-->

Η ΛΗΣΤΕΙΑ ΣΤΗ ΛΕΒΑΔΕΙΑ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ 19ΟΥ ΑΙΩΝΑ

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΡΟΥΣΣΑΡΗΣ | Η ληστεία ταλαιπώρησε το Ελληνικό κράτος για 100 περίπου χρόνια. Ένα φαινόμενο που στο ξεκίνημά του είχε καθαρά κοινωνικό χαρακτήρα, με την πάροδο των χρόνων εξελίχθηκε σε πληγή αγιάτρευτη που δημιούργησε κλίμα ανασφάλειας στην ύπαιθρο. Η Λεβάδεια έζησε αυτό το εθνικό δράμα όσο ίσως καμμία άλλη ελληνική πόλη. Δικαιολογημένα άλλωστε αφού είχε και τα δύο χαρακτηριστικά που υπήρξαν αιτίες εξαπλώσεως της ληστοκρατίας: Γειτνίαση με τα Τουρκικά σύνορα που ήταν οι Φθιωτικές οροσειρές και εγκατάσταση στην πόλη πλήθος ανέργων στρατιωτών. Οταν το 1833 η αντιβασιλεία διέλυσε τα άτακτα στρατεύματα των αγωνιστών του 1821, οι 5.000 μπαρουτοκαπνισμένοι ζωντανοί θρύλοι του απελευθερωτικού αγώνα, δίχως δουλειά, γη και στοργή από τους ξενόφερτους νέους ηγέτες, άρχισαν να περιφέρονται ξεκληρισμένοι και κυνηγημένοι από το κράτος, που δημιούργησαν με το αίμα τους. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία βρήκαν καταφύγιο στη Ρούμελη και ιδιαίτερα στη Λειβαδιά. Τη Λειβαδιά που, κομμένη κυριολεκτικά από τις θυσίες στον αγώνα, δέχθηκε με στοργή και αγάπη τους ένδοξους ρακένδυτους βετεράνους του 1821. Η αντιβασιλεία επιδίωξε τον αφανισμό τους και ανέθεσε στον Άγγλο στρατηγό Γκόρντον να κινηθεί εναντίον τους. Η εμφάνιση του Γκόρντον στη Λειβαδιά οδήγησε τους αγωνιστές στον Παρνασσό, τον Ελικώνα αλλά και στα Φθιωτικά όρη, που αποτελούσαν τα σύνορα με την Τουρκία. Έκτοτε άρχισε ένας συνεχής κλεφτοπόλεμος ανάμεσα στα αποσπάσματα που εγκαταστάθηκαν στη Λειβαδιά και τους πρώην αγωνιστές που οι Βαυαροί μεν αποκαλούσαν περιφρονητικά ληστές, στη συνείδηση όμως του λαού, που έβλεπε την αδικία, θεωρούνταν επίγονοι των κλεφτών του 1821. Στην αρχή το «ληστρικό» κίνημα είχε πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Για αρκετά χρόνια τα γειτονικά βουνά της Λειβαδιάς ήταν πλημμυρισμένα από «ληστές» που στρέφονταν κατά της εξουσίας έχοντας ως ηγέτες παλιούς καπεταναίους και αγωνιστές του 1821, που ζητούσαν γη, αποκατάσταση και περισσότερη ελευθερία. Η σημαντική συμβολή της Λειβαδιάς στην επανάσταση της 3ης Σεπτέμβρη του 1843 και η συμμετοχή του Αντώνη Γεωργαντά που με αγωνιστές κατήργησαν το Δήμαρχο Λεβαδείας Νάκο, που διατηρούσε σχέσεις με το παλάτι, συντασσόμενοι με τους επαναστάτες επιβεβαιώνει την ιστορική πραγματικότητα. Τον Απρίλιο του 1848 οι καπετάνιοι της Ανατολικής Στερεάς, Κοντογιάννης, Μπαλατσός, Παπακώστας-Τζαμάλας, ζήτησαν την συμπαράσταση του λαού της Λειβαδιάς, κινούμενοι κατά της Κυβερνήσεως, όταν εναντίον τους στράφηκαν τα κυβερνητικά στρατεύματα καθοδηγούμενα από τον Μαμούρη, τον Κλίμακα και τον Γαρδικιώτη Γρίβα που είχαν εγκατασταθεί στη Λειβαδιά. Σιγά-σιγά όμως οι κατά καιρούς κυβερνήσεις γνωρίζοντας το δέσιμο των αποστατών με την αγροτιά κατάφεραν να απογυμνώσουν χάρις τα αλλεπάλληλα αμνηστευτικά διατάγματα προς τους παλαιούς καπεταναίους, την ηγεσία των αποστατών, κι έτσι το κίνημα των ανταρτών έχασε τον πολιτικό και κοινωνικό του χαρακτήρα και μετατράπηκε καθαρά σε ληστρικό. Στα μέσα του 19ου αιώνα τις τάξεις των ανταρτών ενισχύουν και απαρτίζουν πλέον υπόδικοι και κατάδικοι που απολύθηκαν από τις φυλακές του κράτους κατά τη διάρκεια των επαναστατικών γεγονότων. Η βία γίνεται τρόπος ζωής, οι θάνατοι, οι βιασμοί, οι ληστείες, οι απαγωγές και οι εκβιάσεις λύτρων στη Βοιωτία, που έχει μετατραπεί σε φωλιά των φοβερότερων ληστρικών, συμμοριών είναι καθημερινό φαινόμενο. «Ο Παρνασσός είχε τότε περισσότερους ληστάς παρά χιόνια», έγραψε ο Γάλλος συγγραφέας Edmon About. Οι συμμορίες των Νταβέλη, Ζαφείρη, Φουντούκη, Καλαμπαλίκη, Κακαράπη ή Μπελούλια, αποτελούμενες από κατοίκους του Κυριακίου, Στειρίου. Δαυλείας, Αγίας Μαρίνας και Βλάχους σκηνίτες, τρομοκρατούσαν καθημερινά τη Βοιωτία, και κυρίως τη Λειβαδιά που αποτελούσε το εμπορικό κέντρο της περιοχής.
ΜΑΧΗ ΜΕΤΑΞΥ ΛΗΣΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΩΚΤΙΚΩΝ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΩΝ ΣΤΟΝ ΠΑΡΝΑΣΣΟ
Αλλά και τα στρατιωτικά αποσπάσματα συχνά παρεκτρέπονταν σε βιοπραγίες κυρίως στα χωριά της Βοιωτίας απ' όπου κατάγονταν λήσταρχοι. Ένα μέσο για την εξόντωση των ληστών ήταν η καταπίεση και ο εκβιασμός των συγγενών τους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρχουν στα χωριά και στις πόλεις παράγοντες, φίλοι των ληστών, μεταξύ των οποίων δήμαρχοι, πάρεδροι, κομματάρχες πολιτικών, οι οποίοι, μη ανεχόμενοι τις καταπιέσεις των στρατιωτικών αποσπασμάτων, προστάτευαν τόσο τις οικογένειες των ληστών όσο και τους ληστές. Οι λήσταρχοι, προσδοκώντας την αμνηστεία, πολλές φορές γίνονταν όργανα κομματικών συμφερόντων και προσωπικών εκδικήσεων. Η, για πολλά έτη, δύσκολη ζωή των ληστών στα βουνά τους είχε κουράσει και οι ίδιοι έβλεπαν ότι το μοιραίο τέλος πλησίαζε, γι’ αυτό επιδίωκαν να εκβιάσουν την Κυβέρνηση να ενδώσει στην αξίωσή τους για αμνηστεία. Η μόνιμη απειλή του Νταβέλη ήταν ότι θα εισβάλλει μέρα μεσημέρι πρώτα στην Λειβαδιά κι έπειτα στην Αθήνα. Οι λήσταρχοι Νταβέλης και Κακαράπης με τη συμμορία τους, που αριθμούσε 78 άνδρες κρύβονταν στη Δρακοσπηλιά του Παρνασσού, όταν έλαβαν μια μυστηριώδη επιστολή από τη Λειβαδιά, που κανείς δεν έμαθε τον αποστολέα και το περιεχόμενό της. Πάντως αυτή η επιστολή υπήρξε η αρχή ενός δράματος. Οι απειλές του Νταβέλη έγιναν πραγματικότητα στις 26 Οκτωβρίου 1855. Η Λειβαδιά έζησε φρικιαστικές στιγμές που αποτέλεσαν θέμα συζήτησης στη Βουλή, στις εφημερίδες της εποχής, και σημάδεψε για πολλά χρόνια όλους τους Λειβαδίτες. Σουρούπωνε στη Λειβαδιά και εκείνη τη βραδιά δεν υπήρχαν οι συνηθισμένες στρατιωτικές δυνάμεις στην πόλη, γιατί είχαν διασκορπισθεί σε όλη τη Βοιωτία, ενώ ο φρούραρχος Τολμίδης και ο διοικητής του συντάγματος Αγαλόπουλος ευρίσκονταν σε φιλικό σπίτι, όπου διασκέδαζαν. Με αλλαλαγμούς 78 ληστές έφθασαν στην πόλη. Περίπου 36 από αυτούς εισήλθαν στην πόλη και κατευθυνθήκαν στο αρχοντικό του Μπουγιουκλή με επικεφαλείς τους Νταβέλη, Κακαράπη, Ζαφείρη και Καλαμπαλίκη, ενώ οι υπόλοιποι έμειναν στην είσοδο της πόλης. Τέσσερις ληστές ανέβηκαν στο αρχοντικό όπου στην αίθουσα του καθιστικού συνάντησαν το γραμματέα του Ειρηνοδικείου, που είχε προσκληθεί εκείνη την ημέρα φιλοξενούμενος του οικοδεσπότη, τον υποχρέωσαν να φέρει από το Ειρηνοδικείο τις δικογραφίες και τις έκαψαν στο τζάκι αναμένοντας την άφιξη του Μπουγιουκλή. Όταν ο 55χρονος Μπουγιουκλής έφθασε στο σπίτι του και είδε τους ληστές τους ζήτησε θαρραλέα απ' αυτούς να φύγουν αμέσως. Τότε ένας απ' αυτούς όρμησε εναντίον του. Με γυμνά χέρια ο Μπουγιουκλής του συνέτριψε το κεφάλι στον τοίχο, αλλά η μάχη που επακολούθησε ήταν άνιση, αφού οι οπλισμένοι ληστές τον κατακρεούργησαν με τα γιαταγάνια τους. Ο αδελφός του Μπουγιουκλή, Ηλίας, με τη βοήθεια του συγγενή του Ν. Μαγιάκου αντιστάθηκαν στους ληστές στη γέφυρα του Σιταροπάζαρου. Κοντά τους έτρεξαν στρατιώτες της φρουράς και πολίτες. Τότε ο Κακαράπης απείλησε τη φρουρά να σταματήσει το πυρ γιατί οι ληστές θα επιδίδονταν σε σφαγές και άλλων κατοίκων, απειλή που πριν λίγο είχε γίνει πραγματικότητα όταν οι ληστές είχαν κατακρεουργήσει μια άοπλη γυναίκα ονόματι Τσακαλίνα και τον ιππέα Δημ. Θεοδώρου που αντιστάθηκαν. Οι ληστές λεηλάτησαν το σπίτι του Μπουγιουκλή, του έβαλαν φωτιά όπως και σε ένα γειτονικό κατάστημα, ζήτησαν δε από τους Λειβαδίτες να φέρουν λάφυρα αλλιώς θα είχαν την ίδια τύχη. Απ’ όλα τα πλουσιόσπιτα της Λειβαδιάς με την απειλή του φόνου και της φωτιάς κατάφεραν να πάρουν πλούσια λάφυρα. Οι ληστές εγκατέλειψαν την πόλη στις 10 το βράδυ, αφού κατάφεραν όχι μόνο να τρομοκρατήσουν τη Λειβαδιά αλλά όλη την Ελλάδα. Θεωρώντας επιτυχία τους την είσοδο στη Λειβαδιά, απαίτησαν από τον Οθωνα αμνηστεία εντός 10 ημερών απειλώντας ότι θα εισβάλλουν και στην Αθήνα. Η απάντηση της Κυβέρνησης ήταν η αποστολή νέων στρατευμάτων, η αντικατάσταση των διοικούντων και η πρόσκληση στην Αθήνα όλων των δημάρχων της Βοιωτίας. Η αποθράσυνση των ληστών είχε φθάσει σε τέτοιο σημείο ώστε ο Μπελούλιας ή Κακαράπης διέταξε τον ειδικό πάρεδρο του Κυριακίου Λεβαδείας να απαλλάξει τους συγγενείς και τους φίλους του από το βάρος των στρατιωτικών καταλυμάτων και των ιχνηλασιών και να διαβάσει σχετική του επιστολή επί τρεις συνεχόμενες Κυριακές μέσα στην εκκλησία μετά τη λειτουργία. Στις 28-29 Νοεμβρίου 1855 οι συμμορίες των Καλαμπαλίκη, Μπελούλια ή Κακαράπη, Φουντούκη, Καραδήμου με 70 ληστές λήστεψαν το σπίτι του βουλευτή Εύβοιας Νικ. Βουδούρη
ΟΙ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΤΟΥ ΝΤΑΒΕΛΗ, ΜΠΕΛΟΥΛΙΑΣ ή ΚΑΚΑΡΑΠΗΣ - ΚΑΛΑΜΠΑΛΙΚΗΣ
στη Χαλκίδα και απήγαγαν τον γαμπρό του γιατρό Π. Καλογερόπουλο, την κόρη του Παρασκευή, και το δωδεκάχρονο γιο του, και τους μετέφεραν στη Λειβαδιά στο Πέρα Χωριό στη θέση Κέρατα στα κονάκια των καρβουνοβλάχων Δημήτρη Πέτσα, Γεωργίου Νταλιάνη και Γεροχεινόπορου. Εκεί τους φύλαγαν 10 ληστές, ενώ οι υπόλοιποι σύντροφοί τους περιφέρονταν μεταξύ Λειβαδιάς και Δομπού, προκειμένου να παραπλανούν τις διωκτικές αρχές. Οι ληστοτρόφοι Νταλιάνης Πέτσας και Γεροχεινόπορος τους προμήθευαν τροφές από τη Λειβαδιά. Οταν καταδιώχθηκαν από τα αποσπάσματα τράβηξαν προς τα Ζερίκια, όπου τους έδιναν τροφές οι τσοπαναρέοι του Κυριακίου, Ζερικίου και Αγίας Τριάδας. Στη θέση Λούτσα έγινε ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ ληστών και στρατιωτικών αποσπασμάτων, ο πληγωμένος ληστής Βλάσης Βλάχος μεταφέρθηκε στα κονάκια του Νταλιάνη την ίδια νύχτα και τον γιάτρεψε ο αιχμάλωτος γιατρός Καλογερόπουλος με γιατρικά που έφερε ο Νταλιάνης από το γιατρό Νικολλέτο στη Λειβαδιά. Τελικά οι απαχθέντες παραδόθηκαν στις αρχές της Λειβαδιάς όταν οι ληστές εισέπραξαν τα λύτρα. Οι ληστοτρόφοι Νταλιάνης και Πέτσας μετέφεραν τους αιχμαλώτους πάνω στα άλογα τους στη Λειβαδιά και εισέπραξε ο καθ’ ένας από τους ληστές 50 τάληρα για τη βοηθειά τους, όπως αποκάλυψε αργότερα στο μοίραρχο Βακάλογλου ληστής που συνελήφθη. Ο υπομοίραρχος και Διοικητής του μεταβατικού Λειβαδιάς Ιωάννης Νικολάου, τέθηκε σε αργία για παραμέληση καθήκοντος για τη μη σύλληψη των δραστών. Η κατάσταση είχε γίνει τόσο τραγική ώστε η Κυβέρνηση αποφάσισε να αναθέσει τη δίωξη των ληστών σε 16 μεταβατικά αποσπάσπασματα, από χωροφύλακες και στρατιώτες πεζικού. Το ότι η Λειβαδιά ήταν το κέντρο δράσεως των ληστών αποδεικνύεται και από ένα άλλο γεγονός. Το μεταβατικό απόσπασμα της Λειβαδιάς αποτελείτο από 125 άντρες και της Θήβας από 120 ενώ της Αττικής ήταν 80 άντρες, της Μεγαρίδας 80. της Λοκρίδας 25, της Εύβοιας 60, της Ευρυτανίας 100. της Φθιώτιδας 120 κ.λπ. Το μέτρο της Κυβέρνησης για αμνηστεία όσων ληστών σκότωναν ή κατέδιδαν συντρόφους τους, έφερε αποτελέσματα. Έτσι σε όλη τη Βοιωτία φονεύθηκαν 3 ληστές, συνελήφθησαν 22, μεταξύ των οποίων ο λήσταρχος Δούκας και συνελήφθησαν ακόμη 34 λησταποδόχοι. Σημαντικό χτύπημα κατά της ληστείας υπήρξε η δολοφονία το  λήσταρχου Πανουργιά από τον σύντροφό του Οδυσσέα Μαυροδήμο στις 13 Φεβρουάριου 1856. Ο Πανουργιάς ήταν ληστής ωμός και καμμία χάρη δεν εύρισκαν απ' αυτόν οι αιχμάλωτοι. Οταν απήχθησαν τα παιδιά του Βουδούρη προσέφερε 6.000 δρχ. για να δει να του φέρουν κομμένα τα κεφάλια των αιχμαλώτων. Ο λήσταρχος Πανουργιάς έπεσε θύμα προδοσίας από τον Οδυσσέα Μαυροδήμο, πρώην στρατιώτη των ακροβολιστών ο καταγόμενος από την Αγόριαννη Μαυροδήμος ήταν μεταξύ των οπαδών του Πανουργιά, γνωστός ληστής που αντιπαθούσε τη σφαγή των αιχμαλώτων και επιδίωκε τα λάφυρα και τα λύτρα. Ο Μαυροδήμος φοβούμενος ότι το τέλος των ληστών πλησίαζε άρχισε να έχει επαφές με το απόσπασμα της Λειβαδιάς και συναντούσε συχνά στη Λειβαδιά τους αρμοδίους όταν πήγαινε να αγοράσει τρόφιμα και πολεμοφόδια.
Ο ΛΗΣΤΑΡΧΟΣ ΠΑΝΟΥΡΓΙΑΣ
Η Κυβέρνηση του υποσχέθηκε μεγάλες αμοιβές και τη δυνατότητα να επιστρέφει στο χωριό του όπου η μάνα του και η αδελφή του υπόφεραν εξ αιτίας του, αν έφερνε κομμένο το κεφάλι του Πανουργιά στη Λειβαδιά. Ο Μαυροδήμος πέτυχε το σκοπό του το βράδυ της 13 Φεβρουάριου 1856, όταν ο λήσταρχος και άλλοι 3 σύντροφοί του μετά από οινοποσία και φαγοπότι 4 αρνιών κοιμόταν βαθειά. Με το γιαταγάνι του, έκοψε το κεφάλι του Πανουργιά και έφυγε γρήγορα για τη Λειβαδιά. Οταν έφθασε ο Μαυροδήμος με το κομμένο κεφάλι στη Λειβαδιά, η πόλη πανηγύρισε, το κεφάλι του Πανουργιά τοποθετήθηκε σε σούβλα και με ισπανικό κερί γράφτηκε στο μέτωπο του κεφαλιού το όνομά του και εκτέθηκε σε δημόσια θέα στο παζάρι. Μετά τα αλλεπάλληλα κτυπήματα των ληστών ο οικτρός θάνατος του λήσταρχου έφερε ανακούφιση στη Λειβαδιά. Ο Οδυσσέας Μαυροδήμος έγινε αντικείμενο θερμών εκδηλώσεων συμπάθειας και έκτοτε έγινε ο αχώριστος οδηγός των στρατιωτικών αποσπασμάτων. Αμέσως μετά την έλευση του Μαυροδήμου τα διωκτικά αποσπάσματα οδηγούμενα από αυτόν συνεπλάκησαν έξω από το Παρόρι με τη συμμορία του Πανουργιά, την οποία διέλυσαν. Εκεί σκοτωθήκαν 2 ληστές και τραυματίσθηκαν 3 θανάσιμα. Οι υπόλοιποι κατέφυγαν στο λήσταρχο Νταβέλη. Η προδοσία του Μαυροδήμου ανάγκασε το Νταβέλη να εκτελέσει 3 ληστές από τη συμμορία του, τους οποίους θεώρησε ύποπτους προδοσίας. Έκτοτε ουδείς φόνος ληστού έγινε από σύντροφό του, το δε όνομα του Νταβέλη έγινε ακόμη φοβερότερο.
Ο ΛΗΣΤΑΡΧΟΣ ΜΑΥΡΟΔΗΜΟΣ
Αντίθετα συνεχώς αυξάνονταν οι συνεργάτες των ληστών που προέρχονταν απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα και από φόβο ή συμφέρον ζητούσαν ικανοποίηση περίεργων αιτημάτων από τους λήσταρχους. Στις 8 Μαΐου του 1880 ο λήσταρχος Νταβέλης έστειλε την πιο κάτω επιστολή στον Επίσκοπο Θηβών, ζητώντας με απειλές να χειροτονηθεί ιερεύς ο προστατευόμενός του βλάχος εκ Θηβών ονομαζόμενος Γεώργιος Καρυδάκος ή Τζαβούλης.

«Πανιερώτατε, Προσκυνώ

Μου κακοφαίνεται όπου δεν θέλεις τώρα έναν χρόνο να κάμεις έναν παπά. Σε βλέπω όπου διαβαίνεις από διάφορα μέρη και σε προφυλάττω. Σε παρακαλώ λοιπόν εις ένα μήνα να τελειώσει αυτή η δουλειά, αλλοιώς θα με φέρεις εις θέσιν να κάμω το χρέος μου εναντίον σου και έχε το κρίμα συ.

X. Νταβέλης»

Ο Επίσκοπος αναγκάσθηκε να υποσχεθεί ότι θα συμμορφωνόταν με την αξίωση του Νταβέλη και δεν αποκλείετο να το έκανε αν δεν σκοτωνόταν στο Ζεμενό ο Νταβέλης μετά από λίγο. Στις 14 Μαΐου του 1856 η συμμορία Νταβέλη-Καλαμπαλίκη αιχμαλώτισε τους αδελφούς Ανδρέα-Παναγή Παπαθωμά και ζήτησε λύτρα από τον Γεώργιο Παπαθωμά από το Δίστομο. Στις 17 Μαΐου ο γερο-Παπαθωμάς έφερε στη Λειβαδιά όλο το ποιμνιοστάσιο και το έβαλε σε πλειστηριασμό μαζί με όλα τα κτήματά του για να συγκεντρώσει τα λύτρα 25.000 δρχ., τα οποία αν δεν δίδονταν θα σφάζονταν τα παιδιά του.
ΛΕΒΑΔΕΙΑ 1849. ΧΩΡΙΚΟΙ ΠΗΓΑΙΝΟΥΝ ΣΤΟ ΠΑΖΑΡΙ
Είναι χαρακτηριστικά τα κελεύσματα, του κήρυκα της δημοπρασίας στο παζάρι της Λειβαδιάς.

«Σήμερα πλειστηριάζονται όλα τα υπάρχοντα του κυρ Παπαθωμά σε λίγη τιμή. Τρέξατε και πάρετε όλοι για να κάμετε και ψυχικό. Ο Νταβέλης φοβερίζει τα παιδιά του αν δεν οικονομήσει τα χρήματα».

Ολη η πόλη συγκινήθηκε και ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της συγκέντρωσης των λύτρων. Τον Ιούνιο του 1856 ξέσπασε σκάνδαλο εξ αιτίας μιας συστατικής επιστολής του Υπουργού Εσωτερικών Λ. Βούλγαρη, προς τους Δημάρχους της Βοιωτίας να προστατέψουν από ληστρική επίθεση τον Άγγλο Κόμη Οβραϊν, που περιόδευε στη Βοιωτία. Ο πολιτικός παράγοντας της Λειβαδιάς Λεονάρδος Λαπουσιάδης έστειλε το σχετικό έγγραφο, που πήρε από το Δήμο Χαιρωνείας, στην εφημερίδα «Αθηνά», το οποίο δημοσίευσε κατακρίνοντας τον αρμόδιο υπουργό, που παραδεχόταν ότι οι ληστές βασίλευαν στην ύπαιθρο και ήταν αδύνατη η διέλευση οποιοσδήποτε ξένου, το κείμενο είχε ως εξής:

Αριθ. Πρ. 1771
Διεκπ.
Εν Λεβαδεία την 21 Απριλίου 1856
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΤΟ ΕΠΑΡΧΕΙΟΝ ΔΕΒΑΔΕΙΑΣ
Προς τον Δήμαρχον Χαιρωνείας.

Σας οπισθογράφομεν ημιεπίσημον διαταγήν του Υπουργείου περί περιποιήσεως και ευκολίας ως προς την οδοιπορίαν του επισήμου Άγγλου Οβράϊν, και Σας προσκαλούμεν υπό ιδίαν ατομικήν Σας ευθύνην, να συμμορφωθήτε με τα διαταττόμενα, φροντίζοντες, εν πλήρει αγνοία τούτου, να προκαταλαμβάνονται τα τυχόν επικίνδυνα μέρη της δικαιοδοσίας Σας, δι' ων θέλει διαβή, συνεννοούμενοι και μετά του Δημάρχου Αραχόβης, και του υπολοχαγού Τσήρου. Περιοδεύοντος του Έπαρχου

Ο Γραμματεύς
Σ. Θιοματζίκος

Εξετελέσθη καταληφθεισών των υπόπτων θέσεων.

Ο Κύριος Οβράϊν επίσημος υπήκοος Αγγλος, προτίθεται να περιέλθη όλας τας επαρχίας των Νομών Αττικής και Βοιωτίας, και Φθιώτιδας και Φωκίδος. Ο ανήρ ούτος είναι άξιος πολλών περιποιήσεων δια τον πολύν φιλελληνισμόν του, δεν αμφιβάλλω επομένως ότι περιερχόμενος την υφ' υμάς επαρχίαν θέλει τύχει πόσης περιποιήσεως και ευκολίας ως προς την οδοιπορίαν του, όχι μόνον παρ' υμών, αλλά και παρά τοις Δημάρχοις της υπό την διεύθυνσιν Σας επαρχίας. Επειδή δε είναι ανάγκη να εξασφαλισθή και η οδοιπορία αυτού, και ούτος δεν δέχεται κατ' ουδένα τρόπον να συνοδευθή υπό στρατιωτικής δυνάμεως, είναι ανάγκη να φροντίσητε, εν πλήρει αγνοία αυτού, να προκαταβάλωνται τα τυχόν επικίνδυνα μέρη της επαρχίας Σας, δι’ ων ήθελε διαβή δια να προληφθή ούτω παν ενδεχόμενον απευκταίον. Το περιεχόμενον της παρούσης συνιστώ εις την ιδιαιτέραν προσοχήν Σας.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΠΕΡΙΠΟΛΟΥΝ ΣΤΟΝ ΕΛΙΚΩΝΑ ΓΙΑ ΛΗΣΤΕΣ
Αθήναι, 19 Απριλίου 1856.
Ο υπουργός αρνήθηκε την ύπαρξη του εγγράφου, ο εισαγγελέας άσκησε ποινική δίωξη κατά του Λαπουσιάδη και των υπευθύνων της εφημερίδας η οποία κατασχέθηκε. Ο Λαπουσιάδης προφυλακίσθηκε ως πλαστογρόφος και συκοφάντης και οι εφημερίδες καθημερινά ησχολούντο με το θέμα. Η εφημερίδα «ΑΘΗΝΑ» με πρωτοσέλιδα άρθρα της καθημερινά κατήγγειλε τον υπουργό Α. Βούλγαρη για την άδικη προφυλάκιση του Λαπουσιάδη, θέλοντας δε να αποδείξει την κατάφωρη αδικία, εκτός από τη δημοσίευση του έγγραφου και την επιβεβαίωση από το Γραμματέα του Επαρχείου Λεβαδείας Σ. Θωματζίκου της γνησιότητας του εγγράφου, επικαλείτο το πραγματικό γεγονός ότι ο Ειρηνοδίκης Λεβαδείας έκανε έκθεση την 19 Ιουνίου και βεβαίωσε ότι στο πρωτόκολλο του επαρχείου είχε καταχωρηθεί το έγγραφο, όλα δε τα στοιχεία τα έστειλε ταχυδρομικά στις αρχές των Αθηνών. Η ύπαρξη τελικά του εγγράφου απήλλαξε τον Λαπουσιάδη από αυτές τις κατηγορίες αλλά εναντίον του ασκήθηκε η πιο κάτω κατηγορία και προφυλακίσθηκε εκ νέου.

Αριθμός 4008.
Εν ονόματι του Νόμου και του Βασιλέως.
Ο παρά τοις εν Αθήναις Πλημμελειοδίκαις ανακριτής.

Επειδή ο Λεονάρδος Λαπουσιάδης κατηγορείται [1] ότι εκ προθέσεως παρήγγειλε τον αρχιληστήν Λ. Μπελούλην και την παρ' αυτού οδηγουμένην συμμορία εις την εκτέλεσιν διαφόρων αξιοποίνων πράξεων πραχθεισών παρ' αυτής κατά το παρελθόν και μέχρι του Ιουλίου εν Χαλκίδι και εις άλλα μέρη κατά τας επαρχίας Λεβαδείας και Θηβών κατά διαφόρων προσώπων και ιδίως του Σ. Βουδούρη, Π. Καλογεροπούλου, Λ. Τσόθα. Δ. Σταμούλη Πασπέλη, Α. Ανδρικού, Δ. Κώτσου Πάκα. Κ. Παπαλαμπροπούλου, Μπουγιουκλή, δύο χωροφυλάκων, Β. Σαλπιγκτή κ.λπ.. [2] ότι κατά τον αυτόν χρόνον και τόπον [1] εν γνώσει και εκ προθέσεως έδωσεν εις την αυτήν ληστρικήν συμβουλήν περί της εκπεραιώσεως των αυτών αξιοποίνων πράξεων επρομήθευσε πυρίτιδα και σφαίρας εις αυτούς, [2] ότι συνεβοήθησε την αυτήν συμμορίαν εις την εκτέλεσιν των πράξεων τούτων δι’ αμέσου και πλαγίου τρόπου, και [3] ότι εν γνώσει και εξ ιδιοτέλειας δια των ειρημένων μέσων απέκρυψε την συμμορίαν ταύτην κατά την επαρχίαν Λεβαδείας δια να μη συλληφθεί καταδιωκόμενη παρά της αρχής, και υπέθαλπεν αυτήν δια τροφοδοσίας και λοιπών μέσων. Επειδή η πράξις αυτή του κατηγορουμένου χαρακτηρίζεται υπό του νόμου ως κακούργημα, προβλέπεται δε και τιμωρείται υπό του άρθρ. 56. παρ. 3. 72. παρ. 2. 3. και 5. 363. 364. παρ. 2. 765. παρ. 3. του Π. Νόμου.

Ακούσαντες και την γνώμην του Εισαγγελέως
Δυνάμει του άρθρ. 210, 212 και 211 της Ποιν. Δικονομίας.
Εντελλόμεθα την προφυλάκισιν του κατηγορουμένου.
Εν Αθήναις, την 23 Αυγ. 1856.
Ο ανακριτής
I. ΣΤΕΚΟΥΛΗΣ

Εκ νέου οι εφημερίδες ήλθαν να υπερασπίσουν το Λεονάρδο Λαπουσιάδη και να καταγγείλουν την άδικη προφυλάκισή του. Χαρακτηριστικά η «ΑΘΗΝΑ» έγραφε τον Αύγουστο του 1856:

«Ιδού τι ακριβώς γνωρίζομεν περί της εν Λεβαδία ανακρίσεως. Πρώτοι παρουσιασθέντες μάρτυρες ήσαν ο Στάμος Νάκος και ο Γ. Γιολδάσης. Ο πρώτος κατέθεσεν ότι ο Δαλιάνης τις του είπε ποτέ ότι ο Λαπουσιάδης παρήγγειλε δι' αυτού προς τον λήσταρχον Μπελιούλην να μην προσέλθη εις τας αρχάς, αλλά να εξακολουθήση το έργον του. Προσεκλήθη ο Δαλιάνης υπό του Εισαγγελέως και, μολονότι εκρατήθη επί πολλής ώρας εις την οικίαν των Νακαίων, και επροτράπη δια πολλών υποσχέσεων και απειλών να βεβαιώση την κατάθεσιν του Νάκου, έψευσεν αυτόν. Εκαλέσθη παρά του Εισαγγελέως εις αντιπαράστασιν ο Νάκος, και απεδείχθη ψευδόμενος. διότι ο Δαλιάνης κατέθεσεν ότι ο Λαπουσιάδης πολλάκις είπε προς αυτόν να πείση τον Μπελιούλην να προσέλθη, και, αν καταδικαστεί εις θάνατον, ο Βασιλεύς θέλει του χαρίσει την ζωήν. Ο δεύτερος (ο Γιολδάσης) κατέθεσεν ότι ευρεθείς μίαν νύκτα εις Αράχοβαν, εις την οικίαν του πρώην γραμματέως του Ειρηνοδίκου Λεβαδείας Σιδερά, ήλθεν εις ομιλίαν μετ’ αυτού περί του Λαπουσιάδου. και ο Γιολδάσης είπεν ότι αδύνατον είναι να μην ευρίσκηται ο Λαπουσιάδης εις σχέσεις με τους ληστάς και να μη λαμβάνη μερίδια, διότι ζη ανέτως, χωρίς να έχη ιδιοκτησίαν μεγάλην, ή να μετέρχηται έργον επικερδές, ότι ο Σιδεράς εβεβαίωσε τούτο. Ο Σιδεράς όμως, προσκληθείς παρά του Εισαγγελέως, κατέθεσε το εναντίον, και, ελθών εις αντιπαράστασιν μετά του Γιολδάση, έψευσεν αυτόν, ειπών έμπροσθεν αυτού ότι εκείνος μεν ελάλησε τότε κατά του Λαπουσιάδου, εχθρός του ων, αυτός δε (ο Σιδεράς) τον αντέκρουσε. Προσελθόντες ακολούθως οι συγγενείς του φονευθέντος υπό του Μπελιούλη Τσάθα, καίτοι παραπειθόμενοι να καταθέσωσιν ότι, συνεργία του Λαπουσιάδου. ο Μπελιούλης εφόνευσεν αυτόν, ηρνήθησαν μετά πολλής πεποιθήσεως. καταθέσαντες ότι ο Λαπουσιάδης υπήρξε πάντοτε ο προστάτης των, και είχε στεφανώσει μαλιστα τον φονευθέντα. Ολοι ήλπιζον ότι η Εισαγγελία, αντί της επί συνεργία ληστείας, ήθελε σχηματίσει κατηγορίαν επί ψευδομαρτυρία. Αλλ' άλλως έδοξε τη πολιτική, και συνετάχθη η ακόλουθος, αόριστος και γενική κατηγορία. Παύομεν ενταύθα, αφίνοντες αυτόν τον πάσχοντα να υπεράσπιση εαυτόν, και ελεεινολογούντες την ταλαίπωρον πατρίδα δια τα γινόμενα».

Εντύπωση έκανε η επιστολή του Ηλία Μπουγιουκλή, αδελφού του Τριαντάφυλλου Μπουγιουκλή που είχε βρει τραγικό θάνατο από τους ληστές, προς τον Αθηναϊκό Τύπο, με την οποία δικαίωνε το Λαπουσιάδη.

Προς το Πανελλήνιον

Ως αδελφός του Τρ. Μπουγιουκλή σφαγέντος υπό του λήσταρχου Μπελούλη, είμαι εις θέσιν να γνωρίσω και διακηρύξω χάριν της αλήθειας και της δικαιοσύνης, ότι ο Λαπουσιάδης όχι μόνον δεν συνήργησεν υπέρ της τραγικής ταύτης σκηνής, αλλ' ελυπήθη περισσότερον και από εμέ τον πλησιέστερον του σφαγέντος συγγενή, διότι είναι πασίδηλον ότι εστερήθη ενός των ενθερμοτέρων και ειλικρινεστέρων φίλων του, όστις καθ’ όλας τας εποχάς και περιστάσεις τω εχρησίμευσε, και διότι είχε τοσαύτη προς τον κ. Λαπουσιάδην αφοσίωσην, (ώστε και την περιουσίαν του και αυτήν την ζωήν του ηδύνατο να θυσιάση υπέρ της προόδου αυτού. Αι κατά του κ. Λαπουσιάδου επομένως αποδοθείσαι κατηγορίαι είναι αυτόχρημα συκοφαντία άτιμος και επίβουλος διαβολή. Ο Λαπουσιάδης και οι φίλοι του κατεδίωξαν πάντοτε τους ληστάς, και οι λησταί επέπεσαν και εξεδικήθησαν πολλούς εξ αυτών. Ο χρόνος θέλει αποκαλύψει τους αληθείς συνεργούς του θύματος.

Εν Αθήναις, την 13 Σεπτεμβρίου 1856
Ηλίας Μπουγιουκλής

Τελικά ο Λεονάρδος Λαπουσιάδης αποφυλακίσθηκε, αλλά διάχυτη ήταν πια η άποψη στην επικράτεια ότι η ληστοκρατεία αποτελούσε το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ελληνικής κοινωνίας. Ο Λαπουσιάδης από την φυλακή κατηγόρησε τους υπεύθυνους της περιπέτειας του τους Νάκους, τον Αστυνόμο της Λειβαδιάς και τον Κουτσοπέταλο, οι οποίοι, προκειμένου να τον αχρηστεύσουν πολιτικά, τον κατηγορούσαν ως φίλο των ληστών και ιδιαίτερα του Μπελούλια. Η υπογραφή της ελληνοτουρκικής συμβάσεως για την καταδίωξη της ληστείας στέρησε από τους ληστές τη δυνατότητα να μην συλλαμβάνονται καταφεύγοντας στην Τουρκική επικράτεια. Τον Ιούλιο του 1856 μετά από ανελέητη καταδίωξη των ληστών, τα στρατιωτικά αποσπάσματα, που είχαν μετατρέψει ύλη τη Βοιωτία σε στρατόπεδο, καθοδηγούμενα από το μοίραρχο Βακάλογλου, που είχε εγκατασταθεί στη Λειβαδιά, επιτυγχάνουν την πιο εντυπωσιακή επιτυχία.
Ο ΛΗΣΤΑΡΧΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΝΤΑΒΕΛΗΣ
Είναι χαρακτηριστική η αναγγελία της εξολόθρευσης των ληστών στις Αθηναϊκές Εφημερίδες. Διαβάζουμε στον Πρωινό Κήρυκα:

«Λεβάδεια 13 Ιουλίου 1856,

Κατά την παρελθούσα νύκτα, ότε η σελήνη άρχισε να χύνει τας ακτίνας της επί του ορίζοντος της πόλεως ζωηροί πυροβολισμοί και φωνητά κήρυκος εις το κεντρικώτερον μέρος της πόλεως ανήγγειλον την ευχάριστον είδησιν ότι οι λήσταρχοι Μπελούλιας, Νταβέλης, Φουντούκης και Ζαφείρης μεθ' απάντων των οπαδών των απέδωκαν δίκην των κακουργημάτων των εν τη θέσει Κάτω Χάνι του Ζεμενού χθες περί την δειλήν. Οι λησταί ήσαν τον αριθμόν 23 και ανεκαλύφθησαν υπό της εμμίσθου εθνοφυλακής, οδηγούμενης υπό των οδηγών I. Μέγα και Οδυσσέως Μαυροδήμου, και υπό ικανού αριθμού πολιτών, κατοίκων του Δήμου Χαιρωνείας, επί κεφαλής αυτών υπάρχοντας του Δημάρχου Χαιρωνείας Στάθη Νικολάου, και εδιώχθησαν μέχρι της ανωτέρω θέσεως, όπου και οχυρώθησαν εις τινα παρακείμενον λόφον, ένθα και απεκλείσθησαν από τους πολίτας τους μνησθέντας οδηγούς, και μετ' ου πολύ και από το διοικούμενον από τον υπολοχαγόν της γραμμής Δ. Τσήρον σώμα, από τον μοίραρχον Βακάλογλου και από τους προσδράμοντας κατοίκους των παρακειμένου χωρίων Δαυλίδος, Διστόμου, Αραχόβης, και Στειρίου. 0 μοίραρχος Βακάλογλου, ίνα μη πάθη ό,τι και εις Αγιον Θεόδωρον, διέταξεν άμα τη αφίξει του εφόδου κατά των ληστών. Πρώτος εις το πρόσταγμα ρίπτεται κατ’ αυτών ο οδηγός Ιω. Μέγας, αλλ’ ο Μπελιούλης δια του πιστολιού τον ρίπτει χαμαί, και μετά τεσσάρων άλλων ληστών επιπίπτει κατ' αυτού και τον κρεουργούσιν. Ο υπολοχαγός Τσήρος τότε διατάσσει προσβολήν δια διζύγου πυρός και της λόγχης οι υπ' αυτόν στρατιώται εκτελούσι ταχέως και μετά γενναιότητος το πρόσταγμα, και παρ’ αυτά συμπλέκονται μετά των επιζησάντων ληστών οι πολίται, οι έμμισθοι εθνοφύλακες και οι χωροφύλακες εν τω διαστήματι τούτοι εξεπλήρωσαν το χρέος των κατά των ληστών, και αποτέλεσμα υπήρξεν η παντελής εξόντωσις των ληστρικών συμμοριών, διότι οι τέαααρες εζωγρήθησαν ζώντες, εκ των ημετέρων ουδείς άλλος εκτός του ήρωος Μέγα εφονεύθη επληγώθησαν, κυρίως μόνο ο Τομαράς εξ Αραχόβης, και ελαφρώς ο Οδυσσεύς Μαυροδήμος και έτεροι πολίται Χαιρωνείας.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΓΑΣ, Ο ΔΙΩΚΤΗΣ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ
Τας κεφαλάς των ληστών μετακομίζουσι σήμερον ενταύθα ο μοίραρχος Κ. Βακάλογλου μετά του στρατού μετέβη εις Αράχοβαν όπως αποδώση τας προσηκούσας τιμάς εις τον νεκρόν του ήρωος Μέγα. Οι λησταί εστερούντο πολεμοφοδίων, και δια τούτο δεν επήλθον δυστυχήματα εις τους ημετέρους. Χρήματα ως διεδόθη δεν ευρέθησαν επί των ληστών. Επιφυλάσσομαι να σας γνωρίσω τα καθέκαστα με το προσεχές ταχυδρομείον. Ελπίζω να απηλλάγημεν πλέον από το μίασμα των ληστών».

Άλλοι 18 ληστές βρήκαν τον θάνατο και πέντε συνελήφθησαν. Πρωταγωνιστές της επιτυχίας υπήρξαν ο Υπολοχαγός Ιωάννης Μέγας που σκοτώθηκε στη μάχη, ο Οδυσσέας Μαυροδήμος, ο Υπολοχαγός Δημ. Τσήρος, ο Ευστάθιος Τομαράς από την Αράχωβα, ο Δήμαρχος Αράχωβας Λουκάς Καλπούζος, ο Δήμαρχος Χαιρωνείας Ευστάθιος Νικολάου, ο ηγούμενος της Μονής Ιερουσαλήμ Ιωσήφ Μελισσάριος και 10 μοναχοί. Την επομένη της μάχης στο παζάρι της Λειβαδιάς συγκεντρωμένοι όλοι οι πολίτες, με τούμπανα, νταούλια και πίπιζες γλέντησαν βλέποντας κρεμασμένα σε τσιγκέλια τα κεφάλια των κακούργων. Στρατιώτες φέροντας εφ’ όπλου τη λόγχην φρουρούσαν τα κρεμασμένα κεφάλια μη αφήνοντας το πλήθος να τα πλησιάσει. Κόσμος απ’ όλη τη Βοιωτία που είχαν χάσει αδέλφια, συζύγους, παιδιά από τους ληστές, προσπάθησαν να σπάσουν τον κλοιό των στρατιωτών. Το κατάφερε μόνο μια χήρα της οποίας το μονογενή γιο είχε φονεύσει ο Κακαράπης. Ορμηξε άρπαξε με τα δόντια της το ματωμένο κεφάλι του ληστή και το κλώτσησε στο χώμα. Άναυδοι οι στρατιώτες ευλαβούμενοι την αγανάκτηση της μητρός δεν επενέβησαν. Έτσι βγήκαν προφητικά τόσο τα λόγια του μοναδικού λήσταρχου που γλίτωσε τον θάνατο του Βασίλη Καλαμπαλίκη, ο οποίος είχε έρθει σε κόντρα με τον Νταβέλη κι είχε αποχωρήσει πριν από την μάχη του Ζεμενού λέγοντάς του «ότι δεν έχει καμμία επιθυμία να γίνει το κεφάλι του θέατρο στο παζάρι της Λειβαδιάς», όσο και η απάντηση του Κακαράπη προς τον Νταβέλη όταν τον ρώτησε «τι είναι αυτό Λουκά;» ακούγοντας τις σάλπιγγες των αποσπασμάτων «την κακή μας μέρα είναι. Αυτό θα πει πως το βράδυ τα κεφάλια μας θάναι στην Αράχωβα ή στη Λειβαδιά». Ο Βασίλης Καλαμπαλίκης ταλαιπώρησε όλη τη Βοιωτία μέχρι τον Απρίλιο του 1858. Κρυβόταν στη περιοχή Ζαγαρά και στα Ζερίκια, επιτέθηκε πολλές φορές εναντίον όλων των χωριών και προκάλεσε μεγάλα φονικά, όπως τον Δεκέμβριο του 1856 στις Τσουκαλάδες που σκότωσε τον Ιωάννη Αγγελή και τον Ιανουάριο του 1857 που σκότωσε 8 μέλη της ομάδας Βλάχων Κοσμαίων στα Σκορπονέρια. Ο αντιπροσωπευτικότερος ληστής της εποχής και πρότυπο για πολλούς ληστές της επόμενης εικοσαετίας βρήκε το τέλος στην περιοχή Ζαγαρά καταδιωκόμενος από τον διοικητή του μεταβατικού Λειβαδιάς λοχαγό Α. Τζήρο, τον ενωμοτάρχη Οδυσσέα Μαυροδήμο και πλήθος κατοίκων της Πέτρας που είχε επιστρατεύσει ο Δήμαρχος Πέτρας Κ. Φούντας. Μετά από την εξολόθρευση αυτών των συμμοριών, παρουσιάσθηκε σχετική ύφεση. Οι συμμορίες που δρούσαν στη Λειβαδιά ήταν του Ιωάννη Λούλου, του Σιδερή Πλα και του Αθαν. Μάρη Κριαρά και αποτελούνταν από 17 άνδρες. Γνώρισμα αυτής της εποχής είναι ότι το σταθερότερο έρεισμα των ληστών ήταν οι νομάδες κτηνοτρόφοι. Η περιοχή της Λειβαδιάς ήταν γεμάτη από ποιμνιοστάσια βλαχοποιμένων, που ξεχειμώνιαζαν στον κάμπο. Σε όλα τα ποίμνια υπήρχε έστω και ένας ληστής μεταμφιεσμένος σε βοσκό. Δημιουργούσαν σχέσεις (κουμπαριές και αδελφοποιίες) με τους βλαχοποιμένες, εξασφάλιζαν παραχωρητήρια για βοσκότοπους και σχεδιάζαν τη ληστρική τους δράση. Οι λήσταρχοι Γιάννης Ξηρογιάννης, Αθανάσιος Καινούργιος και Γεώργιος Ντέσκος είχαν συγγενείς και φίλους μεταξύ, των τσελιγκάτων της Λειβαδιάς Τζαπρούνη, Νικολίνα, Ντέσκου. Αυτή την εποχή σαν αρχηγός συμμορίας αποτελούμενης από 14 μέλη γεωργούς και κτηνοτρόφους εμφανίζεται στο Μούλκι ο Αθανάσιος Μπόλμπασης. Από το 1865 μέχρι το 1870 υπήρξε έξαρση της ληστείας στη Βοιωτία, οι κάτοικοι αναγκάζονταν να πληρώνουν χαράτσι σε πολλές συμμορίες με το πρόσχημα της προστασίας τους από άλλες συμμορίες.
ΤΑ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΙΑ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ ΤΟΥ ΔΗΛΕΣΙ
Τον Μάρτιο του 1869 στην οδό Λειβαδιάς-Αταλάντης συμμορία 28 ληστών λήστευε επί 6 ώρες 150 περίπου ταξιδιώτες. Όταν έφτασε το στρατιωτικό απόσπασμα οι ληστές έφυγαν με την ησυχία τους με πολλούς αιχμαλώτους, άπειρη λεία χρημάτων και αγαθών, τραγουδώντας κλέφτικα τραγούδια. Στην περιοχή της Βοιωτίας έδρασαν και οι σφαγείς του Δήλεσι αδελφοί Αρβανιτάκηδες, οι οποίοι δημιούργησαν διπλωματικά προβλήματα στη χώρα μετά τη σφαγή ξένων περιηγητών και διπλωματών την άνοιξη του 1870. Λίγους μήνες μετά, την 30η Σεπτεμβρίου του 1870, η συμμορία των Πλιάσα, Καμάρα, Ζήκα, Φουσέκη και Παπουτσή αποτελούμενη από 15 άνδρες εισήλθε στη Λειβαδιά την 7η απογευματινή μαζί με τους εργάτες που γύριζαν από τα χωράφια και απήγαγαν το Βουλευτή Φίλωνα Φίλωνος και τον κομματάρχη του Λεονάρδο Λεοναρδίδη μέσα από το σπίτι του τελευταίου. Να πως αναγγέλθηκε στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΦΥΛΑΞ» το τραγικό συμβάν.

Φίλε!

Εν ΛΕΒΑΔΕΙΑ τη 3 Οκτωβρίου 1870

Η βαθύτατη λύπη και η μεγάλη συγκίνησις δεν με αφήκαν να σας γράφω εγκαίρως τα της αιχμαλωσίας των δυστυχών φίλων μας Φίλωνος και Λεοναρδίδου. Η ληστεία αύτη και η αιχμαλωσία των δυστυχών τούτων φίλων μας είναι μοναδική και πρωτάκουστος δια τον τρόπον καθ' όν εξετελέσθη. Η οικία του κ. Λεονάρδου κείται εις το προς ανατολάς σχεδόν της πόλεως μέρος και εις την κεντρικωτέραν πλατείαν της πόλεώς μας, εν τω μέσω δε του ταμείου, του καταστήματος της Τραπέζης και του επαρχείου, απέχει δε ολίγα βήματα των καταστημάτων αυτών. Έμπροσθεν δε της οικίας ταύτης υπάρχει η μεγάλη οδός δι' ης εισέρχονται εις την πόλιν από διάφορα άλλα μέρη και από τους αγρούς οι άνθρωποι. Εις τοιαύτην λοιπόν οικίαν και εις ώραν καθ’ ην η οδός ήτο πλήρης ανθρώπων και εργατών, εισήλθον οι λησταί και απήγαγον αιχμαλώτους τους δυστυχείς φίλους μας ενώ έτρωγον ησύχως και αφόβως· κανείς δεν παρουσιάζεται να είπη ότι είδε τους ληστάς μακρόθεν ερχομένους· όσοι τους είδον, τους είδον έμπροσθεν της οικίας του κ. Λεονάρδου και ολίγον τι παρά κάτω· εικάζεται επομένως ότι οι λησταί διημέρευον εις παρακειμένην τινα οικίαν και εξήλθον την ώραν εκείνην· άμα δε εμφανισθέντες έμπροσθεν της οικίας έκρουσαν την θύραν ως άνθρωποι γνώριμοι ανοιχθείσης δε πάραυτα της θύρας από τους εντός, διότι δεν επίστευον ποτέ ότι την ώραν εκείνην υπήρχε φόβος τις αφού έξω ήτο παζάρι από τους διερχόμενους γεωργούς και εργάτας, εισήλθον πέντε ή έξ λησταί, οίτινες διευθύνθησαν αμέσως προς το δωμάτιον εις ο έτρωγον χωρίς δε να ζητήσωσιν άλλο τι και χωρίς να εγγίξωσι τίποτε από τα εν τη οικία έλαβον εις τας χείρας τους δυο αιχμαλώτους και αμέσως εξήλθον, και δια της μεγάλης οδού ανεχώρησαν χωρίς να καταδιωχθώσι παντελώς διότι έως ου να γίνει γνωστή η αιχμαλωσία αύτη οι λησταί έλαβον άγνωστον διεύθυνσιν· ουδεμία δε είδησις υπάρχει περί αυτών μέχρι της ώρας τούτης (9 π.μ.). Ουδέποτε επιστεύσαμεν ότι ήτο δυνατόν να εισέλθουν λησταί εις Λεβάδειαν και δια τούτο δε εφοβούμεθα παντελώς· αλλά κακόβουλοι και κακούργοι γνωρίζοντες ότι στρατιώται δεν υπήρχον κατ' εκείνην την εσπέραν, ότι εις τοιαύτην ώραν ηδύναντο να εύρωσι την θύραν ανοικτήν ή ότι εύκολον ήτο να ανοίξη, διότι καθ' εκάστην εσπέραν μετέβαινον τακτικώς εγώ και άλλοι τινες φίλοι, και ότι εις όμοιον κτύπον αμέσως ήθελεν ανοιχθή η θύρα επί τη ιδέα ότι είναι κανείς εκ των συχναζόντων ωδήγησαν τους ληστάς και απήγαγον τους ανθρώπους· δεν υπάρχει ζήτημα ότι εις την αιχμαλωσίαν ταύτην ενέχονται πολλά πρόσωπα εκ Λεβαδείας. Ο χρόνος ελπίζω να τα αποκαλύψηας όψωνται οι αίτιοι της καταστάσεως ταύτης. Η Κυβέρνησις, ως λέγεται, έπαυσε τον διοικητήν Λαδόπουλον χειρότερα πράξις δεν ηδύνατο να γίνει* η ικανότης του Λαδοπούλου είναι γνωστή γνωστοτάτη και ο τόπος ούτος δύναται να μαρτυρήση, αλλά ως και άλλοτε σας είπον τι να κάμη όταν ο τόπος φυλάττη τρέφη και υποθάλπη τους ληστάς· όταν βλέπη τις ότι ο Καλαμπαλίκης ή Καμάρας ουδέποτε προσεβλήθη με στρατιωτικόν απόσπασμα αν και είναι γνωστόν ότι επί χρόνον πολύν διαμένει εν τω δήμω μας: τι να υποθέση τις όταν βλέπη ότι όλοι οι αγροφύλακες είναι της εσχάτης απώλειας άνθρωποι; ότι όλοι οι τοιούτοι και οι πέριξ ποιμένες, ευρίσκονται εις στενάς σχέσεις μετά των δημοτικών αρχόντων;
ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1860
Ταύτην την στιγμήν ήλθεν είδησις ότι στρατιωτικόν απόσπασμα συνεπλάκη εις Σφάκα της Λοκρίδος μετά της συμμορίας ταύτης χθες το εσπέρας και ότι εφονεύθησαν τρεις χωροφύλακες εκ του μικρού αποσπάσματος του συγκειμένου εξ οκτώ χωροφυλάκων οι δε λησταί διεσώθησαν μετά των αιχμαλώτων αβλαβείς. Φοβούμαι πολύ τους αιχμαλώτους, διότι τα αποσπάσματα διετάχθησαν να τους καταδιώξωσιν αυστηρώς χωρίς να λάβουν υπ' όψιν των ποσώς την ζωήν των αιχμαλώτων ο Θεός ας βάλλη την χείρα του· διότι είναι σκληρόν και άδικον να χθούν τοιούτοι άνθρωποι, οίτινες τιμούν τον τύπον μας μεγάλως. Εισαγγελείς, ανακριταί, ανώτεροι στρατιωτικοί έφθασαν ενταύθα, αλλά ποία η ωφέλεια, έπρεπεν η κυβέρνησις να φροντίση να καταδιώξη τους ληστάς πριν ή ενεργήσουν την αιχμαλοοσίαν, αλλά την αφήνουν τα αναμορφωτικά σχέδια! Αλλοίμονον εις τους δυστυχείς επαρχιώτας, οίτινες τρέμουσι άμα σουρπώση! Κυβέρνησιν ως την του Ζαΐμη, σας το λέγω χωρίς να σας κολακεύσω, ουδέποτε αι επαρχίαι, και το λέγω προς τιμήν του, θέλουν εύρει και ας φωνάζουν οι αντίπαλοί του όσον θέλουσιν.

Ο φίλος σας

Αναστατώθηκε το Πανελλήνιο, η κυβέρνηση έστειλε αμέσως τον εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών κ. Παπαφράγκο και τον αδελφό του υπουργού Στρατιωτικών κ. Ιωάννη Ζυμβρακάκη υπάλληλο του υπουργείου για να επιληφθούν των ανακρίσεων. Διέταξε τον Διοικητή του μεταβατικού Ααδόπουλο να παραδώσει την υπηρεσία του στον λοχαγό Σπυρ. Γ. Καραϊσκάκη και αντικατέστησε τον υπίλαρχο Α. Σούτσο με τον ίλαρχο Περικλή Μαυρομιχάλη.
Το υπουργείο Εσωτερικών αποφάσισε τα εξής:

Δημόσιος ασφάλεια:

Αριθ. εγκ. 102
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΑΑΑΔΟΣ.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ Προς τους Νομάρχας και Επάρχους του Κράτους.

Κοινοποιούμεν υμίν ότι, συνεπεία πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου, απελύθησαν της υπηρεσίας δια Β. Διαταγμάτων υπό σημερινήν χρονολογίαν ο έπαρχος Λεβαδείας κ. Γ. Δαχανάς, ο γραμματεύς του αυτού επαρχείου κ. Δημ. Δ. Στεφάνου, ο δήμαρχος του δήμου Δεβαδείας κ. Α. Κουτσοπέταλος, ο ά. δημαρχικός πάρεδρος του αυτού δήμου κ. Ηρ. Καλής και ο αστυνόμος του αυτού κ. Πλούταρχος Νάκος, διότι ουδεμίαν έλαβον πρόνοιαν και ουδέν μέτρον προς ασφάλειαν της πόλεως Λεβαδείας, και προσέτι διότι, καίτοι ειδοποιηθέντων εγκαίρως περί της εισβολής της ληστρικής συμμορίας του Καμάρα κ.λ.π. εις την επαρχίαν Λεβαδείας, εις τοσούτον ημελημένα ευρέθησαν τα της ασφαλείας της πόλεως, ώστε μόνον μετά την αιχμαλωσίαν του βουλευτού κ. Φίλωνος I. Φίλωνος και του οικοδεσπότου αυτού κ. Αεον. Λεοναρδίδου και την των ληστών ασφαλή αποχώρησιν εγνώσθη η εκτέλεσις του κακουργήματος, ενώ αι επιτετραμμένοι την δημοσίαν ασφάλειαν διοικητικοί, δημοτικοί και στρατιωτικοί αρχαί δια τούτο είναι κατεστημένοι, όπως αγρυπνώσι, προβλέπωσι και προλαμβάνωσι χας τοιαύτας πράξεις, αίτινες όσω τολμηρόχεραι είναι, τόσο μάλλον αυξάνουσι την ευθύνην των ειρημένων αρχών ως τολμώμεναι δια την αδράνειαν ή την ανικανότητα αυτών. Περί των στρατιωτικών αρχών ελήφθη πρόνοια υπό του επί των Στρατιιυτικών υπουργείου, όπως ενεργήθωσι τα υπό των στρατιωτικών νόμων κανονιζόμενα.

Εν Αθήναις τη 3 Οκτωβρίου 1870.
Ο Υπουργός
ΕΠ. ΔΕΑΗΓΕΩΡΓΗΣ

Ο παυθείς έπαρχος Λεβαδείας Λαχανάς έστειλε την πιο κάτω επιστολή στον Αθηναϊκό Τύπο.

Λεβαδεία την 8 Οκτωβρίου 1870.

Εις το υπ' αριθ. 66 ψύλλον της εφημερίδος σας καταχωρήσαντες την υπ' αριθ. 102 εγκύκλιον του υπουργείου των εσωτερικών περί παύσεως τριών Γραμματέων του Επαρχείου και του Δημάρχου μετά του Δημαστυνόμου Λεβαδείας επί ολιγωρία κ.λ.π. δια την γενομένην αιχμαλωσίαν του Φίλωνος και Αεοναρδίδου επεδοκιμάσετε ανεξετάστως το μέτρον τούτο και συνάμα διαλάβετε, ότι, αν η διαγωγή μου κατά την ματαιωθείσαν δήθεν εν Μεγαρίδι προ τίνος καταδίωξιν του Τάκου ελαμβάνετο υπ' όψιν και εξετιμάτο δεόντως το ήδη γενόμενον έδει γενέσθαι πρότερον. Ουδέν τούτου ψευδέστερον. Μάθετε, ότι το υπουργείον εκ πλάνης, ίνα μη τι άλλο είπω, μοι απέδωκε τοιαύτην ιδιότητα, και με έπαυσεν αδίκως* ότε συνέβη το δυστύχημα τούτο δεν ήμουν εν Δεβαδεία, αλλά διετέλουν εις Χαιρώνειαν υπέρ της δημοσίας ασψαλείας επί πολλάς ημέρας και εγώ ανήγγειλα εγκαίρως εις τας αρχάς Δεβαδείας την εκ Δοκρίδος εις την επαρχίαν ταύτην εισβολήν τανν ληστών, ίνα ενεργήσωσι τα χρεώδη και εις την Κυβέρνησιν και έπραξα κατεπειγόντως τα πρέποντα προς καταδίωξιν αυτών. Μηδόλως ευθύνομαι αν απόντος εμού από Δεβαδείας οι λησταί εισήλθον εις αυτήν περί την 6 1/2 ώραν μ.μ. της 29 Σεπτεμβρίου τ.ε. με τους εργάτας της συλλογής του βάμβακος και εξετέλεσαν την αιχμαλωσίαν μήτε ολιγωρίαν ή έλλειψιν τινα έδειξα εις την περίσιασιν ταύτην αλλ' έξεπλήρωσα το καθήκον μου καλώς ως γνωστόν πάσι τοις κατοίκοις της Επαρχίας ταύτης. Ταύτα πάντα ανήνεγκον χθές τω υπουργείω, και εκθέσω αυτά και εν τα) τύπιο κατόπιν χάριν της αλήθειας και όπα)ς γνα>σθή το άδικον της παύσεώς μου.

Γ. Λαχανάς

Ενώ προς τον πρα)θυπουργό και υπουργό τα)ν εσωτερικών Επαμεινώνδα Δεληγιώργη μεταξύ των άλλων έγραφε τα εξής:

«Περί των ενεργειών μου τούτων από της 23 Σεπτεμβρίου καί της σταλείσης παρ’ εμού ειδοποιήσεως εις το Επαρχείον περί της εισβολής των ληστών εις την Επαρχίαν μου, επικαλούμαι την μαρτυρίαν του αξίοτίμου κυρίου Σ. Καραϊσκάκη- όντος εις Λεβαδείαν, προς δε δί' όλα ταύτα επικαλούμαι την μαρτυρίαν και του Νομάρχου Αττικής και Βοιωτίας κυρίου Σ. Αντωνιάδου. Εντεύθεν προκύπτει αριδήλως, ότι μήτε ολιγώρησα, μήτε αδιαφόρησα εις την εκπλήρωσιν του καθήκοντος μου μήτε έλλειψις τις ή ανικανότης δύναται να μοι αποδοθή διότι απόντος εμού εκ Λεβαδείας, και καταγινομένου εις την καταδίωξιν των ληστών μετά πλείστου ζήλου, και μηδενός φειδομένου κόπου, οι λησταί περί την 6 1/2 ώραν μ.μ. της 29 Σεπτεμβρίου εξετέλεσαν την αιχμαλωσίαν αυτήν, εισελθόντες εν Λεβαδεία με τους εργάτας της συλλογής του βάμβακος. Περί τούτων επικαλούμαι και την μαρτυρίαν των ειρημένων κυρίων Ζυμβρακάκη, ΤΙαππαφράγκου και Κωστάκη, αφιχθέντων εν Λεβαδεία μετά το συμβάν τούτο, και πληροφορηθέντων τας ενεργείας μου. Έχω καθαράν την συνείδησίν μου, διότι εξεπλήρωσα ειλικρινέστατα, και μετά δραστηριότητος και μετά πάσης προθυμίας το καθήκον μου εις την καταδίωξιν των προκειμένων ληστών και διότι εγώ ανήγγειλα εις Λεβαδείαν την εις την Επαρχίαν μου εισβολή των ληστών εκ Ααυλείας δια την περαιτέρω ενέργειαν. Όθεν μη ανεχόμενος κατ' ουδένα λόγον την αδίκως αποδοθείσαν μου ολιγωρίαν, αδράνειαν, και ανικανότητα δια την περί ης ο λόγος αιχμαλωσίαν, παρακαλώ υμάς, κύριε Πρόεδρε ίνα χάριν της δικαιοσύνης και αλήθειας εν τη συνέσει υμών και χάριν ικανοποιήσεώς μου αναστείλητε την κακώς ενεργηθείσαν εκ της υπηρεσίας απόλυσίν μου, ως έκραξε και το υπουργείον των Στρατιωτικών, αναστείλαν την περαιτέρω ενέργειαν κατά των εν Λεβαδεία ευρεθέντων εν καιρώ της αιχμαλωσίας αξιωματικών.
Ο ΑΠΑΧΘΕΙΣ ΤΟ 1870 ΑΠΟ ΛΗΣΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ ΦΙΛΩΝ ΦΙΛΩΝΟΣ
Πέποιθα, ότι δεν θέλετε παρίδη τα δικαιώματά μου περί την πολυετή υπηρεσίαν μου, ανδρός οικογενειάρχου πολυμελούς οικογένειας, και ότι δεν θέλετε ανεχθή την άδικον τιμωρίαν μου, άλλως τε παρακαλώ να διατάξητε να ενεργηθή ανάκρισις όπως αποδειχθή η αλήθεια και αν ευρεθή η ελάχιστη έλλειψις ή ολιγωρία προς με να τιμωρηθώ, όχι με την παύσιν αλλά και ποινικώς».

Λεβαδεία τη 7 δβρίου 1870
Ευπειθέστατος ο Έπαρχος Λεβαδείας
Γ. Λαχανάς

Η εφημερίδα «ΕΘΝΟΦΥΛΑΞ» αργότερα με τα γραφόμενα της άφηνε να εννοηθεί ότι η αιχμαλωσία του Φίλωνα είχε μελετηθεί και προπαρασκευασθεί στη Λειβαδιά, όπως έγραφε επιστολή που είχε αποσταλεί από τη Λειβαδιά, το περιεχόμενο της οποίας έγραφε:

«Ο κ. Φίλων ανακριθείς κατέθεσεν, ότι ότε απήχθη αιχμάλωτος επεδείχθη αυτώ υπό των ληστών ο μεταξύ αυτών ευρισκόμενος Κωνσταντίνος Λ. Καζάζης εκ Λεβαδείας και ερωτήθη εάν τον γνωρίζη. Ο κ. Φίλων επροσποιήθη ότι δεν τον γνωρίζει, διότι ήξευρεν ότι εν εναντία περιπτώσει ήθελε τρέξει κίνδυνον. Σημειωτέον δε ότι ο Δ. Καζάζης εθεάθη εν Λεβαδεία προ της απελευθερώσεως του κ. Φίλωνος. Τον Καζάζην δ' αυτόν συνέλαβεν η δικαστική αρχή μετά την κατάθεσιν του κ. Φίλωνος, εξακολουθεί δε η περαιτέρω ανάκρισις. Εν τούτοις γνωστόν πλέον είναι ότι ο απολυθείς έπαρχος Λεβ δείας ανέφερεν εγκαίρως εις την κυβέρνησιν την εμφάνισιν τωχ ληστών εις Σούρπην και παρέστησε συγχρόνως ότι η εν Λεβαδεία στρατιωτική δύναμις ανήρχετο εις 40 μόνον άνδρας, εξ ων άλλοι μεν ήσαν ασθενείς, άλλοι δε απητούντο δια την φρούρησιν του ταμείου και του υποκαταστήματος της εθνικής τραπέζης και ολίγοι υπελείποντο δυνάμενοι να ακολουθήσωσι τον εξελθόντα προς καταδίωξιν των ληστών έπαρχον. Η δε κυβέρνησις καιτοι ταύτα μαθούσα ηρκέσθη να επιστέλλη διαταγή προς καταδίωξιν των ληστών, χωρίς αφ' ετέρου να προνοήση και περί ενισχύσεως της στρατιωτικής δυνάμεως. Ο Λαδόπουλος καίτοι τετράκις εν ολιγίσταις ημέραις μετατεθείς εκ Λεβ δείας και ανακληθείσης της μεταθέσεώς του μέχρι νεωτέρας διαταγής, καίτοι μή δυνάμενος ως εκ τούτου να έχη την απαιτουμένην αστυνομίαν του ακμαίαν, καίτοι περιπλέον ασθενής δ ιατελών, αυτός πρώτος επληροφορήθη την εμφάνισιν των ληστών και ειδοποίησε περί τούτου τον έπαρχον Λεβαδείας. Μεθ' όλα αυτά, τίς υπήρξεν η αφορμή της αιχμαλωσίας του κ. Φίλωνος, και τίς οφείλει δι' αυτήν ευθύνην; Ο έπαρχος και ο Ααδόπουλος; Ή η κυβέρνησις αυτή, ήτις την όλην Ελλάδα διήρεσεν εις ΕΠΤΑ τμήματα και ταύτα παρεχώρησεν ως τημάριον εις τους ΕΠΤΑ φίλους του αξιότιμου πρωθυπουργού;»

Μέχρι την ημέρα, 8 Οκτωβρίου 1870, της απελευθέρωσης με την καταβολή 57.000 δρχ. σύσσωμος ο καθημερινός τύπος όλης της χώρας έγραφε για τη θρασύτατη απαγωγή για την οποία κατηγορήθηκαν και πολιτικοί αντίπαλοι του Βουλευτή Φίλωνα στη Λειβαδιά. Ο ατυχής Λεοναρδίδης κατέγραψε όλη την περιπέτεια της αιχμαλωσίας των. Να πως περιέγραψε ο ίδιος κάποιες στιγμές από την τραγική εμπειρία του:

«Αδυνατώ να σοι περιγράφω την χαράν ήτις με κατέλαβεν άμα ηλευθερώθην εννόησον αυτήν σύ εάν δύνασαι. Εννέα ημερονύκτια διετέλεσα αιχμάλωτος, αλλά τόσον απεξενώθην της κοινωνίας, ώστε δια τα ελάχιστα ηρώτων τον σύντροφόν μου. Μ' ωδήγησαν εις την οικίαν του Κ. Πλουτ. Νάκου όπου ην κεκρυμμένος ο Κυρ. Φίλων και εκείβεν μετέβημεν αμφότεροι εις την οικίαν μου, όπου συνηθροίσθησαν άπαντες οι συγγενείς και φίλοι.
ΣΥΛΛΗΨΗ ΛΗΣΤΩΝ ΑΠΟ ΔΙΩΚΤΙΚΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
Αι αρχαί συνέλαβον κατ' αρχάς δύο ως αυτουργούς της αιχμαλωσίας ημών, τον Κ. Καζάζην ζωέμπορον, κάτοικον Λεβαδείας και τον Ηλίαν Χεινόπωρον βλαχοποιμένα κάτοικον Αγίου Βλασίου, διαβόητους αμφοτέρους επί λησταπαδοχή. Τον πρώτον συνώδευσεν εις Αθήνας αυτός ο υπομοίραρχος Αρτέμης εφ' αμάξης, και ως έμαθον, τον εσύστησεν ως πάνυ αθώον και θύμα των επιτόπιων παθών αμφότεροι υπάρχουσιν εις τας φυλακάς· κατόπιν συνέλαβον και τον Νταλιάνη μετά του υιού του, τον παρ' όλων των ληστών γέροντα καλούμενον ούτος ήν το κέντρον και ο πατήρ των ληστών, από της αποκαταστάσεως του έθνους αυτός αναλαμβάνει την μεσητίαν της εξαγοράς των εκάστοτε αιχμαλωτιζομένων ωφελούμενος από ληστάς και αιχμαλώτους και προσποιούμενος πάντοτε φόβον, όν όμως αψηφά, ως λέγει χάριν της προς το καλόν της ανθρωπότητος κλίσεώς του, ως γέροντος. Φέρει πάντοτε μεθ' εαυτού κώδωνα, ον λίαν επιτήδειος κρούει, ώσπερ ζώον βόσκον, κατά τας μετά των ληστών συνενοήσεις του. Ο Νταλιάνης είχεν ηλικίαν πλέον των 70 ετών, ο δε Καζάζης 25 περίπου, μετήρχετο δε τον ζωέμπορον επάγγελμα όπερ το διευκόλυνε τας μετά των ληστών σχέσεις του* ο Χεινόπορος ήν βλαχοποιμήν από την επαρχίαν Λεβαδείας 40 περίπου ετών, λησταποδόχος καί ούτος εκ γενετής ως όλοι οι βλαχοποιμένες. Καθ' όλην την διάρκειαν της αιχμαλωσίας μας οι λησταί μας απηύθνναν διαφόρους ερωτήσεις περί των υπουργών, υπουργείων, βουλευτών, κομμάτων, δικαστηρίου και λοιπών και περιμένουσι με ακράτητον και ζο)ηράν επιθυμίαν ρεντίφικον όπο)ς αμνηστευθώσι. Λια των νουθεσιών του Κυρ. Φίλωνος ήλθον πολλάκις εις συναίσθησιν και έλεγες ότι οι άνθρωποι αυτοί τώρα θα έλθουν μεθ' ημών δια να παραδοθούν αλλά μετ' ολίγον άλλη ισχυροτέρα δύναμις τους διέστρεψε τας πρώτας σκέψεις και αισθήματα. Αναμένουσιν ακόμη την συγκρότησιν συνελεύσεως εις το 1874 ήτις να δώση το δικαίωμα της αμνηστείας εις τον Βασιλέα· παρεκίνησαν δε πολύ τον Κ. Φίλνα να φροντίση να εκλεχθή πληρεξούσιος ίνα ψηφίση υπέρ. “Να φροντίσης κυρφίλο να γένης πληρεξούσιος και θα σε βοηθήσουμε και 'μεις για να δώσης τον ψήφο σου για τη αμνηστεία”. Τί βοήθεια θα μου κάμετε παιδιά, τοις είπεν ο Κυρ. Φίλων;: «για 'μεις τί μπορούμαι να σου κάμωμε, να φοβερίσουμε τα χωργιά πως θα τούς κάψωμε για να σου δώσουν ψήφο» αν ήν έτσι ευχαριστώ αδελφοί, δεν μου χρειάζεται».

Αυτά υπήρξαν τα κορυφαία δραματικά γεγονότα μιας άσχημης εποχής που συγκλόνισε όχι μόνο τη χώρα αλλά και την πολιτισμένη Ευρώπη. Τα πολλά μέτρα των κυβερνήσεων, η βοήθεια του λαού και των τοπικών αρχόντων, η απομυθοποίηση των ληστών και η ταύτισή τους πλέον με εγκληματίες βοήθησαν σιγά-σιγά στην εξάλειψη της ληστείας που τόσο ταλαιπώρησε τη Στερεά Ελλάδα και ιδιαίτερα τη Λειβαδιά, στα μέσα του 19ου αιώνα.

ΑΡΗΣ Κ. ΡΟΥΣΣΑΡΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ
ΛΕΒΑΔΕΙΑ
1998


from ανεμουριον https://ift.tt/3eM7K3R
via IFTTT

Δεν υπάρχουν σχόλια

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Από το Blogger.
-->