Γιώργος Ιωάννου

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

1927, 20 Νοεμβρίου: Γεννιέται ο πεζογράφος, ποιητής, φιλόλογος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος Γιώργος Ιωάννου (αρχικά Σορολόπης) στη Θεσσαλονίκη, που αγάπησε όσο τίποτα στη ζωή του. Οι γονείς του πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Ο πατέρας του Ιωάννης Σορολόπης, από τη Ραιδεστό της Προποντίδας, μηχανοδηγός στους σιδηροδρόμους. Η μητέρα του Αθανασία Καραγιάννη από την Κεσσάνη. Νεώτερα αδέλφια: Δήμητρα, Χριστόδουλος (Λάκης) και Θεοδωράκης. Τα παιδικό του χρόνια τα περνάει στη Θεσσαλονίκη.
Σχολ. Έτος 1937-38: Εισάγεται στο οκτατάξιο Γυμνάσιο.
Ο Γ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΣΤΙΣ 20 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ ΤΟΥ 1927. ΕΔΩ ΕΝΟΣ ΕΤΟΥΣ.

1940: Μόλις μπαίνει στην εφηβεία ξεσπάει ο πόλεμος που αναστατώνει τα πάντα κι αλλάζει τη ζωή του μικρού Γιώργου. 
Νοέμβριος 1940 - Μάρτιος 1941: Με τα αδέλφια του και τη γιαγιά του καταφεύγουν στα Πετροκέρασα Χαλκιδικής για να προφυλαχθούν από τους βομβαρδισμούς. Κατόπιν μένουν για λίγους μήνες στην Αθήνα. 
1943, Νοέμβριος: Σε ηλικία 16 ετών αρχίζει να γράφει ημερολόγιο. Αποτυπώνει τη μαυρίλα της εποχής. Η πείνα, οι εξευτελισμοί, οι εκτελέσεις και, κυρίως, το ξεκλήρισμα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης θα αφήσουν στην ψυχή του ανεξίτηλα ίχνη και μια πικρή γεύση. Πολύ συχνά στα λόγια του και στα κείμενά του έρχονται και ξαναέρχονται οι εφιαλτικές εικόνες εκείνης της περιόδου. Η τραγωδία των Εβραίων τον συνταράσσει. Από το 1943 η οικογένεια ζει στο σπίτι της οδού Ιουστινιανού 14 (Πλατεία Δικαστηρίων) που κατεδαφίστηκε μετά τους σεισμούς του 1978. Με τα κατοχικά συσσίτια εντάσσεται στον κόσμο των κατηχητικών σχολείων. 
1944, Κυριακή 26 Μαρτίου: Αίτηση εγγραφής στη Χριστιανική Οργάνωση «Αδελφοσύνη». Απότομα σταματάει να γράφει ημερολόγιο.
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΣΕ ΗΛΙΚΙΑ 4 ΕΤΩΝ, ΤΟ 1931.

1946: Γεννιέται ο αδελφός του Θεοδωράκης. 
1946/1947: Τελειώνει το 3ο Γυμνάσιο Αρρένων. Εισάγεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εκείνη την περίοδο «ανακαλύπτει» τον Καβάφη, τον Σεφέρη, τον Ελιοτ. Το περιοδικό που τον εισάγει στη Λογοτεχνία είναι η Αγγλοελληνική Επιθεώρηση. 
1948: Αποχωρεί από τη Χριστιανική Κίνηση. 
1950: Αποφοιτά από το Ιστορικό -Αρχαιολογικό τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής. 
1951, Ιανουάριος: Υπηρετεί τη θητεία του ως δεκανέας του πυροβολικού. 
1953, Καλοκαίρι: Απολύεται. 1953/1954: Διδάσκει για λίγο καιρό ως φιλόλογος στο Ιδιωτικό Σχολείο του Γ. Ψιχούλα στο Γιδά (Αλεξάνδρεια) Ημαθίας. 
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ (1951-1953). ΥΠΗΡΕΤΗΣΕ ΩΣ ΔΕΚΑΝΕΑΣ ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟΥ.

1954, Μάρτιος: Καταθέτει το όνομά του στην «τράπεζα του πνεύματος». Τυπώνει το πρώτο βιβλίο του ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ με 11 ολιγόστιχα ποιήματα. 
1954: Συνδέεται φιλικά με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Γνωρίζεται με τους Γ. Θέμελη, Τάκη Βαρβιτσιώτη, Π. Σπανδωνίδη, Ζωή Καρέλλη, Ν. Πεντζίκη, Γ. Κιτσόπουλο, Γ. Βαφόπουλο. Στην Αθήνα γνωρίζεται με τους Νίκο Καρούζο, Αλκιβιάδη Γιαννόπουλο, Κώστα Ταχτσή, Μίλτο Σαχτούρη, Νίκο Φωκά, Τάκη Σινόπουλο, Φώτη Κόντογλου, Δημήτρη Χριστοδούλου. 
1954, 20 Αυγούστου: Ορκίζεται ως βοηθός στην τακτική έδρα της Αρχαίας Ιστορίας της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης. 
1955, 15 Φεβρουαρίου: Αλλάζει το επώνυμό του σε Ιωάννου με την υπ’ αριθμ. 2823/15-2-1955 απόφαση του Υπουργού Γενικού Διοικητού Βορείου Ελλάδος. «Το όνομα δεν το διάλεξα, βέβαια, τυχαία. Λεγόταν ο πατέρας μου “Ιωάννης” κι έτσι θέλησα να τον τιμήσω». (ΦΥΛΛΑΔΙΟ 5-6, Θύσανοι σελ. 71). 
1955, 15 Σεπτεμβρίου: Νιώθει να τον καταπιέζει η προοπτική μιας ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας και παραιτείται από το Πανεπιστήμιο. Στη συνέχεια διδάσκει στο Κολλέγιο Αθηνών (Ψυχικό) για έναν περίπου χρόνο. Κατόπιν επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη. «Δεν μπορούσα να υποφέρω τη μουχλιασμένη ζωή ενός βοηθού. (...) Ότι ετόλμησα να φύγω ήταν σταθμός στη ζωή μου». (ΙΧΝΕΥΤΗΣ, Μάρτιος 1985, τ.1, σελ. 7).
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΙΩΑΝΝΗ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟ 1963 ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ ΤΟΝ ΣΠΙΤΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ 208.

1957, Σεπτέμβριος: Διδάσκει σε επαρχιακό ιδιωτικό σχολείο στα Τρίκαλα. 
Σχολ. Έτος 1958-59: Διδάσκει σε σχολείο στη Λάρισα. Συμμετέχει με το συνθετικό ποίημα Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ σε λογοτεχνικό διαγωνισμό του Δήμου Θεσσαλονίκη. Του απονέμεται βραβείο. 
1958: Εκδίδεται το λογοτεχνικό περιοδικό ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ. Ο Ιωάννου θα παραμείνει τακτικός συνεργάτης μέχρι το 1965. 
1959, Φθινόπωρο: Επιστρέφει στην Αθήνα. Διδάσκει πάλι σε ιδιωτικό γυμνάσιο. 
1960, Σεπτέμβριος»: Διορίζεται στη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Τοποθετείται cos φιλόλογος στο Καστρί Κυνουρίας, ένα ειδυλλιακό χωριό της ορεινής Πελοποννήσου. 
1961, Σεπτέμβριος: Αρχίζει να γράφει τα πρώτα του πεζά: ΟΙ ΚΟΤΕΣ, ΤΑ ΛΑΪΚΑ ΣΥΝΕΜΑ, Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ. 
1961, 10 Νοεμβρίου: Σαλπάρει για τη Βεγγάζη της Λιβύης, όπου φτάνει ως αναπληρωματικός καθηγητής. Εκεί ιδρύει το Ελληνικό Γυμνάσιο. 
1962, 26 Μαΐου: Πεθαίνει ο πατέρας του Ιωάννης. 
ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥ, ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ. Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΕΣΣΑΝΗ, ΚΑΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΟΡΟΛΟΠΗΣ, ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΑΠΟ ΤΗ ΡΑΙΔΕΣΤΟ ΤΗΣ ΠΡΟΠΟΝΤΙΔΑΣ.

1963: Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ η δεύτερη ποιητική του συλλογή ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΔΕΝΤΡΑ. Λήγει η απόσπασή του στη Λιβύη. Επιστρέφει στην Κυνουρία. Μαζί με μαθητές συλλέγει δημοτικά τραγούδια της περιοχής και τα κυκλοφορεί σε μικρό, πολυγραφημένο τεύχος με τον τίτλο ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ». 
1964, 25 Αυγούστου: Πεθαίνει ο μικρότερος αδελφός του Θεοδωράκης σε ηλικία 18 ετών. Πονάει: «Ενα προικισμένο παιδί που είχε ζωγραφικό ταλέντο (...) Ητανε πιθανώς το πιο αξιόλογο μέλος της οικογένειάς μας αυτό». (ΙΧΝΕΥΤΗΣ, Μάρτιος 1985, τ. 1, σελ. 5). 
1964: Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ το πρώτο βιβλίο του με πεζά ΓΙΑ ΕΝΑ ΦΙΛΟΤΙΜΟ. Εξομολογείται: «Συχνά σηκωνόσουν μες στα άγρια μεσάνυχτα, όχι μόνο για να σημειώσεις κάτι, αλλά και για να ξαναδιαβάσεις εκείνο ή το άλλο σημείο, να δεις πώς ακούγεται, πώς σου φαίνεται σχεδόν μέσα στον ύπνο, μέσα στον ύπνο και στον ξύπνο, μέσα στην απόλυτη σιγή, καθώς το πρόφερες. Και τα έκαμνες αυτά, γιατί πιστεύεις πως την ουσία των πραγμάτων - και τα κείμενα πράγματα είναι - δεν την αγγίζουμε μόνο σε κατάσταση νηφαλιότητας, αλλά και ύπνου και μισοϋπνου και μεθυσιού και πόνου και πόθου». (Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Εις εαυτόν, σελ. 229). Μετατίθεται στο Γυμνάσιο Κασσάνδρας Χαλκιδικής. 
1965: Δημοσιεύονται στο περιοδικό ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ τα ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ», επιλογή από την έκδοση του 1963. Κυκλοφορούν και σε ανάτυπο. Γνωρίζεται με τους Στρατή Τσίρκα, Στρατή Δούκα, Γιώργο και Λένα Σαββίδη. Διακόπτει τις φιλικές του σχέσεις με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Αποχωρεί από τη ΔΙΑΓΩΝΙΟ.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΡΓΑΖΟΤΑΝ ΩΣ ΜΗΧΑΝΟΔΗΓΟΣ ΣΤΟΥΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟΥΣ.

1966: Πιστεύει πάντα πως «η νεοελληνική ψυχή διψάει για την παράδοση». Εκδίδει στην Αθήνα τη συλλογή ΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΜΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ. Μετατίθεται στο Γυμνάσιο Καλαμαριάς Θεσσαλονίκη. Η δυνατή αγάπη του για τη λαϊκή παράδοση συνεχίζεται με την έκδοση της συλλογής ΜΑΓΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ. 
1967: Δημοσιεύει στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ (18/3/67) τη μετάφραση της ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ ΕΝ ΤΑΥΡΟΙΣ του Ευριπίδη. Επισημαίνει: «Με τη δικτατορία σταματήσατε οι πιο πολλοί συγγραφείς να εκδίδετε βιβλία, επειδή είχατε χάσει τη διάθεσή σας, αλλά και δεν θέλατε να τα προσκομίσετε στη λογοκρισία για έγκριση». (Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Εις εαυτόν, σελ. 236). 
1969: Κυκλοφορεί σε βιβλίο η μετάφρασή του της τραγωδίας του Ευριπίδη ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Η ΕΝ ΤΑΥΡΟΙΣ. Ομολογεί: «Εγώ δεν έγινα φιλόλογος, γιατί εκεί επέτυχα. Αλλά από πολλή αγάπη προς τους Αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, γενικά προς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και με την πάροδο του χρόνου και με τις σπουδές, τους αγάπησα ακόμη περισσότερο». (ΙΧΝΕΥΤΗΣ, Μάρτιος 1985, τ. 1, σελ. 11). 
Ο Γ. ΙΩΑΝΝΟΥ (ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ’60 ΜΑΛΛΟΝ) ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΠΟΛΥΓΝΩΤΟΥ ΣΤΗΝ ΠΛΑΚΑ, ΚΟΝΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΓΟΡΑ, ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΟΠΟΥ ΗΤΑΝ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΤΟΥ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ. Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ Σ’ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΕΙΧΕ ΖΗΣΕΙ ΚΙ Ο ΙΔΙΟΣ ΑΡΚΕΤΑ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΑ ΩΣ ΕΦΗΒΟΣ, ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ.

1969, 21 Φεβρουαρίου: Σε εκδήλωση στο Ινστιτούτο Γκαίτε της Αθήνας, συναντάει τον ποιητή της θάλασσας Νίκο Καββαδία, τους Μάριο Χάκκα, Γιάννη Δάλλα, Μένη Κουμανταρέα, Στρατή Τσίρκα, Τάκη Σινόπουλο, Κώστα Ταχτσή, Στέλλα Μαραγκουδάκη, Αλέξανδρο Αργυρίου. 
1970: Εκδίδει τη συλλογή ΠΑΡΑΛΟΓΕΣ, ένα ακόμα βιβλίο με λαογραφικό υλικό. 
1971, Σεπτέμβριος: Μετατίθεται στην Αθήνα. Μένει στο σπίτι της Αρλέτας, Δεληγιάννη 3, Εξάρχεια ή Μουσείο. Ήταν το πνευματικό του εργαστήρι. Αποκαλύπτει: «Εγώ θέλω να ζω στο επίκεντρο των μεγαλουπόλεων, και κατά προτίμηση της Αθήνας, γιατί εκεί μπορώ να είμαι πραγματικά μόνος και να μην κουρελιάζομαι από τη μοναξιά». (ΦΥΛΛΑΔΙΟ 3-4, Ένας τωρινός λογοτέχνης στο κλεινόν άστυ, σελ. 43). Εργάζεται σε Γυμνάσιο και έπειτα στο υπουργείο Παιδείας. Κυκλοφορεί η συλλογή πεζογραφημάτων ΣΑΡΚΟΦΑΓΟΣ. Αρχίζει να τυπώνεται Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ, μια τρίτομη συλλογή έργων του ελληνικού Θεάτρου Σκιών. Η έκδοση ολοκληρώνεται το 1972. Γράφει: «Κουράστηκες πολύ με τον ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ. Κάθισες και αντέγραφες με το χέρι όλα τα κείμενα - εκατοντάδες σελίδες [...] Η μανία σου να φτιάχνεις με το χέρι τα κείμενά σου για να τα βλέπεις ταχτοποιημένα (...) Η γραφομηχανή δεν σου επιτρέπει να ζωγραφίσεις τη λέξη, να μετάσχεις και με τις κινήσεις σου στην ανάκλησή της». (Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Εις εαυτόν σελ. 242-243). 
1973: Εκδίδεται η συλλογή ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΜΑΣ. Κυκλοφορεί με τον τίτλο ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΔΕΝΤΡΑ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΑ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1954-1963, συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του. 
1974, Άνοιξη: Κυκλοφορεί Η ΜΟΝΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ, βιβλίο με διηγήματα. Δημοσιεύει στο περιοδικό ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ το κείμενο ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ για την 20χρονη παρουσία του στα γράμματα. Μετά τη μεταπολίτευση είναι βασικό μέλος της επιτροπής του υπουργείου Παιδείας που ετοιμάζει το ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ και ο εισηγητής των περισσότερων νέων κειμένων που μπήκαν το 1975 στα νεοελληνικά αναγνώσματα της Μέσης Εκπαίδευσης. 
1976: Εκδίδεται από το υπουργείο Παιδείας έως το 1981, υπό τη διεύθυνση του φιλολόγου K. Ν. Παπανικολάου, το μαθητικό περιοδικό ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΓΕΝΙΑ. Ο Ιωάννου είναι ένας από τους κυριότερους συνεργάτες του και υπεύθυνος της στήλης ΤΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ ΜΑΣ με τους μαθητές, σε όλη τη διάρκεια της έκδοσής του. Εκδίδει συγκεντρωμένα τα πεζογραφήματά του σε έναν τόμο με τίτλο: ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ από τις εκδόσεις ΕΡΜΗΣ. 
1977: Αντιδρά έντονα με δημοσιεύματα για το περιεχόμενο διάλεξή του καθηγητή Δ. Ν. Μαρωνίτη. 1978: Τυπώνεται ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΑΙΜΑ, συλλογή πεζογραφημάτων για τη Θεσσαλονίκη που είχαν πρωτοδημοσευθεί στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. Αρχίζει να εκδίδεται το ΦΥΛΛΑΔΙΟ (1, 2), περιοδικό πνευματικής ζωής. Το γράφει ολόκληρο μόνος του. Στο ΦΥΛΛΑΔΙΟ περιέχονται πολυάριθμα μαχητικά και δηκτικά σχόλια που τα ονομάζει «Θυσάνους». Συνεργάζεται τακτικά στην εφημερίδα ΠΡΩΪΝΗ. 
1979: Του απονέμεται το πρώτο κρατικό βραβείο διηγήματος για ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΑΙΜΑ. Εκδίδεται το ΦΥΛΛΑΔΙΟ 3-4. Προάγεται σε γυμνασιάρχη και μετατίθεται στο Καρλόβασι Σάμου όπου πηγαίνει για λίγους μήνες. Παραμένει τελικά, ως αποσπασμέvoς, στο υπουργείο Παιδείας. 
1980: Εκδίδει τη μετάφραση ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ ΜΟΥΣΑ ΠΑΙΔΙΚΗ, με ποιήματα του Στράτωνος από την ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ. Πιστεύει: «Πρώτα απόλυτη κατανόηση και ύστερα, με τρέμουσα χείρα, απόδοση με πιστότητα ναι, με πιστότητα!- του νοήματος. Αυτό που λεν πως η πιστή μετάφραση είναι κακή μετάφραση, αποτελεί μύθο, για τα κλασικά τουλάχιστον. Η μηχανική κατά λέξη απόδοση ασφαλώς δίνει κάκιστο αποτέλεσμα, αλλά η πιστή με αντίστοιχες σημερινές εκφράσεις απόδοση έχει λαμπρό αποτέλεσμα». (Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Εις εαυτόν, σελ. 237). Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορούν δύο ακόμα βιβλία του. Το πεζογράφημα ΟΜΟΝΟΙΑ 1980 και η συλλογή διηγημάτων ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ. 
1980, 22 Σεπτεμβρίου: Τον χτυπάει ένα αυτοκίνητο στην πλατεία Εξαρχείων. Νοσηλεύεται στο ΚΑΤ επί 4 περίπου μήνες. 
1981: Δημοσιεύει τη συλλογή πεζών ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ, χρονογραφήματα πρωτοδημοσιευμένα στην εφημερίδα ΠΡΩΙΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ υπό τη διςύθυνση του Κώστα Νίτσου. Εκδίδει το πεζογράφημα ΤΑ ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ, χρονικό της νοσηλείας του στο ΚΑΤ. Δημοσιεύει στο περιοδικό ΕΚΗΒΟΛΟΣ (αρ. τεύχους 8-9) τη μετάφρασή του της ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ του Τάκιτου και στο περιοδικό ΘΕΑΤΡΟ (τ. ΙΑ’ αρ. 67/68, σελ. 59-61) το θεατρικό του μονόλογο Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΡΚΤΟΣ. Συνεργάζεται τακτικά στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ από 10 Ιουνίου écos 19 Δεκεμβρίου 1981. Του αρέσει να αρθρογραφεί. «Αυτός ο τρόπος είναι ο μόνος που αρμόζει σε άνθρωπο πνευματικό και αγωνιώντα». (Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Εις εαυτόν, σελ. 275). Κυκλοφορεί το θεατρικό του ΤΟ ΑΥΓΟ ΤΗΣ ΚΟΤΑΣ (α' έκδοση). 
1982: Εκδίδει τρία βιβλία: ΕΦΗΒΩΝ ΚΑΙ ΜΗ, μια συλλογή άρθρων, τα περισσότερα από τα οποία είχαν πρώτοδημοσιευθεί στο περιοδικό ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΓΕΝΙΑ, τη συλλογή ΕΥΦΛΕΚΤΗ ΧΩΡΑ με κείμενά του δημοσιευμένα κατά καιρούς στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. Τέλος την ΚΑΤΑΠΑΚΤΗ με πεζά κείμενα. Επίσης εκδίδεται το ΦΥΛΛΑΔΙΟ 5-6. Τον ίδιο χρόνο στίχοι του Γιώργου Ιωάννου γίνονται 11 τραγούδια στο δίσκο ΚΕΝΤΡΟ ΔΙΕΡΧΟΜΕΝΩΝ σε μουσική Νίκου Μαμαγκάκη. 
1983: Ο Ιωάννου διαβάζει τα κείμενά του «Οι τσιρίδες», «Τα κεφάλια», «Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα», «Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας», «Ομίχλη» στην κασέτα «Γιώργος Ιωάννου, διηγήματα». Παραγωγή, μουσική επιμέλεια: Ρηνιώ Παπανικόλα. 
1984: Επιμελείται φιλολογικά το βιβλίο ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ 1916 - ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΤΕΦ. ΔΡΑΓΟΥΜΗ. Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα κυκλοφορεί η συλλογή πεζογραφημάτων Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. Πηγαίνει στο νοσοκομείο για εξετάσεις. Λέει: «Πρέπει να γίνω καλά, για να δουλεύω νύχτα-μέρα. Θέλω ακόμα μια εικοσαετία ασταμάτητης δουλειάς». 
1985, 6 Φεβρουαρίου: Εισάγεται στο ΣΙΣΜΑΝΟΓΛΕΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ για απλή εγχείρηση προστάτη. Δεν αποτρέπεται δυστυχώς το μοιραίο. Πεθαίνει στις 16 Φεβρουαρίου, σε ηλικία 58 ετών. 
1985, 18 Φεβρουαρίου: Κηδεύεται στη Θεσσαλονίκη, από τον ναό της Αγίας Σοφίας. Η ταφή του έγινε στο νεκροταφείο της Αναστάσες. Η Θεσσαλονίκη χιονισμένη δέχθηκε στην αγκαλιά της το συγγραφέα με την έντονη κοινωνική συνείδηση, Γιώργο Ιωάννου. 
Εξομολογείται: «Νιώθεις ευτυχισμένος που μίλησες, όπως μίλησες. Το γράψιμο για σένα είναι πηγή βαθιάς ευτυχίας». (Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. Εις εαυτόν, σελ. 277). Συχνά αναφωνεί: «Γιατί, Θεέ μου, να μη ζούμε πεντακόσια χρόνια;». (Η ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Εις εαυτόν, σελ. 247). 
1985, Δεκέμβριος: Ο Ιωάννου δεν σιωπά. Εκδίδονται: Ο ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΕΡΩΣ (Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Λαπαθιώτης) και το ΦΥΛΛΑΔΙΟ 7-8 σε επιμέλεια του φιλολόγου Κώστα Καφαντάρη. 
1986, Απρίλιος: Εκδίδεται το βιβλίο Ο ΠΙΚΟΣ ΚΑΙ Η ΠΙΚΑ, παιδικό παραμύθι. 
2000: Εκδίδεται ΤΟ ΚΑΤΟΧΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΧΩΡΙΣ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ του Γιώργου Ιωάννου με εισαγωγή-σχόλια-επίμετρο Αντιγόνης Βλαβιανού. Επίσης: ΤΑ ΔΕΚΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΣΑΜΟΥΗΛΙΔΗ 1949-1951 του Γιώργου Ιωάννου με εισαγωγή-σχόλια Αντιγόνης Βλαβιανού.



Κώστας Καφαντάρης
ΤΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΡΑΨΕ
«Αχ! έχω πολλά να κάνω ακόμα. Eίναι πολύ άραγε να ζητάω είκοσι χρονάκια ακόμη ζωής και δουλειάς;», έγραφε το 1982 στο ΦΥΛΛΑΔΙΟ 5 - 6, ο Γιώργος Iωάννου, ο Γιώργος για μας που τον αγαπήσαμε και τον αγαπάμε και θα τον αγαπάμε και ως άνθρωπο και ως συγγραφέα. (Στην περίπτωσή του δεν ξεχώριζε το ένα από το άλλο). Kαι είχε πολλά, πάρα πολλά να ζήσει και να πράξει και να γράψει ο Γιώργος. Λίγες μέρες προτού να μπει στο ΣΙΣΜΑΝΟΓΛΕΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ για μια απλή εγχείρηση προστάτη, που στάθηκε, δυστυχώς, μοιραία, εξαιτίας μιας σπάνιας επιπλοκής, ο Γιώργος έγραψε σε ένα μικρό χαρτί τα εξής:

Δουλειά 
Δράσις 
Έρωτας

Σε αυτά, με τούτη τη σειρά, θα επικεντρώνονταν ύστερα από τη συνταξιοδότησή του, έχοντας τον χρόνο στη διάθεσή του άφθονο. Λογάριαζε να βγει στη σύνταξη μέσα στο 1985. Όσον αφορά το πρώτο, τη δουλειά, το γράψιμο δηλαδή, ο Γιώργος είχε κατά νου ουκ ολίγα πράγματα. Σχεδίαζε, πρώτα απ' όλα, να γράψει μια σειρά από μυθιστορήματα. Όχι γιατί θα έκανε το χατίρι σε μερικούς μίζερους και κακορίζικους, που, ναι μεν, αναγνώριζαν τη μεγάλη πεζογραφική του αξία - μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς; Τα βιβλία του Γιώργου ΓΙΑ ΕΝΑ ΦΙΛΟΤΙΜΟ, H ΣΑΡΚΟΦΑΓΟΣ, H ΜΟΝΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ, EΠΙΤΑΦΙΟΣ ΘΡΗΝΟΣ και KΑΤΑΠΑΚΤΗ είναι, κατά τη γνώμη μου, από τα κλασικά βιβλία της ελληνικής λογοτεχνίας - αλλά τόνιζαν, με κάποια χαιρεκακία, δεν είχε γράψει μυθιστορήματα, λες και το γεγονός από μόνο του ότι γράφεις μυθιστορήματα - πώς;… με τρόπο μαγικό; - σε καθιστά αυτομάτως σημαντικό ως συγγραφέα.
Μυθιστορήματα
Θα έγραφε μυθιστορήματα για τι ζητούσε η ψυχή του: «Όσο για μένα, ακολουθώ τον ρυθμό της ψυχής μου. Διότι για την ψυχή μου κατά πρώτο λόγο γράφω», έλεγε σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Η ΛΕΞΗ, τον Nοέμβριο του 1984. O Γιώργος ποτέ δεν έγραφε για κάτι που δεν είχε έρθει η ώρα του, ποτέ δεν έγραφε για κάτι που δεν το ήξερε καλά, κάτι για το οποίο δεν αισθανόταν έτοιμος. Προετοιμαζόταν να γράψει τρία μυθιστορήματα. Kαι στα τρία είχε δώσει, όπως έλεγε ο ίδιος, «συνθηματικούς» τίτλους. Στο πρώτο είχε δώσει τον τίτλο Aίμα στην αρένα, που, μάλλον, θα ήταν και ο τελικός του τίτλος. Tο θέμα του, ο πυρήνας γύρω από τον οποίο θα ξετυλιγόταν το μυθιστόρημα αυτό, ήταν η σφαγή το 390 μ.X. στον Iππόδρομο της Θεσσαλονίκης, κατόπιν διαταγής του Mεγάλου Θεοδοσίου, κατ' άλλους εφτά χιλιάδων και κατ' άλλους δεκαπέντε χιλιάδων κατοίκων της πόλης, που είχαν στασιάσει. Kάποια σύγχρονά του πρόσωπα με τα οποία ο Γιώργος είχε έρθει σε αντιπαράθεση, γιατί του είχαν επιτεθεί εντελώς αναίτια, θα παρελαύνανε μέσα στο μυθιστόρημα με το ανάλογο ιστορικό ένδυμα. Στο δεύτερο μυθιστόρημα που ήθελε να γράψει, είχε δώσει τον συνθηματικό τίτλο Kάτω στις ακτές της Aφρικής - έχει γράψει ένα ομώνυμο πεζογράφημα. H μαγιά θα ήταν τα βιώματά του στη Bεγγάζη της Λιβύης, όπου έζησε και δίδαξε για δύο χρόνια στο εκεί ελληνικό γυμνάσιο. Στο τρίτο μυθιστόρημα ο συνθηματικός τίτλος ήταν Συμπόσιο. Θα είχε τη μορφή πλατωνικού διαλόγου - το Συμπόσιον του Πλάτωνος, που το μελετούσε στην εξαιρετική έκδοση του I. Συκουτρή, τον οποίο είχε περί πολλού ως κλασικό φιλόλογο, θα ήταν το «πρότυπό» του και το μυθιστόρημά του θα είχε το ίδιο θέμα με αυτό. Ήθελε η πρώτη του φράση να είναι αυτούσια η πρώτη, ένα κομμάτι της για την ακρίβεια, εξαιρετική στην απλότητα και την καθαρότητά της, φράση από την Πολιτεία του Πλάτωνος: «Kατέβην χθες εις Πειραιάν…».
Πατριώτης
Σχετικά με τη δράση, όποιος μελετήσει το ΦΥΛΛΑΔΙΟ, από το τεύχος 3-4 και μετά, θα διαπιστώσει την αυξανόμενη έγνοια του Γιώργου για τα εθνικά ζητήματα. Eκείνο που τον απασχολούσε περισσότερο - θα ήταν ορθότερο να γράψω τον ανησυχούσε, και όλες οι μετέπειτα εξελίξεις τον δικαίωσαν - ήταν το Σκοπιανό. Σαν για να προλάβει μερικούς καλοθελητές, επαγγελματίες αριστερούς και προοδευτικούς, έγραφε στο Φυλλάδιο 7-8: «Eγώ δεν είμαι εθνικιστής, είμαι πατριώτης. Mε την έννοια της πατρικής γης και πάντων των εν αυτή. Σήμερα θάλλει ο πατριωτισμός, τέρμα η εθνικοφροσύνη». Στο περιοδικό ΓΙΑΤΙ των Σερρών τον Oκτώβριο του 1984, τότε που κανείς, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν έβλεπε μπροστά, δημοσίευσε το κείμενο O Mακεδονικός Aγώνας δεν έληξε. Eπί υπουργίας Δημ. Mαρούδα ο Γιώργος είχε αποσπαστεί από το υπουργείο Παιδείας στο υφυπουργείο Tύπου, στη Zαλοκώστα, για να συγγράψει ένα κείμενο για το Mακεδονικό. Πράγματι ο Γιώργος έγραψε ένα κείμενο εκατό τουλάχιστον, ίσως και παραπάνω, σελίδων, με τον τίτλο O Mακεδονικός Aγώνας, που ποτέ όμως δεν εκδόθηκε. O Γιώργος πίστευε πως αυτοί που του το είχαν παραγγείλει το είχαν θεωρήσει αιχμηρό και επιθετικό και γι' αυτό δεν προχώρησαν στην έκδοσή του. Προσωπικά δεν γνωρίζω πού βρίσκεται - ο Γιώργος δεν είχε κρατήσει αντίγραφό του. Mήπως θα έπρεπε να αναζητηθεί και να εκδοθεί έστω και τώρα; Kι αν δεν μπορεί ή δεν είναι πρόθυμη η ελληνική Πολιτεία να το εκδώσει, μήπως θα ήταν καλύτερο, αφού ανευρεθεί, να δοθεί σε κάποιον ιδιωτικό εκδοτικό οίκο για έκδοση.

Το μέλλον του ανήκει
Eίκοσι χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατό του ο Γιώργος δεν διαβάζεται ανάλογα με την αξία του. Δεν είναι, βέβαια, η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό με συγγραφέα του κύρους και της αξίας του, Έλληνα ή ξένο. O Γιώργος, ο Γιώργος Iωάννου ανήκει στη χορεία των μεγάλων Eλλήνων συγγραφέων - ξέρω πολύ καλά πως ο χώρος δεν είναι ο κατάλληλος για να αποδείξω του λόγου μου το αληθές- στέκεται επάξια και ισάξια δίπλα στους Γ. Bιζυηνό και A. Παπαδιαμάντη (σύμπτωση: ούτε ο Γ. Bιζυηνός έγραψε μυθιστορήματα, ενώ η αξία του A. Παπαδιαμάντη έγκειται στα διηγήματά του) και αν σε μερικούς φανούν υπερβολικά τα λόγια μου και ξινίσουν τα μούτρα, τους προτείνω τότε να βάλουμε ένα αλά Πασκάλ - τρόπον τινά - στοίχημα: Tο μέλλον ανήκει στον Γιώργο Iωάννου. Στο μέλλον οι Έλληνες αναγνώστες θα διαβάζουν Γιώργο Iωάννου. Tο μέλλον θα δείξει πόσο μεγάλος πεζογράφος ήταν, είναι και θα εξακολουθήσει να είναι ο Γιώργος Iωάννου.



Γιώργος Αναστασιάδης
ΓΙΑ ΤΑ ΑΠΟΛΥΤΡΩΤΙΚΑ ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ
«Τα ρεμπέτικα μου προκαλούν μια ψυχική κατάσταση τόσο μελαγχολική και βαθιά ευχάριστη, που λέω πια να το αφήσω εντολή: Έτσι και πεθαίνω, δύο, τρία, πέντε ρεμπέτικα για να υποφέρω αυτές τις δύσκολες στιγμές πιο ελαφρά…» 

Γ. Ιωάννου (περ. ΓΙΑΤΙ, Οκτώβριος 1983) 

Η ιδιαίτερη αγάπη, το μεράκι και η γνώση - εν πολλοίς βιωματική - του Γιώργου Ιωάννου για τα καλά, τα απολυτρωτικά ρεμπέτικα τραγούδια αναδύονται μέσα από τις απόψεις που διατυπώνει για το ρεμπέτικο και τις χαρακτηριστικές αναφορές στα πεζογραφήματα του. Την εκπομπή «Αμαρτωλών Παρηγορία», που μεταδόθηκε σε τρεις συνέχειες από το Δεύτερο Πρόγραμμα του Ραδιοφώνου σημειώνει ο Γιώργος Ιωάννου (ΦΥΛΛΑΔΙΟ, 5-6, 1982), την έφτιαξα με πολύ μεράκι και έκανε, θαρρώ, αίσθηση. Μίλησα για το ρεμπέτικο τραγούδι και για τις εποχές μέσα στις οποίες το έζησα. Ήδη σε άρθρο του στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (31.5.1980, βλ. «Εύφλεκτη χώρα», 1983) είχε καταθέσει χρήσιμες επισημάνσεις για την ιδιότυπη κοινωνική λειτουργία του ρεμπέτικου τραγουδιού.
ΤΟ ΠΑΛΙΟ, ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΤΟΥ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΜΑΖΙ ΜΕ ΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΑ («ΑΠΟ ΧΕΡΙ») ΑΦΗΜΕΝΑ Σ’ ΕΝΑ ΡΑΦΙ (ΦΩΤ.: ΚΑΝΑΡΗΣ ΤΣΙΓΚΑΝΟΣ).

Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα: «Το ρεμπέτικο στο μικροαστικό σπίτι μπήκε μόνο με το ραδιόφωνο. Τα ρεμπέτικα όλη η οικογένεια μπορεί να τ' άκουγε μ' ευχαρίστηση, αλλά την ευχαρίστηση αυτή κανένας ή σχεδόν κανένας δεν την ομολογούσε. Πολύ περισσότερο δεν τα τραγουδούσε μπροστά στα άλλα μέλη της οικογένειας ή δεν αγόραζε τους δίσκους τους, όταν σπάνια υπήρχε γραμμόφωνο. (…) Για τον λαό τα λόγια των δυνατών τραγουδιών ισοδυναμούν με πράξεις, και τις πράξεις των ρεμπέτικων τις φοβάται και τις ντρέπεται γιατί μόνον αυτός μπορεί να τις κάνει ή και τις κάνει. Οι άλλοι, οι χαρτογιακάδες, τα λένε πιο εύκολα, δεν τα αισθάνονται. (…) Για πολλούς ανθρώπους, μορφωμένους κυρίως, το ρεμπέτικο αποτελεί σήμερα αυτό που ήταν παλιά το δημοτικό για τις αγροτικές μάζες: Τους εκφράζει, τους ελαφρώνει πραγματικά το άκουσμα και το
Η «ΣΑΛΟΤΡΑΠΕΖΑΡΙΑ» ΤΟΥ ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΑΝΤΑ ΑΛΛΑ ΣΥΝΗΘΩΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΚΑΙ ΣΚΟΤΕΙΝΗ, ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΠΑΝΤΑ ΦΩΤΙΣΜΕΝΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ… (ΦΩΤ.: ΚΑΝΑΡΗΣ ΤΣΙΓΚΑΝΟΣ)

τραγούδισμά του και επιδρά απάνω τους ενθουσιαστικά μόλις ακουστούν έστω και οι πρώτες του νότες (…) Το ρεμπέτικο έχει άφθονους θιασώτες κυρίως για τη μουσική, καθώς και τα λόγια του, και πολύ λιγότερους για τον χορό του. (…) Οι χορευτικές κινήσεις του ρεμπέτικου εξακολουθούν πολύ περισσότερο από τις νότες και τα λόγια του να μαρτυρούν την υποκοσμική καταγωγή του (…) Χρειάζεται πολύ κέφι για να φτάσει μια εορτάζουσα οικία και ομάδα στα ρεμπέτικα, ενώ στα ταγκό και στα βαλς και στ' άλλα φτάνει αμέσως (…) Τα ρεμπέτικα ταιριάζουν πιο πολύ στη νύχτα, και όσο πιο νύχτα, τόσο κατανυχτικότερα…». 
«Πολλά τραγούδια» (του Β. Τσιτσάνη) - γράφει στο τελευταίο ΦΥΛΛΑΔΙΟ (7-8, 1985) ο Γιώργος Ιωάννου, «με παραλύουν, μου κόβουν τα γόνατα όταν τα ακούω. Θα ήθελα, έστω και από μακριά, τα κείμενα που γράφω να δίνουν σε κάποιους αυτή την αίσθηση…». 

Τραγούδια-σημάνσεις 
Στα πεζογραφήματά του ο Γ. Ι. χρησιμοποιεί γνωστά ρεμπέτικα τραγούδια ως σημάνσεις λαϊκών τόπων, τρόπων και - κυρίως - χορών:
«Ο παλιός σταθμός απέναντι ρημαγμένος (…) τις νύχτες χορεύουν εδώ καλά ρεμπέτικα και κυρίως τσιφτετέλι». 
«Μ' ένα γρόσι στα τζου-μποξ άρχισαν τα ζεϊμπέκικα του Μητσάκη» 
«Κάποιος χορεύει και μάλιστα καλά (…) Άναψαν κι όλας οι ιστορίες για το πώς ξεγλίστρησε ο καθένας μας απ' την όλο στοργή πατρίδα…» 
(«Για ένα φιλότιμο»)
«Πιο δυνατά το μαγνητόφωνο πρόσταξε. Βάλε ρεμπέτικα (…) Ο νεαρός σηκώθηκε απότομα και πήγε στο μαγνητόφωνο. Το βούτηξε στα δύο του χέρια, ενώ εκείνο τραγουδούσε την ΟΜΟΡΦΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και το σαβούρντισε πάνω στο πάγκο με τα γυαλικά». 
(«Η μόνη κληρονομιά»)
«Στα δημοτικά λουτρά δίπλα στο λιμάνι (...) το πιο συνηθισμένο ήταν ρεμπέτικα τραγούδια και χοροί μετά το λούσιμο. Ήταν κι ένας γλυκόφωνος ανάμεσά τους, παιδί από τη Βάρνα, που είχε μεράκι με τα καλά ρεμπέτικα: Βράδιασε και στο Γεντί Κουλέ... 
Το ζεϊμπέκικο και το χασάπικο παίρνουν και δίνουν. Ποτέ ίσως δεν χορεύτηκαν σωστότερα. Δεν έπνιγαν τις συσπάσεις του κορμιού τα ρούχα κι έβλεπες την έκφραση του σκοπού πάνω σ' όλα τα μέλη…». 
«Oλη η ανηφόρα των Σαράντα Εκκλησιών είχε κατά διαστήματα φανάρια με γκαζόλαμπες. Είναι τα μόνα φανάρια που πρόφτασα και σ' αυτά τρέχει ο νους μου όταν ακούω το καταλυτικό ρεμπέτικο του Μητσάκη: «Κάτω απ' το σβηστό φανάρι / κοιμάται κάποιο παληκάρι …» 
(«Το δικό μας αίμα»)
«Σ' όλες τις ταβέρνες και τα κέντρα τα λαϊκά μπορούσες ν' απολαύσεις τα Σαββατοκύριακα αυθόρμητους χορούς, ρεμπέτικους, απεγνωσμένους (…), καθώς και τραγούδια ρεμπέτικα ή μάγκικα όπως τα λέγαν…». 
(«Η θαμπή εποχή του '50»: ΦΥΛΛΑΔΙΟ, 3-4, 1978-79)



Αντιγόνη Βλαβιανού
«ΦΥΛΛΑΔΙΟ» - Η ΕΠΙΠΕΔΗ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΤΗΣ ΣΦΑΙΡΑ
Στις 30 Ιουνίου 1979 και ώρα 12.00 το μεσημέρι, ο δικαιούχος Γεώργιος Ιωάννου του Ιωάννου, συγγραφέας, υποβάλλει στο υπουργείο Εμπορίου διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ιωάννη Παπαγεωργίου το έντυπο κατάθεσης ημεδαπού σήματος (αρ. 75185) για το προς διάκρισιν προϊόν: «Φυλλάδιο - τριμηνιαίο περιοδικό με λογοτεχνική και πνευματική ύλη και με θέματα πνευματικής ζωής». Πλην όμως, το εν λόγω περιοδικό έχει ήδη κυκλοφορήσει δειλά από την άνοιξη του '78 ένα φτενό δεκαεξασέλιδο τεύχος με βυσσινί εξώφυλλο και τρία φύλλα κισσού για βινιέτα, που ο συγγραφέας - εκδότης του σπεύδει να χαρακτηρίσει ως «αδιαμόρφωτο πρώτο τεύχος», ενώ διευκρινίζει ότι «θα δημοσιεύονται σ' αυτό κυρίως δικά του κείμενα», χωρίς να αποκλείει «ένα τμήμα, όχι εκτεταμένο του περιοδικού να αφιερώνεται, αργότερα, σε κείμενα φίλων, λογοτεχνών και μη». Για ένα πράγμα πάντως είναι κατηγορηματικός: «Το «Φυλλάδιο» δεν θα ασχολείται ούτε με αριστουργηματολογίες ούτε με καλλιγραφίες […]. Θα καταπιάνεται με κείμενα ουσιαστικά και σοβαρά γραμμένα.» (Φυλλάδιο 1). 
ΠΟΙΑ ΑΔΗΡΙΤΗ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΥΠΑΓΟΡΕΥΕΙ, ΑΡΑΓΕ, ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΙΔΙΟΤΥΠΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ - ΠΟΥ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙ, ΕΚΔΙΔΕΙ ΚΑΙ ΔΙΑΝΕΜΕΙ ΜΕ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΤΟΥ ΕΥΘΥΝΗ ΚΑΙ ΦΡΟΝΤΙΔΑ - ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΠΙΕΣΤΙΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ ΤΟΝ ΩΘΕΙ ΝΑ ΕΠΙΣΠΕΥΣΕΙ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΤΕΥΧΟΥΣ; 

Θα πρέπει να περιμένουμε έξι χρόνια ώς την έκδοση του βιβλίου του Η Πρωτεύουσα των προσφύγων (1984), στο τελευταίο κείμενο του οποίου - με τον αυρηλιανό τίτλο «Εις εαυτόν» - ο Γ. Ιωάννου, ανακεφαλαιώνοντας απολογιστικά την 30χρονη συγγραφική του δράση, επιστρέφει στην προσωπική επίθεση που δέχτηκε «από τον παλαιό γνώριμό του Δ. Μαρωνίτη» την άνοιξη του '77 και εξηγεί (σελ. 260) πώς «από τη μια η απόλυτη άρνηση [ορισμένων διευθυντών περιοδικών και εφημερίδων] - πού σε είδα πού σε ξέρω - να φιλοξενήσουν στα έντυπά τους την απάντησή [τ]ου κατά του Μαρωνίτη, κι από την άλλη κάποιες ευτυχείς συμπτώσεις, [τον] έκαναν να […] βγάλει κάπως βιαστικά το πρώτο τεύχος, για να γίνει η αρχή».

ΓΙΑ ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Ιδού, λοιπόν, που ο Γ. Ιωάννου, παρακινούμενος από το παράδειγμα του φίλου του Βασίλη Διοσκουρίδη - που εξέδιδε στο ιδιωτικό τυπογραφείο του το περιοδικό Εκηβόλος - και την πολύτιμη βοήθεια του τυπογράφου Αιμίλιου Καλιακάτσου, βρίσκει, ως άλλος Pierre Mac Orlan, «στην άκρη ενός αδιέξοδου νόημα στο πεπρωμένο του» και επιδίδεται με θέρμη και προσωπικό μόχθο στη συγγραφή της σύνολης ύλης του Φυλλαδίου, απαλλαγμένος από τον «λύκο της δακτυλογράφου» - αφού τα γράφει όλα μόνος του και, δη, με το χέρι - και αρνούμενος κατηγορηματικά (παρά την αρχική του εξαγγελία) κάθε συνεργασία ή μοιρασιά στο πόνημα και στο φρόνημα που συνεπάγει. Άλλωστε, το εν λόγω αδιέξοδο δεν αφορά μόνο την ανωτέρω απαντητική επιστολή του, αλλά και σε πλείστες όσες καταγγελίες του δεν «θα έβλεπαν [ποτέ] το φως της δημοσιότητας στις στήλες των εφημερίδων», όπως επίσης και στην «κατάπνιξη της φωνής του», αφού άλλοι επιλέγουν ανάμεσα «στα προσκομιζόμενα σ' αυτούς κείμενα - ποια θα δουν το φως και ποια όχι» (στο ίδιο, σελ. 261). 
Έτσι καθώς προχωρεί η διαδοχική έκδοση των τευχών του Φυλλαδίου -που μετά το 2ο τεύχος γίνονται διπλά και στοιχειοθετούνται στο τυπογραφείο του Χρήστου Μανουσαρίδη - η φυσιογνωμία του περιοδικού προσεγγίζει σταδιακά τις αρχικές προθέσεις του συγγραφέα και ως προς την αγωνιστική τους διάθεση και ως προς την προστατευτική τους προαίρεση για όσα κείμενά του ελέγχονται αδέσποτα, αζήτητα ή ανεπιθύμητα αλλού και αναζητούν στις σελίδες του περιοδικού στέγη και το δικό τους αναγνωστικό κοινό. Πιο συγκεκριμένα, εκτός από τη μετάφραση ποιημάτων του Μελέαγρου ή του Στράτωνος από το XII βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας, καθώς και επιτυμβίων επιγραμμάτων από το VII βιβλίο της, που κοσμούν όλα τα εξώφυλλα του περιοδικού, και πέρα από αρκετά πεζά κείμενα που θα περιληφθούν αργότερα στα βιβλία του Το Δικό μας αίμα (1980), Επιτάφιος θρήνος (1980), Καταπακτή (1982), Εφήβων και μη (1982) και Πρωτεύουσα των προσφύγων (1984), - το καθαυτό καινοτόμο και αγωνιστικό στοιχείο εντοπίζεται από το 2ο τεύχος ήδη στους «θυσάνους», ένα κράμα αποτιμήσεων, εξομολογήσεων και τολμηρών σχολίων που, εν είδει «μικρού, έστω και πειρατικού, πομπού» (Φ. 3-4, σ. 46), συνιστούν χίλιες επιστολές διαμαρτυρίας, με τις οποίες ο Γ. Ιωάννου θίγει τα κακώς κείμενα στην πνευματική και πολιτική ζωή του τόπου, καταγγέλλει πράξεις, κατονομάζει ανθρώπους, στηλιτεύει, εξοργίζεται και επαναστατεί. 
ΟΙ «ΘΥΣΑΝΟΙ» 
Το έλασσον, βέβαια, από τις αρχικές προθέσεις του έχει οριστικά χαθεί: ο χαρακτηρισμός «τρίμηνο περιοδικό πνευματικής ζωής» διαγράφεται οριστικά από τον υπότιτλο του τεύχους 5-6 (1982), που κυκλοφορεί τρία χρόνια μετά την προηγούμενη έκδοση του περιοδικού (1978-79). Αυτό που προέχει, όμως, για τον Γ. Ιωάννου είναι να προσεγγίσει όσο το δυνατόν περισσότερο στην αρχική ιδέα του για ένα περιοδικό «συνδεδεμένο με την ύπαρξή [τ]ου, [που] είτε τρίμηνο είτε εξάμηνο είτε ετήσιο είτε τυπωμένο είτε χειρόγραφο είτε νόμιμο είτε παράνομο είτε απ' την Αθήνα είτε απ' την επαρχία είτε απ' το εξωτερικό, […] θα βγαίνει πάντοτε [και θα] περιέχει κείμενα […] που δεν θα μπορούσαν, είτε ως πολύ προσωπικά είτε ως ενοχλητικά, να δημοσιευθούν στα περιοδικά και τις εφημερίδες» (στο ίδιο και Φ. 5-6, σ. 86). Αυτά τα «εξειδικευμένα» κείμενα -όπως τα χαρακτηρίζει ο ίδιος- και οι «θύσανοι», που τους θεωρεί «μικρά πεζογραφήματά του» (στο ίδιο σ. 63), συνιστούν το μείζον για τον Γ. Ιωάννου, το οποίο έχει πλέον κατακτηθεί, καθώς τα άστεγα και ανεπίδοτα κείμενά του καλύπτουν όλο και περισσότερες σελίδες του περιοδικού, ενώ οι «θύσανοι» πολλαπλασιάζονται και ανδρώνονται, απειλώντας να αφομοιώσουν τον τίτλο του Φυλλαδίου κατά συνεκδοχήν. (Ενδεικτική είναι η περίπτωση αναγνώστη που σταματάει στον δρόμο τον συγγραφέα και τον ρωτάει «πότε θα βγούνε οι «θύσανοι»;», εννοώντας το Φυλλάδιο {στο ίδιο, σ. 32}). Μάλιστα, στο τεύχος 7-8, οι «θύσανοι» πολλαπλασιάζονται σε βαθμό που υποχρεώνουν τον Γ. Ιωάννου να τους κατατάξει σε κατηγορίες, αθροίζοντάς τους με τακτικούς αριθμούς και προτάσσοντάς τους τίτλους δηλωτικούς του περιεχομένου τους. 

ΜΑΧΗΤΙΚΟΣ 
Η ενδελεχής μελέτη της εξέλιξης του Φυλλαδίου στην επταετία '78-'85, με τη σταδιακή επικράτηση των «εξειδικευμένων» κειμένων και, κυρίως, των «θυσάνων», προβάλλει, λοιπόν, εμφατικά μιαν άκρως μαχητική πλευρά του συγγραφέα, που δεν προϋποθέτει μόνο πολυμέρεια, πολυμάθεια και φιλαλήθεια εκ μέρους του, αλλά, πρωτίστως, προτάσσει το αξίωμα ότι «η λογοτεχνία δεν είναι διπλωματία. Είναι ακριβώς το αντίθετο» (από ανέκδοτο Θύσσανο). Eτσι, είτε υπογραμμίζει τις ανορθογραφίες του κόσμου στήνοντας επάλξεις και ανοίγοντας μέτωπα μεθοδικά και ανατρεπτικά, είτε ξεκαθαρίζει «τα του οίκου του» (από ανέκδοτο Θύσσανο), αυτοσαρκαζόμενος αφοπλιστικά, ο Γ. Ιωάννου δεν ακονίζει μόνο τη μνήμη αλλά και την μήνιν όσων απώλεσαν την πρώτη ή λείαναν τη δεύτερη με τον καιρό. Συνεπώς, το Φυλλάδιο, εν είδει αιχμής του δόρατος, αποδεικνύεται «φοβερό όργανο στα χέρια του, [καθώς] βάζει τάξη στον κόσμο του, μέσα του και έξω του» («Εις εαυτόν», ο.π. σ. 260) και αφυπνίζει συνειδήσεις. Δεν τον ενδιαφέρει, όμως, να εισακουστεί από τους «πολλούς και ακατατόπιστους», αλλά από τους λίγους κι εκλεκτούς, αφού δεν είναι στις προθέσεις του «το «Φυλλάδιο» να καταντήσει εμπορικό περιοδικό» (στο ίδιο, σ. 265)1. Θέλει να παραμείνει στα χίλια πεντακόσια αντίτυπα περίπου. «[…] Η πολεμική που ασκώ, δεν θα ήθελα να περιπέσ[ει] στα στόματα του πλήθους. Είναι φοβερό να ακούς αυτά που ξεστόμισες να τα επαναλαμβάνουν ανίδεοι» (Φ. 7-8, σ. 40), γράφει αντιπαραθέτοντας εαυτόν στην πλειοψηφία που «θέλει να ζει μέσα στην αιχμηρότητα της κορυφής», ενώ εκείνος προτιμά «να επωάζει μέσα σε μια καλοφτιαγμένη φωλιά» (από ανέκδοτο Θύσσανο). 

Αυτήν τη φωλιά -ως καταφύγιο, κρυψώνα και ορμητήριο- συμβολίζει και το Φυλλάδιο στη συγγραφική πορεία του Γ. Ιωάννου. Μιαν αγκάλη προστατευτική, μια κιβωτό σφαιρική, όπου έστερξαν να βρουν απάγκειο όλα τα πτηνά της γραφής του: το ποίημα και το πεζογράφημα, το θεατρικό μονόπρακτο και το χρονογράφημα, το σχόλιο, η κριτική και το μετάφρασμα. Ο νους πηγαίνει αβίαστα στη «γυάλινη σφαίρα», που επικαλείται ο Τέλλος Aγρας ως «γραφική αλληγορία» για να εξεικονίσει το νόμο της βαρύτητας που αναζητεί κάθε έργο ως στήριγμα: «Oσο δε βρίσκει κανείς την επίπεδη επιφάνεια, η σφαίρα κυλά, - έρμαια, έκθετη, ανισορρόπητη, πάνω στο τραπέζι. Μα όταν [τη] βρη κανείς […], η σφαίρα στέκεται ορθή, βασίζεται, δε σαλεύει», γράφει εν έτει '33 (περιοδικό «Ρυθμός», τ. 9, Πειραιάς, σ. 280). Αυτήν την «επίπεδη επιφάνεια» -ως μυστική βάση μιας πολυμέριμνης και πολυειδούς γραφής- εικονίζει και το Φυλλάδιο στο σύνολο έργο του Γ. Ιωάννου. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι σε αυτό σκόπευε «να περιοριστεί σιγά σιγά» στο μέλλον («Εις εαυτόν», ό.π. σ.261). 

Σημείωση: 
1. Κι ας του καταλογίζει έγνοια «κονόμας» ο Ν. Χριστιανόπουλος σε μια πρόσφατη συνέντευξή του («Bηmagazino», στο «Βήμα της Κυριακής», Αθήνα, 12.12.04, σ. 40). Αλλά ο Γ. Ι. είχε προβλέψει και την περίπτωση αυτή: «Το «ο αποθανών δεδικαίωται» απέθανε. Και όχι βέβαια πως τέθηκε σε ισχύ το «ο αποθανών ξυλεύεται». Όχι », γράφει σε ένα χειρόγραφο ανέκδοτο «θύσανο» από τον φάκελο «Θάνατοι», που προόριζε για το τχ. 7-8.



Δημήτριος Κόκορης
ΒΙΩΜΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΟΝ Γ. ΙΩΑΝΝΟΥ: ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΚΔΟΧΗ
Οι φιλολογικές κριτικές και λογοτεχνικές καταθέσεις του Γιώργου Ιωάννου συγκροτούν ένα έργο σημαντικό και πολύπτυχο. Πυρήνας της συνεισφοράς του Ιωάννου είναι τα πεζογραφήματά του, τα οποία τοποθετούν τον δημιουργό τους σε εξέχουσα θέση του μεταπολεμικού λογοτεχνικού μας κανόνα. Η πεζογραφία τού Ιωάννου είχε και έχει υψηλόβαθμη απήχηση στους αναγνώστες, στους μελετητές, αλλά και σε συνομηλίκους και νεότερους ομότεχνους του. Ωστόσο, ο Ιωάννου ξεκίνησε ως ποιητής και είναι κοινός κριτικός τόπος ότι η πεζογραφική παραγωγή του ενέχει και αρκετά ποιητικά στοιχεία. Η αίσθηση της αμαρτίας, η εξομολογητικότητα, η ανάγκη ανθρώπινης επαφής, η λειτουργία της μνήμης αποτελούν δομικούς άξονες τόσο της ποιητικής όσο και της πεζογραφικής παρουσίας του συγγραφέα, ενώ εντοπίζονται βιώματα που ως θέματα τα έχει
επεξεργαστεί και σε ποιητική, και σε πεζογραφική εκδοχή. Απλώς αναφέρουμε, για παράδειγμα, αφού ακόμη και οι τίτλοι σκιαγραφούν τη θεματική σύγκλιση, το ποίημα «Ομίχλη πέφτει» από τη συλλογή Τα Χίλια Δέντρα (α΄ εκδ. 1963) και το διήγημα «Ομίχλη» από τη Μόνη κληρονομιά (α΄ εκδ. 1974). Θα σχολιάσουμε εκτενέστερα ένα ποίημα και ένα πεζογράφημα του Ιωάννου, που θεμελιώνουν τη συγκινησιακή δυναμική τους σε ομοειδή βιώματα ή προφανώς και στο ίδιο βίωμα: Στον θάνατο ενός νεαρού στρατιώτη σε δυστύχημα. Τόσο η αφηγηματική φωνή του ποιήματος όσο και ο δραματοποιημένος αφηγητής του πεζογραφήματος υπογραμμίζουν τη συναδελφική και συναισθηματική σύνδεσή τους με το αδικοχαμένο παλικάρι. 

Το ποίημα προέρχεται από Τα Χίλια Δέντρα: 

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ 

Όταν ήρθε το σήμα πως σκοτώθηκε, 
έφυγα πια και ρίχτηκα ξερός μέσα στα χόρτα. 
Όλη τη νύχτα έτρεχα σε κατακίτρινη ερημιά, 
έσκαβα λάκκους - κραύγαζα μια λύση. 
Όσο που ήρθε, όσο που τον έφερα· 
γυμνός και με τον πράσινο μπερέ καψαλισμένο. 

Όταν θα βάλεις τα πολιτικά, 
εμένα να θυμάσαι, μου ψιθύρισε· 
ποτέ μου δεν απόχτησα κουστούμι. 
Η οδυνηρή απώλεια, το τραγικό βίωμα, η μνήμη και η φαντασία ως μοχλοί του ποιήματος και ως πηγές εικόνων και συναισθημάτων κυριαρχούν. Η ρυθμική σκευή των στίχων συγκροτεί την προσωδιακή ταυτότητα του ποιητή Ιωάννου: Οι περισσότεροι στίχοι έχουν μια σχετικά χαλαρή -ωστόσο υπαρκτή- ρυθμική υπόσταση, βασισμένη στην εναλλαγή τροχαϊκής και ιαμβικής φόρτισης: Ο πρώτος στίχος, για παράδειγμα, εκκινεί με τέσσερις τροχαϊκές συλλαβές ( ΄ - ΄ -) και ολοκληρώνεται με ιάμβους ( _ ΄ ). Ωστόσο, ο δεύτερος και ο έκτος στίχος είναι ρυθμικώς άψογοι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι. Η σχετική μετρική ελευθεριότητα, εμπλουτισμένη και με νησίδες έμμετρης ρυθμικότητας, η μικρή σε έκταση φόρμα, η ανάπλαση εικόνων και λέξεων με οχήματα τη μνήμη, την εξομολόγηση και τη φαντασία, η συναισθηματική διαύγεια καθορίζουν την ποιητική φλέβα του Ιωάννου, η οποία όμως, όταν απλώθηκε στην περιοχή του πεζού λόγου, μέστωσε τα χαρακτηριστικά της και λειτούργησε πιο πρωτότυπα, αφού οι εξομολογητικές παρεκβάσεις, το μείγμα αναπόλησης και θυμοσοφίας, η χαλαρή -αλλά όχι ανύπαρκτη- πλοκή, ο βαθύς συναισθηματικός τόνος και ο δραματοποιημένος αφηγητής, που αποδίδει τα αφηγούμενα ως και σαν βιώματά του, συγχωνεύτηκαν σε ένα πεζογραφικό χαρμάνι εξαιρετικής ποιότητας. 

ΤΑ ΠΑΣΣΑΛΑΚΙΑ 
Το πεζογράφημα «Τα πασσαλάκια» ανήκει στη συλλογή κειμένων Η σαρκοφάγος (α΄ εκδ. 1971). Στην αρχή του κειμένου στήνεται το σκηνικό εκτύλιξης του βιώματος, μιας και η φύση του πεζού λόγου επιτρέπει τα ομαλά δεσίματα των τμημάτων της αφήγησης (η ποιητική εκδοχή μπαίνει αμέσως στο τραγικό κυρίως θέμα). «Τα παραμεθόρια μέρη με τα τεράστια δέντρα και τα άφθονα άγρια ζώα και πουλιά» είναι ο τόπος στρατοπεδείας, ενώ το ότι το δάσος, όπου στήθηκαν τα αντίσκηνα των φαντάρων, «σκέπαζε ένα παμπάλαιο χριστιανικό νεκροταφείο» συγκροτεί μια τραγική προοικονομία. Όταν ο αφηγητής και ο φίλος του καταπιάνονται να στήσουν το αντίσκηνό τους, διαπιστώνουν ότι δεν τους δόθηκαν πασσαλάκια. «Χωρίς αυτά όμως τίποτε δεν μπορούσε να γίνει. Ευτυχώς που τα χέρια του έπιαναν[…] Ξύλα έκοψε απ' τα γύρω δέντρα πελεκώντας τα με την ξιφολόγχη του. Το αντίσκηνό μας ήταν απ' τα πιο μερακλίδικα». 

Ο τόπος είχε πολλά φίδια. «Εγώ ο ίδιος σκότωσα μια νύχτα ένα (εξομολογείται ο αφηγητής), που είχε τυλιχτεί σ' ένα πασσαλάκι της σκηνής μας και σφύριζε. «Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό», μου είπε ο σύντροφός μου συλλογισμένος», δεύτερη προοικονομία θανάτου, αρρυόμενη από τη γνωστή λαϊκή δοξασία για το τυχερό φίδι του σπιτιού. Πιάνει φωτιά το αντικρινό δάσος, σπεύδουν στρατιώτες για να τη σβήσουν, ακούγονται δυνατές εκρήξεις. «Το πρωί ένα αμάξι τριών τετάρτων σταματημένο μπροστά στο υπασπιστήριο έσταζε απ' τα αίματα. Οι κρότοι εκείνοι, που μας είχαν ξυπνήσει, ήταν νάρκες και όχι δυναμίτες. Δυο τρεις φαντάροι ήταν λαβωμένοι βαριά. Ο φίλος μου είχε αμέσως πεθάνει. Ούτε ήταν δυνατό πια να τον ξαναδώ. Τους είχαν μεταφέρει κιόλας στην πόλη. 

Μου είπαν να παραδώσω τα ατομικά του είδη στη διαχείριση. Αυτός ήταν ο καημός τους. Στάθηκα αρκετή ώρα και τα κοίταζα. Όλα τους αγορίστικα ταχτοποιημένα και καθαρά. «Πάει ο γαμπρός», ψιθύρισα, συλλογιζόμενος τα όσα μου εμπιστεύονταν για τους έρωτές του και τα όνειρά του για πολλά παιδιά». 

Ο αφηγητής συντρίβεται από την αναπάντεχη απώλεια, γονατίζει από τη βαριά στενοχώρια. Παίρνει άδεια και μετά τη γνωστοποίηση της επιστροφής του στη μονάδα γράφονται τα εξής, τα οποία συγκροτούν και την καταληκτήρια παράγραφο του κειμένου: 

«Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα φτάνοντας στη σκηνή μου, ήταν πως όλα τα πασσαλάκια της είχαν πετάξει κάτι ωραία βλαστάρια υψηλά. Τα χλωρά ξύλα είχαν ξαναζωντανέψει. Η σκηνή μου έμοιαζε τώρα σαν ένας ωραίος τάφος, όπου μπορείς ατέλειωτα να συνομιλείς με τους χαμένους. Τα βλαστάρια αυτά ήταν το πρώτο παρηγορητικό σημάδι ύστερα από πολλές μέρες. Σχεδόν το θεώρησα σα μια χωρατατζίδικη υπόμνηση εκ μέρους του. Δεν είχε τίποτα ολότελα χαθεί κι ας είχε μπηχτεί το παλικάρι μέσα στη γη σα χλωρό πασσαλάκι. Και πράγματι από νύχτα σε νύχτα τα πασσαλάκια του έχουν γίνει πια τεράστια σκοτεινά δέντρα μες στη μνήμη και τη φαντασία μου». 

ΥΠΑΙΝΙΚΤΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ
Ο Ιωάννου εμπλουτίζει την πεζογραφική αποτύπωση του βιώματος με νότες αισιοδοξίες και με ρητές αναφορές στη μνήμη και στη φαντασία, ο ρόλος των οποίων στην ποιητική εκδοχή συνάγεται και υποβάλλεται, χωρίς να υπογραμμίζεται εμφατικά. Ο μεταπολεμικός ποιητικός λόγος στη λυρική - υπαρξιακή και στη νεοϋπερρεαλίζουσα πτυχή του υπέβαλε την υπαινικτική έκφραση, τη διανοητική σκοτεινότητα και τη σχετική διάσπαση της έλλογης τάξης, ενώ στη ρεαλιστική πτυχή του -την οποία αξιοποίησαν ποιητές σαν τον Αναγνωστάκη και τον Χριστιανόπουλο- απέδιδε λιτά και τραγικά τον πυρήνα του βιώματος. Η λογοτεχνική ιδιοσυγκρασία του Ιωάννου τον οδηγούσε -σαν τον καλό χειρουργό- να καθαρίσει εντελώς την πληγή και όλα της τα παρελκόμενα και όχι μόνο να αποδώσει συμπυκνωμένα και λιτά το βάθος της. Επιπρόσθετα, ίσως τον ώθησε προς την πεζογραφία και η θεμιτή φιλοδοξία να εξελιχθεί καλλιτεχνικά και να καταθέσει αρκούντως πρωτότυπο έργο. Περπάτησε με ευστάθεια σε ποιητικά μονοπάτια, στων οποίων όμως τη διάνοιξη δεν είχε πρωτοστατήσει, γι' αυτό με κείμενα σαν αυτά που επισημάναμε, μπορούμε να νιώσουμε πως ένας καλός ποιητής, αναδιατάσσοντας το υλικό του και αξιοποιώντας ευφυείς συγγραφικούς χειρισμούς, μετεξελίχθηκε σε πραγματικά μεγάλο πεζογράφο.



Σοφία Ιακωβίδου
Η ΑΝΕΦΙΚΤΗ ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΤΟΥΛΑΠΑ...
ΤO ΓIATI γίνεται λόγος στο έργο του Ιωάννου, μοιάζει να έχει εν πολλοίς απαντηθεί από την κριτική, ακαδημαϊκή και μη: είναι τέτοιος ο αριθμός των μελετών και άρθρων πάνω στο θέμα της πόλης στο έργο του, ώστε αυτό το θέμα να έχει σχεδόν απορροφήσει τυχόν άλλα και εν τέλει η σκηνογραφία να έχει προσεχθεί περισσότερο από την παράσταση. Αν, ωστόσο, θελήσουμε να εστιάσουμε στη δεύτερη, η πραγματική λογοτεχνική ταυτότητα του «συγγραφέα της Θεσσαλονίκης» θα αναδείξει τις σκιασμένες πλευρές της. 
Hδη το κείμενο που ανοίγει το «Για ένα φιλότιμο», Τα κελιά, θέτει το συγγραφικό του πρόταγμα: να βγάλει τους αναγνώστες από την πλάνη. «Θα 'μαι πολύ ευχαριστημένος όταν, μ' οποιονδήποτε τρόπο, αποχτήσω μέσα σ' αυτήν την πόλη ένα τέτοιο κελί δικό μου... να μη με βρίσκουν εύκολα. Aλλά κι αν με βρουν, να είμαι πανέτοιμος να απολογηθώ και να τους βγάλω μια για πάντα από την πλάνη», όπως λέει κλείνοντας το κείμενό του. 

Το τι είδους είναι η πλάνη αυτή, δεν απαντιέται μόνο σε επίπεδο φόρμας αλλά και περιεχομένου. Με την είσοδό του στην πεζογραφία, ο Ιωάννου δεν εισάγει απλώς ένα νέο λογοτεχνικό είδος, το πεζογράφημα. Προτείνει και μια θέα σ' έναν διαφορετικό κόσμο, θέτει ένα ερώτημα πάνω στις ιεραρχίες που δομούν την κοινωνία, υποδεικνύει ότι το υψηλό και το χαμηλό, το «πάνω» και το «κάτω» δεν παρουσιάζουν μόνο ρωγμές, αλλά και επικοινωνία. Στα Κελιά, με το πρόσχημα του στενού, κλειστού χώρου που «συγκεντρώνει το πνεύμα με την ψυχή, τα σφίγγει με το Θεό» περνάμε από το κελί του μοναχού στο κελί του φυλακισμένου και από τις τουαλέτες του στρατού σ' αυτές του σπιτιού - οι χώροι του ιερού, της λατρείας και της κρίσης μπερδεύονται με σωματικά εκκρίματα και ακαθαρσίες, σε μια ιδιότυπη ισοτοπία που μοιάζει να υποβάλλει η γλώσσα (κελί: φυλακισμένου/μοναχού) και να προεκτείνει ο συγγραφέας. 
Η πρακτική του ανακατέματος, που ο Ιωάννου της «Καταπακτής» διεκδικεί σε άλλο τόνο «θα σκαλίζω πια με την κουτάλα μου στον πάτο του καζανιού μου και ό,τι βγάλω. Oποιοι θέλουνε λαδιά… να πάνε σ' άλλου μάγειρα το καζάνι», προβάλλει ήδη από το πρώτο κείμενο (που δεν τοποθετείται τυχαία στην κορυφή του πρώτου βιβλίου, συνιστά τρόπον τινά το ποιητικό του μανιφέστο) αλλά πιο ήπια, μια και προσέχεται ιδιαίτερα το ύφος. «Εκείνο που μετράει περισσότερο είναι, νομίζω, ο τόνος της διαμαρτυρίας. Oύτε θρασύς, ούτε και να λυγίζει. Και τα δύο είναι ύποπτα. Δύσκολο όμως να πετύχεις τον σωστό τόνο, όταν σε κοιτάζουν τόσοι και τόσοι, περιμένοντας να διαπιστώσουν αυτό ακριβώς το πράγμα.» (Τα κελιά). 

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ 
Ο Ιωάννου πράγματι πέτυχε τον σωστό τόνο, και το ανατρεπτικό περιεχόμενο πέρασε σχεδόν απαρατήρητο με όχημα το νέο λογοτεχνικό είδος. Το πεζογράφημα κατάφερε να ισορροπήσει τον κίνδυνο της έκθεσης που δημιουργούσε η αδήριτη ανάγκη για εξομολόγηση, όντας μια φόρμα μικτή, κρυπτική, μακριά από τη γραμμική αφήγηση μιας ιστορίας, δίχως ήρωες που πιθανόν να οδηγούσαν σε ταυτίσεις με τον γράφοντα. «Hταν θεραπεία ως εκ θαύματος, συμφωνία εν ριπή οφθαλμού εκατοντάδων αντιθέσεων που σε καταξέσκιζαν», όπως θα πει στο απολογιστικό Εις εαυτόν λίγο πριν πεθάνει. Οι αντιθέσεις αυτές είχαν κοινωνικό έρεισμα και ιδεολογικές προεκτάσεις, όπως αυτές που εκφράζονται στα Κελιά, η θεραπευτική όμως λειτουργία της διευθέτησής τους μέσω της γραφής μαρτυρά το ψυχολογικό τους υπόβαθρο. Ένα βαθύ αίσθημα ενοχής, ένας διάχυτος φόβος ορίζει την τάση για απολογία, της δίνει διαστάσεις κοινωνικής καταγγελίας. 
Eτσι, αν στα Κελιά ο αφηγητής του Ιωάννου περιφέρεται στα δικαστήρια προετοιμαζόμενος για την απολογία του σε περίπτωση που συλληφθεί για το αόριστο αδίκημα που αισθάνεται να έχει διαπράξει, στο κείμενο που κλείνει το «Για ένα φιλότιμο», τη Λυσσασμένη αγελάδα, ενοχοποιείται από τους υπόλοιπους πως έχει φάει μολυσμένο κρέας και σχεδόν απομονώνεται από τη μικρή κοινότητα, σύντομα όμως αποκαλύπτεται πως περισσότερο ύποπτοι από τον ίδιο είναι ο στρατηγός και ο δεσπότης. Οι διατροφικές συνήθειες αναλαμβάνουν εδώ να αποκαλύψουν την αβέβαιη ηθική των κρατούντων, μια και αποτελούν προνομιακό χώρο για άσκηση ελέγχου στις αντίστοιχες νόρμες - ο στρατηγός και ο δεσπότης είναι που τρώνε το καλύτερο κρέας, που όμως αποδεικνύεται μολυσμένο. H αλληγορία κρέας - σάρκα μόλις που υποβάλλει τον τύπο της «μόλυνσης». 

Είναι όμως κυρίως στο Λογοτιμήτη της «Σαρκοφάγου», που ο Ιωάννου αναζητεί πραγματικά σημεία που να επιβεβαιώνουν τη λογοτεχνική του γεωγραφία. Αυτήν τη φορά περιφέρεται στις φυλακές της Κασσάνδρας στη Χαλκιδική και, κρυφοκοιτάζοντας τη ζωή των κρατουμένων από τα παράθυρα των κελιών τους, τη συγκρίνει με αυτήν των μοναχών του γειτονικού Αγίου Oρους. «Πού είναι πιο ελεύθερα άραγε;» αναρωτιέται. «Εδώ μέσα ή στην οικογένεια, τον κύκλο και το υπαλληλίκι; Πάντως μοιάζει να είναι αφάνταστα λιγότερη απ' τη δική μου η μοναξιά τους. Καλύτερα, θαρρώ, πολύ καλύτερα σε μοναστήρι ή στις σκιερές φυλακές, μαζί μ' αυτούς που έκαναν το θέλημά τους, παρά έξω, με τους δισταχτικούς και αφυδατωμένους». 

ΟΙ ΔΙΚΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΙ
Η αμέριστη συμπάθεια για τους καταδικασμένους, τους καταπιεσμένους, τους κοινωνικά υποδεέστερους ή και περιθωριοποιημένους, που αναβλύζει σε κάθε σημείο του έργου του Ιωάννου, φαίνεται εδώ καθαρά πως εκκινεί από τη δική του καταπίεση από τον οικογενειακό και εργασιακό κλοιό, από την αναστολή δικών του πράξεων και επιθυμιών. Και, όσο κι αν το ενδιαφέρον του διευρύνεται κοινωνικά, η εστία του είναι καθαρά ερωτική, αυτή ορίζει τους παραλληλισμούς και τις ιδεολογικές αποχρώσεις, όπως και τις προνομιακές σκηνογραφίες της αφηγηματικής δράσης. Λίγο ενδιαφέρει αν αυτή τοποθετείται στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα ή στη Βεγγάζη της Λιβύης, μια και οι χώροι είναι παντού αντίστοιχοι, χώροι όπου συγκεντρώνονται ει δυνατόν αποκλειστικά άντρες της λαϊκής τάξης, σημεία που επιτρέπουν την κατανάλωση του θεάματος του αντρικού σώματος, πάντοτε στιβαρού, «δεμένου» από τη χειρωνακτική εργασία. 
Τα λαϊκά σινεμά, Τα λιμενικά λουτρά στη Θεσσαλονίκη, φτηνά δωμάτια λαϊκών ξενοδοχείων στην Αθήνα ή Η πλατεία Αγίου Βαρδαρίου, που εύκολα εναλλάσσεται με την Ομόνοια κατά την αθηναϊκή περίοδο του συγγραφέα, παίρνοντας μάλιστα τις διαστάσεις του ομώνυμου βιβλίου («Ομόνοια 1980»), συνιστούν κάποιες μόνο από αυτές τις θέσεις - κείμενα, που προσφέρουν θέα στην ερωτική κίνηση, από την πλευρά ενός παρατηρητή που καταγράφει, διατυπώνει κρίσεις κοινωνικού περιεχομένου, περιγράφει, ενίοτε με λατρεία που αγγίζει την αγιογραφία, αλλά δεν συμμετέχει. Δεν είναι λοιπόν η πόλη που έχει σημασία αλλά το ψυχικό εκτόπισμα αυτής της στάσης - είτε πρόκειται για τον Ιωάννου στην πλατεία Ομονοίας, είτε για τον Ζωρζ Περέκ στην πλατεία Σαιν Σουλπίς στο Παρίσι να καταγράφει αναλυτικά οτιδήποτε καταρτίζοντας λίστες, πρόκειται για την ίδια σκέψη - κατάταξη, την ίδια επιθυμία να κάνουν το έξω μέσα, τη λεγόμενη «νευρωτική τακτοποίηση του παντός». Είναι χαρακτηριστικό πως δύο κείμενα του Ιωάννου που κάνουν λόγο για τον αποκλεισμό από τον έρωτα έχουν την αφηγηματική μορφή της λίστας. Aν όμως στις Κατηγορίες («Για ένα φιλότιμο») περιορίζεται σε μια κατάταξη αυτών που (αυτο)αποκλείονται από την ερωτική επαφή, στην «Καταπακτή» τούς εξαίρει, τους ανυψώνει σε κατά κόσμον μάρτυρες (Οι δικοί μου άγιοι), ενώ τη φορά αυτή περιλαμβάνει ανάμεσά τους και τον ομοφυλόφιλο, ιδιαίτερα τον θηλυπρεπή, λόγω της κοινωνικής κατακραυγής που ξεσηκώνει και μόνο με την παρουσία του. 

ΜΕΤΕΩΡΗ ΚΑΜΠΥΛΗ 
Eτσι, στο τελευταίο του καθαρά λογοτεχνικό βιβλίο, ο Ιωάννου κάνει εν μέρει λόγο για τον πανικό που σκορπά ο ομοφυλόφιλος, την ομοφυλοφοβία, την ίδια στιγμή που σε άλλο κείμενο της «Καταπακτής» παραδέχεται πως αυτή αποτελεί εσωτερικευμένη του κατάσταση («δεν ξεσφραγίζεσαι με τίποτα και δεν ξεφοβάσαι με τίποτα», Στη δύσκολη ώρα), ενώ στην Παραίτηση αποποιείται και την ίδια τη λέξη που δηλώνει την ερωτική του ταυτότητα, προτιμώντας να τον θεωρούν άφιλο: «Καλύτερα αυτό παρά το άλλο, που είναι ακόμη και στην ορθογραφία του δύσκολο με τα αλλεπάλληλα όμοια φύλα». Γίνεται έτσι σαφές τί είδους ήταν ουσιαστικά οι εξαγγελίες των Κελιών και ποια αλλαγή ευαγγελίζονταν - όχι μόνο αυτήν των αναγνωστικών έξεων. Πίσω από την ιδεολογική χροιά των κρίσεων για αμφίβολες ταξινομήσεις, πρόβαλλαν σταδιακά άλλου τύπου νόρμες, ερωτικές, και μια τάση για αναδιάταξή τους. Μόνο που τα μεσσιανικά οράματα του τύπου «επαναστατώ, άρα υπάρχουμε» προέρχονταν από κάποιον που δεν υπήρξε ποτέ επαναστατημένος ο ίδιος. «Δεν είσαι ο Χριστός για να σώσεις» παραδέχεται στα Βαθιά πηγάδια, ενώ ήδη στο πρώτο κείμενο της «Καταπακτής», το Εις λάκκον, μονολογεί: «Μην ελπίζεις σε τίποτα, δεν υπάρχει έλεος. Οι ρόλοι ποτέ δεν πρόκειται να αλλάξουν». 

Ενώ λοιπόν στην «Καταπακτή» συντελείται το πέρασμα σε μια πιο τολμηρή έκφραση κι ένα συχνά απροκάλυπτο ερωτικό περιεχόμενο (που δεν δικαιώνεται πάντα λογοτεχνικά), κι ενώ έχει προηγηθεί το στάδιο του «Επιτάφιου θρήνου» που, σε μια άσκηση συγγραφικής δεξιοτεχνίας (και διεύρυνσης των ορίων του πεζογραφήματος), προσπαθεί να συμφύρει το θρησκευτικό με το σεξουαλικό στοιχείο, ένα ολόκληρο συγγραφικό πρόγραμμα μένει αδικαίωτο. Η «Καταπακτή», αντί να ανοίγει το σώμα του έργου, όπως υπόσχεται ο τίτλος, το κλείνει ματαιωτικά. Η καμπύλη προς την έξοδο από την ντουλάπα, τον τόπο της αντίστασης στην ορατότητα, που κατ' επανάληψη έμοιαζε να διαγράφει το έργο, μένει τελικά μετέωρη.



Κώστας Αγγελικόπουλος
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ
Είχα χαρεί κι είχα στενοχωρηθεί μαζί όταν εκδόθηκαν πριν από μερικά χρόνια συγκεντρωμένες σε ένα τόμο συνεντεύξεις του Γιώργου Ιωάννου («Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής», Συνεντεύξεις (1974 - 1985), πρόλογος - επιμέλεια: Γιώργος Αναστασιάδης, Κέδρος 1996). Συγκεντρώνονταν επιτέλους οι συνεντεύξεις του, αλλά λυπήθηκα γιατί χάθηκε η ευκαιρία να δημοσιευθεί ολόκληρη, χωρίς περικοπές, μια σημαντική συνέντευξη που μου είχε δώσει για την «Καθημερινή» το 1978. Οι εκδότες είχαν συμπεριλάβει στο βιβλίο τη συνέντευξη αυτή, αλλά δεν γνώριζαν ότι υπήρχε αδημοσίευτο στο συρτάρι μου ένα μεγάλο μέρος της, το οποίο προθυμότατα θα παραχωρούσα ώστε να δημοσιευθεί ολοκληρωμένη, αν έμπαιναν στον κόπο να με ενημερώσουν για την έκδοση (ούτε και μετά το έκαναν, άλλωστε).
Η συνέντευξη αυτή έχει τη μικρή της ιστορία (πολύ σημαντική για μένα, γιατί μου έδωσε την ευκαιρία όχι απλώς να γνωρίσω από κοντά έναν πολύ αγαπημένο μου συγγραφέα, αλλά και να αποκτήσω ένα μεγάλο φίλο, καθώς είχα την τύχη από τότε κι έως το θάνατό του να με περιβάλλει ο Ιωάννου με την αγάπη του). Ήμουν τότε νέος στην «Καθημερινή», όπου η Ελένη Βλάχου και ο Δημήτρης Παπαναγιώτου, ο διευθυντής μας, μου είχαν εμπιστευθεί το Ρεπορτάζ Θεμάτων Παιδείας - εν βρασμώ και ευαίσθητο όσο ποτέ εκείνα τα ταραγμένα χρόνια της Μεταπολίτευσης και της «εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης». Θέλησα όμως, μόλις ξεψάρωσα, να απλώσω τα πόδια μου και σε άλλα θέματα, πράγμα που δεν εμπόδισε η μεγαθυμία του διευθυντή μας, του Μίμη. Έτσι το βράδυ της 19ης Δεκεμβρίου 1978 βρέθηκα για πρώτη φορά στο σπίτι του Γιώργου Ιωάννου, στο δίπατο της Αρλέτας, στα Εξάρχεια. H συνάντηση κράτησε ώρες. Έφυγα πετώντας στα σύννεφα. Πέρασα τις Γιορτές εκείνες δουλεύοντας τη συνέντευξη. Τερατώδης απομαγνητοφώνηση, αλλεπάλληλες επεξεργασίες του κειμένου, γραψίματα με το χέρι τεράστιου αριθμού χειρογράφων. Τις πρώτες μέρες του νέου χρόνου παρέδωσα το κείμενο στον διευθυντή, που, παρά τις τόσες του έγνοιες, ασχολήθηκε ο ίδιος μ' αυτό. Το άπλωσε, δόξη και τιμή, σε μια ολόκληρη σελίδα του κυριακάτικου φύλου της 22ας Ιανουαρίου 1979 - σελίδα τότε που χωρούσε ίσως και το διπλάσιο κείμενο απ' ό,τι σήμερα. 
Μεστός κι ουσιώδης ο Ιωάννου, εντυπωσιακά προβεβλημένη η συνέντευξη, διαβάστηκε, συζητήθηκε, σχολιάστηκε, ικανοποιημένος κι ο ίδιος ο συγγραφέας. Αλλά εγώ απαρηγόρητος! Γιατί ο Μίμης είχε περικόψει μπόλικα κομμάτια της - «δεν χωρούσαν», μου είπε, «αλλά, ορισμένα, για να προφυλάξω και τον Ιωάννου, και σένα». Να μ' έσφαζες αίμα δεν θα 'βγαζα. Σήμερα τον ευγνωμονώ. Αν μη τι άλλο, που είχε κόψει ένα φλύαρο, απίστευτα σχοινοτενή πρόλογο, νεανικά «εξομολογητικό». Δεν ενδιέφερε κανέναν. Βλέπω όμως ότι ακόμη και σήμερα, μετά 26 ολόκληρα χρόνια, και 20 από το θάνατο του συγγραφέα, έχουν ενδιαφέρον και είναι καλό να δημοσιευθούν και να υπάρχουν κάπου τα κομμάτια της συνέντευξης που κόπηκαν τότε. Τα δημοσιεύουμε λοιπόν εδώ για πρώτη φορά, ελπίζοντας ότι κάπου, κάποτε, θα δοθεί η ευκαιρία σ' αυτήν τη συνέντευξη να δημοσιευθεί ολόκληρη ως αρχικά είχε. Υπάρχει άλλωστε «ζωντανή», και με τη φωνή του, σε κασέτες. 
Ο επίλογος (κομμένος επίσης): 
Ετοιμάζομαι να τον αποχαιρετήσω. Τον έχω κουράσει. Πέρασαν κάπου πέντε ώρες από τότε που ήρθα. Ξημερώνει ήδη η άλλη μέρα, Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 1978. Μεθαύριο θα φύγει για Θεσσαλονίκη, να κάνει Χριστούγεννα με τους δικούς του. 
Θα μείνετε και την Πρωτοχρονιά επάνω; 
— Όχι, θα έχω επιστρέψει στην Αθήνα. Θα πάω σ' ένα φίλο μου όπου έκανα και πέρυσι Πρωτοχρονιά. Δεν κατάφερε να μας πεθάνει τότε με τα θαλασσινά που κάσες ολόκληρες μας φίλεψε, αλλά ελπίζω φέτος σε καμιά δραστικότερη ιδέα. 
ΣΤΟ Κ.Α.Τ. ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΤΟΥ 1980, ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΣΟΒΑΡΟ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟ ΤΟΥ ΑΠΟ Ι.Χ. 

Καληνυχτίζω γελώντας, κατεβαίνει μαζί μου τα σκαλιά, να με ξεπροβοδίσει: 
— Πάντως φέτος αυτή η συνέντευξη με ανησυχεί περισσότερο κι απ' τα θαλασσινά. Σίγουρα θα περάσω καμιά μαύρη Πρωτοχρονιά! 
— Όλη μου η ψυχοσύνθεση και όλος ο τόνος που έχω στη ζωή και στο γράψιμο, μου δείχνει ότι μου ταιριάζει πολύ να ζω στην περιοχή της πλατείας Κουμουνδούρου. Δεν ξέρω αν κάποτε δεν πάω να κατοικήσω εκεί γύρω. Μ' αυτήν την υπέροχη πλατεία και όλα εκείνα τα πέριξ, τα πραγματικώς ακόμη λαϊκά. Υπάρχουν εκεί μερικά παλιά σπίτια που διασώζουν μιαν ατμόσφαιρα, αλλά και οι πολυκατοικίες, έτσι φτηνές που έχουν χτιστεί και χωρίς αρχιτεκτονικά στολίδια, διαμορφώνουν μια περιοχή που αρκετά μοιάζει με τη Θεσσαλονίκη. Και είναι κι όλες αυτές οι αφετηρίες των λεωφορείων προς τις γύρω κωμοπόλεις και συνοικισμούς που συντελούν ώστε να περνά από κει ένα πλήθος ανθρώπων που έχει επάνω του τον τόνο και την έκφραση που έχω συνηθίσει να εκτιμώ. Κι ακόμη - και αυτό είναι το σπουδαιότερο - σαν υπόβαθρο της περιοχής είναι το νεκροταφείο του Κεραμεικού, που κρατά μιαν ατμόσφαιρα σχεδόν ερωτική. Δεν είναι βέβαια κανένα ενδιαίτημα ερώτων, όπως τα παλιά εβραϊκά μνήματα της Θεσσαλονίκης, εντούτοις δίνει την εντύπωση ότι θα μπορούσε κάλλιστα να γίνεται αυτός ο συνδυασμός, αν η πραγματικότητα το επέτρεπε. Κι αυτό είναι πολύ παρηγορητικό σμίξιμο όταν συμβαίνει. Μου είναι ιδιαίτερα συμπαθητικοί οι χώροι που συγκεντρώνουν και διαποτίζονται από τις δύο κορυφαίες στιγμές της ύπαρξης του ανθρώπου, τον έρωτα και το θάνατο... 
Λέγοντας τα τελευταία λόγια έχει κατεβάσει τα βαριά βλέφαρά του, όπως συχνά κάνει, συγκεντρώνοντας λες τη σκέψη του. Μένει λίγο έτσι, αλλά κάτι θυμάται που τον κάνει να ανοίξει τα μάτια και να ανασηκωθεί, χειρονομώντας ζωηρά: 
— Παρ' όλη βέβαια τη φοβερή αυτή εκκλησία που έχει χτιστεί πάνω στον Κεραμεικό και που, αν υπήρχε καλαισθητική τόλμη, θα έπρεπε, αφού ζητήσουμε συγγνώμη από το Θεό, να τη μεταφέρουμε ευσχήμως... 
Για χάρη του έργου σας θυσιάζετε ένα σεβαστό μέρος της άλλης σας ζωής... 
— Πολύ σεβαστό, τι! Αναστέλλω συνεχώς τη ζωή μου. 
Κι αυτήν την απώλεια πώς την αναπληρώνετε; Τι σας παρηγορεί, αν σας παρηγορεί κάτι. 
— Οπωσδήποτε δεν μπορεί να σε παρηγορήσει η προοπτική, ακόμα και η πεποίθηση της εξασφαλίσεως της υστεροφημίας. Εμένα δεν με απασχολεί αυτό. Το θέλω, αλλά δεν είναι αυτό που με κλείνει στο εργαστήριό μου τόσο τυραννικά. 
ΣΤΟΝ ΚΕΡΑΜΙΚΟ

Είναι μήπως η σκέψη ότι από αυτά που έχετε να πείτε θα ωφεληθεί ο κόσμος γύρω σας, ο λαός... 
— Δεν κατέχομαι εγώ από τις έννοιες «λαός» ή «κόσμος», τις αόριστες. Μπορεί να με γοητέψει η ιδέα μιας παρέας εκλεκτών φίλων που θα διαβάσει αυτό που κάνω. Αλλά και αυτή η κρυφή χαρά παρουσιάζεται προς το τέλος, όταν βλέπω να γίνεται κάτι αυτό που γράφω. Δεν είναι αυτό η κινητήρια δύναμη. Κινητήρια δύναμη είναι η ανάγκη μου για εσωτερική τακτοποίηση. Να τα βάλω σε μια σειρά. Να τα πω. Και μάλιστα να τα πω χωρίς τις λέξεις εκείνες που κάνουν διάφορους, από τους οποίους κάπως εξαρτάται η ζωή μας, να εκμανούν. (Παύση). Χαίρομαι όταν τα λέγω αλλιώς. Και τελικά αυτό που προκύπτει - αυτό το λεξιλόγιο, και η φρασεολογία, και η μετάβαση, και οι συνειρμοί - μου αρέσει πολύ περισσότερο από το να είχα τη δυνατότητα να μιλώ απευθείας. 
Αξίζει όμως για το όποιο έργο μας να φτάνουμε στο σημείο να απαρνιόμαστε την άλλη ζωή μας; 
— Οπωσδήποτε δεν μπορούν να ματαιωθούν ή να ανασταλούν για χάρη της αφοσιώσεως στο έργο σου όλα όσα φέρνει η ζωή μπροστά σου. Η μεγάλη πειθαρχία στην οποία έχω υποβάλει τον εαυτό μου έχει κι αυτή τα όριά της. Και τα όρια αυτά καθορίζονται από τις πολύ δυνατές ανθρώπινες σχέσεις, που κάποτε υπερισχύουν κάθε άλλης αφοσίωσης.Ολόκληρη η απάντησή του για το ζήτημα του έρωτα έχει ως εξής: 
Είναι μερικοί από τους ανθρώπους που εκτιμούν το έργο σας, οι οποίοι ενοχλούνται κάπως όταν αναφέρεστε σε πράγματα που κατά τη γνώμη τους «δεν πρέπει να λέγονται»... 
— Δεν καταλαβαίνω. Τι; Τι πράγματα, ποια; 
Γύρω από το ερωτικό θέμα. Έχουν ενοχληθεί επειδή μιλάτε για κάτι που θεωρείται... 
— Ταμπού! 
Ναι. 
— Νομίζω ότι κι αυτούς που λέτε το ερωτικό θέμα τους απασχολεί πάρα πολύ ή τους απασχόλησε, αν είναι γέροι, αλλά απλώς θα τους απασχόλησε ίσως κατ' άλλο τρόπο. Και επίσης δεν είχαν - ευτυχώς ίσως γι' αυτούς - τη μανία να εννοούν να τακτοποιήσουν τον εαυτό τους εγγράφως. Δεν υπάρχουν άνθρωποι ζωντανοί που δεν τους έχει απασχολήσει το ερωτικό θέμα - το ερωτικό, όχι το σεξουαλικό - και δεν τους έχει καθορίσει περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο. 
Τι υπήρξε για σας ο έρωτας, τι σας πρόσφερε, τι σας αφαίρεσε; 
— Για μένα ο έρωτας υπήρξε η αιώνια ανοιχτή πόρτα προς τους άλλους ανθρώπους. Και με έχει τοποθετήσει τελεσίδικα σε μια θέση συμπάθειας απέναντί τους. 
Η φωνή του ακούγεται γαλήνια, μόνο κάπως κουρασμένη. 
— Δεν φοβούμαι εγώ τους ανθρώπους. Καθόλου. Παρ' όλο που έχω πάθει πολλά. Και όταν βρίσκομαι ανάμεσα σε μεγάλο πλήθος ανθρώπων, στους μεγάλους δρόμους ή σε συνάξεις, δεν νιώθω «συντριβή», όπως ακούω πολλούς να λένε. Αντίθετα νιώθω πάρα πολύ μεγάλη χαρά από τα ανθρώπινα πλάσματα που βρίσκονται γύρω μου. Ίσως αυτό να είναι και ο κυριότερος λόγος που αγαπώ τόσο πολύ τις μεγαλουπόλεις, και φυσικά τις δύο μεγαλουπόλεις που έχει η χώρα μας, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Σε τελική ανάλυση, το μόνο πράγμα που με παρηγορεί και καταστέλλει τη φοβία μου για το θάνατο είναι οι άλλοι, οι πολλοί άνθρωποι. Η μοναξιά μέσα στη φύση με πανικοβάλλει. Ενώ η μοναξιά μέσα στη μεγαλούπολη είναι το ιδανικό μου. Να είμαι κοντά, αλλά όχι μαζί, για να μπορώ να δουλέψω. Εάν δεν είχα αυτήν την ανάγκη της συγγραφικής δημιουργίας, ασφαλώς θα ζούσα, μετά τη δουλειά μου τη βιοποριστική, στα καφενεία, στους μεγάλους δρόμους, στα μεγάλα πάρκα, στα σινεμά. Για να βλέπω πολλούς ανθρώπους γύρω μου. Με παρηγορούν υποσυνείδητα. Όχι μόνο με τον έρωτα που μπορούν να μου παράσχουν, αλλά κυρίως με το παράδειγμα του θανάτου τους, της φθοράς τους. 
Το ερωτικό δέσιμο με έναν άνθρωπο, που άλλοι το έχουν ξεγράψει ως αδύνατο, άλλοι το ζουν, ή νομίζουν ότι το ζουν, και άλλοι το περιμένουν, εσείς πώς το αντιμετωπίζετε; 
— Η ερωτική μου ανάγκη είναι απόλυτα δεμένη με την ανάγκη της αφοσίωσης σε ένα πρόσωπο. Όχι της αφοσίωσης... της λατρείας, της εξουθένωσης μπροστά σ' ένα πρόσωπο. Αλλά αυτό πρακτικά είναι αδύνατο. Είναι αδύνατο... Και όχι μονάχα γιατί δεν βρίσκει ανταπόδοση, αλλά γιατί δεν βρίσκει καν αντικείμενο. Με την έννοια της αποδοχής αυτών των αισθημάτων, και όχι της μεταπτώσεώς τους σε διαφορετική πρακτική. 
Και πώς αναπληρώνεται το κενό που αφήνει αυτή η έλλειψη; 
— Αναπληρώνεται από την έντονη φιλικότητα που διαπιστώνω αργότερα στα πρόσωπα εκείνα τα οποία, αφού γλίτωσαν από τις διαθέσεις μου για συντριβή μπροστά τους, και τακτοποίησαν τη ζωή τους όπως ήθελαν, μετά βλέπω ότι δεν ήταν τόσο αδιάφορα όσο είχαν δείξει. 
Μια άλλη επίκριση εναντίον σας είναι ότι δεν παίρνετε «πιο ανοιχτά» θέση για διάφορα πολιτικοκοινωνικά ζητήματα. 
— Νομίζω ότι όλες οι πλευρές του βίου μου και των πραγμάτων που με τυραννούν πνευματικά βρίσκονται μέσα στο έργο μου. Απλούστατα, δεν γράφω μονοκόμματα πράγματα. Και είναι κι αυτοί που λένε αυτά τα πράγματα μειωμένης παρατηρητικότητας κι αντιλήψεως και δεν μπορούν να δουν τα διάφορα επίπεδα και στοιχεία από τα οποία σύγκειται η δουλειά μου. Είναι όλη μου η ζωή και όλες μου οι ανάγκες - δεν θέλω να χρησιμοποιήσω τις γελοίες αυτές εκφράσεις «κοσμοθεωρία» κ.λ.π. - μέσα στη δουλειά μου. Εγώ δεν έχω καταφέρει να αποκτήσω κομματική ένταξη. Ανήκω βέβαια στο γενικότερο αυτό χώρο που θα μπορούσε να ονομαστεί «της Αριστεράς», αλλά όμως κομματική ένταξη δεν μπορώ να αποκτήσω, γιατί δεν μου κάνει κανένα απ' αυτά.

Το βράδυ της συνέντευξης, 19 Δεκεμβρίου 1978, στο διαμέρισμα του Γιώργου Ιωάννου, πάντα στο δίπατο της Αρλέτας, στα Εξάρχεια. Τότε όμως έμενε ακόμα στο μικρότερο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου. Αργότερα κατέβηκε στο πιο ευρύχωρο διαμέρισμα του ισογείου, όπου και έμεινε ως τον θάνατό του.



Σωτήρης Δημητρίου
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΣΤΑΘΕΡΑ ΕΛΚΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΚΟΠΑΘΗΜΕΝΟΥΣ
O Γιώργος Ιωάννου είναι ο συγγραφέας που θα θέλαμε να έχουμε κοντά μας στις δύσκολες ώρες. Aφαιρεί από τη ζωή τα λαμπιόνια και τις ψευδαισθήσεις και βρίσκει την κρυμμένη ομορφιά και της πιο άχαρης ζωής. H κοινωνικότητα είναι γλυκύτερη στις φυλακές και στα μοναστήρια μάς λέει· ο βαριά άρρωστος με έναν μυστικό τρόπο βρίσκει διέξοδο. Eίναι μετέωρος ανάμεσα στη λαϊκή και στην αστική τάξη και σε ένα επίσης διφορούμενο ισχυρό εμείς - η οικογένειά του, οι Mικρασιάτες πρόσφυγες, η Θεσσαλονίκη. H καρδιά του όμως σταθερά ελκύεται από τους κακοπαθημένους. Aς ακούσουμε τα λόγια του από το διήγημα O ΛΟΓΟΤΙΜΗΤΗΣ. «...Tώρα σφάδαζε μπροστά μας και ξερνοβολούσε. Tοξικομανής, βέβαια, γι' αυτό και τόσο απελπισμένος. Tο σχεδόν ολόγυμνο
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΙ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ

κορμί του ήταν εικονογραφημένο κατά τις καλύτερες παραδόσεις της φυλακής. Oυκ οίδασι ότι το σώμα ημών ναός του εν ημίν Aγίου Πνεύματός έστιν; Πώς μπόρεσε λοιπόν να χωρέσει και τόση βρωμιά; Kι όμως, απάνω σ' αυτά τα παθιασμένα σώματα ριζώνει ωσάν βασιλικός στην κοπριά ο Σταυρός του Xριστού». Kαι δεν πειράζει που είναι μόνον ένα απόσπασμα γιατί νόημα και ομορφιά διατρέχουν φράση φράση όλα σχεδόν τα πεζογραφήματα του Iωάννου. Η αφήγησή του μας ευχαριστεί με την ιδιαίτερη μουσική του, αλλά και τις ιστορίες του. Πολλές δε φορές οι ιστορίες του τόσο πολύ μάς παρασέρνουν, που λησμονάμε τον τρόπο του. Aυτό δείχνει ασφαλώς πόσο κοπίαζε στα κείμενά του. Ξέρουμε πώς καθαρόγραφε με καλλιγραφικά μάλιστα γράμματα τα κείμενά του πολλές φορές. Όταν δε ήθελε να αλλάξει κάτι, μια λέξη, καθαρόγραφε πάλι ολόκληρη τη σελίδα.

ΣΑΝ ΝΑ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ
H αφήγησή του είναι κοντά στην προφορικότητα και, μάλιστα της επώδυνης εξομολογήσεως, και βρίσκει το θεματικό της ανάλογο στα κράσπεδα της ζωής, στους υπονόμους της και συνεχώς ως επωδό περίπου, στο υποχθόνιο μέρος της. Mιλά για τον εαυτό του και είναι σαν να μιλά για όλους μας. Έχει βαθιά επίγνωση τού πόσο όμοιοι είμαστε στα βασικά και στα κρίσιμα. Σταγόνες νερού ακόμα και εκεί που φαίνεται πως υπάρχουν χασμώδεις διαφορές και μια σταγόνα από τις πιο θολές ίσως - ο συγγραφέας μας - μίλησε για όλους από τη χαμηλή σκοπιά. Aπό ξένο άλογο γρήγορα ξεπεζεύεις, λέει μια παροιμία. O Iωάννου όχι μόνον δεν καταδέχτηκε ξένο άλογο, αλλά ήταν ένας συνειδητός πεζοπόρος που ψηλάφιζε τη γειτονιά που του όρισε η τέχνη του. Kαι με τι λάμψη περιβάλλει αίφνης τους ανθρώπους και τους χώρους αυτής της γειτονιάς.
ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ 3

Nιώθεις πως και ο πλέον περιφρονημένος και ταπεινός, ο πιο αμαρτωλός, ο πιο αδαής και άχρηστος άνθρωπος, και ο απόκληρος και ο τρελός και ο ανάπηρος, έχουν τρομερή μυστική αυταξία. Kαι δεν γράφει από καθέδρας. Eμπλέκεται ο ίδιος διαρκώς και πάντα με μελανά χρώματα. Σαν να μας λέει, κακός εσύ; Xειρότερος εγώ. Aστείος και καρικατούρα εσύ; Aστειότερος εγώ. Σαρκάζει και καμιά φορά είναι αμείλικτος με τους σπουδαιοφανείς, με τους αξιωματούχους, με τους λαμπροφορεμένους, με τους λαϊκούς που λαίμαργα κοιτούν τους άρχοντες, με τους επιτηδευμένους, με τους μεταφέροντες. Aς τον ακούσουμε πάλι από το διήγημα +13.12.43. «Έμεινα ξοπίσω και με πήρε το παράπονο. Δεν ήμουν γνωστός τους ή συγγενής τους για να με πάρουν μαζί τους, όπως θα ήθελα. Eγώ τα 'χω καταφέρει να χωρώ και να ταιριάζω μονάχα με κάτι τέτοιους σαν αυτούς του πούλμαν. Γι' αυτό ξεκίνησα για το πιο κοντινό λαϊκό καφενείο, και στον δρόμο συνέχεια έλεγα: Θεέ μου, μη μ' αφήνεις, ούτε καλημέρα να 'χω πια με τέτοια, δήθεν εξευγενισμένα υποκείμενα». Όχι πως χαρίζεται στους λαϊκούς και λούμπεν ήρωές του. Mόνο που εκεί το θάμπος του - θάμπος για την αδιαμεσολάβητη, άσκεφτη ζωή - είναι πιο φανερό και η κριτική του πιο απαλή.

ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΑΠΕΙΝΟΥΣ
Aλλά στους ταπεινούς ανθρώπους του μόχθου, που δεν διαγκωνίζονται για τίποτα, που δεν έχουν τίποτα, παρέχει αμέριστη τη συμπάθειά του. Tόσο ανυψώνει η γραφίδα του αυτές τις ζωές που νιώθουμε να ευνοήθηκαν που δεν κατάφεραν ή δεν θέλησαν να ανελιχθούν κοινωνικά. Oικογένειά του συγγραφική είναι κυρίως οι παππούδες του και οι γιαγιάδες του, τα πατρογονικά του, οι νεκροί του. Xώρος του τα παλιά, ιδίως η Kατοχή και τα δεινά της. Xρόνος του προνομιακός η παιδική του ηλικία. Σέβεται ό,τι ο χρόνος δοκίμασε, αφαιρεί συνεχώς τις κρούστες του νεωτερισμού, του προοδευτισμού και της πόζας. Θα ήθελε όμως κανείς και τον Iωάννου ως άνθρωπο κοντά του, στις δύσκολες στιγμές του. Kι αυτό γιατί διαισθανόμαστε ότι ο συγγραφέας συμπάσχει με τους ήρωές του, με τους ανθρώπους. Aνήκει στη σπάνια κατηγορία των ανθρώπων που μπορούν δίχως νοητική μεσολάβηση αλλά και τον αυθόρμητο τρόμο της καρδιάς τους να βρεθούν σε ηθική συστοιχία με τον συνάνθρωπό τους. Aς ακούσουμε όμως το τέλος του διηγήματος ΛΑΖΑΡΙΝΑ. «Mονάχα στον στρατό τα μουλάρια βρίσκουν κάποια αγάπη. Kι οι μουλαράδες φαντάροι, που συνήθως είναι τα πιο αθώα και περιφρονημένα παλικάρια, συχνά τα χαϊδεύουν με τις χοντρές χερούκλες τους. Kι αυτά που δεν γνώρισαν καμιά άλλη γλύκα στη ζωή τους, τους κοιτάζουν σοβαρά σοβαρά και σαν λυπημένα».



Θοδωρής Γκόνης
Η ΣΚΑΛΑ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒ
Πώς γίνεται απ' τα Χαυτεία έως το Μουσείο ή από την Ομόνοια έως την Αρχαία Αγορά -από την Αθηνάς- να ταξιδεύεις τις οκτώ γωνιές του Σύμπαντος... να βλέπεις τους Δικούς σου και τους Ξένους σου να περπατούν και να 'ρχονται στο καφενείο «Aθήναιον». 

«Όταν πρωτοπήγα, ο Δουξ του Σπρουξ είχε πελατεία από Πελοποννήσιους κυρίως. Άνθρωποι μελαχρινοί, πονηροί και σπαθάτοι. Αναφέρομαι στους νεαρούς φυσικά, γιατί τότε γέρους δεν έβαζαν στο δωμάτιό μου. Ατέλειωτες συζητήσεις κάμναμε, ξαπλωμένοι στα κρεβάτια μας. Τόσο καλές ώστε την επόμενη βραδιά μαζεύονταν νωρίς νωρίς και με περίμεναν. Προτιμούσαν τη δικιά μου παρέα και από βόλτες, κι από σινεμά κι από βρωμοέρωτες της Ομόνοιας...» 
(«O Δουξ του Σπρουξ», H σαρκοφάγος.)
Σαν το θυμάρι του βουνού στεκόμουν και σε άκουγα. Kι ας λένε οι... βετεράνοι της ζωής πως οι νέοι τα αυτιά τα έχουν μόνο για σκουλαρίκια, κρίκους και χαλκάδες, πως η υπομονή, η ηρεμία και η ακοή δεν συγκατοικούν με τη νεότητα. Γαϊδουρινά αυτιά είχα ο καημένος και στόμα ορθάνοιχτο σαν χάνος. Μιλούσες με τα μάτια κλεισμένα. Έψαχνες, ταξίδευες, βούλιαζες, άκουγες και έβγαζες τις λέξεις ζωντανές, αγκιστρωμένες, φωτεινές, σπαρταριστές, μελωδίες που είχαν χρόνια ν' ακουστούν. Mε τον τρόπο σου έλεγες - η όραση είναι απατηλή, μονάχα η ακοή, αυτή μονάχα... το αυτί... και δώσ' του πατητές κι αναπνοές γρήγορες, κοφτές και σταθερές. 

Πόσες θάλασσες, πόσο αλατόνερο ρούφηξες και έφτυσες, για να φτάσουνε σε μας οι λέξεις σου τόσο γλύκες, να έρθουνε οι άνθρωποι μας να μας βρουν και να τους βρούμε. 

Πώς γίνεται να ταξιδεύεις με κάποιον, χωρίς να θες καθόλου να μιλάς, μόνο να ακούς, να είσαι είκοσι χρονών και να 'ναι ωραία, σαν εσύ να του μιλάς, τόσο ωραία να ακούς!! Στο βάθος το στενόμακρο να φτάνουν ξημερώματα με το ταξί το νοικιασμένο, πέντε και έξι άτομα μαζί από το Ναύπλιο, την Τρίπολη, το Άργος, να μπερδεύονται με οικοδόμους και εργάτες σκοτεινούς και λιγομίλητους, να πίνουν τον καφέ τον τούρκικο στο ποτήρι του κρασιού, να ξεκινούν αυτοί για τις δουλειές τους τις άγιες και οι δικοί σου για τα νοσοκομεία, τους γιατρούς. Nα περιμένουν μάταια κάτι ξεφτέρια που τους είχαν τάξει βοήθεια και γνωριμίες με μεγαλογιατρούς και κλινικές και πρόσωπα υψηλά, «θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά». Nα τρέχουν να χτυπούν πόρτες, ν' ανεβαίνουν σκάλες και πατώματα και χιλιοτσαλαπατημένοι να επιστρέφουν να χωθούνε στην Ομόνοια, στην αγκαλιά της, να βρούνε παρηγοριά με τους ομοίους τους, προσμένοντας την ώρα της επιστροφής. 

Nα βλέπεις τον πατέρα και τους θείους σου ντυμένους στο χακί να στέκονται όμορφοι, έξω απ' του Mπακάκου, να ξεκινούν την εξερεύνηση της πρωτεύουσας, πιασμένοι απ' το σκοινί -αόρατο για όλους τους άλλους, όχι για μας- να τους κρατάει δεμένους με το κέντρο, με τον τόπο τους. Nα μετρούν γωνίες, τετράγωνα, να σημαδεύουν κτίρια, μέγαρα και παλάτια. 

Nα πιάνουν κάμαρες, δωμάτιο για μια βραδιά στην Πειραιώς, στο «Aργολίς», στο «Mαίναλον». Nα κρατιούνται γερά από τις λέξεις τις γνωστές, τα ονόματα τα σίγουρα και τα δοκιμασμένα. 

[...] 

Σαν το θυμάρι του βουνού στέκομαι ακόμα -ναι ακόμα- κι ακούω και διαβάζω τις λέξεις και τα λόγια σου, κι ας λένε οι ποντικομαμές... Είναι οι απόγονοι της γνωστής αλεπούς που προπαγανδίζει τη μόδα της κομμένης ουράς, επειδή αυτή δεν έχει πια. 

Πιάνομαι από το σκοινί το αόρατο, τη σκάλα του Ιακώβ, δένομαι, ανεβαίνω τα λόγια σου, συνεχίζω την εξερεύνηση μαζί με τους δικούς μου, μ' εσένανε μαζί, κλείνω τα μάτια μου. Ακούω. Βλέπω. 

«...και τα πρόσωπα που έρχονται κοντά σου και φεύγουν σαν τα πουλιά, είναι πολύ ωραίο να μην περνούν από κανένα κόσκινο ή στοργικό δήθεν μάτι...». 

(«Tα ξόρκια», H σαρκοφάγος.)



Γιώργος Ιωάννου
Ο Γ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΓΙΑ ΤΟ «ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ» του Κ. ΤΑΧΤΣΗ
ΘΑΝΑΣΗΣ ΝΙΑΡΧΟΣ: Έχουμε κοντά μας τον εξαίρετο πεζογράφο, ομότεχνο του Κώστα Ταχτσή, τον Γιώργο Ιωάννου, που θα μας μιλήσει για την προσφορά του δημιουργού τού Τρίτου στεφανιού στη νεοελληνική λογοτεχνία. Κύριε Ιωάννου, θα θέλατε να μας πείτε τι προσεκόμισε με το έργο και πιο συγκεκριμένα με το Τρίτο στεφάνι αλλά και με τα άλλα του έργα ο Κώστας Ταχτσής στην πεζογραφία μας; 
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ: Σας ευχαριστώ, κ. Νιάρχο, που με ρωτάτε για τον φίλο μου, τον Κώστα Ταχτσή. Τον Ταχτσή τον γνωρίζω και τον θαυμάζω από χρόνια. Τον θαυμάζω ως συγγραφέα και ως άνθρωπο. Το Τρίτο στεφάνι είναι το καλύτερο ώς τώρα μυθιστόρημα που γράφτηκε από άνθρωπο της γενιάς μας. Και είπα το «ώς τώρα» γιατί γράφουμε ακόμη όλοι μας, και ας έχουμε μια ένσταση. Ας μην είμαστε πάρα πολύ απόλυτοι. Και σ' αυτό νομίζω ότι ο ίδιος ο Ταχτσής δεν θα είχε διαφορετική γνώμη. Πάντως το Τρίτο στεφάνι είναι μια δυνατή σύνθεση της σημερινής, σχεδόν της σημερινής, νεο-ελληνικής ζωής. Ο κόσμος του ή, αν θέλετε, ο κόσμος των λέξεών τους, είναι ένας κόσμος σοφά καθημερινός, ώστε και τη ζωή χωρίς περιττολογίες να αποδίδει, αλλά και μια νέα καλαισθησία να δημιουργεί. Και θα ήθελα εδώ πάνω να σας μιλήσω και για τον Ταχτσή, και για μένα, και για τους όμοιας γραμμής ομοτέχνους μας.
Θ.Ν.: Εχει ιδιαίτερη σημασία η μαρτυρία σας αυτή, γιατί βγαίνει σε σχέση με μια κοινή πορεία που έχετε κάνει στα Γράμματα, και ιδιαίτερα στην πεζογραφία. Και οι δυο σας είστε κατεξοχήν πεζογράφοι, μετά έρχονται όλα τ' άλλα. 
Γ.Ι.: Πραγματικά είναι αρκετά κοινή η πορεία μας, αλλά θα σας μιλήσω αργότερα γι' αυτό. Τώρα θέλω να σημειώσω, με την ευκαιρία που μου δίνετε, ότι ο Ταχτσής με το έργο του είναι ένας από τους συντελεστές του νέου τόνου που έχει λάβει η λογοτεχνία μας, και όχι βέβαια μόνο με το Τρίτο στεφάνι αλλά και με το άλλο του βιβλίο, Τα ρέστα, και με το τελευταίο του, Η γιαγιά μου η Αθήνα. Με όλα αυτά μαζί. Βέβαια το Τρίτο στεφάνι θεωρώ, όπως άλλωστε το θεωρούμε και όλοι, ότι είναι το αριστούργημά του. Εχει συντελέσει στο νέο τόνο που έχει λάβει η λογοτεχνία μας. Αυτό που λέω «νέος τόνος» είναι βέβαια αόριστο, αλλά μπορεί οποιοσδήποτε (δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς σοφός μελετητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας) να πάρει ως δείγματα τα καλύτερα βιβλία των προηγούμενών μας ή των προ-προηγούμενών μας, μάλλον επιφανών λογοτεχνών, του Μυριβήλη, του Βενέζη, και να τα συγκρίνει ως προς τη γλώσσα και τον κόσμο τους με τα σημερινά βιβλία και να δει πόσο έχει αλλάξει η λογοτεχνία. Και σ' αυτό το πράγμα έχει συντελέσει σημαντικά ο Ταχτσής με το έργο του. Γιατί ήταν ένα έργο πολύ σημαντικό, και επηρέασε. 
Θ.Ν.: Αυτόν τον τόνο τον έδωσε το περιεχόμενο ή η γλώσσα; 
Γ.Ι.: Οπωσδήποτε πρώτα είναι το περιεχόμενο. Και αυτό, μέσα από ταλαντούχους στην έκφραση και στον γραπτό λόγο ανθρώπους, δημιουργεί τη νέα έκφραση, τη νέα γλώσσα. Οταν λέμε γλώσσα δεν εννοούμε το προσωπικό βέβαια ύφος, αλλά το νέο τόνο. Μέσα σε αυτή την ομάδα δεν σας κρύβω ότι συγκαταλέγω και τον εαυτό μου. 
Θ.Ν.: Είναι μια άποψη θα έλεγε κανείς κοινής παραδοχής. 
Γ.Ι.: Δεν ξέρω πόσο έχω προσωπικά συντελέσει, αλλά οπωσδήποτε έχω συντελέσει, και δεν θέλω να κάνω σεμνότητες που δεν ταιριάζουν, γιατί συζητούμε σοβαρά. Δεν ξέρω πόσοι και ποιοι είμαστε. Είμαστε λίγοι, αλλά πάντως έχουμε κατορθώσει αυτό που σας είπα. Γράφοντας σιγά σιγά με προσοχή, με θυσίες, με περιφρόνηση των εντελώς πρόσκαιρων κερδών και προβολών, έχουμε κατορθώσει να επιβάλουμε ένα νέο τόνο, χωρίς φυσικά να έχουμε κοινό προσωπικό ύφος. Ο καθένας μας έχει το ύφος του και τον τρόπο του. Αλλά φέρνουμε έναν νέο τόνο, διότι είχαμε ένα νέο περιεχόμενο. Ημασταν φορτισμένοι από ένα νέο περιεχόμενο, που είναι βέβαια αποτέλεσμα και της προσωπικής μας μοίρας, αλλά προπαντός των κοινών, πολύ έντονων γεγονότων που ζήσαμε στην ηλικία που σφραγίζεται κανείς πάρα πολύ. Οπως ήτανε ο πόλεμος, η Κατοχή, αλλά και τα μετέπειτα. Τότε που ενώ ήμασταν έφηβοι και σπουδάζαμε, είχαμε όλες αυτές τις ελλείψεις, τις καταπιέσεις, αλλά και τη μεγάλη χαρά που έδιναν τα λιγοστά ωραία πράγματα που μπορούσαμε να προσεγγίσουμε. 
Θ.Ν.: Αν μου επιτρέπετε μια παρένθεση, θα έλεγα πως τόσο ο Ταχτσής όσο κι εσείς φέρατε στην επιφάνεια και καλλιεργήσατε ένα χώρο περιφρονημένο, και απαγορευμένο ώς πρόσφατα, ένα χώρο που δίσταζαν να καταπιαστούν μαζί του παλαιότεροι συγγραφείς. Δημιουργήσατε μια οικειότητα για τον χώρο αυτό στο πλατύ αναγνωστικό κοινό, κάτι που έδωσε τη ζωντάνια και ποιότητα στη γλώσσα σας. 
Γ.Ι.: Ετσι είναι, συμφωνώ. Σίγουρα όμως δεν πέσαμε και εμείς από τον ουρανό. Εχουμε πνευματικούς προγόνους, που δεν είμαι σε θέση να σας τους αναφέρω όλους καταλεπτώς, αλλά θέλω να τιμήσω τώρα αμέσως τον πρόσφατα πεθαμένο Δημήτρη Χατζή, ο οποίος έχει αυτόν τον τόνο, περιέχει μέσα στα βιβλία του αυτόν ακριβώς τον περιφρονημένο, τον τσαλαπατημένο κόσμο των προσώπων, των πραγμάτων και των καταστάσεων που με πολλή διακρικότητα, όχι βέβαια με αποκλειστικότητα, και όχι μόνον αυτόν, φέραμε και εμείς. Εμείς τον προβάλαμε περισσότερο, αλλά σας επαναλαμβάνω όχι και αποκλειστικά. Είναι ωστόσο το έργο μας, και για να επιστρέψω και στο έργο του Ταχτσή, είναι μια γενικότερη σύνθεση της ζωής. Δεν έχει καμία αποκλειστικότητα και ροπή προς αυτές τις καταστάσεις, αλλά τις καταξιώνει. Γι' αυτό λέμε ιδίως για το εξαίσιο μυθιστόρημα του Ταχτσή το Τρίτο στεφάνι, ότι είναι μια γερή και καθολική σύνθεση τής λίγο περασμένης νεοελληνικής ζωής, καμωμένης όμως από έναν άνθρωπο των ημερών μας. 
Θ.Ν.: Θα θέλατε να μας μιλήσετε για τον Κώστα Ταχτσή ως άνθρωπο, μια και τον έχετε ζήσει και συναναστραφεί και είναι κοινή η πορεία σας μέσα στα Γράμματα; 
Γ.Ι.: Πολύ ευχαρίστως, γιατί τον Κώστα τον αγαπώ και τον εκτιμώ πάρα πολύ. Και μολονότι τον βλέπω σπάνια τώρα, καθώς μας έχουν πάρει οι δουλειές όλους μας, εντούτοις όταν τον βλέπω είναι σαν να έχω να τον συναντήσω λίγες μόνον ώρες. Τόση οικειότητα αισθάνομαι και τόσο καταλαβαίνω όλα αυτά που μου λέει ή του λέω χωρίς πολλά λόγια και διηγήσεις. Να σας δώσω μια γενική εντύπωση. Ο Κώστας χαρακτηρίζεται, πέρα βέβαια από τα λογοτεχνικά του προσόντα, που τα συνάγουμε από τη μελέτη των βιβλίων του, από μεγάλη εξυπνάδα. Είναι πανθομολογουμένως ένας εύστροφος άνθρωπος, τολμηρός και με ιδιαίτερη παρρησία. Οταν βλέπει το στραβό, αυτό με το οποίο δεν συμφωνεί, το λέει κατάμουτρα κι ας γίνει ό,τι θέλει. Υπάρχουν πολλά ανέκδοτα για την παρρησία του Ταχτσή. Αλλά θα ήθελα κάπως ιστορικότερα να μιλήσω για το πρόσωπό του. Με τον Ταχτσή έχουμε πολλά κοινά σημεία. Είχαμε πολλά κοινά σημεία προτού γνωριστούμε. Πρώτα πρώτα, είμαστε γεννημένοι και οι δυο στη Θεσσαλονίκη, τον ίδιο, μάλιστα, χρόνο, το 1927. Ο Ταχτσής είναι λίγο μεγαλύτερός μου. Αυτό και μου το έχει πει, αλλά μπορώ να σας εξομολογηθώ τώρα, το έχω κιόλας σημειωμένο. Το σημείωσα με μια ευκαιρία που δόθηκε προ ετών, δεν θυμάμαι, ίσως προ δώδεκα ετών, όταν ο Ταχτσής μου έστειλε ένα γράμμα στη Θεσσαλονίκη, και μου έλεγε βγάλε μου σε παρακαλώ ένα πιστοποιητικό από το ληξιαρχείο, γιατί το θέλω για κάτι. Ετρεξα, έβγαλα το πιστοποιητικό, αλλά όταν είδα αυτή τη σύμπτωση, την τόσο κοντινή ηλικία μας, σημείωσα τα στοιχεία αυτά σ' ένα τετράδιο μου, το οποίο χρησιμοποιώ ακόμα. Σ' ένα τετράδιό μου όπου έχω τηλέφωνα και διευθύνσεις φίλων, γνωστών κ.λπ. Ακόμη το χρησιμοποιώ αυτό το τετράδιο και το ξεφυλλίζω συχνά. Το έχω εδώ πέρα. Σταθείτε να το βρω. Γράφει: Κώστας Ταχτσής. Τότε καθόταν στην οδό Αυτομέδοντος, στον αριθμό 3. Είναι στη στροφή από το στάδιο προς το Παγκράτι. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, 8.10.1927. 
Θ.Ν.: Περίπου σαράντα μέρες δηλαδή πριν από σας. 
Γ.Ι.: Ναι. Εγώ γεννήθηκα στις 20.11.1927. Πολύ κοινά σημεία. Ζήσαμε τις ίδιες εποχές. Μάλιστα από επισκέψεις του στη Θεσσαλονίκη μού έλεγε πως θυμόταν, γιατί έφυγε πολύ μικρός από κει, πως θυμόταν πού περίπου κατοικούσαν. Υποθέτω ότι μπορεί να παίζαμε και μαζί. Γιατί μου είπε ότι η γιαγιά του τον πήγαινε σ' ένα πάρκο που με πήγαινε και μένα η γιαγιά μου. Δεν ξέρω αν είμαι κανένα από κείνα τα παιδιά που έχει δείρει. 
Θ.Ν.: Η είσοδός σας στα Γράμματα έγινε και των δυο με ποιητικά βιβλία. 
Γ.Ι.: Βέβαια. Ναι, επειδή εμένα μου αρέσει να αφηγούμαι, θα ήθελα να πω πώς γνώρισα τον Ταχτσή. Διότι αυτά τα πράγματα τα λέω τώρα για πρώτη φορά. Δεν τον γνώριζα, μπορεί να έχουμε αυτά τα τόσα κοινά σημεία, αλλά δεν είχαμε γνωριστεί. Τον Ταχτσή τον γνώρισα εδώ στην Αθήνα, το 1955. Με πήγε ο ποιητής Νίκος Καρούζος στο σπίτι του. Ο Ταχτσής καθότε τότε στην πλατεία Συντάγματος, σ' ένα ωραίο, μεγάλο σπίτι, που δεν υπάρχει πια. Ηταν δίπλα στο βιβλιοπωλείο του Ελευθερουδάκη, αλλά ούτε και αυτό υπάρχει. Πλατεία Συντάγματος και Καραγιώργη καθόταν ο Ταχτσής. Σ' ένα σπίτι με φολιδωτές στέγες, σαν αυτά που βλέπουμε τώρα στο Παρίσι, αυτά τα παλιά που τα έχουν διατηρήσει. Εκεί τον γνώρισα. Με πήγε ο Καρούζος για να γνωρίσω ένα σημαντικό νέο ποιητή της ηλικίας μας. Πραγματικά μου έκανε μεγάλη εντύπωση ως προσωπικότητα. Διότι ώς τότε δεν είχα διαβάσει τίποτε δικό του. Μου έκανε εντύπωση ως προσωπικότητα για την ευφυΐα του, για την ετοιμότητά του, για την παρρησία του. 
Θ.Ν.: Ως τότε θα πρέπει να είχε κυκλοφορήσει μόνο το πρώτο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή Συμφωνία του Μπραζίλιαν. 
Γ.Ι.: Ναι. Εγώ βέβαια δεν ήξερα ούτε τι είναι το Μπραζίλιαν ούτε τίποτα, δεν μπορούσα να καταλάβω καν τον τίτλο. Σε λίγο καιρό, ο Ταχτσής μού έστειλε στη Θεσσαλονίκη και το άλλο ποιητικό του βιβλίο, Καφενείον το Βυζάντιο. Πρόκειται για την πρώτη έκδοση, καμωμένη από τον Γιάννη Τσαρούχη, δηλαδή καμωμένο το εξώφυλλο από τον Γιάννη Τσαρούχη. Η ποίηση του Ταχτσή μού άρεσε πολύ τότε και νομίζω ότι θα έπρεπε να εξακολουθεί να γράφει ποίηση. Αλλά θα μου πείτε ότι το ίδιο ισχύει και για μένα. Δεν ξέρω αν άρεσε η ποίησή μου ή δεν άρεσε. Πάντως κι εγώ έχω σταματήσει. Μάλιστα μας συμπεριφέρονται κατά τον ίδιο τρόπο, εννοώ τον Ταχτσή και εμένα. Επειδή γίναμε ακουστοί στην πεζογραφία, θέλουν να μας φάνε την ποίηση, σάμπως να μας πέφτει πολύ. Και δεν μας αναφέρουν ως ποιητές, ενώ έχουμε δουλέψει πολύ στην ποίηση. Εγώ πολύ περισσότερο από τον Ταχτσή στην ποίηση. Αυτός παραιτήθηκε. 
Θ.Ν.: Νομίζω ότι και πρόσφατα δημοσιεύσατε ποιήματα. 
Γ.Ι.: Ναι. Δημοσίευσα στην Ποίηση 1980 τα ποιήματα του Ταχτσή που μου αρέσουν. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, από την ποίηση και καταλήξαμε και οι δύο στην πεζογραφία, χωρίς βέβαια συνεννόηση ή προσυνεννόηση. Αλλωστε ο Ταχτσής λίγο μετά τη γνωριμία μας, η οποία μπορεί να μην έγινε το '55 αλλά το '54, έφυγε για πολλά χρόνια. Μάθαινα νέα του, μάθαινα πότε είναι εδώ, πότε εκεί. Πέρασε μια φορά και από τη Θεσσαλονίκη. Εκανε πράγματα τα οποία εθαύμαζα εγώ. Και μελετούσε και ανέπτυσσε δράση και ταξίδευε με καράβια. 
Θ.Ν.: Εχουμε δηλαδή για έναν μελετητή της λογοτεχνικής δουλειάς σας κάποια κοινά στοιχεία, για να μπορέσει να προχωρήσει σε μια μελέτη, ας τη χαρακτηρίσουμε, συγκριτική. 
Γ.Ι.: Είτε το θέλουμε είτε όχι και, βέβαια, το θέλουμε, είμαστε συνδεδεμένοι με τον Ταχτσή. Το έργο μας είναι συνδεδεμένο, όπως είναι σχετικές και οι συμπτώσεις της ζωής μας. 
Θ.Ν.: Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ, κ. Ιωάννου, για όλα αυτά που μας είπατε για τον Κώστα Ταχτσή και για την ατμόσφαιρα που περιβάλλει τόσο τον ίσιο όσο και το έργο του. 
Γ.Ι.: Κι εγώ ευχαριστώ.



Γιάννης Κοντός
ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΟΥ
Οι Απόκριες άρεσαν πολύ στον Γιώργο Ιωάννου. Και από την άποψη του ξέφρενου γλεντιού (που πάντα φανταζότανε) και από την άποψη της λαογραφίας, που μελετούσε και ερευνούσε. Έτσι λοιπόν μια χειμωνιάτικη βραδιά του Φλεβάρη (η διήγησή μου θα έχει τη μορφή παραμυθιού, γιατί πέρασαν χρόνια και γιατί μερικά πρόσωπα που δεν υπάρχουν πια είναι παραμυθένια), ήρθαν οι Αποκριές. Η Αθήνα πάντα ωραία το χειμώνα, με αεράκι παγωμένο να κόβει μύτες και αφτιά.
Μια νύχτα κρυστάλλινη με ψιλόβροχο, σ' ένα σπίτι στο Κολωνάκι έγινε σύναξη μεταμφιεσμένων. Μόνο που σε αυτές τις θεατρικές παραλλαγές, σκηνοθέτης και ενδυματολόγος ήτανε ο Γιάννης Τσαρούχης. Έδινε εντολές, οδηγίες και περιγραφές. Έτσι λοιπόν ο Γιώργος Μανιώτης έγινε για ένα βράδυ ο Μπαλζάκ, με ένα πολύ μυτερό κοτιγιόν, που ομοιοκαταληκτούσε με το βάρος του! Η Σαπφώ Νοταρά, κυρία με τις καμέλιες, με λευκά, με τούλια, με καπελάκι εποχής και τα απαραίτητα τσιγάρα Sante στο χέρι, να φουμάρει συνέχεια και σε τακτά διαστήματα να εκδηλώνει έναν επίμονο τσιγαρόβηχα. Ο Ιωάννου να μου λέει στο αφτί: «Τι τσιγάρα, Θεέ μου, τι τσιγάρα!». Η δε βραχνή και χαρακτηριστική φωνή της να δίνει και να παίρνει. Ο Αλέξης Σαβάκης, ναύτης νοσταλγικός. Η πάντα ωραία Αλίκη Γεωργούλη νοσοκόμα, με έναν πλαστικό πισινό, που όλο σήκωνε τη λευκή στολή για να φαίνεται και να προκαλεί ένα κύμα γέλιου όταν τον φανέρωνε με νάζι και σκέρτσο. Ο Γιώργος Ιωάννου από την προηγουμένη μάζευε ρούχα, παπούτσια, κάλτσες, περούκα, κραγιόν, πούδρες, χτενάκια, σκουλαρίκια και μολύβια για ψεύτικες ελιές. Του είχε πει, ο ζωγράφος: «Εσύ θα ντυθείς Πολίτισσα και θα τους φάμε όλους», με εκείνη τη φωνή τη χαμηλή και τόσο μουσική που όλοι αγαπούσαμε και περιμέναμε να μας απευθύνει το λόγο. 

Ο Γιώργος μού τηλεφωνούσε συνέχεια λέγοντας: «Δεν μπαίνουν οι κάλτσες, τα παπούτσια με χτυπάνε, κάνω δοκιμές με το κραγιόν και δεν τα καταφέρνω, δύο ή τρεις ελιές να κάνω;». Υπήρχε μια αγωνία και μια αθωότητα, σε όλη αυτή την προετοιμασία. Απ' ό,τι μου εξομολογήθηκε αργότερα, παιδευότανε δύο με τρεις μέρες να τα φέρει βόλτα, να σκηνοθετήσει πάνω του τα ρούχα. Ξέχασα να σας πω ότι ο Τσαρούχης μεταμορφώθηκε σε μια μαγική Μήδεια, έτοιμη για όλα με το μαχαίρι στο χέρι και φωνή σαν να βγαίνει από υποβολείο. 

Μου διηγείτο ο Γιώργος ότι κατευθυνόμενος στο σπίτι της συνάντησης αντάμωσε στο δρόμο μεταμφιεσμένο και τον ζωγράφο Γιάννη Μιγάδη. Μου έλεγε δε: «Τι κέφι, βρε παιδί μου, αυτός ο Μιγάδης! Μάλιστα χορέψαμε λίγο και στο δρόμο». Τέλος, ο Βασίλης Στεριάδης κι εγώ, ντυθήκαμε Τομ Σόγιερ σε σημείο να πει ο Τσαρούχης αδιάφορα: «Τι κοινοτοπία, τι επανάληψη, η επιλογή σας». 

Έγινε το πάρτι, γλεντήσαμε, χορέψαμε, τα είπαμε. Στον χορό, φυσικά, πρωτοστατούσε ο Ιωάννου και η φωνή της Σαπφούς τα σκέπαζε όλα με μια αχλή και ένα τράνταγμα! Τελείωσαν όλα, φύγαμε λίγο ζαλισμένοι. Με τα πόδια φτάσαμε στην πλατεία Κολωνακίου, ο γράφων και ο Γιώργος (Ιωάννου). Σταθήκαμε και μιλούσαμε και οι χαλκάδες στα αφτιά του Γιώργου φώτιζαν τη χειμωνιάτικη νύχτα. Περνάει ένα μηχανάκι και οι εποχούμενοι μας φώναξαν κάτι κοροϊδευτικό, ο Γιώργος μου λέει: «Μη δίνεις σημασία, είναι πράκτορες του…» (και ανέφερε ένα όνομα συγγραφέα που δεν τα είχαμε καλά τότε). 

Όπως εξομολογητικά, στο όρθιο, τα λέγαμε, του μίλησα για έναν σφοδρό έρωτά μου και μάλιστα δάκρυσα. Τότε έσκυψε και με φίλησε, λέγοντάς μου: «Μη στεναχωριέσαι, καλό μου, τα έχει η ζωή αυτά». Χωρίσαμε με φιλιά σταυρωτά και την υπόσχεση να βρεθούμε σύντομα. Εκείνος κατηφόρισε προς τα Εξάρχεια κι εγώ πήρα ταξί για το Κουκάκι που έμενα τότε. Έφτασα σπίτι και κοιτώντας στον καθρέφτη της τουαλέτας το πρόσωπό μου, είδα τα αποτυπώματα με το κραγιόν του Γιώργου. Για μια στιγμή φάντασα σαν κλόουν και με πήραν πάλι τα κλάματα. Ύστερα έκλεισα το φως και κοιμήθηκα. 

Υ.Γ. Ποτέ δεν πήγα σε αυτό το πάρτι μεταμφιεσμένων, ξέρω τα καθέκαστα από διηγήσεις του Γιώργου (Ιωάννου) και του Γιώργου (Μανιώτη).



Γεράσιμος Δενδρινός
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΕΤΡΑΕΤΙΑ - ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ
Ιανουάριος 1977: Μέρα νύχτα χτυπά την πόλη ο Βαρδάρης / μέχρι και τα λόγια σου / παγώνουν / το βλέμμα μόνο ρίχνεις, σέρνεις βήματα χαμένα / προς όλα τούτα που σε βουρκώνουν. 

Έδινα για τρίτη φορά το μάθημα επιλογής Μετά τα ΦΥΣΙΚΑ του Αριστοτέλη που μετέφερα από το τρίτο έτος. Έτσι επηρμένος όπως ήμουν ως θιασώτης του υπερρεαλισμού, αντί για τις παραδόσεις, προτιμούσα τις ατελείωτες συζητήσεις με φίλους στους καφενέδες της συμπρωτεύουσας. Ενώ ζούσα κατά τα φυσικά, οι λογοτεχνικές επιλογές μου, σε ό,τι αφορά βέβαια το γράψιμο, ήταν πάντα μετά τα φυσικά. Μετά την επιτυχή εξέταση του μαθήματος του Αριστοτέλη, κατέλυσα,
θυμάμαι, στην καφετέρια «Ο Τότης» κάτω στην παραλία, με το καινούριο τεύχος του ΤΡΑΜ 7. (Έβρισκα πολύ πρωτότυπο το περιοδικό αυτό - κάτι ανάλογο δεν υπήρχε στην Αθήνα - επειδή φιλοξενούσε στις σελίδες του διαφορετικές φωνές, αιρετικές κατά προτίμηση. Στη σελίδα 22 του ΤΡΑΜ, δημοσιευόταν ένα κείμενο του Γιώργου Ιωάννου με τίτλο «ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΘΡΗΝΟΣ». Είχα διαβάσει παλιότερα το ΓΙΑ ΕΝΑ ΦΙΛΟΤΙΜΟ, τη ΣΑΡΚΟΦΑΓΟ και τη ΜΟΝΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ και σεβόμουν απεριόριστα την αυθεντικότητα της φωνής του - αναγνώριζα πως μια αφοπλιστική σεμνότητα ξεπηδούσε από τα κείμενα αυτά, που είχα παλιότερα βρει μόνο στα γραπτά του Γεωργίου Βιζυηνού, του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη και αργότερα στου Δημήτρη Χατζή. Με γοήτευε ο τόσο άμεσος και κυριολεκτικός λόγος του Ιωάννου (μια γλώσσα φοβερά επεξεργασμένη και μεστή), που έκανε το ασήμαντο σημαντικό. Όμως, ο «ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΘΡΗΝΟΣ» ήταν ένα κείμενο μοναδικό - ίσως το καλύτερο του -, έμοιαζε περισσότερο με τρεμάμενο ποιητικό ψιθύρισμα (η τελειότερη καταγραφή θρησκευτικού ερωτισμού στη γλώσσα μας) και, όσο για το εύρημα της κατακλείδας της κάθε παραγράφου με τις φράσεις - διαπιστώσεις, ήταν απέραντα υποβλητικό. Ομολογουμένως, ήταν το καλύτερο κείμενο που είχα διαβάσει στα ελληνικά. Σεπτέμβριος 1981: Υπηρετούσα ως κληρωτός σε μονάδα της Πολεμικής Αεροπορίας στο Τατόι, όταν ο πεζογράφος Γιάννης Πατσώνης με πήγε ένα απόγευμα να τον γνωρίσω. Έμενε στην οδό Δεληγιάννη 3, πίσω από το Αρχαιολογικό Μουσείο. Είχαν ήδη εκδοθεί οι συλλογές του ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΑΙΜΑ, ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΘΡΗΝΟΣ και ΟΜΟΝΟΙΑ. Μπαίνοντας στο σπίτι, ξεχωριστή εντύπωση μου έκαναν τα κατάκλειστα παράθυρα, ένα εξαίρετο σύμπλεγμα γλυπτών που στεκόταν σε μια γωνία, ενώ ένα γερτό πορτατίφ φώτιζε μια σελίδα κόλλας αναφοράς, μισογραμμένη με μολύβι. Του πήγα για δώρο τη διπλή ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου, ΔΙΑΣΠΟΡΑ - Η ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ (θαύμαζα πολύ αυτή τη συλλογή, ειδικά το ποίημα της Διασποράς «Quantum» - τη σταθερή και μόνιμη καταφυγή μου ανεξαρτήτως εποχής). Ενώ ο φίλος ένα μπουκάλι κρασί. Χάρηκε ιδιαίτερα όταν του είπα ότι είχα σπουδάσει φιλολογία. Εκείνο το απόγευμα γελάσαμε πολύ από τα αστεία περιστατικά που του είχαν συμβεί κατά καιρούς στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. Πρόσεξα ότι το πηγαίο γέλιο του ερχόταν σε αντίθεση με το ύφος των κειμένων του.
«Και ο φίλος από δω γράφει»,
του είπε σε μια στιγμή ο Γιάννης. Με ρώτησε αν είχα δημοσιεύσει κάτι.
«Ευτυχώς!»
αναφώνησε όταν πήρε αρνητική απάντηση.
«Είσαι πολύ νέος και καλύτερα να το καθυστερήσεις λίγο. Μόνο όταν μεγαλώσει κανείς αρκετά, τότε καταλαβαίνει από γράψιμο... Είναι και η ίδια η ζωή που σε διδάσκει...».
«Αγαπά πολύ τον υπερρεαλισμό»,
συνέχισε ο φίλος για μένα.
«Είναι αθηναϊκό φαινόμενο... Είσαι και στην ηλικία που προτιμά την έκπληξη, το φαντασμαγορικό!...»
με δικαιολόγησε ο Ιωάννου.
«Μόνο χωνεμένος ο υπερρεαλισμός μπορεί να σταθεί στην εποχή μας»,
πρόσθεσε. Του είπα πόσο μου άρεσε το διήγημα του «ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΘΡΗΝΟΣ».
«Ο Ρίτσος μου είπε τις προάλλες πως θεωρεί τον "ΕΠΙΤΑΦΙΟ" μου το αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας»,
αναφώνησε με χαρά,
«αλλά θα το δηλώσει δημόσια;»
Ανέφερα πως βρήκα εξαίρετη τη μετάφραση της GERMANIA του Τάκιτου, που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Εκηβόλος, έτσι διαποτισμένη από το προσωπικό του ύφος. Στη συνέχεια, ζήτησε να μάθει για τη ζωή μου στο στρατώνα. Όταν άκουσε πως πηγαινοερχόμουν καθημερινά με το υπηρεσιακό λεωφορείο, είπε έκπληκτος:
«Αυτός δεν είναι στρατός, είναι η Μέκκα!...».
Έκανε το σταυρό του όταν του είπα ότι η μονάδα μας διέθετε και πλούσια βιβλιοθήκη.
«Τότε εκμεταλλεύσου το χρόνο διαβάζοντας και γράφοντας!»
με προέτρεψε. Από τότε, με τον Ιωάννου μιλούσα συχνά στο τηλέφωνο στις δώδεκα παρά τέταρτο το βράδυ, λίγο πριν από τις τελευταίες ειδήσεις. Το διάστημα 1981 - 1985 βρισκόταν στην πιο παραγωγική του περίοδο. Συνέχισε να βγάζει το καυστικό ΦΥΛΛΑΔΙΟ και συνεργαζόταν με εφημερίδες και περιοδικά. Δεχόταν επίσης φίλους - θαυμαστές στο σπίτι του - ήταν, όπως έγραψε σε κάποιο «Θύσανο» του Φυλλαδίου, «ένα προσκύνημα εκείνο τον καιρό». Του πήγα, θυμάμαι, μερικά ποιήματα μου, κι επειδή ήταν πολύ μεγάλα τα έλεγε «Σεντόνια ποίησης». «Παιδί μου, τι ποιητής μου λες, εσύ είσαι πεζογράφος. Μόνο λίγους στίχους βρήκα καλούς. Παράτα όμως τους πειραματισμούς με τον υπερρεαλισμό. Η ελληνική πραγματικότητα είναι τρελή και αλλοπρόσαλλη από μόνη της, τι τα θες τα ακροβατικά εκτός τσίρκου; Να ζούσες στο εξωτερικό, να είχες άλλο κύκλο ανθρώπων, παραστάσεις, να ήσουν πλούσιος, να έλεγα... Ο Εμπειρίκος έζησε σε επαύλεις, τον ντάντευαν γκουβερνάντες γι' αυτό και βλέπει παντού παιδίσκες, υπηρέτριες, κήπους και υπερωκεάνια. Εσύ, δόξα τω θεώ, γκουβερνάντα είχες και έχεις τη μάνα σου. Ακόμα δεν πήρες είδηση πως είσαι λαϊκής καταγωγής και πως μικρός έπαιζες σε αλάνες και ρέματα με τσουκνίδες και σκουπίδια παρέα με τ' αδέσποτα;» Γελούσα πολύ με αυτές τις παρατηρήσεις. Ήταν η εποχή που η σκιά της άδικης επίθεσης του Δ. Ν. Μαρωνίτη κατά του έργου του, που τόσο τον λεηλάτησε ψυχικά, είχε κάπως ατονήσει. Ύστερα από τόσα χρόνια, πιστεύω, ότι η επίθεση δεν είχε σχέση τόσο με την ποιότητα των κειμένων του, αλλά με κάποιες προσωπικές παραμέτρους που συνήθως παρεμβάλλονται και δηλητηριάζουν τις φιλικές σχέσεις και έχουν να κάνουν με το κατά πόσο μπορεί να αποδεχθεί ένας παλιός φίλος το γεγονός ότι ένας από την παρέα τα κατάφερε, και μάλιστα λαμπρά, στη λογοτεχνία. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο πως η επίθεση έγινε σε μια περίοδο αποκορύφωσης και γενικής παραδοχής του έργου του. Ο Ιωάννου αντέδρασε σαν βαθύτατα πληγωμένος άνθρωπος, επειδή γνώριζε καλά τις λυκοφιλίες του πνευματικού κόσμου της Θεσσαλονίκης - «συμμορία ασυναγώνιστη και ακατονόμαστη», την αποκαλούσε - γι' αυτό άλλωστε και κατέφυγε στο Κλεινόν Άστυ). Ο Ιωάννου δικαίως απέκτησε τη φήμη σπουδαίου συγγραφέα, επειδή είχε ανακαλύψει μια νέα φόρμα στη λογοτεχνία μας, το πολύπτυχο πεζογράφημα, όπου το θέμα του εκτυλίσσεται - υφαίνεται μάλλον - γύρω από έναν πυρήνα με μορφή σπείρας. Η τέχνη του δεν έχει να κάνει με την αφήγηση ενός περιστατικού όσο με την εξέλιξη και τη διαστρωμάτωση ενός κειμένου κατά τη στιγμή της δημιουργίας του. Στα κείμενα της τελευταίας περιόδου δεσπόζει κατά κανόνα ο τόπος (ο ίδιος μάλιστα υπήρξε δεινός περιπατητής της Αθήνας και της γενέτειρας του) και πολύ συχνά, κατά τη γραφή ενός κειμένου, νομίζεις ότι ο τόπος είναι τελικά ο σκοπός που αγιάζει τα μέσα. Ως εισηγητής ενός νέου βλέμματος στη λογοτεχνία μας ήταν αναμενόμενο να είναι επιφυλακτικός απέναντι σε συγγραφείς που ακολουθούσαν την παραδοσιακή αφήγηση, χωρίς όμως προσωπικό ύφος. Προτιμούσε, εκτός από τον Α. Παπαδιαμάντη, τον Α. Μωραϊτίδη, τον Γ. Βιζυηνό και τον Κ. Πολίτη, σύγχρονους λογοτέχνες, όπως τον Κ. Ταχτσή, τον Β. Βασιλικό, τον Μ. Κουμανταρέα, τον Α. Κοτζιά, τον Δ. Χατζή, τον Γ. Κοντό, τον Γ. Βαρβέρη, τον Κ. Γκιμοσούλη, τον Γ. Καραβασίλη, τον Κ. Λογαρά, τον Γ. Πατσώνη και θεωρούσε το μυθιστόρημα ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΟ του Στέφανου Τασσόπουλου έργο αξεπέραστο και μεγάλης πνοής. Από τους Έλληνες που ερωτοτροπούσαν χωνεμένα με τον υπερρεαλισμό σεβόταν ιδιαίτερα τον Νάνο Βαλαωρίτη επειδή ήταν άνθρωπος «τεράστιας παιδείας, ένας άρχοντας μεγάλος για την τόσο μικρή Ελλάδα μας». Πίστευε ότι το έργο του είχε άψογη τεχνική και πρωτοτυπία και τον θεωρούσε λογοτέχνη παγκόσμιου επιπέδου. Ο Ιωάννου ανήκει στους συγγραφείς εκείνους των οποίων τα κείμενα έβγαιναν μέσα από την ίδια τους την ψυχή, εντελώς αυτόματα, γραμμένα πάντα σε απαράμιλλα ελληνικά. Είχε την ικανότητα να συνδυάζει τέλεια τη γλώσσα των Γραφών και της εκκλησιαστικής υμνολογίας με τη σύγχρονη λαϊκή γλώσσα. Ήταν ο μοναδικός λογοτέχνης που πατούσε στη γνήσια ελληνική συγγραφική παράδοση που του πρόσφερε απλόχερα η μεγάλη παιδεία του, σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς που θεωρούσαν και θεωρούν παράδοση τους μονάχα τους συγγραφείς της Ευρώπης ή της Αμερικής. Στα χρόνια της γνωριμίας μας του οφείλω ότι με έμαθε να κοιτάζω με ιδιαίτερο βλέμμα την πραγματικότητα και το κυριότερο ν' αναπλάθω εκ του μηδενός τα πράγματα. «Μία εικόνα θα παίρνεις, μία φράση που άκουσες και θα δημιουργείς έναν κόσμο», ήταν η συμβουλή του. Πίστευε ότι το καλό κείμενο, ακόμα και το αριστούργημα, έχει «γωνίες απότομες και βουλιάγματα», που δεν μπορούσε να δει ούτε ο συγγραφέας μήτε και οι κριτικοί, παρά μόνο ένας φωτισμένος νους που ξέρει να κρατάει μυστικά. «Η γραφή ενός κειμένου είναι η πιο καλή παρέα. Σε προδίδει μόνο όταν είναι κακό. Είναι ανώτερο από τη συντροφιά των φίλων... Να προσέχεις λοιπόν ποιον βάζεις στη συντροφιά σου...» Πίστευε ότι οι συγγραφείς έχουν καλύτερη μοίρα από τους ποιητές, επειδή στους τελευταίους «η ηλικία των εξήντα και κάτι» είναι κρίσιμη γιατί συνήθως συνοδεύεται με σοβαρή ψυχική διαταραχή. «Σαφώς ο πεζός λόγος είναι η καλύτερη ψυχοθεραπεία», έλεγε. Για τον Ιωάννου, τα αξιοπερίεργα είδη ανθρώπων των γραμμάτων με λογοτεχνικά απωθημένα που έχουν ενσκήψει στη χώρα μας μετά τη μεταπολίτευση ήταν τρία: ο πανεπιστημιακός, ο βουλευτής και ο δημοσιογράφος - κριτικός. Αυτό που μου λείπει περισσότερο στα μίζερα τούτα χρόνια μας είναι η κουβέντα μας. Θα ήθελα, αν ζούσε, να του κάνω λόγο γι' αυτό που διαπιστώνω καθημερινά σχετικά με τη γραφή, που αφορά τους λογοτέχνες ή όλους όσοι εμπλέκονται γενικά στη λογοτεχνική μας ζωή: ότι σπάνια έχει τη δύναμη να σμιλεύσει τους περισσότερους από μας αποτελεσματικά ώστε να μας κάνει καλύτερους χαρακτήρες, και πολύ συχνά, δρώντας αντιχαριστικά, μας μετατρέπει σε ιδιαίτερα κακόβουλα και επηρμένα άτομα με απρόβλεπτη συμπεριφορά (κατά γενική ομολογία η μεγαλοψυχία είναι κάτι σπάνιο σ' αυτή την ομάδα), λες και η ενασχόληση με τα γράμματα έχει ως αντιλαβή την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά, ειδικά σε μια μικρή χώρα της οποίας η σύγχρονη πεζογραφική παραγωγή προχωράει ασθμαίνοντας και συχνά με ξένα δάνεια. Το ότι ο Ιωάννου δεν πρόλαβε να γράψει το μυθιστόρημα που είχε εξαγγείλει (ΤΟ ΑΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΕΝΑ αναφερόταν στη σφαγή των 15.000 Θεσσαλονικέων που διέταξε ο Θεοδόσιος Α' ο Μέγας το 390 μ.Χ.), αυτό και μόνο δεν μπορεί να κρίνει αρνητικά το έργο που μας άφησε - κάθε άλλο μάλιστα. Καλλιέργησε στην εντέλεια το πεζογράφημα, το χρονικό, το δοκίμιο, και τα παρέδωσε στη σοβαρή λογοτεχνία. Από τη συνεργασία του με τις εφημερίδες έθεσε νέους κανόνες της επιμελημένης δημοσιογραφίας, μετατρέποντας τη σε τέχνη, δίνοντας έτσι εκλεκτά παραδείγματα σε όλους όσοι είχαν τέτοια έφεση. Αν ζούσε ο Ιωάννου σήμερα, σίγουρα θα είχε γράψει κι άλλα βιβλία, αλλά μπροστά στην πληθώρα των μυθιστορημάτων που εκδίδονται κάθε χρόνο το έργο του θα ήταν προορισμένο μόνο για λίγους. 0 ίδιος θα είχε μετατραπεί σε κάτι σαν εθνάρχη της λογοτεχνικής μας ζωής, γι’ αυτό και οι επιθέσεις εναντίον του, ειδικά από κάποιους σπουδαγμένους του εξωτερικού «με λογοτεχνικά απωθημένα» (όπως συνέβη στο 444ο τεύχος του διαβάζω για το Τρίτο στεφάνι τόσο κακόγουστα και με απερίγραπτη κακεντρέχεια ειδικά για τον άνθρωπο Ταχτσή) ίσως να είχαν αρχίσει. Σχετικά όμως με την εκδοτική παραγωγή, εκτός από τις πάμπολλες μεταφράσεις των ξένων έργων που κατακλύζουν την εγχώρια αγορά, θα είχε ν' αντιμετωπίσει και τη σύγχρονη λαίλαπα της νεοϋορκέζικης και σεξιστικής λογοτεχνίας που με θρασύτητα παριστάνει πως αντικατοπτρίζει τόσο πετυχημένα τη σύγχρονη αθηναϊκή ζωή. Επειδή έδινε μεγάλη σημασία στους τίτλους των βιβλίων («Από τους τίτλους και μόνο που δίνουν στα βιβλία τους οι συγγραφείς βλέπεις πώς αντιμετωπίζουν τη δουλειά τους», έλεγε), είναι σαν ν' ακούω πολύ συχνά τα λόγια του, ιδίως όταν βλέπω σήμερα βιβλία στα ράφια ή στις προθήκες των βιβλιοπωλείων που φέρουν τίτλους απ' αυτούς που προορίζονται «προς άγραν αναγνωστών», όπως: Άσε με να σε δέρνω κάπου κάπου, Ευτυχώς που δεν γεννήθηκα όμορφη, Μου 'πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα. Σήμερα που τα κείμενα γράφονται κατευθείαν σε κομπιούτερ (ίσως γι’ αυτό και μοιάζουν τόσο μεταξύ τους), κείμενα όπως αυτά του Γιώργου Ιωάννου, δουλεμένα με καλέμι και ματρακά πάνω στο ακατέργαστο μάρμαρο της γλώσσας, είναι κάτι σαν εθνική κληρονομιά. Για το τέλος καταθέτω την τελευταία επίσκεψη στο σπίτι του, στις αρχές Ιανουαρίου 1985. Ήταν με τον καθετήρα και σε λίγο θα έμπαινε στο «Σισμανόγλειο» για εξετάσεις. Μου χάρισε την ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. Ήταν ιδιαίτερα βαρύθυμος, σαν να ήξερε. Για να του αποσπάσω την προσοχή, του είπα για ένα στίχο του Έζρα Πάουντ που είχα διαβάσει πρόσφατα: «Κανένας άνθρωπος δεν ξέρει αρκετά από τέχνη». Συμφώνησε: «Ακόμα κι εγώ που γράφω δεν είμαι βέβαιος, παιδί μου, νιώθω να προχωράω στα σκοτεινά, φαντάσου οι κριτικοί τι θολούρα θα έχουν...». Φεύγοντας, σταθήκαμε στο πλατύσκαλο της εξώπορτας. «Σκέψου τι θέλεις περισσότερο: να γράψεις ή να ζήσεις;» ρώτησε. Τον κοίταξα: «Δεν πάνε μαζί αυτά;». «Ποτέ», μου απάντησε σίγουρος, «μην ακούς που λένε για το γράψιμο πως είναι περίσσευμα ζωής και άλλα τέτοια...». Χαμογέλασα αμήχανα. «Τελικά τι θες περισσότερο, μωρέ, απ' τη ζωή;» ρώτησε, «θέλω να αγαπήσω και να αγαπηθώ», απάντησα. Τον είδα που δάκρυσε. «Παιδί μου, μεγάλο λόγο ξεστόμισες!» είπε. Αντί για αποχαιρετισμό, έσκυψα και τον ασπάστηκα.



Διονύσης Σαββόπουλος
ΕΙΧΕ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΩΝ ΣΠΛΑΓΧΝΩΝ
Ο Ιωάννου είναι ο αγαπημένος μου πεζογράφος. Υπέροχος! Τον έχω κυριολεκτικά κάτω απ' το μαξιλάρι μου. Αυτόν και τον Παπαδιαμάντη. Σκέπτομαι τώρα ότι και οι δύο αντιμετωπίσθηκαν ενίοτε συγκαταβατικά, ως ηθογράφοι. Μα όταν ζωγραφίζεις τόσο μεθυστικά το περιβάλλον και την εποχή σου, εστιάζοντας την ίδια στιγμή στη λαχτάρα και στη μοναξιά των προσώπων, τότε αυτό δεν είναι ηθογραφία αλλά κάτι εντελώς διαφορετικό, που δεν αντιλαμβάνονται δυστυχώς μερικοί «φωταδιστές», όπως θα έλεγε και ο Ζουράρις. Τον θαύμαζα. Του το έλεγα απερίφραστα και το χαιρόμουν που μπορούσα να του το λέω. Και τον Ν. Α. Ασλάνογλου, σε έναν άλλο τομέα, θαύμαζα και τον Κυριάκο Κρόκο και τον Στρατή Τσίρκα, αλλά δεν μπόρεσα να τους το πω όσο ζούσαν. Στη συναναστροφή μας νιώθαμε σαν μετέωρα, σαν νησιά, ενώ ο 
Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ.

Ιωάννου ήταν τόσο βολικός μέσα στην κοινωνικότητα του που του το 'λεγες κατευθείαν: «Τρέχω και παίρνω τα βιβλία σου μόλις βγουν, είσαι θαυμάσιος Γιώργο, είσαι οι δεσμοί μας, η μνήμη μας, οι ιστορίες σου μου φέρνουν δάκρυα στα μάτια». Χαμογελούσε ως χαμηλοβλεπούσα κι έριχνε την σπόντα του: «Μερικοί δεν συμφωνούν. Είδες τι μου γράφει ο Μαρωνίτης στο ΒΗΜΑ;». Τον Ιωάννου μπορεί να τον λάτρευα, γιατί είχε το δώρο των σπλάχνων, δεν ήθελα όμως να
ρίξω λάδι στη φωτιά. Ξεχνούσα πόσο έξαλλος γινόμουν εγώ όταν εισέπραττα δηλητηριώδεις κριτικές και χτυπήματα κάτω από τη μέση και καμωνόμουν τώρα τον Αγγλοσάξονα: «Δεν είναι ανάγκη να μεγαλοποιείς το θέμα», του έλεγα, «συμβαίνουν αυτά, ο χρόνος θα δείξει». Τίποτε. Παρέμενε απαρηγόρητος και υπέροχος. Δεν δεχόταν τίποτε λιγότερο από την αγάπη και τον θαυμασμό γιατί και ο ίδιος δεν έδινε τίποτε λιγότερο. Θυμάμαι εκείνο το αριστούργημα Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΡΧΗΓΟΣ ΜΑΣ στην ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. Είχε γράψει κι ο Γιανναράς για τα κατηχητικά ένα καταγγελτικό κείμενο και για το ίδιο θέμα γράφει και ο Ιωάννου, αλλά με πόση αγάπη μέσα στον αυτοσαρκασμό, με πόση καλοσύνη και σοφία μέσα στην καταγγελία του.

ΣΤΗ ΜΑΥΡΗ ΛΙΣΤΑ
Με είχε περιλάβει και μένα στους ΘΥΣΑΝΟΥΣ του. Με αφορμή το MΑΚΡΥ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ μου τράβηξε το αφτί: «Και οι αστυνόμοι, Διονύση, παιδιά του λαού είναι» μου 'γραφε. Δεν διαφωνούσα καθόλου. Τον είδα στην ΩΡΑ του Μπαχαριάν και τον ρώτησα «Μα το άκουσες το τραγούδι;». «Εν μέρει» μου απήντησε και ύστερα κάπως συνεσταλμένα: «Στείλε αν θέλεις μια επιστολή». Δεν του έστειλα. Χαρίζομαι κι εγώ όταν ο άλλος γράφει από έγνοια, τόσο για σένα όσο και γι' αυτό που θεωρεί σωστό. Ήρθε όμως στον ΣΚΟΡΠΙΟ και ύστερα στο καμαρίνι με επαίνεσε κάπως: «Τι ωραίος στίχος εκεί που λέει Νίκο, είναι η αρρώστια που μας σώζει». Ευτυχώς, σκέφτηκα, από τους τριακόσιους στίχους, του άρεσε τουλάχιστον ο ένας. Τότε που 'χα αναλάβει τη Lyra, ερχόταν τακτικά στα γραφεία της Βαλαωρίτου. Μια φορά μου φέρνει μια black list με ονόματα καλλιτεχνών και συγγραφέων που την ψάρεψε στα γραφεία μιας κομματικής νεολαίας, δεν θέλω τώρα να πω ποιας. Επρόκειτο για ονόματα που, σύμφωνα με την άνωθεν κομματική οδηγία, οι νεολαίοι θα έπρεπε να αποφεύγουν για να μην παρασυρθούν. Ήταν μέσα και το όνομά μου και το δικό του, αλλά και του Σεφέρη, και του Χατζιδάκι, και πολλών άλλων.

Έμεινα εμβρόντητος. «Δηλαδή τώρα εμείς τι είμαστε;» μου είπε, «πράκτορες του εχθρού;». Είχε καταστενοχωρηθεί πάλι, σκεπτόταν να κάναμε ίσως και μήνυση. «Άσε ρε Γιώργο» του είπα, «θα μπλέξουμε σε μια ιστορία χωρίς τελειωμό, άσε, θα περάσει κι αυτό». Θυμάμαι που μας έκανε επίσκεψη σπίτι. Πήγα και τον πήρα ο ίδιος με ταξί, από 'κει που έμενε, στης Αρλέτας, διότι ανησύχησα μήπως χαθεί. Έτσι τον έφερα. Μπήκαμε περιχαρείς και οι δύο, αγκαζέ, από την πόρτα του κήπου. Η Άσπα είχε στρώσει το τραπέζι έξω, ήταν καλοκαιράκι ακόμα, Σεπτέμβρης. Αργά το βράδυ τα παιδιά πήγαν για ύπνο. Το ίδιο και η Άσπα, οπότε αρχίσαμε τις αλληλοεξομολογήσεις. Και δώστου αναμνήσεις και δώστου πρόσωπα και πράγματα και δώστου χαμένοι έρωτες, κόντευε να ξημερώσει. Κάποια στιγμή μου ζήτησε πού είναι η τουαλέτα. Πήγε, αλλά έκανε ώρα να βγει και τότε μου μίλησε για πρώτη φορά για το πρόβλημα της υγείας του. Έδειχνε να το 'χει ρίξει τελείως στο σορολόπ, μου περιέγραφε γελώντας την ιλαροτραγωδία των εξετάσεων, την κατάσταση στα νοσοκομεία κ.λπ. κ.λπ. Εμιμείτο τα συνοφρυωμένα πρόσωπα των γιατρών, που μετρούσαν περισπούδαστοι, λέει, την καμπύλη της ούρησης. Ολόκληρη παράσταση μου 'δωσε αλλά φυσικά εγώ ανησύχησα. «Καλά», του λέω, «εσύ δεν ανησυχείς;». «Όχι » μου λέει «Ξέρεις γιατί; Γιατί δεν τους πιστεύω».

ΣΗΜΑΙΑ ΟΛΩΝ
Μετά την εγχείρηση που πήγαμε με τον Μανιώτη και τον Κακίση να τον δούμε, μια χαρά φαινόταν. Μετά ο Μανιώτης είδε από το παράθυρο του νοσοκομείου, στην πίσω αυλή, στους σκουπιδοτενεκέδες, έναν μεγάλο σκύλο να τρώει ένα γατί και το θεώρησε κακό οιωνό. Τον ειρωνεύτηκα. Πού να 'ξερα. Μετά παρουσιάστηκαν όλες οι επιπλοκές. Ξημεροβραδιαζόμασταν στο ΣΙΣΜΑΝΟΓΛΕΙΟ μερικές δεκάδες άνθρωποι και κόβαμε βόλτες αμίλητοι στο κλιμακοστάσιο έξω από την εντατική. Αυτός ο φίλος που τώρα βρισκόταν σε κώμα εκεί μέσα, είχε γίνει αίφνης, το νιώθαμε, η σημαία όλων ημών που ενώ ποτέ δεν θελήσαμε να διαφοροποιηθούμε από τις παραδόσεις μας και τα σπίτια μας, ό,τι και αν σημαίνουν αυτά, το κάναμε, ακολουθώντας την εσωτερική μας φωνή, για να τα σώσουμε, γιατί αλλιώς χάνονταν κι έπρεπε λοιπόν να εγκαταλείψουμε την πετρωμένη επιφάνειά τους για να βρούμε την αληθινή συνέχειά τους μέσα στη ζωή. Ανεβήκαμε στη Θεσσαλονίκη με τον νεκρό. Είχε ψοφόκρυο. Οι άνδρες της φιλαρμονικής, στο προαύλιο της Αγιασοφιάς, χουχούλιαζαν τα χέρια τους για να μπορέσουν να παίξουν. Τα βουνά ήταν χιονισμένα. Οι δρόμοι, το νεκροταφείο, ακόμη και η θάλασσα και τα καΐκια. Νόμιζα ότι ζούσα μια παραίσθηση: Ότι θα έμενε για πάντα εκεί, ολομόναχος και καθόλου παραπονούμενος, σαν τον πρωτοδιορισμένο δάσκαλο σε ορεινό χωριό που 'χει φουλάρει τη σόμπα του κι έχει κορώσει την κάμαρά του και γράφει, γράφει, πραγματοποιώντας τον εαυτό του, τρισευτυχισμένος και περιβεβλημένος από τα φεγγοβολούντα χιόνια που απλώνονται έξω από τα μαγικά παράθυρά του, ενώ οι μικροί μαθητές ακούν το κουδούνι του σχολείου και ξεκινούν.



Παντελής Μπουκάλας
ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΤΡΑΤΩΝΟΣ «ΜΟΥΣΑ ΠΑΙΔΙΚΗ» ΩΣ ΑΝΤΙΔΟΤΟ
Mε την ποίηση ο Γιώργος Ιωάννου ξέκοψε νωρίς, πιο νωρίς κι απ' όσο ξέκοψε με τη ζωή. H πρώτη του ποιητική συλλογή (που υπήρξε και η πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα) εκδόθηκε το 1954, με τον τίτλο «Hλιοτρόπια». H δεύτερη - και τελευταία - το 1963, «Tα χίλια δέντρα» (3η έκδοση το 1988, με τον τίτλο «Tα χίλια δέντρα και άλλα ποιήματα»). Oι ποιητικές ανθολογίες πάντως, γενεαλογικές είτε αλφαβητικές, δεν δείχνουν ιδιαίτερη βιασύνη να τον ανθολογήσουν· αν ωστόσο τον ανθολογούσαν, το πιο πιθανό, σχεδόν βέβαιο, είναι ότι το όνομά του θα βρισκόταν αμέσως πριν από το όνομα του Κωνσταντίνου Καβάφη, ώστε καλά να ταιριάζει. Tο πραγματικό του όνομα (Σορολόπης) θα τον ξεμάκραινε από τον Αλεξανδρινό. Μια κουβέντα είναι βέβαια το «ξεκόβω», ιδίως το «ξεκόβω από την ποίηση». Αν σε πότισε έγκαιρα τα φάρμακα και τα φαρμάκια της, ο δεσμός αντέχει δια βίου - ένας γόρδιος εσαεί άκοπος. Καλά το λέει λοιπόν ο συντοπίτης του 
συγγραφέας Tόλης Kαζαντζής πως ο «Iωάννου δεν είναι στεγανά ο ποιητής ή ο πεζογράφος. Είναι και τα δύο μαζί». Kι εν τούτοις, όσα κοινά στοιχεία κι αν έχουν οι δύο υποστάσεις του λόγου, η ποίηση και η πρόζα, παραμένουν διακριτές, ενίοτε δε καταντούν πολέμιες. Σε περιπτώσεις μάλιστα όπως του Ιωάννου, όπου ο πεζογραφικός εαυτός επιβάλλεται και αναγνωρίζεται με την ιδιοτυπία και την αξιοσύνη του, ο ποιητικός «προκάτοχος» ή «πρόγονος» αργά ή γρήγορα σκιάζεται, υποχωρεί, σχεδόν ξεχνιέται. Tο «σχεδόν» τίθεται επειδή η λησμοσύνη πλήττει συνήθως, αν όχι αποκλειστικά, τον αναγνώστη, όχι τον γράφοντα.
Αυτός δεν γίνεται να παραγράψει τα Εισόδια του στη γραφή. Και, όσο ξεμακρυσμένος, αναζητεί το ενδιάμεσο έστω και επιχειρεί την αναψηλάφηση, την ανακατάκτηση. Μια μέθοδος αναψηλάφησης και ανακατάκτησής της ποιητικής ρίζας είναι η στιχουργική που προορίζεται να γίνει τραγούδι - και ο Ιωάννου έγραψε πράγματι στίχους για τραγούδια, για το «Kέντρο Διερχομένων», δίσκο καλά δουλεμένο από τον Νίκο Mαμαγκάκη. Μια άλλη μέθοδος, εσωτερικότερη και τόσο κοπιαστική που κανένα όφελος δεν μπορεί να ισοσκελίσει την ασκητική μοναχικότητά της, είναι η μετάφραση. Και ο Ιωάννου μετέφρασε. Δεν μετέφρασε πολύ πάντως. Ιερό Aυγουστίνο, Τάκιτο, τον Τσέχο ποιητή Πετρ Mπέζρουτς, και βέβαια αρχαία ποίηση, αλλά και πάλι επιλεκτικά: την «Iφιγένεια εν Tαύροις» του Eυριπίδη, το δωδέκατο Βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας, που εκδόθηκε υπό τον τίτλο «Στράτωνος Mούσα Παιδική», και ορισμένα επιτύμβια, ερωτικά και προτρεπτικά επιγράμματα, από την Παλατινή Ανθολογία επίσης, δημοσιευμένα στο «Φυλλάδιό» του. 
Η μετάφραση σαν αντίδοτο 
Σκέφτομαι τη μεταφραστική λύση σαν αντίδοτο, διπλό: Σαν αντίδοτο στην απουσία της ποίησης (που παραμένει απούσα, όσα στοιχεία της κι αν ενοφθαλμιστούν στην πρόζα) και, ειδικά όσον αφορά τη «Mούσα Παιδική», σαν αντίδοτο στην περίφραση, τον υπαινιγμό, την εσωτερική αναδίπλωση των λέξεων στην καθαυτό ποίηση του Ιωάννου, που μπορεί να υπήρξε συνειδητή - και τεχνική - επιλογή, μπορεί και αφομοιωμένο αποτέλεσμα εξωγενούς καταναγκασμού. Εννοώ εδώ ότι η καταδηλωτική ευθύτητα της «Παιδικής Mούσας» (θυμίζω ότι το 12ο βιβλίο της Παλατινής περιέχει 258 παιδεραστικά επιγράμματα 29 ποιητών της ελληνιστικής κυρίως εποχής, του Στράτωνος, που τα αποκαλεί «παίγνια», του Μελέαγρου, του Καλλίμαχου κ.ά.), η γλωσσική της αμεσότητα, η εικονιστική της ελευθεριότητα, είναι ένας λογοτεχνικός (ή κοινωνικός ή πολιτικός) τρόπος που ο Ιωάννου μπορούσε ελευθερωτικά να τον ενστερνιστεί μέσα από την υπόδυση της μετάφρασης. «Tα ποιήματα του Iωάννου», γράφει ο Βρασίδας Kαραλής (στο σχετικό αφιέρωμα του «Διαβάζω», τχ. 452, Ιούνιος 2004, και υπό τον τίτλο «O Γιώργος Ιωάννου και η ποίηση της ενσυνείδητης αμαρτωλότητας»), «εικονογραφούν μια συνείδηση με βαθιά επίγνωση της αμαρτωλότητάς της που επιζητεί τη λύτρωσή της στην άφεση και στην παράδοση, στη λήθη και στη μοναξιά. [...] Δεν μιλάμε βέβαια για τη μανία ενός ηδονιστή να καρπωθεί τον πόθο του. [...] H λιτή ποίηση του Ιωάννου δεν ψάχνει απλώς να εντοπίσει έναν ιδανικό εραστή, ένα φαντασιακό ίνδαλμα ερωτικών «φρουδεύσεων», αν και η απουσία του ανδρικού σώματος φαίνεται να συνιστά μια αρνητική εντροπία της δημιουργικής συνείδησης, αφού απουσιάζει το συγκεντρωτικό μόρφωμα που θα έδινε συνοχή και ενότητα στο αίσθημα της διάλυσης και της αποσυσχέτισης. [...] O Ιωάννου βρίσκεται ήδη στον δρόμο που θα τον οδηγήσει αργότερα στην ανακάλυψη της Παλατινής Ανθολογίας και στο αίσθημα της ανεκπλήρωτης ερωτικής συνομιλίας που διαβάζουμε κάποτε στα ερωτικά δημοτικά τραγούδια». H ανακάλυψη της Παλατινής λοιπόν μπορεί να θεωρηθεί μοιραία. Ποιος, τηλεγραφικά, ο μεταφραστικός τρόπος του Γιώργου Ιωάννου ειδικά στην Παλατινή και ειδικότερα στη «Mούσα Παιδική»; Είπα ήδη πως η επιλογή του Ιωάννου να καταπιαστεί με τη μετάφραση του δωδέκατου βιβλίου της Ανθολογίας είχε και την πολιτική της διάσταση, μ' εκείνο τον τρόπο που βλέπαμε παλιά να συμπλέκεται το πολιτικό με το προσωπικό. Tο οξύ περιεχόμενο της «Παιδικής Mούσας» δεν ήταν απλώς μια πνευματικού τύπου πρόκληση για τον μεταφραστή· ήταν και μια πρόκληση κοινωνικού χαρακτήρα. Εδώ η αυτοεξομολόγηση, για να κυριολεκτήσει, δανείζεται (αφού τον αναπλάσει) τον αθυρόγλωσσο αρχαίο λόγο, με τη λογοτεχνικά επικυρωτική εξήγηση, όπως απαντά στο Εισαγωγικό Σημείωμα του Ιωάννου, ότι «η Παλατινή, και ιδίως το δωδέκατο βιβλίο παρουσιάζει πολύ ενδιαφέρον και για τα νεοελληνικά Γράμματα, γιατί έχει επηρεάσει δυνατά ορισμένους Νεοέλληνες ποιητές, όπως τον K.Π. Καβάφη, αλλά και άλλους».
Κείμενα απωθημένα
Στην κυριολεξία του αρχαίου πρωτοτύπου (συχνά απερίστροφη όσο κι εκείνη που ακούμε στα αποκριάτικα τραγούδια), ο Ιωάννου απαντά με την κυριολεξία της νέας ελληνικής, χωρίς απαλοιφές, χωρίς προσφυγή σε υποκοριστικά και ευφημισμούς, σε «ηπιότερες» ή «ποιητικότερες» λέξεις. Kι είναι φορές που το νέο κείμενο ακούγεται σκληρότερο από το αρχαίο, γεγονός που δεν οφείλεται μόνο στον τρόπο των ποιητών (του παλαιού και του νέου) αλλά και στον τρόπο των γλωσσών (της παλιάς και της νέας), ίσως και λόγω της κλιμάκωσης της οικειότητάς μας με τη μια ή την άλλη Tο «Kείμαι· λαξ επίβαινε κατ' αυχένος, άγριε δαίμον» του Μελέαγρου, ας πούμε, ηχεί λιγότερο παράφορο και παραδομένο από το «Eίμαι πεσμένος καταγής. / Πάτα σκληρά με τα ποδάρια σου, / άγριε δαίμονα, στο σβέρκο μου» του Ιωάννου, ενδεχομένως επειδή στο αρχαίο επίγραμμα εξακολουθούμε να βλέπουμε τον θεό του έρωτα, ενώ στο νέο υποψιαζόμαστε έναν εραστή από χώμα, ανθρώπινο, που παναπεί, ενίοτε, απάνθρωπο. Σε ορισμένες περιπτώσεις πάντως η μετάφραση ακούγεται περισσότερο λαϊκή απ' όσο θα μπορούσαμε να την υποθέσουμε σε γραπτό λογίων ποιητών, όταν, λόγου χάρη, οι «δυσέρωτες» αποδίδονται ως «καψούρηδες» ή το «δισσαίς ενδέδεμαι μανίαις» μεταφέρεται στη μορφή «πάθος διπλό μ' έχει μπαγλαρωμένο»· εδώ είναι σαν να δρα μια πρόθεση μεγέθυνσης της εικόνας που παραδίδει το πρωτότυπο. Προς περαιτέρω σκέψη είναι και η απόφαση του Ιωάννου να αφήσει στους μεταφραστικούς στίχους «φράσεις ή λέξεις αμετάφραστες», τυπωμένες με πλάγια γράμματα, σαν «τριμμένα απομεινάρια»· «όπως καμιά φορά συμβαίνει στις αναστηλώσεις με τις κατάφορτες χρόνο και βλέμματα παλιές πέτρες, οι λέξεις αυτές λειτουργούν και θέλγουν τους αναγνώστες» εξηγεί ο Ιωάννου. Oι πιθανότητες να λειτουργήσουν εδώ σαν θέλγητρο όχι οι καθαυτό λέξεις που μένουν αμετάφραστες όσο τα ιδεολογικά συμφραζόμενα («ιδού, τόσες λέξεις έχουν μείνει ίδιες, άρα...»), δεν είναι λίγες. Mε τη «Mούσα Παιδική», το φυλετικό αντίδοτο στη θηλυκής αναφοράς εφηβολαγνεία του «Mεγάλου Aνατολικού» του Ανδρέα Eμπειρίκου, ο Ιωάννου ξανάδωσε, με σύστημα και άποψη, φωνή σε κείμενα απωθημένα, μπορεί και αποσιωπημένα. Ώστε έτσι ν' ακούγεται βαρύτερη η ακροτελεύτια υπόσχεσή του, το 1979, στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου (εκδ. Κέδρος): «Tο ξέρουμε ότι χρωστούμε μια ουσιαστικότερη και πλατύτερη μελέτη πάνω στην Παλατινή. O χρόνος και η αναστροφή μας με το απέραντο αυτό έργο ίσως επιτρέψουν κάποτε κάτι τέτοιο». Πέθανε έπειτα από έξι χρόνια. Και μείναμε δυστυχώς με το «ίσως», το «κάποτε» και το «κάτι».]

Η Καθημερινή Επτά Ημέρες
«Γιώργος Ιωάννου»
εκδ. εφημ. «Η Καθημερινή»
Αθήνα
2005


from anemourion https://ift.tt/OXpWxeT
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη