Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1853 στην Ερμούπολη της Σύρου. Πατέρας του ήταν ο Χριστόφορος Σουρής, που είχε γεννηθεί στα Κύθηρα από γονιούς Χιώτες, όπως λέει ο ίδιος ο ποιητής σ’ ένα έμμετρο ημερολόγιο:
και ο Σουρής Γεώργιος, Κυθήριος και Χιώτης,
απορριφθείς φιλόλογος και του Σταυρού ιππότης
Εκείνη την εποχή, η Σύρα ήταν σημαντικό εμπορικό κέντρο, αν όχι το πρώτο, και ο Χριστόφορος Σουρής, ως έμπορος υφασμάτων, κατόρθωσε να δημιουργήσει περιουσία και όνομα. Ο ποιητής πέρασε εκεί τα πρώτα παιδικά του χρόνια, κι αργότερα στην Αθήνα, όπου ο πατέρας του πήγε να εγκατασταθεί και να δουλέψει συνεταιρικά με τον αδελφό του, που έμενε από χρόνια στην πρωτεύουσα. Οι δουλειές όμως του αδελφού του δεν πήγαιναν καλά, και ο Χριστόφορος , για να τον σώσει από την χρεοκοπία, θυσίασε όλη την περιουσία του... Η οικογένεια έμεινε λοιπόν σχεδόν άπορη, κι ο ποιητής γνώρισε στα εφηβικά του χρόνια την οικονομική στενοχώρια. Με τη σύμφωνη γνώμη του πατέρα του, ο Σουρής είχε αρχίσει τις σπουδές του με το σκοπό να γίνει κληρικός. Κόντεψε λοιπόν να γίνει παπάς, αυτός που αργότερα επρόκειτο να σατιρίσει τόσο πολύ τα τρωτά του Κλήρου, χωρίς ωστόσο να πάρει και εντελώς αρνητική στάση απέναντι στην Εκκλησία. Η έλλειψη χρημάτων τον ανάγκασε να διακόψει τις σπουδές του. Γι' αυτό, μόλις τελείωσε το γυμνάσιο πήγε σ’ έναν έμπορο συγγενή του στο Αζώφ της Ρωσίας. Δεν μπόρεσε όμως να μείνει εκεί για πολύν καιρό, γιατί δεν του πήγαινε καθόλου η ενασχόληση με το εμπόριο, όπως εξομολογείται ο ίδιος σ’ ένα ποίημά του με τίτλο Εγώ στη Ρωσία:
«Ήξευρα στίχους να μετρώ και όχι σιτηρά
και τότε το εμπόριο παράδωσα εις λήθην
και προς τας Μούσας έστρεψα τον έρωτά μου όλον».
Όταν γύρισε στην Ελλάδα άρχισε να εργάζεται σ’ ένα αθηναϊκό συμβολαιογραφείο ως γραφέας. Παράλληλα, έπαιρνε μέρος σ’ ερασιτεχνικούς θιάσους και δημοσίευε σατιρικά ποιήματα στα περιοδικά της εποχής, τον Αριστοφάνη του Πηγαδιώτη, τον Ασμοδαίο του Άννινου, τον Ραμπαγά του Τριανταφύλλου και το Μη χάνεσαι του Γαβριηλίδη. Τον ίδιο καιρό είχε γραφτεί στο Πανεπιστήμιο, στη Φιλοσοφική Σχολή, για να πάρει το δίπλωμα της Φιλολογίας. Το 1881, σε ηλικία 28 ετών, ο Σουρής παντρεύτηκε μια νέα από τη Χίο, τη Μαρή Κωνσταντινίδη, που καταγόταν από τη γνωστή οικογένεια του Αργέντη Ροδοκανάκη. Ο γάμος του υπήρξε πολύ ευτυχισμένος, η γυναίκα του στάθηκε στο πλευρό του σαν αληθινή σύντροφος, φροντίζοντας για την οικονομική διαχείριση και για όλα τα άλλα οικογενειακά προβλήματα. Απέκτησαν πέντε παιδιά, αλλά η Μαρή συνήθιζε να λέει ότι έχει έξι, γιατί έπρεπε να φροντίζει και τον ποιητή, που ήταν πάντα αφηρημένος και αδέξιος... Λίγον καιρό μετά το γάμο του, την άνοιξη του 1883, ο Σουρής έβγαλε τον Ρωμηό, που είχε αμέσως αρκετή επιτυχία. Η χαρά της επιτυχίας δεν κράτησε πολύ γιατί σκιάστηκε κάπως από την αποτυχία του στις πανεπιστημιακές εξετάσεις. Οι καθηγητές του αρνήθηκαν να του δώσουν το δίπλωμα της Φιλολογίας. Ο καθηγητής Σεμιτέλος τον απέρριψε στα λατινικά και στη ...μετρική. Αυτόν, που οι σύγχρονοί του ποιητές, μ’ επικεφαλής τον Παλαμά, τον ζήλευαν για την άνεση και την ποικιλία του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας του στίχου του, ο καθηγητής έκρινε καλό να τον απορρίψει... Αλλά ο Σουρής δεν το πήρε και πολύ κατάκαρδα. Ανάγγειλε ο ίδιος την αποτυχία του, καθώς και την επανέκδοση του Ρωμηού, που την είχε διακόψει τέσσερις μήνες για να ετοιμαστεί για τις πανεπιστημιακές εξετάσεις:
«Μετά μεγάλης μου χαράς στους φίλους αναγγέλλω,
πως εξητάσθην των θυρών ερμητικώς κλεισμένων,
στον πολυγένη Φιντικλή και το σπανό Σεμιτέλο,
και απερρίφθην μυστικά, μετά πολλών επαίνων!
Λοιπόν και πάλιν, Έλληνες αρχίζουμε σαν πρώτα,
πάλι “Ρωμηός” και ξάπλωμα, πάλι ζωή και κόττα!».
Ωστόσο, η έκδοση του Ρωμηού δεν τον απορροφούσε ολοκληρωτικά. Δύο μήνες το χρόνο άφηνε την έμμετρη εφημερίδα του και αναπαυόταν στο Φάληρο. Αργότερα οι θαυμαστές του του χάρισαν μια έπαυλη εκεί, κι έτσι μπορούσε με όλη του την άνεση να αφοσιωθεί στη συγγραφή των ποιημάτων του και των θεατρικών του έργων. Από πολύ νέος ακόμη, από το 1873, ο Σουρής είχε κάνει την πρώτη του εμφάνιση σαν λυρικός ποιητής, δημοσιεύοντας μια συλλογή. Τρία χρόνια αργότερα, έβγαλε έναν καινούριο τόμο λυρικών στίχων με τον τίτλο Τα Τραγούδια μου. Μετά τέσσερα χρόνια, στα Αποκρηάτικα του, άρχισε να επικρατεί η σατιρική του διάθεση. Εκεί όμως που φανερώθηκε το αληθινό του ταλέντο ήταν στο Ανατολικό Ζήτημα, που αποτελείτο από παρωδίες των λόγων και των ενεργειών της ελληνικής αντιπροσωπείας στο Συνέδριο του Βερολίνου, και από σάτιρα της εκστρατείας στη Θεσσαλίας που ακολούθησε, στην οποία πήρε μέρος κι ο ίδιος.
«Διότι θα γνωρίζετε, καθώς δεν αμφιβάλλω,
πως εχρημάτισα κι εγώ φαντάρος μια φορά
και συλλογήν εξέδωκα εις την οποίαν ψάλλω
όσους πολέμους έκαμα με άσφαιρα πυρά»...
Ο Σουρής έδινε παράλληλα στα θέατρα μικρές συνήθως κωμωδίες με επίκαιρα θέματα, όπως η Επιδημία, που δόθηκε στα Ολύμπια στις 3 Σεπτεμβρίου 1881, και όπου σατίριζε την αναστάτωση που είχε προκαλέσει στην Αθήνα μια επιδημία κοιλιακού τύφου, η μονόπρακτη κωμωδία Ο Αναπαραδιάδης (1884) όπου σατίριζε τη βαριά φορολογία και τον τρόπο που εισέπρατταν τα δημόσια έσοδα, και η Περιφέρεια 1886) όπου σατίριζε τα ήθη και τα έθιμα. Επίσης, στη μονόπρακτη κωμωδία Δεν έχει τα προσόντα, σατίριζε τη ρουσφετολογία και την πολιτική εξαχρείωση. Τέλος, με το Αλλ’ αντ’ άλλων δοκίμασε την κωμωδία των παρεξηγήσεων. Αλλά ο μεγάλος θεατρικός θρίαμβος του Σουρή, που του έφερε κι’ αρκετά χρήματα, ήταν η μετάφραση των Νεφελών του Αριστοφάνη. Παρ’ όλες τις γνώσεις που είχε των αρχαίων κειμένων, ο Σουρής δεν θέλησε να κάνει μια πιστή απόδοση. Ωστόσο, στην ελεύθερη παράφρασή του δεν χάθηκε τίποτα από το πνεύμα του αρχαίου κωμικού. Ξαναζωντάνεψε στον σύγχρονο ελληνικό λόγο και δεν έχασε τίποτα απ’ τη δροσιά του. Οι απλοί θεατές, αλλά και οι λόγιοι, χαιρέτισαν την παράσταση αυτή, καθώς και την ελεύθερη μετάφραση του ποιητή, σαν μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός, κάτι σαν ανάσταση του αρχαίου θεάτρου. Στην πραγματικότητα η θεατρική επιτυχία χρωστούσε πολλά στην ανοιχτή γλώσσα του Αριστοφάνη - η παράσταση είχε απαγορευθεί στις γυναίκες και τα παιδιά - που ο Σουρής τη διατήρησε πολύ ...αλατισμένη, προπάντων στη ρητορική μονομαχία του Δίκαιου και του Άδικου Λόγου. Από το 1882 ώς το 1887 τα ποιήματα του Σουρή εκδόθηκαν σε τέσσερις τόμους, και δεν έπαψαν από τότε να δημοσιεύονται κάθε τόσο με διάφορους τρόπους. Ενας απ’ αυτούς ήταν τα στιχουργήματα των ημερολογίων, που αποτελούσαν τη συγκομιδή των φαληριώτικων καλοκαιριών του. Ανάμεσα στα δημοσιεύματά του υπήρχε και η αρκετά μεγάλη σατιρική του σύνθεση Δον Ζουάν, όπου φέρνει απ’ το Λονδίνο στην Αθήνα τον ήρωα του Μπάυρον, τον ερωτιάρη κυνηγό περιπετειών, για να κοροϊδέψει τα ήθη, τα έθιμα και την κοινωνική κατάσταση στην πρωτεύουσα... Το 1892 και το 1902 κυκλοφόρησαν δύο τόμοι με τίτλο Ο Φασουλής Φιλόσοφος, που περιείχαν το πιο σημαντικό ίσως μέρος του έργου του. Ο Φασουλής ήταν η κεντρική μορφή μέσα στη δημιουργία του Σουρή. Μπορούμε ίσως να τραβήξουμε μια παράλληλη γραμμή ανάμεσα σ’ αυτή και τον Καραγκιόζη, το μεγάλο λαϊκό ήρωα, παρόλο που ο Φασουλής του Σουρή δεν έχει καμία σχέση με το θέατρο, ούτε με τον τουρκοφερμένο ήρωα του θιάσου σκιών, ούτε με τον Πουλτσινέλλα, τον ιταλοφερμένο Φασουλή. Ο Φασουλής του Σουρή είναι ένα εντελώς δικό του δημιούργημα. Κι αν μπορεί κανείς να τον παραλληλίσει με τον Καραγκιόζη, είναι μόνο και μόνο γιατί κι οι δύο εικονίζουν το Ρωμηό: Ο ήρωας των σκιών εικονίζει τον μέσο λαϊκό τύπο, και το δημιούργημα του Σουρή τον κάθε μέσο τύπο. Ο Φασουλής του είναι αντιφατικός, εγωιστής, κουτσομπόλης, επιπόλαιος, αλλά και έξυπνος, ο τύπος που κοροϊδεύει τα πάντα και είναι ικανός να κάνει ο ίδιος αυτά που κατηγορεί. Ο Σουρής τον χρησιμοποιεί για να διατυπώνει τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του για τον κόσμο, τον άνθρωπο, τη ζωή, την κοινωνία... Ο ίδιος ο Σουρής ήταν σαν άνθρωπος ήπιος, προσηνής κι ευγενικός. Το σπίτι του ήταν ανοιχτό στον κόσμο των Γραμμάτων, όπου ακόμη κι οι αντίζηλοι, ακόμη κι οι εχθροί, υπέγραφαν ανακωχή. Η Βουλή, το Πανεπιστήμιο και διάφορα πνευματικά σωματεία τον είχαν προτείνει για το Νόμπελ. Αλλά δεν είχε την παγκόσμια δημοσιότητα που χρειάζεται για ένα τέτοιο βραβείο... Ο Σουρής πέθανε το 1919, στο Νέο Φάληρο, στις 26 Αυγούστου. Μετά τον θάνατό του, τιμήθηκε με τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Σωτήρος. Ο Σουρής δεν σατίριζε μόνο τους άλλους, αλλά και τον εαυτό του. Είναι χαρακτηριστικό το ποίημά του Η ζωγραφιά μου, στο οποίο ειρωνεύεται την ασχήμια του:
Μπόι δυό πήχες,
κόψη κακή,
γένεια με τρίχες
εδώ κι εκεί.
Κούτελο θείο
λίγο πλατύ,
τρανό σημείο
του ποιητή.
Δυο μάτια μαύρα,
χωρίς κακία
γεμάτα λαύρα,
μα και βλακεία.
Μακρύ ρουθούνι,
πολύ σχιστό,
κι ένα πηγούνι
σαν το Χριστό.
Πηγάδι στόμα,
μαλλιά χυτά...
γεμίζεις στρώμα
μόνο μ' αυτά.
Μούρη αγρία
και ζαρωμένη,
χλωμή και κρύα
σαν πεθαμένη.
Κανένα χρώμα
δεν της ταιριάζει,
και τώρ' ακόμα
βαφές αλλάζει.
Δόντια φαφούτη,
όλο σχισμάδες,
ύφος τσιφούτη
για μαστραπάδες...
ΛΑΜΨΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ «ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ 20 ΑΙΩΝΩΝ» ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ 1995
from ανεμουριον https://ift.tt/2NFaUuM
via IFTTT




