Ιερά μονή Αγίων Αναργύρων Πάρνωνος - Α (Μονεμβασίας και Σπάρτης)


Αρχαιότερη, «εν συνεχεί λειτουργία», Μονή της Λακωνίας είναι αυτή των Αγίων Αναργύρων Σταματήρας του Πάρνωνος, κοντά στα χωριά Βασσαράς, Βέροια και Πολύδροσο. Για την ύπαρξή της κάνει μνεία χρυσόβουλλο του αυτοκράτορος Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου (1282-1328), χρονολογούμενο από το 1293. Υπάρχουν όμως ισχυρές ενδείξεις ότι η χρονολογία ιδρύσεως της Μονής ανάγεται σε προγενέστερες εποχές, ενδεχομένως και στα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Πάντως είναι παλαιότερη του έτους 1293. Μετά την πρώτη τουρκοκρατία (15ος-16ος αιώνας) το καθολικό της Μονής ξανακτίσθηκε από επιδέξιους τεχνίτες και αγιογραφήθηκε από τον ξακουστό Δημ. Κακαβά. Γραπτή επιγραφή πάνω από την είσοδο (εσωτερικά), μαρτυρεί αδιάψευστα ότι ο θείος και πάνσεπτος ναός ανιστορήθη (= αγιογραφήθηκε) με δαπάνη του Σταματίου Γράτα επί έτους, ΑΧΚΑ' ιν (δικτιών)ος Δ', δηλαδή το έτος 1621, όταν πατριάρχης ήταν ο σπουδαίος Κύριλλος Λούκαρις (1572-1638). Τούτο επιβεβαιώνεται και από σιγίλλιο του πατριάρχου Γαβριήλ Γ' (1707), όπου το Μοναστήρι χαρακτηρίζεται αρχαίον μεν την οικοδομήν και την ανέγερσιν, υπό δε των πάλαι αοιδίμων πατριαρχών και σταυροπηγιακής αξιωθέν επωνυμίας και... εξ αυτών των βάθρων ανεγερθέν θείω πόθω και σπουδή φιλοπονίας... Δηλαδή, το Μοναστήρι ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων το 1611 και αγιογραφήθηκε το 1621. Κι ενώ χάρη στο μόχθο των μοναχών του, την αξιόλογη κτηματική και δασική περιουσία του και τα πλούσια δώρα και αφιερώματα των χριστιανών, η Μονή έφθασε σε σύντομο διάστημα σε μεγάλη ακμή, το πατριαρχικό σιγίλλιο του Γαβριήλ (1707) παρουσιάζει το Μοναστήρι να καταπατείται οικτρώς και να αιχμαλωτίζεται υπό των πολεμίων και εναντίων και να περιέρχεται σε παντελή αφανισμόν και εσχάτην ερήμωσιν, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε στα μάτια εκείνων που το γνώριζαν από πριν να είναι αγνώριστον και θέαμα ελεεινόν και δακρύων άξιονΟ Σαράντης Καργάκος θεωρεί ρητορική υπερβολή, συνηθισμένη σε ανάλογα κείμενα την παραπάνω διατύπωση. Υποστηρίζει την άποψη ότι πρόκειται για καταστροφή των αποθηκών και των κελλίων, αφού σώθηκε ο ναός και οι αγιογραφίες του. Οι καταστροφές αυτές συνέβησαν στο διάστημα μεταξύ 1685-1697, περίοδο του τουρκοβενετικού πολέμου στην Πελοπόννησο. Και από την καταστροφική αυτή δοκιμασία η Μονή συνήλθε σύντομα, όπως μαρτυρείται από σκαλισμένη στο τέμπλο επιγραφή: Με τη συνδρομή του ηγουμένου Ιωακείμ, του ιερομονάχου Παρθενίου, δαπάνη του μητροπολίτου Λακεδαιμόνιας Κυπριανού και του πολιτικού και στρατιωτικού διοικητού Νικολάου και υπό χειρός Ιωάννου Σφιρίκα το 1711 γίνεται το νέο τέμπλο και σημειώνεται σημαντική ανακαινιστική προσπάθεια. Τη μαρτυρία της επιγραφής επιβεβαιώνει και το σιγίλλιο του πατριάρχου Γαβριήλ (έτους 1707), όπου στους πρωτεργάτες της ανακαινίσεως προστίθεται και ο Ζαχαρίας 
Μακρής, από τη Μεγάλη Βρύση, ανώτερος διοικητικός υπάλληλος, τον οποίο μάλιστα ο Γαβριήλ στο σιγίλλιό του ορίζει κηδεμόνα τε και υπερασπιστήν του αυτού μοναστηριού, ως γνήσιον και καθολικόν όντα κτίτορα και διαφεντευτήν αυτού... Εκτός από τις παρατεθείσες πληροφορίες, το σιγίλλιο του Γαβριήλ (περγαμηνή διαστάσεων 59x57 εκατοστών) περιγράφει λεπτομερώς την περιουσία της Μονής. Η περιγραφή είναι ενδιαφέρουσα, όχι μόνο γιατί αποκαλύπτει την οικονομική ευρωστία του μοναστηριού, αλλά και γιατί ενδιαφέρει την τοπογραφία της περιοχής, ιδίως τα τοπωνύμια, τα οικονομικά μεγέθη της εποχής και κυρίως, μαζί με το περιουσιακό, το πνευματικό εύρος και την θρησκευτική εμβέλεια της Μονής, δεδομένου ότι πολλά περιουσιακά στοιχεία περιήλθαν σ' αυτή από δωρεές και από διαθήκες. Η κτηματική περιουσία εκτεινόταν σε 11 χωριά και οικισμούς της περιοχής. Στην περίοδο κατά την οποία στην Πελοπόννησο κυριαρχούν -μετά τα ορλωφικά- βάρβαρα στίφη Αλβανών, που έφεραν οι Τούρκοι για την κατάπνιξη του επαναστατικού κινήματος των Ελλήνων (1770), η Μονή γνώρισε νέες δηώσεις και καταστροφή. Και πάλι, όμως, συνήλθε και ανακαινίστηκε, όπως μαρτυρούν δύο σιγίλλια (του 1798 και του 1819) του εθνοϊερομάρτυρος Γρηγορίου του Ε', πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Στην περίοδο αυτή η Μονή... γίνεται φάρος πνευματικός, διατηρώντας Κρυφό Σχολειό, που ήταν όντως κρυφό, με όλη τη σημασία της λέξεως. Αλλά και η φιλανθρωπική δράση της ήταν εξαιρετική. Στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδος οι μοναχοί πρόσφεραν στους φτωχούς της περιοχής τυρί, ζυμαρικά, ψωμί, σιτάρι και 
κρέας (το οποίο οι ίδιοι δεν έτρωγαν ποτέ), ενώ ήταν πάντοτε φιλόξενοι προς τους διαβάτες και τους προσκυνητές που συνέρρεαν κατά τις πανηγύρεις της Μονής και τροφοδότες των κλεφτών και αρματολών του Πάρνωνος. Στην περίοδο των επιδρομών του Δράμαλη αποτελούσε το καταφύγιο των χριστιανικών πληθυσμών των γύρω χωριών. Η συμβολή της Μονής στην Επανάσταση του 1821 υπήρξε σημαντική. Στο Αρχείο των Αγωνιστών αναφέρονται τα ονόματα έξι μοναχών-αδελφών στους οποίους απονεμήθηκαν τιμητικά αριστεία. Περίφημος είναι και ο Κανονισμός λειτουργίας της Μονής, που αναφέρεται στο σιγίλλιο του πατριάρχου Γαβριήλ (1707). Οι ορισμοί του απηχούν το παραδοσιακό τοπικό θρησκευτικό πνεύμα και τις αυστηρές θρησκευτικές αρχές του Ζαχαρία Μακρή... και της γενικώτερης πολιτικής του Πατριαρχείου ν' ανυψώσει ηθικά το μοναχικό βίο. Γιατί ο υγιής θρησκευτικός βίος ήταν ο ασφαλέστερος θώρακας του Γένους. Ο Κανονισμός ορίζει το κοινοβιακό σύστημα, το άβατο για τις γυναίκες, με εξαίρεση την ημέρα της πανηγύρεως, την ευπείθεια και υποταγή στον ηγούμενο, την κοινή διαχείριση (εν είναι το πουγγείον), την απαγόρευση αρπαγών και κλοπών, την αποχή από κρεωφαγίας και τον τρόπο επιλύσεως προστριβών και ερίδων, μεταξύ μοναχών, εκ μέρους του ηγουμένου. Επίσης καθορίζει το προνομιακό καθεστώς της Μονής και την εξάρτησή της από το Πατριαρχείο. Η αρχιτεκτονική των Αγίων Αναργύρων επιβεβαιώνει την άποψη ότι το Μοναστήρι δεν ήταν μόνο θρησκευτικό αλλά και εθνικό καταφύγιο των χριστιανών, στα δύσκολα εκείνα χρόνια της οθωμανικής, βενετικής ή αλβανικής κυριαρχίας. Το συγκρότημα δίνει την εντύπωση 
φρουριακής κατασκευής: διασώζονται τουφεκότρυπες, διέθετε πύργο, το πάχος των εξωτερικών τοίχων είναι 70-80 εκατοστά. Εκτός από την ανατολική πλευρά, οι τρεις άλλες είναι διώροφες και υπόστεγες. Κάτω οι φούρνοι, οι αποθήκες και λοιποί βοηθητικοί χώροι, πάνω τα 30 περίπου κελλιά. Στη βόρεια πλευρά η τράπεζα (όπου υπήρχε και το Κρυφό Σχολειό), στη νότια στάβλοι και αποθήκες. Το παλαιό λιθόστρωτο της εσωτερικής αυλής έχει καλυφθεί πριν 25 χρόνια από τσιμέντο. Στη δυτική πτέρυγα στεγάζονται το ηγουμενείο, το αρχονταρίκι και το παρεκκλήσιο των αγίων Αναργύρων, κτίσμα της δεκαετίας του 1950, που κοσμείται από 5 εικόνες του Φ. Κόντογλου, τοιχογραφίες στο Ιερό του Μαυρικάκη και στον κυρίως ναό του Ν. Πάνου, ο οποίος αγιογράφησε και την αναμορφωμένη πλέον τράπεζα της Μονής. Ο περίβολος με τα λουλούδια δίδει την αίσθηση μιας αναγεννήσεως που επιτελείται στη Μονή. Το καθολικό τιμάται στο όνομα και τη χάρη των αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού (1η Νοεμβρίου), αλλά πανηγυρίζει -λόγω κλίματος- και την 1η Ιουλίου (οπότε εορτάζεται η μνήμη των άλλων δύο Αναργύρων, επίσης Κοσμά και Δαμιανού, της Ρώμης). Ο ναός είναι μονόχωρος, σταυροειδής, τρουλλαίος, άστυλος, τρίκογχος και έχει τα βασικά χαρακτηριστικά της υστεροβυζαντινής αρχιτεκτονικής. Οι διαστάσεις του 11,50 χ 5,45 μέτρα. Ύψος, ως τη βάση του τρούλλου, 5,50 μ. Ενώ ο ναός έχει σήμερα εμφανή σημάδια ρωγμών στους τοίχους και υγρασίας στις τοιχογραφίες, εντύπωση προκαλούν στον προσκυνητή οι αγιογραφίες, έργο του Δημ. Κακαβά από το Ναύπλιο (1621). Τα θέματα, περισσότερα από 100, με εκατοντάδες εικονιζόμενων μορφών, καλύπτουν όλες τις επιφάνειες των τοίχων, από το δάπεδο ως την οροφή. Κατά τον Φ. Κόντογλου οι απεικονίσεις έχουν έντονον λαϊκή πνοήν, ασκητικήν λιτότητα και είναι συχνά πλήρεις πάθους και αποπνέουν θρησκευτικότητα βαθυτέραν πολλάκις και των αγιορειτικών αγιογραφιών, σεμνόχρωμα, κατανυκτικά... Κατά δε τον Τ. Γριτσόπουλο, στο ναό των Αγίων Αναργύρων, ασυνειδήτως συμπλέκονται ο εθνικός και λαϊκός βίος με τον χριστιανικόν. Έτσι οι αγέλαστες μορφές συναντώνται με το περιβάλλον της εθνικής κατήφειας. Αξιόλογο είναι και το τέμπλο, ξυλόγλυπτο, μήκους 4,60 μ. και ύψους 2,55 μ. Είναι έργο του Ιωάννου Σφύρικα, ιερέως από τη Χρύσαφα. Κατασκευάστηκε το 1711. Βασικό χαρακτηριστικό του είναι οι διακλαδιζόμενες κληματίδες, σταφύλια, πτηνά, άνθη, ερίφια κ.λπ.. Είναι επιχρυσωμένο. Οι παμπάλαιες εικόνες της Ωραίας Πύλης είναι δυστυχώς εφθαρμένες. Από τους πολλούς και πολύτιμους παλαιούς θησαυρούς δεν διασώθηκε σχεδόν τίποτε. Τα περισσότερα καταστράφηκαν ή εκλάπησαν κατά τη φοβερή επιδρομή των Γερμανών, οι οποίοι ερήμωσαν κυριολεκτικά τον ιερό χώρο. Ο μετέπειτα ηγούμενος της Μονής Νικόδημος Γρούμπος (1900-1964) επέτυχε να την ξανακτίσει: Έφτιαξε το κωδωνοστάσιο, κάλυψε με πλάκες τον τρούλλο και τη στέγη του καθολικού, έκτισε το παρεκκλήσιο των Αγίων Αναργύρων, δημιούργησε βιβλιοθήκη. Με την κοίμησή του, η Μονή παρακμάζει, μένει χωρίς μοναχούς. Χρησιμοποιείται ως χώρος κατασκηνώσεων από την I. Μητρόπολη. Αλλά το 1991, χάρη στην ανύστακτη μέριμνα του οικείου μητροπολίτου Ευσταθίου Σπηλιώτη και των συνεργατών του αρχιμανδριτών Σεβαστιανού Κονιδάρη και Διονυσίου Μπέκου, εγκαθίσταται νέα μοναστική αδελφότητα και η Μονή ξαναβρίσκει ζωή, για ωφέλεια πνευματική και εθνική της περιοχής.


Ευάγγελος Π. Λέκκος
Τα ελληνικά μοναστήρια
Ιχνηλάτης
1995


from ανεμουριον https://ift.tt/2O8IxWy
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη