Ναρκοθετημένη ανεξαρτησία

του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Λευκωσία, 16 Αυγούστου 1960. Η υπογραφή των τελικών κειμένων των συμφωνιών για την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, εκλεγμένος πρόεδρος της νεοσύστατης Δημοκρατίας, υπογράφει τα κείμενα, ενώ, αριστερά του, παρακολουθεί ο τελευταίος Βρετανός κυβερνήτης της Κύπρου, σερ Χίου Φουτ. Δεύτερος από δεξιά, ο Τουρκοκύπριος αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, δρ Φαζίλ Κιουτσούκ (φωτ.: Επίκαιρα).
Οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, γράφει στο βιβλίο του Ανοχύρωτη Πολιτεία ο εξ απορρήτων του Μακάριου και επί σειράν ετών πρεσβευτής της Κύπρου στην Αθήνα, Νίκος Κρανιδιώτης, «υπήρξαν το αποτέλεσμα σκληρής ανάγκης και η κατάληξη ενός διλήμματος, μπροστά στο οποίο η βρετανική κυβέρνηση έθεσε τον κυπριακό λαό και την ηγεσία του: "Η τις συμφωνίες ή τη διχοτόμηση". Ο Μακάριος επέλεξε το μη χείρον. Στην εκφοβιστική αυτή λύση συνέβαλε ιδιαίτερα η κομμουνιστική φοβία της Αμερικής και η συνεχής εκ μέρους της προσπάθεια ρύθμισης του θέματος».

Η κυπριακή ανεξαρτησία προβάλλει εξαρχής ναρκοθετημένη. Το συνταγματικό καθεστώς της νήσου, προϊόν των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, όχι μόνο ενταφίασε τους πόθους των Ελληνοκυπρίων για ένωση με την Ελλάδα, αλλά και τους κατέστησε πολιτικά ισότιμους με τους Τουρκοκύπριους, που αντιστοιχούσαν μόλις στο 17% του πληθυσμού: Ελληνοκύπριος πρόεδρος, Τουρκοκύπριος αντιπρόεδρος. Ελληνοκύπριος υπουργός Εξωτερικών, Τουρκοκύπριος υπουργός Αμυνας. Δύο ανεξάρτητα κοινοβούλια, το καθένα με δικαίωμα βέτο στη νομοθεσία. Ανάλογη «δυαρχία» σε όλους τους σημαντικούς θεσμούς, από τη Δικαιοσύνη έως την Τοπική Αυτοδιοίκηση.

Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο οποίος ήδη έχει καταξιωθεί ως ηγετική μορφή του Κινήματος των Αδεσμεύτων, θεωρεί από την πρώτη στιγμή το καθεστώς απλώς ως μεταβατικό στάδιο προς μια πραγματικά ενιαία και αδέσμευτη Κυπριακή Δημοκρατία. Σε αντίθεση με τους «Ενωτικούς» γύρω από τον στρατιωτικό αρχηγό της ΕΟΚΑ και έμπιστο του ελληνικού θρόνου, στρατηγό Γ. Γρίβα, οι οποίοι προσβλέπουν σε νατοϊκή λύση του Κυπριακού, φιλοδοξεί, εκμεταλλευόμενος τον αμερικανοσοβιετικό ανταγωνισμό, να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία της νήσου. Κάτι που, βέβαια, προϋποθέτει την ανατροπή του υφιστάμενου συνταγματικού πλαισίου.

Στα τέλη του 1963, ο Αρχιεπίσκοπος κρίνει ότι οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, θεωρώντας ότι η ρήξη του Κ. Καραμανλή με το παλάτι, στην Ελλάδα, και η κρίση στην Τουρκία, με το πραξικόπημα των στρατιωτικών και τον απαγχονισμό του Μεντερές, του αφήνουν μεγαλύτερα περιθώρια πρωτοβουλιών. Υστερα από τη σαρωτική νίκη του στις πρώτες προεδρικές εκλογές, τον Δεκέμβριο του 1959, ο Μακάριος, αν και βασιλόφρων, είχε κατορθώσει να ενώσει υπό την ηγεμονία του ευρύτατο φάσμα πολιτικών δυνάμεων -φιλελεύθερους, σοσιαλιστές και κομμουνιστές. Η μόνη, ουσιαστικά, αντιπολιτευτική δύναμη, οι Ενωτικοί του Γρίβα, στις βουλευτικές εκλογές του 1960 δεν καταφέρνουν να κερδίσουν ούτε μία έδρα, ενώ οι Μακαριακοι εκλέγουν 30 αντιπροσώπους και το συνεργαζόμενο με αυτούς ΑΚΕΛ, πέντε.

Ο Μακάριος προσπαθεί να ασφαλίσει τα νώτα του έναντι των Δυτικών, πριν ρίξει το γάντι στους Τουρκοκύπριους. Ετσι, πριν ενημερώσει οποιονδήποτε άλλον για τις προθέσεις του, στρέφεται προς τη Βρετανία, καθώς η Κύπρος παραμένει μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Ο ίδιος θα γράψει λίγους μήνες αργότερα, σε επιστολή του στον Γ. Παπανδρέου: «Κατά τον παρελθόντα Νοέμβριο (σ.σ.: του 1963) έλαβον (...) μήνυμα του υπουργού Κοινοπολιτειακών Σχέσεων κ. Ντάνκαν Σαντς ότι συνεφώνει προς την επιδιωκομένην τροποποιησιν ορισμένων συνταγματικών διατάξεων (...) Τα επακολουθήσαντα διέψευσαν, δυστυχώς, τας επί της βρετανικής κυβερνήσεως ελπίδας μου, της οποίας η εν προκειμένω στάσις ουδόλως υπήρξεν ειλικρινής».

Πραγματικά, στις 30 Νοέμβριου του 1963, εκείνη τη μοιραία για την εξέλιξη του Κυπριακού ημέρα, ο Μακάριος επέδιδε στον αντιπρόεδρο Κιουτσούκ μνημόνιο για την αναθεώρηση του κυπριακού Συντάγματος. Συνισταμένη των προτάσεων του ήταν η κατάργηση της ξεχωριστής πλειοψηφίας (Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων) για την ψήφιση των νόμων του κράτους, η άρση του βέτο του προέδρου και του αντιπροέδρου στις κυβερνητικές αποφάσεις και η αποκατάσταση πραγματικά ενιαίων δημοτικών αρχών.

Η κίνηση αυτή εκλαμβάνεται ως casus belli από τους Τουρκοκύπριους και την Αγκυρα. Την επομένη, 1η Δεκεμβρίου, ο πρόεδρος της τουρκοκυπριακής Βουλής, Ραούφ Ντενκτάς, μεταβαίνει εσπευσμένα στο Λονδίνο. Η Βρετανία ανακρούει πρύμναν και ενθαρρύνει τους Τουρκοκύπριους να κρατήσουν αδιάλλακτη στάση. Ετσι, στις 3 Δεκεμβρίου ο Κιουτσούκ δίνει κατηγορηματικά αρνητική απάντηση στις προτάσεις του Αρχιεπισκόπου, ενώ στις 16 του μηνός πραγματοποιεί αυστηρό διάβημα στο προεδρικό μέγαρο ο Τούρκος πρεσβευτής στη Λευκωσία. Στο μεταξύ, ο υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου, Σπύρος Κυπριανού, έχει μεταβεί στην Αθήνα για επείγουσες διαβουλεύσεις με τον Γ. Παπανδρέου. Η ατμόσφαιρα στο νησί βρίσκεται στο όριο της ανάφλεξης.

Η δολοφονία μιας Τουρκοκύπριας στη Λευκωσία, τη νύχτα της 20ής Δεκεμβρίου, πυροδοτεί το ξέσπασμα αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων, που διαρκούν ένα δεκαήμερο. Στη Λευκωσία οι Τουρκοκύπριοι δημιουργούν μια γραμμή άμυνας γύρω από την παλιά πόλη και προσβάλλουν ελληνικούς θυλάκους. Από τα «ματωμένα Χριστούγεννα» του 1963 η κυπριακή πρωτεύουσα είναι ουσιαστικά διχοτομημένη, γεγονός που επισφραγίζεται στις 29 Δεκεμβρίου: η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός χωρίζει τον ελληνοκυπριακό από τον τουρκοκυπριακό τομέα της πόλης με μια «πράσινη γραμμή». Είχαν προηγηθεί η εμφάνιση τουρκικών πολεμικών σκαφών στις κυπριακές ακτές και η απειλή εισβολής, που αποσοβήθηκε ύστερα από παρεμβάσεις του Λιντον Τζόνσον και του Νικήτα Χρουστσόφ.

Η προσπάθεια για ενιαία και ανεξάρτητη Κύπρο καταλήγει να δημιουργήσει μια διχοτομική κατάσταση και να παρασύρει το Κυπριακό σε νατοϊκή τροχιά. Η θλιβερή πραγματικότητα αποτυπώνεται με την «Πενταμερή Διάσκεψη», που συγκαλείται στις 15 Ιανουαρίου στο Λονδίνο, ύστερα από ασφυκτικές πιέσεις των Αμερικανών και των Αγγλων. Συμμετέχουν, πλην των τριών εγγυητριών δυνάμεων (Βρετανία, Ελλάδα, Τουρκία), εκπρόσωποι της Ελληνοκυπριακής και της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, όχι όμως και της Κυπριακής Δημοκρατίας, που, ωστόσο, εξακολουθεί να αποτελεί, τουλάχιστον τύποις, κυρίαρχο κράτος-μέλος του ΟΗΕ.

Στη διάσκεψη, οι Ελληνοκύπριοι δέχονται καταιγισμό πιέσεων να αποδεχθούν είτε την πρόταση Σανς για ένταξη της Κύπρου στο NATO, με ταυτόχρονη επιβολή ενός έντονα διχοτομικού συνταγματικού πλαισίου, είτε την πρόταση του Αμερικανού υφυπουργού Τζορτζ Μπολ, που προβλέπει την αποστολή νατοϊκής ειρηνευτικής δύναμης στη νήσο και την έναρξη συνομιλιών υπό την αιγίδα της Συμμαχίας. Τις προτάσεις αποδέχονται ασμένως η Αγκυρα και οι Τουρκοκύπριοι, ενώ σ' αυτή την κατεύθυνση κλίνει και η μεταβατική, υπό τον Ι. Παρασκευόπουλο, κυβέρνηση των Αθηνών (στην πραγματικότητα το παλάτι, καθώς η χώρα βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο). Τις απορρίπτει ωστόσο κατηγορηματικά ο Μακάριος, επικουρούμενος και από τη Σοβιετική Ενωση, η οποία δηλώνει ότι δεν θα μείνει απαθής εάν επιχειρηθεί η μετατροπή της Κύπρου σε «αβύθιστο αεροπλανοφόρο του NATO».

Τελικά, το χειρότερο αποτρέπεται και στις 4 Μαρτίου αποφασίζεται η αποστολή ειρηνευτικής δύναμης όχι από το NATO αλλά από τον ΟΗΕ. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν, την επομένη, οι Τουρκοκύπριοι κινούνται στρατιωτικά με στόχο να επεκτείνουν τον θύλακο της Λευκωσίας μέχρι την Κηρύνεια, ώστε να διασφαλίσουν ένα στρατηγικής σημασίας προγεφύρωμα εν όψει μελλοντικών επεμβατικών σχεδίων του τουρκικού στρατού. Δύο ημέρες αργότερα σημειώνονται αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων στην Πάφο, ενώ στις 16 του μηνός η τουρκική Εθνοσυνέλευση εξουσιοδοτεί την κυβέρνηση του Ισμέτ Ινονού να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο όποτε το κρίνει αναγκαίο.

Η νέα πραγματικότητα στην Κύπρο θέτει ενώπιον ιστορικών διλημμάτων την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, ο οποίος έχει εν τω μεταξύ θριαμβεύσει στις βουλευτικές εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964. Οπως και όλοι οι προκάτοχοι του, δυσφορεί έντονα με τις μονομερείς πρωτοβουλίες του Μακάριου, όμως, δεν εννοεί να αφήσει την Κύπρο απροστάτευτη. Στις 11 Απριλίου, σε εμπιστευτική συνάντηση Μακαριου-Παπανδρέου στο Καστρί, συναποφασίζεται η μυστική αποστολή ελληνικής μεραρχίας με βαρύ εξοπλισμό στη νήσο. Η υλοποίηση της απόφασης προχωρεί με ταχύτατους ρυθμούς, ανατρέποντας άρδην τους στρατιωτικούς συσχετισμούς δύναμης και ενισχύοντας τη διαπραγματευτική θέση της ελληνο-κυπριακής πλευράς.

Με την απειλή της ένοπλης σύρραξης μεταξύ δύο χωρών-μελών του NATO, οι Αμερικάνοι κινούνται ταχύτατα. Ο πρόεδρος Τζόνσον πείθει τους πρωθουργούς των δύο ανήσυχων γειτόνων να επισκεφθούν την Ουάσιγκτον στα τέλη Ιουνίου, για διαπραγματεύσεις. Αλλά ο Ελληνας πρωθυπουργός αρνείται να συναντηθεί με τον Ινονού, αρκούμενος σε διμερείς συνομιλίες με τους Αμερικανούς. Το μόνο που δέχεται ο Γ. Παπανδρέου (ο οποίος συνοδεύεται και από τον γιο του, αναπληρωτή υπουργό Συντονισμού, Ανδρέα Παπανδρέου) είναι να αρχίσει ένας γύρος διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, με τη μεσολάβηση του πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Ντιν Ατσεσον.

Ο Αμερικανός μεσολαβητής παρουσιάζει, στις αρχές Ιουλίου, δύο σχέδια. Και τα δύο κάνουν λόγο για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, με σοβαρά ανταλλάγματα στην Τουρκία — αν και στην πραγματικότητα πρόκειται για εναλλακτικές μορφές νατοϊκής διχοτόμησης της νήσου. Το πρώτο προβλέπει την παραχώρηση στην Τουρκία της χερσονήσου της Καρπασίας, που θα μετατραπεί σε στρατιωτική βάση της Αγκυρας με μεγάλες δυνάμεις στρατού ξηράς, ναυτικού και αεροπορίας, ενώ ταυτόχρονα εκχωρούνται στην Τουρκία μία σειρά καντονιών, όπου οι Τουρκοκύπριοι υπερτερούν δημογραφικά. Το δεύτερο σχέδιο κάνει λόγο για «εκμίσθωση» της Καρπασίας στην Τουρκία για περίοδο 50 χρόνων, ενώ μειώνει εδαφικά και τον τουρκικό τομέα της Κύπρου.

Η Τουρκία τάσσεται υπέρ του πρώτου σχεδίου, η Ελλάδα υποστηρίζει το δεύτερο. «Μας προσφέρουν μια πολυκατοικία έναντι αντιπαροχής ενός διαμερίσματος», είναι η χαρακτηριστική έκφραση του Γ. Παπανδρέου, ο οποίος δεν θέλει να πάει χαμένο αυτό που θεωρεί την τελευταία Ισως ευκαιρία για επωφελή επίλυση του Κυπριακού. Ωστόσο, ο Μακάριος τάσσεται κατηγορηματικά αντίθετος και με τα δύο σχέδια Ατσεσον. Στις 7 Αυγούστου, οι Ελληνοκύπριοι καταλαμβάνουν το ύψωμα του Λωροβουνου και ετοιμάζονται να εισβάλουν στα Κόκκινα. Την επομένη, τουρκικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν την Πάφο και την Τυλληρια, ενώ τουρκικά πολεμικά πλοία εμφανίζονται στα ανοιχτά των κυπριακών ακτών. Ποτέ πριν, το ενδεχόμενο μιας τουρκικής εισβολής δεν ήταν τόσο άμεσο.
Νέα Υόρκη, 24 Αυγούστου 1960. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ κάνει ομόφωνα αποδεκτό το αίτημα εισδοχής της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας στα Ηνωμένα Εθνη (Αρχείο «Κ»).
Ο Μακάριος στρέφεται ανοιχτά προς τη Μόσχα, και, στις 10 Αυγούστου, ο Νικήτα Χρουστόφ διαμηνύει στον Ινονού ότι αν αποτολμήσει πολεμικό τυχοδιωκτισμό θα βρει την ΕΣΣΔ αντιμέτωπη.

Η παρέμβαση της σοβιετικής διπλωματίας αποσοβεί την επαπειλούμενη τουρκική εισβολή, αλλά η στάση του Μακάριου οδηγεί σε νεκρό σημείο τις ήδη ψυχρές σχέσεις του με την Αθήνα. Ο Γ. Παπανδρέου καλεί στην Αθήνα τον στρατηγό Γρίβα και τον πείθει να εργασθεί για την αποδοχή του σχεδίου Ατσεσον. Στο μεταξύ οι Αμερικάνοι, ανήσυχοι από τον κίνδυνο να μετατραπεί η Κύπρος σε «Κούβα της Ανατολικής Μεσογείου», πιέζουν τον Ελληνα πρωθυπουργό, μέσω του πρεσβευτή τους, Χ. Λαμπουις, να προχωρήσει σε πραξικοπηματική «Ενωση», στη λογική του σχεδίου Ατσεσον, που, βέβαια, προϋποθέτει τον επίσης πραξικοπηματικό παραμερισμό του Μακάριου. Ο Γ. Παπανδρέου δεν αποτολμά αυτή τη λύση, όμως, το εθνικό μέτωπο έχει υποστεί ανεπανόρθωτο ρήγμα.
Λευκωσία, 1964. Βρετανική περίπολος στην «πράσινη γραμμή» ανάμεσα στις δύο κοινότητες της κυπριακής πρωτεύουσας (φωτ.: Camera Press).
Πάντως, το ειδύλλιο Λευκωσιας-Μόσχας δεν θα κρατήσει πολύ. Η νέα, υπό τον Λεονιντ Μπρέζνιεφ, σοβιετική ηγεσία αποφασίζει να εξισορροπήσει την πολιτική της. Στις 21 Ιανουαρίου του 1965, ο Σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών, Αντρέι Γκρομίκο, δηλώνει ότι η χώρα του τάσσεται εναντίον μιας μελλοντικής ένωσης Ελλάδας-Κύπρου και υπέρ της λύσης του Κυπριακού στο πλαίσιο μιας δικοινοτικής ομοσπονδίας, μία θέση πολύ κοντά στην επίσημη πολιτική της Αγκυρας.
Αθήνα, Μάρτιος 1964. Από την επίσκεψη του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην πρωθυπουργική κατοικία, στο Καστρί. Από αριστερά, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Γ. Παπανδρέου, ο Ελληνας υπουργός Εθνικής Αμυνας Πέτρος Γαρουφαλιάς, ο Μακάριος, ο Κύπριος υπουργός Εξωτερικών Σπύρος Κυπριανού, ο Γ. Γρίβας και ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών Σταύρος Κωστόπουλος (φωτ.: Αφοί Φλώρου).
Η ανατροπή του Γ. Παπανδρέου το 1965 επιδεινώνει ραγδαία τις ήδη προβληματικές σχέσεις του Μακάριου με το εθνικό κέντρο. Προς την ίδια κατεύθυνση δρα και η βαθιά προσωπική αντιπάθεια του πρωθυπουργού Στέφανου Στεφανόπουλου προς τον Μακάριο. Χαρακτηριστικό εξάλλου είναι και ένα απόσπασμα της εφημερίδας «Ελευθερία», που θεωρείται προσωπικό όργανο του Κων. Μητσοτάκη: «Δεν διαθέτει πλέον ο Αρχιεπίσκοπος περιθώρια συνεχίσεως των κουτοπόνηρων ελιγμών, οι οποίοι απέληξαν εκεί όπου απέληξαν... Εάν αντιθέτως επιδοκιμάζει την επιδιωξιν να καταστεί η μαρτυρική Κύπρος η πόρνη της Εγγύς Ανατολής, ριπτομένη οτέ μεν εις τας ρωσικάς, οτέ δε εις τας βρετανικάς αγκάλας... τότε δεν χρειάζεται η Ελλάς ως προαγωγός εις την οδόν της απώλειας. Ας προχωρήσουν μόνοι»!

Το ενδεχόμενο ανατροπής του Μακάριου με ενθάρρυνση των Αθηνών, θα εγγραφεί, κανονικά πλέον, στην ημερήσια διάταξη, μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967.


Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ 1960-1965
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1999




from ανεμουριον https://ift.tt/2TBMx4o
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη