Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗΣ

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Απ' εκείνο το πρωινό της 29ης Μαρτίου του 1430 που η Θεσσαλονίκη έπεσε στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων άρχιζε η μακραίωνη τουρκική κατοχή που κράτησε ως τις 26 Οκτωβρίου του 1912, οπότε ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε τη βυζαντινή συμβασιλεύουσα ανήμερα του Αγίου Δημητρίου πολιούχου της πόλης. Είχε προηγηθεί μια δυσάρεστη κατάσταση στην πόλη, που είχε χωρισθεί σε δύο παρατάξεις, αυτή που υπεστήριζε την κυριαρχία των Βενετών, και η άλλη των Τούρκων· τόσο τραγική ήταν η κατάσταση που επιδεινώθηκε με το θάνατο του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Συμεών, του καλού ποιμένους του την ψυχήν εφ' εκάστης αφειδώς υπέρ του ποιμνίου τιθέντος· ο θάνατος του ήταν ασφαλώς ένα κακό σημάδι που προμηνούσε το χαλασμό της πόλης. Λίγο μετά την Άλωση της η Μακεδονία χωρίσθηκε σε χάσια (δημόσια κτήματα που ανήκαν στον Σουλτάνο ή στα παιδιά του), σε τιμάρια (μικρά κτήματα) και στα ζιαμέτια (μεγάλα κτήματα που ανήκαν στους σπαχήδες).
W.B. Devereux Views on the shores of the Mediterranean, 1847. Η Θεσσαλονίκη και το όρος Όλυμπος, λιθογραφία.

Ο Τούρκος κατακτητής της Μακεδονίας Gazi Evrenos Bey έλαβε από την διανομή αυτήν τα περισσότερα κτήματα. Η Μακεδονία υπάχθηκε, τότε, στο λεγόμενο μπεηλεμπεριλίκη της Ρούμελης, που είχε αρχικά έδρα την Αδριανούπολη και κατόπιν την Φιλιππούπολη και την Σόφια. Στην Θεσσαλονίκη εγκαταστάθηκε ο Τούρκος πασάς, ενώ στην περιφέρεια φαίνεται ότι κυριαρχούσαν σπαχήδες, ελληνικής ή σλαβικής καταγωγής που οι προγονοί τους οι παλαιοί δηλ. βυζαντινοί προνοιάριοι είχαν εξισλαμισθεί κατά το παρελθόν και των οποίων τα οικονομικά συμφέροντα είχαν συνδεθεί με τους κατακτητές· όσο για τους παλαιούς δουλοπάροικους των βυζαντινών πατρικίων, αυτοί είχαν μεταβληθεί, ευθύς μετά την τουρκική κατάκτηση, σε κολίγους που ζούσαν στα μικρά χωριά τους, τα κατοπινά τσιφλίκια, καλλιεργώντας την γη. Από το 1372, που πρωτοεμφανίζονται έξω από την Θεσσαλονίκη οι Τούρκοι πολεμιστές του Gazi Evrenos Bey και στην συνέχεια (1385 και 1394) εγκαθίστανται στην Μακεδονία οι ημινομαδικοί τουρκικοί πληθυσμοί, οι γνωστοί Γιουρούκοι, που για τις υπηρεσίες τους στο κράτος τους παραχωρούνταν εκτάσεις για καλλιέργεια ή μετείχαν σε εκστρατείες. Οι Γιουρούκοι είχαν οργανωθεί σε 500 στρώματα σε όλα τα Βαλκάνια και ήσαν απαλλαγμένοι από ορισμένους φόρους - όσοι πάλι απέφυγαν τις εκστρατείες γίνονταν ραγιάδες. Διαλύθηκαν το 1846. Ένα μεγάλο μέρος όμως των κατοίκων της Μακεδονίας, αποφεύγοντας τη σκλαβιά, στρέφεται είτε προς την Ευρώπη και σε φραγκοκρατούμενα μέρη της Ελλάδας, είτε προς τα ορεινά, όπου σχηματίζει και τα πρώτα χωριά· επρόκειτο δηλαδή για ένα πραγματικό ξεριζωμό των πεδινών περιοχών, στις οποίες, τώρα, κυριαρχεί το μουσουλμανικό στοιχείο. Όλα σχεδόν τα σημερινά χωριά της Δυτικής Μακεδονίας (π.χ. Γαλατινή, Κλεισούρα, Βογατσικό, Σελίτσα, Βλάστη, Σιάτιστα, Κωσταράτζι) οφείλουν την ίδρυση τους στο φαινόμενο αυτό. Φυσικό ήταν λοιπόν να καταστούν άσυλο των κατοίκων, που, ωστόσο δεν έπαψαν να αντιμετωπίζουν ποικίλα προβλήματα από τους Τούρκους και αργότερα από ελληνικές και αλβανικές ληστρικές ομάδες, προβλήματα μάλιστα που συνεχίσθηκαν ως τις αρχές του 20ου αιώνα. Στους ορεινούς αυτούς όγκους, όπου συσσωρεύθηκαν μεγάλες μάζες, συντηρήθηκε η ελληνική συνείδηση και αναπτύχθηκαν οι νέες δυνάμεις του Γένους. Η αύξηση, όμως, του πληθυσμού των ορεινών αυτών περιοχών επέφερε, κατά τις αρχές του 17ου αιώνα, και τάσεις φυγής προς την Κωνσταντινούπολη και σε άλλα κέντρα του ευρωπαϊκού χώρου, όπου οι συνθήκες ζωής ήταν πολύ καλύτερες από εκείνες των τόπων τους. Όλες αυτές τις τάσεις της φυγής προσπάθησε να ανακόψει ο Murad II που φρόντισε για τον ανασυνοικισμό των κέντρων και της Θεσσαλονίκης ιδιαίτερα, την οποία έντρομοι είχαν εγκαταλείψει οι κάτοικοι της λίγο μετά την άλωση: οι νέοι Τούρκοι έποικοι που είχαν έλθει οι περισσότεροι από τα Γενιτσά είχαν καταλάβει τα ωραιότερα σπίτια της, τους ναούς και τις μονές της που τις είχαν μεταβάλει σε τζαμιά, και γενικά δημιουργήθηκε μεγάλη σύγχυση και αναστάτωση στην πόλη που τρόμαζε τους κατοίκους της που έβλεπαν σπίτια και εκκλησίες να κατασκάπτονται και να ερημώνονται. Η Θεσσαλονίκη έχασε σιγά-σιγά τη βυζαντινή φυσιογνωμία της και μεταμορφώθηκε σε τουρκόπολη, φυσιογνωμία, άλλωστε, που η πόλη κράτησε ως τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917. Τους δυστυχισμένους αυτούς κατοίκους της, που είχαν εγκαταλείψει την πόλη τους, προσπάθησε να πείσει να επιστρέψουν και να την ανασυνοικίσουν ο ίδιος ο κατακτητής Murad II. Δεν γύρισαν παρά μόνο χίλιοι κατά πληροφορίες του σύγχρονου των γεγονότων Ιω. Αναγνώστη.
Hartmann Schedel, Liber Cronicarum, 1493. Φανταστική πόλη της Μακεδονίας, ξυλογραφία.

Ο Murad II έφερε σιγά σιγά πίσω τους ιερείς και μοναχούς στις λεηλατημένες εκκλησίες και μονές τους και η πόλη άρχισε να αναλαμβάνει και με την χειροτονία του νέου αρχιεπισκόπου Γρηγορίου. Τρία χρόνια αργότερα ο Murad II κατέσχεσε όλες τις μονές και τις εκκλησίες, εκτός από τέσσερεις (Άγιος Γεώργιος, Άγιος Δημήτριος, Αγία Σοφία και ο ναός των Ασωμάτων, Αρχαγγέλων ή Ταξιαρχών)· όλες τις άλλες τις έκαμε τζαμιά, αφήνοντας τις μικρές και περιφρονημένες στους χριστιανούς, για τους οποίους, άλλωστε, αυτοί οι ταπεινοί υπήρξαν παρηγοριά και ελπίδα καθ' όλη την τουρκοκρατία. Το 1478 οι Τούρκοι της Θεσσαλονίκης ζούσαν στις παλαιές βυζαντινές συνοικίες του Αγίου Μηνά, του Ομφαλού, του Αγίου Δημητρίου, της Καταφυγής, της Αχειροποιήτου, της Αγίας Πελαγίας, του Ιπποδρομίου, του Αγίου Ισαάκ, των Ασωμάτων σε ένιες, μάλιστα περιπτώσεις αναμίξ μετά των Ελλήνων κατά την μαρτυρία του Αναγνώστη. Στις ίδιες συνοικίες κατοικούσαν και οι 6.094 Έλληνες κάτοικοι της πόλης - και σε μια καθαρώς χριστιανική του Γιάννη Μαύρου Κάλη. Η Μητρόπολη της πόλης πρέπει να ήταν ο ναός της Οδηγήτριας που έγινε τζαμί, μετά το 1430, για να γίνει έπειτα μητρόπολη ο ναός της Αγίας Σοφίας (ως το 1524, οπότε έγινε τζαμί) και κατόπιν οι Ασώματοι (ROTONDA) - αυτή ως το 1594, οπότε καταλήφθηκε από τους Τούρκους. Στις προσπάθειες αυτές του Σουλτάνου αποδίδεται και η κτίση της Νάουσας. Το 1450-55 ο παιδαγωγός του Gazi Evrenos Bey, Σείχης Λιάνης, λυπούμενος τους εξαθλιωμένους κατοίκους της Παλαιονάουστας, που ήταν κτισμένη χαμηλά στο Βέρμιο, φρόντισε να τους εγκαταστήσει σε μια νέα περιοχή. Κτίσθηκε έτσι η Νάουσα, στην οποία ο Gazi Evrenos Bey παρεχώρησε και πολλά προνόμια που επέτρεψαν στους κατοίκους να αναπτύξουν τη λεπτουργική, την οπλοποιΐα, την βαφική κλπ. Δεν ήταν μικρότερος ο ρόλος στην ίδρυση της πόλης και του οσίου Θεοφάνη, ηγουμένου της Μ. Δοχειαρίου, που συνδέθηκε με το Λιάνη με φιλική σχέση και βοήθησε στον πρώτο εποικισμό της πόλης. Παράλληλα, τον ίδιον αυτόν καιρό των αναστατώσεων στην Μακεδονία, σημειώθηκαν και ορισμένες ανταρσίες κατά των κατακτητών που φαίνεται ότι είχαν υποκινητή τους τον Δεσπότη του Μορέως Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον τελευταίο δηλαδή βυζαντινό αυτοκράτορα που μετά από στρατιωτικές επιτυχίες στην Θήβα και στην Βοιωτία έφτασε ως την Δ. Μακεδονία ξεσηκώνοντας τους κατοίκους της τα χρόνια 1444-1449 και που έζησαν για ένα μικρό διάστημα ελεύθεροι. Δυστυχώς, δεν έχουμε περισσότερες ειδήσεις για τα γεγονότα αυτά, κατά τα οποία ενωμένοι νότιοι και βόρειοι Έλληνες είχαν νικήσει, προσωρινά, τον κατακτητή, έχοντας αρχηγό τους το θρυλικό Μαρμαρωμένο Βασιλιά.
Α. Ortelius, Parergon, Άμστερνταμ 1579, Η Αρχαία Ελλάδα κατά τον Σοφιανό, χαλκογραφία.

Η ήττα, όμως του Ιωάννη Ουννάδη (Hunyadi János) στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου, στη Ν. Σερβία, (19 Οκτωβρίου 1448) έθεσε τέλος στην πρόσκαιρη αυτήν ελευθερία της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Τότε ανακαταλήφθηκε από τους Τούρκους και η Βέροια (1448-1449) με τη σύμπραξη της οικογένειας του χριστιανού σπαχή και παλαιού, πιθανώς, βυζαντινού προνοιάριου Ιωάννη Χαριτόπουλου, στην οποία δόθηκαν και προνόμια. Λίγα χρόνια αργότερα οι Τούρκοι κατέλαβαν και τη Θάσο, της οποίας απαίτησαν και την παράδοση από τον ηγεμόνα της Λέσβου τον Φράγκο Domenico Gattilusi· (Σεπτ.-Οκτ. 1455)· η Θάσος ανακαταλήφθηκε, προσωρινά, από τους σταυροφόρους το 1459, για να ξανακυριευθεί από τον Καπουδάν πασά Ζαγανό. Με τα χρόνια η τυραννία κατέστη ανυπόφορη στη Μακεδονία: τυραννική εξουσία, εξευτελισμός των υποδούλων ραγιάδων, φορολογία, φυλακίσεις, εκτελέσεις, αγγαρείες, αβανίες (συκοφαντίες), κακοποιήσεις υπήρξαν ορισμένες αιτίες που προκάλεσαν τις αντιδράσεις των κατοίκων, κυρίως, των ορεινών όγκων. Στις αντιδράσεις αυτές διακρίθηκε ο αρματολός του Ολύμπου Καρά Μιχάλης, για τον οποίο δεν γνωρίζουμε δυστυχώς τίποτε, μόνον το όνομα του Καρά μιλεί για την αγώνα του κατά του κατακτητή. Κλεισμένος στο κελλί του στη Βυζαντινή μονή του Τιμίου Προδρόμου των Σερρών ο πρώτος πατριάρχης των Ελλήνων μετά την Άλωση Γεννάδιος Σχολάριος, βλέποντας τα τουρκικά στρατεύματα να κατεβαίνουν για την κατάλυση του Δεσποτάτου του Μορέως, προσευχόταν για εκείνες τις πατρίδες που έχουν απομείνει στο ταλαίπωρο μας γένος και ζητούσε από τον Θεό να οδηγήσει την πατρίδα σε λιμάνι σωτηρίας. Το σκοτάδι της δουλείας σιγά σιγά έπεφτε βαρύ στα τελευταία υπολείμματα του βυζαντινού κράτους μετά την κατάλυση του Δεσποτάτου του Μωρέως και της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντος· μολαταύτα οι Έλληνες αντιστέκονταν. Ο λόγιος βιβλιοθηκάριος του Lorenzo de Medici, και γνωστός ουμανιστής Ιωάννης Λάσκαρις, μας δίδει σπουδαίες πληροφορίες για την Μακεδονία, στην οποία βρέθηκε περί τα τέλη του 15ου αιώνος αναζητώντας ελληνικά χειρόγραφα· έγραφε, μεταξύ των άλλων στο ημερολόγιο του για τη στάση των Ελλήνων απέναντι στους κατακτητές τους: Στις περισσότερες ορεινές περιοχές οι Τούρκοι φοβούνται να ξεμυτίσουν και μαζεύουν μόνο το χαράτσι, που τους δίνουν πρόθυμα οι χωρικοί, σε μερικές άλλες οι χριστιανοί δεν θέλουν να πληρώσουν τίποτε και κάποτε μάλιστα κάνουν και επιθέσεις. Στη Θεσσαλονίκη ο Λάσκαρις όχι μόνο αγόρασε χειρόγραφα, αλλά είχε την ευκαιρία να ακούσει σε κάποιο συγγενικό του σπίτι κοντά στην Καμάρα τους συμπατριώτες του να μιλούν για τη μεγάλη νύχτα της αιχμαλωσίας που είχε αρχίσει, αλλά και για την απόφαση τους να αγωνισθούν για την ελευθερία τους, γι' αυτό και κατά την επιστροφή του στην Δύση ζητούσε από τους ηγεμόνες της να προμηθεύσουν στους Έλληνες ξύλινα όπλα, φαρδιά ξίφη που πάνω στις λεπίδες τους θα γραφόταν η λέξη ελευθερία: Στον Όλυμπο, στα Άγραφα, αλλά και στη Δυτική Στερεά Ελλάδα είχε σχηματισθεί ο πρώτος αντιστασιακός πυρήνας, στον ίδιο δηλ. ακριβώς χώρο, όπου οι δυνάμεις του Έθνους πολέμησαν τους κατακτητές κατά τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο. Αλλά και άλλοι Θεσσαλονικείς λόγιοι έδρασαν εκείνη την εποχή (β' μισό του 15ου αι.) στη Δύση: ο Θεόδωρος Γαζής, ο Ανδρόνικος Κάλλιστος. Στη Θεσσαλονίκη έφτασε για να διδάξει, καλεσμένος προφανώς από τους Θεσσαλονικείς, ο Κερκυραίος Ιωάννης Μόσχος (1496). Σιγά σιγά εμφανίζονται στη Μακεδονία και οι νεομάρτυρες, αυτοί δηλαδή που μαρτύρησαν όχι μονάχα για τη Χριστιανική θρησκεία, αλλά και για το Γένος. Μια σειρά νεομαρτύρων προέρχονται από τη Μακεδονία, πολλοί από τους οποίους έμειναν για πάντα στην ανωνυμία. Τολμηροί μοναχοί ανέβαιναν επάνω στα ψηλά βουνά και εκεί έκτιζαν μονές, που όχι μόνον υπήρξαν εστίες της χριστιανικής πίστης, αλλά και κέντρα εθνικής αντίστασης.
Α. Ortelius, Parergon, 1590, Τα Τέμπη, χαλκογραφία. Ελλάδα Ιδιωτική Συλλογή Σάββα Δεμερτζή, Γιάννη Ευτυχιάδη.

Τέτοια ήταν η περίπτωση του οσίου Αντωνίου του νέου στη Βέροια (15ος αι.), του οσίου Διονυσίου του Ολύμπου που περιηγήθηκε μέγα μέρος της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, του οσίου Νικάνορος (1491-1549) που έκτισε τη μονή επάνω στον Κονιβό, στην αριστερή όχθη του Στρυμόνα και άλλων. Τα ταπεινά σχολεία που λειτουργούσαν, οπωσδήποτε, στη Μακεδονία κατά τον 16ο αιώνα παρείχαν στοιχειώδη εκπαίδευση και αποτέλεσαν τους βασικούς πόλους συσπείρωσης του Ελληνισμού. Σε κάποιο από τα σχολεία αυτά είχε πιθανώς φοιτήσει και ο πρώτος μετά την άλωση, διευθυντής της πατριαρχικής Ακαδημίας Ματθαίος Καμαριώτης. Σημαντικό, πάντως είναι να λεχθεί για το ρόλο των κοινοτικών θεσμών της βυζαντινής εποχής που προσαρμόσθηκαν στις συνθήκες της τουρκοκρατίας, όπου οι κοινοτικοί άρχοντες αγωνίσθηκαν να περισώσουν ότι ημπορούσαν. Χαρακτηριστική επ' αυτού είναι η περίπτωση της δομής και σύνθεσης των κοινοτικών συμβουλίων της Θεσσαλονίκης και των Σερρών, όπου κυριαρχούν ονόματα που θυμίζουν τη βυζαντινή προέλευση των μελών (Μάζαρης, Λάσκαρις, Μελισσηνός, Αργυρόπουλος, Παλαιολόγος κλπ). Και ενώ η κατάσταση ήταν τόσο τραγική πλέον για τους υπόδουλους Έλληνες της Μακεδονίας στα τέλη του 15ου αιώνα έφθασαν στη Θεσσαλονίκη οι πρώτοι Εβραίοι που κυνηγημένοι από διάφορες χώρες της Δ. Ευρώπης και ιδίως από την Ισπανία του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας βρήκαν καταφύγιο στη Μακεδονία. Οι Εβραίοι αυτοί προσετέθησαν στους Εβραίους της παλαιάς βυζαντινής κοινωνίας της Θεσσαλονίκης, τους γνωστούς Ρωμαιοεβραίους, τους οποίους γρήγορα και αφομοίωσαν. Οι Εβραίοι της Ισπανίας και της Σικελίας (αυτοί οι δεύτεροι διώχτηκαν από εκεί το 1493) κατέκτησαν τη μακεδονική αγορά ασχολούμενοι με την υφαντουργία και κυριάρχησαν στο χώρο αυτό ως τις αρχές του 19ου αιώνα· φυσικά οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης διακρίθηκαν και σε άλλους τομείς του εμπορίου και της οικονομίας της Μακεδονίας ως το έτος του κατατρεγμού τους από τους Ναζί το 1943. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι το 1519, σύμφωνα με τουρκικές πηγές, το εβραϊκό στοιχείο κυριαρχούσε κυριολεκτικά στη Θεσσαλονίκη: 3.143 εβραϊκές οικογένειες, 1.375 μουσουλμανικές, 1.087 χριστιανικές. Αλλεπάλληλες εκδιώξεις Εβραίων από την Ευρώπη (το 1497 ο Κάρολος Ε' έδιωξε τους Εβραίους από την Προβηγκία, το 1497 διώχνονται από την Πορτογαλία, το 1502 ο Φερδινάνδος ο Καθολικός έδιωξε τους Εβραίους από την Ν. Ιταλία, Απουλία) έφεραν πολυπληθές εβραϊκό στοιχείο στην Θεσσαλονίκη. Αντίστοιχες με τους τόπους προέλευσης τους ήταν και οι ονομασίες των συναγωγών που ιδρύονταν: Pulya, Otranto, Kalabrya, Provanca. To 1560 έφθασε νέο κύμα Εβραίων από την Πορτογαλία και το 1588 κατέφθασαν Εβραίοι από το Άμστερνταμ, τα Σκόπια, τη Σόφια, το Σεράγεβο, αλλά και τα Σιδηροκαύσια. Έτσι το 1591 οι κατοικίες των Εβραίων έφθαναν από τη θάλασσα ως τη μονή της Αγίας Θεοδώρας. Κατά τις αρχές του 16ου αι. σύμφωνα με τουρκικό Kanunname του 1525 στην Θεσσαλονίκη υπήρχαν ελληνικές συνοικίες, πολλές από τις οποίες διατηρούσαν τις βυζαντινές ονομασίες τους με συνολικό χριστιανικό πληθυσμό 8.500 ατόμων, ορισμένα από τα άτομα αυτά είχαν και φοροαπαλλαγή (όπως ο Ιω. Αργυρόπουλος, ο Νικ. Παλαιολόγος). Εντύπωση προξενούν τα πολλά βυζαντινής προέλευσης ονόματα. Η Εβραϊκή κοινότητα οργανώθηκε δυναμικά με τις 80 συναγωγές της, τα ραββινικά σεμινάρια, τα σχολεία, τα κοινωφελή ιδρύματα κλπ. και σταδιακά εισέδυσε και, σε άλλες μακεδονικές πόλεις, όπως στα Σκόπια (που είχαν μεταβληθεί σε Εβραιούπολη), στη Βέροια, στα Μαντεμοχώρια, στο Μοναστήρι (όπου από τα 1500 σπίτια της πόλης τα 200 ήταν εβραϊκά), στις Σέρρες, στη Δράμα, στην Αχρίδα κλπ.

Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕΤΡΗΣΗ: ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΤΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΕΙΝΑ ΣΤΑ ΠΕΔΙΝΑ

Η ανακάλυψη των νέων χωρών κατά τον 16ο και 17ο αι. και η συνακόλουθη ανάπτυξη του εμπορίου της Εγγύς Ανατολής με τον παράλληλο υπερκορεσμό των ορεινών όγκων, έφερε πολλούς κατοίκους τους στα πεδινά, όπου είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται αστικά κέντρα: στα Σκόπια, στο Μοναστήρι, στην Κασσάνδρεια, στη νεοσυνοικιζόμενη Καβάλα, στις Σέρρες, στη Δράμα. Εργάτες, μαστόροι, έμποροι, κυρατζήδες, χτιστάδες γέμιζαν τα νέα αυτά κέντρα και συνέβαλαν καθοριστικά στη γοργή ανάπτυξη των δημιουργούμενων νέων αστικών κέντρων προκαλώντας, παράλληλα, και ένα καταπληκτικό ρεύμα αποδημιών. Από αυτούς διακρίθηκαν, κυρίως, οι χτιστάδες της Β. Ηπείρου και της Δυτ. Μακεδονίας που έκτιζαν σπίτια, αρχοντικά, εκκλησίες καραβάν-σεράγια σε όλη σχεδόν την Ελλάδα ως τις αρχές του αιώνα μας. Ενδεικτική αυτής της παλίνδρομης κίνησης της καθόδου δηλαδή Ελλήνων από τους ορεινούς όγκους και της εγκατάστασης τους στα πεδινά και στα αστικά κέντρα, αποτελούν οι Αγραφιώτες που ήταν τόσοι πολλοί στη Θεσσαλονίκη, γι' αυτό και πλήρωναν 70.000 πιάστρα τον χρόνο, σχεδόν τα μισά του όλου ποσού που πλήρωναν οι χριστιανοί Θεσσαλονικείς για τη συντήρηση των 69 πυροβολητών της πόλης. Δεν ήταν και λίγοι οι Βούλγαροι, Αρβανίτες και Σέρβοι (αλλά και Εβραίοι και Γερμανοί), εποχιακοί εργάτες που κατέβαιναν από την πατρίδα τους, για να εργασθούν στα κτήματα των Τούρκων της Μακεδονίας και της Θράκης. Οι ανάγκες των μεταλλείων στα Μαντεμοχώρια, στα λεγόμενα Σιδηροκαύσια της Χαλκιδικής, έφεραν πολλούς εργάτες στο μεταλλευτικό αυτό κέντρο χρυσού και αργυρού από τις αρχές ακόμη του 16ου αιώνα. Το ρεύμα αυτό γίνεται εντονότερο κατά τα μέσα του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Φυσικά την επιθυμία των Βουλγάρων να κατέβουν νοτιότερα ενίσχυσαν από τη μια μεριά η πανσλαβική και εξαρχοβουλγαρική προπαγάνδα και από την άλλη η τουρκική διοίκηση με σαφή στόχευση την αλλοίωση της δημογραφικής φυσιογνωμίας της Μακεδονίας. Οι κοιλάδες των ποταμών Στρυμόνα και Νέστου και τα περάσματα των βουνών αποτελούσαν τα σημεία καθόδου των Βουλγάρων. Αντίστροφο, πάντως, ρεύμα αποδημίας σημειώθηκε και από ελληνικής πλευράς προς Βορράν, όπως, για παράδειγμα, η συρροή Ελλήνων προς τις πανάρχαιες ελληνικές πόλεις της Ανατ. Ρωμυλίας και του Εύξεινου Πόντου, προς τις ρουμανικές ηγεμονίες και προς τις γιουγκοσλαβικές χώρες. Ανάμεσα σε αυτούς τους απόδημους Έλληνες που ανηφόριζαν προς τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη πρέπει βεβαίως, να συγκαταλέξουμε και τους Σαρακατσαναίους, τους Έλληνες αυτούς νομάδες, που είχαν εξαπλωθεί από ενωρίς όχι μόνον στον ελληνικό χώρο, αλλά στα βουνά και τους κάμπους της Ν. Βαλκανικής, χιλιάδες μάλιστα από αυτούς είναι σήμερα ακόμη εγκλωβισμένοι στη Βουλγαρία και στη Ν. Γιουγκοσλαβία και ζητούν επιμόνως, μετά τα τελευταία γεγονότα στη Βουλγαρία, να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Πάντως οι μετακινήσεις αυτές όχι μόνον ενίσχυσαν από ελληνικής πλευράς τους παλαιούς ελληνικούς πληθυσμούς στη Βαλκανική, αλλά και δημιούργησαν νέα χωριά, ενώ από την άλλη η ειρηνική, βουλγαρική κυρίως, διείσδυση δημιούργησε ορισμένα προβλήματα στη Μακεδονία, που εξαλείφθηκαν βεβαίως, με την ανταλλαγή των πληθυσμών με την εφαρμογή της συνθήκης του Νεϊγύ του 1919 και τη μαζική αποχώρηση του βουλγαρικού στοιχείου που είχε απομείνει στη Μακεδονία μετά την ήττα της Βουλγαρίας το 1944. Είναι πάντως γεγονός ότι η νέα σλαβική αυτή διείσδυση στη Μακεδονία επέφερε σύγχυση στους ιστορικούς ως προς την εκτίμηση των αποτελεσμάτων, αλλά και της σημασίας των παλαιών σλαβικών επιδρομών.

ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 15ο ΚΑΙ ΤΟΝ 16ο ΑΙΩΝΑ

Το Άγιον Όρος υπέστη και αυτό όλες τις επιπτώσεις της Οθωμανικής κατοχής, αλλά η έλλειψη αρχειακών πηγών καθιστά δυσχερή την ανίχνευση των λεπτομερειών εκείνων τουλάχιστον που αναφέρονται στους δύο πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Οι υπάρχουσες πληροφορίες μιλούν για τις μονές και τον τρόπο ζωής των 6.000 μοναχών, για την εθνικότητα τους - και εδώ είναι χαρακτηριστική η πληθωρική κάθοδος Σλάβων μοναχών, ιδίως Σέρβων, που αντιμετωπίσθηκε από τους ίδιους τους μοναχούς από τις αρχές ήδη του 16ου αι. - για τη βαριά φορολογία στα προϊόντα και στα αιτήματα τους, για τις ζητείες των μοναχών (που θεωρούνταν από τους ζηλωτές διαλυτικές του μοναχικού ιδεώδους), για τις τέχνες και τα εργαλεία τους, αλλά και για τη διοίκηση τους, την οποία αρχικά ασκούσε ο πρώτος και αργότερα οι γέροντες της Συνάξεως, την τουρκική παρουσία με τον αγά, αλλά και τις κοινοβιακές και ιδιόρρυθμες μονές, τη θεολογική και πατερική παράδοση που την ενίσχυε το πνεύμα της ησυχαστικής κίνησης, την ανάπτυξη της ζωγραφικής με το πνεύμα της ελληνίζουσας τέχνης του 13ου και 14ου αι. που ο Γάλλος Meillet ονόμασε Μακεδόνικη Σχολή και που μετά την Άλωση χάθηκε, αφού άφησε λαμπρά μνημεία σε όλο το μακεδονικό χώρο δίδοντας τη θέση της σε μιαν άλλη που εξέφραζε την εποχή της με το μυστικισμό και τη μετάνοια, και συνακόλουθα λαϊκή, και με την παράλληλη εξάπλωση της Κρητικής που ήταν προσηλωμένη στην παλαιά ορθόδοξη ζωγραφική.
Χάρτης Αγίου Όρους (1520)

Πάντως, ούτως ή άλλως εμφανιζόμενη η μεταβυζαντινή ζωγραφική εισέδυσε στις σερβικές χώρες ως τη Ρωσία και επηρέασε την τέχνη και τον πολιτισμό τους σε μεγάλο βαθμό. Όσο τώρα για τον Οικουμενικό Πατριάρχη, αυτός δεν επενέβαινε στα εσωτερικά του Αγίου Όρους, αλλά διόριζε μόνον τον αρχιερέα και μητροπολίτη Ιερισσού και Αγίου Όρους. Την τουρκική εξουσία εκπροσωπούσε ο αγάς διοριζόμενος από το Μποσταντζή πασά της Κωνσταντινούπολης με ετήσια ή διετή θητεία που θεωρητικά προστάτευε τους μοναχούς από τις καταπιέσεις των ομοεθνών του και τις πειρατικές επιδρομές• φυσικά η μισθοδοσία του βάρυνε τους μοναχούς, θα ήταν περιττό να σημειώσουμε τη συμβολή των μοναχών στην ενίσχυση του ορθοδόξου φρονήματος των υποδούλων, αλλά και στη διαφύλαξη των θησαυρών της Ορθοδοξίας. Η διείσδυση του Παπισμού στο Άγιον Όρος είναι ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο του Αγίου Όρους, διείσδυση που στόχευε στον επηρεασμό των Αγιορειτών μοναχών. Κάπου στα 1630-1635 ο αποστολικός μισσιονάριος Νικόλαος Ρώσσης από το Ναύπλιο, απόφοιτος, ο ίδιος, του Παπικού Κολλεγίου του Αγίου Αθανασίου ανέλαβε, κατ' εντολήν της SACRA CONGREGATIO DE PRORAGANDA FIDE, την ίδρυση και οργάνωση ιησουίτικου σχολείου στο Πρωτάτο, όπου συζητούσε με τους μοναχούς θέματα σχέσεων των δύο εκκλησιών και στρεφόταν κατά των Λουθηροκαλβίνων. Τελικά ο Ρώσσης εξεδιώχθη από τους Τούρκους και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ίδρυσε σχολείο και δίδασκε σε λαϊκούς.
Χάρτης Αγίου Όρους (1520)

Ταυτόχρονα η μονή Λαύρας δώρισε στον Γάλλο ιησουίτη D' Autry μια μικρή εκκλησία στην Θεσσαλονίκη, αλλά η αδιαφορία του Γάλλου προξένου οδήγησε στην καταστροφή της. Φυσικά οι Καθολικοί και οι Ουνίτες δεν εγκατέλειψαν τις προσπάθειες τους για τον προσηλυτισμό των κατοίκων της Μακεδονίας, προσπάθεια μάλιστα που εκδηλώθηκε καίρια κατά τον 19ο αιώνα. Στο μεταξύ οι Αγιορείτες μοναχοί αντιμετωπίζουν τη σκληρή τουρκική καταπίεση, αφού οι Τούρκοι τους υποπτεύονται ότι βοηθούν τις χριστιανικές δυνάμεις και για το λόγο αυτόν τους επιβάλλουν αυστηρά πρόστιμα και αβάσταχτη φορολογία. Όσο τώρα για την υπόλοιπη δράση των Ιησουιτών, γνωρίζουμε ότι στις αρχές του 17ου αι. είχαν σπουδάσει στο Παπικό Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου οι Βεροιώτες Κ. Καλοκρατάς, Ιω. Κωττούνιος (1600-1613), τα εξαδέλφια Κωνσταντίνος και Νικόλαος Λογοθέτης από το Νευροκόπι (1632) και λίγο αργότερα ο Ιωννίκιος από τη Βέροια, ο Θεσσαλονικιός μοναχός Ρωμανός και άλλοι Μακεδόνες και αγιορείτες όπως ο Ν. Κριτόπουλος (1636), οι Αγιορείτες Μελέτιος (1638), Βενιαμίν (από την Κρυοπηγή της Χαλκιδικής), Δημήτριος (1639), Δαβίδ (1641), ο Βεροιώτης Καλλίνικος Μάνιος και άλλοι. Όλοι αυτοί εργάστηκαν για την ανάπτυξη της παπικής προπαγάνδας στη Μακεδονία, Πλαταμώνας (1641-1642), Σέρρες (1642), Μελένικο (1643-1644), Νευροκόπι, Άγιον Όρος, Ανατ. Θράκη (Αίνος). Την ίδια εποχή Αγιορείτες μοναχοί φιλοξενούνταν από τους Ιησουίτες στην Κωνσταντινούπολη και η PROPAGANDA FIDE απέστειλε τον Αλέξανδρο Βασιλόπουλο στο Άγιο Όρος (1626). Πάντως πολύ αργότερα, περί το 1704, οι Τούρκοι απηγόρευσαν με σουλτανικό φιρμάνι τον προσηλυτισμό Ελλήνων, Αρμενίων, Χαλδαίων (Βλάχων) και λοιπών Χριστιανών στον καθολικισμό από τους ξένους μισσιονάριους μοναχούς.

Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 16ο ΚΑΙ 17ο ΑΙΩΝΑ

Από το δεύτερο μισό του 16ου αι. οι πληροφορίες μας για την εσωτερική κατάσταση στη Μακεδονία πληθαίνουν. Έτσι γνωρίζουμε ή τουλάχιστον μπορούμε να ανιχνεύσουμε την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στη Θεσσαλονίκη και στην περιφέρεια της: τις κατασχέσεις αγιορείτικων μετοχιών και κτημάτων, τις σφαγές μοναχών που αντεστάθησαν, τις κατασχέσεις εκκλησιών και τη σύληση μνημείων της που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή τουρκικών οικοδομημάτων στην Αδριανούπολη και αλλαχού· γνωρίζουμε, ακόμη, για τη λεηλασία της ιστορικής Μονής του Τιμίου Προδρόμου των Σερρών, αλλά παράλληλα και για τις επαναστατικές ζυμώσεις που σημειώνονται στη Μακεδονία (αλλά για τις οποίες μας λείπουν οι αρμόδιες πληροφορίες) κατά τις παραμονές της ναυμαχίας της Ναυπάκτου (Οκτ. 1571), αλλά και μετά από αυτήν. Στις κινήσεις αυτές φαίνεται ότι είχαν καίριο ρόλο με τις επαφές τους με τον Don Juan της Αυστρίας ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ιωάσαφ Αργυρόπουλος, ο αρχιεπίσκοπος Αχριδών Ιωακείμ, ο Βελεσσών Φώτιος, ο Βελεγράδων Νεκτάριος και ο Καστοριάς Σωφρόνιος και φυσικά οι δύο γνωστοί για τις δραστηριότητες που ανέπτυξαν την εποχή εκείνη Ηπειρώτες Μάνθος Παπαγιάννης και Πάνος Κεστόλικος. Ο μητροπολίτης Αργυρόπουλος μάλιστα κινδύνευσε να στραγγαλισθεί από τους Τούρκους, αλλά τον έσωσε η παρέμβαση του ισχυρού φίλου του πασά Μιχαήλ Καντακουζηνού (Σεϊτάνογλου) με την πληρωμή 2.000 δουκάτων. Από την πλευρά των χριστιανικών δυνάμεων η διάλυση της Sacra Liga, που πέτυχε τη νίκη της Ναυπάκτου, και η χρησιμοποίηση των Ελλήνων στη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, την Αλβανία για δημιουργία τοπικών αναστατώσεων μόνον και μόνον για να προκαλέσουν αναταραχή στην Πύλη, σκόρπισαν θλίψη και απογοήτευση στους ελληνικούς πληθυσμούς που, επιπλέον, υφίσταντο και την εκδικητική μανία των Τούρκων για τη συμμετοχή τους στη ναυμαχία της Ναυπάκτου στο πλευρό των Χριστιανικών δυνάμεων. Από τις αρχές του 17ου αι. πληθαίνουν επίσης και οι πληροφορίες μας για τη δράση των κλεφτών που παίρνουν τα βουνά και αγωνίζονται ενάντια στην τουρκική εξουσία, την κυρίαρχη ή την τοπική. Τέτοιος ονομαστός κλέφτης ήταν ο καπετάν Βέργος, από τα Γρεβενά, που επί 36 χρόνια αγωνίσθηκε κατά των Τούρκων οι αρματολοί της Βέροιας Κόκκινος, Δούκας που αγωνίζονταν κατά των ληστών της περιοχής που προέβαιναν σε ληστρικές πράξεις όχι μόνο κατά των Τούρκων, αλλά και των Ελλήνων.
J. Laurenberg, «Accuratissima orbis delineatio», Εκδ. G. Hornius και J. Janssonius, Άμστερνταμ, 1654, Χάρτης της Μακεδονίας πατρίδας του Μεγάλου Αλέξανδρου, χαλκογραφία. Ιδιωτική Συλλογή Σάββα Δεμερτζή, Γιάννη Ευτυχιάδη.

Ονομαστός κλέφτης του Βερμίου ήταν ο Δήμος Νίκου (1628) και ο Αλβανός αρχιληστής Μπέντο Αλή (1622-1645). Φυσικά η συνηθισμένη ποινή που επιβαλλόταν κατά των κλεφτών, όταν συλλαμβάνονταν από τις τουρκικές αρχές, ήταν ο αποκεφαλισμός ή ο απαγχονισμός τους. Το παλαιότερο τουρκικό κείμενο, που ομιλεί για παρόμοια περίπτωση, είναι του ιεροδικείου Βέροιας και αφορά περίπτωση τριών κλεφτών (ληστών) που έφεραν εκεί ο καπετάνιος Κόκκινος και οι αρματολοί Μαυροβούτης και Ζαραούρας. Παρόμοια περίπτωση αφορούσε, μισό αιώνα αργότερα, τον κλέφτη της Νάουσας Ανδρέα Σερμπέτη (1671). Ξεχώριζε, πάντως, η θρυλική μορφή του κλέφτη Μεϊντάνη από την Κοζάνη που η δράση του έφτανε από την Καστοριά ως κάτω την Ελασσόνα και τα Τρίκαλα· το 1700 συνελήφθη στο Γαρδίκι του Ασπροπόταμου, μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και θανατώθηκε. Από τη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του 17ου αι. η παρακμή της οθωμανικής αυτοκρατορίας καθίσταται πολύ αισθητή πλέον η παρακμή αυτή συνοδεύθηκε με σειρά καταχρήσεων εκ μέρους των τοπικών αρχόντων, που επέβαλαν συχνούς και αδικαιολόγητους φόρους στους χριστιανούς και τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης. Ανεπιβεβαίωτη, από άλλες πηγές, πληροφορία του Βενετού Βάϊλου στην Κωνσταντινούπολη ομιλεί για ξεσηκωμό, το 1622, Εβραίων και Ελλήνων της Θεσσαλονίκης κατά των Τούρκων σπαχήδων, πολλούς από τους οποίους μάλιστα και έσφαξαν. Η ανώμαλη αυτή κατάσταση, αποτέλεσμα των τουρκικών αυθαιρεσιών, οδήγησε σε ένα μεγάλο μέρος, των πιο πλουσίων πιθανών Εβραίων, να φύγουν από τη Θεσσαλονίκη και να ζητήσουν την τύχη τους αλλού και, κυρίως, στη Σμύρνη. Η αντίσταση των Ελλήνων στις τουρκικές αυθαιρεσίες φαίνεται, πάντως, ότι υπήρξε δυναμική· στη Βέροια, για παράδειγμα, Έλληνες αγανακτισμένοι από τις τουρκικές αυθαιρεσίες εισέβαλαν μια μέρα του Ιουνίου του 1627 στο ιεροδικείο της πόλης και με επικεφαλής τον προεστό Εμμανουήλ Χρ. Μαρτζέλο διαμαρτυρήθηκαν έντονα φτάνοντας μάλιστα στο σημείο όχι μόνον να χειροδικήσουν, αλλά να απειλήσουν ακόμη και τη ζωή του Εσσέϊ ή Μεχμέτ μπέη, απογόνου του Μωάμεθ, που τον έσωσε η παρέμβαση άλλων μουσουλμάνων. Έναν αιώνα αργότερα, φυλακίζονταν στο φρούριο της Καβάλας για απείθαρχη συμπεριφορά κατά του τιμαριούχου τους (1722), απλοί Έλληνες της Καβάλας. Νέα ένταση σημειώνεται στη Μακεδονία κατά την περίοδο του Κρητικού Πολέμου (1645-1669), όταν ο Σουλτάνος διατάσσει τη συγκέντρωση ζαΐμηδων, τιμαριούχων και στρατιωτών, που φαίνεται ότι αντιδρούν στη στρατολόγηση τους· ωστόσο τα συγκεντρωμένα τουρκικά στρατεύματα που διέρχονται από τη Μακεδονία προκαλούν πολλές δυστυχίες στους Έλληνες από τις ποικίλες καταπιέσεις και από τους αλλεπάλληλους φόρους που τους επιβάλλουν οι τοπικές τουρκικές αρχές. Φυσικά η ρευστή και συγκεχυμένη αυτή κατάσταση στη Μακεδονία ενισχύει τις ληστρικές ομάδες που δρουν απερίσπαστα πλέον και γίνονται αιτία πολλών δεινών για τους κατοίκους που αφήνουν τις πόλεις και τα χωριά και ανεβαίνουν στα βουνά ή και αρχίζουν να ξενιτεύονται· δημιουργείται έτσι το πρώτο αποδημητικό ρεύμα. Τη δυσάρεστη κατάσταση των Χριστιανών ραγιάδων επιδείνωνε ο θρησκευτικός φανατισμός των μουσουλμάνων. Όσοι, πάντως, μένουν στη Μακεδονία προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα από τις ομαδικές συσπειρώσεις και τους κοινοτικούς θεσμούς. Στις Σέρρες, για παράδειγμα, εξακολουθεί να λειτουργεί η δωδεκαμελής κοινοτική αρχή, αποτελούμενη από δώδεκα έγκριτους πολίτες, ένας από κάθε συντεχνία, κατά τη σύγκλιση της λεγόμενης «μεγίστης συνόδου». Το ίδιο και στο Μελένικο, την παλαιά αυτή πόλη όπου επιβιώνουν ακόμη βυζαντινές οικογένειες και όπου εξακολουθούν να υφίστανται οι κοινοτικοί θεσμοί, τους οποίους μάλιστα επικαλούνται οι απόδημοι Μελενικώτες και κατά τους επόμενους αιώνες. Από τα μέσα του 17ου αιώνα και εξής οι γνώσεις μας για την κατάσταση στη Μακεδονία αυξάνουν σημαντικά χάρη στις πληροφορίες των Τούρκων περιηγητών Εβλιά Τσελεμπή και Χατζή Κάλφα, του Γάλλου Robert De Dreux, των Άγγλων Ed. Brown (1674), ο John Covel (1667) κ.α. Έτσι γνωρίζουμε για την ανάπτυξη της Στρώμνιτσας με τα 2.040 διώροφα σπίτια, τις θερμές πηγές, την εμποροπανήγυρη της γειτονικής Ντόλιανης, το Μελένικο, τα Σκόπια με τα πλούσια λιβάδια, τις 70 συνοικίες, τα 10.060 σπίτια, τα 2.000 καταστήματα, τα θρησκευτικά ιδρύματα τους, τους 20 τεκέδες τους και τις εκκλησίες των Αρμενίων, των Βουλγάρων, των Σέρβων και τις εβραϊκές συναγωγές. Αναφέρονται, επίσης, το Πρίλεπ με τις 10 συνοικίες και τα 1.000 σπίτια, η Αχρίδα, που αποτελεί την περίοδο το κέντρο της καθολικής προπαγάνδας και καθίσταται επίκεντρο διαμάχης του Πατριαρχείου με τους εντόπιους αρχιερείς εξαιτίας της παλαιάς αυτοκεφαλίας της, την οποία επανακτά το 1697, αλλά χάνει με την κατάργηση της το 1767. Αυτήν την αυτοκεφαλία διεκδικούν σήμερα (1992) πεισματικά οι αρχιερείς της ψευδοεκκλησίας των Σκοπίων.
Dapper, «Naukenrige Beschryring der eilanden in der Archipel der middelantsch Zee», Άμστερνταμ 1688, Η Θεσσαλονίκη από τη θάλασσα, χαλκογραφία. Ιδιωτική Συλλογή Σάββα Δεμερτζή, Γιάννη Ευτυχιάδη.

Η Νάουσα, για παράδειγμα, προβάλλεται ως «μια εύφορη κωμόπολη με χίλια σπίτια, αγορά, παζάρι, ανθόκηπους, αμπέλια και κήπους, μια κωμόπολη με πολύ ευχάριστο κλίμα, κτίρια, νέους και νέες» (1669)· η ανάπτυξη της κορυφώνεται στον 19ο αι. «πόλη μεγαλούτσικη, κατοικημένη από Χριστιανούς», έγραφαν οι Δημητριείς, μια πόλη που κατά άλλους ξεπερνούσε τις 2.000 κατοικίες. Δεν είναι λίγες επίσης, οι πληροφορίες που μας παρέχουν τα περιηγητικά κείμενα για την Καβάλα, κτισμένη πάνω στη βυζαντινή Χριστούπολη και στην αρχαία Νεάπολη, με πολλά τζαμιά, πτωχοκομεία, ιεροδιδασκαλεία, χάνια και αποθήκες, τους Φιλίππους, που ήταν πια ένα ασήμαντο χωριό γεμάτο, όμως, από αρχαιότητες και βυζαντινά μνημεία που από τον επόμενο αιώνα συστηματικά θα αρχίσουν να λεηλατούνται από τους Ευρωπαίους· τη Δράμα με τις 7 συνοικίες της, τα επτά τζαμιά της, τη μοναδική εκκλησία της με τον ορθόδοξο αρχιεπίσκοπο της, την πλούσια πεδιάδα της και τις αρχαιότητες που την περιτριγύριζαν. Και παρακάτω, οι Σέρρες με το βυζαντινό κάστρο της, το μωσαϊκό των κατοίκων της, τα τζαμιά και τα λουτρά της, αλλά και τα χάνια, τα μπεζεστένια, τα πτωχοκομεία και τις βυζαντινές εκκλησίες της. Τα χωριά Βέτρινα (Νέο Πετρίτσι), Ντεμιρ-καπού (Σιδηρόκαστρο) με τα διώροφα σπίτια τους, τους κήπους τους, τον ωραίο καπνό τους τραβούν την προσοχή των ταξιδιωτών. Προς την πλευρά της Χαλκιδικής, κατά τα μέσα πάντοτε του Που αι., σπουδαία θέση κατείχαν τα γνωστά για τα μεταλλεία τους Σιδηροκαύσια, που έκειντο σε μια γραφική περιοχή 10-16 χιλιομ. μακριά από τη θάλασσα, περιοχή γεμάτη δένδρα, χρήσιμα (με την ξυλεία τους) για την τήξη των μετάλλων και νερά, που τροφοδοτούσαν με άφθονο μετάλλευμα (από το οποίο κοβόταν και το νόμισμα), την Πύλη. Δεν είναι λίγες και οι πληροφορίες που έχουμε την εποχή αυτήν για το Άγιον Όρος από τον ιερέα της βρετανικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη John Covel ~(1667) και τον Braconnier (1706) που περιγράφουν με τρόπο μοναδικό τις μονές και τη μοναχική ζωή, τις τέχνες και τις ασχολίες των μοναχών, της ζητείες τους στις ηγεμονίες και τη Ρωσία, τη βαριά φορολογία που επέβαλε η τουρκική εξουσία, αλλά και την πνευματικότητα του. Οι περιηγητές μας πληροφορούν ακόμη ότι κοντά στη σημερινή λίμνη Βόλβη βρισκόταν η πόλη Μπεσίκ (σήμερα εκεί επάνω είναι χτισμένο το ασήμαντο χωριό Μεγάλη Βόλβη) που κατά τον 17ο αι. γνώριζε μεγάλη ακμή: είχε ιεροδιδακτήριο, γραμματοδιδασκαλείο, ξενώνες, λουτρά. Η γειτονική Παζαρούδα, τότε Παζαρτζίκ-Τζεδίδ, ήταν γνωστή για την εβδομαδιαία πανήγυρη της, αλλά και την ετήσια εμποροπανήγυρη της την ημέρα του Αγίου Γεωργίου που ήταν ξακουστή στη Μακεδονία και τη Δυτ. Θράκη. Οι ξένοι περιηγητές σημείωσαν τη θαυμαστή κοινοτική οργάνωση της Γαλάτιστας, την λίμνη και το χωριό του Αγίου Βασιλείου, το Λαγκαδά με τα ιαματικά του λουτρά. Πάντως, όλοι αυτοί οι περιηγητές σημειώνουν τη βαθιά αίσθηση της ελληνικής παράδοσης σε όλους τους Έλληνες κατοίκους των περιοχών, που εκφράζεται με τους θρύλους και τις παραδόσεις για το Φίλιππο και το Μεγαλέξανδρο. Οι περιηγητές είδαν βέβαια Τούρκους, Έλληνες, Αρμένιους, Εβραίους, Βουλγάρους και Σέρβους, πουθενά δεν μιλούν όμως όπως και οι κατοπινές πηγές, προξενικές αναφορές κυρίως που θα δούμε παρακάτω, για μια ξεχωριστή εθνότητα, αυτήν που από το 1944 παρουσιάζουν τα Σκόπια ή για κάποια, άλλη ξεχασμένη, πλαστή και αυτή, την ιλλυρική, για την οποία μιλούσαν τον περασμένο αιώνα ορισμένοι Γιουγκοσλάβοι επιστήμονες. Η Θεσσαλονίκη φυσικά παραμένει η μεγάλη πόλη, έδρα σαντζάκ-μπέη, ένα είδος δηλαδή νομάρχη, και με πλήρη στρατιωτική, πολιτική και δικαστική διάρθρωση σύμφωνα με την οθωμανική γραφειοκρατία (είχε πολλά, ανώτατο αξιωματικό του στρατού κλπ). Ήδη στα μέσα του 17ου αι. έχει λάβει τη μορφή τουρκόπολης: 48 μουσουλμανικές συνοικίες, 56 εβραϊκές και 16 ελληνικές και αρμενικές. Οι Εβραίοι κατοικούσαν κάτω ακριβώς από το τείχος, οι Έλληνες στις περιοχές που είναι σήμερα οι εκκλησίες του Αγίου Αθανασίου και της Αχειροποίητου, οι Τούρκοι προς τη σημερινή άνω πόλη (το τμήμα το γνωστό ως Μπαΐρ) και στη συνοικία Akce Mescid κοντά στην θάλασσα. Την εποχή αυτήν υπήρχαν στην πόλη 36 μεγάλες συναγωγές (και άλλες μικρότερες), 30 εκκλησίες και 48 τζαμιά, αλλά και μεντρεσέδες (ισλαμικές θεολογικές σχολές), τεκέδες (μοναστήρια δερβίσηδων), δημόσια λουτρά, μερικά από τα οποία έχουν διασωθεί ως τις μέρες μας, καραβανσεράγια, φιλανθρωπικά ιδρύματα (τα γνωστά ιμαρέτια), μπεζεστένια, από τα οποία σώζεται σήμερα ένα στο κέντρο της πόλης, 4.400 μαγαζιά και εργαστήρια με μια ζωηρή εμπορική κίνηση και ποικιλία εμπορευμάτων της Ανατολής. Έλληνες και Εβραίοι κατοικούσαν σε μικρά και πυκνοκτισμένα σπίτια δίχως αυλές και σε μικρούς δρόμους βρόμικους και ανθυγιεινούς. Το έτος 1620 μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε την πόλη και η νέα που προέκυψε ήταν πολύ διαφορετική από την παλαιά. Το εμπόριο, και εν γένει η οικονομία της Θεσσαλονίκης, ενισχύονταν σημαντικά από το ευρύχωρο λιμάνι της πόλης, στο οποίο καταπλέουν ποικίλων ειδών πλοία της εποχής με εμπορεύματα που οι δραστήριοι έμποροι της πόλης εισάγουν και εξάγουν από Δύση και Ανατολή. Σπουδαιότερη ήταν η Μισίρ-τσαρσισί (αιγυπτιακή αγορά) κοντά στη σημερινή οδό Αιγύπτου. Η Θεσσαλονίκη αποτελούσε την εποχή αυτήν πεδίο συναγωνισμού εμπόρων διαφόρων εθνοτήτων με κυρίαρχους της Εβραίους που δέχονται σημαντικό πλήγμα από την οικονομική παρακμή της Βενετίας που χάνει το 1669 οριστικά την Κρήτη, με την οποία οι Εβραίοι είχαν συνδέσει τις δραστηριότητες τους στην ελληνική Ανατολή· ταυτόχρονα οι Άγγλοι και Ολλανδοί παίρνοντας απευθείας τα προϊόντα από τις χώρες παραγωγής (τις Ινδίες, λόγου χάρη, στις οποίες έφθαναν παραπλέοντας τις αφρικανικές ακτές και το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, χωρίς πια τώρα να περιμένουν να πάρουν τα εμπορεύματα από τα καραβάνια). Την εποχή αυτή, πάντα δηλ. στα μεσάτου 17ου αι., την εβραϊκή κοινωνία της Θεσσαλονίκης συγκλόνισε το μεσσιανικό κήρυγμα των Εβραίου Σαμπατάϊ Λεβή (1626-1676) που καλούσε τους ομόδοξους του να αγωνισθούν για ηθική και ψυχική κάθαρση προκαλώντας αναστάτωση όχι μόνο στην οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά και στους Εβραίους της Ευρώπης. Τελικά οι Τούρκοι, φοβούμενοι την αναστάτωση που είχε προκαλέσει ο Λεβή, τον συνέλαβαν, και αυτός, εμπρός στην απειλή του θανάτου, δέχθηκε τον μουσουλμανισμό, αλλά έζησε ως κρυπτοϊουδαίος. Το παράδειγμα του ακολούθησαν χιλιάδες Εβραίοι και έτσι προέκυψαν οι ιουδαιομουσουλμάνοι, οι γνωστοί ντονμέδες (αποστάτες), που έζησαν στην πόλη ως το 1923, οπότε και αντηλλάγησαν, συνολικά 15-16 χιλ., με την ανταλλαγή των πληθυσμών ως Τούρκοι. Πράγματι, από τα μέσα του 17 αι., οι ντονμέδες αυτοί είχαν λησμονήσει το ισπανοεβραϊκό ιδίωμα που μιλούσαν οι προγονοί τους και φυσικά μιλούσαν τουρκικά. Η αναστάτωση που επέφερε το κίνημα του Σαμπατάϊ Λεβή επιτάχυνε την παρακμή του εβραϊκού στοιχείου της Θεσσαλονίκης, το απομόνωσε από την Ευρώπη, στην οποία προσπάθησε με επιτυχία, ως φαίνεται, να το επαναφέρει η ALLIANCE ISRAELITE (μετά το 1848 δηλ.). Αν κρίνει, πάντως κανείς από περιηγητικά κείμενα και προξενικές αναφορές του 18ου και 19ου αι. που κάνουν λόγο για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης θα λέγαμε ότι η Εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης συνέχισε να είναι ανθηρή και μετά τις ατυχείς γι' αυτή συγκυρίες της παρακμής του βενετικού εμπορίου και των συνεπειών του κινήματος του Σαμπατάϊ Λεβή. Σημαντική πόλη ήταν και τα Γενιτσά, με 17 συνοικίες και 1500 καλοχτισμένα σπίτια, με αναπτυγμένη τη βιοτεχνία και την παραγωγή καπνού· από τα πολλά τζαμιά της πόλης διακρίνονταν αυτά του Γαζή Εβρενός και του Σεΐχη Λιάνη, του οποίου ο τάφος αποτελούσε το σπουδαιότερο τόπο προσκυνήματος των μουσουλμάνων. Ξεχώριζαν, επίσης η Βέροια (ή Καραφέρια), η Νάουσα και η Έδεσσα· η Βέροια ήταν ονομαστή για τα μπουρνούζια της, τους κήπους της και τα τζαμιά της, που τα περισσότερα είχαν κτισθεί πάνω σε χριστιανικές εκκλησίες. Οι Έλληνες είχαν και το κοινοτικό τους σύστημα βασισμένο στην κατά συνοικίες εκπροσώπηση. Η κοντινή Νάουσα είχε 1.000 σπίτια, αγορά, παζάρι και την κατοικούσαν μόνον Έλληνες (οι Ναουσαίοι είχαν, εξασφαλίσει ειδικό προνόμιο) ενώ την Έδεσσα Έλληνες και λίγοι Βούλγαροι και Σέρβοι· φυσικά, προκειμένου για την Έδεσσα, οι περιηγητές δεν παραλείπουν να μιλούν για τα νερά και τους καταρράκτες της, τους λιθόστρωτους δρόμους της, τα όμορφα σπίτια της, την παντελή απουσία Εβραίων οφειλόμενη σε χατι-σερίφ που απηγόρευε την παρουσία των Εβραίων στην πόλη, τα περίφημα τζίτζιφα και τις γούνες που έφτιαχναν από μικρά κατσίκια. Φημισμένη πόλη την εποχή εκείνη ήταν και τα Σέρβια με τις επτά χριστιανικές εκκλησίες και τους ελάχιστους μουσουλμάνους και την παραδοσιακή ενασχόληση των κατοίκων με τη σηροτροφία. Από τις πόλεις της Δυτικής Μακεδονίας οι περιηγητές εντυπωσιάζονται από το Μοναστήρι που είχε 21 συνοικίες και 3.000 σπίτια, χάσι, τότε, της Φατμέ Σουλτάνας, κόρης του Σουλτάνου Αχμέτ (1603-1617), όπως και από τη γειτονική Φλώρινα που τότε ήταν μια αραιοκατοικημένη κωμόπολη. Στο Μοναστήρι υπήρχαν πολλά τζαμιά, γύρω στα 70,9 μεντρεσέδες και 900 καταστήματα. Στη γειτονική Καστοριά οι περιηγητές εντυπωσιάζονταν από τα όμορφα κτίρια που έμοιαζαν με αυτά της Πόλης, την ακμή του ελληνικού στοιχείου, από την ανάπτυξη του εμπορίου και φυσικά από τη λίμνη της. Κατά τον Τούρκο περιηγητή Χατζή Κάλφα τα γύρω από την Καστοριά χωριά κατοικούνταν από Τούρκους, ενώ στα βουνά της κατοικούσε ένα φύλο που προήλθε από την ανάμιξη Σέρβων και Βουλγάρων αυτοί οι τελευταίοι μάλιστα κατοικούσαν, κατά τον ίδιο περιηγητή, στην περιοχή Βόρεια των σημερινών ελληνικών συνόρων, κάπου δηλαδή στην Αχρίδα. Πρόκειται δηλαδή για νησίδες, όπου κατοικούσε αυτή η «άμορφη» εθνολογικά μάζα, που προέκυψε από την αφομοίωση των ολιγάριθμων Σέρβων από τους πολυπληθέστερους εργάτες και γεωργούς Βουλγάρους, που κατέρχονταν από τον 18ο αι. προς τη Νότια Βαλκανική και που από τις αρχές και τα μέσα του 19ου αι. είχαν πλέον τη συνείδηση ότι ήταν Βούλγαροι. Αυτή είναι η άποψη του Σέρβου ανθρωπογεωγράφου J. Cvijic που εννοεί βέβαια τις πόλεις της σημερινής γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, όπου απαντάται το φαινόμενο, αφού λίγο νοτιότερα και στη γραμμή τη γνωστή ως Giricek το πολυπληθές ελληνικό στοιχείο ήταν αδύνατο να προκαλέσει τέτοιους συνειρμούς. Ο Cvijic, Σέρβος μεγαλοϊδεάτης καθώς ήταν, οραματιζόταν μια προσάρτηση της «μείζονος» Μακεδονίας, στη Σερβία με την ελπίδα πλήρους εκσερβισμού των πόλεων αυτών, με το πολυπληθές ελληνικό στοιχείο, όπως δηλαδή είχε συμβεί με τον εκβουλγαρισμό των σερβικών εκείνων πληθυσμών που είχε επιτελεσθεί μέσα σε βραχύ διάστημα τριών περίπου δεκαετιών. Σημειώνουμε τέλος ότι η Μακεδονία κατά τον 15ο και 16 αι. υπαγόταν στο μπεηλερμπελίκι της Ρούμελης· τον 17ο αι.: η Δυτ. Μακεδονία υπήχθη στο σαντζάκι των Σκοπίων και τον επόμενο σε αυτό της Αχρίδας-Μοναστηρίου. Την ίδια εποχή η Κεντρική και Ανατ. Μακεδονία αποτελούσαν δύο σαντζάκια: της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας, ενώ οι πιο Βόρειες μακεδονικές επαρχίες υπάγονταν στο σαντζάκι του Κιουστεντίλ. Πιο αναλυτικά τώρα, και σύμφωνα με τις τουρκικές πηγές του 16ου αι., στο σαντζάκι της Ρούμελης υπάγονταν το Μοναστήρι, ο Περλεπές, τα Σέρβια και το Πετρίτσι, ενώ τα Σκόπια και η Αχρίδα αποτελούσαν χωριστά σαντζάκια. Στο σαντζάκι Αχρίδας υπάγονταν η Ρέσνα, το Στάροβο, η Πρέσπα. Τα μεγαλύτερα κέντρα, Γιαννιτσά, Έδεσσα, Βέροια, Νάουσα υπάγονταν στο σαντζάκι της Θεσσαλονίκης, ενώ άλλες μακεδονικές πόλεις ήσαν χάσια: το Μοναστήρι, λόγου χάρη ήταν χάσι της Φατμέ, κόρης του Σουλτάνου Αχμέτ Α' και απέφερε ετήσιο εισόδημα δύο εκατομμύρια άσπρα· το ίδιο και η Καστοριά και ο καζάς του Σαρή-Γκιόλ. Άλλες, πάλι, μακεδονικές πόλεις ήσαν βακούφια, τα έσοδα τους δηλαδή προορίζονταν για αγαθοεργούς σκοπούς-τέτοια ήταν η περίπτωση της Νάουσας. Από τον Τούρκο περιηγητή του 17ου αι. Εβλιγιά Τσελεμπή έχουμε την πληροφορία ότι κάθε πόλη (καζάς) αποτελούνταν από τους ναχιγιέδες, τα χωριά δηλ. που είχε υπό τη διοικητική του ευθύνη ο καδής· για παράδειγμα ο καζάς της Αχρίδας είχε τρείς ναχιγιέδες με 140 χωριά σε ολόκληρο το σαντζάκι, αυτός του Μοναστηρίου είχε 360 χωριά και των Σερβίων 170 χωριά, της Καστοριάς 110, της Πρέσπας 40 κλπ. Σε κάθε πόλη την εκτελεστική εξουσία είχε ο βοεβόδας, ενώ στις μικρότερες (Στρούγγα, Ρέσνα, Περλεπές, Νάουσα) ο διοικητικός και θρησκευτικός υπάλληλος· υπήρχε πάντως και το σύστημα της συνδιοίκησης από το βοεβόδα και τον καδή (περίπτωση Μοναστηρίου, Φλώρινας, Καστοριάς, Σερβίων, Γιαννιτσών, Εδέσσης, Βέροιας, Στρωμνίτσας, Μελενίκου κλπ). Αλλού υπήρχαν και δύο ακόμη θρησκευτικοί άρχοντες: ο Seyhul-Islam και ο Nakibul-Esraf. Ο αρχηγός της φρουράς των σπαχήδων και αυτός των γενιτσάρων ασκούσαν τη στρατιωτική διοίκηση, ενώ την αστυνομική ο σούμπασης.

ΚΛΕΦΤΕΣ, ΑΡΜΑΤΟΛΟΙ ΚΑΙ ΛΗΣΤΕΣ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΙΣΟ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ.

Η αναταραχή που προϋπήρχε στη Μακεδονία αλλά και στη Βαλκανική γενικότερα, φαίνεται ότι έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις κατά τη διάρκεια του Βενετοτουρκικού πολέμου (1684-1699), αλλά και λίγο πριν από αυτόν. Έτσι γνωρίζουμε τη δράση του αρματολού Θεοδοσίου στη Βέροια που την άνοιξη του 1670 συλλαμβάνει και οδηγεί διαδοχικά στον ιεροδίκη της πόλης τους ληστές Κωνσταντίνο, Περδικάρη και Καλογήρου που ήσαν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Αλλά δεν ήσαν μόνον αυτοί, αφού τα έγγραφα του ιεροδικείου Βέροιας μνημόνευσαν και άλλους, όπως το Μόσχο Κυριάκο (1673), το Ναουσαίο Απόστολο Γεωργίου (1681) κλπ. Το κλίμα αυτό φαίνεται ότι καθίσταται γενικό, αφού πολλοί κάτοικοι των περιοχών αυτών είτε από το φόβο των ληστών καταφεύγουν στα δάση, είτε εθελούσιος, είτε ακουσίως συνεργάζονται μαζί τους. Τα περιηγητικά κείμενα είναι καλοί μάρτυρες για την ανίχνευση της εποχής· ο Εβλιγιά Τσελεμπή, για παράδειγμα, κατερχόμενος προς τα στενά του Σαρανταπόρου, περιγράφει με δέος τη δράση των Ελλήνων κλεφτών της περιοχής που σκοτώνουν μουσουλμάνους οδοιπόρους, το ίδιο και ο Άγγλος περιηγητής Brown. Από την άλλη, οι τουρκικές πηγές μιλούν για τη δράση αυτών των Χαϊντούκων των περιοχών Μοναστηρίου, Περλεπέ, Σκοπίων. Ο Brown αφιερώνει στο βιβλίο του ορισμένες σελίδες, όπου προσπαθεί να προσεγγίσει την ψυχολογία αυτών των Ελλήνων κλεφτών και κυρίως του Ολύμπου και των Πιερίων και θεωρεί ότι ο αγώνας τους σήμαινε την ενεργητική αντίσταση των Ελλήνων κατά του κατακτητή. Φυσικά οι Τούρκοι προσπάθησαν να βάλουν μια τάξη και να περιορίσουν τις δραστηριότητες τους με την τοποθέτηση φυλάκων στα επικίνδυνα περάσματα, είτε με την αντικατάσταση των χριστιανών και Αλβανών αρματολών με μουσουλμάνους. Τέτοια ήταν η περίπτωση της αντικατάστασης των χριστιανών αρματολών από Αλβανούς και μουσουλμάνους περί το τέλος του Βενετοτουρκικού πολέμου (1699). Φυσικά αργότερα οι Έλληνες αρματολοί και κλέφτες αντιδρούσαν και αγωνίζονταν κατά των Αλβανών φυλάκων και δερβενιών. Ο κλέφτης Στέργιος, για παράδειγμα, πολεμούσε στον Όλυμπο κατά των Αρβανιτών που πήραν τα δερβένια (1742). Πάντως, υπήρξαν περιπτώσεις, όπου μετά την απομάκρυνση των αρματολών, η φύλαξη των δερβενιών ανατέθηκε σε κατοίκους της περιοχής, που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους χωρίς καμιάν αμοιβή (1722)· το μέτρο αυτό θεωρήθηκε ανεπαρκές αφού οι αυθαιρεσίες των ληστών και των ποικιλώνυμων κλεφτών συνεχίσθηκαν ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Τους αγώνες των κλεφτών, που σκόρπισαν ενθουσιασμό και εθνική υπερηφάνεια στους ραγιάδες, τραγούδησε ο λαός -είναι τα λεγόμενα κλέφτικα τραγούδια που αγαπήθηκαν και διαδόθηκαν σε όλον τον Ελληνισμό. Ο Όλυμπος, το βουνό των κλεφτών, απετέλεσε τον κυριότερο χώρο, όπου η κλεφτουριά ανέπτυξε τις δυνάμεις της και αντιστάθηκε απέναντι στην τουρκική τυραννία. Περιττό, πάντως, να σημειώσουμε ότι αυτοί οι κλέφτες αποτέλεσαν τους πυρήνες από τους οποίους ξεπήδησαν αργότερα οι ενσυνείδητοι κλέφτες-αγωνιστές της Εθνικής Ανεξαρτησίας και ότι τέτοιοι κλέφτες, υπήρχαν στη Στερεά Ελλάδα, στην Πελοπόννησο, στην Ήπειρο, αλλά και στη Σερβία και τη Βουλγαρία (οι Χαϊντούκοι). Ονομαστός κλέφτης για τη δράση του στην Δυτική Μακεδονία ήταν ο Μεϊντάνης, που αφού είχε κατανικήσει επανειλημμένως τους Τούρκους, αργότερα διορίσθηκε από τον πασά των Τρικάλων καπετάνιος στην περιοχή με ευθύνη να προφυλάσσει τους κατοίκους από τους ληστές, για να ξαναγίνει πάλι κλέφτης, το 1695, όταν οι Τούρκοι του αφαίρεσαν το αρματολίκι, επειδή, προφανώς, τον υποψιάζονταν ότι συνεργαζόταν με τους Έλληνες και τους Βενετούς κατά τον Τουρκοβενετικό πόλεμο (1648-1699). Ο Κοζανίτης αγωνιστής του 1821 Νικόλαος Κασομούλης αφιέρωσε σχεδόν όλον τον πρώτο τόμο των «Στρατιωτικών Ενθυμάτων» του στις ηρωικές εκείνες μορφές των κλεφτών και αρματολών του 18ου και 19ου αι. που με τη συνεχή τους δράση κατά των Τούρκων όχι μόνον έσωσαν την τιμή του Γένους, αλλά ενδυνάμωσαν τους δειλούς, ενίσχυσαν την έμφυτη αντιστασιακή δράση των Ελλήνων και έδειξαν τον δρόμο της Ελευθερίας. Η δράση αυτών των κλεφτών, που σιγά-σιγά συνειδητοποιούν ότι ο αγώνας τους στρέφεται προς τη λύση του εθνικού μας θέματος, ενδυναμώνει τον απλό λαό, αλλά και άλλους κλέφτες, να αντισταθούν στην τουρκική αυθαιρεσία. Το 1702 οι κάτοικοι του σημερινού χωριού Λητή (τουρκ. Αϊβάζ), λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, ξεσηκώθηκαν με επικεφαλής τους προεστούς τους κατά του Τούρκου φοροεισπράκτορα αρνούμενοι όχι μόνον να πληρώσουν τον κεφαλικό φόρο, αλλά λεηλάτησαν και το ίδιο του το σπίτι. Το 1705, όταν έφθασαν στη Νάουσα οι Τούρκοι που ήταν εντεταλμένοι για τη διενέργεια «παιδομαζώματος», βρήκαν την αντίσταση του Ναουσαίου Ζήση Καραδήμου και των δύο γιων του Βασίλη και Δημήτρη, που όχι μόνον σκότωσαν τον Τούρκο αξιωματούχο Αχμέτ Τσελεμπή και δύο συνοδούς του, αλλά στη συνέχεια «βγήκαν στα βουνά» επικεφαλής 100 ανδρών, για να συλληφθούν όλοι λίγο αργότερα, πλην του Ζήση που έπεσε μαχόμενος, και να απαγχονισθούν, αφού δηλώσουν περήφανα ότι «είμεθα αληθώς αρματολοί, δηλαδή επαναστάτες και διακηρύττομεν τα φρονήματα μας». Δεν είναι διόλου απίθανο ότι τα γεγονότα αυτά του 1705 συνέβαλαν στην παύση της στρατολόγησης νέων από τη Νάουσα. Τα χρόνια αυτά, τέλος του 17ου αι. και αρχές του επομένου, οι επαναστατικές ζυμώσεις στη Μακεδονία, ειδικότερα, και στις άλλες βαλκανικές χώρες, παίρνουν έναν ουσιαστικότερο χαρακτήρα χάρη στις προσπάθειες του Μεγάλου Πέτρου και των Βλάχων ηγεμόνων Σερβάνου Κατακουζηνού και του διαδόχου του και ανεψιού του Κωνσταντίνου Βασσαράβα (1688-1714) να συμπήξουν αντιτουρκικό μέτωπο. Επικεφαλής των προσπαθειών αυτών ήταν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος Νοταράς (1641-1707), ο πρώην Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Δ' Μουσελίμης (θαν. 1696), ο αρχιεπίσκοπος του Πεκίου Cernevic, που κατόρθωσαν να ξεσηκώσουν πληθυσμούς στη Μακεδονία, στη Σερβία, στη Δαλματία κατά των Τούρκων, δυστυχώς, όμως, χωρίς αποτέλεσμα. Η ήττα του Μ. Πέτρου στη μάχη του Προύθου από τους Τούρκους, τον Ιούλιο του 1711, σήμανε και τον επίλογο των ανεπιτυχών αυτών προσπαθειών. Πάντως, οι Ρώσοι άρχισαν από τότε να προβάλλονται στη συνείδηση των Ελλήνων ως το ομόδοξον εκείνο γένος που θα απελευθέρωνε από τη σκλαβιά τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Ο νέος Βενετοτουρκικός πόλεμος (1714-1716) επέφερε νέα αναστάτωση στη Μακεδονία και συνακόλουθα σημειώθηκαν πολλοί εξισλαμισμοί· ορισμένοι χριστιανοί υποκύπτουν και ασπάζονται τον Ισλαμισμό, ενώ άλλοι ακολουθούν το δρόμο του μαρτυρίου-πρόκειται για τους γνωστούς μας νεομάρτυρες. Το 1990 η Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών εξέδωσε και σχετικό τόμο, όπου εκδίδονται εκατοντάδες οθωμανικών εγγράφων αναφορικά με την πορεία του Εξισλαμισμού των Βαλκανίων από τον 16ο-19ο αι., έγγραφα που μαρτυρούν από μόνα τους το θανάσιμο κίνδυνο που διήλθον οι χριστιανικοί βαλκανικοί λαοί από τους αναγκαστικούς εξισλαμισμούς. Σημαντικό, πάντως, γεγονός αυτής της περιόδου ήταν η κατάργηση του θεσμού των αρματολικιών το 1721. Σύμφωνα με τη διαταγή την ευθύνη της φύλαξης είχαν πλέον οι κάτοικοι των κατά τόπους περιοχών.

Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ

Η συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699) έφερε στο προσκήνιο την Αυστρία, που από τότε ως τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Αψβούργων το 1918, έχει έναν καίριο ρόλο στα βαλκανικά πράγματα· η εμφάνιση αυτή συνδυάσθηκε με την ήπια, οπωσδήποτε, έκφραση του ενδιαφέροντος του ρωσικού παράγοντα για τις βαλκανικές χώρες, αλλά και την παράλληλη παρουσία Άγγλων, Γάλλων και Ολλανδών εμπόρων. Η συνθήκη του Πασσάροβιτς (1718) είχε ως συνέπεια την αυστριακή επέκταση στα περισσότερα σερβικά εδάφη· η Αυστρία είχε φθάσει λίγο νοτιότερα του Βελιγραδίου, πράγμα που σήμαινε άμεση επαφή των Μακεδόνων με την Αυστροουγγαρία που, κατά συνέπειαν, καθιστούσε ευχερέστερο το αποδημητικό ρεύμα τους προς τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Αυτονόητη ήταν η εμπορική ανάπτυξη της Μακεδονίας και ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης που κατέστη το σπουδαιότερο εμπορικό κέντρο της Ν. Α. Ευρώπης. Επόμενο ήταν, κατόπιν αυτών, να εγκατασταθούν στη μακεδόνικη πρωτεύουσα Δυτικοευρωπαίοι και να ιδρυθούν και ξένα προξενεία. Δύο θαυμάσια βιβλία του καθηγ. Νικ. Σβορώνου για το εμπόριο στη Θεσσαλονίκη κατά τον 18ο αι. και το άλλο για το γαλλικό προξενείο της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας στα χρόνια 1686-1792 αποκαλύπτουν την πληθωρική ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης, από την μια μεριά, και από την άλλη το πολύ μεγάλο γαλλικό ενδιαφέρον για την περιοχή, που εκδηλώνεται και με την ίδρυση υποπροξενείου στην Κασσάνδρα (1726), στη Σκόπελο και στο Βόλο. Το 1718 κατέφθασε στη Θεσσαλονίκη και ο πρώτος Άγγλος πρόξενος, ενώ το 1729 ο Βενετός Galdona, χωρίς, πάντως, το βενετικό εμπόριο να έχει την πρότερη δύναμη του - ωστόσο Μακεδόνες έμποροι αναπτύσσουν εμπορικές σχέσεις με τη Γαληνοτάτη Βενετική Δημοκρατία μέσω Καβάλας και κυρίως μέσω Δυρραχίου, Βερατίου, Κερκύρας. Στο μεταξύ κατά τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αι. ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης είχε ανέλθει στις 40.000, από τις οποίες 10.000 ήταν Τούρκοι, 8-9.000 Έλληνες και 18.000-20.000 Εβραίοι-μετά το β' μισό του 18ου αιώνα και προς τα τέλη του ο πληθυσμός θα ανέλθει στις 60.000, με 30.000 Τούρκους και από 15.000 Έλληνες και Εβραίους. Και για να επιστρέψουμε στις πρώτες δεκαετίες του 18ου αι. θα πρέπει να μνημονέψουμε την παρουσία Ιησουιτών που ίδρυσαν καθολικό σχολείο στη συνοικία του Αγίου Αθανασίου και αργότερα στην εκκλησία του St. Louis και το νοσοκομείο του Αγίου Παύλου στη γειτονιά των Φράγκων, σωζόμενα, έως σήμερα. Πολύ φρόντιζαν οι Ιησουίτες για τον προσηλυτισμό των ορθοδόξων και την εξαγορά σκλάβων Φράγκων. Όσο τώρα για την τουρκική εξουσία, αυτή ασκούνταν από τον πασά (διοίκηση), το μουλά (δικαστική) και τον αγά των γενιτσάρων (στρατιωτική). Οι Εβραίοι είχαν επικεφαλής το μεγάλο χαμάμη. Οι έμποροι της Θεσσαλονίκης εισήγαγαν από τη Γαλλία και την Αγγλία μάλλινα, πιπέρι, καφέ, ζάχαρη, από τη Γερμανία πολυτελή υφάσματα και εργαλεία και από τη Βενετία γυαλικά· πολλές φορές, ελληνικοί εμπορικοί οίκοι εγκατεστημένοι στη Γερμανία εξήγαγαν τα εμπορεύματα αυτά. Από τη Θεσσαλονίκη εξάγονταν καπνός, βαμβάκι, κρόκος, αμπάδες, νήματα, προϊόντα όλα αυτά της πλούσιας μακεδονικής ενδοχώρας. Το εσωτερικό εμπόριο είχε αναπτυχθεί δια μέσου των ονομαστών εμποροπανηγύρεων της Ντόλιανης (κοντά στην Στρώμνιτσα), των Σερρών, των Σερβίων, του Γυναικόκαστρου του Μαυρονόρους κ.α. Βαθμιαία κατά το πρώτο μισό του 18ου αι. εμφανίσθηκαν σημαντικές πόλεις κέντρα στη Μακεδονία: Μοσχόπολη, Κορυτσά, Κοζάνη, Σιάτιστα, Καστοριά, Αχρίδα, που είχαν αναπτύξει στενούς εμπορικούς δεσμούς με τις ελληνικές κοινότητες της Βόρειας Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης. Ο Έλληνας στρατιωτικός της βλάχικης αυλής του Βασσαράβα Κ. Διοικητής, που κατέρχεται στα 1715 στη Μακεδονία μας δίδει πλούσιες πληροφορίες για τη Μακεδονία της εποχής· ξεχωρίζουμε τις εντυπώσεις του για τη ριζωμένη στους Μακεδόνες εθνική συνείδηση για την καταγωγή τους από τον Μ. Αλέξανδρο (Φίλιπποι, Κατερίνη), τη λατρεία του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη και την ύπαρξη γυναικείων και ανδρικών μονών στη Θεσσαλονίκη. Φυσικά αυτή η ανάπτυξη είχε να αντιμετωπίσει μύριους κινδύνους προερχόμενους από τη δράση Ελλήνων και Αλβανών ληστών που καταδυνάστευαν τα χωριά της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας. Αυτά τα τελευταία τα υπερασπίζονται πολλές φορές γενναίοι οπλαρχηγοί, όπως ο Σαμαρινιώτης Γιάννης του Παπά, οι Βλατσιώτες Βράκας και Δόκος κλπ. Μεγάλη, πάντως, αιμορραγία για την περιοχή αποτελούσε την εποχή αυτή (πρώτο μισό του 18ου αι.), η εξαγωγή αρχαιοτήτων από την Μακεδονία, εμπόριο στο οποίο είχαν επιδοθεί οι Φράγκοι ως τα χρόνια της απελευθέρωσης της Μακεδονίας, από τον κατά εποχή πρόξενο ως τον τελευταίο πολίτη, που εκμεταλλεύονταν την αργυρολογία των τουρκικών αρχών και την αμάθεια και απαιδευσία των Ελλήνων. Χαρακτηριστικό και μόνο εδώ παράδειγμα αυτής της εξαγωγής των αρχαιοτήτων, που απασχολεί συχνά τους Γάλλους προξένους στη Θεσσαλονίκη και στην Καβάλα, είναι η κλοπή της παράστασης της Λήδας και του Γανυμήδη που βρίσκονται σήμερα στο μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι. Μετά το τέλος του ρωσοτουρκικού πολέμου (1774) η Μακεδονία γνώρισε μια πρωτόγνωρη αναρχία, που ανάγκασε τους κατοίκους των χωριών Κατράνιτσας, Οστρόβου, Γραμενικού, Χοροβίνας, Γερακίνας, Όχτας κλπ. να τα εγκαταλείψουν και να εγκατασταθούν σε περιοχές γύρω από τη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες, τη Βέροια, την Έδεσσα, τα Γιαννιτσά. Η ληστροκρατία και αλβανοκρατία οδήγησαν πολλούς στην εξωμοσία και έτσι πολλοί κάτοικοι της Δυτικής Μακεδονίας αλλαξοπίστησαν. Τέτοια ήταν η περίπτωση των Βαλαάδων, χωριών της Νοτιοδυτικής Μακεδονίας, των οποίων η γλώσσα μαρτυρούσε την ελληνική καταγωγή τους• ακόμη και σήμερα διατηρούνται τα παλαιά χριστιανικά ονόματα (Προφήτης Ηλίας, Άγιος Νικόλαος, Άγιος Αθανάσιος) σε λόφους των καζάδων Ανασελίτσας, Γρεβενών, Ελασσόνας, όπου κατοικούσαν Βαλαάδες. Οι Βαλαάδες ήσαν κτηνοτρόφοι και γεωργοί, αλλά γνώριζαν ελάχιστα την τουρκική γλώσσα και αγνοούσαν τους τύπους της μουσουλμανικής θρησκείας· είχαν σχεδόν όλοι τους διατηρήσει την ελληνική γλώσσα και τηρούσαν τα χαρακτηριστικά χριστιανικά ήθη και έθιμα. Πάντως οι εξισλαμισμοί στην περιοχή είχαν αρχίσει από τον 16ο αι. και συνεχίσθηκαν τους κατοπινούς αιώνες στην προσπάθεια πολλών να κρατήσουν την ακίνητη περιουσία τους. Στην Ανατολική Μακεδονία σε ορισμένα χωριά (Λιάλοβο, Σιλά) κατοικούσαν ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, ενώ στη Ζίχνα, Πόρνα, Ράχοβα οι κάτοικοι έχασαν και την ελληνοφωνία τους.

ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΑ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ

Ο τουρκικός ζυγός με την αβάστακτη φορολογία. που επέβαλε, η δύσκολη ζωή των Ελλήνων στους ορεινούς όγκους που είχαν καταφύγει, η οικονομική παρακμή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η διείσδυση των ευρωπαϊκών κεφαλαίων στην οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά και η συνεχής ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας, σε συνδυασμό με την έμφυτη τάση των Ελλήνων σε αναζήτηση καλύτερης τύχης, υπήρξαν οι βασικοί εκείνοι παράγοντες που δημιούργησαν το αποδημητικό ρεύμα του μακεδόνικου Ελληνισμού προς τη Σερβία, τις ρουμανικές χώρες, την Αυστροουγγαρία ως ψηλά την Ρωσία. Τα καραβάνια των Μακεδόνων αποδήμων ξεκινούσαν από τη Μοσχόπολη, την Καστοριά, τη Σιάτιστα ή την Κοζάνη και δια μέσου του Μοναστηρίου έφθαναν στο Ζέμουν (το ελληνικό Σεμλίνο) στα περίχωρα του Βελιγραδίου, που είχε εξελιχθεί κατά τον 18ο αι. σε σπουδαίο διαμετακομιστικό κέντρο. Οι Μακεδόνες απόδημοι ακολουθούσαν τα εξής δρομολόγια: το πρώτο Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Μελένικο, Σόφια, Βιδίνι και από εκεί, περνώντας τα αυστριακά σύνορα, έπεφτε στην Όρσοβα, στο Τέμεσβαρ, στην Πέστη και κατέληγε στην Βιέννη• το δεύτερο ήταν διακλάδωση που άρχιζε από το Βιδίνι και οδηγούσε στη Βλαχία και στη Μολδαβία• τέλος το τρίτο μέσω Βοσνίας, επειδή ήταν ορεινό, σπάνια το ακολουθούσαν οι Μακεδόνες έμποροι. Ήδη από τις αρχές του 17ου αι. εντοπίζονται Μακεδόνες έμποροι στην Αυστρία, αλλά η συνθήκη του Πασσάροβιτς (1718) έδωσε την ευκαιρία σε χιλιάδες Μακεδόνες να εγκατασταθούν στην Αυστρία και να ιδρύσουν τις περιώνυμες κοινότητες τους• οι έμποροι μας στην Αυστρία διακρίνονταν σε εκείνους που έπαιρναν την αυστριακή υπηκοότητα (ήσαν οι λεγόμενοι Civaes) και που είχαν ορισμένα εμπορικά προνόμια, αλλά υποχρεώνονταν στην πληρωμή φόρων και σε εκείνους που κρατούσαν την τουρκική υπηκοότητα και που εμπορεύονταν μόνον τα ξένα προϊόντα. Οι Μακεδόνες έμποροι εγκαθίσταντο αρχικά στους τόπους επιλογής τους και στη συνέχεια, όταν έκριναν ικανοποιητικές τις συνθήκες για την ανέλιξη των δραστηριοτήτων τους, καλούσαν τους συγγενείς και φίλους τους για εγκατάσταση, ακολουθούσε η πρόσκληση ιερέως και δασκάλου, αυτή ήταν η τυπική εξέλιξη της συγκρότησης μιας κοινότητας. Έτσι περί τα μέσα του 18ου αι., κατά ένα υπολογισμό, οι μακεδονικές και άλλες οικογένειες προερχόμενες από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, την Μ. Ασία και τα νησιά που είχαν φθάσει στην Αυστρία ανέρχονταν στις 80.000. Το ρεύμα αυτό συνεχίσθηκε ως τα μέσα περίπου του 19ου αι. Έτσι λοιπόν υπολογίζεται ότι σε διάστημα δύο αιώνων (1650-1850) ενάμισυ εκατομμύριο Έλληνες της Μακεδονίας, κυρίως, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας είχαν εγκατασταθεί στην Αυστροουγγαρία, στις ρουμανικές χώρες, στην Γερμανία και στη Ρωσία. Είναι βέβαια αυτονόητο ότι οι εγκαταστάσεις αυτές γίνονταν δια μέσου των καραβανιών με τους περίφημους Δυτικομακεδόνες κυρατζήδες που μετέφεραν το ανατολικό εμπόρευμα στις ευρωπαϊκές αγορές φέρνοντας από εκεί μαζί με τα ευρωπαϊκά εμπορεύματα και τις ιδέες της «σοφής» Ευρώπης που πολύ συνέβαλαν στην πνευματική αναγέννηση του υπόδουλου γένους. Από τις σημαντικότερες ελληνικές κοινότητες αναφέρουμε αυτήν του Σεμλίνου, κωμόπολη κοντά στο Βελιγράδι που αποτελούσε και τον πρώτο σταθμό της πορείας προς την Αυστρία με εκκλησίες, σχολεία, εφημερίδες, τυπογραφεία και κυρίως σπουδαίους εμπορικούς οίκους με περιώνυμους εμπόρους που το λαμπρό πέρασμα τους από εκεί δηλώνουν τώρα μονάχα οι επιτύμβιες πλάκες του Κοιμητηρίου της ομώνυμης κωμόπολης του Βελιγραδίου. Στα τέλη του 19ου αι., η Ελληνική Κοινότητα είχε πλέον εξαφανισθεί, αφού τα περισσότερα μέλη της είχαν εκσερβισθεί. Ωστόσο στις περιοχές της Ν. Γιουγκοσλαβίας εξακολούθησαν και εξακολουθούν να υπάρχουν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί που, κατά τους μετριοπαθέστερους υπολογισμούς, ανέρχονται σήμερα στις 250.000. Διακρίθηκαν ακόμη οι ελληνικές κοινότητες του Νόβισατ (Νεόφυτον στην Βοϊβοντίνα), Σρεμ, Βελιγραδίου, Κάρλοβιτς και ψηλότερα στην Κροατία διαδίδοντας την ελληνική παιδεία και τον πολιτισμό και συμβάλλοντας στην εθνική αφύπνιση τους γένους. Από την άλλη, στα ελληνικά σχολεία του Νόβισατ, του Σεμλίνου, του Σρεμ, του Κάρλοβιτς φοίτησαν σπουδαίοι Έλληνες και Σέρβοι λόγιοι και δίδαξαν εκλεκτοί Έλληνες διδάσκαλοι που με το εκπαιδευτικό και συγγραφικό τους έργο βοήθησαν στην ανάπτυξη της σερβικής εθνικής συνείδησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου λογίου ήταν η περίπτωση του Σιατιστηνού Δημητρίου, συγγραφέα, ποιητή και εκ των ιδρυτών του εθνικού Θεάτρου του Zagreb. Τέλος, σε όλο το μήκος της σημερινής Γιουγκοσλαβίας χάνια, πανδοχεία, καφενεία, ποικίλα εργαστήρια ήσαν στα χέρια των Ελλήνων αποδήμων, πολλοί μάλιστα από τους οποίους είχαν διακριθεί ως κτίστες όχι μόνον στη Σερβία, αλλά και στη Σλοβενία και στην Αυστρία, έτσι που να θεωρούνται οι αποκλειστικοί κτίστες της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Τους ίδιους περίπου ρυθμούς ακολούθησαν και οι Μακεδόνες απόδημοι που είχαν εγκατασταθεί στις ρουμανικές χώρες και των οποίων την εγκατάσταση κατά τη διάρκεια του δευτέρου μισού του 18ου αι. είχε υποβοηθήσει από τη μια μεριά το ημιαυτόνομο καθεστώς των ηγεμονιών και από την άλλη η δυναμική του προδιαφωτισμού και του Διαφωτισμού που ένα μεγάλο μέρος τους έλαβε χώρα εκεί, χάρη, μάλιστα, και στο ενδιαφέρον των Φαναριωτών ηγεμόνων (1711-1821). Μακεδόνες αποδήμους, από το Μελένικο, τις Σέρρες, την Κοζάνη, τη Θεσσαλία, την Τραπεζούντα και το Αρχιπέλαγος συναντάμε στις πόλεις της Τρανσυλβανίας Bra§ov και Sibiu, (Arad, Alba-Julia, Hunedoara κλπ.). Στο Bra§ov και το Sibiu οι Έλληνες ίδρυσαν τις εμπορικές κομπανίες, αυτού του είδους τις εμπορικές ανώνυμες εταιρείες, που θεωρούνται ότι είναι οι πρώτες στην οικονομική ιστορία της Ευρώπης. Η υπεροχή και η διάκριση του ελληνικού εμπορικού στοιχείου επιτεύχθηκε ύστερα από μακροχρόνιους αγώνες εναντίον των εντοπίων Σαξόνων και Ούγγρων. Οι Μακεδόνες του Bra§ov και του Sibiu είχαν ιδρύσει σχολεία, με δασκάλους καταγόμενους από τη Μακεδονία και εκκλησίες με εφημέριους αγιορείτες μοναχούς της Μ. Ξηροποτάμου. Οι Έλληνες του Bra§ov και του Sibiu, τέλος, ήσαν αυτοί που περιέθαλψαν τους πρόσφυγες και καταδιωκόμενους Ιερολοχίτες της μάχης του Δραγατσανίου που κατέφυγαν εκεί για να σωθούν από την τουρκική εκδικητική μανία. Στην Ουγγαρία είχαν συγκροτηθεί ελληνικές κοινότητες στις πόλεις Zimony, Miskolc, Kecskemet, Σαίντεντρε, Τοκάϊ, Rackeve κλπ. και φυσικά στη Βούδα και στην Πέστη, με την εκκλησία της Κοιμήσεως (τέλη 18ου αι.), το νοσοκομείο, το σχολείο, όπου δίδαξαν διακεκριμένοι δάσκαλοι, όπως ο Σιατιστηνός Μ. Παπαγεωργίου, ο Ζακυνθινός Βενδότης, που ήταν και πατέρας της ελληνικής δημοσιογραφίας, ο πολυγραφότατος Γιαννιώτης, Πολυζώης Κόντος, οι Κοζανίτες Χαρίσιος Μεγδάνης, Σωφρόνιος Παπαγιαννούσης-Πόποβιτς κ.α. Και εδώ, στην Ουγγαρία, οι δραστηριότητες των Ελλήνων είχαν τον αντίκτυπο τους στην οικονομική ζωή της χώρας, αλλά και στις πολιτιστικές σχέσεις των δύο λαών, αφού επιφανείς Νεοέλληνες λόγιοι σπούδασαν σε ουγγρικά εκπαιδευτικά ιδρύματα· χαρακτηριστικές περιπτώσεις λογίων που έζησαν στην Ουγγαρία ήσαν ο Γ. Ζαβίρας, ο γνωστός αυτός Σιατιστηνός εμπορευόμενος λόγιος, συγγραφέας του έργου «Νέα Ελλάς» και ο Δημήτριος Δάρβαρις, από την Κλεισούρα της Καστοριάς, από τους πιο σημαντικούς εκδότες και παιδαγωγούς των ελληνικών σχολείων της Διασποράς. Πέρα από αυτά, ένα πλήθος βιβλίων, (αλφαβητάρια, εγχειρίδια ξένων γλωσσών, εκλαϊκευμένης ιατρικής, φυσικής ιστορίας κλπ.) εκδόθηκαν στα Πανεπιστημιακά Τυπογραφεία της Βούδας καθώς και στα Τυπογραφεία Tzattner και Karolyi της Πέστη ς. Πολλές από τις εκδόσεις αυτές μπορεί να συμβουλευθεί σήμερα ο φιλοπερίεργος αναγνώστης στις βιβλιοθήκες της Κοζάνης και της Σιάτιστας. Οι Ούγγροι Ελληνιστές Horvath και Fiives σημειώνουν ότι 115 έργα Ελλήνων συγγραφέων εκδόθηκαν στην Ουγγαρία. Στην Αυστρία, διακρίθηκαν οι οικογένειες Δάρβαρη, Σίνα, Τζήκα και Δούμπα για τις τραπεζικές και εμπορικές δραστηριότητες τους· η Βιέννη αποτελούσε, άλλωστε, και το κέντρο όπου συνέρρεαν τα προϊόντα της Ανατολής που διοχετεύονταν στη συνέχεια, στη Γερμανία, στη Β. Ιταλία, στη Γαλλία και αλλαχού: η Griechengasse αποτελεί, ακόμα και σήμερα, ζωντανή ανάμνηση της πληθωρικής ελληνικής παρουσίας στη Βιέννη. Στην εκκλησία της Αγίας Τριάδος (1796) εκκλησιάζονταν οι Έλληνες που είχαν λάβει την αυστριακή υπηκοότητα, ενώ στον Άγιο Γεώργιο εκείνοι που διατηρούσαν την οθωμανική υπηκοότητα (1776). Στο σχολείο της ελληνικής Κοινότητας (ιδρ. 1801) δίδαξαν επιφανείς λόγιοι των νεοελληνικών γραμμάτων, όπως ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο Κ. Κούμας, ο Κ. Βαρδαλάχος, ο Νεόφυτος Δούκας· το σχολείο τελούσε υπό την εποπτεία της δωδεκάδας (της δωδεκαμελούς βουλής της κοινότητας της Αγίας Τριάδος), που πρότεινε στην αυστριακή διοίκηση τους δασκάλους και τα διδακτικά βιβλία για έγκριση, και στεγαζόταν «εις το δεύτερον πάτωμα του οσπητίου της εκκλησίας της Αγίας Τριάδος», χώρος, στον οποίο, άλλωστε, στεγάζεται ως σήμερα, ως απογευματινό, με τον τίτλο «Ελληνική Εθνική Σχολή Βιέννης - Griechische Nationalschule in Wien». Σήμερα στη Βιέννη εξακολουθούν υφιστάμενες οι δύο κοινότητες, χωρίς, βέβαια, τη διάκριση των μελών τους, ως προς την υπηκοότητα και οι δύο εκκλησίες λειτουργούν εναλλάξ. Πλούσια είναι και η βιβλιοθήκη του ελληνικού σχολείου και των δύο ελληνικών ορθοδόξων εκκλησιών της Βιέννης, κατάλογος των οποίων εκδόθηκε τελευταία. Ο Γ. Βενδότης, ο πατέρας της ελληνικής δημοσιογραφίας, φίλος και συνεργάτης του Ρήγα Φεραίου, εξέδωσε στα 1784 και εβδομαδιαία ελληνική εφημερίδα, που κυκλοφόρησε μόνον σε ολίγα φύλα (οκτώ περίπου), αφού έκλεισε, ύστερα από παρέμβαση των Τούρκων στις αυστριακές αρχές. Από το 1790-1797 κυκλοφορούσε η «Εφημερίς» των Σιατιστηνών αδελφών Μαρκιδών Πουλιού· έκλεισε το 1797, τις ημέρες των δραματικών γεγονότων•της σύλληψης του Ρήγα, που στο τυπογραφείο αυτό τύπωσε την επαναστατική προκήρυξη του. Αλλά και άλλες ελληνικές εφημερίδες κυκλοφόρησαν τότε στη Βιέννη και σε όλον τον απόδημο Ελληνισμό φθάνοντας, οπωσδήποτε, ως τη σκλαβωμένη Μακεδονία και συμβάλλοντας με τις ειδήσεις τους και την εν γένει πληροφόρηση τους στην ενημέρωση και στον προβληματισμό των Μακεδόνων. Οι «Ειδήσεις δια τα Ανατολικά μέρη», με ιδρυτή τον Κοζανίτη Ευφρόνιο Πόποβιτς (Ιούλ. 1811-Δεκ. 1811), ο «Ελληνικός Τηλέγραφος» του Τυρναβίτη γιατρού Δημ. Αλεξανδρίδη (1812-1836) τα περιοδικά «Καλλιόπη» (1819-1821) του συντηρητικού λογίου Αθανασίου Σταγειρίτη και ο «Λόγιος Ερμής» (1811-1814, 1816-1821) του Ανθίμου Γαζή, δείχνουν την κινητικότητα που είχε σημειωθεί στους ελληνικούς κύκλους της Βιέννης και που εντασσόταν στο πνεύμα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και στις προπαγανδιστικές ζυμώσεις. Εκείνη την εποχή πολλοί Έλληνες, Μακεδόνες κυρίως, σπουδάζουν στα γερμανικά πανεπιστήμια της Ιέννας, της Άλλης, της Γοτίγγης, τις νέες επιστήμες και μετέχουν στη νέα δυναμική της κίνησης των ιδεών που σημειώνεται στην Ευρώπη και που ο απόηχος τους φθάνει ως την καθ' ημάς Ανατολή, (Σμύρνη, Κ/πολη, Πελοπόννησος, Θεσσαλία). Πολλοί από αυτούς τους Μακεδόνες απόδημους νωρίς κατέλαβαν διακεκριμένους θέσεις, όπως ο Κοζανίτης Κ. Τερζής, δήμαρχος της Βουδαπέστης, ο επίσης Κοζανίτης ακαδημαϊκός Θεόδωρος Καραγιάννης, από τον οποίο κατάγεται ο αρχιμουσικός Herbert Von Karajan, ο Κων. Μπέλλιος που άφησε σημαντικό κληροδότημα για τους νέους της Μακεδονίας που λειτουργεί ως σήμερα, ο εθνικός ευεργέτης Σίμων Σίνας, ο Χριστόφορος Νάκος που πρώτος, λέγεται, ότι εισήγαγε την καλλιέργεια βαμβακιού στην Ουγγαρία και άλλοι. Φυσικά από αυτήν την χρόνια ανατροφή των Μακεδόνων στις ξένες χώρες δεν προέκυψαν μόνον θετικά αποτελέσματα, αλλά και ορισμένα αρνητικά, με το πιο χαρακτηριστικό την αφομοίωση πολλών από αυτούς από το ξένο στοιχείο και την απώλεια σε πολλές περιπτώσεις, της εθνικής συνείδησης. Ο Δημήτριος Δάρβαρης, ο Γεώργιος Ζαβίρας και ο Κωνσταντίνος Κούμας, εξαίρετοι παιδαγωγοί και καλοί παρατηρητές της κατάστασης που επικρατεί στις ελληνικές κοινότητες της Αυστροουγγαρίας, επισημαίνουν την αδιαφορία των αποδήμων μας για την ελληνορθόδοξη εκπαίδευση των τέκνων τους καθώς τους απορροφούσε το κέρδος και μόνον, αλλά και την κοινή συνήθεια πολλών να αλλοτριώνονται εκουσίως, να ακολουθούν δυτικούς τρόπους ζωής, να λησμονούν την εθνική τους γλώσσα και την παράδοση. Φαίνεται λοιπόν, από τα παραπάνω, ότι οι μεν Έλληνες απόδημοι στην Αυστρουγγαρία ευνοήθη-σαν από τον δυτικό ευρωπαϊκό πολιτισμό και έλαβαν από αυτόν τα ωφέλιμα κίνητρα για την πολιτισμική τους ανάπτυξη. Οι δε Έλληνες των ρουμανικών ηγεμονιών συνέβαλαν στην πνευματική και εθνική αφύπνιση των εντοπίων καθώς ήσαν φορείς του ελληνικού πολιτισμού και του ορθοδόξου πνεύματος. Οι οικονομικές, πολιτικές και πνευματικές επιδράσεις που προέκυψαν από τις δραστηριότητες των αποδήμων Μακεδόνων ήσαν εξίσου σημαντικές για πολλές μακεδονικές πόλεις. Έτσι οι Σέρρες ευνοήθηκαν οικονομικά και εμπορικά χάρη στις εξαγωγές καπνού και βαμβακιού, που το διακινούσαν ελληνικοί εμπορικοί οίκοι προς την Ευρώπη και τις ρουμανικές χώρες· η οικονομική ανάπτυξη επέφερε και την πνευματική που αντικατοπτρίσθηκε στην ίδρυση και την επιμελημένη λειτουργία σχολείων στην πόλη• σημειώνουμε μόνον εδώ ότι στις Σέρρες, όταν στις αρχές του 19ου αι. η σχολή κινδύνευσε να κλείσει, επενέβησαν οι Σερραίοι έμποροι του Bra§ov και της Βιέννης και αποφεύχθηκε η αναστολή της λειτουργίας της. Το Μελένικο γνώρισε και αυτό πλούσια πνευματική άνθηση χάρη και στο ενδιαφέρον των αποδήμων του• στο σχολείο του, για παράδειγμα, δίδαξαν πολλοί φωτισμένοι λόγιοι του 19ου αι., ενώ ο δάσκαλος Δημ. Καλαμπακίδης ίδρυσε και τυπογραφείο εκεί. Στο Μελένικο από το 1813-1860 λειτούργησε το «Κοινόν» που έσπαζε την παλαιά διαίρεση σε πλούσιους και φτωχούς και αναγνώριζε την ισότητα των δικαιωμάτων όλων των τάξεων. Το «Κοινόν» ήταν δημιούργημα του Μελενικιώτη αστού Δημ. Πολλατίδη, εγκατεστημένου στην Βιέννη. Επρόκειτο για μιαν γνήσια έκφραση της περί κοινοτισμού αίσθησης των πραγματευτάδων και βιοτεχνών Μακεδόνων, που, αφού πέτυχαν ως επαγγελματίες και ως μέλη συντεχνιών και συντροφιών, επιδιώκουν, μέσω του «Συστήματος» της ευρύτερης συσσωμάτωσης δηλαδή, να αναπλάσουν το κοινόν της ιδιαίτερης πατρίδας τους, με βάση την περί κοινού συμφέροντος γενική ρήτρα. Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα ανθηρής πόλης της Μακεδονίας, που η ανάπτυξη της οφείλει πολλά στους αποδήμους, είναι η Σιάτιστα που διακρινόταν τότε (αλλά και τώρα) για την κατασκευή και το εμπόριο γούνας, δερμάτων, κρόκου· όλοι σχεδόν οι Σιατιστηνοί ταξίδευαν και όλοι μιλούσαν γερμανικά ή ιταλικά, έτσι που στην γλώσσα τους ακόμη και σήμερα να υπάρχουν πολλές γερμανικές λέξεις. Αναφέρεται μάλιστα ότι στις αρχές του 19ου αι. λειτουργούσαν στην Σιάτιστα 200 εμπορικοί οίκοι και πολλά μέλη τους φιλοτιμούνταν να κάμουν δωρεές και ποικίλες ευεργεσίες στην πατρίδα τους (ίδρυση σχολείων, εκκλησιών, βιβλιοθηκών, γεφυριών κλπ). Την πολιτισμική ανάπτυξη της Σιάτιστας μαρτυρεί σήμερα η Μανουσαία βιβλιοθήκη, που φέρει το όνομα του δωρητή της Θεοδώρου Μανούση, πρώτου καθηγητή της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών που εμπλουτίσθηκε σταδιακά από δωρεές και άλλων επιφανών Σιατιστηνών. Παρόμιοι λόγοι οδήγησαν και στην ανάπτυξη της Κοζάνης, το εμπόριο της, δηλαδή με την Κ. Ευρώπη, τις ηγεμονίες, την Κωνσταντινούπολη, την Ρωσία, που είχε, ως συνέπεια, την προαγωγή της παιδείας της. Χαρακτηριστικό, επί του προκειμένου είναι ότι ο Ευγένιος Βούλγαρις δίδαξε στην πόλη μεταξύ 1746-1752, ότι οι απόδημοι Κοζανίτες της Ουγγαρίας είχαν ιδρύσει στην πόλη τους το «Σχολείον της Κομπανίας» (1765-1772), παράδειγμα που μιμήθηκαν οι Κοζανίτες της Βιέννης και της Βουδαπέστης και ίδρυσαν το «Σχολείον της Κοζάνης» (1809). Ας σημειωθεί εδώ ότι ένας σημαντικός αριθμός Κοζανιτών διακρίθηκε στις τέχνες και στα γράμματα στην Ευρώπη, όπως ο Δημ. Σακελλάριος, ο Γ. Καραγιάννης, ο Δημ. Καρακάσης, ο Γ. Λασσάνης, και άλλοι· ορισμένοι από αυτούς συνέδραμαν στην ίδρυση του «Οίκου βελτιώσεως» (1813), της ονομαστής δηλαδή βιβλιοθήκης της Κοζάνης, της πλουσιότερης, σε παλαίτυπα επαρχιακής βιβλιοθήκης στην χώρα μας. Το Τσοτύλι, η Σέλιτσα, το Βογατσικό, το Ζουπάνι, (σημ. Πεντάλοφος) με τους ξενιτεμένους κατοίκους στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και στην Γερμανία, δέχθηκαν την ευεργετική επίδραση του εμπορίου και των λοιπών δραστηριοτήτων των ξενιτεμένων κατοίκων τους, κυρίως «μαστόρων» (κτιστάδων), και γνώρισαν μια εξαίρετη εκπαιδευτική και οικονομική άνθηση. Από το γειτονικό Μηλάτσι (Βλάστη) και τους αποδήμους του στην Αυστρία προέρχονται οι εθνικοί ευεργέτες Στέργιος Δούμπας (1794-1840), γνωστός για τις μεγάλες δωρεές του στο Αρσάκειο, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ.α., ο βαρώνος Κ. Μπέλλιος (1772-1837), γνωστός και αυτός για τις δωρεές του στην Αρχαιολογική και στην Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, στο δημοτικό νοσοκομείο Αθηνών «Η Ελπίς», καθώς και στην ίδρυση του «Βελλιείου κληροδοτήματος», με το οποίο σπούδασαν εκατοντάδες νέοι της Μακεδονίας. Η Καστοριά, χάρη στην οικονομική ανάπτυξη της, από νωρίς ευτύχησε να έχει πολύ καλά σχολεία, στα οποία δίδαξαν, διακεκριμένοι δάσκαλοι ήδη από το 1614. Θυμίζουμε ότι τα σχετικά με την παιδεία στην Μακεδονία περιλαμβάνονται σε ειδικό κεφάλαιο στον επόμενο τόμο. Πρέπει, όμως, να σημειώσουμε εδώ για τις συνεχείς επιδρομές αλβανικών συμμοριών που καταδυνάστευαν την περιοχή από τα μέσα του 18ου αιώνα. Οι Pouqueville και Leake γνώστες καλοί της περιοχής, μας παρέχουν πολλές χρήσιμες πληροφορίες για την Καστοριά των αρχών του 19ου αι. που διατηρούσε την βυζαντινή παράδοση της, ξεχώριζε για τις εκκλησίες και τα αρχοντικά της, όπου ανθούσε το εμπόριο της γούνας που οι Καστοριανοί εξήγαν στην Βιέννη, στην Λειψία, στο Βουκουρέστι, στην Μόσχα και αλλού. Την ίδια φροντίδα για την κωμόπολη τους επέδειξαν και οι απόδημοι Κλεισουριώτες, που έκτισαν, με τις δωρεές τους, σχολεία και εκκλησίες στην πατρίδα τους.

Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

Οι τελευταίες δεκαετίες του 18ου αι., βρίσκουν την Μακεδονία σε μια διαρκή αναστάτωση οφειλόμενη, κυρίως, στη δράση Ελλήνων και Αλβανών κλεφτών που προκαλούν σύγχυση, ανασφάλεια και έλλειψη τροφίμων ο Σουλτάνος έφθασε στο σημείο να ζητήσει από τον πατριάρχη Νεόφυτο να παρέμβει για να ζητήσει από τους ορθόδοξους να μη βοηθούν τα κλεφτοπειρατικά σώματα. Ανάμεσα σε αυτούς τους κλεφτοπειρατές που δρούσαν τη συγκεκριμένη αυτήν περίοδο διακρίνονταν ο περίφημος Νικοτσάρας και ο κλέφτης Βέργος. Οι λοιποί ραγιάδες υπήκοοι της Υψηλής Πύλης ζούσαν συσπειρωμένοι γύρω από τις κοινότητες τους που διοικούνται από τους ανώτερους κληρικούς και τους προεστούς τους - ειδικά ο ρόλος του μητροπολίτη κάθε επαρχίας ήταν καθοριστικός και οι δικαιοδοσίες του ρυθμίζονταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Οι μητροπολίτες κράτησαν αυτόν τον ρόλο ως το 1912, οπότε μέγα τμήμα της Μακεδονίας ελευθερώθηκε και η διοίκηση πέρασε στο ελεύθερο ελληνικό κράτος· μολαταύτα από τον περασμένο αιώνα και ιδιαίτερα την περίοδο 1870-1912 υπήρξαν πολλές τριβές των μητροπολιτών με τους Έλληνες προξένους που ήθελαν να εφαρμόσουν μια ελληνοτουρκική πολιτική που ουσιαστικά ερχόταν σε αντίθεση με την οικουμενική πολιτική του Πατριαρχείου, της οποίας φορείς και εκφραστές ήσαν οι κατά τόπους επίσκοποι. Και για να επανέλθουμε στο θέμα μας σημειώνουμε εδώ την αναταραχή που προκάλεσαν στη Μακεδονία οι ναπολεόντειοι πόλεμοι, ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1787-1792 και η επανάσταση του Πασά του Βιδινίου Πασβάνογλου. Ωστόσο η αναταραχή αυτή έφερνε συνειρμικά στους Έλληνες την πιθανότητα μιας γενικής εξέγερσης που θα οδηγούσε στην απελευθέρωση τους από τον τουρκικό ζυγό. Οι ξένοι πρόξενοι δειλά-δειλά στις αναφορές τους προς τους προϊσταμένους τους, τους Υπουργούς των Εξωτερικών των Μ. Δυνάμεων της εποχής, σημείωναν αυτήν την ελπίδα των ραγιάδων και τόνιζαν το ακμαίο και επαναστατικό φρόνημα των ορεισιβίων σε αντίθεση με την παθητικότητα των πεδινών. Κάτι τέτοιο, είχε μερικές δεκαετίες νωρίτερα προσέξει και ο Κοσμάς Αιτωλός που από αυτούς τους ορεισιβίους πληθυσμούς περίμενε την ελευθερία του γένους. Την περίοδο 1787-1793 η Βόρειος Μακεδονία αναστατώνεται από τον αντάρτη πασά της Σκύδρας Μαχμούτ που απειλεί το Μοναστήρι και την Θεσσαλονίκη ακόμη, αλλά και από τις αλλεπάλληλες διενέξεις τοπικών, Αλβανών κυρίως, μπέηδων που προκαλούν σύγχυση και μεγάλη φτώχεια στην περιοχή με δυσάρεστες επιπτώσεις στο εμπόριο και στην οικονομία της ευρύτερης Μακεδονίας. Κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου 1787-1793 έκαμε την εμφάνιση του στο Θερμαϊκό κόλπο και ο Λάμπρος Κατσώνης, ο παλαιός αυτός θρυλικός κουρσάρος και αξιωματικός του ρωσικού στρατού. Η τραγική, σχεδόν, κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Μακεδονία στο γύρισμα του 19ου αι., και συγκεκριμένα το 1803, ανάγκασε το Σουλτάνο να ορίσει τον Αλή πασά των Ιωαννίνων ως Ρούμελη βαλεσή. Αυτός έλαβε δραστικά "μέτρα για την πάταξη των ληστών, μέτρα όμως που κλήθηκαν να πληρώσουν οι Χριστιανοί με τις αβάστακτες επιβαρύνσεις που επέβαλε. Το 1804 τον Αλή διαδέχτηκε ως Ρούμελη βαλεσή ο Ιμπραήμ πασάς των Σερρών. Παρά την απελπιστική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι πληθυσμοί της Β. Μακεδονίας εξαιτίας των ληστρικών επιδρομών των Αλβανών και την ανικανότητα των τουρκικών χωρών να επιβάλουν την τάξη, ορισμένα κέντρα της γνώρισαν μια καταπληκτική άνθηση. Το Μοναστήρι στις αρχές του 19ου αι., ήταν ένα σημαντικό ελληνικό κέντρο ενισχυμένο από την συρροή των Μοσχοπολιτών, που μετά την καταστροφή της πόλης τους, το 1769, κατέφυγαν στο Μοναστήρι, στο Κρούσοβο, στη Στρώμνιτσα, αλλά και στην Αυστροουγγαρία, αναπτύσσοντας μια σειρά επιτυχών εμπορικοί δραστηριοτήτων. Το Μοναστήρι είναι έδρα του Ρούμελη βαλεσή, έδρα του ορθοδόξου μητροπολίτου Πελαγονίας με τα σχολεία του, την εκκλησία του, τη λαμπρή ελληνική Κοινότητα του που γνώρισε μια περίοδο ακμής τον 19ο αι., αλλά και ως τα 1912-13, οπότε η πόλη, με την συνθήκη του Βουκουρεστίου, παραχωρήθηκε στους Σέρβους. Η ακτινοβολία της ελληνικής αυτής πόλεως επηρέαζε και τη γύρω περιοχή, όπου τα ονομαστά χωριά Μεγάροβο, Κρούσοβο, Μηλοβίτσα, Περλεπές, Βελεσσά κ.α. κατοικούμενα όλα από Έλληνες και Ελληνοβλάχους· λίγο βορειότερα και δυτικότερα, πάντως σε περιοχές έξω απο τα όρια της μείζονος Μακεδονίας, όπως οι περιοχές της Ρέσνας, της Στρούγγας και της Λίμπρας οι πληθυσμοί μιλούσαν τη βουλγαρική, ενώ στην περιοχή της Αχρίδας κυριαρχούσε ο αλβανικός πληθυσμός. Ζωηρή ελληνική εθνική συνείδηση είχαν οι κάτοικοι του Μεγάροβου, του Τυρνάβου, του Κρουσόβου, όλοι ή οι περισσότεροι Ελληνοβλάχοι από τα χωριά Σαμαρίνα, Νυμφαίο (Νέβεσκα), Λινοτόπι, Νικόλιτσα που κατέφθαναν εκεί από το φόβο των Τουρκαλβανών. Ξεχώριζε από τα χωριά αυτά το Κρούσοβο που είχε 18.000 κατοίκους τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι., αριθμός που μειώθηκε από τις συνεχείς αποδημίες των Κρουσοβιτών προς την Κωνσταντινούπολη, το Μοναστήρι, τη Σερβία, την Αίγυπτο κλπ. Ο επισκέπτης ακόμη και σήμερα μπορεί να ανιχνεύσει την ακμή του Κρουσόβου από τα σωζόμενα πλούσια αρχοντικά του, παρά την καταστροφή που το κεφαλοχώρι αυτό υπέστη κατά την ψευδεπα-νάσταστη του Ίλιντεν (20 Ιουλίου 1903). Γενικά λοιπόν ένα μεγάλο τμήμα της σημερινής Νότιας Γιουγκοσλαβίας κατοικούνταν (αλλά και κατοικείται σήμερα) από Έλληνες ή Ελληνοβλάχους. Ενδεικτικά αναφέρουμε εδώ ορισμένους αριθμούς Ελλήνων που, τονίζουμε, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτεροι όσον αφορά τον αριθμό των Ελληνοβλάχων στις σημειούμενες περιοχές: στο Μοναστήρι υπήρχαν 9.000 Ελληνοβλάχοι, στο Κρούσοβο 1.500, στη Μηλόβιστα υπήρχαν 200, στο Μεγάροβο 100, στα Σκόπια 2.000-3.000, στο Βελιγράδι 2.500 κ.ο.κ Ο Πόποβιτς, Σέρβος συγγραφέας του αιώνα μας, Κρουσοβίτης ο ίδιος, αλλά εκσερβισμένος μας δίδει στο βιβλίο του Περί των Τσιντσάρων(=Κουτσοβλάχων) σημαντικές πληροφορίες για τους Ελληνοβλάχους της Ν. Μακεδονίας, πολλές φορές, όμως αλληλοσυγκρουόμενες, όταν προσπαθεί να αμφισβητήσει τα ελληνικά τους αισθήματα. Είναι περιττό να σχολιάσουμε εδώ την ελληνικότητα των Ελληνοβλάχων μας, αλλά θα σημειώσουμε, π.χ., μόνον δύο παραδείγματα:το ένα από τον ίδιο τον Πόποβιτς που γράφει επί λέξει: «Ο λαός μας της Μακεδονίας, ακόμη και πριν από λίγα χρόνια, έκλεινε προς την ελληνική ιδέα, κυρίως αυτό ίσχυε για τους Κουτσοβλάχους. Όταν σε μια περίπτωση στον Περλεπέ ένας ιερέας λειτούργησε στην σλαβική γλώσσα, ξεσηκώθηκαν οι Κουτσοβλάχοι του Περλεπέ και αμέσως έφεραν στη θέση του άλλον από ένα μοναστήρι, ο οποίος γνώριζε την ελληνική, επειδή δεν ήθελαν να επιτρέψουν να κατασπιλωθεί η εκκλησία με σλαβική ιεροτελεστία». Το δεύτερο παράδειγμα είναι από τη σύγχρονη επικαιρότητα:σε δημοσκόπηση που έγινε στη Δημοκρατία των Σκοπίων το θέρος του 1991 το 11% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι προτιμούν να προσαρτηθούν στην Ελλάδα, (περιοδ. Plus των Σκοπίων). Φρονούμε ότι πρόκειται για απογόνους αυτών των παλαιών Ελληνοβλάχων που κατά τους μετριότερους υπολογισμούς ξεπερνούν σήμερα στη Ν. Γιουγκοσλαβία τις 150.000, στις οποίες πρέπει να προσθέσουμε άλλες 100.000 Ελλήνων προερχομένων από τη Δ. Μακεδονία, τις Σέρρες, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία. Πάντως πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι ορισμένοι από αυτούς, μέσα από τη δυναμική των καταστάσεων που δημιουργήθηκαν στην περιοχή μετά το 1850, εκσερβίστηκαν και άλλαξαν τα ονόματα τους επί το σερβικότερον: ο πρωθυπουργός, της Σερβίας, επί Μίλαν Ομπρένοβιτς, Βλάδαν Τζόρτζεβιτς ήταν ο Ελληνοβλάχος Ιπποκράτης Γεωργιάδης, ο διάσημος συγγραφέας Μπράνισλαβ Μούσιτς ήταν και αυτός Ελληνοβλάχος ο Αλκιβιάδης Μούσιας, ο πρέσβης της Γιουγκοσλαβίας στην Αθήνα το 1937 Χρήστιτς κ.α». Την ίδια περίοδο, αρχές του 19ου αι., παρατηρείται μια οικονομική και κοινωνική επιβράδυνση στη Νότια και Κεντρική Μακεδονία, οφειλόμενη στις ληστρικές ομάδες Τούρκων και Αλβανών και των τοπικών μπέηδων τους, που ασκούν μία πολιτική απομύζησης του μόχθου των Ελλήνων βιοτεχνών και εμπόρων. Από την άλλη, όσοι απόδημοι είχαν επιστρέψει στις πατρογονικές εστίες τους, για να απολαύσουν τα αγαθά που είχαν συγκεντρώσει στην ξενιτιά, αναγκάζονται να επιστρέψουν πίσω στις χώρες, όπου είχαν περάσει τη νιότη τους, τις χώρες δηλαδή της Κεντρικής Ευρώπης, για να αποφύγουν το βαρύ κλίμα που είχε δημιουργηθεί από τον Αλή πασά και τους εντόπιους συνεργάτες του. Μια άλλη αιτία αυτής της παρακμής και της επιβράδυνσης ήταν η αφαίρεση των προνομίων από τα διάφορα κεφαλοχώρια, αφαίρεση στην οποία είχε προβεί ο Αλής και τα όργανα του για την καλύτερη άσκηση της τυραννικής εξουσίας του. Πολύ αργότερα, μετά δηλαδή το θάνατο του Αλή, η Πύλη, διαπιστώνοντας την αιτία αυτής της παρακμής, που είχε και τους δυσμενείς αντίκτυπους της στην οικονομία της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αναγκάσθηκε να επαναχορηγήσει τα προνόμια στα πλούσια κεφαλοχώρια που είχαν εγκαταλειφθεί, τα περισσότερα, από τους κατοίκους τους. Κοντά σε όλα αυτά που διαμόρφωναν την αρνητική αυτήν κατάσταση που περιγράψαμε, ας προσθέσουμε και τις διενέξεις των τοπικών αγάδων, αλλά και των Ελλήνων, που επεδείνωσαν το δυσμενές ούτως ή άλλως κλίμα που συναντούσε κανείς στη Μακεδονία στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αι. Πολύ χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της περιοχής αυτής της Μακεδονίας που μας έδωσε ο Γάλλος πρόξενος στα Ιωάννινα Pouqueville που στο έργο του Voyage περιέγραψε με τα μελανότερα χρώματα τις τραγικές συνθήκες που ζούσαν οι Έλληνες στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Αναφέρουμε εδώ, παραδείγματος χάρη, τις εντυπώσεις του από την επίσκεψη του στα Γρεβενά, την πτώχεια, την υψηλή θνησιμότητα, τις καταπιέσεις των Τούρκων σε βάρος των Χριστιανών ραγιάδων. Εκεί γνωρίσθηκε και με τον τοπικό επίσκοπο Βαρθολομαίο, τον οποίο χαρακτηρίζει ως μάρτυρα, έτοιμο να ακολουθήσει και αυτός στο θάνατο τους αδελφούς του που χρόνια τους τυραννούσε, μαζί με τον Τούρκο κατακτητή, το ανθυγιεινό κλίμα και οι συνεχείς πυρετοί. Είχε άσπρη γενειάδα και δεν ήταν ούτε 40 χρονών, αλλά περίμενε μαρτυρικά κοντά στο ποίμνιο του. Ο διάδοχος του Γεννάδιος, δυναμικός και αυτός επίσκοπος, ακολούθησε το δρόμο του Βαρθολομαίου φροντίζοντας, παράλληλα, παρά την οικτρή κατάσταση που επικρατούσε στην οικονομική και κοινωνική ζωή της περιοχής, για την εκπαιδευτική ανάπτυξη της. Παρόμοια γεγονότα συνέβαιναν και στην Κοζάνη, όπου οι Έλληνες είχαν χωρισθεί σε δύο παρατάξεις: η μία με το μέρος του Ρούση Κοντορούση, οργάνου του Αλή Πασά και η δεύτερη με το Γεώργιο Αυλιώτη, που στηριζόταν από το λαό και την Εκκλησία, που θρήνησε και τον πρωτοσύγκελλο Καλλίνικο που δολοφονήθηκε άγρια από ανθρώπους του Κοντορούση . Ο Αυλιώτης έφυγε για την Πέστη και μαζί με αυτόν και πολλές οικογένειες Κοζανιτών που εγκαταστάθηκαν σε άλλες μακεδονικές πόλεις για να αποφύγουν την οργή του Κοντορούση και των οργάνων του. Το 1795 επέστρεψε ο Αυλιώτης και φυλάκισε, με τη βοήθεια της Πύλης, τον αντίπαλο του, χωρίς, όμως, να λήξει η εμφύλια αυτή διαμάχη που με τις συνεχείς διενέξεις της είχε οδηγήσει σε βαθιά παρακμή την πόλη. Σε μιαν επιστολή τους, προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1790, οι Κοζανίτες εκθέτουν την απελπιστική κατάσταση τους «κλαίει η καρδιά μας από την αθλιότητα της πολιτείας ημών, πως κατηντήσαμεν εις τοιαύτην αξιοδάκρυτον και ελεεινήν κατάστασιν ημείς τα δυστυχή λείψανα της περίφημου ποτέ Κοζάνης, και τα νυν αθλιωτάτης, ως πάντοτε πολέμουμενοι και ουδαμόθεν έχοντες παραμυθίαν. Εκείνοι, οπού εφύλαξαν και ηύξησαν ταύτην την πολιτείαν έλειψαν από μιας άπαντες, άλλους ο θάνατος εσήκωσε και άλλοι φυγάδες εγένοντο συν γυναιξί και τέκνοις την ετέραν Επικράτειαν και ημείς οι δούλοι εκείνοι, απορούμεν πως έχομεν να σταθώμεν να φυλάξωμεν τα οσπίτιά μας και να κυβερνήσωμεν τα παιδία μας, επειδή όλον το βάρος έπεσεν επάνω εις ημάς και μη δυνάμενοι να απαντήσωμεν τα καθημερινά βαρέα και δυσβάστακτα δοσίματα κινδυνεύουμεν να έλθωμεν εις απελπισμόν και να σκορπίσωμεν ένθεν κακείθεν...». Ακόμη και ο ίδιος ο μητροπολίτης Θεόφιλος αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την Κοζάνη και να εγκατασταθεί στα γειτονικά Σέρβια φυσικά εξαιτίας των ανθελληνικών δραστηριοτήτων του Κοντορούση που στο μεταξύ είχε αποφυλακισθεί (1797) και είχε φονεύσει τον αντίπαλο του Αυλιώτη. Η εξαετία 1797-1803 που ο Κοντορούσης τρομοκρατούσε την πόλη υπήρξε από τις πιο τραγικές της ιστορίας της Κοζάνης και πολλοί κάτοικοι αναγκάσθηκαν να ξενιτευθούν. Το 1798 κάποιος Κοζανίτης έγραφε στο γιο του Μιχαήλ στην Bologna της Ιταλίας: «Το κακόν, οπού τραβούν ο κόσμος εις όλην την Τουρκία, δεν ημπορώ να σε περιγράψω• η Θεσσαλονίκη, η Βέρροια πόλεμος μέγας• η Φιλιππούπολις και εις όλα τα μέρη. Μια γραφή σου, όπου μας έστειλεν ο σιορ Χαρίσιος από την Βιέννην με το καραβάνι, το μαυρονοφίτικον, το επάτησαν οι κλέπται, οι αρβανίται και ήταν και ο Ρόκος με αυτούς και εύρηκεν ο Ρόκος την γραφήν σου και την εδιάβασεν και την εγνώρισεν και άλλοι αρβανίτες την ήρπαξαν και την έκαμεν φυσέκια και ο κλέπτης Ρόκος μας έστειλεν αυτές τις ειδήσεις ότι είσαι γερός και καλά. Εις τοιαύτην κατάστασιν ευρίσκεται η Ρούμελη, παντού κλέπται, παντού πόλεμος και αποστασίες». Λιγότερο ανυπόφορη ήταν η κατάσταση στην Καστοριά, πάντα βέβαια κατά την περίοδο της τυραννίας του Αλή, που και αυτή δεν είχε αποφύγει την οικονομική αφαίμαξη που φρόντιζε ο Αλής να ασκεί κατά καιρούς και λόγω του υψηλού εισοδήματος των κατοίκων, αφαίμαξη που οδήγησε στο συνεχή δανεισμό των Ελλήνων της Καστοριάς για την αντιμετώπιση των ποικίλων εξόδων της Κοινότητας. Η Έδεσσα, πάλι, πλούσια και όμορφη (με 500 ελληνικά σπίτια και 1500 τουρκικά) και με πολλά βυζαντινά ερείπια, που έδειχναν, κατά τον Άγγλο περιηγητή Leake, το πλούσιο παρελθόν της, κατοικούνταν από Έλληνες και Τούρκους• μερικοί από τους Έλληνες ήταν σλαβόφωνοι, αλλά με γνήσια ελληνική συνείδηση , παρά τη σλαβοφωνία τους γεγονός που πρόσεξε ο Felix Beaujour, ο γνωστός Γάλλος πρόξενος της Θεσσαλονίκης, όχι, όμως και ο διάδοχος του Cousinery που θεωρούσε ως Βουλγάρους τους σλαβόφωνους αυτούς, θέτοντας, κακώς βέβαια, ως κριτήριο της εθνικότητας τους τη γλώσσα και όχι τα αισθήματα τους, τη βούληση τους, την εθνική συνείδηση τους. Η Ελληνική Κοινότητα ενδιαφέρθηκε και για την ανάπτυξη της παιδείας τους γι' αυτό και ιδρύθηκαν καλά σχολεία στην πόλη, όπου δίδαξαν διακεκριμένοι σοφοί, όπως ο Αμφιλόχιος Παρασκευάς. Η Έδεσσα καταλήφθηκε από τον Αλή πασά που επέβαλε επιπρόσθετη φορολογία, χώρια δηλαδή από αυτήν που πλήρωναν οι κάτοικοι στον πασά της Θεσσαλονίκης, στον οποίο υπαγόταν η πόλη. Η Βέροια, με συνολικό πληθυσμό 20.000 κατοίκων (Έλληνες και Τούρκοι) με κυρίαρχο το ελληνικό στοιχείο και με αρκετά καλή οικονομία με κύριο προϊόν της την κατασκευή προσοψιών και πετσετών, γνώρισε και αυτή την πίεση του Αλή πασά, εξαιτίας της οποίας πολλοί Βεροιώτες αναγκάσθηκαν να μετοικήσουν, προς τη Μ. Ασία κυρίως. Στη Νάουσα, με 3.000-4.000 κατοίκους, φημισμένη για τα κρασιά της, τη χρυσοχοϊκή και το εμπόριο της, υπήρξε κατά την περίοδο αυτήν έντονη η παρουσία του Αλή πασά, μολονότι η πόλη υπαγόταν στον πασά της Θεσσαλονίκης. Δύο αντίπαλες παρατάξεις της Ελληνικής Κοινότητας των πλουσίων υπό τον Μάμαντη (Δραγατά) και των πτωχότερων υπό το Ζαφειράκη, υποστηριζόμενο από τους αρματολούς Καρατάσο και Γάτσο, είχαν στα χέρια τους την τύχη της πόλης. Αυτή η τελευταία παρότι στηριζόταν στα φιλελεύθερα στοιχεία της πόλης, ζήτησε τη βοήθεια του Αλή στην διαμάχη της με το Μάμαντη και αυτός δεν έχασε την ευκαιρία και επιδίωξε δύο φορές (1795 και 1798) να καθυποτάξει την πόλη , ανεπιτυχώς όμως. Στο μεταξύ η κυριαρχία του στη γύρω περιοχή ανάγκασε τους Ναουσαίους να διαπραγματευθούν μαζί του την παράδοση της πόλης, στην οποία ο Αλής όρισε άρχοντα της το Ζαφειράκη, με τον οποίο λίγο αργότερα ήλθε σε οξεία σύγκρουση (1804), που ανάγκασε τον Έλληνα πρόκριτο να καταφύγει στη Θεσσαλονίκη και στο Άγιον Όρος μαζί με τους 50 άνδρες του. Το 1804 λοιπόν η πόλη σχεδόν καταστράφηκε από τα στρατεύματα του Αλή, μολονότι είχε παραδοθεί με όρους και πολλοί κάτοικοι της ξενιτεύθηκαν. Η άνοδος της πόλης διακόπηκε από τη δεκάχρονη κυριαρχία του Αλή πασά (1804-1814). Δώδεκα χρόνια, αργότερα, ο Ζαφειράκης με τη βοήθεια του Σουλτάνου, εξεδίωξε από τη Νάουσα τη φρουρά του Αλή, την υπήγαγε υπό την προστασία του κιζλάρ αγά (αρχιευνούχου του σεραγιου) και έγινε ο απόλυτος κύριος της, εκδικούμενος, στον ίδιο καιρό, τον παλαιό αντίπαλο του Μάμαντη, που κατέφυγε και αυτός, με τη σειρά του, στη Θεσσαλονίκη. Η εξουσία του Αλή πασά έφθανε ως κάτω τα χωριά του Ολύμπου, πολλά από τα οποία, πιθανώς, έγιναν και τσιφλίκια του• παντού εγκαθιστούσε τις μισητές αλβανικές φρουρές, αλλά σκεπτόμενος πολιτικά δεν ήλθε σε ρήξη με τους κλέφτες και τους' πειρατές του Ολύμπου και του Θερμαϊκού. Γι' αυτό και πολλοί κάτοικοι των περιοχών αυτών τράβηξαν προς τη Νιγρίτα, την Ξάνθη, την Κομοτηνή κλπ, όπου και σήμερα συναντούμε πολλούς απογόνους τους, από τους οποίους οι γεροντότεροι διηγούνται, ότι κατά τις διηγήσεις των παλαιοτέρων τους, η τυραννία του Αλήηταν αυτή παυ,τους εξανάγκασε στη μετακίνηση τους αυτή. Το 1816 σουλτανικό φιρμάνι διέταξε αυτούς τους ακούσιους μετανάστες να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Η συνεχής αυτή εξάπλωση του Αλή πασά στην Ήπειρο και τη Μακεδονία, είχε φθάσει μάλιστα ως τη Σόφια και την Κωνσταντινούπολη, καταδιώκοντας ληστρικές ομάδες, και βέβαια αργυρολογώντας, ανάγκασε την Υψηλή Πύλη να του αφαιρέσει το αξίωμα του Ρούμελη βαλεσή. Αντίπαλος του προβλήθηκε ο ισχυρός τοπάρχης των Σερρών Ισμαήλ μπέης και λιγότερο ο Ιμπραήμ Πασάς της Σκύδρας. Την εποχή αυτήν οι Σέρρες είχαν 25.000-30.000 κατοίκους που ασχολούνταν με την καλλιέργεια καπνού και βαμβακιού, είχαν κοινοτικό σύστημα, μητροπολίτη που εκτελούσε και χρέη δικαστή. Οι κάτοικοι της πεδιάδος των Σερρών όλοι Έλληνες, κατά τις πιο έγκυρες πληροφορίες ξένων διπλωματών της εποχής, πλήρωναν τη δεκάτη του βαμβακιού στους τοπικούς αγάδες, που βρίσκονταν σε προστριβή μεταξύ τους. Η Αυστρία, η Γερμανία απορροφούσαν, κατά κύριο λόγο, το μεγαλύτερο τμήμα της παραγωγής του βαμβακιού, κυρίως, μέσω των εκεί εγκατεστημένων, ελληνικών εμπορικών οίκων. Τα γειτονικά χωριά Σωχός και Νιγρίτα είχαν αναπτύξει και αυτά εμπορική δραστηριότητα, κυρίως η Νιγρίτα, με τα βαφεία, τα χρυσοχοεία, τα χαλκουργεία που λειτουργούσαν εκεί και, φυσικά, με την καλλιέργεια του βαμβακιού. Στη Δράμα διοικητής, κατά τις αρχές του 19ου αι., ήταν ο Μεχμέτ μπέης, άλλως Δράμαλης, που είχε αναλάβει και, πέτυχε, μαζί με τον Πασόμπεη, τη συντριβή του Αλή πασά, ενώ στη γειτονική Καβάλα που δεν αριθμούσε πάνω από 3.000 κατοίκους, οι κάτοικοι της ασχολούνταν με τον καπνό, το λάδι και το μέλι (που παράγονταν στη Θάσο), το μαλλί κλπ.

ΤΟ ΠΑΣΑΛΙΚΙ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ) ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

Σημαντικό καπνοπαραγωγικό, αλλά και θρησκευτικό κέντρο για τους μουσουλμάνους, η πόλη των Γενιτσών, με 4.000-5.000 κατοίκους, όλους Τούρκους, βρίσκονταν κοντά στην αρχαία Πέλλα, τα Παλάτια όπως τα ονόμαζαν τότε, ονομασία που αποτελούσε σαφή έκφραση του μεγαλείου της θεωρούμενης από πολλούς πρωτεύουσας της αρχαίας Μακεδονίας, γύρω από την οποία ήσαν εγκατεστημένοι κατά τις αρχές του 18ου αι., Βούλγαροι κολλήγοι, φερμένοι από τους γύρω Τούρκους γαιοκτήμονες για τις ανάγκες των κτημάτων τους. Κάτω από τα Γενιτσά βρίσκεται η κοιλάδα της Καμπάνιας με τα πλούσια δάση της, όπου οι Έλληνες έβρισκαν άσυλο κατά τις συχνές εισβολές των Βουλγάρων και τα οποία συναντούσε κανείς ως το 1924, οπότε δενδροτομήθηκαν για να αποδοθούν στους Έλληνες πρόσφυγες ως καλλιεργήσιμα χωράφια. Από την περίοδο των σλαβικών επιδρομών φαίνεται, (9ος αι. μ.χ), οι Έλληνες κατέφυγαν σε αυτά τα φυσικά οχυρώματα, γι' αυτό και η περιοχή, γύρω από την κοιλάδα της Καμπάνιας, ονομάσθηκε από τους Τούρκους Ρουμλούκι (χώρα των Ελλήνων, των Ρωμαίων), αφού εκεί έζησαν ασφαλισμένοι στην απομόνωση τους, κρατώντας ακέραιη τη γλώσσα, τη θρησκεία τους, το λαϊκό πολιτισμό τους. Η Καμπάνια είχε και επίσκοπο υπαγόμενο στο μητροπολίτη Θεσσαλονίκης· την επισκοπή Καμπάνιας τίμησε ο γνωστός μας Θεόφιλος επίσκοπος Καμπάνιας, σοφός κληρικός και συγγραφέας του «Νομικού», του εγχειριδίου δηλαδή που στάθηκε πολύ χρήσιμο κατά τον 19ο αι., με τους νόμους και κανόνες του μεταβυζαντινού δικαίου που περιείχε, που υπέστη με εγκαρτέρηση μαζί με το ποίμνιο του, όπως και ο σχεδόν σύγχρονος του επίσκοπος Γρεβενών Βαρθολομαίος, την πτώχεια και τις στερήσεις μη θέλοντας να απομακρυνθεί από την πτωχική επισκοπή του. Η Θεσσαλονίκη, βεβαίως, παραμένει το μεγάλο εμπορικό κέντρο, με το επίκαιρο λιμάνι της, τα εργοστάσια λεπτών μεταξωτών, τα εργαστήρια και τις αποθήκες συναγωγής μαλλιών και τα προξενικά και υποπροξενικά πρακτορεία ευρωπαϊκών χωρών που έδρευαν εκεί. Οι ναπολεόντειοι πόλεμοι έφεραν μιαν κάμψη στην οικονομία της Θεσσαλονίκης, με τη μείωση των εξαγωγών και τη στασιμότητα της αγοράς, που είχε τις επιπτώσεις της και στην ενγενή οικονομία της Μεσογείου και της Ευρώπης. Η πόλη είχε 60.000 .κατοίκους, από τους οποίους οι μισοί ήσαν Τούρκοι, 16.000 Έλληνες, 12.000 Εβραίοι και 2.000 ξένοι έμποροι· ανάμεσα τους κυκλοφορούσαν 500 περίπου οικογένειες Ντονμέδων, Εβραίοι δηλαδή εξισλαμισθέντες, Τσιγγάνοι και μαύροι σκλάβοι.

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ
ΑΘΗΝΑ
1995


from ανεμουριον https://ift.tt/2EGbXZK
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη