ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Κείμενο : ΜΑΝΟΣ ΧΩΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Πηγή : ΕΛΛΑΔΑ 20ός ΑΙΩΝΑΣ / ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ - ΑΘΗΝΑ : ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ»

Άκου πώς παίρνουν οι αγέρες / χιλιάδων χρόνων τη φωνή! / Μέσα στο λόγο το δικό μου / όλ' η ανθρωπότητα πονεί. (Κώστας Βάρναλης)

Ο Κώστας Βάρναλης είναι ένας εξαίρετος, αισθαντικός ποιητής. Κι ευρύτερα, ένας πολύπλευρος πνευματικός εργάτης: στοχαστικός, ανήσυχος και ρεαλιστής που έχει πάρει τη θέση του -μια πρώτη θέση!- ανάμεσα στις ισχυρές προσωπικότητες της νεοελληνικής γραμματείας. Άσχετα πως μέσα στα πλαίσια της Τέχνης, τοποθετεί ή και αναπαριστά, κάποτε, κοινωνικές εικόνες κι εμπνεύσεις, που προσεγγίζουν στο χώρο της αριστερής ιδεολογίας. Ποτέ, όμως -πρέπει να πούμε- δεν διανοήθηκε να υποδουλώσει ολωσδιόλου την Τέχνη σε πολιτικές σκοπιμότητες όπως έκαναν άλλοι «στρατευμένοι» ομόφρονές του... Ο
Κώστας Βάρναλης πέρ' από αυτό, είχε πλατιά ελληνική αγωγή, ευρεία φιλολογική μόρφωση και εξαιρετικά ανεπτυγμένη αισθητική. Ό,τι ωραίο, ό,τι αρχαίο, ό,τι ελληνικό, ό,τι πνευματικό, ό,τι τελοσπάντων συνιστά και διατηρεί τη σύγχρονη κουλτούρα, είχε αναμφισβήτητα τη θέση του, μέσα στον κύκλο των ενδιαφερόντων του. Κι είναι αυτά ακριβώς που κεντρίζουν διαρκώς την έμπνευση του και σπονδυλώνουν στέρεα το έργο του - σε όλες του τις πλευρές: ποίηση, διήγημα, μελέτημα, κριτική και χρονογράφημα (σ.σ. Ο Κ.Β. άσκησε επαγγελματικά τη δημοσιογραφία με πολλή αγάπη και υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της Ενώσεως Συντακτών).
Η σορός του Βάρναλη οδεύει για την τελευταία κατοικία της.

Ο Κ.Β. είδε το φως της ζωής στον Πύργο της Βουλγαρίας, το 1884 και έκλεισε τα μάτια του στην Αθήνα το 1974, που σήμανε το τέλος μιας ολοζώντανης, δημιουργικής και πολυτάραχης ζωής. Τις εγκύκλιες σπουδές τελείωσε στη γενέτειρα του και στη συνέχεια ήρθε στην Αθήνα όπου σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή για να εργασθεί μετά ως καθηγητής, στον εκπαιδευτικό κλάδο.Από το 1919 ως το 1924 πήγε δύο φορές στο Παρίσι με εκπαιδευτική άδεια και παρακολούθησε αισθητική και παιδαγωγικά. Κι εκεί γνωρίστηκε με την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου, φοιτήτρια τότε της Γαλλικής Φιλολογίας που έγινε, αργότερα, σύζυγος του. Ο Κώστας Βάρναλης σε όλη του τη ζωή ήταν πληθωρικός άνθρωπος. Φύση ανήσυχη, ιδιοσυγκρασία ζωηρή και ανυπόταχτη.
Η τελευταία κατοικία του Κώστα Βάρναλη με το επίγραμμα «Ειρήνη Ειρήνη το βασίλειο της Πανανθρώπινης Φιλίας»

Γι' αυτό και δεν υπήρξε ποτέ οπαδός της ηρεμίας και της αδράνειας, αλλά πάντα δραστήριος και ανυποχώρητος τόσο στο δύσβατο δρόμο της ζωής, όσο και στο σκληρό ανηφόρι της Τέχνης. Το έργο του Βάρναλη είναι ποικίλο. Ποιητικό, πεζογραφικό, κριτικό, αισθητικό. Και ξεχωρίζει -πεζό ή έμμετρο- για τη στέρεα δομή, τη ζωντάνια, τον οξύ σαρκασμό και το τέλειο εκφραστικό ύφος. Όμως, ο προικισμένος συγγραφέας πολλές φορές δεν καταφέρνει να αποφύγει τη νοθεία του καθαρού ανεπηρέαστου λόγου -που γίνεται προφανώς ενσυνείδητα- για εξυπηρέτηση των σκοπών του ιδεολογικού του φρονήματος. Όμως, καλλιεργώντας όλα σχεδόν τα είδη του λόγου ο Βάρναλης -πλατιά συγκροτημένος καθώς ήταν με τα νάματα της αρχαίας ελληνικής παιδείας και τη λεπτή αίσθηση του ωραίου- είχε την ευκαιρία να προεκτείνει το στοχασμό του σε ευρύτερους συγκινησιακούς κόσμους, που θεμελιώνουν στέρεα την καλλιτεχνική δημιουργία. 

Ιδεολόγος

Σαν τεχνίτης με γόνιμο πνεύμα και ευρύ, ο Κώστας Βάρναλης είναι καθολικά αναγνωρισμένος για το πλουσιοπάροχο ταλέντο του και ιδίως για την ξεχωριστή μαστοριά στο σμίλευμα του στίχου. Εξάλλου, ο λόγος του είναι αδρός και αστραφτερός σχεδόν πάντα. Μοναδική η ενάργεια του. Διεισδυτική η παρατήρηση, που καταλήγει συχνά σε καυστική ειρωνεία. Κυρίως, όμως, είναι πλατιά η γνώση του και μεστή η εμπειρία του στη ζωή από το μόχθο και τον πόνο των φτωχών και καταφρονεμένων. Κι όλα τούτα συνυφασμένα και συνταιριασμένα περίτεχνα (στα τραγούδια του, στις μελέτες, στη σάτιρα του) συνθέτουν το άξιο επιβλητικό έργο του, που φέρει ανάγλυφη τη σφραγίδα του —και προβάλλεται πάντα σε περίοπτη θέση— στην προθήκη της νεότερης ελληνικής Γραμματείας. Περνάμε τώρα στην αποκαλυπτική συνέντευξη της αλησμόνητης Έλλης Αλεξίου, με τις άγνωστες και ενδιαφέρουσες πτυχές από τη ζωή του ποιητή (σ.σ. Η Έλλη Αλεξίου πέθανε στις 28-9-88. Τη συνέντευξη αυτή μου την παρεχώρησε το Μάιο του 1982). 

Έλλη Αλεξίου: Βασιλικός ως το κόκαλο ήταν πάντα ο Βάρναλης.

Οι γλυκές θύμησες που με κατακλύζουν πάντα, γύρω από τη μορφή του Κώστα Βάρναλη —του καταπληκτικά ρεαλιστή αυτού φίλου, τεχνίτη, οπαδού και συνεπέστατου σε όλη του τη ζωή με τον εαυτό του και τον άνθρωπο— ξεκινούν από πολύ μακρινά χρόνια, όταν ακόμη ήμουνα κοριτσόπουλο, δεκάξι-δεκαεφτά χρονών. Θυμάμαι το ζεστό εκείνο καλοκαίρι του 1911 που είχα έρθει από το Ηράκλειο στην Αθήνα για να δώσω εξετάσεις στο Αρσάκειο. Και θα το θυμάμαι πάντα, γιατί τότε είχα δει για πρώτη φορά τον αλησμόνητο Βάρναλη. Η αδελφή μου Γαλάτεια με τον Καζαντζάκη —συνεχίζει— κατοικούσαν τότε μακριά από το κέντρο της μικρής πολιτείας, σ' ένα κτήμα του Φλεριανού, όπου ο ίδιος καλλιεργούσε λουλούδια για εμπόριο. Υπήρχε μεγάλη φτώχεια εκείνα τα χρόνια και το ζεύγος Καζαντζάκη έμενε στο ανώγιο μιας τρώγλης του κτήματος, ενώ το. ισόγειο το χρησιμοποιούσε για κατοικία ο κηπουρός. Εκεί φιλοξενήθηκα κι εγώ με τον αδελφό μου Λευτέρη, τότε. Κι εκεί έρχονταν πολύ συχνά διάφοροι συγγραφείς της εποχής για το καθιερωμένο φιλολογικό κουβεντολόι». Από τους τακτικούς επισκέπτες στο «φιλολογικό σαλόνι» των Καζαντζάκηδων η συνομιλήτρια μας θυμάται: «Τον Ιω. Ζερβό που ήταν υπεύθυνος των εκδόσεων Φέξη— και άλλους πολλούς ακόμη θαυμαστούς λογοτέχνες, όπως τον μεταφραστή Νίκο Ποριώτη, τον Κ. Βάρναλη, τον Αυγέρη και τον Κονδυλάκη —που τον συναντούσες κάθε απόγευμα σχεδόν στο γνωστό στέκι του «Σωτήρη» στη Δεξαμενή. Κι εκεί, οι νεότεροι από την έξοχη εκείνη συντροφιά, κουβέντιαζαν ατελείωτες ώρες με πολύ κέφι και άσωστη τρέλα ζωής. Ο Βάρναλης τότε θα 'ταν είκοσι έξι είκοσι επτά χρόνων. Κι ήταν πολύ πατριώτης, βασιλικός ως το κόκαλο και γερμανόφιλος, σε σημείο που με προβλημάτισαν πολύ τα φρονήματα του εκείνα —παρατηρεί η Ε. Αλεξίου — όταν αργότερα πήγε και με «ζήτησε» από τον πατέρα μου. Για την προϊστορία αυτή, του παράφορου τότε αστού και κατοπινού θαρραλέου επαναστάτη, είχα μιλήσει σε φίλες κάποτε και μου είπαν πως δεν έπρεπε να τα πω... Αλλά γιατί; Η αλήθεια πρέπει να λέγεται. Και καθώς βλέπετε, δεν άλλαξα γνώμη». 

Τ' ανέμελα χρόνια της νιότης

Ο δεσμός Αλεξίου-Βάρναλη έπαψε να είναι απλή γνωριμία στα 1912, ένα χρόνο μετά την πρώτη συνάντηση της Δεξαμενής, όταν ο νεαρός ποιητής πήγε και ζήτησε να την παντρευτεί από τον πατέρα της, στην Κρήτη.
Σκίτσο του ζωγράφου Γ. Γουναρόπουλου στο βιβλίο «Το φως που καίει: του Κώστα Βάρναλη.

Ο Βάρναλης είχε προσκληθεί τότε από τους Καζαντζάκηδες για να παραθερίσει μαζί τους στο Κρώσι. Είχε πάει με τον Αυγέρη κι έσμιξαν όλοι τους, σε μια γλυκιά, αξέχαστη συντροφιά εκείνο το καλοκαίρι. Ζούσαμε κυριολεκτικά σαν παιδιά, έχει να πει η Λιλίκα. Την ημέρα γράψανε όλοι τους ποιήματα και σάτιρες και εκείνη έπλεκε μια δαντελίτσα. Στο Κρώσι, συμβιούσαν όλοι τους στη συντροφιά όσο κρατούσε η μέρα, αλλά τη νύχτα η Λιλίκα και ο Λευτέρης δεν κοιμόντουσαν στο ίδιο σπίτι. Η Έλλη Αλεξίου δικαιολογεί το διαχωρισμό: Μικρό χωριό ήταν, γεμάτο συγγενείς και θα οργίαζε το κουτσομπολιό... Γι' αυτό ο Βάρναλης και ο Αυγέρης έμεναν στον Καζαντζάκη, ενώ η Λιλίκα κι ο Λευτέρης στη θεία τους, την Καλλιώ. Έσμιγαν κάθε μέρα και στις 6 το απόγευμα «κοβόταν» η δουλειά για να κατέβουν όλοι μαζί στον κάμπο στο αλώνι, όπου χαιρόντουσαν -παίζοντας ως αργά- τα γλυκά κι ανέμελα εκείνα χρόνια της νιότης.
7.12.1974. Ο Κ. Βάρναλης αφήνει αυτό τον Κόσμο. Πλήθος λαού, ανώνυμος και επώνυμος παρακολουθεί την κηδεία του.

— Τι έπαιζαν; Το «Λύκο και το αρνί», «Περνά περνά η μέλισσα» και άλλα. Κι είναι χαρακτηριστικό πως ο Καζαντζάκης, που έβρισκε κάπως ανόητες τις ερωταποκρίσεις του παιχνιδιού: «Λύκος ή αρνί», για το σχηματισμό των αντιπάλων ομάδων (όπως το θέλει η διαδικασία του παιχνιδιού) τις είχε τροποποιήσει έτσι: «Παλαμάς ή Σολωμός» και «Μπετόβεν ή Μότσαρτ». Αλησμόνητοι έμειναν πάντα στη μνήμη της Έλλης Αλεξίου οι μακρινοί περίπατοι της συντροφιάς τότε προς το έξοχο μοναστήρι της «Κυράς της Παναγιάς», που βρίσκεται 20-25 χιλιόμετρα από το Κρώσι.
Κινούσαν, πρωί-πρωί, καβάλα σε μουλάρια και ύστερα από μια θεσπέσια διαδρομή ανάμεσα σε δροσερά πλατάνια, κάθε λογής βλάστηση και τρεχούμενα κελαριστά νερά, κοντά μεσημέρι, έφταναν στο παλιό μοναστήρι που είναι γαντζωμένο σαν βίγλα στη δασωτή πλαγιά του στητού βουνού. Ήταν αληθινά μαγευτική η θέα από 'κει πάνω καθώς χιλιάδες χελιδόνια πετούν χαμηλά πάνω από το κεφάλι του επισκέπτη, μπαινοβγαίνοντας στις φωλιές τους και τιτιβίζοντας φλύαρα το αιώνιο τραγούδι του έρωτα. 

Τη ζήτησε από τον πατέρα της

«Ωστόσο ο Βάρναλης, πάντα ωραίος συζητητής, χιουμορίστας και ευφυέστατος, ξεχώριζε στη συντροφιά κι ήταν φανερό ότι με πρόσεχε ιδιαίτερα», λέγει η Έλλη Αλεξίου, αλλά η ίδια δεν ήξερε καλά καλά τι πράγματι σκεπτόταν γι' αυτήν. «Δε μου είχε πει λέξη ως τότε», λέγει και προσθέτει: «Μου άρεσε βέβαια ο Κώστας από τη πρώτη στιγμή που τον είδα, αλλά μου φαινόταν σαν άπιαστο όνειρο. Και στιγμές στιγμές συλλογιόμουνα πως δεν έπρεπε να διατηρώ από τη φιλία αυτή σοβαρές προσδοκίες. Ήταν πολύ σπουδαίος και δεν φανταζόμουνα πως θα μπορούσε να γίνουμε κάποτε ζευγάρι.
Η γυναίκα του Βάρναλη υποβασταζόμενη, συνοδεύει στην τελευταία κατοικία του το μεγάλο ποιητή.

Μα, ξαφνικά ένα βράδυ που είμασταν πάλι με την ίδια συντροφιά κι όπου είχε ανάψει το γλέντι —καθώς είχαμε βρεθεί, εγώ κι ο Κώστας, πλάι πλάι— έσκυψε και μου είπε:
— Αν σε ζητούσα από τον πατέρα σου, θα δεχθείς; 
Στην αρχή έμεινα άναυδη, αλλά προσπάθησα να κρύψω τη συγκίνηση μου κι ίσα που κατάφερα να του απαντήσω. 
— Θα το μετανιώσεις αύριο... και για να μη θεωρήσει για άρνηση την πρόβλεψη μου, έσπευσα να προσθέσω: Μη στεναχωριέσαι για την πρόταση σου. Το πρωί κιόλας θα την έχω ξεχάσει. Άλλωστε αυτή την ώρα μιλάει το κρασί... 
— Μα, εγώ δεν πίνω ποτέ κρασί. Κι ήπια, απόψε για να σου μιλήσω —ήταν η απάντηση του. 

«Διάλογος με την Παναγιά»

Πέρα απ' αυτό, όμως, παρακαλούσα την «Κυρά-Παναγιά» να με φωτίσει αν θα ήταν για το καλό μου η αποδοχή της πρότασης. Είχαμε αποκαταστήσει ένα μυστικό «διάλογο» οι δυο μας, η Παναγιά κι εγώ, και θυμάμαι που τα λέγαμε κάθε τόσο». Την άλλη μέρα ο Βάρναλης συνάντησε πράγματι τον πατέρα της Λιλίκας και τα είπαν. Όμως ο Στέλιος Αλεξίου αρνήθηκε να του δώσει την κόρη του, λέγοντας του ότι σπουδάζει δύο παιδιά στην Αθήνα και δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει και θέμα γάμου εκείνη την εποχή. Μπορεί να τα ξανακουβεντιάσουμε, του είπε, μετά 3-4 χρόνια, αφού άλλωστε είστε μικροί και οι δύο τώρα. (σ.σ. Ο Στέλιος Αλεξίου, πρέπει να σημειώσουμε, διατηρούσε εκδοτικό οίκο στο Ηράκλειο τότε. Ήταν εκδότης της εφημερίδας «Εβδομάς» (1880) και του οφείλεται η πρώτη έκδοση του «Ερωτόκριτου». Αργότερα, μάλιστα, με τον αξέχαστο ευπατρίδη συνάδελφο Γιάννη Κοκκινάκη —στην εποχή του Διχασμού, το 1917— εξέδωσαν μαζί την εφημερίδα «Εθνική Άμυνα», που τάχθηκε, όπως αποκαλύπτει ο τίτλος της, με την πλευρά του Εθνάρχη). Ωστόσο, μετά την άρνηση του πατέρα της Αλεξίου να συγκατατεθεί στο γάμο της κόρης του, τότε, άρχισε ευθύς μια φλογερή και τακτικότατη αλληλογραφία μεταξύ του δασκάλου Κώστα Βάρναλη και της νεαρής φοιτήτριας Λιλίκας. Δυστυχώς, όμως, τα γράμματα αυτά -ένα ολόκληρο συρτάρι γεμάτο- που λάβαινε η ερωτευμένη κοπέλα, μέσω της εξαδέλφης της, Φωφώς Αλεξίου, χάθηκαν όλα... Τα έριξε στα σκουπίδια η καμαριέρα του σπιτιού κάμποσα χρόνια μετά, όταν πια η Έλλη Αλεξίου είχε εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα. Πού να φαντασθεί η απλοϊκή γυναίκα πως τα γράμματα εκείνα έκλειναν μέσα τους ένα μεγάλο κομμάτι από τη ζωή δύο ονομαστών ανθρώπων που συνδέθηκαν -για τέσσερα χρόνια- με δυνατό αίσθημα, αλλά που δεν θέλησε τελικά η μοίρα να γίνουν μόνιμοι σύντροφοι στη ζωή. 

«Χωρίσαμε από 'να τίποτα...»

Ο Κώστας και η Έλλη χώρισαν κάποιο βροχερό απόβραδο στα 1917, από 'να τίποτα. Κάτι θέλησε να του πει η Λιλίκα, αλλά εκείνος καθώς βαριάκουε —λέγει η ίδια — δεν άκουσε κι έφυγε. Η Λιλίκα, από την άλλη μεριά, δεν τον συγχώρεσε κι έκανε καιρό να τον δει ή σωστότερα, απέφυγε. Ωστόσο την είχε εκνευρίσει και το γεγονός ότι ο δεσμός αυτός δεν φαινόταν πως μπορούσε να έχει καλό τέλος. Και λίγο καιρό πριν, του το είπε ξεκάθαρα:
Σκίτσο του ζωγράφου Γ. Γουναρόπουλου στο βιβλίο «Το φως που καίει» για τα 90 χρόνια του Κώστα Βάρναλη.

— Η τακτική σου στο θέμα του δεσμού μας κατάντησε ένα αιώνιο ζιγκ-ζαγκ... 
Εκείνος θεώρησε τότε ότι η παρατήρηση αυτή της Λιλίκας ήταν υπαγορευμένη από τον Αυγέρη και της απάντησε: 
— Ο Αυγέρης σου έκανε μάθημα για να χωρίσουμε, τόνισε αναστατωμένος. Ξέρω καλά —επέμενε ο Βάρναλης— αυτό τα ζιγκ-ζαγκ μόνον αυτός συνηθίζει να το λέει. 
Από τότε ρίζωσε μεταξύ τους η πρώτη ψυχρότητα. Και τη δικαιολογεί η Αλεξίου: «Τέσσερα ολόκληρα χρόνια μαζί, ποτέ δεν ανταμώσαμε μόνοι. Μήτε ποτέ φιληθήκαμε. Αλλ' ούτε και το χέρι μου δεν είχε ποτέ φιλήσει...». Παρά ταύτα, ένα Σάββατο βράδυ —ίσως το τελευταίο πριν χωρίσουμε οριστικά— προσπάθησα να τον πείσω πως οι υποψίες του, για το ρόλο του Αυγέρη, ήταν τελείως αβάσιμες. Αλλά εκείνος ήταν αμετάπειστος. Ελάχιστες κουβέντες πρόφερε εκείνο το βράδυ. Ήταν, όμως, πολύ ωχρός και τον λυπήθηκα. Έτσι επέμενα να του εξηγήσω: 
— Σ' ορκίζομαι πως δεν είδα καθόλου τον Αυγέρη. Έδειχνε όμως τόσο πικραμένος που δεν άκουγε. Δεν ήθελε και να ακούσει και έφυγε. 
Υστερα από δύο μήνες μου έστειλε ένα φίλο του, τον δικηγόρο Μητρόπουλο, για μεσολαβητή. 
— Τώρα είναι αργά πια, του είπα και πέστου το... 
Του το είπε, έμαθα αργότερα και χωρίς άλλη προσπάθεια κι οι δυό μας —χωριστά ο καθένας— αποδεχθήκαμε τελικά τη μοίρα μας». 

Λατρεία στη φύση

Ο Κώστας Βάρναλης —όπως τον σκιαγραφεί σαν άνθρωπο η Λιλή Αλεξίου— ήταν ο τύπος του καταπληκτικά ρεαλιστή, του φίλου ανθρώπου, τεχνίτη, οπαδού. Κι ήταν πάντα απόλυτα συνεπής με τον εαυτό του. «Ό,τι πιστεύω είναι ό,τι αγαπώ» έλεγε συχνά ο ίδιος. Ο Κώστας Βάρναλης ήταν ίδιος κι απαράλλακτος όλα τα χρόνια. Άνθρωπος που αγαπούσε με φανατισμό τη φύση. Οταν τύχαινε να τον δει κανείς στην επαφή του με τη θάλασσα, θαρρούσες κι ήτανε ψάρι. Έμοιαζε πράγματι «υδρόβιο ον» που ζούσε στο φυσικό του περιβάλλον. Κι όταν ξαπλωνόταν στην αμμουδιά, μετά το μπάνιο, λες κι ήταν «ζώο», που λιαζόταν ακούνητος με τις ώρες... Τέτοιες στιγμές στο βουνό ή τη θάλασσα κι έξω από την πόλη, αποτραβιόταν από τις συντροφιές και δεν μίλαγε σε κανέναν. Αφουγκραζόταν μονάχα τους ψιθύρους του δάσους, το άγριο σφύριγμα του ανέμου ή την απόλυτη σιγή του φθινοπωριάτικου δειλινού σε κάποιο γαλήνιο ακροθαλάσσι και μεθούσε από ψυχική αγαλλίαση, απολαμβάνοντας τις μοναχικές και μοναδικές αυτές ώρες του στοχασμού και της ρέμβης. 

Σατιρικός ποιητής

Στην ποίηση και στα ερωτικά του Βάρναλη, βλέπουμε και ζούμε τον έρωτα του. Ο ποιητής δεν πλάθει όνειρα. Κι ούτε γίνεται συνήθως ρομαντικός. Γι' αυτό και το έργο του, ουσιαστικά, είναι σατιρικό. Ποτέ δεν καμάρωνε σαν τεχνίτης. Ένιωθε πάντα σαν άνθρωπος προς άνθρωπο. Έτσι τον Σωκράτη τον βλέπει ως άνθρωπο, ο άνθρωπος. Και την Πηνελόπη το ίδιο. Ο Βάρναλης βλέπει γύρω όλους και όλα με σατιρικό βλέμμα, γιατί είναι κατ' εξοχήν σατιρικός ποιητής. Τη γυναίκα την παρουσιάζει με σάτιρα. Και τους φίλους του, το ίδιο. Έβλεπε πάντα τα κωμικά τους στοιχεία και αυτά συγκρατούσε. Έτσι, ο Κ.Β. ήταν θαύμα κεφιού στην παρέα. Πάντα γεμάτος κέφι και καυστική σάτιρα για τους τριγυρινούς του και τον ευρύτερο χώρο των ανθρώπων της Τέχνης. «Πάντα στις συντροφιές του, έχοντας το ταλέντο να ανακαλύπτει τα σημεία που μπορούσαν να γίνουν γέλιο, ήταν πάντα για όλους ανεξάντλητη πηγή κεφιού, ευθυμίας και έτοιμος κάθε στιγμή για μια καυστική απάντηση. Κάποτε επί χούντας -θυμόταν η Έλλη Αλεξίου- τον είχαν καλέσει στην Αστυνομία. Κι η πρώτη ερώτηση στην εξέταση που του έκαναν ήταν: «Πού διαμένετε;». Και η απάντηση: «Αφού δεν ξέρετε, πώς ήρθατε και με βρήκατε;». Κι όταν πάλι -σε παρόμοια περίπτωση- είχε ερωτηθεί: «Ποιο είναι το πολιτικό σας πιστεύω;» ο Βάρναλης δεν δίστασε -δεν δίστασε ποτέ- κι είπε: «Πολύ ανιαροί είσθε. Όλο τα ίδια ρωτάτε. Σας το 'πα μια φορά και φθάνει: είμαι κομμουνιστής». 

Ασυγκράτητος στον έρωτα...

Ο Βάρναλης ήταν άνθρωπος πληθωρικός, γλεντζές, ανοιχτόκαρδος που ζούσε ρεαλιστικά το σήμερα, χωρίς μεταφυσικές ανησυχίες. Κύριο χαρακτηριστικό του η αγάπη του για τη γυναίκα και μολονότι δεν του έλειψε ποτέ, διψούσε πάντα για έρωτα. Και πιο αξιοσημείωτο ακόμη, ότι πολλές φορές δεν δίστασε να δρέψει τους ερωτικούς καρπούς, έστω και αν χρειαζόταν γι' αυτό «ριψοκίνδυνη» τόλμη ή και βίαιη συμπεριφορά. Έτσι κάποια μέρα χτύπησε την πόρτα του σπιτιού του μια κορασιά, νέα ποιήτρια τότε, θαυμάστρια του. Ανύποπτη η κοπέλα -όπως της άνοιξε ο Βάρναλης- πέρασε στο δωμάτιο του, έχοντας μαζί της και μια συλλογή ποιημάτων για να τα κρίνει ο δάσκαλος.
Κάθισε συνεσταλμένα σ' έναν καναπέ και είπε με σεβασμό στον ποιητή: 
— Ονομάζομαι Αθανασία Μ. και είμαι... 
Τη διέκοψε, όμως, ο Βάρναλης, πριν τελειώσει τη φράση της κι ασυγκράτητος καθώς ήταν, έπεσε πάνω της και τη φιλούσε με πάθος... Η νεαρή ποιήτρια τα 'χάσε... Ντράπηκε και με όλη τη δύναμη της προσπαθούσε να τον συγκρατήσει. 
— Επιτέλους, τι πάθατε, κ. Βάρναλη, διαμαρτυρόταν η κοπέλα, σχεδόν τρομοκρατημένη... 
Kι εκείνος, θέλοντας να δικαιολογήσει το φέρσιμο του της εξήγησε: «Κοριτσάκι μου, σε όλη μου τη ζωή την Αθανασία ζητούσα!...». 

Ο «γάτος Βάρναλης»...

Μια άλλη φορά, ο Βάρναλης που, καθώς είναι γνωστό, είχε την ικανότητα να ανακαλύπτει πού υπήρχε καλό βαρελίσιο κρασί, ξεκίνησε ένα βράδυ με τον μουσικό φίλο του Προκοπίου, για κάποια «εγγυημένη» ταβέρνα στην Πειραϊκή. Λίγο πριν φθάσουν εκεί συνάντησαν ένα νεογέννητο κλαψιάρικο γατάκι, που μπουσούλαγε στη μέση του δρόμου αναζητώντας προστασία... Ο Προκοπίου το λυπήθηκε -όπως αφηγήθηκε αργότερα ο Βάρναλης στον Αυγέρη- και το «μάζεψε». Το 'βαλε στην τσέπη του αλλά ο Βάρναλης διαμαρτυρήθηκε: θα γυρίσω πίσω, απείλησε. Είναι δυνατόν να πάμε στην ταβέρνα με το γατί στην τσέπη; Αδύνατο... Μπρος στην απειλή αυτή, ο Προκοπίου αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει στο ίδιο μέρος και -για να ολοκληρωθεί το ανέκδοτο- έτυχε στην επιστροφή να το βρουν πάλι εκεί, οπότε ο Προκοπίου το πήρε αυτή τη φορά μαζί του, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα στον Βάρναλη: 
— Ξέρεις, Κώστα, η μάνα μου αγαπάει πολύ αυτά τα ζωντανά κι έχουμε 12 γάτους στο σπίτι! 
— Τι λες αθεόφοβε; 
— Ναι. Και ξέρεις κάτι ακόμη; 
— Τι; 
— To πιο μικρό απ' όλα τα γατιά είναι αρσενικό και το λέμε «Βάρναλη». 
— Και γιατί αυτή η τιμή σε μένα; ρώτησε με προφανή ειρωνεία ο ποιητής. 
— Γιατί, απλώς, είναι μόλις τριών μηνών και πασχίζει να «π…. » και τη μάνα του. 
Τελειώνω το πορτραίτο του Κώστα Βάρναλη με ένα από τα δημοφιλέστερα ποιήματα του: «Οι μοιραίοι». Πρωτοδημοσιεύθηκε το 1921 και πέρασε πολύ σύντομα από στόμα σε στόμα σαν πιστή έκφραση μιας οικτρής αφιασίδωτης εικόνας της φτωχολογιάς. Αληθινής ολοζώντανης και πολύ ζοφερής, συνθεμένης με τη σκληρή, ανελέητη μοίρα των ανθρώπων που ζουν σκυφτοί, δειλοί και άβουλοι και ζητούν να πνίξουν τον πόνο τους σε ένα ποτήρι κρασί, «Μες στην υπόγεια την ταβέρνα». 

Οι μοιραίοι

Μες στην υπόγεια την ταβέρνα, / μες σε καπνούς και σε βρισιές / απάνου στρίγγλιζε η λατέρνα). / όλη η παρέα πίναμε εψές - / εψές, σαν όλα τα βραδάκια, / να πάνε κάτου τα φαρμάκια. // Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο / και κάπου εφτυούσε κατά γης / ω! πόσο βάσανο μεγάλο / το βάσανο είναι της ζωής! / Όσο κι ο νους αν τυραννιέται, / άσπρην ημέρα δε θυμιέται! // (Ήλιε και θάλασσα γαλάζα / και βάθος του άσωτου ουρανού / ω! της αυγής κροκάτη γάζα, / γαρούφαλα του δειλινού, / λάμπετε-σβήνετε μακριά μας, / χωρίς να μπήτε στην καρδιά μας!) // Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα / παράλυτος - ίδιο στοιχειό· / του άλλου κοντόημερη η γυναίκα / στο σπίτι λυώνει από χτικιό· / στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη / κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι. // — Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! / — Φταίει ο θεός που μας μισεί! / — Φταίει το κεφάλι το κακό μας! / — Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί! // Ποιος φταίει; Ποιος φταίει; -κανένα στόμα / δεν τόβρε και δεν τόπε ακόμα. // Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα / πίνουμε πάντα μας σκυφτοί / σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα, / όπου μας εύρει, μας πατεί. / Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα / προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμμα! 

Στο «Φως που καίει» χωρίς αμφιβολία περιλαμβάνονται μερικά από τα καλύτερα νεοελληνικά ποιήματα, που είχαν προκαλέσει απερίγραπτο ενθουσιασμό στους κριτικούς της εποχής, όταν εκδόθηκαν πριν από 70 χρόνια — το 1922. Ο Ι, Μ. Παναγιωτόπουλος, αίφνης, χαρακτηρίζει τη συλλογή αυτή ως «έργο μεγάλης φιλοσοφικής πνοής και ικανής ιδεολογικής αξίας». «Το φως που καίει», έχει βαθιά δραματικό χαρακτήρα —φιλοσοφικό— κοινωνικής και σατιρικής μορφής. Είναι τονισμένο περίτεχνα, σε υψηλό λυρικό τόνο και συνθεμένο μαστορικά, με σπάνιο ποιητικό οίστρο. Η αγάπη του για τη θάλασσα είναι άσωστη και μοναδικό το τραγούδισμά της: 

Να σ' αγναντεύω θάλασσα 
Να σ᾿ αγναντεύω, θάλασσα, νὰ μὴ χορταίνω / ἀπ᾿ τὸ βουνὸ ψηλὰ / στρωτὴ καὶ καταγάλανη καὶ μέσα νὰ πλουταίνω / ἀπ᾿ τὰ μαλάματά σου τὰ πολλά. // Νά ῾ναι χινοπωριάτικον ἀπομεσήμερο, ὄντας / μετ᾿ ἄξαφνη νεροποντὴ / χυμάει μὲς ἀπ᾿ τὰ σύνεφα θαμπωτικὰ γελώντας / ἥλιος χωρὶς μαντύ. // Νὰ ταξιδεύουν στὸν ἀγέρα τὰ νησάκια, οἱ κάβοι, / τ᾿ ἀκρόγιαλα σὰ μεταξένιοι ἀχνοὶ / καὶ μὲ τοὺς γλάρους συνοδιὰ κάποτ᾿ ἕνα καράβι / ν᾿ ἀνοίγουν νὰ τὸ παίρνουν οἱ οὐρανοί. // Ξανανιωμένα ἀπ᾿ τὸ λουτρὸ νὰ ροβολᾶνε κάτου / τὴν κόκκινη πλαγιὰ χορευτικὰ / τὰ πεῦκα, τὰ χρυσόπευκα, κι᾿ ἀνθὸς τοῦ μαλαμάτου / νὰ στάζουν τὰ μαλλιά τους τὰ μυριστικά. // Κι᾿ ἀντάμα τους νὰ σέρνουνε στὸ φωτεινὸ χορό τους / ὡς μέσα στὸ νερὸ / τὰ ἐρημικὰ χιονόσπιτα-κι᾿ αὐτὰ μὲς στ᾿ ὄνειρό τους / νὰ τραγουδᾶνε, ἀξύπνητα καιρό. //Ἔτσι νὰ στέκω, θάλασσα, παντοτεινὲ ἔρωτά μου / μὲ μάτια νὰ σὲ χαίρομαι θολὰ / καὶ νά ῾ναι τὰ μελλούμενα στὴν ἅπλα σου μπροστά μου, / πίσω κι᾿ ἀλάργα βάσανα πολλά. // Ὡς νὰ μὲ πάρεις κάποτε, μαργιόλα σύ, / στοὺς κόρφους σου ἀψηλά τους ἀνθισμένους / καὶ νὰ μὲ πᾶς πολὺ μακρυὰ ἀπ᾿ τὴ μαύρη τούτη Κόλαση, / μακρυὰ πολὺ κι᾿ ἀπὸ τοὺς μαύρους κολασμένους .... 

Ο Βάρναλης είχε γνωρίσει πολλές τιμές και ξεχωριστές διακρίσεις για το έργο του, όσο ζούσε. Το 1934, είχε κληθεί, τιμητικά, στη Μόσχα από το προεδρείο των Σοβιετικών συγγραφέων και παρακολούθησε το συνέδριο τους. Το 1959, τιμήθηκε με την απονομή του βραβείου Λένιν για την ειρήνη. Το 1956 γιορτάστηκαν στο κινηματοθέατρο «Ιντεάλ» τα «φιλολογικά» 50χρονα του. Κορυφαία εκδήλωση τιμής για τον Βάρναλη, ήταν αυτή της Ενώσεως Συντακτών που δεν μπόρεσε να χαρεί ο ίδιος από κοντά, αφού ήταν κρεβατωμένος από καιρό. Η εκδήλωση αυτή είχε προγραμματισθεί για τις 16 Δεκεμβρίου 1974 —λίγο μετά τη μεταπολίτευση— στο θέατρο «Αλίκη» όπου επρόκειτο να του απονεμηθεί χρυσό μετάλλιο και δίπλωμα τιμής, σε ειδική περγαμηνή. Πάνω από 5.000 φίλοι και θαυμαστές του ποιητή είχαν συγκεντρωθεί στην αίθουσα του θεάτρου και στον εξωτερικό χώρο, μπροστά από αυτό, αναμένοντας μάταια να χειροκροτήσουν τον προσφιλή «Δάσκαλο», όπως τον προσφωνούσαν, όλοι. Αργότερα, ακούστηκε από τα μεγάφωνα ότι: αρρώστησε ο τιμώμενος ποιητής και παρά τη μεγάλη επιθυμία του, δεν θα μπορούσε να παραστεί... Μουδιασμένο το πλήθος άκουσε στην αρχή την απρόσμενη ανακοίνωση και μετά ανήσυχο, ρωτούσε να μάθει για την αρρώστια του ποιητή. Λίγο αργότερα, η επιτροπή του εορτασμού έστειλε το μετάλλιο και το δίπλωμα στο σπίτι του Βάρναλη, αλλά ο ίδιος με βαριά και γοργή ανάσα, έμοιαζε πια να πορεύεται εκτός του κόσμου τούτου... Έτσι, δεν μπόρεσε να γευτεί αυτή τη στερνή χαρά. Και δυο ώρες, αργότερα —στις 8 το βράδυ— έκλεισε για πάντα τα μάτια του στο φως της ζωής... Δύο μέρες, μετά (18 Δεκεμβρίου '74) έγινε η κηδεία του στο Α' Νεκροταφείο. Τον ξεπροβόδισαν ως την τελευταία κατοικία του, χιλιάδες Αθηναίοι κι ανάμεσα τους πάρα πολλοί νέοι —που τον χειροκροτούσαν συγκινημένοι— ενώ ένας ηθοποιός —ανάμεσα σε ατμόσφαιρα άφατης θλίψης— απάγγειλε «Το μοιρολόγι των δούλων»: 

Όλα βουβά μες τό βουβόν αέρα. / Ήλιος τυφλός κοιτάει και δέν κουνά. / Η νύχτα δε χωρίζει απ΄την ημέρα. / Τέλος του κόσμου η προφητεία μηνά! 

Αυτός ήταν —με κάθε δυνατή συντομία— ο Κώστας Βάρναλης. Ο κραταιός ποιητής, ο ζεστός φίλος, ο ανοιχτόκαρδος άνθρωπος —και ασυμβίβαστος πάντα στην πολιτικοπνευματική του πορεία— που είχε άσωστη δίψα για τις χαρές της ζωής και γόνιμο πνεύμα δημιουργικό, ως τα στερνά της ταλαιπωρημένης ζωής του. Ταλαιπωρημένης, από την άποψη των κάποιων στερήσεων και κακουχιών που είχε περάσει στους μακρινούς και δύστηνους εκείνους καιρούς για την «προοδευτική» του ιδεολογία...


from anemourion https://ift.tt/AmX1HWn
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη