Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ 1224 ΕΩΣ ΤΟ 1430

Αλκμήνη Σταυρίδου Ζαφράκα

Η αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης (1224-1246)

Η ανάκτηση της Θεσσαλονίκης από τον ηγεμόνα της Ηπείρου Θεόδωρο Δούκα στα τέλη του 1224 σήμανε και την κατάλυση του λομβαρδικού βασιλείου της Θεσσαλονίκης, που είχε ιδρύσει ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός, από τους πρωταγωνιστές της Δ' Σταυροφορίας. Η βυζαντινή κυριαρχία όμως σταθεροποιήθηκε μόνον μετά από την αποτυχία της Σταυροφορίας, την οποία είχε οργανώσει ο Πάπας για τη διάσωση της Θεσσαλονίκης. Τα λατινικά στρατεύματα, που είχαν αποβιβαστεί στις ακτές του Αλμυρού το θέρος του 1225, αποδεκατίστηκαν από δυσεντερία και λίγο αργότερα πέθανε και ο αρχηγός της Σταυροφορίας Γουλιέλμος ο Μομφερατικός.
Θριαμβευτική είσοδος έφιππου βυζαντινού αυτοκράτορα, ίσως του Ιουστινιανού II, στη Θεσσαλονίκη ύστερα από νίκη του κατά των Σλάβων (το 668). Τοιχογραφία στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης.

Ο αδελφός του Δημήτριος, βασιλεύς της Θεσσαλονίκης, επέστρεψε άπρακτος στην Ιταλία, όπου και πέθανε λίγο μετά το 1230. Μετά την εδραίωση της κυριαρχίας του στη Μακεδονία και Θράκη στα τέλη του 1225 ή το 1226 ο Θεόδωρος Δούκας αναγορεύτηκε, και τέλη Μαΐου αρχές Ιουνίου 1227 στέφθηκε αυτοκράτορας στη Θεσσαλονίκη. Ιδρύεται έτσι η βυζαντινή αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης. Ύστερα από την άρνηση του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης να τελέσει τη στέψη του Θεόδωρου Δούκα, προφανώς για να μην έλθει σε ρήξη με τον Πατριάρχη, τη στέψη τέλεσε ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Δημήτριος Χωματιανός, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση της Συνόδου της Νικαίας, γιατί δημιουργήθηκε η εύλογη υποψία και ανησυχία μήπως μαζί με τη νέα αυτοκρατορία δημιουργηθεί και νέο Πατριαρχείο. Η αναγόρευση και στέψη του Θεόδωρου Δούκα θεωρήθηκαν από την αυτοκρατορία της Νίκαιας σφετερισμός της αυτοκρατορικής εξουσίας και αντίθετες προς το δόγμα της μιας και μόνης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που αποτελούσε κύριο συστατικό στοιχείο της βυζαντινής πολιτικής ιδεολογίας. Οι εκκλησιαστικοί εκπρόσωποι όμως της νέας αυτοκρατορίας με έγγραφα τους προς τη Νίκαια αντέταξαν το επιχείρημα ότι εξαιτίας της κατάστασης που προέκυψε μετά την άλωση του 1204 ήταν δυνατόν να συνυπάρχουν προσωρινά περισσότεροι βυζαντινοί αυτοκράτορες ισότιμοι και ανεξάρτητοι, μέχρι ότου ανακαταληφθεί η έδρα του βυζαντινού θρόνου, η Κωνσταντινούπολη και αποκατασταθεί η πολιτική και εκκλησιαστική τάξη. Η Θεσσαλονίκη αναδείχτηκε «βασιλεύουσα», με τα ανάκτορα της, τη σύγκλητο και τη βυζαντινή αυλική εθιμοτυπία. Ο αυτοκράτορας της τιτλοφορούνταν «πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων» και στα νομίσματα του εικονίζονταν με τα διάσημα της αυτοκρατορικής εξουσίας μαζί με τον πολιούχο της πόλης, τον Άγιο Δημήτριο. Η αυλή του πλαισιωνόταν από ανώτερους πολιτικούς και εκκλησιαστικούς αξιωματούχους και λόγιους. Στη Θεσσαλονίκη, όπως και σε άλλες πόλεις (π.χ. Βέροια, Άρτα, Αχρίδα, Ναύπακτο) λειτουργούσε δικαστήριο, στο οποίο μετείχαν ο μητροπολίτης και άρχοντες της πόλης, και συνεδρίαζε πιθανότατα στο ναό της Παναγίας Αχειροποίητου. Το κράτος ήταν χωρισμένο σε θέματα με επικεφαλής ένα δούκα. Δεν επρόκειτο για τα παλαιότερα μεγάλα θέματα, αλλά για μικρότερες δικαστικές και φορολογικές περιφέρειες,όπως π.χ. τα θέματα Βαγενιτίας, Βέροιας, Διαβόλεως, Ιωαννίνων, Κολωνείας, Νικοπόλεως, Σκοπίων, Στρώμνιτσας, Θεσσαλονίκης, Αχελώου. Πιθανόν θέματα ήταν και οι περιοχές της Θεσσαλίας, Δυρραχίου, Δρυινουπόλεως, Αχρίδας, Πρέσπας, Καστοριάς, Πελαγονίας και Σερβίων. Μετά την ανακατάληψη της Θεσσαλονίκης ο Θεόδωρος Δούκας συνέχισε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις προς τα Βόρεια και Ανατολικά εναντίον Βουλγάρων και Φράγκων. Κατέλαβε την Ξάνθεια (Ξάνθη), Μοσυνόπολη, Μάκρη, το Διδυμότειχο και την Αδριανούπολη, την οποία αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τα στρατεύματα του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Γ' Βατατζή. Η αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης έφτασε στη μεγαλύτερη της ακμή και έκταση από τα παράλια του Ιονίου και της Αδριατικής ως τον Έβρο. Περιλάμβανε την Κέρκυρα, την Ήπειρο, Ιλλυρία, Ακαρνανία, Αιτωλία, Φθιώτιδα, Θεσσαλία, Μακεδονία και Θράκη. Απώτερος στόχος του αυτοκράτορα της όπως και του αυτοκράτορα της Νίκαιας, η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης και η ανασύσταση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Παράλληλα ο Θεόδωρος Δούκας ανέπτυξε μια έντονη διπλωματική δραστηριότητα. Συνήψε συμμαχία με το Βούλγαρο τσάρο Ιβάν Β' Ασέν, ο αδελφός του μάλιστα Μανουήλ ήλθε σε δεύτερο γάμο με μια εξώγαμη θυγατέρα του τσάρου, ενώ μια ανεψιά της συζύγου του παντρεύτηκε τον άρχοντα του Μελένικου Αλέξιο Σλάβο. Την ίδια περίπου εποχή (1227-28) με τον γάμο της αδελφής του με τον κόμητα της Κεφαλληνίας και Ζακύνθου Matteo Orsini προσεγγίζει το Γερμανό αυτοκράτορα της Σικελίας Φρειδερίκο Β' Hohenstaufen. To 1228 ο Θεόδωρος κατέλαβε τις πόλεις Βιζύη και Βρύση της Θράκης και έφτασε έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Άγνωστο όμως για ποιο λόγο υπέγραψε ετήσια ανακωχή με τους εκπροσώπους της αντιβασιλείας της Κωνσταντινούπολης και επέστρεψε στην έδρα του αναβάλλοντας την τελική επίθεση για ευθετότερο χρόνο. Την άνοιξη του 1230, ενώ προχωρούσε κατά της λατινικής αυτοκρατορίας που έπνεε τα λοίσθια, εισέβαλε ξαφνικά στη Βουλγαρία, προφανώς για να εξασφαλίσει τα νώτα του από το Βούλγαρο τσάρο, που και αυτός είχε βλέψεις στη Κωνσταντινούπολη. Οργισμένος ο τσάρος Ιβάν Β' Ασέν και κατηγορώντας το Θεόδωρο Δούκα ως επίορκο, κατέβηκε με 1000 Κουμάνους προς Νότον και στη μάχη της Κολοκοτνίτσας κοντά στον Έβρο κατάφερε συντριπτική νίκη κατά του αυτοκράτορα της Θεσσαλονίκης. Ο αήττητος μέχρι τότε Θεόδωρος Δούκας συνελήφθη αιχμάλωτος μαζί με πολλούς ανώτατους αξιωματούχους. Λίγο αργότερα κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε συνωμοσία κατά του τσάρου και τυφλώθηκε. Πολλά φρούρια της Μακεδονίας και Θράκης από την Αδριανούπολη ως το Δυρράχιο περιήλθαν στο Βούλγαρο τσάρο, ο οποίος όμως σε ορισμένα μόνο εγκατέστησε βουλγαρικές φρουρές, ενώ άλλα τα εγκατέλειψε στους Βυζαντινούς. Η αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης συρρικνώθηκε και περιήλθε στον αδελφό του Θεόδωρου και γαμπρό του Ασέν Μανουήλ, ο οποίος όμως δεν ήταν σε θέση να πραγματώσει το όραμα του αδελφού του για ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Οι περιοχές της Ηπείρου περιήλθαν στον ανηψιό του Μιχαήλ, νόθο γιό του Μιχαήλ Α' Δούκα, που επέστρεψε από την Πελοπόννησο, όπου είχε καταφύγει μαζί με τη μητέρα του, μετά τη δολοφονία του πατέρα του. Ο Μανουήλ, ο οποίος έφερε τον τίτλο του «δεσπότη», προσπάθησε να αποκαταστήσει τις σχέσεις του κράτους του με την αυτοκρατορία της Νίκαιας και το Πατριαρχείο, που είχαν διαταραχθεί το 1227, αλλά και με τον αυτοκράτορα της Σικελίας και τον Πάπα. Οι σχέσεις με το Πατριαρχείο αποκαταστάθηκαν και το 1233 έφθασε στη Θεσσαλονίκη ο εκπρόσωπος του Πατριάρχη και έξαρχος Χριστόφορος Αγκύρας. Στη σύνοδο των αρχιερέων της Μακεδονίας και Ηπείρου που συγκλήθηκε στη Θεσσαλονίκη αποκαταστάθηκε η εκκλησιαστική ενότητα της αυτοκρατορίας της Θεσσαλονίκης με το Πατριαρχείο. Το 1235 ο Ιβάν Ασέν συνήψε συμμαχία κατά της λατινικής αυτοκρατορίας με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Γ' Βατατζή, που επισφραγίστηκε με το γάμο της θυγατέρας του με τον γιό του τελευταίου και μετέπειτα αυτοκράτορα Θεόδωρο Β' Λάσκαρη. Με την ίδια συμφωνία αναγνωρίστηκε και η ανεξαρτησία του Πατριαρχείου του Τερνόβου. Λίγο αργότερα όμως η συμμαχία αυτή διαλύθηκε, όταν ο Ιβάν Ασέν πληροφορήθηκε τον θάνατο του αντιβασιλιά της λατινικής αυτοκρατορίας και εξαίρετου στρατηγού Ιωάννη de Bryenne, και θεώρησε κατάλληλη τη στιγμή να καταλάβει μόνος του την Κωνσταντινούπολη. Ενώ όμως πολιορκούσε τη πόλη της Θράκης Τζουρουλόν, που την είχαν καταλάβει στρατεύματα της Νίκαιας, έφτασε η είδηση ότι είχαν πεθάνει η σύζυγος του και ο γιος του αλλά και ο πατριάρχης Τερνόβου από επιδημία. Θεώρησε τη συμφορά θεία δίκη για την αθέτηση της συμφωνίας του με τον Ιωάννη Βατατζή, έλυσε την πολιορκία και επέστρεψε στη Βουλγαρία. Εκεί ο χήρος Ασέν νυμφεύτηκε τη θυγατέρα του Θεόδωρου Δούκα Ειρήνη, που συνόδευσε τον πατέρα της στην αιχμαλωσία, και ελευθέρωσε τον Θεόδωρο το 1237. Ο Θεόδωρος Δούκας επέστρεψε κρυφά στη Θεσσαλονίκη, ανέτρεψε τον αδελφό του, ο οποίος κατέφυγε στην Αττάλεια και από κει με τη βοήθεια των Σελτζούκων του Ικονίου έφτασε στην αυλή της Νίκαιας. Λόγω της τύφλωσης του ο Θεόδωρος παραχώρησε την αυτοκρατορική εξουσία στον γιο του Ιωάννη (1237-1242), στην πραγματικότητα όμως αυτός διηύθυνε τα πολιτικά πράγματα του κράτους. Σώζονται νομίσματα του Ιωάννη με τους αυτοκρατορικούς τίτλους. Ο Μανουήλ Δούκας έδωσε όρκο πίστεως στον αυτοκράτορα της Νίκαιας, ο οποίος του παραχώρησε πλοία για να ανακαταλάβει την εξουσία. Ο Μανουήλ με έξι πλοία προσορμίστηκε στη Δημητριάδα της Θεσσαλίας και με τη βοήθεια του τοπικού άρχοντα Κωνσταντίνου Μελισσηνού κατέλαβε τα Φάρσαλα, τη Λάρισα και τον Πλαταμόνα. Ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των αδελφών ωστόσο αποφεύχθηκε και ο Μανουήλ συμφώνησε να αναλάβει τη διοίκηση της Θεσσαλίας, ενώ ο Θεόδωρος θα είχε την έδρα του στην Έδεσσα, και θα κατείχε τα φρούρια Σταρίδολα και Όστροβον. Η πολιτική κατάσταση μεταβλήθηκε, όταν το 1241 πέθανε ο τσάρος Ιβάν Β' Ασέν τον οποίο διαδέχθηκε ο ανήλικος γιος του Καλιμάν. Την πολιτική αδυναμία της Βουλγαρίας και την οικονομική και στρατιωτική δυσπραγία της λατινικής αυτοκρατορίας προσπάθησε να εκμεταλλευτεί ο Ιωάννης Γ' Βατατζής και να επέμβει, για να αποτρέψει μια πιθανή προώθηση του Θεόδωρου Δούκα προς τα Ανατολικά. Την ίδια εποχή κάλεσε το Θεόδωρο Δούκα φιλικά στη Νίκαια. Ο ριψοκίνδυνος Θεόδωρος αποδέχτηκε την πρόσκληση και έμεινε ουσιαστικά όμηρος στη Νίκαια μέχρι να ολοκληρώσει τις προετοιμασίες του ο Βατατζής για επιχειρήσεις στα ευρωπαϊκά εδάφη. Το 1242 ο Θεόδωρος συνόδευσε τον αυτοκράτορα της Νίκαιας στην εκστρατεία του κατά της αυτοκρατορίας της Θεσσαλονίκης. Ενώ όμως πολιορκούσε την πόλη, ο Βατατζής πληροφορήθηκε επιδρομή των Μογγόλων στο γειτονικό προς την επικράτεια του σουλτανάτο του Ικονίου, γεγονός που καθιστούσε απαραίτητη την παρουσία του στη Νίκαια. Κράτησε την είδηση μυστική και πριν αναχωρήσει απέστειλε το Θεόδωρο Δούκα στη Θεσσαλονίκη να πείσει τον Ιωάννη να παραιτηθεί από το αυτοκρατορικό αξίωμα και να αρκεσθεί στον τίτλο του «δεσπότη». Το κράτος της Θεσσαλονίκης αναγνώρισε με τον τρόπο αυτόν την επικυριαρχία του αυτοκράτορα της Νίκαιας. Το 1244 ο εσωστρεφής και θρησκόληπτος Ιωάννης πέθανε και τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Δημήτριος με χαρακτήρα άστατο και τελείως διαφορετικό από του αδελφού του. Κυβέρνησε με τον τίτλο του «δεσπότη», τον οποίο επικύρωσε ο αυτοκράτορας της Νίκαιας. Το θέρος του 1246 ο Ιωάννης Γ' Βατατζής επεξέτεινε την κυριαρχία του στην Ανατολική και Δυτική Μακεδονία. Μετά τον θάνατο του Βούλγαρου τσάρου Καλιμάν, κατέλαβε τις Σέρρες, όλη την περιοχή από το Μελένικο ως το Βελεβούσδιο (Κουστεντίλ), το Στυπείον (Ιστίπ), τα Σκόπια, Βελεσά, Πρίλαπο, Πελαγονία (Μοναστήρι) και τον Πρόσακο στον Αξιό. Κατά την επιστροφή στάθμευσε στο Μελένικο, όπου πληροφορήθηκε συνωμοσία εις βάρος του Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη από την παράταξη που προσέκειτο φιλικά προς αυτόν και που επιθυμούσε μια πλήρη υποταγή στη Νίκαια. Τέλη Νοεμβρίου στρατοπέδευσε έξω από τη Θεσσαλονίκη και σε λίγο έγινε κύριος της πόλης. Ο Δημήτριος εξορίστηκε και φυλακίστηκε σε φρούριο της Μ. Ασίας. Το κράτος της Θεσσαλονίκης καταλύθηκε και ολόκληρη σχεδόν η Μακεδονία περιήλθε στην αυτοκρατορία της Νίκαιας.

Η Μακεδονία κάτω από την κυριαρχία της Νίκαιας (1246-1261)

Πριν αναχωρήσει για τη Νίκαια, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Γ' Βατατζής ανέθεσε τη διοίκηση της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας στο μέγα δομέστικο Ανδρόνικο Παλαιολόγο, ενώ την περιοχή των Σερρών και του Μελένικου στον γιό του Ανδρόνικου και μετέπειτα αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο. Σε λίγα χρόνια όμως η Μακεδονία θα γίνει και πάλι το θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων μεταξύ του αυτοκράτορα της Νίκαιας και του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β'. Παρά τη συμμαχία των δύο κρατών, που επισφραγίστηκε με τους αρραβώνες της εγγονής του Βατατζή Μαρίας με τον γιό του Μιχαήλ Νικηφόρο, ο Μιχαήλ με τη σύμπραξη του θείου του Θεόδωρου Δούκα επιχείρησε χωρίς επιτυχία αιφνιδιαστική επίθεση κατά της Θεσσαλονίκης (1251), και στη συνέχεια κατέλαβε τον Πρίλαπο και τα Βελεσά. Την άνοιξη του 1252 ο Ιωάννης Βατατζής με τη συνοδεία έμπειρων στρατηγών και αξιωματούχων έφθασε στη Θεσσαλονίκη, κατέλαβε την Έδεσσα, τον Όστροβο και ύστερα από παράδοση την Καστοριά και περιοχές της Αλβανίας. Ο δεσπότης της Ηπείρου αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει αποδίδοντας στον αυτοκράτορα τα Βελεσά και τον Πρίλαπο, αλλά και στέλνοντας του ως ομήρους τον Θεόδωρο Δούκα και τον γιό του Νικηφόρο. Ο Θεόδωρος οδηγήθηκε στη Νίκαια, όπου και πέθανε, ενώ ο Νικηφόρος επέστρεψε στην Άρτα αφού έλαβε από τον αυτοκράτορα τον τίτλο του «δεσπότη».
Τμήμα από τα ανατολικά τείχη της Θεσσαλονίκης. Παράλληλα με την Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη ανέπτυξε ένα ισχυρό σύστημα οχύρωσης από στεριά και θάλασσα. Λόγω της σπουδαίας γεωγραφικής και στρατηγικής θέσης της, αλλά και για να αποκρούει τις βαρβαρικές επιδρομές προστατεύοντας τους πολυπληθείς κατοίκους της, φρόντισε για την οχύρωση της ήδη από την εποχή του Μ. Θεοδοσίου.

Ο Ιωάννης Βατατζής διαχείμασε το 1252 στη Μακεδονία και επέστρεψε στη Μ. Ασία τέλη του 1253. Ο θάνατος του δυναμικού αυτοκράτορα στο Νυμφαίον της Μ. Ασίας τον Οκτώβριο του 1254 έδωσε την ευκαιρία στον τσάρο των Βουλγάρων Μιχαήλ Α' Ασέν (1246-1257) να καταλάβει εδάφη της Θράκης και Μακεδονίας που είχε ελευθερώσει ο Ιωάννης Βατατζής. Ο νέος αυτοκράτορας της Νίκαιας Θεόδωρος Β' Λάσκαρης (1254-1258) επιχείρησε εκστρατεία κατά του Βούλγαρου τσάρου και με συνεχείς αγώνες που κράτησαν ένα χρόνο απώθησε τα στρατεύματα του Βούλγαρου τσάρου και ανακατέλαβε τον Πρίλαπο, Βελεσά, Δίβρη και ανανέωσε τα προνόμια της Κρόιας στην Αλβανία. Το Μάιο του 1256 ο Μιχαήλ Ασέν αναγκάστηκε να υπογράψει συνθήκη με τον Θεόδωρο Λάσκαρη στον ποταμό Εργίνη της Θράκης, με την οποία παραιτούνταν από όλα τα εδάφη που είχε καταλάβει. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους η σύζυγος του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β' Θεοδώρα, μαζί με το γιό της Νικηφόρο, συνάντησε τον αυτοκράτορα Θεόδωρο στο στρατόπεδο του στον Έβρο και συμφωνήθηκε η τέλεση του γάμου του Νικηφόρου με την κόρη του Θεόδωρου Μαρία. Οι γάμοι τελέστηκαν στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1256 από τον ίδιο τον πατριάρχη της Νίκαιας Αρσένιο, αφού πρώτα όμως ο δεσπότης της Ηπείρου αναγκάστηκε να παραχωρήσει τα σημαντικότατα φρούρια του Δυρραχίου και των Σερβίων ως γαμήλια δωρεά. Ο Μιχαήλ Β' δεν άργησε να πάρει την εκδίκηση του για τον εκβιασμό. Τον χειμώνα του 1256 και ενώ ο Θεόδωρος Λάσκαρης είχε αναχωρήσει στη Μ. Ασία, ύστερα από υποκίνηση του Μιχαήλ, επαναστάτησαν πόλεις της Αλβανίας. Ο Μιχαήλ με τη σύμπραξη των Σέρβων κατέλαβε τη Βέροια και την Καστοριά και ύστερα από πολύμηνη πολιορκία τον Πρίλαπο, όπου συνελήφθη αιχμάλωτος ο «μονοστράτηγος της Δύσεως» και ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης. Πολλά φρούρια της Δυτικής Μακεδονίας αναγνώρισαν τότε την κυριαρχία του δεσποτάτου της Ηπείρου.
Θεσσαλονίκη. Τα ανατολικά τείχη της Ακρόπολης όπου η πύλη της αυτοκράτειρας Αννας Παλαιολογίνας (1355), η οποία φρόντισε για την κατασκευή νέων οχυρωματικών έργων.

Ο Μιχαήλ κατέλαβε την Έδεσσα και συνήψε συμμαχίες με τον βασιλιά της Σικελίας Μανφρέδο και τον Γουλιέλμο Β' Βιλλεαρδουίνο της Αχαίας, για να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη και να εκδιώξει τα στρατεύματα της Νίκαιας από τη Μακεδονία. Ο θάνατος του Θεόδωρου Λάσκαρη το θέρος του 1258 και η αβέβαιη κατάσταση στη Νίκαια ευνοούσαν τα σχέδια του δεσπότη της Ηπείρου. Την αυτοκρατορική εξουσία στη Νίκαια ανέλαβε ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος (1258-1282) αφού παραγκώνισε τον ανήλικο γιο του Θεόδωρου Λάσκαρη και νόμιμο αυτοκράτορα Ιωάννη Δ'. Διπλωματικές προσπάθειες του νέου αυτοκράτορα για την απελευθέρωση του Γεωργίου Ακροπολίτη και άλλων και την εξομάλυνση των σχέσεων Νίκαιας και Ηπείρου απέτυχαν. Το καλοκαίρι του 1259 μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις της Νίκαιας μαζί με συμμαχικά και μισθοφορικά στρατεύματα συγκεντρώθηκαν στην πεδιάδα της Πελαγονίας (Μοναστηρίου), όπου διέσπασαν και συνέτριψαν το στρατό του Δεσποτάτου και των Φράγκων συμμάχων του. Μετά τη μάχη της Πελαγονίας το ένα μετά το άλλο τα κάστρα της Μακεδονίας από την Έδεσσα και τον Όστροβο ως το Δυρράχιο, τον Πρίλαπο και την Αχρίδα, ενσωματώθηκαν στην αυτοκρατορία της Νίκαιας. Στη μάχη της Πελαγονίας θάφτηκαν οι ελπίδες του Δεσποτάτου για κυριαρχία στον ελλαδικό χώρο και ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης.
Ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Καντακουζηνός ως μοναχός και αυτοκράτωρ. Μικρογραφία χειρογράφου του 14ου αι., που περιέχει θεολογικά κείμενα τα οποία έγραψε ο ίδιος ο Ιωάννης. Παρίσι. Εθνική Βιβλιοθήκη.

Στις 25 Ιουλίου του 1261 ο στρατηγός της Νίκαιας Αλέξιος Στρατηγόπουλος που επιτηρούσε στη Θράκη, εκμεταλλεύτηκε την απουσία του στρατού των Φράγκων, εισήλθε κρυφά από μια μικρή πύλη και ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη, θέτοντας τέρμα στη λατινική κυριαρχία της Πόλης. Στις 15 Αυγούστου εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη θριαμβευτής ως Νέος Κωνσταντίνος ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος και στέφθηκε για δεύτερη φορά αυτοκράτορας στην Αγία Σοφία. Η βυζαντινή αυτοκρατορία ανασυστήθηκε, με πλήθος εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα. Περιορισμένη εδαφικά στα παράλια της Μ. Ασίας, τη Θράκη και τη Μακεδονία, είχε να αντιμετωπίσει τους Φράγκους, που δεν είχαν παραιτηθεί από τη διεκδίκηση της Κωνσταντινούπολης, την θαλάσσια κυριαρχία των ιταλικών δημοκρατιών, τους Τούρκους στην Ανατολή και τους Σέρβους στη Βαλκανική. Μόνιμες αδυναμίες του κράτους, η χαλαρή διοίκηση, η αύξηση της μεγάλης ιδιοκτησίας, η μείωση των εσόδων του κράτους και οι αυξημένες δαπάνες, γιατί ο στρατός ήταν κυρίως μισθοφορικός, η υποτίμηση του βυζαντινού νομίσματος, πληθωρισμός και ακρίβεια που έπλητταν κυρίως τις ασθενέστερες τάξεις, η κατάργηση του στόλου και η εξάρτηση από τον στόλο των Γενουατών. Τα επόμενα χρόνια η αυτοκρατορία αγωνίζεται για την επιβίωση της.

Η Μακεδονία στα χρόνια των Παλαιολόγων (1261-1430)

Η παλινόρθωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και η Μακεδονία

Ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος με στρατιωτικές επιχειρήσεις και με επιδέξιους διπλωματικούς ελιγμούς προσπάθησε να εδραιώσει την κυριαρχία του σε Ανατολή και Δύση. Η ανασύσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας δε σήμαινε και αποκατάσταση της ειρήνης στον ελλαδικό χώρο. Ο δεσπότης της Ηπείρου, του οποίου οι φιλοδοξίες για μια ανάκτηση από μέρους του της Κωνσταντινούπολης διαψεύστηκαν, θα αρχίσει τις εχθροπραξίες το 1264 κατά της Θεσσαλονίκης παρά τις συμφωνίες που είχε υπογράψει. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ αναγκάστηκε να εκστρατεύσει εναντίον του, ώσπου ο δεσπότης Μιχαήλ Β' απογυμνωμένος από συμμάχους συμφώνησε να παραχωρήσει στον αυτοκράτορα τα Ιωάννινα και ο γιος να νυμφευθεί την ανηψιά του Μιχαήλ Η'. Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Β' 'Αγγέλου (μεταξύ του 1267-1271) η επικράτεια του μοιράστηκε στους δύο γιους του. Η Ήπειρος περιήλθε στο δεσπότη Νικηφόρο, ενώ η Θεσσαλία στον σεβαστοκράτορα Ιωάννη. Και οι δύο εξακολούθησαν ως το θάνατο τους να παρέχουν πράγματα στην αυτοκρατορία, σε μια εποχή που η προσοχή του αυτοκράτορα έπρεπε να είναι στραμμένη στη προστασία των ανατολικών συνόρων. Τα επόμενα χρόνια η Μακεδονία δέχτηκε συνδυασμένες επιδρομές από τον Ιωάννη της Θεσσαλίας και από τον κράλη της Σερβίας Στέφανο Ούρεση Β' Μιλούτιν (1282-1321), που επέτειναν τη δύσκολη κατάσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο Μιλούτιν κατέλαβε διάφορες βυζαντινές πόλεις, μεταξύ των οποίων και τα Σκόπια, που έγιναν η πρωτεύουσα του κράτους του και χάθηκαν οριστικά για το Βυζάντιο (1282). Οι Βυζαντινοί αποφάσισαν μια συνθηκολόγηση με τους Σέρβους.
Τοιχογραφία των τοπικών Αγίων Νικολάου και Αλεξάνδρου από τον Αγιο Αθανάσιο του Μουζάκη στην Καστοριά (14ος αι.). Οι άγιοι εικονίζονται με πολυτελέστατα ενδύματα αρχόντων της εποχής, που έρχεται σε φανερή αντίθεση των δύο τάξεων. Από τη μία πλούσιοι και ισχυροί και από την άλλη φτωχοί ακτήμονες.

Η συμφωνία παρά τις ενδοσερβικές και βουλγαρικές αντιδράσεις υπογράφτηκε από τον διάδοχο του Μιχαήλ Η', αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β' Παλαιολόγο (1282-1328) και επισφραγίστηκε με το γάμο της πεντάχρονης θυγατέρας του αυτοκράτορα Σιμωνίδας το 1299 με τον σαραντάχρονο Μιλούτιν, ο οποίος έλαβε ως προίκα εδάφη της Μακεδονίας που είχε καταλάβει. Σημαντικό τμήμα της Μακεδονίας περιήλθε κάτω από σερβική κυριαρχία, εξασφαλίστηκε όμως η ειρήνη στα βορειοδυτικά σύνορα της αυτοκρατορίας. Η Θεσσαλονίκη το 14ο αι. γίνεται συχνά κέντρο της αυλής και τόπος διαμονής μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας. Το 1303 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη η αυτοκράτειρα Ειρήνη-Γιολάνδα η Μομφερατική, δεύτερη σύζυγος του Ανδρόνικου Β', που ανέπτυσσε μια ανεξάρτητη δυτικού τύπου πολιτική και επεδίωκε να μοιραστούν τα εδάφη της αυτοκρατορίας στους γιους της. Ο κατακερματισμός όμως της αυτοκρατορίας αντιστρατευόταν προς τη βυζαντινή πολιτική ιδεολογία περί μιας και ενιαίας αυτοκρατορίας. Η άρνηση του αυτοκράτορα να υποκύψει στις απαιτήσεις της συζύγου του επέφερε ψυχρότητα στις σχέσεις τους και η Γιολάνδα παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη ως τον θάνατο της το 1317. Η κατάσταση όμως στη Μ. Ασία ήταν ζοφερή. Οι πολεμικές επιχειρήσεις στα ευρωπαϊκά εδάφη αποδυνάμωσαν την άμυνα της Μ. Ασίας και δεν εκτιμήθηκε ορθά ο κίνδυνος στην Ανατολή. Οι επιδρομές και η προέλαση των Τούρκων, η ερήμωση της χώρας και το κύμα των προσφύγων προς τα παράλια και τα νησιά, η σημαντική μείωση του στρατού οδήγησαν στη κατάρρευση της Μικράς Ασίας. Ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε το 1303 να προσλάβει κατά των Τούρκων μισθοφόρους της Καταλανικής Εταιρείας υπό τον Ρογήρο ντε Φλώρ, αφού κατέβαλε προκαταβολικά τους μισθούς τριών μηνών. Λίγο αργότερα όμως οι Καταλανοί ύστερα από την αδυναμία του αυτοκράτορα να τους καταβάλει τους μισθούς που είχε υποσχεθεί, εκτράπηκαν σε λεηλασίες της Μ. Ασίας και της Θράκης μαζί με τους Τούρκους, εισέβαλαν στη Μακεδονία και με κέντρο την Κασσανδρεία στη Χαλκιδική επιχειρούσαν επιδρομές στις γύρω περιοχές προκαλώντας μεγάλες καταστροφές στην ύπαιθρο. Λεηλάτησαν και κατέστρεψαν μονές του Αγίου Όρους που από 180 που ήταν τον 11ο αιώνα απέμειναν μόνον 25 τον 14ο αι.
Οι διάφορες κοινωνικές αδικίες, οι ατασθαλίες και οι παρεκτροπές, έπαιρναν στον εκκλησιαστικό χώρο τη μορφή της αμαρτίας και περνούσαν στην τέχνη της τοιχογραφίας ως υπόμνηση και εικαστική ερμηνεία του χριστιανικού κηρύγματος. Στην εικόνα, λεπτομέρεια από την Κόλαση, που αποτελεί τμήμα της Μέλλουσας Κρίσης. Μαυριώτισσα Καστοριάς.

Ο Ανδρόνικος Β' ενίσχυσε τις φρουρές των μακεδόνικων πόλεων και έκτισε τείχος στα στενά του Ακοντίσματος στη Χριστούπολη (Καβάλα), για να αποτρέψει επιστροφή των Καταλανών στη Θράκη και στην Κωνσταντινούπολη . Το 1308 οι Καταλανοί πολιόρκησαν τη Θεσσαλονίκη, η σθεναρή της όμως άμυνα και οι στρατιωτικές ενισχύσεις που έφτασαν έγκαιρα ανάγκασαν τους Καταλανούς να λύσουν την πολιορκία και να εγκαταλείψουν τη Μακεδονία, να προχωρήσουν νοτιότερα και να εγκατασταθούν στην περιοχή της Αττικής. Προσπάθειες του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' και του γιου και συναυτοκράτορά του Μιχαήλ Θ' να ανασυγκροτήσουν τον στρατό στη Μ. Ασία, στη Θράκη και τη Μακεδονία και να επανακτήσουν τα εδάφη που ανήκαν στη βυζαντινή αυτοκρατορία πριν από το 1204 ανακόπηκαν από τον εμφύλιο πόλεμο, που ξέσπασε το 1321 μεταξύ του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' και του εγγονού του Ανδρόνικου Γ' και κράτησε επτά χρόνια. Οι κύριες επιχειρήσεις διεξήχθηκαν στην περιοχή της Μακεδονίας με ολέθριες συνέπειες για την οικονομία αλλά και την πολιτική και στρατιωτική κατάσταση της περιοχής.

Ο πόλεμος των δύο Ανδρονίκων (1321-1328)

Στις 12 Οκτωβρίου 1320 πέθανε στη Θεσσαλονίκη ο γιος και συναυτοκράτορας του Ανδρόνικου Β' ο Μιχαήλ Θ' λίγες μέρες μετά το θάνατο της κόρης του Άννας στην Ήπειρο και τη δολοφονία του μικρότερου γιου του Μανουήλ στην Κωνσταντινούπολη, τον οποίο φόνευσαν μια νύκτα κατά λάθος φίλοι του μεγαλύτερου αδελφού του Ανδρόνικου στη θέση κάποιου αντεραστή. Ο Ανδρόνικος Β' αφήρεσε τότε τα δικαιώματα διαδοχής του θρόνου από τον Ανδρόνικο, τον οποίο είχε αναγορεύσει συναυτοκράτορά του ήδη το 1316. Τα αίτια όμως ήταν βαθύτερα. Τον αυτοκράτορα ανησυχούσε κυρίως ο άτακτος βίος και η δημοτικότητα του νεαρού εγγονού του αλλά και κάποιες τάσεις ανεξαρτησίας, που πιθανόν να επέφεραν διάσπαση της αυτοκρατορίας. Λίγους μήνες μετά τη διάσταση παππού-εγγονού συμφωνήθηκε να παραχωρηθεί στον εγγονό η περιοχή μεταξύ Σηλυβρίας και Χριστουπόλεως, ενώ η Μακεδονία με τη Θεσσαλονίκη παρέμεναν στην εξουσία του Ανδρόνικου Β'. Ο εμφύλιος πόλεμος όμως δεν αποτράπηκε. Η δια της βίας μεταγωγή από τη Θεσσαλονίκη στην Κωνσταντινούπολη της μητέρας του Ανδρόνικου Μαρίας-Ρίτας, που μόναζε ως μοναχή Ξένη στη Θεσσαλονίκη, πιθανότατα στη μονή της Αγίας Θεοδώρας, προκάλεσε τον αναβρασμό και την επέμβαση πολιτών, οι οποίοι το επόμενο έτος, όταν ήλθε διαταγή να μεταφερθούν και αυτοί στην Κωνσταντινούπολη,για να δικαστούν, ξεσήκωσαν το πλήθος και εξεδίωξαν τον διοικητή της πόλης, τον δεσπότη και γιό του αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Η Θεσσαλονίκη περιήλθε στον Ανδρόνικο Γ'. Ακολούθησε μια περίοδος συμφιλίωσης , κατά την οποία η διοίκηση και τα οικονομικά του κράτους περιέρχονταν στον παππού, ενώ ο εγγονός θα έπαιρνε τους μισθούς των μισθοφόρων και φορολογικές απαλλαγές. Τα οικονομικά οφέλη είχαν ως συνέπεια ο εγγονός να διατηρεί ιδιωτικό μισθοφορικό στρατό και να προετοιμάζεται μυστικά για την τελική αναμέτρηση και την ανάληψη της αυτοκρατορικής εξουσίας. Το 1326 η κατάσταση περιπλέχτηκε, όταν ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Ιωάννης Παλαιολόγος, ανεψιός του αυτοκράτορα, αποφάσισε να ανεξαρτοποιηθεί από την κεντρική εξουσία ως άρχων της Θεσσαλονίκης. Με τη βοήθεια των Σέρβων των οποίων ο κράλης ήταν γαμπρός του από θυγατέρα, εισέβαλε από τα Σκόπια, στη περιοχή των Σερρών. Ο αυτοκράτορας για να ματαιώσει τα σχέδια του, του απένειμε τον τίτλο του καίσαρα. Ο κίνδυνος εξέλιπε, όταν το επόμενο έτος ο Ιωάννης πέθανε στην αυλή των Σκοπίων. Τα πνεύματα στη Θεσσαλονίκη παρέμεναν ευνοϊκά προς τον νεαρό Ανδρόνικο. Το Δεκέμβριο του 1327 οι κάτοικοι της πόλης κάλεσαν τον Ανδρόνικο και αφού έδιωξαν τον διοικητή, του παρέδωσαν την πόλη. Ο Ανδρόνικος Γ' εισήλθε στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια κατέλαβε αμαχητί την Έδεσσα, Βέροια, Καστοριά και τις Φέρες στη Θράκη. Στις 24 Μαίου 1228 εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ο παππούς του Ανδρόνικος Β' εξαναγκάστηκε σε παραίτηση και δύο χρόνια αργότερα υποχρεώθηκε να αποσυρθεί στη μονή του Λιβός, όπου πέθανε ως μοναχός Αντώνιος το 1332.

Η Μακεδονία στα χρόνια του Ανδρόνικου Γ (1328-1341)

Αμέσως μετά την ανάρρηση του στο θρόνο ο Ανδρόνικος Γ' προέβη σε συστηματική ίδρυση και οχύρωση κάστρων στην περιοχή της Μακεδονίας και Θράκης, για να αποτρέψει την προέλαση Σέρβων και Βουλγάρων. Στην κοιλάδα του Αξιού (κοντά στο Κιλκίς) ίδρυσε το Γυναικόκαστρον,στην κοιλάδα του Στρυμόνα οχυρώθηκε το πόλισμα Σιδηρόκαστρον, ενώ στις εκβολές του Στρυμόνα την Αμφίπολη και στη Θράκη το Περιθεώρειον. Η κατάσταση όμως στη Μακεδονία παρέμενε κρίσιμη. Την άνοιξη του 1334 αυτομόλησε στην αυλή του κράλη της Σερβίας Στέφανου Δουσάν (1331-1355) ο έμπειρος στρατιωτικός και από τους πρωτεργάτες του πρώτου εμφυλίου πολέμου Συργιάνης Παλαιολόγος, διοικητής της Θεσσαλονίκης από το 1226. Με σερβικά στρατεύματα ο Συργιάνης κατέλαβε την Αχρίδα, Στρώμνιτσα και την Καστοριά και το θέρος του 1334 έφτασε μπροστά στη Θεσσαλονίκη. Ο Ανδρόνικος Γ' ξεκίνησε από το Διδυμότειχο εναντίον του και στρατοπέδευσε στη Ρεντίνα. Την ίδια εποχή εξήντα τουρκικά πειρατικά πλοία λεηλατούσαν τα παράλια της Χαλκιδικής, με την έγκαιρη επέμβαση όμως του στρατηγού και φίλου του αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνού οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν. Η δολοφονία του Συργιάνη από ανθρώπους του Ανδρόνικου και η απειλή των βόρειων συνόρων του σερβικού κράτους από τους Ούγγρους, υποχρέωσαν τον Σέρβο κράλη να συναντηθεί με τον αυτοκράτορα στο Γαλλικό ποταμό στις 26 Αυγούστου 1334. Συμφώνησε να επιστρέψει τα φρούρια της Αχρίδας, Στρώμνιτσας και Καστοριάς με αντάλλαγμα βοήθεια των Βυζαντινών κατά των Ούγγρων, η οποία όμως τελικά δεν δόθηκε, γιατί εξέλιπε ο κίνδυνος από τους Ούγγρους. Από το 1334 ως το 1341 διατηρείται σχετική ηρεμία στη Μακεδονία και ενισχύεται η άμυνα της. Οχυρώθηκαν τα κάστρα Αχρίδα, Κρόια, Βεράτι, Βαλόνα, Πρίλαπος, Μελένικο, Σέρρες και Στρώμνιτσα. Ο ξαφνικός όμως θάνατος του Ανδρόνικου Γ' στην Κωνσταντινούπολη στις 15 Ιουνίου 1341 σήμανε την έναρξη νέου εμφύλιου σπαραγμού με ολέθριες συνέπειες: οικονομική εξάντληση της Μακεδονίας και Θράκης, άφιξη των Τούρκων στην Ευρώπη.

Η Μακεδονία κατά τον εμφύλιο πόλεμο (1341-1354)

Μετά το θάνατο του Ανδρόνικου Γ', ο θρόνος περιήλθε στον μόλις εννεάχρονο γιό του Ιωάννη Ε' Παλαιολόγο. Την επιτροπεία ανέλαβε η μητέρα του Άννα της Σαβοΐας (η Παλαιολογίνα) με τον Πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα, την προστασία όμως της βασιλικής οικογένειας και την ουσιαστική διοίκηση του κράτους ανέλαβε ο επιστήθιος φίλος του Ανδρόνικου Γ' Ιωάννης Καντακουζηνός, που διέθετε τεράστια περιουσία στη Μακεδονία και Θράκη. Τόσο όμως ο Πατριάρχης όσο και ο Αλέξιος Απόκαυκος, άνθρωπος ταπεινής καταγωγής, που ανήλθε στα ανώτατα αξιώματα χάρη στον Ιωάννη Καντακουζηνό, διέβαλαν τον τελευταίο στην αυτοκράτειρα ότι απέβλεπε στον αυτοκρατορικό θρόνο. Και ενώ Βούλγαροι και Σέρβοι απειλούσαν το κράτος και οι Τούρκοι λεηλατούσαν τα παράλια της Θράκης, ξέσπασε ένας εμφύλιος πόλεμος που έλαβε τρομακτικές διαστάσεις, γιατί μαζί με τη δυναστική διαμάχη εκδηλώθηκαν βίαιες κοινωνικο-πολιτικές συγκρούσεις και εκκλησιαστικές έριδες που διέσπασαν τον λαό και την εκκλησία. Ενώ ο Ιωάννης Καντακουζηνός με μισθοφόρους που τους πλήρωνε ο ίδιος πολεμούσε τους Τούρκους και τους Σέρβους, οι αντίπαλοι του πέτυχαν να κηρυχθεί εχθρός του κράτους, να δημευθεί η περιουσία του και να φυλακισθούν συγγενείς και οπαδοί του στην Κωνσταντινούπολη. Ύστερα από την τροπή που πήραν τα πράγματα την 26η Οκτωβρίου 1341 ο Ιωάννης Καντακουζηνός αναγορεύτηκε αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο, επευφημούνταν όμως αυτός και η σύζυγος του μετά το νόμιμο αυτοκράτορα και την Άννα Παλαιολογίνα, για να τονισθεί ότι δε σφετεριζόταν την αυτοκρατορική εξουσία, αλλά στρεφόταν κατά των πολιτικών του αντιπάλων. Πολλά από τα αστικά κέντρα προσχώρησαν στον Καντακουζηνό. Την άνοιξη του 1342, ύστερα από πρόσκληση του διοικητή της Θεσσαλονίκης Θεόδωρου Συναδηνού, ο Ιωάννης Καντακουζηνός ξεκίνησε με πολυάριθμο στρατό από το Διδυμότειχο προς τη Θεσσαλονίκη. Όταν όμως έφθασε στους Φιλίππους, ήλθε μήνυμα από τον Συναδηνό να μην προχωρήσει παρά σε πιο εύθετο χρόνο και να έλθει σε συνεννόηση με το Σέρβο αποστάτη Χρέλη. Ο Καντακουζηνός κατέλαβε το Μελένικο και αφού παρέκαμψε τις Σέρρες, που φρουρούσε ο Γκυ ντε Λουζινιάν (ο Συργής των βυζαντινών πηγών) συγγενής και φίλος της δυναστείας των Παλαιολόγων, έφτασε στη Ρεντίνα, περιμένοντας να του παραδώσει ο Συναδηνός τη Θεσσαλονίκη. Στη Θεσσαλονίκη όμως έλαβαν άλλη τροπή τα πράγματα. Η βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση που μάστιζε το κράτος ύστερα από τους μακροχρόνιους εμφύλιους πολέμους εκδηλώθηκε ως μια βίαιη αντίδραση κατά των «δυνατών» πρώτα στην Αδριανούπολη και μετά στην Θεσσαλονίκη, όπου πήρε δραματικές διαστάσεις. Το θέρος του 1342 ο λαός, που έτρεφε φιλικά αισθήματα προς τη δυναστεία των Παλαιολόγων, δήλωσε πίστη στον νόμιμο αυτοκράτορα και με επικεφαλής τους Ζηλωτές, που εκπροσωπούσαν τις λαϊκές τάξεις, επαναστάτησε και κατέλαβε την εξουσία ενώ οι Ζηλωτές λεηλάτησαν τα σπίτια των ευγενών. «Για τρεις μέρες συνεχίστηκαν οι βιαιοπραγίες. Η πόλη έμοιαζε σαν να είχε αλωθεί και λεηλατηθεί από εχθρούς και οι Ζηλωτές από πολύ φτωχοί και άσημοι έγιναν μεμιάς πλούσιοι και σπουδαίοι» παρατηρεί ο Καντακουζηνός. Ο Συναδηνός αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη. Ο Καντακουζηνός προχώρησε προς τον Λαγκαδά και ενώθηκε με τον Συναδηνό κοντά στον Γαλλικό ποταμό. Κυβερνητικά στρατεύματα από την Κωνσταντινούπολη και άλλα από τη Θεσσαλία και στόλος από εβδομήντα πλοία έσπευσαν προς τη Θεσσαλονίκη. Ο Καντακουζηνός κατευθύνθηκε προς τη Βέροια και την Έδεσσα και κατόπιν στο Γυναικόκαστρο, πολλοί όμως από τους οπαδούς του, μεταξύ των οποίων και ο Συναδηνός λιποτάκτησαν. Η θέση του ήταν επισφαλής, γι' αυτό προχώρησε προς τη Σερβία, όπου συνήψε συμφωνία με το Σέρβο κράλη Στέφανο Δουσάν, ο οποίος βέβαια προσπάθησε να προσπορισθεί τα μεγαλύτερα δυνατόν οφέλη. Επεδίωξε χωρίς επιτυχία να του παραχωρηθεί όλη η Μακεδονία Δυτικά της Χριστούπολης, ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια του. Η σύζυγος πάλι του Καντακουζηνού από το Διδυμότειχο ζήτησε τη βοήθεια του Βούλγαρου τσάρου Ιβάν Αλέξανδρου. Πολύ γρήγορα όμως ο Δουσάν εγκατέλειψε τον Καντακουζηνό και συμμάχησε με τους αντιπάλους του. Τότε ο Καντακουζηνός ήλθε σε συμφωνία με τον Τούρκο εμίρη του Αϊδινίου Ουμούρ. Έτσι στον εμφύλιο πόλεμο εμπλέκονται Σέρβοι, Βούλγαροι και Τούρκοι, που επωφελούνται, για να λεηλατήσουν και να αποσπάσουν βυζαντινά εδάφη. Την άνοιξη του 1343 ο Ιωάννης Καντακουζηνός κατέλαβε τη Βέροια, τα Σέρβια και τον Πλαταμόνα και περικύκλωσε τη Θεσσαλονίκη περιμένοντας ενισχύσεις από τον Ιωάννη Άγγελο της Θεσσαλίας. Η άφιξη όμως του στόλου υπό τον Αλέξιο Απόκαυκο και η επικράτηση των Ζηλωτών μέσα στην πόλη, καθώς και η προέλαση του Δουσάν τον ανάγκασαν να επιστρέψει στη Βέροια απ' όπου ζήτησε τη βοήθεια των Τούρκων. Τουρκικά πλοία του Ουμούρ έσπευσαν προς βοήθεια του στη Θεσσαλονίκη. Οι Ζηλωτές υποπτεύτηκαν κάποιους ευγενείς ότι προχωρούσαν προς τη παράδοση της πόλης και τους κατέσφαξαν. Εφόσον δεν υπήρχε πια δυνατότητα να εξασφαλίσει υποστήριξη μέσα από την πόλη και μή θέλοντας να χυθεί χριστιανικό αίμα από τουρκικά χέρια, ο Καντακουζηνός ζήτησε την αποχώρηση του τουρκικού στόλου και ο ίδιος κατευθύνθηκε προς την Ανδριανούπολη, για να ενισχύσει τη θέση του στη Θράκη. Η Μακεδονία εγκαταλείφθηκε και ο Στέφανος Δουσάν απέσπασε βυζαντινά εδάφη. Το 1343 η Έδεσσα, Καστοριά, Φλώρινα και περιοχές της Αλβανίας περιήλθαν στους Σέρβους. Με τη βοήθεια των Τούρκων ο Καντακουζηνός άρχισε να πολιορκεί την Κωνσταντινούπολη, ενώ προτάσεις για συμφιλίωση δεν βρήκαν ανταπόκριση. Το 1345 ο πόλεμος συνεχίστηκε και η Θράκη περιήλθε στην εξουσία του Καντακουζηνού. Στη συνέχεια ο Καντακουζηνός στράφηκε προς τις Σέρρες που πολιορκούνταν από στρατεύματα του Δουσάν.Τον Ιούνιο όμως του 1345 έφτασε η είδηση ότι δολοφονήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ο μεγάλος του αντίπαλος Αλέξιος Απόκαυκος. Ο Καντακουζηνός έσπευσε προς την πρωτεύουσα , για να την καταλάβει, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο Δουσάν τον Σεπτέμβριο του 1345 εισήλθε νικητής στις Σέρρες, όπου αναγορεύτηκε «αυτοκράτωρ Σερβίας και Ρωμανίας». Η στέψη του πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1346 στα Σκόπια από τον Πατριάρχη Σερβίας. Στη Θεσσαλονίκη εν τω μεταξύ συνέβησαν δραματικά γεγονότα. Ο διοικητής της πόλης Ιωάννης Απόκαυκος, γιος του Αλέξιου Απόκαυκου, άνθρωπος της κεντρικής κυβέρνησης, συγκυβερνούσε ουσιαστικά με τον αρχηγό των Ζηλωτών Μιχαήλ Παλαιολόγο, του οποίου τη δολοφονία υποκίνησε. Μόλις έμαθε τον θάνατο του πατέρα του, εκδηλώθηκε φανερά υπέρ του Καντακουζηνού και αποφάσισε τη παράδοση της πόλης στον Μανουήλ, γιο του Ιωάννη Καντακουζηνού, που διοικούσε τη Βέροια. Ο Ανδρέας Παλαιολόγος όμως, αν και μετριοπαθής Ζηλωτής, ξεσήκωσε τους ναυτικούς της συνοικίας της Μάλτας στο λιμάνι, η επανάσταση γενικεύτηκε, με αποτέλεσμα να σφαγιασθούν από τον μανιασμένο όχλο ο Ιωάννης Απόκαυκος και άλλοι ευγενείς και να λεηλατηθούν οι περιουσίες τους. Εικόνες φρίκης και της εκδικητικής μανίας των Ζηλωτών παραδίδει μονωδία που αποδίδεται στον μεγάλο λόγιο Δημήτριο Κυδώνη. Η εξουσία στη πόλη της Θεσσαλονίκης το 1345 περιήλθε πλήρως στους Ζηλωτές, που εγκαθίδρυσαν κυβέρνηση αυτόνομη. Μετά τον θάνατο του εμίρη Ουμούρ ο Ιωάννης Καντακουζηνός συμμάχησε με τον Οθωμανό σουλτάνο Ορχάν, δεν δίστασε μάλιστα να του δώσει ως σύζυγο την ανήλικη θυγατέρα του Θεοδώρα. Στις 21 Μαΐου 1346 ο Καντακουζηνός στέφθηκε αυτοκράτορας στην Αδριανούπολη, ενώ στις 13 Μαΐου 1347 στέφθηκε νικητής στην Κωνσταντινούπολη. Ακόμη όμως και μετά τη συμφιλίωση των αντιμαχόμενων και την ανακήρυξη του Ιωάννη Καντακουζηνού σε συναυτοκράτορατου Ιωάννη Ε' οι Ζηλωτές αρνούνταν να υπακούσουν στην κεντρική κυβέρνηση. Δύο φορές μάλιστα αρνήθηκαν να δεχτούν τον εκλεγμένο μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γρηγόριο Παλαμά, φίλο και οπαδό του Ιωάννη Καντακουζηνού. Η πτώση των Ζηλωτών δεν άργησε να έλθει. Το 1349 όταν αυτοί ζήτησαν τη βοήθεια των Σέρβων και ο Δουσάν έφτασε έξω από τη Θεσσαλονίκη, ο λαός της πόλης στράφηκε εναντίον τους και ο εκπρόσωπος της βυζαντινής κυβέρνησης Αλέξιος Μετοχίτης ζήτησε την άμεση βοήθεια της Κωνσταντινούπολης. Ο αρχηγός των Ζηλωτών Ανδρέας Παλαιολόγος ανατράπηκε, κατέφυγε στη Σερβία και μετά στο Άγιο Όρος, όπου πέθανε ως μοναχός. Τον Οκτώβριο του 1350 ο Ιωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός ήλθε στη Θεσσαλονίκη μαζί με τον αυτοκράτορα και γαμπρό του Ιωάννη Ε' Παλαιολόγο και με την παρουσία τουρκικών πλοίων ανάγκασε τους Σέρβους να αποχωρήσουν από τη περιοχή της Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος έγινε δεκτός από τον λαό της πόλης και επευφημήθηκε ως αυτοκράτορας. Τότε εγκαθιδρύθηκε στον μητροπολιτικό θρόνο και ο Γρηγόριος Παλαμάς, ενώ οι αρχηγοί των Ζηλωτών οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Στη συνέχεια οι δύο αυτοκράτορες κατέλαβαν τη Βέροια, Έδεσσα και το Γυναικόκαστρο και επήλθε κάποια συμφωνία με τον Δουσάν, που κράτησε τη Ζίχνα, το Μελένικο, τη Στρώμνιτσα και την Καστοριά. Γρήγορα όμως ο Σέρβος κράλης αθέτησε τη συμφωνία, ανακατέλαβε την Έδεσσα και πολιόρκησε και πάλι τη Θεσσαλονίκη. Ο Καντακουζηνός άφησε τον Ιωάννη Ε' στη Θεσσαλονίκη και ο ίδιος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Την ίδια εποχή με τις πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις, τη Θεσσαλονίκη είχαν συγκλονίσει οι ησυχαστικές έριδες, μυστικιστικές ιδέες που ξεκίνησαν από το Άγιο Όρος με κυριότερο εκπρόσωπο τον Γρηγόριο Παλαμά και αντιπάλους τον μοναχό Βαρλαάμ από τη Καλαβρία και τον Γεώργιο Ακίνδυνο από τον Πρίλαπο. Η ησυχαστική έρις μεταφέρθηκε και στην Κωνσταντινούπολη. Με την σύνοδο των Βλαχερνών το 1351 τέθηκε τέρμα στην εκκλησιαστική διαμάχη με την αναγνώριση του ησυχασμού και τον αναθεματισμό του Βαρλαάμ και του Ακίνδυνου. Ο παραγκωνισμός του Ιωάννη Ε' στη Θεσσαλονίκη οδήγησε τον νεαρό αυτοκράτορα να ζητήσει τη βοήθεια των Σέρβων, η επέμβαση όμως της μητέρας του Άννας Παλαιολογίνας, την οποία έστειλε στη Θεσσαλονίκη ο Ιωάννης Καντακουζηνός και η μετάβαση της στο στρατόπεδο του Δουσάν απομάκρυνε τον κίνδυνο, προφανώς με πλούσιες χορηγίες. Ο Καντακουζηνός, για να κατευνάσει τη δυσαρέσκεια του Ιωάννη Ε' του παραχώρησε τη διοίκηση θρακικών πόλεων στη Ροδόπη με έδρα το Διδυμότειχο, ενώ στο γιο του Ματθαίο την περιοχή ανατολικότερα με έδρα την Αδριανούπολη. Δεν άργησε όμως να εκδηλωθεί ένοπλη σύρραξη, μεταξύ του Ιωάννη Ε' και του Ματθαίου, το 1352. Στη σύρραξη πήραν μέρος Σέρβοι και Βούλγαροι ως σύμμαχοι του Ιωάννη Ε' και Τούρκοι που μαζί με στρατεύματα του ίδιου του Καντακουζηνού κατάφεραν συντριπτική νίκη κατά του Ιωάννη Ε' κοντά στο Διδυμότειχο. Πραξικόπημα του Ιωάννη Ε', ο οποίος ξεκινώντας από την Τένεδο προσπάθησε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, απέτυχε και ο ίδιος κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη όπου τη διοίκηση ασκούσε για λογαριασμό του γιου της η Άννα Παλαιολογίνα ως το θάνατο της. Την παρουσία της στη πόλη μαρτυρεί και επιγραφή πάνω από την πύλη, τη γνωστή ως πύλη της Άννας της Παλαιολογίνας στο βόρειο τείχος, που ανοίχτηκε ύστερα από εντολή της. Μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος ο Καντακουζηνός προχώρησε στην εξασφάλιση του αυτοκρατορικού τίτλου στα μέλη της οικογενείας του και στην απομάκρυνση του Ιωάννη Ε'. Το 1353 ο γιος του Ματθαίος αναγορεύτηκε και το 1354 στέφθηκε συναυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη παρά την αντίδραση του Πατριάρχη. Το όνομα του Ιωάννη Ε' απαγορεύτηκε να μνημονεύεται στις επευφημίες και στους ναούς. Ο Ιωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός έγινε πια ο κύριος της αυτοκρατορείας, χάρη όμως και στη βοήθεια των φίλων του των Τούρκων, που πέρα από τις δηώσεις και καταστροφές των βυζαντινών εδαφών είχαν ήδη από το 1352 καταλάβει το φρούριο Τζύμπη στη Θράκη. Το Μάρτιο του 1354, ύστερα από φοβερό σεισμό που έπληξε τη Θράκη, οι Τούρκοι κατέλαβαν εγκατελειμένες από τους κατοίκους πόλεις, μεταξύ των οποίων και τη Καλλίπολη. Η κατάληψη της Καλλίπολης, που ο Δημήτριος Κυδώνης ονομάζει «των εν Έλλησπόντω τειχών πάντων έπικαιρότατον» υπήρξε σοβαρό πλήγμα για την αυτοκρατορία. Οι Τούρκοι ανοικοδόμησαν τα τείχη της πόλης και δημιούργησαν εκεί ναύσταθμο. Μάταια ο Καντακουζηνός προσπάθησε να πείσει τους Τούρκους να εγκαταλείψουν την πόλη. Οι Τούρκοι με τον τρόπο αυτό εγκαταστάθηκαν στη Θράκη, και η Καλλίπολη αποτέλεσε το ορμητήριο για την εξάπλωση τους στην Ευρώπη. Το Νοέμβριο του 1354, ο Ιωάννης Ε' με τη βοήθεια του Γενουάτη Gattiluzi εισήλθε κρυφά στην Κωνσταντινούπολη και έγινε κύριος της πόλης. Ο πεθερός του Ιωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός αποσύρθηκε σε μοναστήρι, όπου έζησε άλλα τριάντα χρόνια ως μοναχός Ιωάσαφ και συνέγραψε μεταξύ άλλων και το ιστορικό του έργο . Σώζεται τοιχογραφία σε πεσσό του κεντρικού κλίτους του ναού του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη με όρθια αυτοκρατορική μορφή και την επιγραφή «Άγιος Ιωάσαφ» και μικρότερη μορφή ιεράρχη που θυμιατίζει. Οι μορφές ταυτίζονται με τον Ιωάννη Καντακουζηνό και τον προστατευόμενο του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γρηγόριο Παλαμά. Οι μακρόχρονοι εμφύλιοι πόλεμοι επέφεραν την εξαθλίωση του λαού της υπαίθρου, και την καταστροφή αστικών κέντρων, την απώλεια βυζαντινών εδαφών, που περιήλθαν σε Σέρβους και Βούλγαρους και προπάντων, την εγκατάσταση των Τούρκων στην Ευρώπη που με ορμητήριο την Καλλίπολη θα επιχειρήσουν την κατάλυση του βυζαντινού κράτους. Εξάλλου ο κατακερματισμός του σερβικού κράτους μετά τον θάνατο του Στέφανου Δουσάν τον Δεκέμβριο του 1355 αλλά και του βουλγαρικού δεν επέτρεψε την σύμπραξη Σέρβων και Βουλγάρων με τους Βυζαντινούς κατά του κοινού εχθρού, των Τούρκων.

Η Μακεδονία από το 1354 ως το 1371

Μετά την εγκατάσταση τους στη Θράκη οι Τούρκοι στράφηκαν μαζί με τον Ματθαίο Καντακουζηνό, που κυβερνούσε την περιοχή της Ροδόπης,κατά των στρατευμάτων του Ιωάννη Ε'. Η παρέμβαση όμως του Βυζαντινού αυτοκράτορα για την απελευθέρωση του γιου του σουλτάνου Ορχάν Χαλίλ που τον είχαν συλλάβει πειρατές και τον είχαν μεταφέρει στη Φώκαια, οδήγησε στην υπογραφή της συνθήκης μεταξύ Βυζαντινών και Τούρκων το 1357. Μετά το θάνατο του Ορχάν (1326-1362), ο διάδοχος του Μουράτ Α' (1362-1389), αφού στερέωσε την κυριαρχία του στην Ανατολή άρχισε να λεηλατεί και να καταστρέφει βυζαντινά και βουλγαρικά εδάφη. Προσπάθεια του Ιωάννη Ε' να συνάψει συμφωνία με τους Σέρβους δεν απέδωσε. Η βυζαντινή αντιπροσωπεία υπό τον Πατριάρχη Κάλλιστο επισκέφτηκε τη χήρα του Δουσάν στις Σέρρες το 1363, ο αιφνίδιος όμως θάνατος εκεί του Πατριάρχη και άλλων μελών της αντιπροσωπείας, ήγειρε τις υποψίες δηλητηρίασης και οι συνομιλίες ναυάγησαν. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε' αναγκάστηκε τότε να στραφεί προς τη Δύση και τον Πάπα, για την οργάνωση σταυροφορίας. Το 1366 ταξίδεψε ο ίδιος στη Βούδα, για να εξασφαλίσει βοήθεια από τον βασιλιά της Ουγγαρίας Λουδοβίκο τον Μεγάλο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τον Αύγουστο του 1366 ο αρχηγός της σταυροφορίας, που οργάνωσε ο Πάπας και εξάδελφος του αυτοκράτορα Αμεδαίος της Σαβοΐας κατόρθωσε να ανακαταλάβει την Καλλίπολη. Κάθε βοήθεια όμως από τη Ρώμη συνδεόταν με την απαίτηση για μεταστροφή του αυτοκράτορα στο καθολικό δόγμα. Το 1369 ο Ιωάννης Ε' ταξίδεψε στη Ρώμη ως ικέτης και ασπάστηκε επίσημα το καθολικό δόγμα. Παρά τη μεταστροφή αυτή και την ταπείνωση του αυτοκράτορα ελάχιστα ήταν τα οφέλη. Οι Τούρκοι συνέχιζαν τις επιδρομές στη Θράκη και κατέλαβαν βυζαντινά εδάφη. Το Διδυμότειχο το 1361, λίγο αργότερα η Αδριανούπολη και το 1368-69 η Φιλιππούπολη περιήλθαν στους Τούρκους. Η κατάσταση γινόταν εξαιρετικά επικίνδυνη και για τη Μακεδονία. Η εκστρατεία που οργάνωσε ο Σέρβος δεσπότης των Σερρών Ιωάννης Ουγκλέσης και ο αδελφός του βασιλιάς Vukasin κατέληξε σε αποτυχία μετά τη συντριπτική ήττα των Σέρβων στη μάχη στο Cirmen του Έβρου στις 26 Σεπτεμβρίου του 1371. Οι Σέρβοι και λίγο αργότερα και οι Βούλγαροι έγιναν φόρου υποτελείς στον Σουλτάνο και ήταν υποχρεωμένοι να συμμετέχουν στις εκστρατείες του. Η ήττα στο Cirmen προοιώνιζε την οριστική κατάληψη της Μακεδονίας αλλά και ολόκληρης της Βαλκανικής από τους Τούρκους.

Ο Μανουήλ Παλαιολόγος στη Θεσσαλονίκη

Μετά την ήττα των Σέρβων στο Cirmen του Έβρου ο Μανουήλ Παλαιολόγος, μικρότερος γιος του Ιωάννη Ε' έχοντας ως ορμητήριο τη Θεσσαλονίκη, κατέλαβε τις Σέρρες το Νοέμβριο του 1371 και άρχισε να οχυρώνει τις πόλεις της Μακεδονίας και να οργανώνει την άμυνα κατά των Τούρκων. Μισά από τα κτήματα του Αγίου Όρους και μονών της Θεσσαλονίκης στη Μακεδονία τα μοίρασε στους στρατιώτες «ως πρόνοιες». Η επανάσταση του πρωτότοκου γιου του Ιωάννη Ε' του Ανδρόνικου περιέπλεξε Βενετούς και Γενουάτες αλλά και τους Οθωμανούς και αποδυνάμωσε ακόμη περισσότερο το βυζαντινό κράτος, που έγινε φόρου υποτελές στον Σουλτάνο. Ο Μανουήλ υποχρεώθηκε ως υποτελής να ακολουθεί τον Μουράτ στις εκστρατείες του. Το φθινόπωρο όμως του 1382 ο Μανουήλ έφτασε και πάλι στη Θεσσαλονίκη και άρχισε να οργανώνει τον στρατό και την άμυνα της Μακεδονίας. Κατέλαβε οχυρές τοποθεσίες γύρω από τη Θεσσαλονίκη και ενίσχυσε τη φρουρά των Σερρών. Πιθανόν από τον Μανουήλ ανοικοδομήθηκε ο πύργος στα βόρεια τείχη της Θεσσαλονίκης με την επιγραφή «+Σθ[έ]νει Μανουήλ του κρατίσ(το)υ (δεσπότου)/Γεώργιος δου(ξ) Απόκαυκος εκ βαθρω(ν)ήγειρε τόνδε πύργον αυτω τειχίω /σθενει Μανουήλ του κρατίστου δεσπότου+». Οι επιτυχίες του Μανουήλ προκάλεσαν τον ενθουσιασμό στην Κωνσταντινούπολη. Πολλοί Κωνσταντινουπολίτες άρχισαν να συγκεντρώνονται στη Θεσσαλονίκη, για να πολεμήσουν στο πλευρό του. Παράλληλα ανέπτυξε μια έντονη διπλωματική δραστηριότητα. Αναγνωρίστηκε η επικυριαρχία του από τον δεσπότη της Ηπείρου Θωμά Πρελιούμποβιτς αλλά και από τον καίσαρα της Θεσσαλίας Αλέξιο Άγγελο. Ο Σουλτάνος Μουράτ Α', οργισμένος αλλά και ανήσυχος από τις επιτυχίες του Μανουήλ, ανέθεσε στον Χαϊρεντίν πασά εκστρατεία κατά της Μακεδονίας. Το 1383 οι Τούρκοι κατέλαβαν τις Σέρρες και οι κάτοικοι της πόλης εξανδραποδίστηκαν. Στη συνέχεια και άλλα κάστρα έπεσαν στα χέρια των Τούρκων. Ο Χαϊρεντίν, έφτασε στον Χορτιάτη και απαίτησε την παράδοση της Θεσσαλονίκης. Ο Μανουήλ όμως δεν υπέκυψε. Τότε άρχισε ο αποκλεισμός της πόλης που κράτησε τέσσερα χρόνια. Ο Μανουήλ προσπάθησε να εμψυχώσει τους πολίτες της Θεσσαλονίκης και να εξασφαλίσει βοήθεια από τους Βενετούς και τον Πάπα αλλά και από τον δυνάστη της Κορίνθου Acciajuoli και το δεσπότη του Μορέως αδελφό του Θεόδωρο Παλαιολόγο, χωρίς αποτέλεσμα. Καθώς ο τουρκικός στόλος περιέσφιγγε την πόλη, οι κάτοικοι της ταλαιπωρημένοι από την έλλειψη τροφίμων και αποθαρρυμένοι από τις συνεχείς στρατιωτικές επιτυχίες των Τούρκων άρχισαν να βαρυγκομούν και να προσανατολίζονται προς την παράδοση της πόλης. Η ηττοπάθεια των Θεσσαλονικέων ανάγκασε τον Μανουήλ να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο του 1387. Κατέφυγε με πλοίο στη Λέσβο και από εκεί ταπεινωμένος στην αυλή του Σουλτάνου στην Προύσα. Η Θεσσαλονίκη παραδόθηκε στον Χαϊρεντίν πασά, ο οποίος σεβάστηκε τις συμφωνίες και αποφεύχθηκαν λεηλασίες και εξανδραποδισμοί. Η πόλη υποχρεώθηκε να πληρώνει τον φόρο υποτέλειας, το χαράτσι, όπως και η Χριστούπολις και η Χρυσούπολις. Ο Χαϊρεντίν πασάς αναγνώρισε ορισμένα προνόμια για την ελεύθερη άσκηση της λατρείας και κάποιο κοινοτικό καθεστώς στη Θεσσαλονίκη. Το 1391 την πόλη κατέλαβε ο Βαγιαζίτ Α' που το 1395 επέβαλε και στη Θεσσαλονίκη το παιδομάζωμα. Παράλληλα προς τον αποκλεισμό της Θεσσαλονίκης (1383-1387), άλλα τουρκικά στρατεύματα προχώρησαν βορειότερα και κατέλαβαν το 1385 τον Πρίλαπο, το Μοναστήρι και την Καστοριά, το 1386 την Ναϊσσό, ενώ άλλα προχωρώντας προς Νότο κατέλαβαν το Κίτρος, το Στόμιον και τη Λάρισα. Το 1387 καταλήφτηκαν η Βέροια και η Σόφια. Το 1389 ο ίδιος ο Μουράτ Α' εκστράτευσε εναντίον των Σλάβων. Τα τουρκικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Βουλγαρία και ανάγκασαν τον τσάρο να υποταγεί. Στη συνέχεια στράφηκαν εναντίον των Σέρβων. Ύστερα από τη δολοφονία του Μουράτ στη Σερβία, ανέλαβε την εξουσία ο γιος του Βαγιαζίτ Α'. Στις 15 Ιουνίου 1389 στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου, τα σερβικά στρατεύματα υπέστησαν συντριπτική ήττα, εκμηδενίστηκε κάθε αντίσταση από μέρους των Σέρβων και άνοιγε ο δρόμος για την ολοκλήρωση της τουρκικής κατάκτησης στη Βαλκανική. Μετά το θάνατο του Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου τον Φεβρουάριο του 1391, ο Μανουήλ δραπέτευσε από την Προύσα και έσπευσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου αναγορεύτηκε αυτοκράτορας (1391-1425). Οι οθωμανικές κατακτήσεις συνεχίστηκαν. Το 1393 καταλήφθηκε η Θεσσαλία και τα τουρκικά στρατεύματα προχώρησαν ως την Πελοπόννησο. Το 1393 υποτάχθηκε οριστικά η Βουλγαρία και έγινε επαρχία της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στη μάχη της Νικόπολης κοντά στον Δούναβη (25 Σεπτεμβρίου 1396) οι Τούρκοι εξολόθρευσαν τον στρατό που είχε συγκεντρώσει ο Ούγγρος βασιλιάς Σιγισμούνδος,και η σταυροφορία που είχε οργανώσει απέτυχε. Το Βυζάντιο είχε χάσει πια τη δύναμη του. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας Μανουήλ αναγκάστηκε να ταξιδέψει στη Δύση για δύο χρόνια και να φτάσει ως το Παρίσι και το Λονδίνο, για να εξασφαλίσει βοήθεια. Ο περήφανος αυτοκράτορας έλαβε μόνο υποσχέσεις. Η ακάθεκτη ορμή των Οθωμανών ωστόσο σταμάτησε απότομα, όταν τα στρατεύματα του Βαγιαζίτ κατατροπώθηκαν από τους Μογγόλους στη μάχη της Άγκυρας στις 28 Ιουλίου 1402. Ο Σουλτάνος έπεσε στα χέρια του Τιμούρ (Ταμερλάνου), του μεγαλύτερου Μογγολου κατακτητή μετά τον Τζέγκις Χαν και πέθανε στην αιχμαλωσία. Οι συνέπειες της ιστορικής αυτής μάχης ήταν ανυπολόγιστες. Οι εμφύλιοι πόλεμοι που ξέσπασαν μεταξύ των διαδόχων του Βαγιαζίτ ανακούφισαν το Βυζάντιο και παρέτειναν τη ζωή του για μισόν αιώνα. Ο γιος του Βαγιαζίτ Σουλεϊμάν εγκαταστάθηκε στις ευρωπαϊκές επαρχίες του κράτους, ήλθε σε συμφωνία με τους Βυζαντινούς και παραχώρησε σ' αυτούς τη Θεσσαλονίκη, τη Χαλκιδική με το Άγιο Όρος και τα νησιά Σκιάθο, Σκόπελο, Σκύρο και παράκτιες περιοχές στον Εύξεινο και την Προποντίδα. Η Θεσσαλονίκη και άλλες περιοχές της Μακεδονίας από τη Μάχη της Άγκυρας ως το θάνατο του Σουλτάνου Μωάμεθ Α' (1413-1421), γνώρισαν κάποια σχετική ηρεμία. Διοικητής της Θεσσαλονίκης από το 1403-1408 χρημάτισε ο Ιωάννης (Ζ') Παλαιολόγος και μετά τον θάνατο του ο Δημήτριος Λάσκαρης Λεοντάρης, ενώ από το 1415 ο τρίτος γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ, Ανδρόνικος Παλαιολόγος, κυβέρνησε ως ανεξάρτητος ηγεμόνας με τον τίτλο του «δεσπότη». Η δύναμη όμως των Οθωμανών αποκαταστάθηκε και ο Σουλτάνος Μουράτ Β' ανέκτησε την επιθετική πολιτική του Βαγιαζίτ. Το 1422 τουρκικά στρατεύματα απέκλεισαν τη Θεσσαλονίκη. Η απελπιστική κατάσταση, στην οποία είχαν περιέλθει οι κάτοικοι της πόλης, αλλά και η ανεπαρκής άμυνα της ανάγκασαν τον Ανδρόνικο να παραδώσει την πόλη στους Βενετούς στις 14 Σεπτεμβρίου 1423 με τον όρο να σεβαστούν τα δικαιώματα των κατοίκων και τους εκκλησιαστικούς θεσμούς και να φροντίσουν για τον επισιτισμό της πόλης. Η εγκατάσταση των Βενετών στη Θεσσαλονίκη εξόργισε τον Σουλτάνο. Τα στρατεύματα του με συνεχείς εφόδους εμπόδιζαν την έξοδο των κατοίκων, που άρχισαν να υποφέρουν από έλλειψη τροφίμων αλλά και από την κακοδιοίκηση των Βενετών. Πολλοί άρχισαν να εγκαταλείπουν την πόλη. Την άνοιξη του 1430 ο Μουράτ ο Β' έφτασε μπροστά στα τείχη της Θεσσαλονίκης και απαίτησε την παράδοση της. Οι Θεσσαλονικείς προτιμούσαν να παραδοθούν χωρίς αντίσταση, για να αποφύγουν τις δηώσεις και τους εξανδραποδισμούς. Αρνήθηκαν όμως οι Βενετοί. Σε τρεις ημέρες, την 29 Μαρτίου 1430, ο Σουλτάνος κατέλαβε την πόλη και προσευχήθηκε στο ναό της Αχειροποιήτου που μεταβλήθηκε σε τζαμί. Σώζεται τουρκική επιγραφή στον όγδοο κίονα της βόρειας κιονοστιχίας του ναού «Ο Σουλτάνος Μουράτ πήρε τη Θεσσαλονίκη το 833» (=1430). Την άλωση της πόλης περιέγραψε με τα μελανότερα χρώματα αυτόπτης μάρτυρας ο Ιωάννης Αναγνώστης. Η πόλη είχε ερημώσει. Λίγο αργότερα ο Σουλτάνος ελευθέρωσε πολλούς από τους κατοίκους και επέτρεψε να επιστρέψουν στις εστίες τους, ενώ διέταξε και Τούρκους από τα Γιαννιτσά να εγκατασταθούν εκεί, για να ανασυγκροτηθεί η πόλη. Μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης η Μακεδονία έγινε επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας για πεντακόσια περίπου χρόνια.

«ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΙΣΤΟΡΙΑ»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ
ΑΘΗΝΑ 1995


from ανεμουριον https://ift.tt/32zd3yI
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη