μπροστά σε μια νέα εποχή που ξεκινούσε απ' τη λατρεία του για το αρχαίο πνεύμα, βρέθηκε απ' την αρχή σχεδόν ανάμεσα στους νέους και τις νέες που περιτριγύρισαν τον κοντό, ραχιτικό ανθρωπάκο που μιλούσε για το θέατρο με λόγια πρωτάκουστα. Έτσι, ο έβδομος γιος του καθηγητή ξένων γλωσσών από τη Λευκάδα, φοιτητής Νομικής, έγινε ένας από τους πιο πιστούς «Μύστες» και ενθουσιώδες μέλος του πρώτου θιάσου της «Νέας Σκηνής». Η γνώση της γαλλικής γλώσσας διευκόλυνε πολύ την επαφή του με το νεοφερμένο στην Ελλάδα Κωνσταντίνο Χρηστομάνο και η επιρροή των νεωτεριστικών ιδεών που έφερνε απ' το Παρίσι ο συγγραφέας της «Κερένιας Κούκλας» στιγμάτισε ανεξίτηλα το νεαρό Λευκαδίτη, περισσότερο ασφαλώς απ' όλους τους άλλους. Οι επιφυλάξεις και τα μειδιάματα του θεατρικού και δημοσιογραφικού κατεστημένου για τις ρηξικέλευθες διακηρύξεις της «Νέας Σκηνής» αντιμετωπίσθηκαν χάρη στην αφοσίωση των συνεπαρμένων παιδιών που αποτελούσαν τους ακόλουθους του Χρηστομάνου. Στην πρώτη σειρά ο Άγγελος Σικελιανός, παράφορος και λάβρος, υποστηρικτής των οραμάτων για αναμόρφωση του ελληνικού θεάτρου.
Θεατρική εμπλοκή
Η θεατρική του μετάληψη απ' την ιδεολογία περνάει στην εμπειρία της πράξης όταν η «Νέα Σκηνή» εγκαθίσταται στο ανακαινισμένο θέατρο της Ομόνοιας. Πρώτος ρόλος του στην ιψενική «Αγριόπαπια», όπου ο προβληματισμός του Νορβηγού συγγραφέα με τη ρεαλιστική ενατένιση, αναλυμένος και απ' το σκηνοθέτη με την αντίληψη των προοδευτικών ρευμάτων της εποχής, επηρεάζουν βαθιά τον νεαρό Σικελιανό. Η αφοσίωση του είναι απόλυτη. Στρέφει οριστικά την πλάτη στη Νομική επιστήμη και δίνεται στο θέατρο. Δεύτερη συμμετοχή του μέσα στο 1901 ο ρόλος στη «Λοκαντιέρα» του Γκολντόνι, όπου συνεργάζεται και στη γλωσσική απόδοση, αφού γνωρίζει πολύ καλά και την ιταλική γλώσσα. Η κορύφωση της θεατρικής του εμπλοκής με τη «Νέα Σκηνή» είναι η προετοιμασία και το ανέβασμα της «Άλκηστης» του Ευριπίδη που γίνεται το καλοκαίρι του 1902. Σ' όλο το διάστημα των προβών ακούει, μιλάει, διαβάζει, αναλύει σκέψεις και πληροφορίες για την αρχαία τραγωδία, για τον Ευριπίδη, για τον κόσμο της κλασικής εποχής. Τα τρία έργα της «Νέας Σκηνής», στων οποίων τη διαδικασία ως και την παράσταση είχε καθολική συμμετοχή, σημάδεψαν ολόκληρο τον πνευματικό του βίο. Μετά και τη συμμετοχή του στο έργο «Η τελευταία απ' όλες» (1903) οι δεσμοί του με τον Χρηστομάνο χαλαρώνουν. Ο δημιουργός της «Νέας Σκηνής» αρχίζει υποχρεωτικά να υπαναχωρεί σε πολλά απ' όσα ευαγγελιζόταν, πιεζόμενος από την πραγματικότητα. Προσαρμόζεται στα δεδομένα. Αυτό απογοητεύει τους πιο ένθερμους απ' τους μαθητές του. Πρώτος ο Σικελιανός.
Έχει ήδη διοχετευθεί πολλή απ' τη ζέση του στη φλέβα της ποίησης. Από το 1902 δημοσιεύει τα πρώτα ποιήματα του στο περιοδικό «Διόνυσος». Ωστόσο, καινούργιες εντυπώσεις θα τον συνεπάρουν: Οι αρχαιότροποι χοροί της Ισιδώρας Ντάνκαν έχουν παραστατικό και λυρικό κύτταρο και από το καλοκαίρι του 1906 θα βρίσκεται στριμωγμένος ανάμεσα στους περίεργους και τους θαυμαστές της των χορών της εκκεντρικής Αμερικανίδας, στο σπίτι που έκτισε στην τοποθεσία Κοπανάς, εκεί που αργότερα θα γίνει η συνοικία Βύρωνας. Στην αρχαιολατρική εκείνη ατμόσφαιρα γνωρίζει την Εύα Πάλμερ, φίλη και συνεργάτιδα της Ντάνκαν, την ερωτεύεται και τον επόμενο χρόνο παντρεύονται στην Αμερική. Ωστόσο, φαίνεται πως δεν απομακρύνθηκε από τη δραματική έκφραση γιατί, κατά τη μαρτυρία του Ρενέ Πιο, είχε αρχίσει να γράφει μια τραγωδία, «τα φτερά του Ίκαρου» που θεωρείται χαμένη. Παρότι μετά το γάμο του βρίσκεται σε συνεχή μετακίνηση κι ενώ φαίνεται να έχει κυριευθεί ολοκληρωτικά από τον Ορφέα δεν αποκόβεται ολότελα απ' τη λατρεία του Διονύσου. Το 1909 έχει σχεδιάσει μια τραγωδία για τον «Βύρωνα» καθώς μας πληροφορεί ο Γ. Π. Σαββίδης. Δεν βρίσκεται όμως ούτε στίχος κι απ' αυτήν.
Η επόμενη θεατρική στάση του είναι οι περίφημες Δελφικές Εορτές που μαζί με τη γυναίκα του πρωτοστατούν στη διοργάνωση τους. Είναι η ολοκληρωμένη έκφραση της μεγαλεπήβολης ιδέας του να γίνουν οι Δελφοί κέντρο μιας παγκόσμιας αμφικτιονίας, με απώτερο στόχο μια πνευματική συναδέλφωση όλων των λαών. Πολύ χαρακτηριστικά το ιδεολογικό υπόβαθρο των Δελφικών Εορτών καθώς και η συμμετοχή μιας θεατρικής παράστασης στη σύλληψη τους, διατυπώνεται στο βιβλίο της Αν Ανθονι Greek Holiday (μετάφραση Λίνας Κάσδαγλη) «...Στα πρώτα χρόνια μετά το 1920, απογοητευμένος από την αποτυχία της κοινωνίας των Εθνών, ο Άγγελος σκέφτηκε την ιδεαλιστική Δελφική Ιδέα για να ενώσει τα έθνη όλης της γης σε μια πνευματική κοινωνία με έδρα τους Δελφούς, όπου οι τέχνες της ειρήνης και της καλής θέλησης θα αναπτύσσονται σ' ένα Πανεπιστήμιο. Η συγκέντρωση θα άρχιζε με ένα αρχαίο δράμα για να οδηγηθούν, όσοι θα παρευρίσκονταν, στην κατάλληλη ψυχική κατάσταση μέσ' απ' τη συναισθηματική εμπειρία». Ο τραγικός λόγος και ο αρχέγονος μύθος, η σημασία των Δελφών στον αρχαίο κόσμο, η υψηλοφροσύνη της αγωνιστικής άμιλλας, οι χοροί, όλα αυτά επιστρατεύθηκαν για να εκφράσουν το πνεύμα της παγκοσμιότητας. Απ' την άποψη αυτή η αποτελεσματικότητα της Δελφικής ιδέας ήταν άκαρπη, τόσο στην πρώτη διοργάνωση τον Μάιο του 1927, την λαμπρότερη, όσο και στην επανάληψη της το 1930.
Οι θεατρικές παραστάσεις και στις δύο Δελφικές Εορτές, ο «Προμηθέας Δεσμώτης» στην αρχική απόπειρα και οι «Ικέτιδες» στην επόμενη. Αν όμως δεν έφεραν τη συναδέλφωση των λαών οι Δελφικές πρωτοβουλίες του Σικελιανού σημείωσαν σημαντικά θεατρικά επιτεύγματα. Έβαλαν για πρώτη φορά το αρχαίο δράμα στο φυσικό του χώρο· οι δύο τραγωδίες του Αισχύλου παίχθηκαν στο αρχαίο θέατρο των Δελφών. Πρότειναν επίσης μια συνεχή και επαναλαμβανόμενη ενιαύσια διοργάνωση με παραστάσεις αρχαίου δράματος που μετά τον πόλεμο (1954) καθιερώνεται στην Επίδαυρο. Προέκυψε και κάτι άλλο ιδιαίτερα αξιοσημείωτο. Η Εύα Πάλμερ-Σικελιανού που σκηνοθέτησε, χορογράφησε και έντυσε τα πρόσωπα των τραγωδιών και των χορών εισηγήθηκε τολμηρές προτάσεις στην αναβίωση του αρχαίου δράματος που αποτέλεσαν σταθερό δεδομένο σε πολλές απ' τις μετέπειτα απόπειρες, ιδίως στο χορό και στη χρησιμοποίηση της βυζαντινής μουσικής.
![]() |
| Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ: Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΙ Η ΕΥΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΑΘΛΗΤΩΝ ΣΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΤΟΥ 1930 |
Παρότι ο Άγγελος δεν είχε καμία συμμετοχή στην πραγματοποίηση όλων όσα έγιναν στους Δελφούς, είναι αναμφισβήτητο πως η δική του εμψυχωτική παρουσία ήταν παντού. Στο θεατρικό του βίο πρέπει επομένως να συμπεριληφθούν οι αγαθές συνέπειες των Δελφικών Εορτών, χωρίς να παραλείψουμε να τονίσουμε ότι η καλλιτεχνική δημιουργία αναλογεί αποκλειστικά στην Εύα.
Θεατρικές δημιουργίες
Οι δραματουργικές του ανησυχίες ωστόσο δεν κατασιγάζουν. Τον ίδιο αυτό χρόνο των δεύτερων Δελφικών Εορτών, το 1930 δηλαδή, δημοσιεύεται ένα απόσπασμα απ' την τραγωδία «Αριάδνη» που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, ενσωματώθηκε όμως στον «Ασκληπιό», ένα έργο που έγραφε περιοδικά από το 1916. Ακολουθεί «Ο τελευταίος Ορφικός Διθύραμβος ή ο Διθύραμβος του Ρόδου». Βλέπουμε πως μέχρι εδώ δεν τον εγκαταλείπει ποτέ η διάθεση του να γράψει θέατρο και φυσικά η επιθυμία τα έργα του να γνωρίσουν τη δικαίωση της σκηνής. Πιο συγκεκριμένη γίνεται η θεατρική του παραγωγή από το 1940 και μετά. Μέσα στα 11 χρόνια που είναι το υπόλοιπο του βίου του (πεθαίνει το 1951) παράλληλα με την ποιητική του παραγωγή γράφει και τέσσερις ολοκληρωμένες τραγωδίες. Λανθάνουν όμως άλλες δύο, ενώ για μια ακόμα που αναγγέλθηκε βρέθηκαν λίγοι στίχοι. Το 1940 γράφει τη «Σίβυλλα» που δημοσιεύεται το 1944 στη «Νέα Εστία». Το 1942 τελειώνει τον «Δαίδαλο στην Κρήτη» και το 1946 τον «Χριστό στη Ρώμη». Τον επόμενο χρόνο γράφει την τελευταία τραγωδία του «Ο Χριστός Λυόμενος ή ο θάνατος του Διγενή». Οι δύο αμφισβητούμενες, που απλώς αναγγέλθηκαν χωρίς να έχει εξακριβωθεί αν γράφτηκαν ποτέ, είναι ο «Ιησούς στο Σταυρό» και ο «Σιμών ο Μάγος» που εμφανίζονται σαν τίτλοι, η πρώτη το 1929 και η δεύτερη το 1934. Σχετικά πρόσφατα η Ρίτσα Φράγκου-Κικίλια βρήκε λιγοστούς στίχους στο Αρχείο Σικελιανού, στο Μουσείο Μπενάκη, από μια ακόμα τραγωδία του που κι αυτή είχε αναφερθεί, τον «Δαίδαλο στη Σικελία».
Καθόλου ευκαταφρόνητο ποσοτικά το θεατρικό έργο του Σικελιανού. Αν υπολογίσουμε τα νεανικά χρόνια της «Νέας Σκηνής», τη θεατρική συνεισφορά των Δελφικών Εορτών και στην ίδια μερίδα λογαριάσουμε και τα δραματουργικά του ποιήματα αθροίζουμε ένα πλούσιο θεατρικό βίο. Οι τραγωδίες του ωστόσο δεν ευτύχησαν σκηνικά. Έχουν λόγο μεγαλόστομο, πληθωρικό και ακατάσχετο. Μέσα σ' αυτούς τους ποιητικούς χείμαρρους τα πρόσωπα δεν χαρακτηρίζονται αδρά και τα πάθη τους ξεθυμαίνουν. Όλα τα έργα εμφορούνται από δυσπρόσιτα ιδεώδη και μεγαλειώδη οράματα. Σε όλα κυριαρχεί το μεσσιανικό στοιχείο και η προσδοκία ενός καλύτερου κόσμου με τον ευαγγελισμό μιας μεταβολής προς το δικαιότερο και μια οικουμενική συναδέλφωση.
![]() |
| ΣΚΙΤΣΑ-ΞΥΛΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΠΟΥ ΚΟΣΜΟΥΝ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ «Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ» ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ |
![]() |
| ΣΚΙΤΣΑ-ΞΥΛΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΠΟΥ ΚΟΣΜΟΥΝ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ «Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ» ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ |
Ο Σικελιανός δεν αξιώθηκε να δει ούτε ένα από τα έργα του να παρασταίνετε. Με μια τέτοια πρόθεση έρχεται στην Ελλάδα η Εύα Σικελιανού μετά τον θάνατο του. Γράφει σχετικά η Κούλα Πράτσικα. «Οταν η Εύα επέστρεφε το 1952 στην Ελλάδα και ακριβώς πριν φύγει για τη μοιραία μετάβαση της στους Δελφούς είχα την τιμή να καθίσει τις τελευταίες δύο εβδομάδες της ζωής της στο σπίτι μου(...) Εδώ μας εκμυστηρεύθηκε ότι θα ήθελε να στήσει άλλη μια φορά μια παράσταση στους Δελφούς με τη συνεργασία όλων μας. Αλλά τώρα δεν θα έπρεπε να είναι πια παγκόσμιες πνευματικές γιορτές αλλά μνημόσυνο για να τιμηθεί η μνήμη του Αγγέλου (...) Να παιχτεί μια τραγωδία του, ίσως ο «Δαίδαλος», και να τον παίξουν χωρικοί από τα γύρω χωριά που η ίδια θα γνώριζε τον τρόπο να τους μάθει να εκφράσουν τον ποιητικό λόγο με αλήθεια και συγκίνηση...». Η μοίρα επενέβη και η Εύα δεν κατόρθωσε να επιχειρήσει αυτό το ανέβασμα. Πέθανε ύστερα από λίγες μέρες στους Δελφούς.
Ο «Διγενής»
Το καλοκαίρι του 1957 ο Νίκος Χατζίσκος αποφασίζει να ανεβάσει τον «Διγενή» στο θέατρο του Κήπου στο πλαίσιο του εορτασμού των 30 χρόνων από τις Δελφικές Εορτές. Συνεργάτες έχει τον Μάνο Χατζιδάκι στη μουσική και τον Γιάννη Τσαρούχη στα σκηνικά και τα κοστούμια. Το ανέβασμα είναι δύσκολο, οι αντιξοότητες πολλές και η πρεμιέρα όλο αναβάλλεται για να δοθεί τελικά στις 27 Ιουλίου. Στο μεταξύ έχει ανάψει μια συζήτηση για τη θεατρικότητα των τραγωδιών του Σικελιανού. Στις επιφυλάξεις που διατυπώνονται απαντάει μια έρευνα της εφημερίδας «Βραδυνή» όπου ο ανθός του πνευματικού μας κόσμου εκφράζει τις απόψεις του. Είναι χρήσιμο να παραθέσουμε τις πιο αντιπροσωπευτικές. Πέτρος Χάρης: «Η απόφαση του κ. Χατζίσκου να διδάξει με τον θίασο του τον Διγενή δεν είναι μόνο πολύ αξιέπαινη αλλά και τολμηρή. Γιατί απλούστατα το ελληνικό θέατρο δεν έχει προετοιμάσει ακόμα τον θεατή να παρακολουθεί έργα με την ποιότητα που κλείνει ο Διγενής και την τεχνική που διάλεξε ο Σικελιανός για να την προβάλει. Ποιητικό είναι το θέατρο του Σικελιανού και δεν προσφέρεται στις παλιές και παγιωμένες πια συνήθειες του θεατρικού κοινού...».
Ευάγγελος Παπανούτσος: «Βέβαια ο Άγγελος Σικελιανός είναι ποιητής και όχι δραματουργός. Ο λυρικός λόγος είναι το εκφραστικό του όργανο και η μεγάλη, η ανυπέρβλητη δύναμις του. Επομένως και στις τραγωδίες του η ποίησις με τις καθαρές συγκινήσεις της πρέπει πρώτα να αναζητηθεί».
Σωκράτης Καραντινός: «Έχω την ιδέα πως όσοι συζητούν την θεατρικότητα των τραγωδιών του Σικελιανού ή δεν τις έχουν καλά διαβάσει ή δεν έχουν την ευκολία να μεταφέρουν με τη φαντασία τους ένα γραφτό κείμενο στο χώρο του θεάτρου, ή είναι αθεράπευτα υποκείμενοι στην τυποποιημένη μορφή (συνταγή) της σύγχρονης σκηνικής οικονομίας και δεν φτάνουν να δουν τη δύναμη που έχει ο τραγικός ποιητικός λόγος».
Ανδρέας Καραντώνης: «Η θεατρικότητα των τραγωδιών του Σικελιανού ενώ υπάρχει κατά το μέτρο που μπορεί να υπάρξει σε μια τραγωδία εντελώς αρχαϊκής μορφής -σκεφθείτε π.χ. τη θεατρικότητα των «Ικέτιδων» ή την «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου- έγκειται κατά κύριον λόγον στην ουσίαν, την ενάργεια και το δραματικό πνευματικό περιεχόμενο των συμβόλων και του μεγαλειώδους ποιητικού λόγου».
Παντελής Πρεβελάκης: «Η θεατρικότητα! Πριν από ενάμισι μήνα περίπου μου ‘χε δοθεί η αφορμή να πω μερικά λόγια για την περιλάλητη θεατρικότητα. Είχα προσπαθήσει να ξεχωρίσω την μάταιη ταραχή του σύγχρονου ανθρώπου από την εσωτερική ένταση της αληθινής δραματικής ποίησης, την ένταση που ξεσπάει μέσα στην καρδιά του θεατή περισσότερο παρά μπρος στα μάτια του...».
Λόγο είχε φυσικά και η κριτική. Ο Κ.Ο. (Κώστας Οικονομίδης) στο ΕΘΝΟΣ έγραψε πως «...Το έργο ολόκληρο είναι έμμετρη διαλεκτική και πανανθρώπινο κήρυγμα. Η μεγαλόστομη ποίησις του Σικελιανού αναπληρώνει ό,τι λείπει σε θεατρικότητα...». Και ο Άγγελος Τερζάκης στο ΒΗΜΑ: «...Το έργο είναι γραμμένο στην αρρενωπή χυμώδη γλώσσα του Σικελιανού και έχει ωραιότατους στίχους. Το πρώτο μέρος περιέχει και το δραματικά σημαντικότερο υλικό, αποδίδει σκηνικά και πρέπει να επαινεθεί ο κ. Χατζίσκος για τον τρόπο που το έχει ανεβάσει (...) Πολύ λιγότερο αποδίδει το δεύτερο μέρος και είναι θεατρικά πιο αδρανές...». Τον τελευταίο λόγο τον είχε όμως το κοινό κι αυτό δεν συγκινήθηκε από το πρώτο ανέβασμα έργου του Σικελιανού παρότι η παράσταση του Διγενή προβλήθηκε σαν μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός. Στις 3 Αυγούστου ο Χατζίσκος άλλαξε έργο.
Η «Σίβυλλα»
Η αποτυχία του πρώτου ανεβάσματος δεν πτόησε τον Σωκράτη Καραντίνα. Οταν ήταν διευθυντής στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος επανέλαβε τον «Θάνατο του Διγενή» με σκηνοθέτη τον Κανέλλο Αποστόλου. Πρεμιέρα στις 17 Ιουλίου 1975. Το 1960 το Εθνικό Θέατρο ανεβάζει την «Σίβυλλα» σε παράσταση ανεπίσημη με τη φροντίδα του Καραντινού. Η ίδια τραγωδία ανεβαίνει επίσημα και με όλους τους κανόνες στις 29 Οκτωβρίου 1962 στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος με σκηνοθεσία του Σωκράτη Καραντινού. Έπειτα από τρία χρόνια, στις 18 Σεπτεμβρίου 1965 σε σκηνοθεσία και πάλι του Καραντινού, η «Σίβυλλα» ξανανεβαίνει στο Κρατικό της Θεσσαλονίκης. Επαναλαμβάνεται και τον επόμενο χρόνο.
Το Εθνικό Θέατρο ανεβάζει τον Οκτώβριο του 1981 και πάλι τη Σίβυλλα» με σκηνοθέτη τον Γιώργου Μεσσάλα. Είναι απαραίτητο να σημειωθεί πως στις περισσότερες παραστάσεις Αθήνας και Θεσσαλονίκης την Σίβυλλα έπαιξε η Άννα Συνοδινού. Συνολικά τέσσερα ανεβάσματα, ενώ από μια φορά έπαιξαν η Θάλεια Καλλιγά (Θεσσαλονίκη 1962) και η Μιράντα Ζαφειροπούλου (Θεσσαλονίκη 1966).
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1997
from ανεμουριον https://ift.tt/3cw9nSn
via IFTTT




