ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΑΘΗΝΑ 1986
Η ποίηση με ταλαιπώρησε πολύ γιατί ό,τι έγραψα το έζησα έντονα. Πριν αναγκαστώ να τα εγκαταλείψω τελείως, μετείχα σε διάφορες εκδηλώσεις: απαγγελίες, ομαδικές εκδόσεις· εμφανίστηκα στην τηλεόραση, έδωσα μιά συνέντευξη στα ΝΕΑ. Από τη γενιά μου καλές προσπάθειες κάνουν ο Κοντός, ο Στεριάδης, η Νανά Ησαΐα, η Αγγελάκη, ο Δενέγρης, ο Ποταμίτης. Όμως, απ’ όλα αυτά δεν θα μείνει τίποτε. Ο Σινόπουλος, ο Σαχτούρης, ο Αναγνωστάκης άφησαν κάτι· από τους επόμενους θα χαθούν όλα. Δεν βρέθηκε κάποιος βασικός εκφραστής της γενιάς αυτής. Δεν υπάρχει νέα ποίηση κάτω από τα σαράντα πέντε. Ο πιό μοντέρνος ποιητής εξακολουθει να παραμένει ο Γκίνσμπεργκ. Άλλωστε, ένα καλό ποιητικό βιβλίο μένει για πάντα. Τα ξένα συγκροτήματα, για παράδειγμα, σήμερα μελοποιούν Μαγιακόφσκι. Ο διαχωρισμός μου από τους υπόλοιπους οφείλεται σε τρεις κυρίως κριτικούς. Τον Σαββίδη, τον Μαρωνίτη και τον Σινόπουλο. Σήμερα, διαβάζω Καβάφη και κάπου-κάπου τον Σεφέρη. Δεν μού αρέσει ο Ελύτης ούτε ο Ρίτσος. από τους ξένους προτιμώ τον Φρανσουά Βιγιόν. Γλώσσες δεν ξέρω. Για να διαβάσει κανείς στο πρωτότυπο παγκόσμια ποίηση χρειάζεται να ξέρει πολλές γλώσσες. Η μετάφραση είναι ένα μέσον· βοηθάει: φέρνει πιό κοντά. ο Πάουντ, ο Νερούντα και ο Γκίνσμπεργκ μού άνοιξαν το δρόμο. Αν δεν τους διάβαζα, μπορεί να μην έγραφα. Από τότε που άρχισα να γράφω, ξεκίνησε και η σχιζοφρένια. Είναι δύο πράγματα που σχετίζονται μεταξύ τους. Την εποχή εκείνη δεν το καταλάβαινα και, πολύ περισσότερο, δεν το περίμενα. Έχω κάνει όρκο να μην ξαναπιάσω μολύβι στα χέρια μου. Όταν γράφω, μπαίνω σε ένα χώρο υπερβατικό: βλέπω οράματα, ακούω φωνές, βλέπω τον κόσμο μετασχηματισμένο· μυστήρια περίεργα συμβαίνουν. Μέχρι και τον περασμένο Οκτώβριο είχα γράψει γύρω στα δέκα νέα ποιήματα. Ήταν η εποχή που, ταυτοχρόνως, είχα σταματήσει να παίρνω τα χάπια. Έπαθα υποτροπή. Έβλεπα παντού στίχους γραμμένους με το γραφικό μου χαρακτήρα. Αργότερα, είδα και ξαναείδα εκείνα τα ποιήματα κι αποφάσισα να τα πετάξω. Ό,τι ήταν να πω έχει ήδη γραφτεί· από εδώ και στο εξής θα ήταν σαν ένα παιχνίδι με τον εαυτό μου. Όσα ήθελα να πω τα είπα. Και τα είπα με λύσσα και μανία. Στην τελευταία συγκεντρωτική έκδοση έχω απαλείψει πολλά ποιήματα που δεν λειτουργούσαν. Σχεδόν όλα τού πρώτου βιβλίου - μού φαίνονται πρωτόλεια. Δεν μπορώ να αποτιμήσω αυτά που έγραψα. Δεν είναι προϊόντα τού συνειδητού.

Τα ποιήματα γράφονται με έμπνευση. Βέβαια, το αρχικό γράψιμο είναι μόνον η πρώτη ύλη· μετά, το δουλεύω ξανά και ξανά - πάνω από δέκα φορές. Θέλω να δώ τον τρόπο που λειτουργεί το θέμα, αν οι λέξεις είναι αρμονικές, τί θα πετάξω και τί θα κρατήσω. Όμως, χωρίς την έμπνευση δεν μπορεί να γίνει τίποτε. Η ποίηση είναι ένας σπινθήρας που ανάβει κι ύστερα σβήνει. Αν δεν υπάρχει πάλι αυτό το ράβε-ξήλωνε δεν μπορεί να βγει οτιδήποτε καλό. Γράφει εκείνος που θέλει να ξεφύγει, εκείνος που το ’χει ανάγκη. Η ποίηση δεν είναι επάγγελμα ούτε χρησιμεύει συγκεκριμένα σε κάτι. Μαθαίνει κανείς μαθηματικά για να ωφεληθεί. Δεν διαβάζει ποίηση για τους ίδιους λόγους. Αλλά και το διάβασμα είναι επικίνδυνο· σε κάνει αλαφροΐσκιωτο. Ύστερα, κι εκείνος που διαβάζει πρέπει να έχει ταλέντο. Είναι λίγοι αυτοί που διαβάζουν πραγματικά. Η ποίηση δεν πρέπει να είναι δούλα σε οποιαδήποτε σκοπιμότητα. Δεν μπορεί να αποτελεί συμπλήρωμα τού πολιτικού λόγου η οποιουδήποτε άλλου σκοπού. Η ποίηση είναι αυτοσκοπός. Όταν φορτώνεται με ξένα μηνύματα (θρησκεία, προπαγάνδα) χάνεται. Άλλωστε, όταν προσαρμόζεται στις μάζες χάνει το βάθος της. Έτσι κι αλλιώς δεν απευθύνεται στους πολλούς. Όταν οι Λαμπράκηδες διάβαζαν την ΑΡΝΗΣΗ τού Σεφέρη, έκαναν μιά πολιτική πράξη, δεν προσχωρούσαν στην ποίηση. Βέβαια, τα δημοτικά τραγούδια είναι θαυμάσια πράγματα και σκοπός τους είναι να τραγουδιούνται, όπως των ομηρικών επών να απαγγέλλονται· έτσι το απαιτούσε η εποχή τους· μετά ήρθαν τα χρόνια, που τη θέση τού ποιητή-τραγουδιστή κατέλαβαν η μοναξιά και η ανάγκη της επικοινωνίας. Ο κόσμος διαβάζει πάντα ποίηση. Αλλά ο πολύς κόσμος δεν πρέπει να διαβάζει. Είναι ανώφελο όταν δεν καταλαβαίνεις. Χρειάζεται να διαβάζεις με την ψυχή. Η ποίηση απευθύνεται σε μιάν ελίτ, όχι κοινωνική ούτε μορφωτική: σε μιάν αριστοκρατία της φύσης. Για να διαβάσεις πρέπει να ’σαι απλός σαν περιστέρι. Όσο πιο πολλά ξέρεις, τόσο περισσότερο σού διαφεύγει το ποίημα. Ο Κανελλόπουλος γνωρίζει τόσα πράγματα, τα σονέτα του, όμως, δεν αξίζουν τίποτε. Μόνο ο Πάουντ κατάφερε να γράψει απλά, ενώ, αντίθετα, στον Σεφέρη η προσπάθεια του να φανεί απλός είναι ορατή. Υπάρχει μιά γενική κρίση σήμερα· δεν έχουμε ποίηση (κάποτε, από τη γενιά μου, μού άρεσε η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρούκ), μυθιστόρημα, κινηματογράφο, τίποτε· όσο για τα δικά μου, βγαίνω σπανίως έξω, δεν έχω φίλους. Αυτό έγινε τα τελευταία χρόνια. Το ’φεραν έτσι τα πράγματα. Ακούω Χάυντν και νέγρικα μπλουζ· κάποτε μού άρεσε ο Ντύλαν - σήμερα, μού φαίνεται πως πήγε με τους παπάδες και τους καλογήρους. Βέβαια, κι εγώ θεωρώ τον εαυτό μου άνθρωπο της θρησκείας· με άλλο Θεό όμως κι άλλο Ευαγγέλιο: όπως ο Καζαντζάκης στην ΑΣΚΗΤΙΚΗ και ο Έρμαν Έσσε στο ΝΤΕΜΙΑΝ.
Διαβάζω θρησκευτικά κείμενα για να δω πώς έβλεπαν τον κόσμο τότε οί άνθρωποι. Δεν μού αρέσει όμως αυτό που γίνεται στην Πολωνία. Ο Μπερντιάεφ γράφει ότι η θρησκεία προσαρμόζεται στο μέσο άνθρωπο για να διατηρηθεί. Υποκύπτει, δηλαδή, ηθελημένα σ’ ένα συμβατικό κοσμομορφισμό και ανθρωπομορφισμό τού Θεού. Υπάρχει ένας αόρατος κόσμος με τον οποίο ήρθα σε επαφή μέσω της ασθενείας μου. Κράτησε γύρω στα τρία λεπτά. Ό,τι έγινε το αντιλήφθηκα από μιά αίσθηση που δουλεύει μόνο σε στιγμές τρέλας. Αν αυτά τα πράγματα έρχονται από το υποσυνείδητο, ο άνθρωπος είναι ένα είδος Θεού. Όπως τα ψάρια μες στο νερό: αν συμβεί κάτι στον έξω κόσμο, θα το καταλάβουν μόνο όσα βρίσκονται κοντά στη στεριά. Κάποιο πρωινό πήγα στην Πάρνηθα με την αδερφή μου· επί δεκαπέντε ημέρες πριν, ζούσα σ’ έναν κόσμο εκπληκτικής ομορφιάς. Ταυτόχρονα, πονούσε το κεφάλι μου· ακόμη κι ο ίσκιος ενός ανθρώπου με ενοχλούσε. Ανέβηκα στο βουνό για να ξεκουραστώ. Απομακρύνθηκα από την αδερφή μου. Με πονούσε όλο μου το κορμί. Σήκωσα πέτρες από κάτω κι άρχισα να χτυπώ πόδια, κεφάλι και χέρια. Με ξαλάφρωνε. Τότε, άκουσα ξαφνικά έντονη μουσική κι αμέσως μετά μιά τρομακτική βροντή. Εδώ ήταν και το τέρμα. Έφτασα σε μιά κορυφή τού εαυτού μου. Έβλεπα τα δάχτυλά μου να πετάγονται σαν λουκάνικα. Μόλις χύθηκε το αίμα συνήλθα. Όταν σταμάτησε κι η αιμορραγία ανακουφίστηκα. Ουδέποτε ξαναβρέθηκα στην ίδια κατάσταση. Νομίζω ότι τέτοια πράγματα συμβαίνουν σε ανθρώπους με μιάν ορισμένη ευαισθησία και κλίση πρός την ποίηση. Το πρώτο βιβλίο που διάβασα ήταν μιά μετάφραση τού Μπάυρον. Άρχισα να γράφω από δεκαπέντε χρονών. Η πεζογραφία δεν με τραβάει. Δεν μπορώ να ξαναδιαβάσω πεζό. Μπορώ να διαβάζω συνέχεια, ξανά και ξανά, τα ίδια ποιήματα. Μού αρέσει ο ρεαλισμός τού Καβάφη γιατί δεν δείχνει την παραμικρή τεχνική προσπάθεια. Ο Νερούντα έχει γράψει καλά ερωτικά ποιήματα. Αν ξανατύπωνα τις συλλογές μου, δεν θα αφαιρούσα ποιήματα· πιθανόν να ξαναδούλευα ορισμένα. Αν και, όταν ένα παλιό γνωστό ποίημα εμφανίζεται ξανά σε άλλη μορφή, είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτό από όσους ήδη το ξέρουν.
Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΥΑΛΩΤΗ
Μανιασμένη βροχὴ
πάνω ἀπ’ τὰ θαμμένα δάχτυλά μου.
Εἶδα τὸ ἀνθρώπινο πλάσμα
κάτω ἀπὸ ’να δέντρο
ἔξω ἀπ’ τὴ σπηλιὰ
Μ’ ἄγριες κουρελιασμένες προβιὲς
Καὶ βιβλικὴ γενειάδα –
ἡ Ἀμφισβήτηση εἶναι τσουκνίδα
εἶναι εὐάλωτη –
Κακοσιτισμένο
Νὰ ἀγναντεύει τὸ μαχητικὸ ἀφρὸ
τῆς ἀκροθάλασσας
Καθετὶ εἶναι γεμάτο
καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ ἐλευθερία.
Εἶδα τὸ ἀνθρώπινο πλάσμα
Στὸ ναὸ τῆς φαντασίας μὲ ἰκετήρια κλαδιὰ
Τρέμοντας μὲ σκέψεις φτωχοῦ θεοῦ
Τὸ εἶδα
στὴ στοιχειωμένη πολυκατοικία
Ὁδηγημένο στὴν ἀφθονία μὲ αὐτοκίνητο οὐίσκι ἔντυπο
ἢ στὸ ἄντρο τῆς μιζέριας
Μὲ ὁλόλαμπρη γύμνια χλωμὰ στήθια
Ὀρυχτὰ στολίδια νεκρὸ βρακὶ
Ἡ μεγαλειότητά του περιμένοντας φώτιση
κάτω ἀπὸ ληστρικὰ νύχια
Ἔξαλλο βασανιστήριο
Φτυστὰ στὸν καιρό.
Κακόμοιρο πετσὶ θαμμένο
μέσα σὲ τόση νύχτα
Ἡ Ἀμφισβήτηση εἶναι εὐάλωτη
Μέσα στὸν ἀέρα τοῦ κόσμου.
ΠΑΡΝΗΘΑ
Καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ σάλπισμα τοῦ ἀγγέλου, θειάφι
κίτρινο ζωηρὸ καὶ μενεξεδὶ ζωηρὸ
πάνω στὸ βουνὸ μὲ τὴ μορφὴ ποὺ ἔτρεχε σὲ συνάντησή μου
πίσω ἀπὸ θολὸ τζάμι.
Δρόμος κανένας γιὰ τὸ γυρισμὸ
δυὸ ἀερικὰ ἦρθαν κοντά μου καὶ μὲ παρέσυραν.
Ἡλιοβασίλεμα σχεδὸν ἀνεπαίσθητο
καὶ τῆς κόλασης τὸ στόμα ὀρθάνοιχτο
μετὰ τὸ σκίσιμο τοῦ οὐρανοῦ.
Ἄρτεμη, γιατί μ’ ἔδιωξες;
Ἡ ὥρα σὰν ἀνυπόμονο λεοντάρι μὲ τὴ χαίτη
ριγμένη πρὸς τὰ πίσω καταπίνοντας πυρακτωμένα καρφιά.
Ὁ Ὄλυμπος κι ὁ Γολγοθὰς δυὸ πόλοι
τοῦ ἴδιου ποιήματος.
Ἄγρια μάχη κενταύρων στὸ βορινὸ μέρος
τὰ μπράτσα μου ἐνάντια στὸ δαίμονα
καὶ τὰ κοράκια ψηλὰ ἀνακατεύοντας πριονίδι
καὶ παγάκια στὴ χούφτα μου.
Νοσταλγία τοῦ βράχου ποὺ πάνω του κάθισε
κάποτε ὁ Πὰν παίζοντας τὸν αὐλὸ
μὰ δὲν κάθεται πιὰ παρὰ ἡ μαύρη δυσοίωνη
κουκουβάγια ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό.
Ὁ φονιὰς ἄγγελος τράβηξε τὸ σπαθί του
ἀσήμι λαμπερὸ καὶ καμφορὰ στὴ λαβὴ τοῦ σπαθιοῦ.
Γλίτωσα τὴ ζωή μου, ἕνα βλαστάρι ἀνάμεσα
στὰ λιθάρια. Κράτησα τὴ ζωή μου ἐκεῖ ποὺ
ἡ δύση ἦταν κοντὰ ἀτενίζοντας τὸ ἀόρατο
μέσα στὸν τρόμο καὶ σήκωσα σὰν μιὰ πέτρα
τὸ πρόσωπό μου.
ΤΟ ΘΕΩΡΗΜΑ [2005]
Στο μετρό
ονειροπολώ
κι ανασαίνω βαριά
απ’ το κάπνισμα.
Για μια στιγμή ζαλίζομαι
και πέφτουν πάνω μου πολλά φώτα.
Θλίβομαι νιώθοντας
την ανέλπιδη τέχνη
του ποιητή.
Πόσο απλός ο κόσμος,
αυτό το μεγάλο τίποτα,
και πόσο δυστυχία
και βάσανα
σε ραγισμένες καρδιές
και ψυχές πεθαμένες.
ΣΤΡΙΓΚΛΙΣΜΑ
Μέσα κι ἔξω ἀπ’ τὶς μεγαλουπόλεις μὲ πείνα μὲ τόλμη
μὲ ἁγιότητα σούρανε τὰ μακρουλά τους ποδάρια
Τὰ σβησμένα ἀπ’ τὸ ὄπιο μάτια τοὺς τ’ ἀλουμινένια
πιάτα τοὺς τὰ κουρέλια τους στὸ χωματόδρομο
Τὰ παιδιὰ τῆς γενιᾶς μου γίνανε ἀφίσες τῶν τοίχων
Ξερατὸ καὶ λουλούδια ἐνὸς πολιτισμοῦ ἄθλιου
Ὁ δρόμος ἔχει τὴν ἀγωνία του τοὺς θλιβεροὺς μαντρότοιχους
μὲ τ’ ἀγκωνάρια τῆς παραφορᾶς
Καὶ στὴ βάση κάτ’ ἀπ’ τὸ δέντρο ὁ ἐλεύθερος
ἀπλώνοντας ρίζες καὶ κλωνάρια
Ὁ δραπέτης τῆς ζούγκλας τῶν πόλεων
Σχεδὸν ριπίδι σχεδὸν ἀκάθαρτη συμμετρία
Ὥριμος γιὰ τὴ στιγμὴ τῆς κρίσης
Ἡ ἀγάπη τὸν κυριεύει, ἐπουλώνει τὴ λέπρα τῆς ἐσωτερικῆς γῆς
Ἄνθρωπε τῆς ἐποχῆς μου παράδειγμα
Δόξα σ’ αὐτὸν ποὺ τὸ σκάει
Ποδοπατώντας σάπιες ἀξίες βαραθρώνοντας τέλματα
Μὲ τὰ παπούτσια στὸ κούτελο τῆς καλοπέρασης
Ἔστω καὶ μὲ τὴ στολὴ τοῦ νικημένου
Μακαρίζω αὐτοὺς ποὺ τὸ στῆθος τους οὐρλιάζει
στὴ μυστηριακὴ ἐρημιὰ τοῦ κόσμου
σὰν ἄστρο.
Αὐτοὺς ποὺ ἀνοίγουν στὸ μέλλον δρόμο
κομμένα ἁγνὰ προϊόντα της φύσης
Στὴν ἀνώνυμη ἱστορία.
Τὸ μπρίκι
Εἶναι τὸ αἰώνιο τσίγκινο μπρίκι
αὐτὸ πού μου ἔδωσε ὅ,τι καλύτερο εἶχε
αὐτῆς τῆς ζωῆς καὶ μᾶλλον ὁλότελα ξαφνικὰ
χωρὶς οὔτε ἀρχὴ μήτε τέλος.
Νὰ ψήνει καφὲ καὶ νὰ ντιντινίζει στὸ ράφι.
Εἶναι τὸ δηλητηριῶδες τσίγκινο μπρίκι
ὁτιδήποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ ξυριστικὴ μηχανή.
Δείχνει μὲ τὸ δάχτυλο τὸ τέλος τοῦ χειμώνα
σὲ θερμότητα κανονικὴ σὰν ἐκείνη τοῦ ἥλιου.
Μουντζουρωμένο καὶ μαλακὸ ἀλλὰ ὄχι γιὰ πέταμα.
from anemourion https://ift.tt/Tb5Gnt7
via IFTTT

