Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Πεντέλης - Α (Αρχιεπισκοπής Αθηνών)

Ιδρυτής της ευφήμως γνωστής Μονής της Πεντέλης υπήρξε ο άγιος Τιμόθεος, που διετέλεσε και πρώτος ηγούμενός της. Όταν ακόμη ήταν επίσκοπος Ευρίπου εκδόθηκε τουρκικό φιρμάνι να κλείσουν οι ορθόδοξοι ναοί και να μετατραπούν σε τζαμιά. Ο Τιμόθεος εναντιώθηκε έντονα στην απόφαση με αποτέλεσμα να καταδιωχθεί από τους Τούρκους.
Αναγκάσθηκε να καταφύγει στην Αττική για να αποφύγει τη σύλληψη.
Περιπλανώμενος έφθασε στη νότια πλευρά της Πεντέλης, όπου κατόπιν οράματος απεφάσισε να κτίσει Μοναστήρι. Με τη βοήθεια και άλλων ασκητών το 1578 ανήγειρε ναό προς τιμήν Κοιμήσεως της Θεοτόκου και τ' άλλα απαραίτητα κτίσματα (κελλιά, τράπεζα, βοηθητικούς χώρους) και επί διετία εμόνασε εκεί.
Κατόπιν πήγε στην Κέα όπου έκτισε τη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος και παρέμεινε μονάζοντας ως την οσιακή κοίμησή του (1640). Αργότερα ανεκομίσθη το τίμιο λείψανό του στην ιερά Μονή Πεντέλης, όπου υπάρχει μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με υπερκείμενη της θύρας του εσωνάρθηκός επιγραφή του ηγουμένου Κυρίλλου Β' από το έτος 1858, η Μονή ιδρύθη το 1578, ανεκαινίσθη το 1768 από τον ηγούμενο Νικηφόρο Δελγερίου και επεσκευάσθη, διηυρύνθη και εκοσμήθη υπό του Κυρίλλου το 1858. Σημαντική ανακαίνισή της έγινε και περί το 1970 επί ηγουμενίας του αρχιμανδρίτου Θεοκλήτου Φεφέ, οπότε με απόφαση του αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερωνύμου Κοτσώνη (1967-1973) ανηγέρθη και το μεγαλοπρεπές κτίριο του Διορθοδόξου Κέντρου της Εκκλησίας της Ελλάδος, πλήρως εξοπλισμένο και κατάλληλο για διεθνή συνέδρια, συνάξεις κ.λπ. και φιλοξενία των μετεχόντων.
Η Μονή από τα πρώτα χρόνια γνώρισε μεγάλη ακμή, αριθμούσε πολλούς μοναχούς και απέκτησε σημαντική ακίνητη περιουσία. Επί πατριαρχών Ιερεμίου του Β' και Διονυσίου του Δ' έλαβε και ίο προνόμιο να αναγνωρισθεί ως πατριαρχική και σταυροπηγιακή, ενώ για μία περίοδο είχε τεθεί υπό την προστασία της μητέρας του σουλτάνου Βαλιδέ Χανούμ «με την υποχρέωσιν όπως η Μονή αποστέλλη κατ' έτος 2.500-4.000 οκάδες μέλι εις αυτήν, ες ένδειξιν υποταγής, το οποίον αύτη εμοίραζεν εις τας εν ΚΠόλει πτωχός οικογένειας». Δεν απέφυγε, όμως, όπως όλα τα Μοναστήρια, και τις θηριωδίες του Οθωμανού κατακτητού: Κατά τα έτη 1688-1690 λεηλατήθηκε και υπέστη βαρειές καταστροφές, καθώς μαρτυρείται και σε γράμμα του πα τριάρχου Κυρίλλου του Β': «...Δεινήν συμφοράν υπέστη χαλεπώς εκ της δίκην σκήπτου (= κεραυνού) ενσκυψάσης πολυοδύνου λεηλασίας. Συρφετός εισήλθεν εις το Μοναστήριον, παρέλυσεν αυτό, το ηφάνισεν και το κατέστησε πανάθλιον, έρημον, άπορον, γυμνόν και εστερημένον των ιδίων καλών». Την ίδια εποχή ερημώθηκε και η Αθήνα εξαιτίας του Μουροζίνη, ενώ το 1778 στη Μονή Πεντέλης είχαν καταφύγει πολλές οικογένειες κι ο Αθηνών Γαβριήλ, για να σωθούν από την πανώλη που θέριζε τους Αθηναίους.
Γενικά, σ' όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας συμπαραστεκόταν παντοιοτρόπως στους υπόδουλους Έλληνες, λειτουργούσε δε και «κρυφό σχολειό», πιστή αναπαράσταση του οποίου έχει διαρρυθμισθεί στο υπόγειο της νότιας πτέρυγας, και το επισκέπτονται πολλά σχολεία.
Κατά τις παραμονές της ελληνικής Επαναστάσεως με επίκεντρο τη Μονή σημειώθηκε σημαντική κίνηση διακεκριμένων μελών της Φιλικής Εταιρείας, προεστών και άλλων σημαινόντων προσώπων της Αττικής. Ο ηγούμενος και σχεδόν όλοι οι μοναχοί είχαν μυηθεί στην Εταιρεία, έλαβαν δε μέρος στη μάχη που έγινε στα Γεφυράκια Αμαρουσίου και αρκετοί φονεύθηκαν. Συμμετοχή είχαν και στη μάχη της Ακροπόλεως, γεγονός που προκάλεσε την οργή των Τούρκων. Επετέθησαν κατά της Μονής την οποία και λεηλάτησαν. Τα αρχεία και τα κειμήλια, αν και φυγαδεύθηκαν τότε, δεν διέφυγαν την καταστροφή εκ μέρους του Ομέρ Βρυώνη. Η δράση της Πεντέλης και στον πνευματικό τομέα υπήρξε σημαντική. Συντηρούσε δύο σχολές στην Αθήνα, στις οποίες δίδασκαν μορφωμένοι μοναχοί της. Αρκετοί αδελφοί της ανήλθαν στα ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα και πολλοί διακόνησαν με επιτυχία στο κηρυκτικό, το ε ξομολογητικό και το συγγραφικό έργο.
Η είσοδος του επισκέπτου στη Μονή γίνεται δια της μεγαλοπρεπούς πύλης και δια θολοειδούς στοάς ανέρχεται στην προ του καθολικού αυλή. Στη βορινή πλευρά υπάρχει η παλαιό αλλά ανακαινισμένη πτέρυγα με τα 30 περίπου κελλιά και τη Βιβλιοθήκη, στη νοτιοανατολική πλευρά είναι το ναΰδριο του οσίου ιδρυτού και το Μουσείο της Μονής, που επισκευάσθηκε το 1971 και διαρρυθμίσθηκε για τη χρήση αυτή, ενώ πολύ παλαιότερα ήταν το «μεσοκούμπι» («το μέρος που οι άρρωστοι και γέροντες μοναχοί εύρισκαν ανακούφιση από τα γηρατειά και την ασθένειά τους»). Στα νοτιοδυτικά βρίσκεται το κοιμητήριο των μοναχών, με χρονολογία 1578.
Στο κέντρο του αύλειο χώρου δεσπόζει το καθολικό της Μονής, προς τιμήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Είναι ναός σταυρεπίστεγος με τρούλλο, τρίκογχος, βυζαντινού ρυθμού και αγιορετικού τύπου. Κτίσμα του 1578, έχει υποστεί ανακαινίσεις τον 17ο αιώνα και το 1953. Με σεβασμό προς το αρχικό αρχιτεκτονικό σχέδιο έγιναν παλαιότερα και οι προσθήκες του εξωνάρθηκος και του εσω νάρθηκος που κοσμείται με τοιχογραφημένες παραστάσεις από τους 24 Οίκους του Ακαθίστου Ύμνου, τη μέλλουσα Κρίση και τη χορεία των Πατέρων. Ο δικίονος μετά σταυρού και καμαρών, πάνω στις οποίες στηρίζεται ο θόλος και ο τρούλλος, κυρίως ναός είναι κατάγραφος με έργα των αγιογράφων Ιω. Τζένου, Φ. Κόντογλου και Ρ. Κοψίδη. Το καλλίγραμμο ξυλόγλυπτο τέμπλο φέρει εικόνες βυζαντινής τεχνοτροπίας.
Από τα ιερά κειμήλια, μεγάλης θρησκευτικής και ιστορικής αξίας, σπουδαιότερα είναι: ένα ευαγγέλιο μεγάλου σχήματος στη σλαβική γλώσσα έτους 1862 (τσάρου Αλεξάνδρου Β'), έτερο του 1892 (τσάρου Αλεξάνδρου Γ'), επίχρυσοι σταυροί, ασημένια δισκοπότηρα, θυμιατήρια, μίτρες, αρχιερατικές ράβδοι, φορητές εικόνες του 17ου - 19ου αιώνος, ένα τρίπτυχο προθέσεως με 42 στήλες στο οποίο περιέχονται 44 ονόματα αρχιερέων και 1000 περίπου μοναχών, πατριαρχικά σιγίλλια, τουρκικά φιρμάνια, ο κώδικας της Μονής από 1564 έως 1591 κ.λπ.
Η περιουσία της Μονής σε αγροκτήματα, αμπελώνες, ελαιώνες, δασικές εκτάσεις, λατομεία μαρμάρου κ.ά. ήταν πολύ μεγάλη. Μέγα μέρος της προσφέρθηκε για την ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών (δημιουργία οικισμών, κατασκηνώσεων, ιδρυμάτων, αποκατάσταση εμπεριστάτων και αστέγων). Άλλο κατεπατήθη εκ μέρους επιτηδείων, όχι μόνο στα νεότερα χρόνια αλλά και πολύ παλαιότερα, όπως αποδεικνύεται από το με χρονολογία 1818 σιγίλλιο Γράμμα του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, που καλεί τους καταπατητές και σφετεριστές της μοναστηριακής περιουσίας «...άμα του ακούσαι και ιδείν το παρόν εκκλησιαστικόν γράμμα, φοβηθέντες τον Θεόν και την αιώνιον κόλασιν διανοηθέ ντες, παύσωνται της τοιαύτης αυτών πλεονεξίας...» «όσοι και οποίοι ...καταπατούσιν τους τόπους και τα σύνορα του ειρημένου ιερού καταγωγίου της Πεντέλης και ιδιοποιούνται τα χωράφια αυτού...».

Ευάγγελος Π. Λέκκος
Τα ελληνικά μοναστήρια


from ανεμουριον https://ift.tt/2F0xlWt
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη