του Κωνσταντίνου Σβολόπουλου
Η ανάρρηση στην πρωθυπουργία, τον Οκτώβριο του 1955, έδωσε στον Κωνσταντίνο Καραμανλή τη δυνατότητα να εκτείνει και στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής τις αναζητήσεις που είχαν προσδιορίσει έως τότε τις θεμελιακές επιλογές του. Το όραμα μιας Ελλάδας απαλλαγμένης από τα σύνδρομα της δυσπραγίας και της πενίας, ικανής να ανταποκριθεί δυναμικά στις προκλήσεις της εποχής, τον είχε ήδη ωθήσει στην ανάληψη δραστικών πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση επιτακτικών αναγκών στο εσωτερικό της χώρας - με έμφαση στον εκσυγχρονισμό και την οικονομική ανάπτυξη. Οι επιδιώξεις του στο πεδίο της διεθνούς ζωής θα συναρμοστούν δυναμικά με τη στόχευση αυτή. Η ανάδυση μιας νέας φυσιογνωμίας της Ελλάδας, που, κατά την έκφραση του Ντε Γκωλ, «σφύζει από ζωή και βαδίζει στο δρόμο της επιτυχίας», θα αποτελέσει ζωτική προϋπόθεση για την ευόδωση των προσπαθειών του στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Η αναβάθμιση της παρουσίας της χώρας στους κόλπους του συμμαχικού στρατοπέδου, η ενίσχυση της αμυντικής ετοιμότητας και η γενικότερη προάσπιση των εθνικών συμφερόντων, η διάνοιξη νέων προοπτικών διεθνούς συνεργασίας, η ενεργή, τέλος, συμμετοχή στο νέο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, αποτέλεσαν τις βασικές της παραμέτρους.
Η κατοχύρωση της ασφάλειας και της εδαφικής ακεραιότητας της εθνικής επικράτειας αποτελούσε, μονιμότερα, πρωταρχική φροντίδα για την ελληνική κυβέρνηση. Κατά την οκταετία Καραμανλή, παράλληλα με τη μέριμνα για την επίτευξη της οικονομικής ανάπτυξης, θα καταβληθεί συστηματική προσπάθεια για την ενίσχυση, τον εκσυγχρονισμό και την ποιοτική βελτίωση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων - ειδικότερα, την ανανέωση του πολεμικού υλικού και την προσαρμογή ένας απολογισμός στις νέες τεχνολογικές απαιτήσεις, σε συνδυασμό με την εκπαίδευση και κατάρτιση ικανών στελεχών. Η φροντίδα, εντούτοις, για την κάλυψη των αμυντικών αναγκών δεν ήταν δυνατόν να αντιμετωπισθεί σε εθνικό αποκλειστικά επίπεδο. Ήδη, η ένταξη στο NATO με απόφαση της κυβέρνησης Πλαστήρα-Βενιζέλου, γενικότερα αποδεκτή προϋπόθεση για την ενίσχυση της αμυντικής ασφάλειας και ετοιμότητας, συνιστούσε και καθοριστική επιλογή στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.
Η Ελλάδα, έκθετη σε πιέσεις και απειλές, σε ευρύτερη ιστορική διάρκεια, ήταν εύλογο να αναζητεί στη στενή συνεργασία με τα μέλη της Ατλαντικής Συμμαχίας τα ερείσματα για τη διασφάλιση των ζωτικών συμφερόντων της. Παράλληλα, εντούτοις ο Καραμανλής απέβλεπε στην άμβλυνση των οξυτήτων και στη θεμελίωση εποικοδομητικών σχέσεων με τις γειτονικές βαλκανικές και γενικότερα με τις σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής έγιναν αισθητά ιδιαίτερα μετά την παρέλευση της ψυχροπολεμικής έντασης. Ενωρίτερα όμως, η εκδήλωση της κρίσης στη Μέση Ανατολή, το 1956, έδωσε την αφορμή για να εκδηλωθεί ενεργά η φιλοαραβική επιλογή της Ελλάδας, απότοκη και της επιθυμίας της να εξασφαλίσει τη συμπαράσταση των αραβικών και γενικότερα, των χωρών του Τρίτου Κόσμου στο Κυπριακό και να αμβλύνει τις πιέσεις σε βάρος του Ελληνισμού της Αιγύπτου.
Αποφασιστικό βήμα με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις καθοριστικής σημασίας για τη διεθνή θέση της χώρας ήταν η σύνδεση με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Η απόφαση για την οργανική ένταξη της Ελλάδας στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αποτέλεσε την απόρροια τόσο της αποτιμησης των θετικών συνεπειών -πολιτικών και οικονομικών- για το μέλλον του έθνους όσο και της σταθερής προσήλωσης του Καραμανλή στην ιδέα της ενωμένης Ευρώπης. Υστερα από επίπονες διαπραγματεύσεις δύο ετών, η Ελλάδα έγινε, με τη Συνθήκη της 9ης Ιουλίου 1961, το πρώτο συνδεδεμένο μέλος της ΕΟΚ των έξι. Η θέση της συμφωνίας σε ισχύ, από τον Νοέμβριο του 1962, πέρα από τις ευρύτερες προοπτικές, επενεργούσε ήδη και ως πρόκληση, πρόσφορη να συμβάλει στην κινητοποίηση των εθνικών δυνάμεων με στόχο την αναγκαία προσέγγιση του αναπτυξιακού επιπέδου των νέων εταίρων της. Παράλληλα όμως με την επίτευξη της σύνδεσης, η Ελλάδα είχε κατορθώσει να βελτιώσει προοδευτικά τη θέση της, και γενικότερα, στο δυτικοευρωπαϊκό χώρο. Ιδιαίτερη, ειδικότερα, βαρύτητα θα προσλάβουν οι διμερείς σχέσεις με την Ομοσπονδιακή Γερμανία και τη Γαλλία, μέσα και από το δίαυλο των προσωπικών επαφών του Ελληνα πρωθυπουργού, αντίστοιχα, με τον Αντενάουερ και τον Ντε Γκωλ. Η προοδευτική διεύρυνση τους -στο οικονομικό πεδίο στην πρώτη περίπτωση, κυρίως στο πολιτικό, στη δεύτερη- αποτέλεσε συνάρτηση και της άρσης της μονοδιάστατης εξάρτησης από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδιαίτερα έντονης στα πρώτα μεταπολεμικά και μετεμφυλιακά χρόνια. Στο πλαίσιο αυτό, πέρα από ένα πρώτο «άνοιγμα» στο πολιτικό πεδίο, αναζήτησε και την επίλυση καίριων οικονομικών προβλημάτων, όπως η προσέλκυση επενδύσεων από το εξωτερικό και η αντιμετώπιση των συνεπειών από την περικοπή της αμερικανικής βοήθειας, με το επιχείρημα ότι η Ελλάδα ήταν ήδη σε θέση να αναλάβει μόνη το βάρος των αμυντικών της δαπανών.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα, παράλληλα με την κατοχύρωση της ασφάλειας και τη δυναμική ένταξη της χώρας, στο πλαίσιο των νέων μορφών συνεργασίας που διαγράφονταν στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, η κυβέρνηση Καραμανλή απέβλεψε στην επίλυση του ανοιχτού εθνικού θέματος της Κύπρου.
Η δυσμενής τροπή που είχε το τελευταίο αυτό προσλάβει μετά την τριμερή Διάσκεψη του Λονδίνου και τα δραματικά γεγονότα της Κωνσταντινούπολης, τον Σεπτέμβριο του 1955, απαίτησαν την ανάληψη από την κυβέρνηση σύντονων ενεργειών με στόχο την αποκατάσταση της εθνικής αξιοπρέπειας και την προώθηση της ενωτικής επιδίωξης.
Η Ελλάδα αποδύθηκε σε μακρόχρονο σκληρό αγώνα προκειμένου να απαλλάξει την Κύπρο από το αποικιακό καθεστώς και, ταυτόχρονα, να εξουδετερώσει τις εντεινόμενες τουρκικές αξιώσεις για συγκυριαρχία ή διχοτόμηση της Μεγαλονήσου. Η ενίσχυση και η στενή συνεργασία με τους φορείς του απελευθερωτικού αγώνα, η σθεναρή προβολή των εθνικών δίκαιων από το βήμα του ΟΗΕ, η αναζήτηση διπλωματικών ερεισμάτων προς κάθε κατεύθυνση, αποτέλεσαν τις σταθερές παραμέτρους της πολιτικής αυτής. Βαθμιαία, εντούτοις, η άκαρπη παράταση της ηρωικής αντίστασης των μαχητών της ΕΟΚΑ και η αναποτελεσματικότητα των Ηνωμένων Εθνών, συνυφάνθηκε με την επίταση του κινδύνου για τη δυναμική επιβολή, από τη Μεγάλη Βρετανία και με τη συναίνεση της Τουρκίας, λύσεως που θα υποθήκευαν ανέκκλητα το εθνικό μέλλον της Κύπρου. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αποδοχή της ανεξαρτησίας ως αναγκαστικής λύσης, αρχικά από τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, τον Σεπτέμβριο του 1958, αποτέλεσε την αφετηρία για την αναπροσαρμογή της τακτικής που είχε ως σταθερό γνώμονα την εμμονή στην αρχή της αυτοδιάθεσης.
Σε συνεργασία και με τη σύμφωνη γνώμη της κυπριακής ηγεσίας, η ελληνική κυβέρνηση θα στρέψει το διαπραγματευτικό διάλογο, από το ολισθηρό έδαφος των προτάσεων Μακμιλαν, στην αναζήτηση καθεστώτος «εγγυημένης ανεξαρτησίας» με κατοχυρωμένη την πρωτοκαθεδρία της πλειοψηφίας και τη συμμετοχή της μουσουλμανικής μειοψηφίας στη διαχείριση της εξουσίας. Με τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, επιτεύχθηκε τον Φεβρουάριο του 1959, ύστερα από οκτώ αιώνες υποτέλειας, η σύσταση ανεξάρτητου και κυρίαρχου κυπριακού κράτους. Σύμφωνα μάλιστα με την άποψη του Καραμανλή, και αυτή η εξασφάλιση της Ένωσης με την Ελλάδα θα ήταν σε μεταγενέστερο στάδιο εφικτή, αν η ελληνοκυπριακή ηγεσία ομαλοποιούσε τις σχέσεις της με την τουρκοκυπριακή μειονότητα και ευθυγράμμιζε την εξωτερική πολιτική της με εκείνη της Αθήνας.
Αν γίνει κατ' αρχήν αποδεκτό το αξίωμα ότι η ικανοποίηση των επιδιώξεων στο πεδίο της διπλωματίας αποτελεί συνάρτηση όχι μόνον της αγαθής προαίρεσης των εκάστοτε κυβερνήσεων αλλά και της κατάλληλης αξιοποίησης της μερίδας ισχύος που πράγματι διαθέτουν, γίνεται αμεσότερα καταληπτή η πολιτική του Καραμανλή και εξηγείται η πρώτη, πλατιά, έκτοτε, αναγνώριση του έργου που είχε επιτελέσει στο εσωτερικό της χώρας και, ταυτόχρονα, της θετικής συμμετοχής του στη διεθνή ζωή.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ 1960-1965
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1999
from ανεμουριον https://ift.tt/2TSEpvp
via IFTTT





