Παλιοκομματισμός και Γουδή

Καθ' οδόν από την Κρήτη για τον Πειραιά, ο Ελευθέριος Βενιζέλος σταμάτησε στη Σύρο, όπου έγινε δεκτός από τα μέλη του «Λαϊκού Συλλόγου» (Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη).
«Δεν πιστεύομεν να υπήρξε τι περισσότερον προβλεπόμενον εις την Ελλάδα κατά τα τελευταία έτη, από την Επανάστασιν, αλλά δεν πιστεύομεν επίσης, ότι η μορφή αυτής διήλθε ποτέ από την διάνοιαν κανενός...». Με αυτά τα λόγια προλόγιζε την έρευνα για την επανάσταση του 1909, ο Γ. Βώκος, διευθυντής του περιοδικού «Ο Καλλιτέχνης», τον Απρίλιο του 1910. Ζητούμενο της έρευνας ήταν «... να μάθωμεν τας γνώμας της επίλεκτου τάξεως των Ελλήνων συγγραφέων, καλλιτεχνών και επιστημόνων επί του ζητήματος τούτου [...], να ομιλήσουν διά πρώτην φοράν [...] εκείνοι, οι οποίοι από ετών ειργάσθησαν διά να την ιδούν πραγματοποιούμενην και λόγω των μεταρρυθμιστικών των τάσεων την θεωρούν ιδικήν των».

Ο Γρ. Ξενόπουλος, ο Π. Νιρβάνας, ο Ανδρ. Καρκαβίτσας, ο Κ. Τριανταφυλλόπουλος, ο Θ. Πετμεζάς, ο Σπ. Μελάς, ο Κ. Παλαμάς, ο Αλ. Παπαναστασίου, συγκαταλέγονται σε αυτούς που θα κληθούν να καταθέσουν την άποψη τους για τα αίτια της επανάστασης, τη δυναμική που καθ' οδόν απέκτησε, τις τύχες της στο εγγύς μέλλον. Οι περισσότεροι τους θα υπερασπιστούν, από διαφορετική πολιτικοιδεολογική σκοπιά, την αναγκαιότητα της στρατιωτικής επέμβασης. Θα ομολογήσουν, με ανακούφιση ή και αμηχανία, την επαναστατική δυναμική που αυτή απέκτησε στην πορεία. Θα καταθέσουν, τέλος, την επιφύλαξη τους, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, για το «... κατά πόσον θα φθάση το ιδεώδες της ριζικής μεταβολής των πραγμάτων...». Αρκετοί από αυτούς, και άλλοι που δεν κατονομάζονται, λίγα χρόνια πριν, στον χιμαιρικό εθνικιστικό πυρετό των παραμονών του πολέμου του 1897, συνηγορώντας στην «πάνδημη» εκστρατεία της «Εθνικής Εταιρείας», προπαγάνδιζαν, μαζί με τη στρατιωτική ηγεσία της, τη δονκιχωτική λύση της πολεμικής αναμέτρησης.

Μετά την ήττα, μέσα στο διάχυτο κλίμα της απελπισίας και του μαρασμού -αλλά και της «ελπιδοφόρου αναγεννήσεως που αυτό προμήνυε»-, στιγμάτιζαν το άρρωστο πολιτικό παρελθόν. Μερικοί από αυτούς εξύψωναν τότε τον ουδέτερο και «υπερκομματικό» ρόλο της μοναρχίας, επαναπροσδιόριζαν τους ιδεολογικούς στόχους του εθνικιστικού οράματος -προτάσσοντας, τώρα, την ανάδειξη της εθνικής πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, με ειδοποιό στοιχείο τη γλώσσα-, απέχοντας όμως από την καθημερινή πολιτική πρακτική, ή, πολύ περισσότερο, από την όποια επαναστατική λογική ανατροπής των «κακώς κειμένων».

Όλα αυτά καλούν να στοχαστούμε για την περίοδο που προηγήθηκε και η οποία έθρεψε τον επαναστατικό οίστρο, έως ότου αυτός τελικά εκτονωθεί· να αναρωτηθούμε για τα παράδοξα αυτής της περιόδου· ακόμη περισσότερο, να αποφύγουμε την απόλυτη και σχηματική θέση που θέλει να διαχωρίζεται σαφώς το «αποπνικτικό παληό καθεστώς» από τη «νεοελληνικήν αναγέννησιν» που έφερε το κίνημα στο Γουδί.

Στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, και συγκεκριμένα μετά την αποχώρηση του Τρικούπη από την πολιτική, θα πρέπει κανείς να αναζητήσει όχι μόνο νέα δεδομένα -εσωτερικά και διεθνή- που συνέβαλαν στη συσσώρευση και κλιμάκωση της έντασης, αλλά, κυρίως, τη μεταβολή που σημειώνεται στον τρόπο διαπλοκής και συσχέτισης διαχρονικότερων παραμέτρων. Συγκεκριμένα: Η διάβρωση του πειθαρχημένου δικομματικού βίου της περιόδου Τρικούπη-Δηλιγιάννη από εμβόλιμους επίδοξους κομματικούς πυρήνες, όπως του Αλ. Ζαίμη και του Δημ. Ράλλη, ή από συσπειρώσεις γύρω από ανεξάρτητους βουλευτές (Καραπάνος, Δεληγιώργης, Δραγούμης), και ο ρυθμιστικός ενίοτε ρόλος που τους επιτράπηκε να διαδραματίσουν τόσο από τους ισχυρούς κοινοβουλευτικούς μονομάχους (Δηλιγιάννη και Θεοτόκη), όσο και   -ακόμη περισσότερο-  από τον επιδέξιο βασιλέα Γεώργιο, είναι δεδομένα που πολύ συχνά τορπιλίζουν τις εύθραυστες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, προκαλούν πτώσεις κυβερνήσεων, ευνοούν ευκαιριακές και μη συμμαχίες, «παράδοξες» πολιτικές επιμιξίες, αυταρχικότερες βασιλικές παρεμβάσεις στο ταραχώδες πολιτικό γίγνεσθαι.

Η κυριαρχία της πιο δραστήριας και μαχητικής πολιτικής παράταξης, της δηλιγιαννικής, έως το 1905, και η θέση από την οποία συνήθως αυτή μάχεται, δηλαδή της αντιπολίτευσης, καθορίζει τους όρους και την ένταση της κομματικής διαμάχης, σε επίπεδο ρητορικής αλλά και (όποιας) πρακτικής, με άξονα το διαχρονικό και κατά καιρούς ακανθώδες ζήτημα, το πολιτειακό. Με δεύτερο πρόκριμα, συνθηματολικά, όπως την προπαγανδίζει ο Γορτύνιος αρχηγός, την εσωτερική ανόρθωση. Πιο συγκεκριμένα: την ενίσχυση της εθνικής παραγωγής.

Από την άλλη μεριά, το νεοτρικουπικό κόμμα του μετριοπαθούς και ισορροπιστή Γ. Θεοτόκη, το κατ' εξοχήν κυβερνητικό κόμμα της περιόδου, αρνείται, με τις ευλογίες του Γεωργίου, να συμμετάσχει στην αναβίωση του πολιτειακού ζητήματος. Προκρίνει ως άξονα του δημοσιονομικού του προγράμματος, ως εθνικό στόχο, τη στρατιωτική και ναυτική ανασυγκρότηση. Τώρα μάλιστα που το δημοσιονομικό πλαίσιο, όπως αυτό καθορίζεται από την Επιτροπή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, δεν αφήνει πολλά περιθώρια αμφισβήτησης και διαχείρισης.

Τα πολιτικά προγράμματα αλλά κυρίως η (όποια) δράση των δύο κυρίαρχων κομμάτων, ενοχλούν και παρεμβαίνουν στον εξουσιαστικό χώρο, σημαντικό μερίδιο του οποίου διαχειρίζονται -ή διεκδικούν, με περισσότερη ή λιγότερη αποτελεσματικότητα- η μοναρχία και ο στρατός. Ακόμη περισσότερο σε μια περίοδο όπου οι διεθνείς εξελίξεις προκαλούν συχνές εντάσεις, αλλά και αφυπνίζουν προσδοκίες. Οι προσδοκίες οι σχετιζόμενες με το αλυτρωτικό ζήτημα, σε συσχέτιση με τα ανεπίλυτα και οξυνόμενα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα, εντείνουν τη δυσπιστία του κοινωνικού σώματος προς το κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό σύστημα. Το κομματικό σύστημα κλυδωνίζεται καθώς οι φωνές διαμαρτυρίας πληθαίνουν -αλλά και αδυνατούν να συνταχθούν, εξαιτίας και της ετερογένειας τους, στη μάχιμη τακτική των κομμάτων (βλέπε, π.χ., τις προσπάθειες των κομμάτων για ανανέωση στον κατάλογο των υποψηφιοτήτων στις εκλογές του 1902 και του 1905, ή τις αποτυχημένες απόπειρες ένταξης «λαϊκών» υποψηφίων προερχόμενων από τις συντεχνίες). Οι διαμαρτυρόμενοι μοιάζει να διαμορφώνουν τα αιτήματα και τη στάση τους με βασικό κριτήριο τη δυσφορία τους για την πραγματικότητα που τους περιβάλλει και τους επιβάλλεται. Ο πολιτικός αυθορμητισμός, ο οποίος κατά κανόνα εκφράζεται με επαναστατικό οίστρο -σπασμωδικά και περιστασιακά την περίοδο 1987-1905, συστηματικότερα και πιο δυναμικά την περίοδο 1906-1909, με αποκορύφωμα τη χρονιά αμέσως μετά το κίνημα στο Γουδί -λειτουργεί ως καταλύτης του πολιτικού και κομματικού εφησυχασμού που χαρακτηρίζει την προηγούμενη φάση.

Το κίνημα του 1909, αλλά κατά κύριο λόγο η κυριαρχία του κόμματος των Φιλελευθέρων, θα πραγματοποιήσει, υπό την έμπνευση του αρχηγού του, Ελευθέριου Βενιζέλου, τον δύσκολο αυτό στόχο: την πειθάρχηση των διαφόρων κατευθύνσεων, συμφερόντων και προσδοκιών σε ένα πειστικό πολιτικό πρόγραμμα. «Ανάμεσα σε νέους ανθρώπους [...] άξιους κάθε τιμής, σαν τον Μπενάκη, τον Καζάζη, τον Μάνο, τον Δρακούλη και άλλους   -πρώτος, ο καθένας, μέσα στον κύκλο του-, είναι ένα πρόσωπο repesentative man, ο Βενιζέλος από την Κρήτη. Το χαρακτηριστικώτερο αποτέλεσμα που έβγαλε στη μέση η κατάσταση, από τον Αύγουστο της περασμένης χρονιάς. Αξίζει να το προσέξη ο στοχαστικός...», σημειώνει ενδεικτικά ο Παλαμάς στη δεύτερη συνέχεια της έρευνας του περιοδικού «Ο Καλλιτέχνης», το Σεπτέμβριο του 1910.

Νίκη Μαρωνίτη
Ελλάδα 20ος αιώνας 1900 - 1910
Η Καθημερινή
2017


from ανεμουριον https://ift.tt/2KUSvZz
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη