Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Νίκος Εγγονόπουλος υπήρξαν οι δυο μεγάλες φυσιογνωμίε5 του ελληνικού υπερρεαλισμού. Ο πρώτος ήταν ο εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα και ο δεύτερος, με την ποίηση και τη ζωγραφική του, έδωσε ένα έργο στο οποίο αναγνωρίζουμε τις βασικές αρχές του επαναστατικού αυτού κινήματος στην πιο ευτυχή τους πραγμάτωση. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975) γεννήθηκε στη Βραΐλα της Ρουμανίας, γόνος μεγάλης οικογένειας εφοπλιστών καταγόμενων από την Άνδρο, μεγάλωσε στην Αθήνα και εκεί άρχισε σπουδές φιλολογίας. Συνέχισε τις σπουδές του στη Λωζάννη με αντικείμενο αυτήν τη φορά, σχετικό με τις επιχειρήσει του πατέρα του, και μετά στο Λονδίνο, όπου σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία. Όμως, το 1925 πήγε στο Παρίσι κι εκεί έκανε μια μεγάλη στροφή, πρώτα προς την ψυχανάλυση και έπειτα προς τον υπερρεαλισμό. Μια καθοριστική χρονιά στη ζωή του, αλλά και στην πνευματική ζωή του τόπου μας γενικότερα, ήταν το 1935, χρονιά που ο Εμπειρίκος δημοσίευσε την πρώτη υπερρεαλιστική ποιητική συλλογή του «Υψικάμινος», ενώ την ίδια χρονιά άρχισε να ασκεί την ψυχανάλυση. Το 1951 σταμάτησε την ψυχανάλυση του εργασία και έφυγε στο Παρίσι. Γύρισε στην Ελλάδα ξανά το 1953 και μέχρι τον θανατό του έζησε ανάμεσα στην Αθήνα και στην Άνδρο. Ενα από τα βασικότερα έργα του, το πολύτομο μυθιστόρημα «Ο Μέγας Ανατολικός» δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του. (Βλ. βιογραφικά του στο λεύκωμα «Άνευ ορίων, άνευ όρων Ανδρέας Εμπειρίκος», 2001, έκδοση υπουργείου Πολιτισμού, ΕΚΕΒΙ, από τον Ιάκωβο Βούρτση).
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος σε νεανική ηλικία. «Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος». (Φωτ. Μάτση Χατζηλαζάρου). Από το φυλλάδιο «Άνευ ορίων, άνευ όρων - Ανδρέας Εμπειρίκος 2001». Εκδοση ΕΚΕΒΙ.
Το 1935 ο Εμπειρίκος προσπάθησε να κάνει γνωστό τον υπερρεαλισμό στην Αθήνα με μια διάλεξη και επίσης γνωρίστηκε με διάφορους ανθρώπους της Τέχνης, καθώς και νέους ποιητές, όπως ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Νικόλαος Κάλας. Την ίδια εποχή γνωρίστηκε και με τον Νίκο Εγγονόπουλο, ο οποίος ήταν τότε περίπου 26 χρονών και σπούδαζε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών κοντά στον Παρθένη, ενώ παράλληλα θήτευε και στον Κόντογλου.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος, στη Βρετάνη, αρχές της δεκαετίας του ’50. Άρχισε στην Αθήνα σπουδές φιλολογίας, συννέχισε στη Λωζάννη με αντικείμενο σχετικό με τις επιχειρήσεις του πατέρα του και μετά στο Λονδίνο, όπου σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία. Το 1925 πήγε στο Παρίσι και εκεί έκανε τη μεγάλη στροφή: πρώτα προς την ψυχανάλυση και μετά στον υπερρεαλισμό.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε το 1910 στην Αθήνα. Καταγόταν από παλιά αθηναϊκή οικογένεια με ρίζες στην Κωνσταντινούπολη, στην Ύδρα και στην Ήπειρο. Μεγάλωσε στην Αθήνα και από τα δέκα μέχρι τα δεκαοχτώ του φοίτησε σε λύκειο στο Παρίσι. Το 1928 επέστρεψε στην Ελλάδα. Αναγκάστηκε να εργαστεί σε δημόσια υπηρεσία για βιοπορισμό, ενώ παράλληλα άρχισε σπουδές ζωγραφικής. Το 1938 παρουσίασε πίνακές του και δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό «Κύκλος» και την πρώτη ποιητική του συλλογή «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν». Χάρη σε ενέργειες του Δ. Πικιώνη αποσπάστηκε στην αρχιτεκτονική σχολή του Μετσόβιου και εκεί δίδαξε Ιστορία Τέχνης σαν βοηθός και από το 1956 σαν επιμελητής. Τέλος, τον Ιανουάριο του 1967 έγινε καθηγητής Ιστορίας Τέχνης στην έδρα της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Μετσοβίου. Ο Νίκος Εγγονόπουλος εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1954, αλλά απέφευγε να εκθέσει έργα του στην Αθήνα, και η πρώτη ατομική του έκθεση έγινε το 1963. Το 1979 τιμήθηκε με το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης. (Για λεπτομερή βιογραφικά βλ. αφιέρωμα στο περ. «Χάρτης» 25-26,1988).
Μια μεγάλη φιλία
Η φιλία των δύο ανδρών κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής τους. Τα πρώτα χρόνια οι συναντήσει τους ήσαν τακτικότατες, στο σπίτι του Εμπειρίκου. Μανιώδεις αναγνώστες και οι δύο, διάβαζαν μαζί και δώριζαν ο ένας στον άλλο βιβλία. Στη βιβλιοθήκη του Ανδρέα Εμπειρίκου υπάρχει ένα σπανιότατο αντίτυπο της «Αλιπασσιάδας» του Χατζή Σεχρέτ και τα ποιήματα του Villon, δώρα, μεταξύ άλλων, του Νίκου Εγγονόπουλου. Το 1944 ο Εμπειρίκος έκρυψε στο σπίτι του για μεγάλο διάστημα τον Εγγονόπουλο, όταν τον τελευταίο τον ειδοποίησε ο μακρινός συγγενής του Άγγελος Έβερτ, ότι υπάρχει κίνδυνος να τον συλλάβουν οι Γερμανοί.
Από αριστερά: Οδυσσέας Ελύτης, Ανδρέας Εμπειρίκος και Νίκος Εγγονόπουλος με την ευκαιρία της ηχογράφησης σε δίσκους της σειράς «Οι ποιητές διαβάζουν το έργο τους», τον Νοέμβριο του 1964. Είναι ίσως η μοναδική φωτογραφία των δύο ανδρών μαζί, οι οποίοι, όχι μόνο υπήρξαν από τους κυριότερους εκπροσώπους του σουρεαλισμού στην Ελλάδα, αλλά και υπερασπίστηκαν ο ένας τον άλλον, με θέρμη, όταν η πλειονότητα ήταν εναντίον τους. (Από το αρχείο των Εκδόσεων «Αγρα»).
Τα επόμενα χρόνια οι συναντήσεις τους αραίωσαν, χωρίε όμως ποτέ να μειωθεί η φιλία τους. Τα ονόματα των δύο ποιητών πολύ συχνά βρέθηκαν το ένα πλάι στο άλλο, στις στήλες της λογοτεχνικής κριτικής, πολύ περισσότερο από ό,τι άλλων ποιητών, και μάλιστα, την περίοδο της πρώτης τους εμφάνισης, στα τέλη της δεκαετίας του ’30, η γειτνίαση αυτή είχε εντελώς αρνητικό χαρακτήρα και είχε αποκλειστικό στόχο τη διαπόμπευση. Χαρακτηριστικά είναι όσα είπε ο Νίκος Εγγονόπουλος για την περίοδο αυτή σε συνέντευξη:
Φωτογραφία του νεαρού Νίκου Εγγονόπουλου. Όταν επέστρεψε το 1928 στην Ελλάδα, αναγκάστηκε να εργαστεί σε δημόσια υπηρεσία για βιοπορισμό, ενώ παράλληλα άρχισε σπουδές ζωγραφικής. Το 1938 παρουσίασε πίνακές του και δημοσίευσε τα πρώτα ποιηματά του στο περιοδικό «Κύκλος» και την πρώτη ποιητική συλλογή του «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν».
«Όταν το 1939 εκδηλώθηκα στη ζωγραφική και στην ποίηση υπερρεαλιστικά, δημιουργήθηκε σκάνδαλο και γενική κατακραυγή. Δεν μπορώ να πω πως δεν με έθιξαν βαθύτατα. Η βίαιη κακομεταχείριση που μου έγινε ήταν σκληρή και άδικη. Ενας φιλολογικός συνεργάτης εφημερίδας έγραψε: “Εγγονόπουλε, πάψε να βασανίζεσαι και να μας βασανίζεις”. Τα έργα μου τα έβαζαν μόνο γι’ αστεία στα περιοδικά. Τώρα τα βάζουν στα σοβαρά. Με χλεύαζαν στις επιθεωρήσεις. Ένα Σάββατο βράδυ ο Εμπειρίκος μου λέει: “Έλα να πάμε σε μια επιθεώρηση”. Πήγαμε κάπου στην πλατεία Βάθης, στο Περοκέ, νομίζω. Επί σκηνής ήταν δύο τελείως καραφλοί —ξέρετε το περίφημο που είχε πει ο Εμπειρίκος: “Τα μαλλιά της κεφαλής μου είναι γεγονός τετελεσμένον...” —οι οποίοι αντάλλασσαν ασυναρτησίες. Τον ένα τον έλεγαν Δισεγγονόπουλο και τον άλλο Μπιρμπιρίκο!...» (συνέντευξη στο «Νίκος Εγγονόπουλος, Και οι άγγελοι στον παράδεισο μιλούν ελληνικά...», εκδ. Ύψιλον 2000, σ. 91). Σήμερα, σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά τη σημαδιακή εκείνη χρονιά για τη ζωή της ελληνικής ποίησης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γνωριμία των δύο σημαντικών αυτών ανθρώπων είχε τα στοιχεία εκείνα που θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε σε κάθε ειλικρινή φιλία ανάμεσα σε καλλιτέχνες: ενθάρρυνση, γόνιμος διάλογος, συμπαράσταση, πνευματική επικοινωνία. Όμως, εδώ ίσχυσε και κάτι περισσότερο. Βρέθηκαν και οι δυο ενταγμένοι σε μια προσπάθεια επαναστατικοποίησης της τέχνης στην Ελλάδα, που εκφραζόταν μέσα από τις βασικές αρχές του υπερρεαλισμού, του σημαντικού γαλλικού πρωτοποριακού κινήματος που ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1924 από τον Αντρέ Μπρετόν. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος βρήκε στον υπερρεαλισμό μια θεωρία και μια πρακτική για την τέχνη που αντιστοιχούσε στους προβληματισμούς και τις αναζητήσεις του της εποχής εκείνης, που κυρίως είχαν σχέση με την ψυχαναλυτική θεωρία και την έκφραση του ασυνείδητου.
«Ο προπάππος Περραιβός, κρατώντας στο χέρι του την κεφαλή του Ρήγα Φεραίου», του Ν. Εγγονόπουλου, λάδι σε μουσαμά, 1966.
Ο νεότερός του κατά δέκα χρόνια Εγγονόπουλος, ο οποίος γνώρισε τον υπερρεαλισμό χάρη στον Εμπειρίκο, βρήκε επίσης στις αρχές του υπερρεαλισμού μια νέα διάσταση στην τέχνη που του έδινε περισσότερη ελευθερία έκφρασης, όπως έχει εξηγήσει διεξοδικά («Ποιήματα», τ. Α, εκδ. Ίκαρος, σ. 145). Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι δυο φίλοι δεν έπαψαν ποτέ να επικαλούνται τον υπερρεαλισμό, κυρίως σαν κινητήρια δύναμη, στο ξεκίνημά τους. Η σχέση τους με τον υπερρεαλισμό τους επέτρεψε βασικά να βρουν ένα στήριγμα, όχι τόσο για να διαφοροποιηθούν από τις γενικότερες τάσεις της νεωτερικής ποίησης, αλλά από την τρέχουσα τότε αντίληψη για την τέχνη. Tους ενδιέφερε ρητά ο υπερρεαλισμός σαν επαναστατική θεωρία όχι μόνο περί τέχνης, αλλά και ζωής, αφού έβλεπαν την τέχνη σαν μέσο για τη διερεύνηση του ασυνείδητου, και άρα σαν μέσο απελευθέρωσης και ολοκλήρωσης της προσωπικότητας.
Τέχνη και ψυχανάλυση
Το ποιητικό όραμα του Εμπειρίκου, πολύ διαφορετικό από των άλλων συγχρόνων του, ήταν να μεταγγίσει την ποίηση στη ζωή και τη ζωή στην ποίηση, όπως έγραψε στο κείμενο-μανιφέστο «Αμούρ-Αμούρ» (1939). Ήθελε μέσω της τέχνης και της διείσδυσης στο ασυνείδητο να πραγματώσει έναν ενιαίο εαυτό, ικανό να διερευνά τους ορίζοντες της επιθυμίας, του ονείρου και του ασυνείδητου, έναν πραγματωμένο, ολοκληρωμένο εαυτό, ικανό να απολαμβάνει και να συμμετέχει σε ό,τι έχει σχέση με την αγάπη, αλλά προπάντων έναν εαυτό παρηγορημένο, λιγότερο φοβισμένο. Σ’ αυτό το πρόγραμμα ενέτασσε την τέχνη και την ψυχανάλυση. Δεν τον ενδιέφερε να είναι μόνο ένας συγγραφέας αρίστων ποιημάτων, σύμφωνα με κάποια αισθητικά κριτήρια. Την ίδια θεραπευτική πλευρά της τέχνης ενστερνίστηκε και ο Νίκος Εγγονόπουλοε, ο οποίος κατ’ εξοχήν διακήρυσσε ότι η τέχνη πρέπει να παρηγορεί. Η φιλία τους έχει αποτυπωθεί στα κείμενα που έγραψαν ο ένας για τον άλλο. Ο Νίκος Εγγονόπουλος έχει αναφερθεί πολλές φορές στον Ανδρέα Εμπειρίκο, στα σχόλια των ποιητικών του συλλογών, σε ένα ιστορικό κείμενο-διάλεξη για το έργο του στη μεγάλη ατομική του έκθεση το 1963 στο ΑΤΙ και σε διάφορες συνεντεύξεις του, δημοσιευμένες στο βιβλίο «Και οι άγγελοι στον παράδεισο μιλούν ελληνικά», εκδ. Ύψιλον, 2000. Επίσης αναφέρεται ρητά στη σχέση αυτή σε ένα ποίημα, με τίτλο «Ο Βελισσάριος», δημοσιευμένο στην τελευταία ποιητική συλλογή του «Στην κοιλάδα με τους ροδώνες» (1978). Από την πλευρά του ο Ανδρέας Εμπειρίκος έγραψε ένα θρυλικό κείμενο για τον Εγγονόπουλο, με τίτλο «Νικόλαος Εγγονόπουλος ή Το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου», το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Τετράδιο» , αρ. 3 (1945). Γράφει, μεταξύ άλλων: «Θα μιλήσω μόνο σαν θαυμαστής του Νικόλαου Εγγονοπούλου, του μεγάλου ημών ποιητού και ζωγράφου, για να του πλέξω το εγκώμιον και για να του αντάποδώσω με προβολές συναισθηματικής υφής τις βαθύτατα συγκλονιστικές συγκινήσεις που μου δίδει πάντοτε η ποίησίς του. (...) »Και να που στεκόμαστε εμβρόντητοι και καθηλωμένοι. Το γίγνεσθαι συνυπάρχει με το τετελεσμένον. Και το τετελεσμένον εξακολουθεί να γεννά το γίγνεσθαι το άτερμον, κατά τρόπον, που επιταχύνει τον σφυγμόν εκάστου ανθρώπου ευαισθήτου. Πώς κατορθώνει ο Εγγονόπουλος να κάμη αυτό το θαύμα; Θαρρώ πως μόνον ο ψυχοαναλυτής και ο υπερρεαλιστής είναι εις θέσιν να το εννοήσουν και να το εξηγήσουν (...) «Στρέφομαι λοιπόν προς τον ποιητήν και λέγω: »Νικόλαε Εγγονόπουλε, η ώρα της δόξης σου έφθασε προ πολλού και είναι στραβοί ή κακόπιστοι όσοι ακόμη δεν το βλέπουν. »Πόσο μικροί και τιποτένιοι δίπλα σου, όσοι με σάλιο ξεφυλλίζουνε τα εγχειρίδια, τους οδηγούς και τις ποικιλωνύμες θεωρίες, για να βρουν όπλα κι επιχειρήματα για να σε πολεμήσουν...».
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (δεξιά) με τον συγγραφέα Φρουά Γουιτμάν (περ. 1926).
Από την πλευρά του ο Εγγονόπουλος μίλησε με αυτά τα λόγια για τον Εμπειρίκο και για τον υπερρεαλισμό: «Παρήγορο φαινόμενο, μαζί με τον κομμουνισμό, αλλά δεν άλλαξαν τον άνθρωπο. Οι υπερρεαλιστές είναι αυτοί που συγκέντρωσαν τα στοιχεία της της ανησυχίας που υπήρχαν στον δυτικό πολιτισμό και τα κατέγραψαν στο πρώτο μανιφέστο του υπερρεαλισμού, κρατώντας την εμπειρία αυτών των λίγων που είχαν δει σωστά τα πράγματα, όπωε ο Νοβάλιε, ο ποιητής Χαίλντερλιν, ο Λοτρεαμόν, ο Μποντλέρ (...). Εγώ θα είχα απογοητευθεί γρήγορα, αν δεν είχα την ευτυχία να συναντήσω τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Εκείνα τα χρόνια η λεγόμενη γενιά του ’30 προσπαθούσε να επιβληθεί με όλα τα μέσα - αντίθετα ο Εμπειρίκος ήταν ένας άνθρωπος ελεύθερος. Μαζί δώσαμε τις σωστές διαστάσεις του υπερρεαλισμού... Ο υπερρεαλισμός είναι μια μέθοδος σκέψης που, αν τη δεχθείς, πρέπει να υποφέρεις και να ψάξεις - είναι η βαθύτερη συνείδηση της ασυναρτησίας της ζωής, γιατί η ζωή είναι ασυνάρτητη και τίποτα άλλο. Ολα τα κηρύγματα που υπόσχονται την ευτυχία, είναι ντροπής πράγματα!...» (Σπύρος Βέργος, «Η Καθημερινή», 24.7.1977). Αλλού, σε συνέντευξή του το 1976 στην Βεατρίκη Σπηλιάδη λέει: «Ηταν καταπληκτικό μέσα σ’ αυτήν την έρημο του ’30 να έχει βρεθεί ένας άνθρωπος τόσο ευαίσθητος, τόσο καλός. Αλλά όπως κάθε άνθρωπος που φέρεται με ευγένεια και καλωσύνη στους άλλους, ο Εμπειρίκος εξέφραζε τη δική του ζεστή προσωπικότητα. Ελεγα σε κάθε ευκαιρία ότι είμαστε φίλοι με τον Εμπειρίκο, τι έχουμε να μοιράσουμε; Κι εκείνος έφερνε την αντίρρησή του: «Πώς; Μα έχουμε να μοιράσουμε τη φιλία μας...”»( «Και οι άγγελοι...», σ. 99).
Ρενέ Λαφόργκ, ιδρυτικό μέλος και πρώτος προέδρος της νεοσύστατης τότε «Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Παρισίων», με ιδιόχειρη αφιέρωση στον Ανδρέα Εμπειρίκο (Από το αφιέρωμα του ΕΚΕΒΙ «Άνευ ορίων, άνευ όρων - Ανδρέας Εμπειρίκος 2001».
Ο Εγγονόπουλοε αναγνώριζε στον Εμπειρίκο την αρετή και το ήθος του δημιουργού, και δεν έπαψε να τον μνημονεύει μέχρι το τέλος της ζωής του: «Πάντοτε με έθελξαν και με γοήτευσαν και με παρηγόρησαν στη ζωή (να η αποστολή της ποιήσεως!) τα υπέροχα έργα του [Εμπειρικού]. Τα ποιήματά του, καθώς και όλα του τα γραπτά είναι προϊόντα μιας μεγάλης φαντασίας, ενός πάρα πολύ πλούσιου πνευματικού και ψυχικού κόσμου, μιας άψογης όσο και βαθιάς γνώσης του ωραίου και του καλού. («Και οι άγγελοι...», σ. 127). Στην τελευταία του συνέντευξη, είπε: «Α, προ ημερών, διάβασα και μια ιστορία του υπερρεαλισμού! Και εθαύμασα πάλι τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Σκεφτόμουν πως είναι ένας ακόμα κρίκος στην αλυσίδα των Ελλήνων που ό,τι έκαναν ήταν τέλειο. Παπαδιαμάντης, Σολωμός, Παρθένης, Κορνάρος, Κόντογλου, Χορτάτσης, Εμπειρίκος... Ευτύχησα να γνωρίσω και να διδάσκομαι από τρεις απ’ αυτούς: τον Παρθένη, τον Κόντογλου και τον Εμπειρίκο...» ( ό.π., σ. 173). Όμως τα παραπάνω εξέφρασε και σε ένα ποίημα, με τίτλο «Ο Βελισσάριος»: ...έτσι | στους τελευταίους ακριβώς χρόνους της φθίνουσας περιόδου «του ’30» | αναμεσίς | στους φιλόδοξους με τ’ ακαθόριστα σχέδια | τους άγρια λυσσαγμένους —παρ' όλο το ισχνότατο των εφοδίων τους— | για μιαν όσο μπορούσαν πλατύτερη επικράτηση | τους άγουρους —σαλιάρηδες— δια-κονιαρέους και κλέφτες της δόξας | εκίνησε νεώτατος ο Βελισσάριος | παρέα με τον Ανδρέα τον Εμπειρίκο | να δημιουργήση | και να ζήση. Η φιλία των δύο μεγάλων μας ποιητών ήταν αναμφισβήτητα παραδειγματική και διδακτική, αλλά επίσης μας ανακαλεί την πραγματικότητα του ελληνικού υπερρεαλισμού, που ήταν τότε, στη δεκαετία του ’30, υπερρεαλισμός των τριών ή τεσσάρων ποιητών, του ενός ζωγράφου, του ενός φωτογράφου, υπερρεαλισμός χωρίς κίνημα και κινητοποίηση, χωρίς καν ένα περιοδικό. Αυτός ο φτωχός υπερρεαλισμός αποδείχθηκε όμως στις μέρες μας μια από τις πιο πλούσιες σε σημασία, πιο σημαντικές και γοητευτικές σελίδες της λογοτεχνικής ιστορίας μας.
ΦΡΑΓΚΙΣΚΗ ΑΜΠΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ
2002
from anemourion https://ift.tt/3ojF3jT
via IFTTT





