[1905-1932] Μίνως Ζώτος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΙΒΛΙΟΥ 

Τέλειωσε το δημοτικό σχολείο στη γενέτειρά του, το Σχολαρχείο στο Αιτωλικό και το Γυμνάσιο στο Μεσολόγγι. Το 1922 γράφτηκε στη νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και με μεσολάβηση του Μιλτιάδη Μαλακάση διορίστηκε βοηθός ταμία στο Δήμο Αθηναίων. Δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις σπουδές του, καθώς σύντομα αφοσιώθηκε στην ποίηση και την ξέφρενη ζωή. Το 1928 γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη που στάθηκε ο έρωτας της ζωής του. Ο θάνατός της το 1930 επιδείνωσε την κατάσταση της ήδη βεβαρημένης υγείας του. Παρά τις προσπάθειές του να ξαναβρεί τις δυνάμεις του και την επιστροφή του στο χωριό του το φθινόπωρο του 1932 πέθανε από φυματίωση το Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου σε ηλικία εικοσιεφτά μόλις χρόνων. Στο χώρο της ποίησης ο Μίνως Ζώτος πρωτοεμφανίστηκε το 1923 από τις σελίδες του περιοδικού Μούσα. Κείμενά του δημοσίευσε σε περιοδικά όπως τα Βίγλα (Μεσολογγίου), Νεοελληνική Τέχνη, Νέα Εστία, Πνοή, Κίτρινος Γάτος, Ελληνική Επιθεώρησις. Συνολικά εξέδωσε δυο ποιητικές συλλογές και δημοσίευσε λίγα κριτικά άρθρα και ποιητικές μεταφράσεις. Η τελευταία του συλλογή ποιημάτων με τίτλο Σουρντίνα εκδόθηκε μετά το θάνατό του σε συλλογική έκδοση με τίτλο Άπαντα. Το ποιητικό του έργο τοποθετείται χρονικά στους νεώτερους εκπροσώπους της ελληνικής μεσοπολεμικής ποίησης και εμφανίζει επιρροές από τα ρεύματα του νεορομαντισμού και του νεοσυμβολισμού και από ποιητές όπως ο Μιλτιάδης Μαλακάσης και ο Κώστας Καρυωτάκης. Η γραφή του είναι έντονα λυρική και συχνά ρομαντικής υφής. 

ΕΙΝΑΙ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ... 
Είναι η ψυχή μου ένας λυγμός που στο άπειρο αναλυέται, 
Μια νότα που ανερμήνευτη για πάντα θα σταθεί˙ 
Γι' αυτή παρόμοιο τίποτε στη γη δεν απαντιέται 
Κι όπως και να 'ναι αταίριαστη και μόνη θα χαθεί. 

ΛΥΓΜΟΣ 
Μέσα στους δρόμους έξαλλος όλη τη νύχτα να γυρνώ 
Μ' έκθαμβα μάτια, ολάνοιχτα σε μια γλυκιά οπτασία, 
Να κρύβω μέσα στο έρεβος μακριά απ' τον κόσμο τον κακό 
Την υστερνή που ιλάρωσε την όψη μου ευλογία. 

Και να με βρίσκει κάποτε η Αυγούλα γελαστή κι εγώ, 
Που κρύφιος πόθος μου ήταν δειλό να με προκάνει, 
Μ' αυτό το ανήλεο χέρι μου σ' ένα τριαντάφυλλο χλωμό 
Φύλλο το φύλλο να μαδώ την υστερνή μου πλάνη... 

ΗΔΥΠΑΘΕΙΑ 
Είναι βαθιά μεσάνυχτα, γλυκιά 
Σελήνη στα μεσούρανα εκαρφώθη. 
Είναι η καρδιά μου, που άφησαν οι πόθοι, 
Μια γλύκα θηλυκιά. 

Είναι βαθιά σιωπή˙ ο ηδονικός 
Κάματος αναπαύει πια τα γύρω 
Χαϊδευτικά με αγγίζει όλο το μύρο 
Κι η ζέστα της σαρκός. 

Ψυχή μου, αλήθεια; κι όπως προχωρώ 
Δε με βαραίνει φόβος, σκέψη ολίγη; 
Ω! ας μη μιλούμε κι έχουμε διαφύγει 
Τον άγρυπνο φρουρό. 

Στην τρυφερότη που έπνευσε, ξανά 
Κρυφαναθρώσκει ολόβαθα η ορμή μου, 
Κι απ' τη θερμότη εθάρρεψε η ψυχή μου 
Και μέλπει σιγανά: 

«Γλυκιά που είν' όλα εκεί! σε μυστική 
συνένωση, να λέμε και να λέμε, 
με το χρυσό σου αγκίστρι ψάρεψέ με, 
σελήνη ερωτική». 

Είναι βαθιά μεσάνυχτα, γλυκιά 
Η πλάση απ' την αγάπη αποκαρώθη. 
Ζητά η καρδιά, που σίμωσαν οι πόθοι, 
Μια ζέστα θηλυκιά. 

ΤΟ ΠΕΡΙΔΕΡΑΙΟ 
Ν’ αποξεχνιέμαι κι ώρες 
να σε κυττάζω εκστατικός. 
σε μύρο, σε αύρα, σε όνειρο, σε φως 
να πνέω και να διαλυέμαι 

Να μη ταράσσει 
καθώς θα μπαίνω στο είναι σου ελαφρός 
την αίσθησή μου, ουδ’ όσο φύλλων θρος 
τα ησυχασμένα δάση 

Ώ έσφιξαν τώρα 
οι μέρες. Οι ώρες στένεψαν πολύ. 
Η ωραία στιγμή περίτρομο πουλί 
που καρτερεί τη μπόρα. 

Μαζί να πλέμε 
κι εγώ να σε κυττάζω εκστατικός. 
σε μύρο, σε αύρα, σε όνειρο, σε φως 
να πνέω και να διαλυέμαι. 

Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΕΝΟΣ ΕΡΑΣΤΟΥ 
Από παιδάκι αθόρυβα τη χάρη της δουλεύω· 
στον έρωτά της τον κρυφό τη νιότη μου ασωτεύω, 
μα κάποτε θα μου δοθεί το δώρο που γυρεύω. 

Κι αν είναι και τα μάτια μου να ιδούν το ωραίο της σώμα 
με κάνα Φαύνο ή Σάτυρο να κυλιστεί στο χώμα 
θα πνίξω το παράπονο και θα προσμένω ακόμα. 

Μα κάποτε, όταν έφηβος ωραίος κι εγώ θα γίνω, 
το ερωτικό τραγούδι μου θ’ ακούσει και το θρήνο 
και ξαφνιασμένη, τρυφερά θα με καλέσει: Μίνω… 

Α! θ’ αγαπήσει κάποτες η δέσποινα κι εμένα 
και μ’ ένα από τα χείλη της φιλί τ’ αγαπημένα 
τη μυστικιά της ομορφιά θα εμπιστευτεί σ’ εμένα… 

ΔΙΚΑΙΩΣΙΣ 
‘‘Ποινή πως έοικε Ση χάρις, Κύριε’’ 

Αγίων ψαλμοί και Αγγέλων κίνησις πολλή. 
Η ανάκλησίς μου εν ουρανοίς εορτή μεγάλη. 
Εν νεφέλη αφαρπάζομαι. Άγγελοι εν στολή 
προς το αναβήναι με κρατούν απ’ την μασχάλη. 

Και ιδού πομπή μακρά με δάδας και πυρσούς 
με δέχεται εν οργάνοις· δεν απουσιάζει 
εκ των Αγίων ουδείς, και μόνον ο Ιησούς, 
ολοέν και πλέον βαρύθυμος, πέραν μονάζει. 

Μακαρίζω την τύχην μου. Ευτυχής εγώ 
ότι ηξιώθην χάριτος. Εδόθη μοι όντως 
λαμπρά δικαίωσις τον Θεόν να υμνολογώ 
εκ δεξιών Αγίου Κλαυδίου του μειδιώντος. 

ΤΟ ΝΤΕΛΙΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 
Ο αέρας βογγάει στις καστανιές, 
σιμώνουν βαρυχειμωνιές. 
Άγρια νυχτιά μέσα στο δάσο 
ποτέ μου δεν θα σε ξεχάσω. 

Δέντρα στου ανέμου την οργή 
βαριά σωριάζονται στη γη 
πέρα, μηνώντας κρύους θανάτους 
σκούζουν τ’ αγρίμια στη μονιά τους. 

Κι απάνω στη ραχούλα εκεί, 
τραχιά του δάσου μουσική, 
ουρλιάζουν θριαμβικά δυο λύκοι, 
σα να γιορτάζουν άγρια νίκη. 

Μέσα σ’ αυτή την ταραχή 
μου αναταράζεται η ψυχή 
κι έτσι από μένα να πηδήξει 
και με τον άνεμο να σμίξει. 

Ω! τι μεγάλα κυνηγώ 
και τι μικρός οπού ’μαι εγώ… 


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ: ΠΟΙΗΣΗ Βήματα. 1929. / Αφιέρωμα. 1930. ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Άπαντα· επιμέλεια Κ.Σ. Κώνστας (όπου και η ποιητική συλλογή Σουρντίνα). Αθήνα, Εκδόσεις Κοινότητος Νεοχωρίου Παραχελωίτιδος, 1972.


from anemourion https://ift.tt/bXsdoJN
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη