Άγνωστα έργα

Της Ειρήνης Οράτη

Αγνωστα έργα του Α. Τάσσου ανακαλύπτονται συχνά σε διάφορες παλιές συλλογές, σε συλλογές ιδιωτών κυρίως που είχαν ένα πρώιμο ενδιαφέρον για τη χαρακτική και συγκέντρωσαν πρωτόλια έργα Ελλήνων χαρακτών, κυρίως στην περίοδο 1930-40. Πρόκειται για μια δεκαετία που η ελληνική χαρακτική γνώρισε πρωτοφανή ανάπτυξη. Η Πρώτη Πανελλήνιος Εκθεσις Ελληνικής Πρωτοτύπου Χαρακτικής το 1938 και οι Πανελλήνιες του 1938, 1939 και 1940 δημιούργησαν στην Αθήνα ένα κοινό για τη χαρακτική, το οποίο ως επί το πλείστον προμηθευόταν τα έργα από τους ίδιους τους χαράκτες, διατηρώντας και μια προσωπική σχέση μαζί τους. Αυτός είναι και ο λόγος που οι περισσότερες από αυτές τις συλλογές έχουν μια ομοιογένεια περιεχομένου και αντιπροσωπεύουν απόλυτα τη συγκεκριμένη εποχή.

Οι συλλογές περιέχουν έργα γνωστά έως τώρα μόνο από περιγραφές ή -σπανιότερα- από δημοσιεύσεις. Η ανακάλυψή τους καλύπτει ολοένα και περισσότερα κενά, εξισορροπώντας σε ποσότητα τα έργα της προπολεμικής με τη μεταπολεμική περίοδο. Αν υπολογίσει κανείς ότι η ελληνική χαρακτική αποκτά την ξεχωριστή της υπόσταση μόλις πριν από τον πόλεμο, είναι πάρα πολύ σημαντικό για την ιστορία της να έρχονται στο φως έργα που αποτέλεσαν την αρχή της.

Εντοπισμός των έργων

Μετά το θάνατο του Α. Τάσσου, το 1985, δημιουργήθηκε το 1986 η Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών «Α. Τάσσος», από φίλους και συνεργάτες του, με διπλό σκοπό: να αναδεί-ξει το έργο του και να βοηθήσει έμπρακτα του νέους Ελληνες χαράκτες. Η Εταιρεία, θέλοντας να συγκεντρώσει και να αρχειοθετήσει κάθε έργο του Τάσσου, άρχισε αμέσως την έρευνα για τον εντοπισμό χαμένων ή άγνωστων έργων. Ελάχιστα υπήρχαν στο προσωπικό του αρχείο και αυτά ήταν κυρίως έργα σπουδαστικά. Ολα τα υπόλοιπα βρέθηκαν σε ιδιωτικές συλλογές, οι οποίες ανήκουν στην κατηγορία που αναφέρθηκε παραπάνω.
«Εργάτες», 1932, (ξυλογραφία σε πλάγιο ξύλο, Συλλογή Ιονικής Τράπεζας).
Τα έργα του Τάσσου, ιδίως μετά το 1950, είναι, λίγο ως πολύ, γνωστά. Από τη δεκαετία αυτή έχει ανακαλυφθεί μέχρι στιγμής μόνο ένα τελείως άγνωστο έργο, ενώ βρέθηκαν αρκετά έργα χρονολογημένα από το 1923 έως το 1936 και μερικά από τη δεκαετία του ’40.

Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι από τα χαρακτικά που εντοπίστηκαν, ποτέ δεν έχει τύχει να βρεθεί και δεύτερο αντίτυπο. Από σημειώσεις του καλλιτέχνη πάνω στα φύλλα του χαρτιού, διακρίνουμε ότι τυπώνονταν έως 10, το πολύ, αντίτυπα. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι τα περισσότερα από αυτά τυπώθηκαν σε 2 ή 3 μόνο αντίτυπα και μερικά μόνο σε ένα.

Το 1932 ο Τάσσος γράφεται στο Εργαστήριο Χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού στη Σχολή Καλών Τεχνών, το οποίο μόλις τότε είχε αρχίσει να επαναλειτουργεί ύστερα από διακοπή δεκαεφτά ετών. Το γενικότερο κλίμα και οι πρωτοποριακές ιδέες του δασκάλου απελευθέρωναν τους σπουδαστές από τις συμβατικές διδασκαλίες του παρελθόντος και έδιναν στη χαρακτική, που ήταν ταυτόχρονα μια πολύ παλιά και μια πολύ καινούργια τέχνη, έναν ανοιχτό ορίζοντα για δυναμική ατομική έκφραση. Ο ίδιος ο Κεφαλληνός έγραφε στις σημειώσεις του για το μάθημα της χαρακτικής: «Οι μεγάλοι δάσκαλοι της τέχνης διδάσκουν με τα έργα τους. Οι καθηγηταί με τη μέθοδό τους και τα λόγια τους. Ο καθηγητής στο μάθημά του όσο λιγότερο δείξει την ατομικότητά του τόσο περισσότερο θα εξασφαλίσει την προσωπικότητα του μαθητή. Κάθε διδασκαλία, για να 'ναι αληθινή, πρέπει να 'χει υπόψη της να διατηρήσει, να αναπτύξει και να τελειοποιήσει το ατομικό αίσθημα του καλλιτέχνη. Η ατομικότητα κάμνει τον καλλιτέχνη» (Γιάννη Κεφαλληνού, Αλληλογραφία (1913-1952) Κείμενα συγκέντρωση-φιλολογική επιμέλεια Ε. Χ. Κάσδαγλης, Αθήνα 1991, σελ. 282).

Επιρροές από τον εξπρεσιονισμό

Το 1936 οργανώνεται από το διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης Ζαχαρία Παπαντωνίου, τον εκδότη της εφημερίδας «Η Βραδυνή», Δημήτρη Αραβαντινό και τον εκδότη Κώστα Ελευθερουδάκη η πρώτη ατομική έκθεση του Α. Τάσσου στο βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη, με 18 ξυλογραφίες και 23 σχέδια. Πρόκειται για μικρές ξυλογραφίες, σε όρθιο ξύλο κυρίως, με θέματα που δηλώνουν έντονη κοινωνική κριτική. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, σε κριτικό σημείωμά του στο «Ελεύθερον Βήμα», εντοπίζει τις ιδιαιτερότητες της γραφής του και διαβλέπει την εξέλιξή του: «Η χαρακτική ζητεί κάποιες ειδικές ιδιοσυγκρασίες. Δεν μπορώ να τις ορίσω. Μια όμως απ’ αυτές είναι και η ιδιοσυγκρασία του νέου τούτου ο οποίος μπορεί και συλλαμβάνει με δύναμη τις σχέσεις -τις αντιμαχίες και τις συρράξεις θα έλεγα καλύτερα- του μαύρου και του άσπρου. Αυτό είναι ένα ειδικό τάλαντο. Το σύνολο της εργασίας του μας δείχνει άνθρωπο ικανό να κινηθεί πλατιά μέσα σε μικρό μέγεθος, να συλλάβει με καθαρότητα τις φόρμες του, να τις συνθέσει καλά και να δώσει πολλές φορές σκιές και φώτα που είναι ηχηρά σαλπίσματα (...) Η παραγωγή του είναι επηρεασμένη από την ξένη τέχνη, ο εργάτης του διεθνής, οι άνθρωποί του περαστικοί από βουλεβάρτο και προκυμαία. Και όμως, οι επηρεασμοί αυτοί γίνονται, το ομολογώ, λιγότερο αισθητοί, μπροστά εις την τεχνική του και υπάρχουν χαράγματα του τόσο έντονα σε σκιοφωτισμό, πλούσια σε φόρμες και θαρραλέα στη σύνθεσή των που μαντεύει κανείς πως ραγδαία θα είναι η εξέλιξής του».
«Γυμνό», 1934, (ξυλογραφία σε πλάγιο ξύλο, ιδιωτική συλλογή).
Ο απόλυτα εξ-πρεσιονιστικός χαρακτήρας των πρώτων έργων του Τάσσου διαπιστώνεται από τους τίτλους των έργων και μόνο, όπως «Πρωινή βάρδια», «Λιμενεργάτες», «Η φάμπρικα σχολάει», «Συσσίτιο», που μεταφέρουν με ακρίβεια τις συγκεκριμένες επιλογές και την αίσθηση που ήθελε να δημιουργήσει. Ο γερμανικός εξπρεσιονισμός των πρώτων δεκαετιών του αιώνα επηρέασε όλο το εργαστήριο του Κεφαλληνού και στους εκφραστικούς τρόπους και στην επιλογή της σκληρής θεματολογίας.
Υψικάμινος», 1943, (ξυλογραφία σε πλάγιο ξύλο, Συλλογή Ιονικής Τράπεζας).
Εκτός από την «Αυτοπροσωπογραφία», έργο του 1935, όλα τα υπόλοιπα εικονίζουν ομάδες ανθρώπων χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που δηλώνουν την ταυτότητά τους μέσα από την κοινή τους δράση. Τα περιγράμματα των μορφών είναι σκληρά, η γράμμωση πυκνή, οι μαύρες επιφάνειες πολύ εντονότερες για να καθορίζουν τις δραματικές εντυπώσεις.
«Ελιές», 1935, (ξυλογραφία σε πλάγιο ξύλο, Συλλογή Πινακοθήκης Δήμου Αθηναίων).
Στο τέλος της δεκαετίας αυτής ο Τάσσος στρέφεται στην περιγραφή του τοπίου. Σχεδιάζοντας τοπία της ιδιαίτερης πατρίδας του στη νότια Πελοπόννησο, το περίγραμμα του δέντρου της ελιάς τον εντυπωσιάζει. Περιγράφει τα σχήματα των γε-ρασμένων κορμών γεμάτος από συναισθηματική φόρτιση, που αποτελεί και τη μοναδική αφορμή της τόσο επίμονης ενασχόλησής του με το συγκεκριμένο θέμα. Ετσι, οι εικόνες των παραμορφωμένων κορμών αποκαλύπτουν μεγάλες ομοιότητες με το πλάσιμο των μορφών στις αντίστοιχες ξυλογραφίες της ίδιας περιόδου, αλλά και στις παλαιότερες που περιγράφουν ανθρώπινες μορφές, σκοτεινές λεπτομέρειες ή δυναμικές χειρονομίες.
«Νεκρή φύση με λεμόνια», 1950-55, (ξυλογραφία σε πλάγιο ξύλο, Συλλογή Εταιρείας Εικαστικών Τεχνών «Α. Τάσσος»).
Την επόμενη δεκαετία το ενδιαφέρον του για το τοπίο διατηρείται, διαφέρει όμως η προσέγγισή του, όπως φαίνεται στο έργο «Υψικάμινοι» του 1943. Απελευθερώνεται από τις παλαιότερες δεσμεύσεις, παραχωρώντας περισσότερες επιφάνειες στο άσπρο και τις φωτίζει ομοιόμορφα. Ο καλλιτέχνης περιγράφει ακόμα την εικόνα του ανώνυμου τοπίου που γεμίζει σχήματα - τα περιγράφει όμως με λιγότερες και πιο ήπιες γραμμές.

Επιρροές από τον Γαλάνη

Την ίδια εποχή, ο Α. Τάσσος γνωρίζει το έργο του Δημήτρη Γαλάνη, που τον επηρεάζει πάρα πολύ και δίνει στη θεματογραφία του μια νέα κατεύθυνση. Είναι η εποχή που ο Τάσσος πρωτοσχεδιάζει γυναικεία γυμνά και συνθέτει τις πρώτες του νεκρές φύσεις. Παραλλάσσοντας το γνωστό «Χέρι του χαράκτη» του Γαλάνη, σχεδιάζει το «Χέρι με τα λουλούδια», ένα σκιότυπο του 1943, μια από τις πρώτες του απόπειρες στη χρήση χρώματος.
«Η φάμπρικα σχολάει», 1935-36, (ξυλογραφία σε όρθιο ξύλο, ιδιωτική συλλογή).
Στην επόμενη δεκαετία ανήκει η «Νεκρή φύση με λεμόνια» πρόσφατη προσθήκη στο Αρχείο της Εταιρείας, που πρέπει να χρονολογηθεί στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’50 και περιέχει όλα τα στοιχεία ωριμότητας αυτής της δεκαετίας: τα αλληλοσυμπληρούμενα χρώματα που απλώνονται σε σχετικές μεταξύ τους χρωματικές κλίμακες, το παιχνίδι με τα σχήματα, το περίγραμμα που διαγράφεται βαρύ και προετοιμάζει τις επιλογές του χαράκτη την επόμενη δεκαετία. Πρόκειται για μια εποχή που οι περισσότερες ξυλογραφίες του Τάσσου τυπώνονται με 6-7 χρώματα, πάντα όμως σε συγγενείς χρωματικούς τόνους.

Η έρευνα που συνεχίζεται, σίγουρα θα αποκαλύψει περισσότερα έργα τα επόμενα χρόνια. Η πορεία του Α. Τάσσου είναι γνωστή και σίγουρα κάποια περισσότερα έργα δεν θα την διαφοροποιήσουν. Ισως και ο ίδιος, όπως όλοι οι καλλιτέχνες, να θεωρούσε μερικά έργα του απλές δοκιμές, που δεν θα τυπώνονταν ποτέ. Όμως η ολοκληρωμένη εικόνα ενός καλλιτέχνη -που ακόμα ξαφνιάζει με κάποιες άγνωστες πτυχές του- σκιαγραφείται μέσα από κάθε μικρό ή μεγάλο έργο του, σημαντικό ή πρωτόλιο.
Ο χαράκτης Α. Τάσσος 7 Ημέρες Η καθημερινή Αθήνα 1998


from ανεμουριον https://ift.tt/2VovL9U
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη