[1924] Η Α' Ελληνική Δημοκρατία

ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ Η Μικρασιατική Καταστροφή και η με αυτή συνδεόμενη ανταλλαγή πληθυσμών (η οποία ακολούθησε το πρώτο μαζικό προσφυγικό κύμα του φθινοπώρου του 1922) είχαν και θετικές μεσομακροπρόθεσμες συνέπειες για την πρόοδο του τόπου. Η Ελλάδα απέκτησε άφθονη φτηνή εργατική δύναμη η οποία, σε συνδυασμό με τα εισρεύσαντα κεφάλαια, επιτάχυνε και διευκόλυνε την εκβιομηχάνιση της. Κυρίως, όμως, ο τόπος απέκτησε υψηλή εθνολογική ομοιογένεια και συγκέντρωση, στοιχείο του οποίου η σημασία μόνο με την πορεία του χρόνου θα μπορούσε να εκτιμηθεί.
2 Ιανουαρίου 1924: ο Νικόλαος Πλαστήρας, αρχηγός της Επανάστασης του 1922, παραδίδει την εξουσία στους εκλεγμένους εκπροσώπους του λαού σε πανηγυρική εναρκτήρια συνεδρίαση της Δ' Εθνοσυνέλευσης.

Την επαύριο, όμως, της τραγωδίας η κυβέρνηση που είχε προκύψει από το στρατιωτικό κίνημα-επανάσταση του Πλαστήρα και του Γονατά (αρχικά με πρωθυπουργό τον μετριοπαθή βενιζελικό Κροκίδα και στη συνέχεια υπό το συνταγματάρχη Στ. Γονατά, συναρχηγό της επανάστασης) είχε να αντιμετωπίσει προβλήματα άμεσα πιεστικά που δεν επέτρεπαν μακροπρόθεσμες θεωρήσεις: Τη στοιχειώδη στέγαση των προσφύγων, τη στρατιωτική ανασυγκρότηση της χώρας και την ικανοποίηση του λαϊκού αιτήματος για νέμεση. Η καταδίκη σε θάνατο και η εκτέλεση, παρά τα ανθρωπιστικά διαβήματα του διεθνούς παράγοντα, τόσο του αρχιστράτηγου της ήττας όσο και των πέντε αντιβενιζελικών πολιτικών που θεωρήθηκαν βασικοί υπεύθυνοι γι' αυτήν, επέτρεψαν κάποιο κατευνασμό των παθών. Ενώ η διά εξαιρετικά αυστηρών μεθόδων ανασυγκρότηση από τον στρατηγό Θ. Πάγκαλο της στρατιάς του Έβρου έδωσε στον Ελ. Βενιζέλο, στον οποίο η επαναστατική κυβέρνηση είχε εν τω μεταξύ αναθέσει τη διπλωματική εκπροσώπηση της χώρας στην ειρηνευτική συνδιάσκεψη της Λωζάννης, την υλική βάση για να συνάψει αυτό που ονομάστηκε έντιμος ειρήνη, ώστε να περιοριστούν στο ελάχιστο δυνατό οι επιπτώσεις της ήττας (Παραταύτα ο μαξιμαλιστής Πάγκαλος επεχείρησε να εμπλέξει τη χώρα σε πόλεμο μέχρις εσχάτων με την Τουρκία και χρειάστηκε η παρέμβαση του Πλαστήρα για να αποτραπεί μια τέτοια εξέλιξη). Η κατ' αυτόν τον τρόπο, ωστόσο, συμβατική εγκαθίδρυση της ειρήνης με την Τουρκία δεν οδήγησε σε εξομάλυνση του ελληνικού εσωτερικού πολιτικού τοπίου. Τον Οκτώβριο του 1923 -και μολονότι η επαναστατική κυβέρνηση είχε προκηρύξει εκλογές- εξερράγη στασιαστικό κίνημα (αντεπανάστασις) από αξιωματικούς μεικτής ιδεολογικής σύνθεσης, δηλαδή και κωνσταντινικούς αλλά και βενιζελικούς, οι οποίοι ήταν προσωπικά δυσαρεστημένοι με την επανάσταση. Παρ' όλα αυτά, το εγχείρημα θεωρήθηκε καθαρά βασιλικό, ίσως γιατί στην πορεία επιχείρησε να το προσεταιρισθεί ο Ιω. Μεταξάς, με αποτέλεσμα η αποτυχία του να οδηγήσει στην απομάκρυνση από το θρόνο του βασιλιά Γεωργίου, που είχε πάρει τη θέση του επίσης εκθρονισθέντος πατέρα του Κωνσταντίνου Α', ένα χρόνο νωρίτερα, μετά την επιβολή του κινήματος Πλαστήρα-Γονατά. Ενώ λοιπόν, υπό το κλίμα που δημιουργήθηκε, τα φιλοβασιλικά κόμματα αποφάσισαν αποχή από τις επικείμενες εκλογές -ο Γ. Παπανδρέου άλλωστε, ως υπουργός Εσωτερικών, είχε φροντίσει για τη θέση σε ισχύ του εκλογικού συστήματος της στενοευρείας περιφερείας, που τους ήταν ιδιαίτερα δυσμενές...- η βενιζελική παράταξη οδηγήθηκε σε αυτές έντονα διαιρεμένη. Και λόγω της υφιστάμενης εκκρεμότητας ως προς τη μορφή του πολιτεύματος αλλά και για τη διαδικασία επίλυσης του ζητήματος. Η υπό τον σοσιαλίζοντα Αλ. Παπαναστασίου αριστερή πτέρυγα του βενιζελισμού, ως ανεξάρτητο κόμμα πλέον με την ονομασία Δημοκρατική Ένωσις (με την οποία συνέπλεαν και πολλοί αντιβασιλικοί στρατοκράτες), ήταν υπέρ της με κάθε τρόπο εγκαθίδρυσης της αβασίλευτης δημοκρατίας, ενώ ο ορθόδοξος βενιζελισμός -και αυτός διαιρεμένος, ανάμεσα στους Φιλελεύθερους και τους Δημοκρατικούς Φιλελεύθερους- είχε πιο μετριοπαθή, ή πιο ασαφή, στάση. Ο ίδιος ο Βενιζέλος, δε, από το εξωτερικό, με συμβουλές του προς την επανάσταση αλλά και προς την παράταξη, προσπαθούσε να αποτρέψει τη βίαιη εν θερμώ μεταπολίτευση... Τελικά, από τις τρεις τάσεις του βενιζελισμού στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1923 υπερίσχυσαν οι πιο μετριοπαθείς και πιστοί στον παραταξιάρχη, ο οποίος έτσι στις αρχές του 1924 επανήλθε στην Ελλάδα και στην πρωθυπουργία με θετική ψήφο και των τριών συνιστωσών της παράταξης. Ο Παπαναστασίου δήλωσε, ωστόσο, πως η υπερψήφιση από τη Δημοκρατική Ένωση της κυβερνήσεως Βενιζέλου είχε το νόημα της εντολής προς τον πρωθυπουργό να αγωνισθεί για την εγκαθίδρυση της αβασιλεύτου. Αλλά η στάση του εθνάρχη ήταν σαφής (και καθόλου ικανοποιητική για τον άλλοτε υπουργό του και ηγέτη ήδη της αριστερής πτέρυγας του βενιζελισμού): Αποκρυσταλλωμένη πρόθεση του ήταν να αποτρέψει την επίλυση του ζητήματος με τρόπο που θα προκαλούσε μακροπρόθεσμα πολιτειακό διχασμό. Διευκρίνισε, λοιπόν, πως -στο δημοψήφισμα που θα διενεργείτο και το οποίο έβλεπε ως ευκαιρία για ανεπηρέαστη έκφραση του λαϊκού φρονήματος- ο ίδιος θα ψήφιζε υπέρ της αβασιλεύτου. Και θα ενημέρωνε, επίσης, την κοινή γνώμη ότι ενδεχόμενη μεταπολίτευση δεν εγκυμονούσε κινδύνους για τη διεθνή θέση της χώρας. Κατά τα λοιπά όμως, υπογράμμισε, θα παρέμενε απλός παρατηρητής της έκφρασης της λαϊκής ετυμηγορίας. Αρνήθηκε, δηλαδή, ρητά να δεχθεί να κάνει προεκλογικό αγώνα υπέρ της πολιτειακής μεταβολής, για να μην ταυτισθεί το νέο καθεστώς με ένα πρόσωπο, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κρίση πολιτειακής νομιμοποίησης, εάν στο μέλλον ο ίδιος, ως άτομο, ως κυβέρνηση ή ως κόμμα έχανε την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού.
Η μεταφορά των αξιωματικών της αποτυχημένης αντεπανάστασης με μεταγωγικό στον Πειραιά. Το λεγόμενο και κίνημα Λεοναρδόπουλου - Γαργαλίδη - Ζήρα επηρέασε σημαντικά τις εξελίξεις προς την κατεύθυνση της κατάργησης της βασιλείας και της εγκαθίδρυσης της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. 

Η αντιπαράθεση μεταξύ Βενιζέλου και Παπαναστασίου οξύνθηκε, συνακόλουθα, ιδιαίτερα τόσο στο Κοινοβούλιο όσο και εκτός αυτού, με το δεδομένο μάλιστα ότι ο εξ Αρκαδίας πολιτικός (που παραδεχόταν ότι ο λαός δεν είχε επαρκώς διαφωτισθεί υπέρ της Δημοκρατίας...) ακολουθείτο και από τους ισχυρούς σπαθοφόρους, δηλαδή αντιβασιλικούς παράγοντες του στρατεύματος, οι οποίοι είχαν συνδέσει τη μοίρα τους με την επιβολή της μεταπολίτευσης. Ο δημιουργός της μεγάλης Ελλάδας, συνακόλουθα, διαπιστώνοντας ότι δεν ελέγχει το στρατιωτικοπολιτικό σύμπλεγμα που αναδείχθηκε μέσα από την επανάσταση του 1922 και ότι αντιμετωπίζει οξύτατη αντιπολίτευση από σημαντικό τμήμα του ευρύτερου βενιζελισμού, αλλά και υφιστάμενος ένα ελαφρύ καρδιακό επεισόδιο, αποφάσισε να αποχωρήσει τόσο από την πρωθυπουργία (χωρίς να έχει συμπληρώσει ούτε ένα μήνα διακυβέρνησης της χώρας) όσο και από την ενεργό πολιτική ζωή και την Ελλάδα. Η αποτυχία της προσπάθειας του προκάλεσε έντονη πολιτική αστάθεια, αφού -παρά την εγκαθίδρυση αβασιλεύτου δημοκρατίας, μέσα από μια ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη ασφαλώς διαδικασία (ψήφο της μονόπλευρης εθνοσυνέλευσης και στη συνέχεια επικυρωτικό δημοψήφισμα με όλο τον κρατικό μηχανισμό στρατευμένο)- η 4η Συντακτική Συνέλευση δεν μπόρεσε να δώσει βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα: Στους λίγους μήνες της ζωής της περιέφερε την εμπιστοσύνη της σε έξι συνολικά πρωθυπουργούς, μεταξύ των οποίων και ο στρατηγός Θ. Πάγκαλος, που κατέλαβε με πραξικόπημα την εξουσία ανατρέποντας βίαια τον προκάτοχο του, γρήγορα δε, μη αρκούμενος στον κοινοβουλευτικό μανδύα, εγκαθίδρυσε και τυπικά δικτατορία. Κυρίως, όμως, οι συνέπειες της αποτυχίας του Βενιζέλου αναδεικνύονται στην πολιτειακή αστάθεια που προέκυψε. Όχι μόνο το μεγαλύτερο αντιβενιζελικό κόμμα, το Λαϊκό, δεν ανεγνώρισε τότε τη νέα πολιτειακή νομιμότητα, αλλά επί μισό ακριβώς αιώνα η πολιτική ζωή του τόπου κυριαρχήθηκε από την εκκρεμότητα αυτή, με αποτέλεσμα τα πολιτεύματα να διαδέχονται τακτικότατα το ένα το άλλο και κανένα να μην αναγνωρίζεται ως νομιμοποιημένο στη συνείδηση της άλλης μισής Ελλάδας. Ο πολιτειακός διχασμός και η απουσία πολιτειακής νομιμοποίησης επρόκειτο να διαρκέσουν, λοιπόν, έως ότου ένας άλλος μεγάλος πολιτικός μπόρεσε να διασφαλίσει στον τόπο αυτό που ο Βενιζέλος δεν κατάφερε 50 χρόνια νωρίτερα: Τη δυνατότητα ο λαός να αποφανθεί με αδιαφιλονίκητη ελευθερία για την επιθυμητή μορφή πολιτεύματος. Τη μεγάλη υστεροφημία του ο Ελ. Βενιζέλος την οφείλει κυρίως στο μεγαλειώδες διπλωματικό του έργο της δεκαετίας του '10. Κάποιοι προσθέτουν και τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις της ίδιας περιόδου, ενώ ορισμένοι αναφέρονται θετικά και στην τόλμη που προϋπέθετε το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930. Λίγοι υπογραμμίζουν, αντίθετα, την εθνωφέλεια της πολιτειακής του φιλοσοφίας, ίσως γιατί μόνο λίγοι την κατενόησαν. Ενώ οι περισσότεροι στέκονται στο ευμετάβλητο των σχετικών απόψεων του. Άλλωστε και ο ίδιος ο Κρητικός ηγέτης τόνιζε: Δύναται να δεχθή τις ότι έχω εντός μου όλας τας ιδέας και τας διαθέσεις του κόσμου... Σύμφωνα δε προς τον πολιτικό του φίλο, συγγραφέα Γ. Θεοτοκά (Αργώ, τ. 2 σελ. 105): Ο βενιζελισμός δεν υπήρξε ποτέ μια κίνηση ιδεών, ούτε και ο Βενιζέλος είναι στοχαστής. Είναι ένα πνεύμα λαγαρό και απλουστευτικό, που δεν θέλει να βγει από τον κύκλο της πρακτικής ζωής και της δημόσιας ωφέλειας, ένας καθαρόαιμος άνθρωπος της δράσης. Επισκέπτεται συχνά τους θεωρητικούς κόσμους, αλλά πάντα με μια πρακτική πρόθεση. Δεν εξυπηρετεί θεωρίες και αρχές. Ζητεί απ' αυτές να τον εξυπηρετήσουν. Τις παίρνει όπου τις βρει, όταν του χρειάζουνται, κι όταν παύσουν να του χρειάζουνται τις αποκηρύττει: βασιλικός ώς τα 1924 και κατόπι δημοκρατικός.... Και όμως, στη σχετική φιλοσοφία του εθνάρχη υπήρχε μια απαρέγκλιτη σταθερά: αυτή της μη πρόκλησης πολιτειακών τριγμών. Ήταν πάντα με την πολιτειακή νομιμότητα ή, τουλάχιστον, επιδίωκε τη μη διχαστική επίλυση του προβλήματος οσάκις προέκυπτε. Έτσι εξηγείται η άρνηση του να ακολουθήσει τη λαϊκή απαίτηση για Συντακτική το φθινόπωρο του 1910. Η άρνηση του το 1917 να ακολουθήσει τους ακραίους της παράταξης του, μετατρέποντας την αντίθεση του προς τον Κωνσταντίνο σε αντίθεση προς τη βασιλεία. Η στάση του, προφανώς, το 1924, που περιγράψαμε, και, βεβαίως, η προσπάθεια του στη 10ετία του '30 να αποτρέψει την αμφισβήτηση της αβασίλευτης δημοκρατίας, έστω και αν, στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση, τόσο τα κίνητρα όσο και οι μεθοδεύσεις του μπορούν ασφαλώς να κριθούν αυστηρότερα. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, υπήρξε υπέρμαχος της πολιτειακής ειρήνης και γαλήνης και ο καθένας μπορεί να φανταστεί ποια θα ήταν η πορεία του τόπου εάν και οι υπόλοιποι σημαντικοί πολιτικοί του αιώνα μας ήταν εξίσου ρεαλιστές, νηφάλιοι και διορατικοί ή, τουλάχιστον, λιγότερο παρορμητικοί και αψίκοροι... Ειδικά σε αυτό το θέμα. 
Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ 1920-1930 7 ΗΜΕΡΕΣ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΑΘΗΝΑ 1999


from anemourion https://ift.tt/35vBs8J
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη