του ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΦΛΩΡΟΥ Προέδρου του Συνδέσμου Εφ. Αξ/κών Βοιωτίας - Δικηγόρου
ΣΥΜΠΟΣΙΟ - Η ΛΙΒΑΔΕΙΑ ΧΘΕΣ, ΣΗΜΕΡΑ , ΑΥΡΙΟ / ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ - ΛΙΒΑΔΕΙΑ : ΔΗΜΟΣ ΛΕΒΑΔΕΩΝ 1997
Κατά τον καιρό της Εθνεγερσίας, η Λεβάδεια υπέστη τα πάνδεινα. Τα κτίριά της πυρπολήθηκαν σε δύο καταστροφικούς εμπρησμούς, οι κάτοικοί της, σε μεγάλο ποσοστό σφαγιάσθηκαν, οι επιζήσαντες πανικόβλητοι και αλλόφρονες την εγκατέλειψαν, και μέχρι τη μάχη της Πέτρας, παντού στην πόλη, βασίλευε η ερήμωση. Μόλις από τις αρχές του 1830 και μετά, άρχισαν κάποιοι να επανέρχονται δειλά - δειλά στις εστίες τους. Συμβόλαια μεταβιβάσεως αστικών ακινήτων του έτους 1834, αναφέρονται στην πώληση «ερειπίων», περιβαλλομένων τριγύρω από «ερείπια» και δίδουν μια αλγεινή εικόνα της ρημαγμένης πόλεως. Ομως, το ίδιο έτος, αν και τα ίχνη της καταστροφής εξακολουθούσαν να είναι φανερά, αρχίζουν μέσα απ’ τα χαλάσματα να
προβάλουν οι πρώτες νεόδμητες οικοδομές, μεταξύ των οποίων δεσπόζουσα θέση κατέχει η Ελληνική Αλληλοδιδακτική Σχολή. Πρόκειται για το πρώτο Δημόσιο Ίδρυμα Δημοτικής Εκπαιδεύσεως της πόλεως. Μερικά χρόνια νωρίτερα, την εποχή του Καποδίστρια, είχε περάσει από τη Λεβάδεια ο Κωνσταντίνος Μεταξάς, ως Έκτακτος Επίτροπος Ανατολικής Ελλάδος. Οι ελάχιστοι, μόλις επανακάμψαντες, κάτοικοι, έσπευσαν να τον υποδεχθούν και παρά τα σοβαρά προβλήματα επιβιώσεως που αντιμετώπιζαν, το μόνο που σκέφθηκαν να ζητήσουν από τον κυβερνητικό αξιωματούχο, ήταν το κτίσιμο ενός σχολείου. Ο Μεταξάς ανταποκρίθηκε στο αίτημα, δεδομένου ότι αυτό ήταν σύμφωνο και με το όραμα του Κυβερνήτη για την ίδρυση σχολείων σε όλες τις πόλεις, και ανέθεσε την κατασκευή του έργου στον Θοδωρή τον Πελεκάνο, έναντι ποσού ανερχομένου σε 1.200 γρόσια. Το έτος 1834, στο οποίο αναφερόμαστε, το σχολείο είναι ήδη έτοιμο, τα 1.200 γρόσια αντιστοιχούν σε 282 δραχμές, αλλά ο Πελεκάνος δεν έχει λάβει ούτε γρόσι, γι’ αυτό και αναθέτει στον Τριανταφύλλου που ταξιδεύει για το Ναύπλιο, να αναζητήσει τον Μεταξά και να επιδιώξει την είσπραξη της οφειλής. Παρ' όλον ότι η πόλη ήταν ερειπωμένη, εν τούτοις, γρήγορα άρχισε να ξαναβρίσκει τους παλαιούς της ρυθμούς. Εχοντας την Αντίκυρα ως επίνειο, ανέπτυξε το εμπόριο, κυρίως στο σιτάρι και το κρασί γι’ αυτό και καθημερινά έσφυζε από ζωή, κατακλυζομένη από ένα πλήθος ξένων, όπως εμπόρους, τεχνίτες, μεσίτες, αγωγιάτες, ναυτικούς. Ομως, ανάμεσα σ’ αυτό το ποικιλώνυμο πλήθος, ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούσε η έντονη παρουσία στρατού. Η Λεβάδεια του 1834 κυριολεκτικώς εστρατοκρατείτο. Είχε περάσει μόλις ένας χρόνος από την έλευση του Όθωνος και η περίφημη Αντιβασιλεία, από τις πρώτες κιόλας ημέρες, κατόρθωσε, ως γνωστόν, να απογοητεύσει το σύνολο των Ελλήνων. Τη δυσαρέσκεια του λαού, συντομως τη διεδέχθη η διαμαρτυρία, εξελιχθείσα σε στάση και καταπνιγείσα από τις 3.500 λόγχες των Ευρωπαίων μισθοφόρων που συνόδευαν τον Άνακτα. Μάλιστα, μετά την εξέγερση του Ναυπλίου, αρκετοί εκ των αγωνιστών της Επαναστάσεως, πέρασαν καταδιωκόμενοι τα σύνορα της Λαμίας και βρήκαν άσυλο στη Θεσσαλία, κοντά στους πρώην εχθρούς τους, τους Τούρκους, ενώ οι εναπομείναντες σκόρπισαν σε διάφορες πόλεις της Στερεάς. Όλα αυτά είναι, λίγο - πολύ, γνωστά από την Ιστορία. Εκείνο που η ιστορική έρευνα δεν έχει επισημάνει αρκούντως, είναι το γεγονός ότι μετά το Μάιο του 1833, οι οπλαρχηγοί εγκατέλειψαν τις πόλεις της Στερεάς, στις οποίες είχαν καταφύγει και συγκεντρώθηκαν στη Λεβάδεια, την οποία κατέστησαν προπύργιο του αγώνος κατά της Αντιβασιλείας. Αίτημά τους ήταν η απομάκρυνση των αντιβασιλέων και η ανάρρηση στο θρόνο του ανηλίκου ακόμη βασιλέως. Το τότε καθεστώς θορυβήθηκε από αυτή την ενέργεια και έδωσε εντολή σε μία στρατιωτική Μονάδα, εδρεύουσα στην Κάρυστο, να κινηθεί κατά της Λεβαδείας, και να συλλάβει τους στασιάσαντες οπλαρχηγούς. Διοικητής αυτής της Μονάδος ήταν κάποιος Μπρονζέτι, καταγόμενος από το Ιταλικό Τυρόλο. Η διαταγή μετακινήσεως ελήφθη το Σεπτέμβριο του 1833 και η στρατιωτική Δύναμη έφθασε στη Λεβάδεια στις αρχές Οκτωβρίου του ιδίου έτους. Ο Μπρονζέτι κατέστρωσε ένα θαυμάσιο επιτελικό σχέδιο επιθέσεως κατά της πόλεως, βασισμένο στον αιφνιδιασμό, αλλά απέτυχε παταγωδώς, διότι, αν και έμπειρος αξιωματικός, αγνοούσε την τακτική του κλεφτοπολέμου. Οι αγωνισταί κατόρθωσαν να διαφύγουν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί και οι Βαυαροί γελοιοποιήθηκαν, καθώς, λαμπροφορεμένοι και πάνοπλοι, ορμούσαν ακάθεκτοι μέσα σε σπίτια, αποθήκες, σταύλους και κοτέτσια, για να ανακαλύψουν τους διωκομένους. Το επεισόδιο αυτό αποτελεί ιστορικά την πρώτη στρατιωτική αποτυχία της Αντιβασιλείας, της οποίας το κύρος έκτοτε αμαυρώθηκε, ο μύθος των αήττητων Ευρωπαίων μαχητών, στις λόγχες του οποίου στήριζε τη δύναμή της, κατέρρευσε και, παραλλήλως, το ηθικό των άλλων Ελλήνων αναπτερώθηκε. Η Μονάδα του Μπρονζέτι, παρά την αποτυχία του αμέσου σκοπού της, εγκαταστάθηκε στη Λεβάδεια και με αποσπάσματα ήλεγχε όλη τη Στερεά, μέχρι του Μαΐου του 1834, οπότε και μετακινήθηκε στο Ναύπλιο. Περί τον Ιούνιο του 1834, εξετέθησαν σε πλειστηριασμό όλα τα «κινητά και φθαρτά κτήματα» της καταργηθείσης Μονής της Θεοτόκου στις Λυκούρες. Η ενέργεια αυτή ενετάσσετο στη γνωστή ευρύτερη προσπάθεια των Βαυαρών, για τη διάλυση των ορθοδόξων μοναστηριών. Τα εκπλειστηριασθέντα αντικείμενα κατακυρώθηκαν, με την υπ’ αριθ. 1263/1016 πράξη του Βασιλικού Επάρχου Λεβαδείας, στο Λάμπρο Φόρτη αντί δραχμών 773, ήτοι ποσού υπερόγκου για την εποχή εκείνη. Αρκεί να θυμηθούμε πως η ανέγερση του πρώτου Δημοτικού Σχολείου της πόλεως στοίχισε μόλις 282 δραχμές, για να αντιληφθούμε ότι «τα κινητά και φθαρτά» της Μονής, δεν αναφέρονται ασφαλώς στα κλινοσκεπάσματα και στις σκούφιες των καλογήρων. Επρόκειτο προφανώς περί λατρευτικών σκευών, εικόνων και αναθημάτων, τα οποία πέρα της «από διαθέσεως αξίας» που τους προσέδιδαν οι πιστοί, πρέπει να είχαν ανεκτίμητη ιστορική και καλλιτεχνική αξία, αλλά και καθαρώς οικονομική, λόγω αυτού τούτου του υλικού κατασκευής. Λαμβανομένου μάλιστα υπ’ όψει του γεγονότος ότι οι χριστιανοί, από σεβασμό, απέφευγαν να συμμετέχουν σε πλειστηριασμούς αντικειμένων λατρευτικής φύσεως, οδηγούμεθα στο συμπέρασμα πώς και το ποσό των 773 δραχμών, θά πρέπει να ήταν ευτελές σε σχέση με την πραγματική αξία των εκπλειστηριασθέντων. Φαίνεται, όμως, ότι η Αντιβασιλεία δεν ενδιεφέρετο τόσο για την είσπραξη χρημάτων, όσο για την αποστέρηση των Μονών από τα απαραίτητα λειτουργικά μέσα, γι’ αυτό, αν και είναι γνωστό ότι το εκπλειστηρίασμα πρέπει να καταβάλλεται την ημέρα διενεργείας του πλειστηριασμού, εν τούτοις παρεσχέθη η ευχέρεια στον πλειοδοτήσαντα να πληρώση το τίμημα τον ...Σεπτέμβριο (!!!) του 1834. Ο Φόρτης παρέλαβε τα εκπλειστηριασθέντα αντικείμενα και αμέσως τα μετεπώλησε αντί του ιδίου ποσού των δραχμών 773 προς τον Αμβρόσιο, τον ηγούμενο της Μονής, ο οποίος και ανέλαβε την υποχρέωση να πληρώσει τις 773 δραχμές, το Σεπτέμβριο, για λογαριασμό του Φόρτη, στο Δημόσιο Ταμείο. Έτσι βλέπομε για μία ακόμη φορά να θριαμβεύει το ελληνικό δαιμόνιο. Επειδή η καταργηθείσα Μονή, στερουμένη πλέον νομικής προσωπικότητος, δεν ήτο δυνατόν να παραστεί στον πλειστηριασμό και να πλειοδοτήσει, χρησιμοποίησε το Φόρτη ως ενδιάμεσο σε μία συμπαιγνία για να μη χαθούν τα ιερά κειμήλια. Εντός του 1834, συνετάγησαν τρία δημόσια έγγραφα, τα οποία μας παρέχουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη ζωή του Βασιλείου Μπούσγου.
- Το πρώτο έγγραφο συνετάγη το Μάιο του 1834 και είναι μία ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Δημοσίου Μνήμονος Λεβαδείας (πρόκειται για θεσμό αντίστοιχο με του σημερινού συμβολαιογράφου), όπου ο Μπούσγος μετέχει ως μάρτυς για την πιστοποίηση της πράξεως. Αυτό το έγγραφο αναφέρει τον Μπούσγο ως «ιδιοκτήτην και κάτοικον εις Δαυλείαν». Ιδιοκτήτης - κατά την ορολογία της εποχής - είναι ο κτηματίας, αυτός που κατέχει αγροτικά ή αστικά ακίνητα, αλλά δεν απασχολείται προσωπικώς με αγροτικές εργασίες. Τα κτήματά του τα καλλιεργούν οι κολλήγοι με τις αρχές της επιμόρτου αγροληψίας ή κάποιοι εργάτες υπό την επιστασία του.
- Το δεύτερο έγγραφο συνετάγη τον Αύγουστο του 1834 και είναι πληρεξούσιο του Μπούσγου προς μία εταιρεία εδρεύουσα στο Ναύπλιο. Εδώ ο Μπούσγος αναφέρεται ως «ταγματάρχης κάτοικος Δαυλείας», δίδει δε την εντολή στην εταιρεία να εισπράξει από την αρμόδια υπηρεσία του Ναυπλίου τους μισθούς του, ως ταγματάρχου, αναδρομικώς από του Ιουνίου του 1834, καθώς και το αντίτιμο ημερησίας τροφής για δύο άλογα. Ο βαθμός του ταγματάρχου εκείνης της εποχής είναι αντίστοιχος του σημερινού συνταγματάρχου και οι αποδοχές του ανέρχονται σε δραχμές 75 μηνιαίως.
- Το τρίτο έγγραφο συντεταγμένο το Δεκέμβριο του 1834, είναι επίσης πληρεξούσιο, στο οποίο ο Μπούσγος αναφέρεται και πάλιν ως «ταγματάρχης κάτοικος Δαυλείας». Με αυτό το έγγραφο ο Μπούσγος ανακαλεί την πληρεξουσιότητα από την εταιρεία του Ναυπλίου και παρέχει νέα προς τον συνταγματάρχη Μακρυγιάννη, κάτοικο Αθηνών, για να εισπράττει τους μισθούς του «εκ της βασιλικής καθέδρας». Η ανάκληση της εντολής και η ανάθεσή της νέας προς το Μακρυγιάννη, οφείλεται προφανώς στη μετακίνηση της πρωτευούσης του νεοσυστάτου κράτους από του Ναυπλίου στην Αθήνα.
Από τα ανωτέρω έγγραφα εξάγονται οι πληροφορίες ότι ο Μπούσγος:
α) Κατά το χρονικό διάστημα από Μαΐου μέχρι και Δεκεμβρίου 1834 αναφέρεται ως κάτοικος Δαυλείας.
β) Από του Μαΐου 1834 φέρεται ως κτηματίας (ιδιοκτήτης),
γ) Από του Ιουνίου 1834 δικαιούται μισθού ως ταγματάρχης. Επίσης δικαιούται και ημερησίως τροφή για δύο άλογα.
Τα ανωτέρω έρχονται σε αντίθεση με την επικρατούσα άποψη, κατά την οποία, το 1834 ο Μπούσγος κατοικούσε στη Λεβάδεια, δυστυχισμένος και πάμπτωχος. Ο Τάκης Λάππας μάλιστα τον περιγράφει ως διαμένοντα σε τρώγλη και ως άτομο που, λόγω της ανεχείας, έχει καταστεί «μισάνθρωπος». Ακόμη, επικαλούμενος προφορική - όπως γράφει - παράδοση, διηγείται ότι κατά τη διέλευση του Όθωνος από τη Λεβάδεια, το Σεπτέμβριο του 1834, ο Μπούσγος απέφυγε να παρευρεθεί στην τελετή της υποδοχής και ότι, παρά ταύτα, ο βασιλεύς μετέβη στο σπίτι όπου ζούσε ο ήρωας, για να τον γνωρίσει. Όλα αυτά δεν συμφωνούν με την εικόνα που μας παρέχουν τα ανωτέρω έγγραφα...
Ανακεφαλαιώνω λοιπόν, τα όσα παρουσίασα στο Συμπόσιο λέγοντας ότι:
Ιον. Το πρώτο μετεπαναστατικό Δημοτικό Σχολείο της Λεβαδείας το έκτισε ο Θοδωρής ο Πελεκάνος και στοίχισε 1.200 γρόσια.
2ον. Η Λεβάδεια υπήρξε το προπύργιο της Στερεάς Ελλάδος στον αγώνα της κατά της Αντιβασιλείας και οι Βαυαροί υπέστησαν σ’αυτή την πόλη, την πρώτη τους στρατιωτική αποτυχία.
3ον. Με συμπαιγνία κληρικών και λαϊκών έγινε προσπάθεια για να διασωθούν οι θησαυροί της Μονής της Θεοτόκου στις Λυκούρες και
4ον. Ο Βασίλειος Μπούσγος, τουλάχιστον κατά το διάστημα από του Μαϊου μέχρι και του Δεκεμβρίου του 1834, δεν ήταν κάτοικος Λεβαδείας, αλλά Δαυλείας, κατείχε δε κτηματική περιουσία και εδικαιούτο αποδοχές «ταγματάρχου».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- ΛΑΠΠΑ Τ.: Ο βασιλιάς Οθωνας στη Βοιωτία. Ρουμελ. Χρονικά, φυλ. 1, 1936.
- ΛΑΠΠΑ Τ.: Λειβαδιά και Λειβαδίτες στο Εικοσιένα. Αθήνα 1971.
- ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ; Απομνημονεύματα.
- NEESER C.: Απομνημονεύματα περί των πρώτων ετών της ιδρύσεως του Ελληνικού Βασιλείου, Κων/πολις 1882.
- ROSS L.: Αναμνήσεις και Ανακοινώσεις από την Ελλάδα (1832-1833), Αθήνά 1976.
from anemourion https://ift.tt/pKT7JWD
via IFTTT