Νικηφόρος Φωκάς (963-969)


Αμέσως μετά το θάνατο του Ρωμανού Β' ανακηρύχθηκαν αυτοκράτορες τα ανήλικα παιδιά του Βασίλειος Β' και Κωνσταντίνος Η', τα οποία επιτροπεύονταν από τη μητέρα τους Θεοφανώ που βοηθείτο από τον παρακοιμώμενο Ιωσήφ Βρίγγα και από τον Πατριάρχη Πολύευκτο! Όμως αυτή η ρύθμιση της διαδοχής δεν ήταν δυνατόν να είναι μόνιμη και τελεσίδικη για δύο λόγους: α) γιατί η βασιλομήτωρ δεν είχε καλές σχέσεις με τον παρακοιμώμενο Ιωσήφ Βρίγγα και β) γιατί ο Ιωσήφ Βρίγγας μισούσε τον Νικηφόρο Φωκά, το θριαμβευτή της Κρήτης και της Ανατολής, ο οποίος είχε τεράστια δημοτικότητα. Αυτήν ακριβώς τη δημοτικότητα του Νικηφόρου φοβόταν ο Ιωσήφ Βρίγγας. Η σύγκρουση αποσοβήθηκε προσωρινά με την παρέμβαση του Πατριάρχη Πολύευκτου, ο οποίος έπεισε τη Σύγκλητο να διορίσει τον Νικηφόρο αρχιστράτηγο των στρατευμάτων της Ανατολής. Με την απόφαση αυτή της Συγκλήτου αναγκάστηκε να συμφωνήσει και ο πανίσχυρος Ιωσήφ Βρίγγας, ο οποίος όμως καραδοκεί να βρει την ευκαιρία να εξουδετερώσει τον Νικηφόρο, ο οποίος το Μάιο του 963 έφυγε από την Κωνσταντινούπολη για να αναλάβει τη διοίκηση των στρατευμάτων της Ασίας. Οπωσδήποτε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πρωτεύουσα είχε μυστικές συνεννοήσεις με την αντιβασίλισσα Θεοφανώ. Εν τω μεταξύ ο Ιωσήφ Βρίγγας προσπαθεί και πάλι να οργανώσει νέα συνωμοσία κατά του Νικηφόρου. Αυτή τη φορά προσπάθησε ανεπιτυχώς να προσεταιριστεί τον Μαριανό Αργυρό, πρώην αρχηγό του βυζαντινού στρατού στην Ιταλία, στον οποίο ο ραδιούργος Βρίγγας υποσχέθηκε την αρχιστρατηγία της Ανατολής αν τεθεί αντιμέτωπος του Νικηφόρου. Όμως ο Μαριανός Αργυρός αρνήθηκε να αναλάβει τέτοιον αγώνα και υπέδειξε ως πλέον κατάλληλο γι' αυτή την υπόθεση τον γενναίο στρατηγό Ιωάννη Τσιμισκή, ο οποίος ήταν ανιψιός του Νικηφόρου και πάρα πολύ δημοφιλής. Ο Βρίγγας έστειλε επιστολή στον Ιωάννη Τσιμισκή, στην οποία τον παρακινούσε να δολοφονήσει το θείο του με λαμπρά ανταλλάγματα, καταρχάς μεν την αρχηστρατηγία των Σχολών της Ασίας (Δομέστικος της Ανατολής) και στη συνέχεια το αυτοκρατορικό αξίωμα. Ο Τσιμισκής όχι μόνο δεν δέχθηκε τις προτάσεις του Βρίγγα αλλά έσπευσε στην Ασία και αφού συνάντησε τον Νικηφόρο του ενεχείρισε την επιστολή και τον παρακίνησε να δεχθεί να γίνει αυτοκράτορας. Ο Νικηφόρος ήταν στην αρχή διστακτικός. Μπροστά όμως στην επιμονή του Τσιμισκή και του στρατού αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Στις 3 Ιουλίου του 963 αναγορεύθηκε αυτοκράτορας στη μητρόπολη της Καισαρείας και αφού διόρισε Δομέστικο της Ανατολής τον Ιωάννη Τσιμισκή αναχώρησε με το στρατό του κατά της Κωνσταντινουπόλεως επιδιώκοντας να την καταλάβει αιφνιδιαστικά προτού ο Βρίγγας οργανώσει αντίσταση. Όμως, όπως παρατηρεί ο Σλουμπερζέ, ο ευνούχος (Βρίγγας) «δεν ήτο εκ των ανδρών εκείνων που θα υπεχώρη αμαχητί, καίτοι δε μόνος και αποξενωμένος των συμπαθειών του λαού παρεσκευάσθη δραστηρίως διά να αμυνθεί κατά του Νικηφόρου». Εν τω μεταξύ ο Νικηφόρος όταν έφτασε απέναντι από την Κωνσταντινούπολη έστειλε επιστολές στον Βρίγγα, στον Πατριάρχη Πολύευκτο και στη Σύγκλητο ανακοινώνοντας τα γεγονότα και καλώντας αυτούς να τον αναγνωρίσουν. Ο Βρίγγας κήρυξε τότε «εκτός νόμου» τους οπαδούς και τους συγγενείς του Νικηφόρου Φωκά και προσπάθησε να συλλάβει τον αδελφό του Λέοντα Φωκά και τον πατέρα τους Βάρδα Φωκά. Αλλά ο μεν Λέων κατόρθωσε να διαφύγει και να φτάσει στο στρατόπεδο του Νικηφόρου (ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει στη Χρυσούπολη, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη), ο δε γηραιός Βάρδας κατέφυγε ως ικέτης στην Αγία Σοφία και ετέθη υπό την προστασία του Πατριάρχη Πολύευκτου. Εν τω μεταξύ ο λαός επαναστάτησε κατά του Βρίγγα με επικεφαλής τον ευνούχο Βασίλειο (νόθο υιό του Ρωμανού Λεκαπηνού), ο οποίος είχε περιπέσει σε δυσμένεια πριν από πολύ καιρό. Ο Βασίλειος έγινε κύριος της καταστάσεως στην Κωνσταντινούπολη αφού κατέλαβε το ναύσταθμο (που βρισκόταν στον Κεράτιο Κόλπο) και τα ανάκτορα και αφού κατέκαψε τα σπίτια του Βρίγγα και άλλων κυβερνητικών. Στις 15 Αυγούστου ο στόλος, επικεφαλής του οποίου τέθηκε ο ευνούχος Βασίλειος, αφού διέπλευσε το Βόσπορο έφθασε στην ασιατική ακτή, όπου βρισκόταν ο Νικηφόρος με το στρατό του.Την επόμενη μέρα (16 Αυγούστου του 963) ο Νικηφόρος Φωκάς εισήλθε θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη, όπου έτυχε μεγαλοπρεπούς παλλαϊκής υποδοχής. Υπό τις φρενιτιώδεις ζητωκραυγές του λαού εισήλθε στην Αγία Σοφία όπου στέφθηκε αυτοκράτορας από τον Πατριάρχη Πολύευκτο. Εγκαταστάθηκε έπειτα στα ανάκτορα και ανέλαβε τη διακυβέρνηση του κράτους ως συναυτοκράτορας των δύο ανηλίκων αδελφών αυτοκρατόρων Βασιλείου και Κωνσταντίνου. Ο Νικηφόρος Φωκάς καταγόταν από τον παλαιό αρχοντικό οίκο των Φωκάδων της Καππαδοκίας, του οποίου όλα τα μέλη είχαν υπηρετήσει στο βυζαντινό στρατό και είχαν πολεμήσει πρώτα κατά των Περσών και αργότερα κατά των Αράβων. Ο παππούς του, του οποίου έφερε το όνομα, υπήρξε ένδοξος στρατηγός του Βασιλείου Α' του ιδρυτή της Μακεδονικής Δυναστείας. Ο πατέρας του Βάρδας Φωκάς υπήρξε και αυτός ικανότατος στρατηγός εξαιρετικά δημοφιλής. Ως προς την εξωτερική του εμφάνιση ήταν κοντός (μερικοί συγγραφείς τον χαρακτηρίζουν μετρίου αναστήματος), στιβαρός, μελαψός, άσχημος, τραχύς στους τρόπους, αγαπούσε τους πολέμους και ήταν άνθρωπος ευσεβής. Ζούσε ασκητική ζωή και συχνά διακήρυττε την επιθυμία του να εγκαταλείψει τη ματαιότητα του κόσμου τούτου και να αποσυρθεί σε μοναστήρι. Είχε πολλούς φίλους μεταξύ των μοναχών. Ιδιαίτερη φιλία τον συνέδεε με τον Αθανάσιο τον Αθωνίτη, τον ιδρυτή της μονής της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος. Υπήρξε απαράμιλλος πολεμιστής, ικανότατος στρατιωτικός οργανωτής, ανδρείος, ψύχραιμος, ισχυρογνώμων και δραστήριος. Ο Georg Ostrogorsky μας δίνει μια σύντομη αλλά αριστουργηματική σκιαγραφία του Νικηφόρου Φωκά: «Το παρουσιαστικό του ήταν ελάχιστα γοητευτικό, ο χαρακτήρας του άγριος και σκοτεινός και ο τρόπος ζωής του ασκητικά απλός. Το μοναδικό του πάθος ήταν ο αγώνας στα πεδία των μαχών, ενώ η προσευχή και η επικοινωνία με ασκητικούς ανθρώπους ήταν η μοναδική πνευματική του ανάγκη. Στο πρόσωπο του συνυπήρχαν ο πολεμιστής και ο μοναχός κι ήταν φλογερός θαυμαστής του αγίου Αθανασίου, του ιδρυτή της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος. Στην εποχή του άρχισε η άνθηση του σημαντικότατου αυτού κέντρου του ελληνικού μοναχισμού. Στη διάρκεια της ζωής του ο Νικηφόρος ο "αργαλέος θάνατος των Σαρακηνών", φαίνεται ότι καλλιεργούσε τη σκέψη να αποσυρθεί από τον κόσμο και να γίνει μοναχός». Ο Νικηφόρος Β' αμέσως μετά την άνοδο του στο θρόνο φρόντισε να στερεώσει την εξουσία του αναθέτοντας τα ανώτατα αξιώματα της αυτοκρατορίας σε έμπιστα πρόσωπα. Αυτά ήταν οι συγγενείς και οι φίλοι, οι οποίοι τον είχαν βοηθήσει να φθάσει στο ανώτατο αξίωμα. Έτσι, λοιπόν ο πατέρας του, ο γηραιός Βάρδας Φωκάς έλαβε τον «μεγαλοπρεπή άλλα λησμονημένον τίτλον του Καίσαρος», ο Ιωάννης Τσιμισκής που ήταν ο κυριότερος παράγοντας της επανάστασης κατά του Βρίγγα και τελικά της επικράτησης του Νικηφόρου Β' τιμήθηκε με τον τίτλο του Μαγίστρου και ανέλαβε το υψηλό αξίωμα του Δομέστικου των Σχολών της Ανατολής, δηλαδή του ανωτάτου στρατιωτικού διοικητή της Ανατολής, ο αδελφός και παλαιός συμπολεμιστής του αυτοκράτορα Λέων Φωκάς ανέλαβε το αξίωμα του Δομέστικου της Δύσειος και τιμήθηκε με τον τίτλο του κουροπαλάτη ή στρατάρχη του Ιερού Παλατιού. Την ηγεσία της πολιτικής διοικήσεως ανέλαβε στη θέση του Βρίγγα ο ευνούχος Βασίλειος που είχε βοηθήσει πολύ σημαντικά στην επικράτηση του Νικηφόρου. Ο παρακοιμώμενος Βασίλειος ήταν νόθος γιος του Ρωμανού Λεκαπηνού και διακρινόταν για την πονηριά του, την απληστία του αλλά και για τα έξοχα πολιτικά του χαρίσματα. Είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο και κατά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου Ζ' αλλά τώρα τιμήθηκε και με το νέο υψηλό αξίωμα του «προέδρου της Συγκλήτου Βουλής», το οποίο δημιουργήθηκε προς τιμήν του και το οποίο του εξασφάλιζε την πρωτοκαθεδρία απέναντι σε όλους τους κρατικούς αξιωματούχους, εκτός από τα αδέλφια του αυτοκράτορα. Ο Ιωσήφ Βρίγγας καθαιρέθηκε από τα αξιώματα του και εξορίστηκε αρχικά μεν στην Παφλαγονία και αργότερα στο μοναστήρι Ασηκρήτις, όπου πέθανε μετά από δυο χρόνια (965). Έμενε να ρυθμιστεί το ζήτημα της Θεοφανούς, με την οποία είχε ήδη συνάψει ερωτικό δεσμό ο πενηντάχρονος Νικηφόρος, ο οποίος μάλιστα, καθώς λεγόταν, είχε βαφτίσει τον ένα γιο της. Το γεγονός αυτό αποτελούσε σοβαρό εμπόδιο για τον μεταξύ τους γάμο. Ο αυτοκράτορας προχώρησε με σύνεση στην πραγματοποίηση της επιθυμίας του να νυμφευθεί τη Θεοφανώ. Στην αρχή για να τηρηθούν τα προσχήματα την απομάκρυνε για ένα σύντομο διάστημα από το παλάτι στέλνοντας την στον πύργο του Πετρίου που βρισκόταν στο Φανάρι. Στη συνέχεια κατάφερε να πείσει τον Πατριάρχη Πολύευκτο ότι ανάδοχος των δυο ανηλίκων αυτοκρατόρων ήταν ο πατέρας του Βάρδας Φωκάς. Έτσι εξουδετερώθηκε το εμπόδιο για τη σύναψη αυτού του γάμου, ο οποίος τελέστηκε μεγαλοπρεπώς στις 20 Σεπτεμβρίου του 963. Με το γάμο αυτό ο Νικηφόρος Φωκάς συνδέθηκε με τη νόμιμη Μακεδονική Δυναστεία και ως πατριός έγινε ο προστάτης των δυο νεαρών πορφυρογέννητων πριγκίπων, των οποίων τα δικαιώματα για το θρόνο παρέμειναν τυπικά άθικτα. Όμως παρά τις απασχολήσεις του με τις πανηγυρικές και τις θρησκευτικές τελετές, ο Νικηφόρος φρόντιζε συνεχώς για τη διοίκηση της απέραντης αυτοκρατορίας και σκεφτόταν ν' αναλάβει από την άνοιξη αυτοπροσώπως νέα εκστρατεία κατά του εμίρη του Χαλεπίου, Σεΐφ. Για το σκοπό αυτό όλο το χειμώνα του έτους 963-964 συνεκέντρωσε στρατό τον οποίο γύμναζε ο ίδιος. Ο Νικηφόρος Φωκάς οραματιζόταν την ανάκτηση όλων των παλαιών επαρχιών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Ανατολή (Συρία, Παλαιστίνη, Μεσοποταμία, Αίγυπτο) που είχαν καταληφθεί από τους Άραβες από τις αρχές του 7ου αιώνα και μετέπειτα. Είναι κατά τον Κ. Άμαντο «ο κατ' εξοχήν Αραβομάχος βασιλεύς. Εισβάλλει εις τας Αραβικός Χώρας με την ευκολίαν που εισέβαλεν ο Αρουν-αλ-Ρασί εις την Μικράν Ασίαν». Πράγματι την άνοιξη του 964 ανεχώρησε από την Κωνσταντινούπολη με κατεύθυνση την Κιλικία και αντικειμενικό στόχο την κατάληψη της οχυρής Ταρσού. Αφού πέρασε τα σύνορα του Ταύρου, τα οποία επί εκατοντάδες χρόνια ήταν σταθερά και ακλόνητα, πολιόρκησε την Ταρσό που όμως δεν μπόρεσε να κυριεύσει γιατί ήταν πολύ καλά οχυρωμένη και γιατί η στρατιωτική του δύναμη ήταν ανεπαρκής. Πολιόρκησε όμως και κατέλαβε άλλες αραβικές πόλεις της Κιλικίας: Τα Άδανα, την Ανάζαρβο, την Μοψουεστία και πάνω από είκοσι φρούρια. Πολλά και λαμπρά λάφυρα περιήλθαν στον αυτοκράτορα, ο οποίος αποσύρθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Καππαδοκία για να περάσει το χειμώνα του έτους 964-965. Εκεί πήγαν να τον συναντήσουν η βασίλισσα με τους δύο ανήλικους αυτοκράτορες γιους τους. Την επόμενη άνοιξη επανέλαβε την επίθεση του κατά της Ταρσού με ισχυρό στρατό, που αριθμούσε 400.000 άνδρες σύμφωνα με τον Λέοντα το Διάκονο. Τη φορά αυτή στάθηκε τυχερότερος γιατί μετά από πολύμηνη πολιορκία κατόρθωσε να εξαναγκάσει τους υπερασπιστές της να παραδώσουν την πόλη εξαιτίας του λιμού που τους είχε αποδεκατίσει. Τα λάφυρα ήταν πολλά και σημαντικά. Ένα μέρος από αυτά το μοίρασε στους στρατιώτες του, ενώ κατά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη αφιέρωσε στην Αγία Σοφία χρυσούς σταυρούς και άλλα εκκλησιαστικά κειμήλια που είχαν αρπάξει οι Άραβες από τη Μικρά Ασία στις διάφορες επιδρομές τους. Η διάλυση του κράτους της Ταρσού είχε μεγάλη σημασία για το Βυζαντινό Κράτος γιατί όχι μόνο απαλλασσόταν αυτό από τις επιδρομές των Αράβων αλλά ανοιγόταν ο δρόμος για την επανάκτηση της Συρίας. Ενώ τα βυζαντινά στρατεύματα επεδίδοντο στις νικηφόρες επιχειρήσεις τους στην Κιλικία, βυζαντινός στόλος υπό την αρχηγία του στρατηγού Νικήτα Χαλκούτζη απελευθέρωνε από τους Άραβες τη μεγαλόνησο Κύπρο και την προσαρτούσε και πάλι στο Βυζάντιο (965). Η Κύπρος υπήρξε από τις πρώτες επαρχίες της αυτοκρατορίας που κατακτήθηκαν από τους Άραβες και μάλιστα από τον χαλίφη Μωαβιά (το 647). Τοιουτοτρόπως η μεγαλόνησος μετά από αραβική κατοχή τριών αιώνων επανήλθε και πάλι στο βυζαντινό κράτος, του οποίου έγινε θέμα και για ένα διάστημα περισσότερο από διακόσια χρόνια υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους προμαχώνες του Βυζαντίου κατά των μουσουλμανικών επιδρομών. Η κατάληψη της Κιλικίας και της Κύπρου είχε ως βασικό αποτέλεσμα να ανοίξει ο δρόμος για την πραγματοποίηση του κύριου στόχου του Νικηφόρου Φωκά που ήταν η κατάληψη της Συρίας. Πράγματι το 966 ο Νικηφόρος Φωκάς επιχείρησε εκστρατεία κατά της Συρίας με απώτερο σκοπό να καταλάβει την Αντιόχεια. Όμως οι υπερασπιστές της αντέταξαν σφοδρή άμυνα. Ο αυτοκράτορας δεν επέμεινε στην πολιορκία αλλά, αφού κατέλαβε την Έδεσσα και κάποια φρούρια της γύρω περιοχής, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Την άνοιξη του 968 ο ακαταπόνητος αυτοκράτορας εισέβαλε για δεύτερη φορά στη Συρία με αντικειμενικό και πάλι σκοπό να καταλάβει την Αντιόχεια. Επειδή όμως ήταν πολύ καλά οχυρωμένη την παρέκαμψε και προήλασε προς νότο κατά μήκος των ακτών της Συρίας, όπου κατέλαβε διάφορες πόλεις όπως την Καισαρεία, την Επιφάνεια, την Εμεσα. Στη συνέχεια αφού πέρασε το όρος Λίβανο κατέλαβε τη Λαοδικεία και άλλες πόλεις. Το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου επέστρεψε στην Αντιόχεια αλλά αφού διαπίστωσε για άλλη μια φορά ότι θα χρειαστεί πολύ χρόνο για να την κυριεύσει αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη. Άφησε όμως εκεί για να πολιορκούν την πόλη τους στρατηγούς Μιχαήλ Βούρτζη και Πέτρο Φωκά. Αυτοί με τις επιδρομές τους έφεραν σε δύσκολη θέση τους πολιορκημένους. «Τέλος», κατά τον καθηγητή Καραγιαννόπουλο, «ο Μιχαήλ Βούρτζης επωφεληθείς νύκτα βροχεράν και σκοτεινήν τη βοήθεια ίσως των χριστιανικών μελών της φρουράς της Αντιόχειας κατέλαβε δύο πύργους, απέκρουσε τας μανιώδεις αντεπιθέσεις των Αράβων και όταν ειδοποιηθείς έφθασε και ο στρατοπεδάρχης Πέτρος, του ήνοιξε τας πύλας και από κοινού μετ' εκείνου εξόρμησε κατά της αραβικής φρουράς» (Οκτώβριος του 969). Έτσι επανήλθε στα χέρια των Βυζαντινών η παλαιά και ιστορική Αντιόχεια, η οποία είχε καταληφθεί από τους Άραβες το 638 κατά την εποχή του Ηρακλείου. Μερικούς μήνες αργότερα οι Βυζαντινοί κυρίευσαν και το Χαλέπι (αρχαία Βέρροια), του οποίου ο εμίρης αναγκάστηκε να συνάψει ταπεινωτική συνθήκη ειρήνης. Ένα τμήμα της Συρίας με την Αντιόχεια προσαρτήστηκε στη βυζαντινή αυτοκρατορία, ενώ το Χαλέπι με τη γύρω περιοχή απετέλεσε κρατίδιο φόρου υποτελές στο Βυζάντιο. Με την προσάρτηση της Κιλικίας και ενός μέρους της Συρίας αυξήθηκε σημαντικά η εδαφική έκταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μέσα στα όρια της είναι τώρα η μεγάλη πόλη Αντιόχεια, η θεούπολη όπως είχε ονομαστεί από τους Χριστιανούς. Το μεγάλο αυτό θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο της Ανατολής ξαναγινόταν βυζαντινό μετά από αραβική κατοχή τριών και πλέον αιώνων (638-969). Το χειμώνα του έτους 966-967 έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη πρέσβεις των Βουλγάρων για να ζητήσουν τους καθιερωμένους φόρους που κατέβαλαν σ' αυτούς οι προηγούμενες βυζαντινές κυβερνήσεις. Ο νικητής των Αράβων τότε οργίστηκε κατά των Βουλγάρων πρέσβεων και διέταξε να τους μαστιγώσουν και στη συνέχεια τους έστειλε στην πατρίδα τους με ταπεινώσεις και απειλές. Ο Ι. Καραγιαννόπουλος κρίνοντας τη συμπεριφορά του αυτοκράτορα προς τους Βούλγαρους πρέσβεις γράφει: «Η διαγωγή του Νικηφόρου κατά το ανωτέρω επεισόδιον δεν ήτο η πρέπουσα. Εκτύπησε πρεσβευτάς, τουτέστιν πρόσωπα ιερά. Και αν οι λόγοι του δύνανται να θεωρηθούν ως μέρος της τότε συνηθιζόμενης τακτικής εκφοβισμού του αντιπάλου, πάντως όμως ήσαν υπερβολικοί». Το ίδιο έτος (967) ο Νικηφόρος έφτασε στην περιοχή της Θράκης με σκοπό να εκστρατεύσει κατά της Βουλγαρίας. Τελικά όμως απέφυγε να επιχειρήσει πόλεμο κατά των Βουλγάρων γιατί δεν ήθελε να αποσπάσει την προσοχή του από τις επιχειρήσεις στην Ανατολή. Περιορίστηκε μόνο στην καταστροφή ορισμένων βουλγαρικών οχυρών. Όμως δεν εγκατέλειψε τον αγώνα εναντίον των Βουλγάρων. Τον συνέχισε καταφεύγοντας σε διπλωματικά μέσα. Υποκίνησε τους Ρώσους σε πόλεμο κατά των Βουλγάρων. Γι' αυτό ακριβώς το σκοπό έστειλε στον ηγεμόνα των Ρώσων Σβιατοσλάβο ή Σφενδοσλάβο τον πατρίκιο Καλοκύρη ή Καλοκυρά με πλούσια δώρα και πολλά χρήματα. Ο φιλόδοξος και πολεμοχαρής γιος της πριγκίπισσας Όλγας, ο οποίος είχε συντρίψει το κράτος των Χαζάρων της Κριμαίας και είχε αναδειχθεί πανίσχυρος ηγεμόνας, δέχθηκε με ικανοποίηση την πρόταση του Νικηφόρου. Με τα χρήματα των Βυζαντινών συγκρότησε στρατό από 60.000 άνδρες και εβάδισε κατά της Βουλγαρίας (968). Ο βασιλιάς της Βουλγαρίας Πέτρος προσπάθησε να εμποδίσει τους Ρώσους να περάσουν το Δούναβη, αλλά δεν το κατόρθωσε. Οι Ρώσοι προχωρούν ακάθεκτοι. Νικούν κατά κράτος το βουλγαρικό στρατό και καταστρέφουν μεγάλες περιοχές της χώρας. Ο βασιλιάς της Βουλγαρίας, Πέτρος εν τω μεταξύ αρρώστησε και μετά από μερικούς μήνες πέθανε (Ιανουάριος του 969). Τον ίδιο χρόνο μια επίθεση των Πατσινακών κατά του Κιέβου (πρωτεύουσας του ρωσικού κράτους) ανάγκασε τον Σβιατοσλάβο να επιστρέψει ταχέως στην πατρίδα του. Το καλοκαίρι όμως του ίδιου χρόνου ο Σβιατοσλάβος εισέβαλε για δεύτερη φορά στη Βουλγαρία διέλυσε το βουλγαρικό στρατό, συνέλαβε αιχμάλωτο τον τσάρο Βόρη Β' το γιο του Πέτρου και ανακήρυξε τον εαυτό του κύριο της Βουλγαρίας. Όμως δεν αρκέστηκε στην κατοχή της Βουλγαρίας αλλά αφού πέρασε τον Αίμο εισέβαλε στις βυζαντινές επαρχίες λεηλατώντας και καταστρέφοντας. Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Β' κατάλαβε γρήγορα ότι είχε κάνει σφάλμα που προσκάλεσε τους Ρώσους κατά των Βουλγάρων γιατί τη θέση ενός ανίσχυρου αντιπάλου είχε πάρει τώρα ένας νέος κατά πολύ ισχυρότερος και πιο επικίνδυνος εχθρός. Μπροστά στην κρίσιμη κατάσταση προσπάθησε να πείσει τους Ρώσους να σεβαστούν τις συνθήκες και να τηρήσουν τα συμφωνημένα. Όμως δεν επέτυχε τίποτε. Από την άλλη πλευρά επιζήτησε να συνεννοηθεί με τους Βουλγάρους σχεδιάζοντας μάλιστα να νυμφεύσει τους νεαρούς πορφυρογέννητους αυτοκράτορες με Βουλγαρίδες πριγκίπισσες. Τον πρόφθασε όμως ο θάνατος (11 Δεκεμβρίου του 969). Το πολύ σημαντικό αυτό πρόβλημα (απομάκρυνση των Ρώσων από τη Βουλγαρία) επρόκειτο να λυθεί από το διάδοχο του Ιωάννη Τσιμισκή. Η οικονομική πολιτική του Νικηφόρου Φωκά υπήρξε πολιτική αυστηρής λιτότητας. Αύξησε τη φορολογία, επέβαλε νέους έκτακτους φόρους και αύξησε τις στρατιωτικές υποχρεώσεις. Ιδιαίτερα κατακρίνεται η νομισματική πολιτική του. Το χρυσό νόμισμα που κυκλοφορούσε μέχρι τότε είχε κανονικό βάρος 4,48 γραμμάρια. Ο Νικηφόρος έκοψε νέο νόμισμα ελαφρότερο που ονομάστηκε «τεταρτηρόν». Το δεύτερο αυτό νόμισμα το χρησιμοποίησε ο Νικηφόρος Β' για την πληρωμή των μισθών των κρατικών υπαλλήλων, ενώ για την είσπραξη των φόρων απαιτούσε να πληρώνουν οι φορολογούμενοι με το παλιό βαρύ νόμισμα. Έτσι, λοιπόν, κυκλοφορούσαν δύο νομίσματα: το παλιό κανονικό χρυσό νόμισμα και το δεύτερο υποτιμημένο που λεγόταν «τεταρτηρόν». Η κυκλοφορία αυτού του δεύτερου νομίσματος προκάλεσε αναστάτωση στις συναλλαγές. Οι στρατιωτικές δαπάνες και οι νομισματικές μεταβολές προκάλεσαν άνοδο των τιμών ιδιαίτερα του σταριού. Οι λαϊκές τάξεις άρχισαν να δυσφορούν κατά του αυτοκράτορα ο οποίος σιγά σιγά έχανε την δημοτικότητα του και τελικά έγινε μισητός όχι μόνο από τις πτωχές λαϊκές τάξεις αλλά και από τους αριστοκράτες στρατιωτικούς της Μικράς Ασίας. Αντιλαμβανόμενος ο Νικηφόρος την εναντίον του γενική δυσφορία (λαός, αριστοκράτες, κλήρος) οχύρωσε το ανάκτορο του Βουκολέοντος με ισχυρό τείχος για να προστατευθεί από τους δυσαρεστημένους πολίτες. Εν τω μεταξύ είχαν γίνει εναντίον του δυο δολοφονικές απόπειρες. Όμως η λαϊκή δυσαρέσκεια δεν ήταν η αιτία της πτώσης του μεγάλου αυτού αυτοκράτορα. Απλώς διευκόλυνε τα εγκληματικά σχέδια της σατανικής Θεοφανώς (που δεν μπορούσε πια να υποφέρει τον γερασμένο και ασκητικό σύζυγο της, τον οποίο εξάλλου ποτέ δεν αγάπησε πραγματικά) και τον εραστή της Ιωάννη Τσιμισκή, ο οποίος είχε περιπέσει στη δυσμένεια του αυτοκράτορα και είχε απομακρυνθεί από το αξίωμα του δομέστιχου των Σχολών της Ανατολής. Έτσι, οι δυο εραστές και συνωμότες κατέστρωσαν το σχέδιο δολοφονίας του αυτοκράτορα. Ο Τσιμισκής βρήκε πρόθυμους συνεργάτες. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Μιχαήλ Βούρτζης, ο ένδοξος πορθητής της Αντιόχειας. Η δολοφονία ορίστηκε για τη νύχτα της 10 προς 11 Δεκεμβρίου του 969. Οι συνωμότες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες. Αυτοί που ανήκαν στην πρώτη ομάδα μπήκαν με τη βοήθεια της Θεοφανώς στα ανάκτορα μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες και κρύφτηκαν στα ιδιαίτερα διαμερίσματα της. Εκεί περίμεναν τον Τσιμισκή. Κατά τα μεσάνυχτα πράγματι ο αρχηγός της συνωμοσίας μαζί με τρεις έμπιστους συνωμότες απέπλευσαν από τη Χαλκηδόνα (απέναντι από την Κωνσταντινούπολη στην ασιατική ακτή) και αφού διέπλευσαν με βάρκα το Βόσπορο αποβιβάστηκαν πίσω από τα ανάκτορα του Βουκολέοντος. Με μια σκάλα από σκοινί που τους επέταξαν από τα δωμάτια της Θεοφανώς ανέβηκαν ο ένας μετά τον άλλο (τελευταίος ο Τσιμισκής) και μπήκαν στα διαμερίσματα της Αυγούστας, όπου ενώθηκαν με την πρώτη ομάδα συνωμοτών. Ο Νικηφόρος αφού κατά τη συνήθεια του είχε διαβάσει κάποια χωρία από την Αγία Γραφή, είχε ήδη αποκοιμηθεί έχοντας όμως αφήσει ανοικτό τον κοιτώνα του μετά από προτροπή της αδίστακτης Θεοφανώς, η οποία τάχα επρόκειτο να τον επισκεφθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας. Οποία όμως υποκρισία! Επρόκειτο να στείλει εκεί τους δολοφόνους οι οποίοι εισέβαλαν με τα σπαθιά στα χέρια. Δεν τον ευρίσκουν στο κρεβάτι του. Τους καταλαμβάνει πανικός γιατί νομίζουν ότι προδόθηκε το σχέδιο τους. Όμως κάποιος ευνούχος τους οδηγεί σε μια γωνιά του δωματίου όπου κοιμόταν βαθιά ο αυτοκράτορας πάνω σε δέρμα τίγρεως. Ορμούν εναντίον του και τον ξυπνούν με χτυπήματα. Ο Νικηφόρος λιποθυμεί, αλλά οι συνωμότες τον σέρνουν από τα πόδια και τον προπηλακίζουν, του συντρίβουν το σαγόνι, τον χτυπούν με τις λαβές των ξιφών και τέλος ένας από αυτούς του διαπερνά το στήθος. Και ο μέγας αυτοκράτορας ο «Καλλίνικος», ο «τροπαιούχος» ο «αργαλέος θάνατος των Σαρακηνών» εκπνέει, ενώ η άπιστη σύζυγος σε κάποιο διπλανό δωμάτιο θα περιμένει με ανυπομονησία να πληροφορηθεί την ολοκλήρωση της βδελυρής πράξεως της. Αυτό ήταν το τέλος του Νικηφόρου Β' Φωκά, ενός από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Ο καθηγητής Άμαντος γράφει για την προσωπικότητα του Φωκά μεταξύ των άλλων τα εξής αξιοσημείωτα: «Η προσωπικότης του Φωκά αποτελεί τιμήν διά το Βυζάντιον. Όχι τόσον ως πολιτικός - διέπραξε σφάλματα - αλλ' ως στρατιωτικός υπήρξεν εκ των μεγαλυτέρων φυσιογνωμιών του Βυζαντίου». Ο θάνατος του ενέπνευσε συγγραφείς και ποιητές και σύγχρονους και μεταγενέστερους. Κάποιος υμνογράφος έγραψε και «ακολουθία» προς τιμήν του σαν να επρόκειτο για άγιο, γιατί παρά τα αυστηρά μέτρα που πήρε για την εκκλησία και τα μοναστήρια, υπήρξε βαθιά θρησκευόμενος και ευσεβής.
ΗΛΙΑΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ


from ανεμουριον https://ift.tt/2EyyEM6
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη