Ο Γιάννης Νεγρεπόντης (Λάρισα, 1930 - Αθήνα, 1991) ήταν ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε σ' ένα μικρό χωριό της Θεσσαλίας, όπου έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Το πραγματικό του όνομα είναι Γιάννης Ξυνοτρούλιας. Νέος ακόμη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο και φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς να πάρει πτυχίο. Σαν ποιητής πρωτοεμφανίστηκε χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Γιάννης Νικολάου, το 1950. Αλλά η επίσημη εμφάνιση του έγινε στα 1958 με το σημερινό του ψευδώνυμο όταν κυκλοφόρησε την ποιητική συλλογή «Πρόσωπα και Χώρος». Ακολούθησαν τα ποιητικά βιβλία «Καθημαγμένοι» (1960), «Ιφιγένεια» (1961), «Δωρήματα» (1963), «Έγκλειστοι» (1965). Ο ποιητής με όλ' αυτά τα βιβλία διατύπωνε τις προοδευτικές, κοινωνικές του αντιλήψεις με γνήσιο λυρικό τόνο, αλλά και μ' απόλυτα σύγχρονη τεχνοτροπία. Για τις ιδέες του αυτές διώχθηκε κατά την περίοδο της φοβερής στρατιωτικής δικτατορίας του 1967. Όταν στα 1971 γύρισε απ' την εξορία, εξέδωσε δυο ποιητικές συλλογές «Άδιον ουδέν έρωτος» και «Φυλάττειν Θερμοπύλες», όπου διοχέτευε τις εμπειρίες του, από την τελευταία περιπέτεια του, μ' έντεχνο, ωστόσο, τρόπο και χωρίς να προκαλεί την αυστηρή λογοκρισία της εποχής. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, στα 1974, ασχολήθηκε για ενα διάστημα με την κριτική παρουσίαση έργων μεγάλων γνωστών λογοτεχνών μας, από το Ραδιόφωνο. Κάποια ποιήματα του έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς συνθέτες μας, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Λ. Κελαδόνης, κι άλλοι.
ΠΡΟΑΙΣΘΗΣΗ
Κάποτε σαν δυο ξένοι θα δίνουμε τα χέρια
κι όλη αυτή η πυρκαγιά
θά'ναι: τα περασμένα,
οι μέρες που περάσαμε μαζί
σχεδόν μια ιστορία τρίτων.
Κανένας ποτέ δε γλιτωσε απ' το χρόνο.
Καταλαβαίνεις τώρα
γιατί κάθε στιγμή μου είμαι αληθινός,
γιατί κάθε στιγμή μου θέλω νάναι αληθινή.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Συνάντηση. Αθήνα, Καλειδοσκόπιο, 2002. Σελ.: 27. / Λίγο μετά τη σιωπή. Αθήνα, Καλειδοσκόπιο, 2001. Σελ.: 59. / Πρόσωπα και χώρος. Αθήνα, Καλειδοσκόπιο, 2000. Σελ.: 85. / Καθημαγμένοι. Αθήνα, Καλειδοσκόπιο, 1999. Σελ.: 86. / Μικροαστικά. Αθήνα, Καλειδοσκόπιο, 1999. Σελ.: 156. / Φυλάττειν Θερμοπύλας. Αθήνα, Καλειδοσκόπιο, 1999. Σελ.: 29. / Δεκαπέντε παραμύθια. Αθήνα, Κέδρος, 1996. Σελ.: 118. / Είμαι Έλλην, το καυχώμαι. Αθήνα, Καστανιώτη, 1993. Σελ.: 205. / Ο φίλος μας ο Αίσωπος. Αθήνα, Κέδρος, 1990. Σελ.: 95. / Οι κατσαρίδες ποτέ δεν πεθαίνουν. Το πούπουλο. Αθήνα, Αίολος, 1986. Σελ.: 82. / Ο γάμος, η διαθήκη και οι έρωτες. Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1981. Σελ.: 214. / Ο κύριος Χι. Αθήνα, Αστάρτη, 1981. Σελ.: 174. / Ο Φλιτ πάει κρουαζιέρα. Αθήνα, Κέδρος. / Ιφιγένεια, 1961 / Δωρήματα, 1963 / Άδιον ουδέν έρωτος, 1971 / Τα καράβια της Αργυρώς, 1976 / Τραγούδια νέγρικα, απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας, μεγαλοαστικά, χιουμοριστικά, λαϊκά το τσίρκο, 1976 / Οι μπόμπιρες, 1979 / Φεμινιστικά, 1981 / Περσεφόνη, 1986 / Ορέστης πυρπολούμενος, 1992 / Έγκλειστοι, 1965 / Ο καθρέφτης και άλλες πρόζες, 1973 / Ένας μπόμπος πολύ αριστερός, 1980 / Το διπλανό δωμάτιο, 1982 / Κάτω από ένα κουνουπίδι, 1981.
![]() |
ΒΑΘΕΙΕΣ ΕΙΝ' ΟΙ ΡΙΖΕΣ
Η αρχή όπως είπαν μερικοί
ή το τέλος κατ' άλλους
ήρθε ένα βράδι πολύ μέσα στ' άλλα
που ανοίγοντας την πόρτα τής κάμαρας του
μές στο σκοτάδι διέκρινε καθαρά
ένα φέρετρο, προορισμένο γι' αυτόν
δήθεν από καιρό.
Ανάβοντας το φως
έμεινε το τραπέζι του
κι' όλα μέσα στο δωμάτιο
σάν να υποκρινόνταν κάποιο ρόλο.
Πέρασαν μερικές μέρες γραφείου
με την ανυπόφορη ενεργητικότητα
όλων των άλλων για ένα παιχνίδι χαμένο
ένα παιχνίδι χωρίς νόημα
που παρακολουθείται πίσω απ' τα τοιχώματα
φέρετρου ερμητικά κλεισμένου
χωρίς να πάψει ούτε για μιά στιγμή
να εκτελεί τα καθήκοντα του σωστά
— ίσως επειδή η δουλειά του ήταν τυποποιημένη.
Σ' ένα φορτοταξί κι όλα τέλειωσαν.
Μερικές κουβέντες οίκτου, έκπληξης και
πόνου συνόδευσαν τη σκηνή
όμως άλλη η οδύνη·
η παγερότητα που σάν αράχνη
ξεκινάει απ' την άδεια καρέκλα
τα καλοξυμένα του μολυβιά
το ντοσιέ του υπό τον βαθμόν
γραφέως β’ παθόντος.
(Για πόσα πράματα πρέπει να φωνάζουμε μ' όλη μας την ψυχή: Κάτω! Κάτω!..)
Αυτός ο τόπος
Κουραστήκαμε. Άλλο δεν μπορούμε
σ' αυτόν τον τόπο εδώ
που η ιστορία αναβλύζει
σε κάθε μας βήμα.
Κι αυτές οι πληγές
που δε λένε να κλείσουν
σε κάστρα, σε ναούς, σε αγάλματα
σε τάφους συλημένους που δε συγχωρούν
σε αγίων εικόνες
μιας θρησκείας παρθένας μαινάδας∙
παντού το πάθος∙ το δέος αυτό
άλλο δεν το μπορούμε.
Τι να καταλάβουν οι άλλοι;
Έρχονται, φωτογραφίζουν, σημειώνουν
φεύγουν, περιγράφουν, ησυχάζουν.
Τι ξέρουν αυτοί απ' τα δικά μας
μ' αυτόν τον τόπο τον ανοικτίρμονα
τον παντοκράτορα, τον αβασίλευτο.
[ΔΩΡΗΜΑΤΑ (1963)]
from anemourion https://ift.tt/3pgzCm5
via IFTTT
