Ο Μακεδονικός Αγώνας


Η Ελληνική ένοπλη παρέμβαση στη Μακεδονία την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα δεν αποτελούσε καινοφανή επιλογή των Αθηνών. Η περιοχή βρισκόταν ανέκαθεν στο πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας, περισσότερο όμως στη θεωρία παρά στην πράξη. Μετά την ηρωική αλλά αποτυχημένη συμμετοχή των Μακεδόνων αρματολών στην Ελληνική Επανάσταση, η Μακεδονία για δεκαετίες βρέθηκε αποκομμένη από το ελληνικό βασίλειο. Η γεωγραφική απόσταση ήταν ένα σοβαρό εμπόδιο επικοινωνίας, αλλά δεν ήταν το μόνο. Η Αθήνα είχε να αντιμετωπίσει επί του θέματος προβλήματα πολύ μεγαλύτερα και ουσιαστικότερα από αυτό. Το πρώτο πρόβλημα ήταν η αρνητική διπλωματική συγκυρία, και όσοι είχαν διαφορετική γνώμη είχαν αρκετές ευκαιρίες να το αντιληφθούν.

Οι επαναστατικές κινήσεις του 1839-40,1854 και 1866, των Μακεδόνων προσφύγων που ζούσαν στο ελληνικό βασίλειο - παλαίμαχοι καπεταναίοι, ρομαντικοί επαναστάτες και ακόμη περισσότεροι κλεφταρματολοί - κατέληξαν όλες σε αποτυχία. Είχε εκτιμηθεί λανθασμένα ότι η Ελλάδα μπορούσε να εκβιάσει την επέκταση της στη Μακεδονία παρεμβαλλόμενη στις εκάστοτε κρίσεις (Τουρκοαιγυπτιακός Πόλεμος, Κριμαϊκός Πόλεμος, Κρητική Επανάσταση) με σύμμαχο της την ομόδοξη Ρωσία. Αναποτελεσματικές ήταν και οι επίσημες κρατικές πρωτοβουλίες, είδος ασκήσεως επί χάρτου, μεταξύ Αθήνας και Βελιγραδίου, τη δεκαετία του 1860. Σε κάθε περίπτωση οι Σλάβοι βρίσκονταν σε καλύτερη θέση, αφού η αποφασιστική διπλωματική παρουσία της Ρωσίας στα Βαλκάνια, παρά την ήττα της στον Κριμαϊκό, ευνοούσε τις δικές τους βλέψεις.

Στη δεκαετία του 1860, η βουλγαρική στοιχειώδης εκπαίδευση σημείωσε σημαντική πρόοδο στο βορρά της Μακεδονίας, ενώ την ίδια περίοδο εμφανίστηκε διεκδικητικά και διασπαστικά στο ελληνικό στρατόπεδο και η ρουμανική εθνική εκπαίδευση. Η ίδρυση της βουλγαρικής ανεξάρτητης εκκλησίας, της Εξαρχίας, το 1870, με τη συγκατάνευση της Πύλης, αφενός νομιμοποίησε τα πρώιμα κέρδη, αφετέρου δημιούργησε το νομικό πλαίσιο και για νοτιότερες σλαβικές επεκτάσεις. Οι προσδοκίες αυτές ευνοήθηκαν κατά τη διάρκεια της Ανατολικής Κρίσης (1875-78). Η γρήγορη και συντριπτική ήττα των Οθωμανών από τους Ρώσους προκατέλαβε Βρετανούς και Αυστριακούς και έδωσε, υπό ρωσική πίεση, τις διπλωματικές προϋποθέσεις επέκτασης της Σερβίας προς Νότο και, το κυριότερο, δημιουργίας μιας Μεγάλης Βουλγαρίας, η οποία θα περιλάμβανε όλη σχεδόν τη Μακεδονία, μέχρι τα Σκόπια, την Κορυτσά, την Καστοριά, τη Νάουσα και τη Χαλκιδική (Συνθήκη Αγ. Στεφάνου, Μάρτιος 1878). Στο Συνέδριο του Βερολίνου ( Ιούνιος-Ιούλιος 1878), οι Βρετανοί πέτυχαν, με γερμανική και αυστριακή υποστήριξη, αναθεώρηση των όρων της Συνθήκης του Αγ. Στεφάνου και παράταση της οθωμανικής κατοχής στο σύνολο της Μακεδονίας.

Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου ο τουρκικός στρατός πέτυχε να καταπνίξει το βουλγαρικό επαναστατικό κίνημα στην περιοχή του Ράζλογκ και της Κρέσνας, αλλά όχι να ενταφιάσει οριστικά τα βουλγαρικά και σερβικά όνειρα. Παρόμοια ατυχή κατάληξη είχε και το ελληνικό επαναστατικό κίνημα στη Χαλκιδική, τον Όλυμπο και τη Δυτική Μακεδονία τη χρονιά εκείνη (1878). Ενέγραψε μεν τις ελληνικές υποθήκες στην περιοχή, αλλά έκανε σαφές το σοβαρό δίλημμα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Η Αθήνα αδυνατούσε να βρει συμμάχους στην προώθηση των συμφερόντων της στη Μακεδονία. Ρώσοι και Αυστριακοί χειραγωγούσαν τον βουλγαρικό και τον σερβικό εθνικισμό, αντίστοιχα, προωθώντας τα δικά τους σχέδια για το Αιγαίο, και θέτοντας τη Βρετανία, αλλά και τη Γαλλία, στη θέση του υπέρμαχου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όσο αυτή θα μπορούσε να κρατά κλειστές για τους Σλάβους τις διόδους προς τις θερμές θάλασσες.

Για την Ελλάδα οι ελπίδες επέκτασης στη λεγόμενη «Άνω Μακεδονία» - τη χώρα βορείως της Αχρίδας, του Μοναστηρίου, της Στρώμνιτσας και του Μελενίκου - ουσιαστικά είχαν σβήσει, αλλά και νοτίως της γραμμής αυτής η κατάσταση ήταν δύσκολη. Κοντά στα διπλωματικά προβλήματα, σημαντική ήταν η ψυχολογική και ιδεολογική απόσταση που χώριζε, μετά από μια γενιά, τη Μακεδονία από την Αθήνα. Η νεοελληνική εθνική εκπαίδευση άρχισε να βρίσκει το δρόμο της μόνο μετά την ίδρυση του Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων (Αθήνα 1869), της Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητας (Κωνσταντινούπολη 1871) και κυρίως της Επιτροπής προς Ενίσχυσιν της Εκκλησίας και Παιδείας, το 1887, υπό την καθοδήγηση του Υπουργείου των Εξωτερικών. Εν γένει, με δεδομένη την αλλογλωσσία του μεγαλύτερου μέρους των Μακεδόνων, ήταν μια πορεία με σημαντικά επιτεύγματα και μεγάλη συμβολική σημασία, όμως όχι με ανάλογο εύρος και βάθος. Πολύτιμος χρόνος είχε χαθεί - και η διεύρυνση της εκπαίδευσης συνοδεύτηκε από οδυνηρές προστριβές με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, του οποίου οι παραδοσιακές αρμοδιότητες στα εκπαιδευτικά αμφισβητούνταν πλέον ανοικτά από την Αθήνα. Παρόμοιες ήταν οι δυσκολίες και στο συντονισμό εθνικού και εκκλησιαστικού έργου στη Μακεδονία, αφού η οικουμενικότητα του Πατριαρχείου αιρόταν εκ των πραγμάτων με την περιχαράκωση των εθνικών στρατοπέδων. Τέλος, η βελτίωση της ελληνικής οικονομικής παρουσίας στη Μακεδονία παρέμενε στο επίπεδο των σχεδίων, αφού το κράτος δεν κατάφερε να κινητοποιήσει επαρκώς ιδιωτικά κεφάλαια.
Για περίπου 30 χρόνια, από το 1878 και εξής, η Ελλάδα, ανεπιθύμητη ως σύμμαχος, ακροβατούσε διπλωματικά μεταξύ αλυτρωτισμού στην Κρήτη και τη Μακεδονία, από τη μια, και ομαλοποίησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, από την άλλη, ως μόνης εναλλακτικής επιλογής προς επιβράδυνση της σλαβικής διείσδυσης στις μακεδονικές επαρχίες. Τα γεγονότα έδειξαν ότι επρόκειτο για δύο ασύμβατες επιδιώξεις, αφού οι ελληνικές αντιτουρκικές εκρήξεις επιτάχυναν τις βουλγαρικές επεμβάσεις. Εξάλλου, το όλο πρόβλημα πολυπλοκοποιούσε ένας επιπλέον σημαντικός παράγοντας, ο τεράστιος αριθμός των βουλγαρομακεδόνων μεταναστών, ίσως γύρω στις 200.000, που ζούσαν στη νεότευκτη (1885) βουλγαρική ηγεμονία. Σύντομα αρκετοί από αυτούς άρχισαν να σταδιοδρομούν στο στρατό, την εκκλησία και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, πιέζοντας για αποφασιστικότερες κινήσεις στη Μακεδονία, κινήσεις για τις οποίες δεν υπήρχε ομοφωνία, ούτε και θα μπορούσε άλλωστε να υπάρξει: η διαφορετική εκπαίδευση που λάμβαναν οι Σλάβοι της Μακεδονίας στο Βελιγράδι και τη Σόφια, η επιρροή των ιδεών του σοσιαλισμού και του αναρχισμού στην αναδυόμενη σλαβόφωνη elite της Μακεδονίας, αλλά και η αυξανόμενη με το χρόνο -ψυχολογική απόσταση μεταξύ Βουλγάρων υπηκόων και ομογενών, όπως και στην περίπτωση των Ελλήνων εξάλλου, παρήγαγαν διαφορετικές προτεραιότητες: αυτονομία για τους Βούλγαρους της Μακεδονίας ή άμεση ένωση με τη Σόφια, και με τι κόστος;

Στο δίλημμα αυτό ποτέ δεν δόθηκε πειστική απάντηση. Ειδικά μετά τη συστηματική ανάληψη ένοπλης βουλγαρικής δράσης, από το 1896 κ.ε., η εικόνα του «κομιτατζή», δηλαδή του ένοπλου μέλους της Επιτροπής (Κομιτάτον), περιβλήθηκε μυθικές διαστάσεις: συνώνυμο της αχαλίνωτης νυκτερινής βίας για τους Πατριαρχικούς και τους Μουσουλμάνους, μορφή ηρωικού εκδικητή των βουνών για τους οπαδούς της Εξαρχίας. Αν ο κομιτατζής υπηρετούσε την Ανωτάτη Επιτροπή του Τσόντεφ και του Μιχαηλόφσκι στη Σόφια ή τους Σεντραλιστές του Ντέλτσεφ, δηλαδή την Κεντρική Επιτροπή της Επαναστατικής Μακεδονοαδριανουπολιτικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ), που έδρευε στη Μακεδονία, αυτό, όσο το όραμα μιας δεύτερης βουλγαρικής επανάστασης ήταν εφικτό, αποτελούσε δευτερεύον στοιχείο. Μετά την πλήρη αποτυχία ενός ακόμη κύκλου ελληνικής ανταρτικής δράσης (1896-97) και τον άδοξο ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, οι βουλγαρικές παραστρατιωτικές ομάδες και οι οπλισμένοι Εξαρχικοί χωρικοί της Μακεδονίας είχαν κάθε λόγο να αισιοδοξούν. Η κοινωνική δυσφορία και τα οικονομικά αδιέξοδα καθιστούσαν την προοπτική της εξέγερσης ολοένα θελκτικότερη για όσους νέους άνδρες ασφυκτιούσαν μέσα στις αγροτικές και βαρύτατα φορολογούμενες κοινωνίες.

Η έλλειψη αντίπαλου δέους και εναλλακτικής λύσης διευκόλυνε την επιλογή τους. Ασχέτως της οπτικής γωνίας, τα μακροπρόθεσμα οφέλη από την εξέγερση την ημέρα του Προφήτη Ηλία (Ilinden), το καλοκαίρι του 1903, ήταν για τη σλαβική πλευρά πολλά. Κατ' αρχήν προκάλεσε μια σοβαρή βιβλιογραφική παραγωγή σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, μέσα από την οποία η νεώτερη ιστορία της Μακεδονίας συνδέθηκε στενά με τις σλαβικές επιδιώξεις. Επιπλέον παγίωσε ένα εθνικό σύμβολο τόσο ισχυρό ώστε να ερίζουν ως τις μέρες μας για την ιδιοκτησία του δύο βαλκανικά κράτη, η Βουλγαρία και η ΠΓΔΜ. Βραχυπρόθεσμα, ωστόσο, η εξέγερση ήταν μια αποτυχία από την οποία τα βουλγαρικά κομιτάτα δεν συνήλθαν ποτέ. Ο τουρκικός στρατός βάλθηκε με επιδεξιότητα να καταστρέφει τα χωριά που πρόσφεραν άνδρες, καταφύγιο, εφόδια. Οι Ευρωπαίοι έσπευσαν για λόγους «διπλωματικού ανθρωπισμού» να επιβάλλουν οικονομικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις, πριν οι περιγραφές των οθωμανικών σφαγών στις ευρωπαϊκές εφημερίδες δημιουργήσουν πολιτικά αδιέξοδα. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές [Πρόγραμμα Μύρστεγκ] αναμένονταν να αποκαταστήσουν την κοινωνική ειρήνη, ενώ η αναδιοργανωμένη οθωμανική χωροφυλακή, με την καθοδήγηση Ευρωπαίων αξιωματικών, θα αποθάρρυνε κάθε βίαιη πρωτοβουλία των Χριστιανών. Έτσι έμελλε να παραταθεί για μια ακόμη φορά με τεχνητά μέσα η οθωμανική κυριαρχία στη Μακεδονία και μαζί της η επισφαλής ευρωπαϊκή ειρήνη. Το σοβαρότερο πλήγμα από την αποτυχία της βουλγαρικής εξέγερσης του 1903 ήταν για τη Σόφια η επανεμφάνιση ελληνικών ένοπλων σωμάτων στη Μακεδονία. Για λίγο μόνον καιρό η συγκυρία θα ήταν ευνοϊκή για την Αθήνα: οι δραστηριότητες της Σόφιας ήταν καταλληλότατο άλλοθι, η ελληνική οικονομία παρουσίαζε σημάδια ανάκαμψης, η Τουρκία είχε κάθε λόγο να επιτρέπει, λελογισμένα έστω, την εξισορρόπηση της βουλγαρικής επιρροής στη Μακεδονία, ο Πατριαρχικός πληθυσμός βρισκόταν σε απόγνωση, τα βουλγαρικά κομιτάτα σπαράσσονταν ανοιχτά και, από ελληνικής πλευράς, τα αποφασισμένα στελέχη δεν έλειπαν: μερικοί δραστήριοι και οργανωτικοί διπλωμάτες, μια καινούργια γενιά ρεαλιστών μητροπολιτών, Μακεδόνες καπετάνιοι που εγκατέλειψαν εγκαίρως την ΕΜΕΟ, ανήσυχοι ορεσίβιοι Κρήτες, ρομαντικοί αξιωματικοί της Σχολής Ευελπίδων που αποζητούσαν τη δόξα των αγωνιστών του 1821 και ακόμη περισσότεροι ικανοί υπαξιωματικοί, διψασμένοι για ανδραγαθίες και διακρίσεις.

Το άτυχο τέλος του Παύλου Μελά, τον Οκτώβριο του 1904, αύξησε κατακόρυφα την προσέλευση εθελοντών και προσέδωσε στον αγώνα σταυροφορικό χαρακτήρα. Τα υλικά μέσα που πρόσφερε η κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη, μέσω διαφόρων κατ' όνομα μόνο ιδιωτικών επιτροπών, εξασφάλισαν το απαραίτητο εύρος της ελληνικής αντεπίθεσης. Το έργο που έπρεπε να επιτελεστεί από ελληνικής πλευράς ήταν κολοσσιαίο. Η οργάνωση μέσα σε ξένη επικράτεια ενός δικτύου το οποίο έμελλε να υποστηρίξει σώματα συνολικής δύναμης 1.000 ανδρών έθεσε πολύπλοκα ζητήματα διοίκησης, στρατηγικής, συντονισμού, επικοινωνίας, εφοδιασμού, εξοπλισμού, επιλογής προσώπων, προπαγάνδας, πληροφοριών, οικονομικού σχεδιασμού κ.λπ. Τα προβλήματα αυτά έγιναν οξύτερα λόγω των ευρωπαϊκών πιέσεων για άμεση απεμπλοκή της Ελλάδας, λόγω της δισυπόστατης διοίκησης του Αγώνα από το «Μακεδονικό Κομιτάτο» του Δημητρίου Καλαποθάκη, αφενός, και, αφετέρου, των ελληνικών προξενείων, καθώς και λόγω των πολυαρίθμων εντάσεων στις τοπικές κοινωνίες. Σε πολλά από τα ζητήματα αυτά δεν δόθηκαν ικανοποιητικές λύσεις, άλλοτε έγιναν σοβαρά σφάλματα. Όμως οι αδέξιοι χειρισμοί δεν αλλοιώνουν την πραγματική και τη συμβολική σημασία του Αγώνα. Μέσα σε δύο χρόνια τα ελληνικά σώματα ενέγραψαν σοβαρότερη υποθήκη από ό,τι η ελληνική εκπαίδευση στο διάστημα δύο γενεών, αφού έδειξαν τι ήταν διατεθειμένη να κάνει στην πράξη η Ελλάδα για τη Μακεδονία. Επιπλέον η συστράτευση αυτή πολεμιστών, πολιτικών, κοσμικών και λαϊκών στρωμάτων ανέδειξε για πρώτη φορά σε πανελλήνια κλίμακα το Μακεδονικό ως ζήτημα εθνικής τιμής που έπρεπε να έχει αίσιο πέρας.

Τέλος, ο συστηματικός αντιβουλγαρικός αγώνας, με τις ποικίλες ιδεολογικές και πρακτικές ανάγκες του, δημιούργησε εντός της Μακεδονίας ένα ευρύτατο πλαίσιο κοινωνικών επαφών, με προεκτάσεις που ξεπερνούσαν τα όρια της παραδοσιακής πολιτισμικής διάκρισης της εργασίας. Στην ελληνική αντεπίθεση δεν συμμετείχαν μόνον έμποροι και δάσκαλοι αλλά πολύ περισσότεροι χωρικοί και κτηνοτρόφοι, που για πρώτη φορά έπαιρναν μέρος σε μια σύγκρουση περισσότερο για τις ιδεολογικές παρά για τις πρακτικές ανάγκες ενός εθνικού κράτους, το οποίο είχαν μόλις αρχίσει να γνωρίζουν.

Παρά τη σημασία του, και αντίθετα από ό,τι πιστεύεται, ο Μακεδονικός Αγώνας δεν έλυσε το Μακεδονικό ζήτημα. Η ρευστή κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία μετά το κίνημα των Νεότουρκων (1908) - και η εισαγωγή του κοινοβουλευτισμού στην οθωμανική επικράτεια υπό συνθήκες ανεξέλεγκτης βίας - οδήγησε στην απώλεια αρκετών κεκτημένων των μειονοτήτων. Μάλιστα, η αναδίπλωση αυτή, που συνέπεσε με την κορύφωση των ελληνικών προβλημάτων διεύθυνσης του Αγώνα, δεν είναι άσχετη με τη δυσαρέσκεια των στρατιωτικών, η οποία εξέβαλε τελικά στο κίνημα στο Γουδί. Η επιτυχής ανταρτική περιπέτεια στα έλη των Γιαννιτσών και τα υψίπεδα της Δυτικής Μακεδονίας είχε δώσει στους αξιωματικούς την αυτοπεποίθηση που είχαν χάσει στο Δομοκό το 1897 και σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία την πίστη ότι άξιζε κάτι περισσότερο. Οι Μακεδονομάχοι επέστρεψαν στη Μακεδονία το φθινόπωρο του 1912 κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες και παρέμειναν μαζί με τους παλαιούς συνεργάτες τους στα ύπατα αξιώματα του στρατού και της πολιτείας για αρκετά χρόνια, αξιοποιώντας την εμπειρία τους με πολλούς τρόπους εναντίον διαφόρων εξωτερικών και «εσωτερικών» εχθρών.

Χρονολόγιο

Η Μακεδονία υπήρξε το Μήλον της Είδος ανάμεσα στα όμορα της κράτη - Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, ακόμη και τη Ρουμανία - από τη στιγμή που έγινε αντιληπτό ότι η σημαντική επαρχία αυτή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας θα ήταν η επόμενη εδαφική απώλεια του «Μεγάλου Ασθενούς». Η Ελλάδα, ως το πρώτο ανεξάρτητο κράτος της Βαλκανικής, είχε ένα προβάδισμα στην εκκίνηση, αλλά και το πλεονέκτημα της ελληνικής γλώσσας της ορθόδοξης λατρείας, την ακτινοβολία της ελληνικής παιδείας (το 1902 υπήρχαν στη Μακεδονία πάνω από χίλια ελληνικά σχολεία με 70.000 μαθητές), τη σημαντική δραστηριότητα των προξενείων της. Πρώτοι οι Βούλγαροι μεθόδευσαν πολιτική σταδιακής προσάρτησης της Μακεδονίας, με την ίδρυση και συστηματική δράση της βουλγαρικής Εξαρχίας (1870), που πρόσφερε τη χριστιανική λατρεία στη γλώσσα των σλαβόφωνων χωρικών και είχε σημαντικές προσηλυτιστικές επιτυχίες. Το 1893 ιδρύεται η βουλγαρομακεδονική αυτονομιστική Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ), οι ακραιφνείς αυτονομιστές της οποίας ήλθαν αργότερα σε ρήξη με την, εξαρτημένη από τη Σόφια, Ανωτάτη Επιτροπή (Βερχόβεν Κομιτέτ), που ιδρύθηκε το 1895 με επεκτατικούς στόχους και που, στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, επικράτησε και επέβαλε την πολιτική της. Η δράση των ενόπλων ομάδων (κομιτατζήδων) της Επιτροπής πυκνώνει μετά την ελληνική ήττα του 1897. Εμφανίζονται ως προστάτες όλων των Χριστιανών και αρχικά πείθουν αρκετούς ομόθρησκους αλλοεθνείς. Η Ελλάδα, όπου οι μνήμες από την ταπείνωση του 1897 είναι ακόμη νωπές, αποφεύγει να εμπλακεί, παρά τα ανησυχητικά μηνύματα. Με την έναρξη, ωστόσο, του 20ού αιώνα, η ελληνική πολιτεία αντιλαμβάνεται τι διακυβεύεται για την Ελλάδα στη Μακεδονία και αποφασίζει να εντάξει το Μακεδονικό στις προτεραιότητες της. Η αντίδραση του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατά της υπονόμευσης της Οικουμενικότητας του υπήρξε, οπωσδήποτε, ταχύτερη:

1900
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης(1863(;)-1935) διορίζεται από τον πατριάρχη Κωνσταντίνο Ε' μητροπολίτης Καστοριάς. Αναπτύσσει έντονη δραστηριότητα, έως την απομάκρυνση του το 1908. Οργανώνει ένοπλες ομάδες για την προστασία των χωριών από τους κομιτατζήδες και τις ληστοσυμμορίες, περιοδεύει σε πόλεις και χωριά της Μακεδονίας εμψυχώνοντας και βοηθώντας υλικά τους Έλληνες, σε συνεργασία με τοπικούς παράγοντες και εύπορους ιδιώτες από την Ελλάδα.
1902
Νοέμβριος: Ο Ίων Δραγούμης (1878-1920), γιος του Στέφανου Δραγούμη, τοποθετείται υποπρόξενος στο Μοναστήρι και θέτει τις βάσεις της «Μακεδόνικης Φιλικής Εταιρείας», μιας καλοστημένης αμυντικής οργάνωσης. Αξιωματικοί - ο Παύλος Μελάς, οι αδελφοί Μαζαράκη, κ.ά - βοηθούν από την Ελλάδα με χρήματα.
1903
Μάρτιος: Ιδρύεται στην Αθήνα το «Μακεδονικό Κομιτάτο» με πρόεδρο το δημοσιογράφο Δημήτριο Καλαποθάκη (1862-1921). Ανάμεσα στους συνιδρυτές, ο Ίων Δραγούμης και ο Παύλος Μελάς. Απρίλιος: Βούλγαροι κομιτατζήδες ανατινάζουν στη Θεσσαλονίκη το γαλλικό ατμόπλοιο «Γουαδαλκιβίρ» και την Οθωμανική Τράπεζα της πόλης, ενώ δυναμιτίζουν σιδηροδρομικές γέφυρες, σταθμούς, σήραγγες. Καλοκαίρι: Ομάδα ένοπλων Κρητικών, οργανωμένη από Έλληνες αξιωματικούς, φτάνει στη Δ. Μακεδονία. 20 Ιουλίου: Ανεπιτυχής εξέγερση στη Δ. Μακεδονία, τη μέρα της γιορτής του Προφήτη Ηλία (Ιλιντεν), οργανωμένη από την ΕΜΕΟ με στόχο την πρόκληση γενικευμένης φιλοβουλγαρικής ανάφλεξης σε όλη τη Μακεδονία. 2 Οκτωβρίου: Η αιματηρή καταστολή της εξέγερσης του Ιλιντεν, και οι μεθοδικές εκκαθαρίσεις του οθωμανικού στρατού προκαλούν επέμβαση των ισχυρών της Ευρώπης. Εκπονείται αυστρορωσικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων - «Πρόγραμμα του Μίρτστεγκ» -, που προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη συμμετοχή χριστιανών στη διοίκηση. Ο ορατός κίνδυνος να αυτονομηθεί η Μακεδονία υπό συνθήκες δυσμενείς για το ελληνικό στοιχείο πείθει την ελληνική πολιτεία να αποδυθεί σε έμπρακτη ενίσχυση του Μακεδονικού Αγώνα.
1904
Η κυβέρνηση Γ. Θεοτόκη οργανώνει αποστολή εθελοντών και πολεμικού υλικού στη Μακεδονία. Για να τηρηθούν τα προσχήματα έναντι των Μ. Δυνάμεων, η υπόθεση του αγώνα στη Δ. Μακεδονία ανατίθεται στο Μακεδονικό Κομιτάτο. Φεβρουάριος: Ο Παύλος Μελάς ορίζεται αρχηγός των δυνάμεων της Δ. Μακεδονίας και αναλαμβάνει να οδηγήσει την πρώτη από τις ανταρτικές ομάδες πέρα από τα σύνορα. Μάιος: Ο Λάμπρος Κορομηλάς διορίζεται γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη. Δραστήριος πολιτικός και φλογερός πατριώτης, αναλαμβάνει τα ηνία του αγώνα στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης. Δημιουργεί ένα αποτελεσματικό δίκτυο κατασκοπείας και δράσης, στηριγμένο κυρίως σε Έλληνες αξιωματικούς, που εμφανίζονταν ως προξενικοί υπάλληλοι. Σεπτέμβριος: Φτάνουν στη Μακεδονία τα πρώτα ελληνικά σώματα με επικεφαλής Έλληνες αξιωματικούς ή Κρήτες οπλαρχηγούς. 13 Οκτωβρίου: Ο Παύλος Μελάς σκοτώνεται στη Στάτιστα Κορεστίων. Ο θάνατος του συγκλονίζει το πανελλήνιο, που συνειδητοποιεί πόσο καίρια μπορεί να πλήξει τη χώρα η επικράτηση ενός ισχυρότερου βόρειου γείτονα.
1905
Τα ελληνικά ένοπλα σώματα αποκτούν τον έλεγχο στα βιλαέτια της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηρίου.
1906
Μάρτιος: Φτάνει στη Θεσσαλονίκη ο Αθανάσιος Σουλιώτης ("ψευδώνυμο Νικολαΐδης) και αναλαμβάνει την καθοδήγηση της Οργάνωσης της πόλης, η οποία, μεταξύ άλλων δραστηριοτήτων, εξαπολύει απηνή οικονομικό διωγμό κατά παντός προσκείμενου στην Εξαρχία και το βουλγαρικό κομιτάτο.
1907
Σεπτέμβριος: Ο Λάμπρος Κορομηλάς ανακαλείται από το πόστο του, ύστερα από τουρκικές διαμαρτυρίες, όμως η υπόθεση του αγώνα έχει κριθεί: Οι ελληνικές ανταρτικές ομάδες, αφού επί τέσσερα χρόνια προκάλεσαν σοβαρές απώλειες στον αντίπαλο, σταδιακά επικράτησαν και οι επιχειρήσεις του αντιπάλου περιορίστηκαν. Η επικράτηση δεν απέφερε ως άμεσο κέρδος τη Μακεδονία, καθώς μεσολάβησε το νεοτουρκικό κίνημα του 1908, εμπόδισε όμως να χαθούν οι περιοχές που αποτέλεσαν αργότερα την ελληνική Μακεδονία.

Βασίλης Κ. Γούναρης
Ελλάδα 20ος αιώνας 1900-1910
Η Καθημερινή
2017


from ανεμουριον https://ift.tt/34gYhwe
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη