Γιωσέφ Ελιγιά

Δεν είναι ο πρώτος, μήτε κι ο στερνός Εσταυρωμένος
γλυκέ Ιησού, στον κόσμο αυτόν της πίκρας και του φθόνου·
κι όμως, η δόξα σου άσπιλη μεσ' των Θνητών το γένος:
Είσαι, δεν είσαι γυιος Θεού, μα είσαι ο Θεός του πόνου!

«Ιησούς», Νέα Εστία 1930.
Ο Γιωσέφ Ελιγιά, γόνος μικροαστικής οικογένειας (ο πατέρας του εμπορευόταν ως μικρέμπορος στο Αργυρόκαστρο), γεννήθηκε στα Γιάννινα το 1901. Σπούδασε στη Σχολή Alliance Israelite, που ιδρύθηκε στα Γιάννινα το 1904 ως παράρτημα της Alliance Israelite Universelle, παγκόσμιας κίνησης με έδρα το Παρίσι, που είχε ως στόχο την Ίδρυση ανά την Ευρώπη σχολών, οι οποίες θα συνέτειναν σε μια σύγχρονη μόρφωση των απανταχού Εβραίων. Ο Ελιγιά, από πολύ νέος, υπήρξε συμπαθών του σιωνιστικού κινήματος, κίνημα το οποίο εκείνη την εποχή γνώριζε μεγάλη άνθηση: Χαρακτηριστικά είναι τα ποιήματα του «Για Σένα Σιων πατρίδα μου το αίμα μου θα χύσω» και «Οι Τρεις Ραββίνοι», που δημοσιεύθηκαν το 1918 στην εφημερίδα «Ισραέλ» των Τρικάλων. Πίστευε τότε ότι η εβραϊκή φτωχολογιά θα σωζόταν με την ίδρυση ενός ισραηλιτικού κράτους στην Παλαιστίνη. Είναι η στιγμή κατά την οποία ο Ελιγιά αναδεικνύεται ως ποιητής. Παράλληλα όμως, διδάσκοντας από το 1919 στην Alliance Israelite, αρχίζει τη διερεύνηση αξιόλογων Εβραίων ποιητών της μεσαιωνικής αλλά και της σύγχρονης του Ευρώπης, στρεφόμενος ταυτόχρονα στη φιλοσοφία του χριστιανισμού, των απόκρυφων φιλοσοφιών, όπως ο καμπαλισμός και ο μεσσιανισμός, στο Ταλμούδ, αλλά και στην εμβάθυνση των νεοελληνικών γραμμάτων και της γαλλικής ποίησης. Υπηρετώντας τον ελληνικό στρατό, δείχνει να είναι πλέον τόσο μεταλλαγμένος, ώστε μετά το 1921 όταν απολύεται, να γράφει ποιήματα όπως το «Μιλιταρισμός» ή «Μπότα»:
Η μαύρη Πολιτεία βουβή και σαν συλλογισμένη,
Την ευτυχία που διάβηκε Λες μάταια να γυρεύει.
Κάποια μορφή, σα φάντασμα, μεσ' στο χακί διαβαίνει
Κάποι' αστραπή φειδογλυστρά, μεσ' στης καρδιάς τα ερέβη.
Και στις πλατείες τις βουβές και στα βουβά καντούνια,
Ντραν ντραν, κρατούνε τα σπιρούνια...
Τα ποιήματα που γράφει ο Ελιγιά αυτή την περίοδο, εκφράζουν έναν έντονα ταραγμένο ψυχικό κόσμο. Και κατ' αυτό τον τρόπο, ο ποιητής τείνει να καταταχθεί από μόνος του στο ρεύμα των λεγόμενων «καταραμένων» ποιητών. Χαρακτηριστικό είναι για παράδειγμα το ποίημα του «Desespoir», γραμμένο στις 16 Ιουλίου 1922 (όπως και αρκετά άλλα):
Σέρνω δειλά τ' ανήμπορο κορμί μου
Μακρυά από των θνητών τ' άχαρο αχνάρι
Κι ανεμοδέρνονται φριχτά οι συλλογισμοί μου,
Και σβήνει αργά της Ζήσης το λυχνάρι.
Από εδώ και πέρα τα γεγονότα ακολουθούν ραγδαία. Εντάσσεται στον σοσιαλιστικό πυρήνα των Ιωαννίνων, του οποίου το εβδομαδιαίο δημοσιογραφικό όργανο Νέος Αγών παρουσιάζει στην πρώτη σελίδα του κάθε φύλλου του ένα ποίημα του Γιωσέφ Ελιγιά.
Ενα από αυτά τα χαρακτηριστικά ποιήματα που αντικατοπτρίζει με σαφή τρόπο τη ρήξη αυτής της προσωπικότητας με το κατεστημένο της εποχής, είναι αυτό που φέρει τον τίτλο «Οι Φαρισαίοι»:
Ω Φαρισαίοι κυρτοί, προσευχηθείτε!
Κι είναι το βίος καλό σιγουρεμένο.
Ταπεινωμένος σήμερα είναι ο σκλάβος,
Κι είναι οι Θεοί σας σκιάχτρα φοβερά!
Και να τα ραγδαία γεγονότα! Προς τα τέλη του 1924, λίγες μέρες μετά τη διάλεξη του με τίτλο «Περί μεταβιβλικής (εβραϊκής) ποιήσεως» που έπαιρνε μέρος σε έναν κύκλο ομιλιών οργανωμένο από διανοούμενους των Ιωαννίνων, φυλακίζεται και απολύεται από διδάσκαλος της Alliance Israelite. Φεύγει για την Αθήνα, όπου γρήγορα θα βρεθεί σε έναν κύκλο διανοουμένων που απαρτίζεται από τους Μ. Αυγέρη, Φ. Κόντογλου, Κ. Βάρναλη, Στ. Δάφνη, Μ. Μαλακάση και άλλους. Συνεργάζεται με τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, όπου και θα γράψει διακόσια τρία λήμματα εβραϊκού περιεχόμενου, με το Φιλολογικό Παράρτημα της ίδιας με τη Νέα Εστία. Συνεργάζεται επίσης με το περιοδικό Πρωτοπόροι στο οποίο θα δημοσιεύσει ριζοσπαστικά ποιήματα του, καθώς και με το γιαννιώτικο περιοδικό Ελλοπία. Το 1930, φεύγει για το Κιλκίς, όπου στο Γυμνάσιο της πόλης αυτής θα διδάξει γαλλικά, ίσως με την ελπίδα να μετακομίσει κάποτε στη Θεσσαλονίκη, στη Μεγάλη Ιερουσαλήμ του τότε ελληνικού εβραϊσμού. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ν. Βέης, ο οποίος δημοσίευσε το 1922/1921 τη «Συνοπτική Ιστορία του Ιουδαϊσμού στα Γιάννενα», γνώριζε τον Γιωσέφ Ελιγιά, και μάλιστα τον προόριζε για έδρα Εβραιολογίας που έμελλε να ιδρυθεί τότε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης… Στο Κιλκίς έγραψε και το ομώνυμο ποίημα, αφιερωμένο «Στη μακάρια σκιά του Ποιητή της “Πρέβεζας"»: Του ρεμβασμού τα γαλάζια ίχνη / Στην ένδοξη ψυχρή πολίχνη / Να σβύνουν σα μουντός καπνός / Πουρνό - βραδύ, στην πονεμένη / Ψυχή, βραχνάς να σου βαραίνη / Ο μολυβένιος ουρανός. Αλλά δυστυχώς, ο ποιητής και διανοούμενος μας Γιωσέφ Ελιγιά, δεν έμελλε να ζήσει για πολύ. Πέθανε από τύφο στις 29 Ιουλίου 1931. Ο λογοτέχνης και δημοσιογράφος των Ιωαννίνων Χρήστος Χρηστοβασίλης, με αφορμή φιλολογικό μνημόσυνο, στη Θεσσαλονίκη, προς τιμήν του Ελιγιά το 1931, έγραψε: Είταν Εβραίος κι Έλληνας συνάμα... Πρώτος Εβραίος Ποιητής στην Ελληνική Γλώσσα... Εξελίσσονταν σ' έναν μεγάλον ενωτικόν πνευματικόν κρίκον μεταξύ του Ελληνικού και του Ισραηλιτικού Λαού, του Ισραηλιτικού, πώχει δεύτερη του πατρίδα, την Ελλάδα... Την στιγμή, πωκλεισε για πάντα τα μάτια του ο Ελληνοεβραίος Ποιητής Γιωσέφ Ελιγιά... δύο μεγάλες μάννες του τον φίλησαν και τον έκλαψαν: Η Ιουδαία κι η Ελλάδα!».

ΕΛΕΝΗ ΚΟΥΡΜΑΝΤΖΗ
ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ
ΕΚΔΟΣΗ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ
1996

Ελληνοεβραΐος ποιητής και μεταφραστής. Γεννήθηκε στα Γιάννενα από φτωχική οικογένεια, και με κόπο μπόρεσε να τελειώσει τις εγκύκλιες σπουδές του, να μάθη ξένες γλώσσες και να πάρει ένα δίπλωμα καθηγητή της γαλλικής. Δίδασκε γαλλικά σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια κατορθώνοντας να εξασφάλιση τα βιοποριστικά μέσα που θα του επέτρεπαν να συνεχίσει τις μελέτες του πάνω στην Ιουδαϊκή Φιλολογία (όπου είχε μυηθεί οπό τα παιδικά του χρόνια) και να γράφει τα ποιήματα του. Στην Αθήνα όπου εγκαταστάθηκε, εκτός από καθηγητής γαλλικών συνεργάστηκε στη σύνταξη της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας, όπου υπάρχουν δημοσιευμένα πάνω από 200 άρθρα του πάνω σε θέματα εβραϊκής φιλολογίας και θρησκείας. Ταυτόχρονα δημοσίευε ποιήματα και μεταφράσεις του στη «Νέα Εστία», έτσι που γρήγορα έγινε γνωστός κι επιβλήθηκε στους φιλολογικούς κύκλους της Αθήνας για τις γνώσεις, το ήθος και το ταλέντο του. Στα 1930 τελικά μπόρεσε να διορισθεί καθηγητής γαλλικών στη Μέση Εκπαίδευση και πήρε μετάθεση για το Κιλκίς. Η επαρχιακή ζωή, ωστόσο, κλόνισε ακόμη περισσότερο την κιόλας εύθραυστη απ' τις νεανικές στερήσεις υγεία του και στα 1931 πεθαίνει, πολύ νέος, από κοιλιακό τύφο στο νοσοκομείο της Αθήνας «Ευαγγελισμός». Στη σύντομη ζωή του δεν πρόφθασε να εκδώσει συγκεντρωμένο έργο του σε βιβλίο. Μόνο στα 1938 ο Μιχ. Περάνθης εξέδωσε με εισαγωγή και σχόλια δικά του τη μετάφραση του Ελιγιά πάνω στο «Άσμα Ασμάτων». Την ίδια χρονιά με πρωτοβουλία του εβραϊκού πνευματικού συλλόγου Θεσσαλονίκης και με επιμέλεια Γ. Κ. Ζωγραφάκη κυκλοφόρησε ένας τόμος με τίτλο «Ποιήματα», όπου συμπεριλαμβάνεται το μεγαλύτερο μέρος τής ποιητικής παραγωγής του Ελιγιά, μαζί με μεταφράσεις του από Εβραίους ποιητές. Προηγούμενα, στα 1934, ο ίδιος σύλλογος είχε εκδώσει ένα αναμνηστικό φυλλάδιο με κριτικά σημειώματα για τον Ελιγιά, από την συμπατριώτισσα του ποιήτρια Ρέα Ντάλβιν.

«'Ημουν κι εγώ παιδάκι έναν καιρό / και μ' είχε κανακάρη της η μούσα. / 'Ημουν κι εγώ πουλάκι έναν καιρό / και τραγουδούσα. // Για μιας γαλανομάτας το φιλί / για μιας φεγγαροπρόσωπης τη χάρη / γινόταν η καρδούλα μου βιολί / κι ο πόθος μου δοξάρι. // Κρίνα χιονάτα εκεί, ζουμπούλια εδώ / και κιτρολεμονιές ολόγυρα μου... / Και γω να τραγουδώ, να τραγουδώ / τον ερωτά μου...» 

ΙΗΣΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗ ΝΑΖΑΡΕΤ 
Απόψε ήρθα κι εγώ γλυκέ αδερφέ της Ναζωραίας / βάρβαρα πάθη πνίγοντας εντός μου κι’ άγρια μίση / να κλάψω μπρος σ’ το αιμόφυρτο κορμί της πλέον ωραίας / ψυχής, που έχει ποτέ στον Κόσμο ετούτο ανθοβολήσει. // Της Γαλιλαίας κρίνε σεμνέ, προς το λευκό το φως σου / πόσες φορές φτερούγισαν των ταπεινών οι Ελπίδες! / πλήθη σταυροί κατάντικρυ στηθήκαν στο δικό σου: / δικοί και ξένοι οι Φαρισαίοι, αλί κι’ οι Σταυρωτήδες. // Δεν είσαι ο πρώτος, μήτε κι’ ο στερνός Εσταυρωμένος / γλυκέ Ιησού, στον κόσμο αυτόν της πίκρας και του φτόνου / κι’ όμως η δόξα σου άσπιλη μεσ’ των θνητών το γένος : / Είσαι, δεν είσαι γυιος Θεού, μα είσαι ο Θεός του πόνου!... (Αθήνα, 1929)

ΟΝΕΙΡΟ
Όταν ματώνει ο Αυγερινός κι ασημοκλαίει η Πούλια, / και τα δασά δεντρά θρηνούν για ό,τι έχει θάψει ο Χρόνος, / ψυχή, λουλουδοκοίμητη σε ρόδα και σε γιούλια, / τ' ωραίο σου μνήμα αφήνοντας, σε νιώθω, αχνοντυμένη, / στην αγκαλιά μου νά 'ρχεσαι, σά ρέβω έρμος και μόνος, / και να μού λές σιγαλινα: «Δεν είμαι πεθαμένη!». // — Ρεβέκκα εσύ, αειπάρθενη, Μούσα, ρυθμέ τού Κόσμου, / νεκρή δεν είσαι, όσον καιρό να θάλλεις νιώθω εντός μου / σάν τον αμάραντον ανθό, σάν τής μυρτιάς τον κλώνο! / Έτσι μιλώ, κι ως σε κοιτώ βαθιά κι αναγαλλιάζω, / το θείο κορμί σου να δεχτούν τα δυο μου χέρια απλώνω / — μα ωιμέ... τον ίσκιο μου φιλώ, τον ίσκιο μου αγκαλιάζω.

Δ. Π. ΚΩΣΤΕΛΕΝΟΣ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΦΟΙ ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΙ
ΑΘΗΝΑ
1976


from anemourion https://ift.tt/uxVQwpm
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη