Μετά από τη στυγερή δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά κατέλαβε τον αυτοκρατορικό θρόνο ο Ιωάννης Τσιμισκής. Ήταν τότε 45 χρόνων και λατρευόταν από τους στρατιώτες του για το θάρρος του και την ανδρεία του. Ως προς την εξωτερική του εμφάνιση ήταν ξανθός, όμορφος, μικρόσωμος αλλά πολύ δυνατός. Ως προς το χαρακτήρα ήταν ήρεμος, μειλίχιος, προσηνής, εύθυμος, γενναιόδωρος και λάτρης της γυναικείας καλλονής και των διασκεδάσεων. Ο Ιωάννης Τσιμισκής καταγόταν από ευγενή οικογένεια της Αρμενίας, η οποία είχε δώσει στο βυζαντινό κράτος περίφημους στρατηγούς, μεταξύ των οποίων τον παππού του Τσιμισκή Ιωάννη Κουρκούα που υπήρξε σπουδαίος στρατηγός. Από τη μητέρα του ήταν συγγενής των Φωκάδων, ενώ η
πρώτη σύζυγος του ανήκε στην οικογένεια των Σκληρών.
Το 968 ο Νικηφόρος Φωκάς είχε ζητήσει, αρκετά απερίσκεπτα, από τους Ρώσους να εισβάλουν στη Βουλγαρία για να συγκρατήσουν τους Βουλγάρους. Ο ηγεμόνας των Ρώσων, ο πολεμοχαρής Σβιατοσλάβος είχε δεχτεί με προθυμία την πρόσκληση του Φωκά. Πέρασε το Δούναβη και υπέταξε τη Βουλγαρία. Στη συνέχεια νίκησε τον τσάρο της Βουλγαρίας Βόρι Β' και ανακήρυξε τον εαυτό του κύριο της Βουλγαρίας. Ο Τσιμισκής έστειλε πρώτα τους στρατηγούς Βάρδα Σκληρό και Πέτρο Φωκά που νίκησαν τον ηγεμόνα των Ρώσων Σβιατοσλάβο στην Αρκαδιούπολη της Θράκης (970). Τον επόμενο χρόνο (971), Τσιμισκής, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε συγκροτήσει στρατό από 30.000 περίπου πεζούς και ιππείς με πολιορκητικές μηχανές, ελεοπόλεις κ.λπ., και στόλο από 300 πυροφόρα πλοία, αποφάσισε να λύσει οριστικά το ζήτημα της εισβολής των Ρώσων στη Βουλγαρία και να τους εκδιώξει πέρα από τη Βαλκανική. Αυτή τη φορά θα ετίθετο ο ίδιος επικεφαλής των στρατευμάτων του. Κατά τον Georg Ostrogorsky η εκστρατεία εναντίον του Σβιατοσλάβου αποτελεί ένα από τα πιο ένδοξα κατορθώματα της βυζαντινής πολεμικής ιστορίας. Πράγματι, λοιπόν, την άνοιξη του 971 επικεφαλής του καλογυμνασμένου στρατού του αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη κατευθυνόμενος προς την Αδριανούπολη, ενώ συγχρόνως ο στόλος έπλεε διά του Ευξείνου Πόντου προς τις εκβολές του Δούναβη με σκοπό να παρεμποδίσει κάθε τυχόν βοήθεια προς τους Ρώσους από Βορρά ή την υποχώρηση τους. Οι Ρώσοι όταν πληροφορήθηκαν ότι ο Τσιμισκής προελαύνει προς την Αδριανούπολη, υποχώρησαν βόρεια του Αίμου στην παλαιά Βουλγαρία. Από τα χρόνια του Νικηφόρου Α' Λογοθέτη κανένας άλλος αυτοκράτορας δεν είχε περάσει τα στενά του Αίμου. Φαίνεται ότι ο Τσιμισκής έμαθε από Βυζαντινούς κατασκόπους που είχαν εισδύσει στο ρωσικό στρατό ότι οι Ρώσοι είχαν αφήσει αφύλακτα τα στενά του Αίμου. Ο αυτοκράτορας οδηγώντας ο ίδιος ένα μικρό επίλεκτο σώμα ιππέων και πεζών με ταχύτατη πορεία πέρασε τα στενά και έφθασε μπροστά στα τείχη της βουλγαρικής πρωτεύουσας Πρεσλάβας αιφνιδιάζοντας τους Ρώσους, ενώ το κύριο σώμα του στρατού του με αρχηγό τον παρακοιμώμενο Βασίλειο ακολουθούσε βαδίζοντας με κανονική πορεία. Στην Πρεσλάβα διέμενε ο αιχμάλωτος στους Ρώσους βασιλιάς της Βουλγαρίας Βόρις και ένα τμήμα του ρωσικού στρατού. Μπροστά από την πόλη έγινε σφοδρότατη μάχη στην οποία νίκησαν και πάλι οι Έλληνες και ανάγκασαν τους Ρώσους να κλειστούν στα τείχη της Πρεσλάβας. Αλλά ο Τσιμισκής δεν ήταν από τους ανθρώπους που υποχωρούν. Διέταξε αμέσως γενική έφοδο κατά της πόλεως, την οποία κατέλαβε μετά από σφοδρότατη πολιορκία στην οποία διακρίθηκε ιδιαίτερα ο Θεοδόσιος Μεσονύκτης, ο οποίος ανέβηκε πρώτος στο τείχος. Μετά από την κατάληψη των τειχών από τους Έλληνες, οι Ρώσοι υποχώρησαν στην ακρόπολη. Εκεί ο Τσιμισκής συνέλαβε αιχμάλωτο τον εκεί κρατούμενο από τους Ρώσους νεαρό βασιλιά της Βουλγαρίας Βόρι. Οι άνδρες της φρουράς που ανέρχονταν σε 8.000 περίπου εξολοθρεύτηκαν σχεδόν όλοι. Όσοι διασώθηκαν κατέφυγαν στο Δορύστολο όπου διέμενε ο Σβιατοσλάβος. Ο διπλωματικότατος Τσιμισκής επωφελήθηκε από την αιχμαλωσία του βασιλιά των Βουλγάρων Βόρι για να ενσπείρει ζιζάνια στις ρωσοβουλγαρικές σχέσεις: Προσφώνησε τον Βόρι τσάρο των Βουλγάρων και δήλωσε ότι ερχόταν για να καταπολεμήσει τους Ρώσους και να ελευθερώσει τους Βουλγάρους. (Βλέπε Ι. Καραγιαννόπουλου, Ιστορία τόμος Β' σελίδα 422). Τότε οι Βούλγαροι άρχισαν να αμφισβητούν τη φιλία των Ρώσων και να προσχωρούν στον αυτοκράτορα.
ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ (971-972)
Το 968 ο Νικηφόρος Φωκάς είχε ζητήσει, αρκετά απερίσκεπτα, από τους Ρώσους να εισβάλουν στη Βουλγαρία για να συγκρατήσουν τους Βουλγάρους. Ο ηγεμόνας των Ρώσων, ο πολεμοχαρής Σβιατοσλάβος είχε δεχτεί με προθυμία την πρόσκληση του Φωκά. Πέρασε το Δούναβη και υπέταξε τη Βουλγαρία. Στη συνέχεια νίκησε τον τσάρο της Βουλγαρίας Βόρι Β' και ανακήρυξε τον εαυτό του κύριο της Βουλγαρίας. Ο Τσιμισκής έστειλε πρώτα τους στρατηγούς Βάρδα Σκληρό και Πέτρο Φωκά που νίκησαν τον ηγεμόνα των Ρώσων Σβιατοσλάβο στην Αρκαδιούπολη της Θράκης (970). Τον επόμενο χρόνο (971), Τσιμισκής, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε συγκροτήσει στρατό από 30.000 περίπου πεζούς και ιππείς με πολιορκητικές μηχανές, ελεοπόλεις κ.λπ., και στόλο από 300 πυροφόρα πλοία, αποφάσισε να λύσει οριστικά το ζήτημα της εισβολής των Ρώσων στη Βουλγαρία και να τους εκδιώξει πέρα από τη Βαλκανική. Αυτή τη φορά θα ετίθετο ο ίδιος επικεφαλής των στρατευμάτων του. Κατά τον Georg Ostrogorsky η εκστρατεία εναντίον του Σβιατοσλάβου αποτελεί ένα από τα πιο ένδοξα κατορθώματα της βυζαντινής πολεμικής ιστορίας. Πράγματι, λοιπόν, την άνοιξη του 971 επικεφαλής του καλογυμνασμένου στρατού του αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη κατευθυνόμενος προς την Αδριανούπολη, ενώ συγχρόνως ο στόλος έπλεε διά του Ευξείνου Πόντου προς τις εκβολές του Δούναβη με σκοπό να παρεμποδίσει κάθε τυχόν βοήθεια προς τους Ρώσους από Βορρά ή την υποχώρηση τους. Οι Ρώσοι όταν πληροφορήθηκαν ότι ο Τσιμισκής προελαύνει προς την Αδριανούπολη, υποχώρησαν βόρεια του Αίμου στην παλαιά Βουλγαρία. Από τα χρόνια του Νικηφόρου Α' Λογοθέτη κανένας άλλος αυτοκράτορας δεν είχε περάσει τα στενά του Αίμου. Φαίνεται ότι ο Τσιμισκής έμαθε από Βυζαντινούς κατασκόπους που είχαν εισδύσει στο ρωσικό στρατό ότι οι Ρώσοι είχαν αφήσει αφύλακτα τα στενά του Αίμου. Ο αυτοκράτορας οδηγώντας ο ίδιος ένα μικρό επίλεκτο σώμα ιππέων και πεζών με ταχύτατη πορεία πέρασε τα στενά και έφθασε μπροστά στα τείχη της βουλγαρικής πρωτεύουσας Πρεσλάβας αιφνιδιάζοντας τους Ρώσους, ενώ το κύριο σώμα του στρατού του με αρχηγό τον παρακοιμώμενο Βασίλειο ακολουθούσε βαδίζοντας με κανονική πορεία. Στην Πρεσλάβα διέμενε ο αιχμάλωτος στους Ρώσους βασιλιάς της Βουλγαρίας Βόρις και ένα τμήμα του ρωσικού στρατού. Μπροστά από την πόλη έγινε σφοδρότατη μάχη στην οποία νίκησαν και πάλι οι Έλληνες και ανάγκασαν τους Ρώσους να κλειστούν στα τείχη της Πρεσλάβας. Αλλά ο Τσιμισκής δεν ήταν από τους ανθρώπους που υποχωρούν. Διέταξε αμέσως γενική έφοδο κατά της πόλεως, την οποία κατέλαβε μετά από σφοδρότατη πολιορκία στην οποία διακρίθηκε ιδιαίτερα ο Θεοδόσιος Μεσονύκτης, ο οποίος ανέβηκε πρώτος στο τείχος. Μετά από την κατάληψη των τειχών από τους Έλληνες, οι Ρώσοι υποχώρησαν στην ακρόπολη. Εκεί ο Τσιμισκής συνέλαβε αιχμάλωτο τον εκεί κρατούμενο από τους Ρώσους νεαρό βασιλιά της Βουλγαρίας Βόρι. Οι άνδρες της φρουράς που ανέρχονταν σε 8.000 περίπου εξολοθρεύτηκαν σχεδόν όλοι. Όσοι διασώθηκαν κατέφυγαν στο Δορύστολο όπου διέμενε ο Σβιατοσλάβος. Ο διπλωματικότατος Τσιμισκής επωφελήθηκε από την αιχμαλωσία του βασιλιά των Βουλγάρων Βόρι για να ενσπείρει ζιζάνια στις ρωσοβουλγαρικές σχέσεις: Προσφώνησε τον Βόρι τσάρο των Βουλγάρων και δήλωσε ότι ερχόταν για να καταπολεμήσει τους Ρώσους και να ελευθερώσει τους Βουλγάρους. (Βλέπε Ι. Καραγιαννόπουλου, Ιστορία τόμος Β' σελίδα 422). Τότε οι Βούλγαροι άρχισαν να αμφισβητούν τη φιλία των Ρώσων και να προσχωρούν στον αυτοκράτορα.
![]() |
| Ενθρόνιση Ιω. Τσιμισκή |
Ο Σβιατοσλάβος στην προσπάθεια του να ανακόψει τη λιποταξία των Βουλγάρων έσφαξε τριακόσιους αιχμαλώτους ενώ φυλάκισε πολλούς άλλους. Η νίκη της Πρεσλάβας έδωσε μεγάλο θάρρος στους νικητές και τους όπλισε με πίστη στην τελική νίκη. Ο Τσιμισκής αφού εόρτασε εκεί το Πάσχα του 971 και αφού εγκατέστησε βυζαντινή φρουρά κατευθύνθηκε στην παραδουνάβια πόλη Δορύστολο (σημερινή Σιλίστρια) την πιο οχυρή πόλη της Βουλγαρίας, μέσα στην οποία είχε κλειστεί ο Σβιατοσλάβος. Προ της πόλεως συνήφθη πεισματώδης μάχη κατά την οποία οι Ρώσοι πολέμησαν γενναία αλλά δεν μπόρεσαν να νικήσουν τον Τσιμισκή και τους έμπειρους στρατηγούς του. Έτσι αναγκάστηκαν να κλειστούν στα τείχη. Εν τω μεταξύ διά του ποταμού Δούναβη ο βυζαντινός στόλος έφτασε στο Δορύστολο, το οποίο και απέκλεισε από την πλευρά του ποταμού. Στις 25 Απριλίου του 971 άρχισε η πολιορκία του Δορύστολου, η οποία διήρκεσε επί τρίμηνο, μέχρι 25 Ιουλίου του 971. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας οι Ρώσοι επεχείρησαν πολλές εξόδους και έγιναν πολλές μάχες μπροστά από τα τείχη. Σ' αυτές σκοτώθηκαν επιφανείς αξιωματικοί και από τα δύο στρατόπεδα. Η αντίσταση των πολιορκουμένων υπήρξε απεγνωσμένη αλλά και οι πολιορκητές έδειξαν απαράμιλλο πείσμα και επιμονή. Συγχρόνως η πείνα στην πολιορκημένη πόλη γινόταν όλο και πιο αφόρητη. Κατά τα τέλη Ιουλίου, όταν απέτυχε και η τελευταία απόπειρα εξόδου των Ρώσων, μετά από σφοδρότατη μάχη στην οποία ο Τσιμισκής έριξε και τις τελευταίες του δυνάμεις, ο Σβιατοσλάβος μπροστά στον κίνδυνο πλήρους εξοντώσεως του στρατού του αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει. Έτσι συνομολογήθηκε συνθήκη ειρήνης με τους εξής όρους: Οι Ρώσοι δέχτηκαν α) να παραδώσουν τους αιχμαλώτους β) να εκκενώσουν τη Βουλγαρία και να μην εμφανιστούν ποτέ πλέον στα Βαλκάνια γ) να μην επιχειρήσουν ποτέ στο μέλλον επίθεση κατά των βυζαντινών κτήσεων της Χερσώνας δ) να βοηθούν τους Βυζαντινούς στους διαφόρους πολέμους. Ο αυτοκράτορας από την πλευρά του δέχτηκε α) να επισιτίσει τους λιμοκτονούντες Ρώσους και να επιτρέψει την ελεύθερη αποχώρηση τους, β) να ανανεώσει τα παλιά εμπορικά προνόμια των Ρώσων και γ) να μεσολαβήσει στους Πατσινάκες και να εξασφαλίσει την ελεύθερη διέλευση των Ρώσων από τη χώρα τους. Πριν από την αναχώρηση του ο Σβιατοσλάβος ζήτησε να συναντήσει τον αυτοκράτορα. Ο Λέων ο Διάκονος περιγράφει με παραστατικό τρόπο αυτή τη συνάντηση, η οποία έγινε στις όχθες του Δούναβη. Εκεί ήρθε ο Ρώσος ηγεμόνας πάνω σε ακάτιο, ενώ ο Τσιμισκής ίστατο έφιππος στην όχθη του Δούναβη μεγαλοπρεπέστατος εν μέσω των χρυσοστόλιστων ιππέων της φρουράς του. Η συνάντηση αυτή ήταν σύντομη και μετά από αυτήν ο Τσιμισκής υπήρξε επιεικέστερος προς τους Ρώσους. Τους εφοδίασε με τροφές και έστειλε πρεσβεία στους Πατσινάκες παρακινώντας τους να αφήσουν τους Ρώσους να περάσουν ανενόχλητοι από τη χώρα τους. Οι Πατσινάκες δεν δέχτηκαν την προτροπή (κατ' άλλους παράκληση) του αυτοκράτορα υπέρ των Ρώσων. Την άνοιξη του 972 ο Σβιατοσλάβος που είχε αναγκαστεί από τους Πατσινάκες να περάσει το χειμώνα στους πρόποδες των καταρρακτών του Δνείπερου, δέχτηκε επίθεση από τους πρώην συμμάχους του, οι οποίοι κατέσφαξαν και τον ίδιο και το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού του. Έτσι τελείωσε άδοξα τη ζωή του ο υπερήφανος Σβιατοσλάβος. Με αυτό το θριαμβευτικό τρόπο έληξε η περίφημη εκστρατεία του Ιωάννη Τσιμισκή στη Βουλγαρία στην οποία φάνηκαν οι στρατιωτικές και πολιτικές ικανότητες του. Ο αυτοκράτορας αφού για λίγο χρονικό διάστημα έμεινε στην κατακτημένη περιοχή όπου φρόντισε την οχύρωση και την άμυνα της, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου τέλεσε θρίαμβο γεμάτο μετριοφροσύνη. Η μεγάλη νίκη του Ιωάννη Τσιμισκή κατά των Ρώσων είχε δύο πολύ σημαντικά αποτελέσματα: (1ον) Απάλλαξε την Αυτοκρατορία από τους Ρώσους που είχαν γίνει επικίνδυνος εχθρός και (2ον) κατέλυσε το βουλγαρικό κράτος και το προσάρτησε στην Αυτοκρατορία. Συγχρόνως το Βουλγαρικό Πατριαρχείο που είχε την έδρα του στο Δορύστολο διαλύθηκε και η Βουλγαρία πέρασε στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ένα δεύτερο μεγάλο και δυσεπίλυτο πρόβλημα που κληρονόμησε ο Τσιμισκής από τον προκάτοχο του ήταν τα ζητήματα της βυζαντινής Ιταλίας. Είδαμε στα προηγούμενα ότι κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Νικηφόρου Φωκά είχαν οξυνθεί οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χριστιανικές αυτοκρατορίες, οι οποίες είχαν εμπλακεί μεταξύ τους σε πόλεμο στην Ιταλία. Ο Τσιμισκής δεν συνέχισε την πολιτική του Νικηφόρου Φωκά αλλά αποφάσισε να επιδιώξει ειρηνικές λύσεις στις διαφορές με την «Αγία ρωμαϊκή αυτοκρατορία του γερμανικού έθνους» με την οποία γειτνίαζαν οι βυζαντινές κτήσεις της Ιταλίας. Έτσι λοιπόν ο διπλωματικότατος Τσιμισκής επεδίωξε και πέτυχε την προσέγγιση των δύο αυτοκρατοριών. Δέχθηκε με προθυμία να δώσει ως σύζυγον στον Όθωνα Β' γιο του Όθωνα Α', την ανιψιά του πριγκίπισσα Θεοφανώ. Οι γάμοι των δύο ηγεμονοπαίδων έγιναν στη Ρώμη το 972 και έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, σταμάτησαν δηλαδή οι συγκρούσεις μεταξύ Γερμανών και Ελλήνων στην Ιταλία. Η Θεοφανώ τόσο ως βασίλισσα, όσο και ως αντιβασίλισσα διεδραμάτισε σημαντικό εκπολιτιστικό ρόλο. Στην αυλή της στο Ακυΐσγρανον (σημερινό Άαχεν, γαλλιστί Αιξ-λα-σαπέλ) εισήγαγε τα έθιμα και την πολυτέλεια της βυζαντινής αυλής. Κάλεσε λόγιους και τεχνίτες από το Βυζάντιο και έτσι συνέβαλε στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων και της ελληνικής τέχνης στη Δύση. Ο καθηγητής Άμαντος παρατηρεί επιγραμματικά: «Διά της Θεοφανούς ήλθαν τα πρώτα ελληνικά χειρόγραφα και γράμματα εις την Γερμανίαν».
Μετά τη νικηφόρο εκστρατεία του κατά των Ρώσων και μετά τη διευθέτηση των γερμανοβυζαντινών διαφορών ο Ιωάννης Τσιμισκής έστρεψε την προσοχή του στην Ανατολή όπου είχε διανύσει τα πρώτα έτη της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας. Εκεί υπήρχε ο μόνιμος και ιδιαίτερα επικίνδυνος εχθρός της Αυτοκρατορίας, οι Άραβες. Ήδη από το 970 ο Ιωάννης Τσιμισκής είχε αποκρούσει τους Φατιμίδες Άραβες της Αιγύπτου, οι οποίοι είχαν επιχειρήσει να καταλάβουν την Αντιόχεια. Κατά τα δύο επόμενα χρόνια (971,972) ήταν απασχολημένος με τη ρωσική εκστρατεία και με τη διευθέτηση των γερμανοβυζαντινών σχέσεων και δεν ήταν δυνατόν να αναλάβει στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Αράβων. Προτού όμως ξεκινήσει την εναντίον των Αράβων εκστρατεία, έκρινε ορθό να προετοιμαστεί διπλωματικώς. Συνομολόγησε λοιπόν συμμαχία με τον άρχοντα των αρχόντων της Αρμενίας Ασώτ τον Γ' το νικητή των Αράβων, ο οποίος ανέλαβε την υποχρέωση να βοηθήσει τον Τσιμισκή στον επικείμενο πόλεμο του κατά των Αράβων της Βαγδάτης, με τρόφιμα και με 10.000 στρατό. Αφού λοιπόν τακτοποίησε τα παραπάνω ζητήματα άρχισε τον πόλεμο κατά των Αράβων τον οποίο μεθόδευσε σε τρεις εκστρατείες ως εξής:
ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗ ΔΥΣΗ
Ένα δεύτερο μεγάλο και δυσεπίλυτο πρόβλημα που κληρονόμησε ο Τσιμισκής από τον προκάτοχο του ήταν τα ζητήματα της βυζαντινής Ιταλίας. Είδαμε στα προηγούμενα ότι κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Νικηφόρου Φωκά είχαν οξυνθεί οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χριστιανικές αυτοκρατορίες, οι οποίες είχαν εμπλακεί μεταξύ τους σε πόλεμο στην Ιταλία. Ο Τσιμισκής δεν συνέχισε την πολιτική του Νικηφόρου Φωκά αλλά αποφάσισε να επιδιώξει ειρηνικές λύσεις στις διαφορές με την «Αγία ρωμαϊκή αυτοκρατορία του γερμανικού έθνους» με την οποία γειτνίαζαν οι βυζαντινές κτήσεις της Ιταλίας. Έτσι λοιπόν ο διπλωματικότατος Τσιμισκής επεδίωξε και πέτυχε την προσέγγιση των δύο αυτοκρατοριών. Δέχθηκε με προθυμία να δώσει ως σύζυγον στον Όθωνα Β' γιο του Όθωνα Α', την ανιψιά του πριγκίπισσα Θεοφανώ. Οι γάμοι των δύο ηγεμονοπαίδων έγιναν στη Ρώμη το 972 και έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, σταμάτησαν δηλαδή οι συγκρούσεις μεταξύ Γερμανών και Ελλήνων στην Ιταλία. Η Θεοφανώ τόσο ως βασίλισσα, όσο και ως αντιβασίλισσα διεδραμάτισε σημαντικό εκπολιτιστικό ρόλο. Στην αυλή της στο Ακυΐσγρανον (σημερινό Άαχεν, γαλλιστί Αιξ-λα-σαπέλ) εισήγαγε τα έθιμα και την πολυτέλεια της βυζαντινής αυλής. Κάλεσε λόγιους και τεχνίτες από το Βυζάντιο και έτσι συνέβαλε στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων και της ελληνικής τέχνης στη Δύση. Ο καθηγητής Άμαντος παρατηρεί επιγραμματικά: «Διά της Θεοφανούς ήλθαν τα πρώτα ελληνικά χειρόγραφα και γράμματα εις την Γερμανίαν».
ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΡΑΒΕΣ
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΣΙΜΙΣΚΗ
Μετά τη νικηφόρο εκστρατεία του κατά των Ρώσων και μετά τη διευθέτηση των γερμανοβυζαντινών διαφορών ο Ιωάννης Τσιμισκής έστρεψε την προσοχή του στην Ανατολή όπου είχε διανύσει τα πρώτα έτη της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας. Εκεί υπήρχε ο μόνιμος και ιδιαίτερα επικίνδυνος εχθρός της Αυτοκρατορίας, οι Άραβες. Ήδη από το 970 ο Ιωάννης Τσιμισκής είχε αποκρούσει τους Φατιμίδες Άραβες της Αιγύπτου, οι οποίοι είχαν επιχειρήσει να καταλάβουν την Αντιόχεια. Κατά τα δύο επόμενα χρόνια (971,972) ήταν απασχολημένος με τη ρωσική εκστρατεία και με τη διευθέτηση των γερμανοβυζαντινών σχέσεων και δεν ήταν δυνατόν να αναλάβει στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Αράβων. Προτού όμως ξεκινήσει την εναντίον των Αράβων εκστρατεία, έκρινε ορθό να προετοιμαστεί διπλωματικώς. Συνομολόγησε λοιπόν συμμαχία με τον άρχοντα των αρχόντων της Αρμενίας Ασώτ τον Γ' το νικητή των Αράβων, ο οποίος ανέλαβε την υποχρέωση να βοηθήσει τον Τσιμισκή στον επικείμενο πόλεμο του κατά των Αράβων της Βαγδάτης, με τρόφιμα και με 10.000 στρατό. Αφού λοιπόν τακτοποίησε τα παραπάνω ζητήματα άρχισε τον πόλεμο κατά των Αράβων τον οποίο μεθόδευσε σε τρεις εκστρατείες ως εξής:
Α' ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ (972)
Από την Αρμενία, όπου προμηθεύτηκε τρόφιμα και στρατό, εισέβαλε κατά τους τελευταίους μήνες του 972 στη Μεσοποταμία, όπου κατέλαβε το Εμετ, το Μιεφαρκίμ και τη Νίσιβι και πολιόρκησε χωρίς επιτυχία την Μαρτυρόπολη. Στη συνέχεια έκλεισε συνθήκη με τον εμίρη της Μεσοποταμίας τον Χαμδανίδη Abou-Taglib, ο οποίος υποχρεώθηκε να γίνει φόρου υποτελής των Βυζαντινών. Ο Ι. Τσιμισκής δεν συνέχισε τις επιχειρήσεις αλλά επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, (στις αρχές του χειμώνα του 972-973) αφού ανέθεσε στον αρμενικής καταγωγής δομέστικο των σχολών Μελία τη διεύθυνση των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Ο Μελίας απέτυχε στο έργο του: Την 1η Ιουλίου του 973 ηττήθη σε μια μάχη κοντά στην Άμιδα, συνελήφθη αιχμάλωτος και πέθανε στην αιχμαλωσία.
Το 974 ο Ιωάννης Τσιμισκής επραγματοποίησε δεύτερη εκστρατεία κατά των Αράβων της Μεσοποταμίας αφού προηγουμένως βεβαιώθηκε περί της πίστεως των Αρμενίων ηγεμόνων και αφού εν τω μεταξύ προπαρασκευάστηκε στρατιωτικώς κατά τρόπο ικανοποιητικό. Οδηγώντας πολυάριθμο στρατό προχώρησε στο εχθρικό έδαφος σχεδόν μέχρι τη Βαγδάτη. Κατά την προέλαση του αυτή κατέλαβε μεγάλες και πλούσιες πόλεις όπως την Αμιδα, τη Μαρτυρόπολη, τη Νίσιβι, καθώς και τριακόσια φρούρια των Αράβων. Παρά το γεγονός ότι ο Τσιμισκής είχε εισδύσει βαθιά μέσα στις αραβικές περιοχές της Μεσοποταμίας, εν τούτοις δεν μπόρεσε να συντρίψει τους αντιπάλους του. Γι' αυτό αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, συναποκομίζοντας άφθονη λεία και διάφορα ιερά κειμήλια από χριστιανικές πόλεις. Δεν είχε υποτάξει τους αντιπάλους του, τους είχε όμως κλονίσει το ηθικό και επομένως είχε θέσει τα θεμέλια για την τελειωτική νίκη του, η οποία θα ακολουθήσει τον επόμενο χρόνο (975).
Πράγματι, λοιπόν, τον επόμενο χρόνο (975) ο Ιωάννης Τσιμισκής επεχείρησε την τρίτη εκστρατεία του, αυτή τη φορά εναντίον των Αράβων της Συρίας με αντικειμενικό σκοπό να εδραιώσει την αυτοκρατορική κυριαρχία στη χώρα αυτή. Όπως παρατηρεί ο καθηγητής Δ. Ζακυθηνός «Βυζαντινήν Σταυροφορίαν ονόμασε νεότερος ιστορικός τον Συρικόν τούτον πόλεμο, ως έχοντα απώτερον σκοπόν την απελευθέρωσιν των Αγίων Τόπων». Η εκστρατεία αυτή διήρκεσε από τον Απρίλιο μέχρι το Σεπτέμβριο του 975. Αυτή τη φορά ξεκίνησε από την Αντιόχεια, προελαύνοντας ακάθεκτος κατέλαβε την Απάμεια, την Εμεσαν, την Ηλιούπολη και προχώρησε μέχρι τη Δαμασκό, η οποία αναγνώρισε την κυριαρχία του και υποχρεώθηκε να καταβάλει φόρο υποτέλειας. Στη συνέχεια ο ηρωικός Τσιμισκής εισέβαλε στην Παλαιστίνη, κατέλαβε την Τιβεριάδα, το όρος Θαβώρ, τη Ναζαρέτ και τη Βηθσάν. Η Αγία Πόλη Ιερουσαλήμ δεν βρισκόταν μακριά. Θα την κατελάμβανε αν δεν επειγόταν να αντιμετωπίσει τους Φατιμίδες που κατείχαν τα παράλια της Φοινίκης. Γι' αυτό γυρίζει προς τα πίσω (προς τα Βόρεια) και με ταχύτατη κίνηση καταλαμβάνει την πρωτεύουσα των Σαρακηνών Καισαρεία της Παλαιστίνης, τη Σιδώνα, τη Βηρυτό, την Πτολεμάϊδα, τη Βύβλο, τις Βαλαναίες, τα Γάβαλα κ.λπ. Μόνο η οχυρωμένη Τρίπολη αντιστάθηκε σθεναρά. Το Σεπτέμβριο του 975 ο αυτοκράτορας επέστρεψε στην Αντιόχεια.
Β' ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ (974)
Το 974 ο Ιωάννης Τσιμισκής επραγματοποίησε δεύτερη εκστρατεία κατά των Αράβων της Μεσοποταμίας αφού προηγουμένως βεβαιώθηκε περί της πίστεως των Αρμενίων ηγεμόνων και αφού εν τω μεταξύ προπαρασκευάστηκε στρατιωτικώς κατά τρόπο ικανοποιητικό. Οδηγώντας πολυάριθμο στρατό προχώρησε στο εχθρικό έδαφος σχεδόν μέχρι τη Βαγδάτη. Κατά την προέλαση του αυτή κατέλαβε μεγάλες και πλούσιες πόλεις όπως την Αμιδα, τη Μαρτυρόπολη, τη Νίσιβι, καθώς και τριακόσια φρούρια των Αράβων. Παρά το γεγονός ότι ο Τσιμισκής είχε εισδύσει βαθιά μέσα στις αραβικές περιοχές της Μεσοποταμίας, εν τούτοις δεν μπόρεσε να συντρίψει τους αντιπάλους του. Γι' αυτό αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, συναποκομίζοντας άφθονη λεία και διάφορα ιερά κειμήλια από χριστιανικές πόλεις. Δεν είχε υποτάξει τους αντιπάλους του, τους είχε όμως κλονίσει το ηθικό και επομένως είχε θέσει τα θεμέλια για την τελειωτική νίκη του, η οποία θα ακολουθήσει τον επόμενο χρόνο (975).
Γ' ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ (975)
Πράγματι, λοιπόν, τον επόμενο χρόνο (975) ο Ιωάννης Τσιμισκής επεχείρησε την τρίτη εκστρατεία του, αυτή τη φορά εναντίον των Αράβων της Συρίας με αντικειμενικό σκοπό να εδραιώσει την αυτοκρατορική κυριαρχία στη χώρα αυτή. Όπως παρατηρεί ο καθηγητής Δ. Ζακυθηνός «Βυζαντινήν Σταυροφορίαν ονόμασε νεότερος ιστορικός τον Συρικόν τούτον πόλεμο, ως έχοντα απώτερον σκοπόν την απελευθέρωσιν των Αγίων Τόπων». Η εκστρατεία αυτή διήρκεσε από τον Απρίλιο μέχρι το Σεπτέμβριο του 975. Αυτή τη φορά ξεκίνησε από την Αντιόχεια, προελαύνοντας ακάθεκτος κατέλαβε την Απάμεια, την Εμεσαν, την Ηλιούπολη και προχώρησε μέχρι τη Δαμασκό, η οποία αναγνώρισε την κυριαρχία του και υποχρεώθηκε να καταβάλει φόρο υποτέλειας. Στη συνέχεια ο ηρωικός Τσιμισκής εισέβαλε στην Παλαιστίνη, κατέλαβε την Τιβεριάδα, το όρος Θαβώρ, τη Ναζαρέτ και τη Βηθσάν. Η Αγία Πόλη Ιερουσαλήμ δεν βρισκόταν μακριά. Θα την κατελάμβανε αν δεν επειγόταν να αντιμετωπίσει τους Φατιμίδες που κατείχαν τα παράλια της Φοινίκης. Γι' αυτό γυρίζει προς τα πίσω (προς τα Βόρεια) και με ταχύτατη κίνηση καταλαμβάνει την πρωτεύουσα των Σαρακηνών Καισαρεία της Παλαιστίνης, τη Σιδώνα, τη Βηρυτό, την Πτολεμάϊδα, τη Βύβλο, τις Βαλαναίες, τα Γάβαλα κ.λπ. Μόνο η οχυρωμένη Τρίπολη αντιστάθηκε σθεναρά. Το Σεπτέμβριο του 975 ο αυτοκράτορας επέστρεψε στην Αντιόχεια.
![]() |
| Ο Τσιμισκής επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη μετά την κατάληψη της Πρεσλάβας. |
Η επιτυχία της εκστρατείας του υπήρξε θριαμβευτική. Δικαιολογημένα λοιπόν σε μια επιστολή του προς τον σύμμαχο του βασιλιά της Αρμενίας Ασωτ τον Γ', υπερηφανεύεται ο Τσιμισκής για το γεγονός ότι «νυν πάσα η Φοινίκη, η Παλαιστίνη και η Συρία, απηλλαγμέναι της τυραννίας των μουσουλμάνων, υπακούουσιν εις τους Ρωμαίους· αλλά και το μέγα όρος του Λιβάνου ανεγνώρισε τους ημετέρους νόμους». Αν επέμενε λίγο ακόμη καιρό θα κατελάμβανε τα Ιεροσόλυμα. Από την Αντιόχεια ανεχώρησε για την Κωνσταντινούπολη. Ενώ περνούσε από την περιοχή της Κιλικίας θαύμασε μερικά πλούσια και γόνιμα κτήματα και ρώτησε σε ποιον ανήκουν. Όταν πληροφορήθηκε ότι ήταν όλα ιδιοκτησία του περίφημου παρακοιμώμενου Βασιλείου, εξέφρασε την αγανάκτηση του και διέταξε τη δήμευση των κτημάτων. Άρρωστος και κουρασμένος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη όπου και πέθανε στις 10 Ιανουαρίου 976. Οι ελληνικές πηγές, και μάλιστα ο Λέων ο Διάκονος και ο Ιωαν. Σκυλίτζης υποστηρίζουν ότι ο θάνατος του αυτοκράτορα οφειλόταν σε δηλητηρίαση που είχε διατάξει ο παρακοιμώμενος Βασίλειος, ο οποίος είχε περιπέσει σε δυσμένεια και φοβόταν την οργή του Τσιμισκή για τον άδικο και υπερβολικό πλουτισμό του (Βλέπε Ι. Καραγιαννόπουλου, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους σελ. 429). Η σύγχρονη έρευνα δυσκολεύεται να δεχθεί την άποψη του Schlumberger και του Ostrogorsky ότι ο Τσιμισκής πέθανε από τύφο. Αυτό ήταν το τέλος του γενναίου και ικανότατου αυτού αυτοκράτορα, ο οποίος κατανίκησε τους Ρώσους και κατετρόπωσε τους Άραβες. Η σύντομη βασιλεία του (6 χρόνια και 1 μήνας) υπήρξε πράγματι μεγαλειώδης. Ο Κ. Άμαντος τον χαρακτηρίζει ως εξής: «Ο Ιωάννης Τσιμισκής θα ήτο ιδανικός βασιλεύς αν δεν είχε διαπράξει το έγκλημα της δολοφονίας του Νικηφόρου Φωκά. Εις το βραχύ διάστημα των εξ ετών που εβασίλευσεν, εξετέλεσε τόσα μεγαλουργήματα. Νομίζει κανείς ότι με την υπέροχον πολιτικήν του προσπαθεί να εξαγνισθεί διά το έγκλημα» (Κ. Αμαντου, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμος 2ος σελ. 143). Ο δε Ιωάννης Καραγιαννόπουλος γράφει επιγραμματικά περί του Τσιμισκή: «Τοιουτοτρόπως κατέλυσε τον βίον ο Ιωάννης Τσιμισκής, στρατηγός άριστος και γενναίος, ανελθών παρανόμως και εγκληματικώς εις τον θρόνον, αναδειχθείς όμως κατά το διάστημα της εξαετούς μόνον βασιλείας του, είς των καλυτέρων Βυζαντινών αυτοκρατόρων». (Βλέπε Ιωαν. Καραγιαννόπουλου, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμος Β', σελ. 429).Μέχρι σήμερα επέζησε η μνήμη του στα ακριτικά τραγούδια του Πόντου με τη μορφή Κιμισκής.
ΗΛΙΑΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ
from ανεμουριον https://ift.tt/2s3sUas
via IFTTT


