Ο προικισμένος με εγκράτεια και αρετή, εργατικότητα και φιλοκαλία, φιλοξενία, φιλανθρωπία και ευσπλαχνία, με προφητική ικανότητα και γνώση «των ενεστώτων», με ασκητικότητα και ταπεινοφροσύνη όσιος Λουκάς ο Στειριώτης (896-953), υπήρξε ιδρυτής της ομώνυμης βυζαντινής Μονής στο Στείριο Βοιωτίας, 32 χιλιόμετρα από τη Λιβαδειά (μέσω Διστόμου προς Αράχωβα). Πρόκειται για έναν από τους σπουδαίους αναμορφωτές του ελλαδικού μοναχισμού κατά τον 10ο αιώνα (Αθανάσιος ο Αθωνίτης, Νίκων ο Μετανοείτε, Μελέτιος ο νέος, οι άλλοι). Έχοντας παιδιόθεν κλίση προς το μοναχικό βίο ο Λουκάς από 14 ετών άφησε τους γονείς του, που κατάγονταν από την Αίγινα, και κατέφυγε σε απομονωμένους τόπους για να ζήσει ήρεμη πνευματική ζωή: Διαδοχικά στα Γιανημάκια ως το 917, στο Ζεμενό και στην Πάτρα (917-927), πάλι στα Γιανημάκια (ή Γιαννιμάτζι, 927-932), στο Καλάμιο (939-942), στο Αμπελάκι (όρμος Ζάλτσας, 942-945) και από το 945 ως την ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του (953) στο μέρος όπου ίδρυσε τη Μονή. Έχοντας μόνιμο συνοδό τη φήμη του ως αυστηρού και αγίου μοναχού, προσείλκυσε ενωρίς όχι μόνον άλλους ασκητές, αλλά και απλούς χριστιανούς, όπως και επιφανείς αξιωματούχους σαν τον διοικητή του «Θέματος» της Ελλάδος, τον πρωτοσπαθάριο Κρηνίτη Αροτρά, με τον οποίο συνδέθηκε «με θερμή και στενή φιλία» και ο οποίος βοήθησε στην ανέγερση της Μονής. Η βοήθεια συνεχίσθηκε και μετά τον θάνατό του, όταν επαληθεύθηκε η πρόβλεψή του για απελευθέρωση της Κρήτης (961) από τους Σαρακηνούς, οπότε ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ρωμανός Β' προίκισε τη Μονή με πλούσιες δωρεές και βασιλικές χορηγίες. Έτσι, και με τη συμπαράσταση των χριστιανών της ευρύτερης περιοχής, κατέστη δυνατή η ολοκλήρωση των κτισμάτων του μοναστηριακού συγκροτήματος, που και σήμερα προκαλούν το θαυμασμό ειδικών και μη. Αποτελείται από διώροφα και τριώροφα κελλιά και βοηθητικούς χώρους στις τέσσερις πλευρές, την τράπεζα, τον πύργο του κωδωνοστασίου, και τους δύο ναούς με την κρύπτη που καταλαμβάνουν το κέντρο του χώρου του ακανόνιστου λόγω κατωφέρειας του εδάφους πεντάπλευρου της Μονής. Όλα αυτά, βέβαια, έγιναν σταδιακά. Αρχισαν από το ταπεινό κελλί του Οσίου, τα άλλα που προστέθηκαν για να στεγασθούν οι συνασκητές του και τον μικρό πρώτο ναΐσκο για τις λατρευτικές ανάγκες τους. Ακολούθησε ο μεγάλος ναός, αφιερωμένος στην Αγία Βαρβάρα (σήμερα στην Παναγία) και το 1011 ο ηγούμενος Φιλόθεος και οι μοναχοί Γαβριήλ, Γρηγόριος και Πέτρος ανήγειραν τον μεγαλύτερο ναό-καθολικό, που τον αφιέρωσαν στον όσιο Αουκά και τοποθέτησαν και τα λείψανά του. Αργότερα συμπληρώθηκαν με τα προσκτίσματα: «Βορδοναρείον» (στάβλος για ημιόνους), «φωτάναμα», νοσοκομείο (17ου αιώνος), «κινστέρνα» (δεξαμενή νερού), «πύργος του Ανδρούτσου». Αρκετά από αυτά δεν υπάρχουν πλέον. Από τους τρεις πύργους που είχε η Μονή σώζεται μόνον ο τετραόροφος τετράγωνος πύργος. Τη σημερινή του μορφή πήρε το 1860 και το 1877 τοποθετήθηκε και ωρολόγιο. Στο κέντρο του συγκροτήματος δεσπόζουν οι μεγαλοπρεπείς και εντυπωσιακοί ναοί: αριστερά της Παναγίας, δεξιά του οσίου Λουκά, που συνδέονται μεταξύ τους, αφού ο νότιος τοίχος του νάρθηκος και του προστώου του πρώτου συμπλέκονται με το ανατολικό μισό του βόρειου τοίχου του δεύτερου ναού. Ο της Παναγίας άρχισε να οικοδομείται (αρχικά αφιερωμένος στην Αγία Βαρβάρα) το 946, με τη χορηγία του Κρηνίτου. Ολοκληρώθηκε δύο χρόνια μετά την κοίμηση του Οσίου (δηλαδή το 955). Είναι σύνθετος τετρακιόνιος σταυροειδής με τρούλλο. Το Ιερό εσωτερικά σχηματίζει τρεις ημικυκλικές κόγχες, αλλά εξωτερικά είναι ημιεξάγωνες. Έχει νάρθηκα ευρύχωρο, στον οποίο προστέθηκε μεταγενέστερα και προστώο. Χρειάσθηκε να γίνουν στερεωτικές εργασίες το 1848 για την αποκατάσταση ζημιών από το σεισμό του 1790. Είναι ενδιαφέρουσα η τοιχοδομία στο εσωτερικό και σώζονται λίγα δείγματα τοιχογραφιών, από τα οποία συνάγεται ότι ο ζωγραφικός διάκοσμός του χρονολογείται από τον 11ο ή 12ο αιώνα, ενώ ο πρώτος διάκοσμος ανατρέχει προ του 1011, οπότε ανοικοδομήθηκε ο ναός του οσίου Λουκά. Το μαρμαροστρωμένο δάπεδο εξαιρετικής τέχνης, όπως και το μαρμάρινο τέμπλο του. Διαφορετικά ως προς τον τύπο τους τα κιοτα γλυπτά του ναού. Εξωτερικώς παρουσιάζει ένα από τα καλύτερα δείγματα αρχιτεκτονικής και διακοσμητικής της βυζαντινής περιόδου. «Το επιμελέστατο πλινθοπερίκλειστο σύστημα δομής με το θερμό χρώμα των πωρολίθων, τα μονόλοβα, δίλοβα και τρίλοβα τοξωτά ανοίγματα σε διάφορα επίπεδα, το παιχνίδισμα των μονοκλινών και δικλινών στεγών, ο κομψός τρούλλος και ο πλούσιος κεραμοπλαστικός διάκοσμος με τις επάλληλες συνεχείς οδοντωτές ταινίες και τα πολυποίκιλα κουφικά θέματα [...] δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό του ναού της Παναγίας ως του κομψοτέρου και τελειοτέρου μνημείου των μέσων του 10ου αιώνος, το οποίο συνετέλεσε, ώστε τα προβλήματα τέχνης του αιώνος τούτου να κρίνονται με άλλο πνεύμα», έγραψε ο Παύλος Λαζαρίδης. Μισό αιώνα, περίπου, μετά το ναό της Παναγίας χρειάσθηκε να ανεγερθεί και ο δεύτερος, μεγαλύτερος, ο αφιερωμένος στον όσιο ιδρυτή (1011). Επί χίλια τώρα έτη δεν έπαυσε ο ναός αυτός να προκαλεί κατάπληξη και αισθήματα θαυμασμού με τη μεγαλοπρέπεια και τον πλουσιώτατο και τέλειο εσωτερικό του διάκοσμο (ψηφιδωτά, τοιχογραφίες). Γεγονός που γεννά την πεποίθηση ότι ανοικοδομήθηκε με γενναίες βασιλικές και ηγεμονικές χορηγίες. Είναι οκταγωνικού τύπου, με τεράστιο τρούλλο, διαμέτρου 8,98 μέτρων, ύψους 5,22 και στηρίζεται σε τύμπανο με 16 πλευρές και ισάριθμα παράθυρα. Χωρίς εσωτερικούς κίονες -αφού το βάρος του τρούλλου πέφτει στους εξωτερικούς τοίχους και τα παρεκκλήσια- αφήνει στο εσωτερικό μεγάλο ελεύθερο χώρο, ενώ και η εμφάνιση του ναού, «παρά τον τεράστιο όγκο του κτίσματος, δημιουργεί ευχάριστη εντύπωση... Το σχέδιο του ναού, η σοφή αρχιτεκτονική διάταξη των μερών του, οι υψηλές αναλογίες, η αρμονική σύνθεση των όγκων και η καλλιτεχνική εκτέλεση και των μικροτέρων τμημάτων δίδουν στην εκκλησία αυτή ελαφρότητα και χάρη και την καθιστούν το τελειότερο παράδειγμα του οκταγωνικού τύπου, το οποίο εφαρμόστηκε αργότερα και σε άλλους ναούς» (Π. Λαζαρίδης). Αλλά εκείνο που είναι ανυπέρβλητο είναι ο ζωγραφικός διάκοσμος του ναού. Με ψηφιδωτά στα ψηλότερα σημεία των τοίχων, των καμαρών, των σταυροθολίων, των αψίδων, των τυμπάνων των παραθύρων, άλλων σημείων του ναού και του νάρθηκος. Με τοιχογραφίες στον τρούλλο και τα παρεκκλήσια. Όλα και όλες ενταγμένα στις βασικές αρχές του ζωγραφικού διάκοσμου, όπως διαμορφώθηκε μετά τις εικονομαχικές έριδες: 0 Παντοκράτωρ στον τρούλλο με τις επουράνιες δυνάμεις γύρω του, την Παναγία, τον Πρόδρομο, τους 16 Προφήτες και στα χαμηλότερα σημεία άγιοι, μάρτυρες, όσιοι, με ελάχιστες σκηνές από τις ευαγγελικές αφηγήσεις (μόνον: Νιπτήρ, Σταύρωσις, Ανάστασις, Ψηλάφησις στο νάρθηκα και μόνον Ευαγγελισμός, Γέννησις, Υπαπαντή, Βάπτισις και Πεντηκοστή στο ναό). Αρκετές από τις παραστάσεις αυτές έχουν προσλάβει την πλήρη διαμόρφωσή τους. Οι επόμενοι αγιογράφοι στηρίζονται βασικά στην τεχνοτροπία αυτή. Ο τεράστιος τρούλλος αρχικά ήταν διακοσμημένος με ψηφιδωτά (Παντοκράτωρ, Άγγελοι, Προφήτες), τα οποία κατέπεσαν εξαιτίας του σεισμού του 1593. Ζωγραφήθηκε λίγα χρόνια αργότερα. 0 Παντοκράτωρ, «λόγω της δουλείας του γένους», δεν έχει αυστηρή έκφραση, αλλά μειλίχια, παρηγορητική, ανθρώπινη. Κατάγραφα και τα παρεκκλήσια με ωραιότατες παραστάσεις, αγίους σε στηθάρια ή ολόσωμους κ.λπ. Και ο ψηφιδωτός ή τοιχογραφικός διάκοσμος συμπληρώνεται από τα ωραία σχέδια των μαρμαροθετημένων δαπέδων (opus alemandrum), όπως στη νότια και βόρεια είσοδο και στο Ιερό, τους κοσμήτες στην αναδομία που χωρίζουν την ορθομαρμάρωση από τα ψηφιδωτά και τον τρούλλο, καθώς και τα μικρά κιονόκρανα στα δίλοβα και τρίλοβα ανοίγματα. Το μαρμαρόγλυπτο τέμπλο με θαυμάσιο διάκοσμο και τέσσερις φορητές εικόνες του κρητικού ζωγράφου Μιχαήλ Δαμασκηνού (μετά το έτος 1571). Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η Κρύπτη-ναός της Αγίας Βαρβάρας στον κάτω όροφο-υπόγειο του μεγάλου ναού, που μπορεί να χαρακτηρισθεί και ταφικό ηαρεκκλήσιο. Διασώζονται οι αξιόλογες τοιχογραφίες του. Η Μονή, με τη χιλιόχρονη ιστορία της, γνώρισε όλες τις περιπέτειες και τις συμφορές του Ελληνισμού στα χρόνια της φραγκοκρατίας (1204 εξ.), οπότε εδιώχθησαν οι μοναχοί και παραχωρήθηκε ο Όσιος Λουκάς «στους Λατίνους παπάδες του Πανάγιου Τάφου», που σύλλησαν τα πάντα κι αφήρεσαν και τα Λείψανα του ιδρυτού. Αργότερα της τουρκοκρατίας (1460 εξ.). απετέλεσε το «αποκούμπι» των περιχωριτών χριστιανών, το στρατόπεδο του Ανδρίτσου (πατέρα του Οδ. Ανδρούτσου) μετά τα Ορλωφικά. Ο ΣαΛώνων Ησαΐας εδώ ευλόγησε τα όπλα του εθνικού Αγώνος, σ’ όλη τη διάρκεια του οποίου οι μοναχοί του «χειρίστηκαν το καριοφύλλι καλύτερα από το θυμιατό κι αναδείχτηκαν διαλεχτοί πολεμιστές και καπετάνιοι» (Θύμ. Δάλκας), το δε Μοναστήρι ήταν το κέντρο δράσεως του Οδ. Ανδρούτσου. Διέθεσε την τεράστια περιουσία του για τον Αγώνα, ενισχύοντας όλους τους κατεταναίους της ανατολικής Στερεάς. «Απερίγραπτοι είναι αι θυσίαι αίματος, χρημάτων και τροφών, ας η Μονή εποίησε κατά την επανάστασιν, ου ένεκα αυτή τε και οι μοναχοί αυτής επτώχευσαν» (Γ. Κρέμος). Ακολούθησε η παρακμή μετά τις τόσες θυσίες. Λιγόστεψαν οι μοναχοί, άρχισαν οι φθορές στα κτίσματα, που επισκευάσθηκαν κάπως επί Γεωργίου Α' (1863-1879). Βομβαρδίστηκαν το 1943 από γερμανικά στούκας, γιατί κρύβονταν σ’ αυτό αντάρτες, χωρίς ευτυχώς να υποστούν σοβαρή ζημία οι ναοί, πλην της τράπεζας που σωριάστηκε σε ερείπια. Οι αναστηλωτικές εργασίες που έγιναν μετά το 1953 με την επίβλεψη του Αναστ. Ορλάνδου, αποκατέστησαν το βυζαντινό αυτό μνημείο. Το 1950 χαρακτηρίστηκε αρχαιολογικός χώρος, αλλά πρόσφατα με ενέργειες του μητροπολίτου Θηβών και Λεβαδείας Ιερωνύμου (Λιάπη) δόθηκε εκ νέου ο ναός του οσίου Λουκά σε λειτουργική χρήση, επανδρώθηκε η Μονή και άρχισε νέα περίοδο της μακράς ιστορίας της.
Ευάγγελος Π. Λέκκος
Τα ελληνικά μοναστήρια
from ανεμουριον https://ift.tt/2svcqYS
via IFTTT
