του Θανάση Διαμαντόπουλου
Στο συλλογικό ιστορικό ασυνείδητο των περισσότερων ευρωπαϊκών λαών, του ελληνικού οπωσδήποτε περιλαμβανομένου, οι αρχές της δεκαετίας του '60 συνδέονται με τη μετάβαση από την περίοδο της μεταπολεμικής ανέχειας και στέρησης σε μια επόμενη φάση σχετικής ευμάρειας, ανοχής και άνεσης, η οποία κατά κανόνα είχε εμφανή πολιτικά, κοινωνικά και πολιτιστικά παρακολουθήματα. Στη χώρα μας ειδικότερα, χαρακτηριστικό είναι, ακόμη και σε συμβολικό επίπεδο, ότι το 1961, χρονιά συγκρότησης της Ένωσης Κέντρου, ο αστικός πληθυσμός εξισώθηκε με τον αγροτικό: 43,3% και 43.8% αντίστοιχα, έναντι 12,9% του ημιαστικού. Για πρώτη φορά, από το τέλος του Εμφυλίου, ακόμη, την ίδια αυτή χρονιά ο ρυθμός αύξησης της αμοιβής εργασίας άρχισε να ξεπερνάει το ρυθμό αύξησης του κατά κεφαλήν βιομηχανικού προϊόντος. Για πρώτη φορά, επίσης, το βιομηχανικής προέλευσης ακαθάριστο εθνικό προϊόν ξεπερνάει το αντίστοιχο προϊόν αγροτικής προέλευσης. Η αξία των εισαγόμενων επενδυτικών προϊόντων υπερβαίνει αυτή των εισαγόμενων βιομηχανιών καταναλωτικών αγαθών. Η εισαγωγή, ταυτόχρονα, επενδυόμενων ξένων κεφαλαίων με βάση το ν. 2276/53, κυρίως από το 1962, επιταχύνεται εντυπωσιακά. Εργασιακοί όροι, συνακόλουθα, κοινωνικές προσδοκίες, νοοτροπίες και καταναλωτικά πρότυπα εξελίσσονται ανάλογα. Τα διατιθέμενα Ι.Χ. και οι ηλεκτρικές συσκευές, χαρακτηριστικά, κυριολεκτικά πολλαπλασιάζονται. Και, κυρίως, δημιουργείται μια νέα μεσαία τάξη επιτηδευματιών και ελεύθερων επαγγελματιών -από μικροβιομήχανους και εργολάβους κατασκευαστές πολυκατοικιών μέχρι δοσάδες- περίπου ανεξάρτητων από το «κράτος της Δεξιάς». Το κυριότερο πολιτικό αποτέλεσμα, λοιπόν, των κοινωνικοοικονομικών αυτών αναδιαρθρώσεων του τέλους της δεκαετίας του '50 και των αρχών της δεκαετίας του '60 ήταν η αξίωση ενός σταδιακά αστικοποιούμενου λαού με ανερχόμενο βιοτικό επίπεδο να διευρύνει τις πολιτικές του ελευθερίες και να απαλλαγεί από το ασφυκτικό πολιτικό πλαίσιο της πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου, εγγυητής και διαχειριστής του οποίου εθεωρείτο ακριβώς αυτό το «κράτος της Δεξιάς».
Εύλογα, επομένως, θα μπορούσε κανείς να δει την ίδρυση της Ένωσης Κέντρου, που ορισμένοι υπεραισιόδοξοι θεώρησαν ότι «επαναστατικοποίησε» τα πολιτικά δεδομένα της εποχής, ως μια αντίδραση προσαρμογής του πολιτικού συστήματος στο νέο κοινωνικό και ιδεολογικό περιβάλλον. Συστηματικότερη, ωστόσο, θεώρηση των πραγμάτων πείθει ότι η συγκρότηση του νέου κόμματος (θεωρητικά κόμματος εξουσίας από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του) ευνοήθηκε και από καθαρά πολιτικά ακόμη και συγκυριακά δεδομένα, τα οποία προκύπτουν ανάγλυφα, εφόσον παρουσιαστεί το έως τότε υφιστάμενο -μετεμφυλιακό- κυρίαρχο πολιτικό πλαίσιο. Ειδικότερα:
Η, έως τη συγκρότηση της Ε.Κ., μετεμφυλιακή περίοδος προσδιορίζεται από το ψυχροπολεμικό κλίμα, που επιβίωνε, και από τη συνακόλουθη διατήρηση των «θεσμικών υπολειμμάτων» του Εμφυλίου Πολέμου, που καθιστούσε το ελληνικό πολιτικό σύστημα της εποχής εποπτευόμενη ή ακρωτηριασμένη δημοκρατία. Η ρευστότητα, εξάλλου και η γενικευμένη αμφισβήτηση του θεσμικού πλαισίου διεξαγωγής της πάλης για την εξουσία, καθώς και η ατελής νομιμοποίηση της μοναρχικής μορφής του καθεστώτος, που είχε ως αποτέλεσμα την ανασφάλεια και την αμυντική στάση τού -πολιτικά ισχυρού, ωστόσο, και θεωρούμενου ως εγγυητή του μετεμφυλιακού στάτους κβο- εστεμμένου ρυθμιστή του πολιτεύματος. Όλα αυτά τα στοιχεία ασφαλώς και περιόριζαν την αρτίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Και προσδιόριζαν το βασικό χαρακτηριστικό του, την ουσιαστική ανυπαρξία δυνατότητας κυβερνητικής εναλλαγής. Την αδυναμία, δηλαδή, σταθερής ανάληψης της διακυβέρνησης της χώρας -πολλώ μάλλον δε της πραγματικής εξουσίας- από πολιτικό χώρο άλλον πλην του συγκροτούντος τη σκληροπυρηνική πτέρυγα των νικητών του Εμφυλίου, έστω και αν στις αρχές της δεκαετίας του '50 σχημαστίστηκαν και κάποιες εξαιρετικά βραχύβιες κυβερνήσεις συνασπισμού βενιζελογενών κομμάτων, οι οποίες και εύθραυστες ήταν, και, ως οιονεί εποπτευόμενες, ουσιαστικά περιορίζονταν ως προς τα πραγματικά εξουσιαστικά τους περιθώρια, αλλά και εκυριαρχούντο από τα κόμματα της δεξιάς πτέρυγας του χώρου. Αυτή, λοιπόν, η «αναπηρία» του πολιτικού μας συστήματος, αφενός μεν προσδιόριζε και προσδιορίζονταν από τη δομή του μετεμφυλιακού κομματικού συστήματος, την παρεμβατική δυνατότητα στο δημόσιο βίο της χώρας εξωθεσμικών παραγόντων κ.λπ., αφετέρου δε έκανε ακόμη και τμήματα του κεντρώου χώρου να διεκδικούν την πολιτική τους νομιμοποίηση, μόνο ως φωνές πολιτικού κατευνασμού της σκληρής πτέρυγας των νικητών του Εμφυλίου, όχι όμως ως πραγματικές εναλλακτικές κυβερνητικές προτάσεις.
Η απουσία, συνακόλουθα, της συνεκτικής δυναμικής που θα μπορούσε να δημιουργήσει η προοπτική της εξουσίας επέτεινε τις προσωπικές αντιπαραθέσεις των υποψήφιων ηγετών του βενιζελογενούς κεντρώου χώρου (πρώτιστα του Γ. Παπανδρέου και του Σ. Βενιζέλου), οι οποίες, στο πλαίσιο ενός αυτοδιερυνόμενου φαύλου κύκλου, απομάκρυναν ακόμη περισσότερο κάθε εξουσιαστική προοπτική. Προσωπικές πικρίες, ατομικές στρατηγικές, διαθέσεις αλληλοϋπονόμευσης, μνήμες παλιών συγκρούσεων, διαφορετικές φιλοσοφίες αντιμετώπισης των ηττημένων του Εμφυλίου και αντίθετες απόψεις ως προς την καταλληλότερη στρατηγική πρόσβασης στην εξουσία (κυρίως: με ή χωρίς συμβιβασμό με τη «Δεξιά») ασφαλώς και διεύρυναν τις ενδοπαραταξιακές διαιρέσεις της «μη αριστερής αντιδεξιάς». Εύλογα, επομένως, έφτασε στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του '60 που, στο μεταξύ της Δεξιάς και της Αριστεράς πολιτικό χώρο -οι οποίες Δεξιά και Αριστερά, σημειωτέον, είχαν κατακτήσει την κομματική τους ενότητα εδώ και μία τουλάχιστον δεκαετία- εκινείτο περίπου μια δεκάδα λιλιπούτειων και αλληλομισούμενων κομματιδίων του Κέντρου με μονοψήφιο το καθένα αριθμό βουλευτών. Και χωρίς εμφανή, τουλάχιστον, προοπτική συνένωσης.
Ξαφνικά, όμως, από την αρχή του 1961 παρουσιάζεται μια έντονη κινητικότητα στο χώρο και μια εκπληκτική επιτάχυνση των εξελίξεων. Στις 11 Φεβρουαρίου βουλευτές προερχόμενοι από 4 σχήματα -το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα του Γ. Παπανδρέου, τη Νέα Πολιτική Κίνηση (στην οποία μετείχε πλέον και ο Κ. Μητσοτάκης), το Κόμμα Αγροτών και Εργαζομένων του Μπαλτατζή και τους Ανεξάρτητους Φιλελεύθερους της Βορείου Ελλάδας- συμπτύσσουν το Δημοκρατικό Κέντρο Αγροτική Φιλελεύθερη Ένωση, υπό την προεδρία του Γ. Παπανδρέου, ο οποίος, σύμφωνα με την ιδρυτική διακήρυξη του κόμματος προβλεπόταν ότι «θα περιβάλλεται υπό πολιτικού συμβουλίου αποφασιστικής αρμοδιότητος». Με 21 συνολικά βουλευτές, το αρτισύστατο κόμμα γίνεται εξαρχής το μεγαλύτερο της κεντρώας αντιπολίτευσης, κάτι που, με δεδομένη τη μακροχρόνια «άσπονδη φιλία» του προς τον Παπανδρέου, προκαλεί την άμεση αντίδραση του Σ. Βενιζέλου. Αυτός, στην προσπάθεια του να προκαλέσει αντίρροπη ενωτική δυναμική, προσφέρει την ηγεσία του Κόμματος των Φιλελευθέρων -ή άλλων ευρύτερων σχημάτων στα οποία αυτό μετέχει- διαδοχικά στον ηγέτη της ΕΟΚΑ στρατηγό Γ. Γρίβα, στον Σπ. Μαρκεζίνη και στον Ηλ. Τσιριμώκο, χωρίς ωστόσο κανένα από τα εγχειρήματα αυτά να ευοδωθεί μέχρι τέλους. Τελικά, αφού και ο ΕΑΜογενής κεντροαριστερός Τσιριμώκος αποφάσισε να συνεργαστεί με τον (κομμουνιστοφάγο) Παπανδρέου, ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να ακολουθήσει και αυτός, όπως επίσης και οι Στ. Στεφανόπουλος, Θ. Τουρκοβασίλης και Π. Κατσώτας, με αποτέλεσμα στις 20.9.1961 να συγκροτηθεί η Ένωση Κέντρου από όλα σχεδόν -πλην του Μαρκεζίνη- τα εκτός ΕΡΕ και ΕΔΑ υφιστάμενα κομματικά σχήματα, καθώς και αρκετούς επώνυμους ανεξάρτητους.
Οι πολιτικοί λόγοι οι οποίοι, πέραν της προαναφερθείσης κοινωνικής δυναμικής και της ωρίμανσης του λαϊκού αιτήματος για ολοκλήρωση της Δημοκρατίας, επέφεραν αυτό το μέχρι πριν από ελάχιστους μήνες αδιανόητο αποτέλεσμα είναι αρκετά διαφανείς: κατ' αρχάς η παρατεταμένη εκτός εξουσίας παραμονή της παράταξης ασφαλώς και καθιστούσε για τους κομματάρχες και τους παράγοντες του Κέντρου την κομματική τους ενοποίηση -και άρα, την επανανομιμοποίησή τους ως φερέγγυου διεκδικητή της εξουσίας, δηλαδή ως δυνάμει διανομένα παροχών- όρο για την πολιτική τους επιβίωση. Ιδιαίτερα σε ένα «ρουσφετοσυντηρούμενο» πολιτικό σύστημα σαν το ελληνικό. Το σοκ, κατά δεύτερο λόγο, που προκάλεσε η εκλογική εκτίναξη της κομμουνιστογενούς Αριστεράς στις εκλογές του 1958 έκανε, ακόμη, και κάποιους από τους πιο συντηρητικούς εκφραστές του μετεμφυλιακού κατεστημένου να ευνοούν τη δημιουργία αξιόπιστης ενδοκαθεστωτικής-ενδοαστικής εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης. Ενοποιητικά για τους κεντρώους πολιτικούς λειτούργησε, εξάλλου, και η απουσία αναστολών εκ μέρους της ΕΡΕ για μικρόψυχα κομματική χρήση του όπλου που αποτελούσε το εκλογικό σύστημα, όσο ο κεντρώος χώρος παρέμενε διασπασμένος. Τέλος, δε, το ίδιο ευνοϊκά για ένα σοβαρό φιλελεύθερο πολιτικό εγχείρημα θα μπορούσε να θεωρηθεί πως επέδρασε και το κλίμα που δημιούργησε διεθνώς στο δυτικό κόσμο η άνοδος του κενεντισμού.
Παράλληλα, με το δεδομένο βέβαια πως το κυρίαρχο αίτημα της εποχής για αξιοκρατία δεν ευνοούσε τον «αχθοφόρο μεγάλου ονόματος» Σοφοκλή Βενιζέλο, η επιλογή ως αρχηγού του Γ. Παπανδρέου -ουσιαστικά προβλέπετο ότι το κόμμα θα διοικείτο από οκταμελή επιτροπή, της οποίας θα προήδρευε ο Αχαιός ηγέτης- ασφαλώς και διευκολύνθηκε από την ηλικία του, το μαχητικό του ταμπεραμέντο και τη ρητορική του δεινότητα. Και τότε, όμως, και αργότερα, ελέχθη πως στην επιλογή αυτή ρόλο έπαιξε και η προσπάθεια αποτροπής της συνεργασίας του παλαίμαχου φιλελεύθερου πολιτικού με τον Καραμανλή, με τον οποίο ήταν ευρέως γνωστό ότι ο Παπανδρέου έως τότε ερωτοτροπούσε πολιτικά.
Η φυσιογνωμία του νέου χώρου
Η συγκρότηση ενός νέου μεγάλου κόμματος -θεωρητικά κόμματος εξουσίας-πολύ απείχε, ωστόσο, από του να μετατρέψει το πολιτικό σύστημα που προσδιοριζόταν από την ηγεμονία της Δεξιάς σε ένα βρετανικού τύπου ισορροπημένο δικομματισμό, όπου η κυβερνητική εναλλαγή μπορούσε να συντελεστεί χωρίς δυσκολίες και παρενέργειες.
Η ιδιαίτερα περιορισμένη, δε, δυνατότητα πραγμάτωσης πολιτικής υπέρβασης ή τομής από την Ε.Κ. προσδιορίστηκε, επίσης, και από την ίδια την -εν πολλοίς εξαρτώμενη, βέβαια, από τους προαναφερόμενους παράγοντες- δομή και φυσιογνωμία του κόμματος αυτού.
Προϊόν, όπως προαναφέρθηκε, της ανάγκης για δημιουργία αξιόπιστης ενδοαστικής εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης (την οποία, όμως, αισθανόταν μόνον ένα τμήμα και όχι το σύνολο του μετεμφυλιακού πολιτικού κατεστημένου). Προϊόν ταυτόχρονα της εύλογης επιθυμίας των εκτός ΕΡΕ παραδοσιακών πολιτικών παραγόντων να βρουν πρόσβαση προς το «μάννα» της εξουσίας, έστω και καταπνίγοντας τις προσωπικές τους ηγετικές φιλοδοξίες... Γέννημα, συνακόλουθα, του εύθραυστου συμβιβασμού τους και όχι κάποιας πρωτοβουλίας της βάσης -έστω και αν υπήρχε κοινωνική διαθεσιμότητα- ή μίας συνειδητής ιδεολογικής σύγκλισης... Χώρος συστέγασης, επομένως, πολιτικών τους οποίους αλληλοπροσέγγισε ο αντικαραμανλισμός τους, μάλλον, παρά κάποια θετικά προσδιορισμένη ιδεολογική συγγένεια... Το κόμμα αυτό, «κόμμα αρχηγών», αφού στη συγκρότηση του είχαν μετάσχει 12 προσωπικότητες που είχαν διατελέσει πρόεδροι ή κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι κομμάτων, κουβαλούσε όλες τις αδυναμίες των όρων και των στόχων της συγκρότησης του. Με ανύπαρκτη ιδεολογική ενότητα -εφόσον στους κόλπους του περιλαμβάνονταν από σοσιαλδημοκράτες (κεντροαριστεροί έως δυσαρεστημένοι και θεσιθήρες (ακρο)δεξιοί- με μηδενική ουσιαστικά ψυχική αλληλεγγύη μεταξύ των αλληλοϋποβλεπόμενων στελεχών του, με χαλαρή οργανωτική συνοχή και μη αποκρυσταλλωμένους πολιτικούς στόχους, έδινε περισσότερο την εικόνα ευκαιριακού και καιροσκοπικού συνασπισμού πολιτικών προυχόντων, παρά ενιαίου συλλογικού υποκειμένου με σαφές και ανανεωτικό σχέδιο πολιτικής παρέμβασης. Η συλλογική ηγεσία που προβλεπόταν ήδη στην ιδρυτική του πράξη και η χαλαρή έως ανύπαρκτη οργανωτική του συγκρότηση - ακόμη και η φυσιογνωμία του νέου σχήματος, εάν δηλαδή επρόκειτο για ενιαίο κόμμα ή για κομματικό συνασπισμό, δεν είχε αποσαφηνισθεί επί αρκετό διάστημα μετά την ίδρυση του, με αποτέλεσμα στελέχη του, όπως ο Τσιριμώκος ή ο Παπαπολίτης να αυτοπαρουσιάζονται ως «συνεργαζόμενοι αρχηγοί»- εν πολλοίς προδιέγραφαν την πορεία του.
Ουσιαστικά, κάτω από το κέλυφος του ενιαίου κόμματος, η Ε.Κ. υπέκρυπτε μια «χαλαρή συνομοσπονδία», έναν άτυπο συνασπισμό κομμάτων χωρίς ενιαία δομή ή επεξεργασμένη κοινή πολιτική φιλοσοφία. Στην πραγματικότητα, το όλο πολιτικό σύστημα μετά τη συγκρότηση της, παρά τη φαινομενικά δικομματική μορφή του, εξακολουθεί να λειτουργεί εν πολλοίς σαν ευρύς πολυκομματισμός. Θα μπορούσε, δε, να χαρακτηρισθεί ως «νόθος δικομματισμός», κομματική δομή και πραγματικότητα που δεν απέκλειε, βέβαια, εξωθεσμικές παρεμβάσεις. Ή και πολιτικές λαθροχειρίες, ακόμη, οι οποίες δεν προέρχονταν, όμως, μόνο από τους πολιτικούς αντιπάλους του νεοσύστατου κόμματος, αλλά, και από παράγοντες του, στην προσπάθεια κυριάρχησης τους, των μεν επί των δε, στην ενδοκομματική πάλη.
Η σωτηρία του Ανένδοτου
Το ετερόκλητο και προεκλογικό αυτό δημιούργημα -προϊόν του ένστικτου πολιτικής επιβίωσης πολιτικών που τους ένωνε, κυρίως ο κοινός πόθος της εξουσίας, θα είχε, βέβαια, ελάχιστες πιθανότητες να επιβιώσει μιας εκλογικής ήττας αν η βία και η νοθεία που σφράγισαν τις εκλογές του 1961 και ο Ανένδοτος που ακολούθησε δεν προκαλούσαν μια μεγάλη συσπειρωτική δυναμική. Πράγματι, αν και πολύ μελάνι έχει χυθεί από τους υποστηρικτές όλων των απόψεων για τις εκλογές αυτές, στις οποίες η Ε.Κ. υποχρεώθηκε να μετάσχει ελάχιστες εβδομάδες μετά τη σύσταση της (σε συνεργασία με το μαρκεζινικό κόμμα των Προοδευτικών πήρε μόλις το 1/3 τόσο των ψήφων όσο και των εδρών, έναντι σχεδόν 51% της ΕΡΕ, που απέσπασε 176 έδρες και 14,6% της ΕΔΑ, που εξέλεξε 24 βουλευτές), η διαβλητικότητα του αποτελέσματος από κανέναν δεν αμφισβητήθηκε πειστικά. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, με το ποσοστό της ΕΡΕ στα στρατιωτικά τμήματα να αγγίζει το 79%; Από την άλλη, όμως, οι πιο νηφάλιες μεταγενέστερες μελέτες δεν αφήνουν πολλές αμφιβολίες τόσο για το βαθμό νόθευσης του λαϊκού φρονήματος, ο οποίος ασφαλώς υπήρξε χαμηλότερος απ' ό,τι εμφανίστηκε τότε για λόγους πολιτικής εκμετάλλευσης όσο και για το γεγονός ότι ο Παπανδρέου και ο Σ. Βενιζέλος είχαν εκ των προτέρων εγκρίνει την άσκηση πιέσεων (από το κρατικό μηχανισμό αλλά και παρακρατικές ομάδες) προς τους υποστηρικτές της ΕΔΑ, ελπίζοντας ότι πολλοί τρομοκρατούμενοι αριστεροί θα ψήφιζαν την Ε.Κ.
Αυτά τα δεδομένα, ωστόσο, σε τίποτε δεν εμπόδισαν την ηγεσία της Ε.Κ, παρά την αρχική επιφυλακτικότητα του φιλικού προς αυτήν Τύπου, να επωφεληθεί από τη λαϊκή οργή που προκάλεσαν οι σταδιακά αποκαλυπτόμενες υπερβασίες του κρατικού μηχανισμού, για να ξεκινήσει -με κύριο και ομολογημένο στόχο την αποτροπή διαρροών και διαλυτικών τάσεων μέσα στο κόμμα- έναν πραγματικά ασυμβίβαστο αντικυβερνητικό-αντικαθεστωτικό, ανένδοτο, καθώς δεν αμφισβητείτο πλέον ο πολιτικός προσανατολισμός αλλά η ίδια νομιμοποίηση και η δημοκρατική υπόσταση της νέας κυβερνήσεως Καραμανλή και του «κράτους της Δεξιάς». Ενώ, παράλληλα, όλο το 1962 γιγαντιαίες λαϊκές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας πίεζαν τα ανάκτορα να αποστασιοποιηθούν από την «αμαρτωλή ΕΡΕ» για να μην συνεπωμισθούν τις ευθύνες της. Ουσιαστικά, δηλαδή, προβαλόταν προς το βασιλιά (ο αρχηγός του στρατιωτικού οίκου του οποίου στρατηγός Δόβας είχε, ως υπηρεσιακός πρωθυπουργός, διεξαγάγει τις διαβλητές εκλογές) η απαίτηση -έμμεση απειλή να αλλάξει πολιτικό προσανατολισμό για να μην οδηγηθούν τα πράγματα σε αμφισβήτηση- και της καθεστωτικής νομιμοποίησης.
Οπωσδήποτε η επικέντρωση της όλης προσπάθειας της Ε.Κ. στην «αποκατάστασιν της δημοκρατικής νομιμότητος» είχε δύο άμεσες συνέπειες: αφενός την αποτροπή της εκδήλωσης φυγόκεντρων τάσεων στο κόμμα, εφόσον δεν παρίστατο ανάγκη προβολής επεξεργασμένων κομματικών θέσεων πάνω σε κανένα άλλο θέμα αφετέρου δε την ενδοκομματική υπερενίσχυση του Γ. Παπανδρέου, που επωμίστηκε τον κύριο όγκο της προσπάθειας και της «πορείας προς τον λαόν», ώστε de facto να ακυρωθεί κάθε καταστατική ρύθμιση που προέβλεπε συλλογική ηγεσία του κόμματος. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια ότι ως διά μαγείας εξέλιπαν όλες οι εντάσεις στο ετερόκλητο αυτό σχήμα, αλλά ο αρχηγός του διέθετε πλέον αδιανόητες μέχρι τις εκλογές δυνατότητες ενδοκομματικής επιβολής. Χαρακτηριστικό είναι ότι δέκα βασιλόφρονες συντηρητικοί βουλευτές του κόμματος με επικεφαλής τον Π. Γαρουφαλιά αποφάσισαν να διαφοροποιηθούν από την πρώτη συμβολική πράξη του ανένδοτου -την απόφαση αποχής της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος από το λόγο του θρόνου στη νέα Βουλή- και ο Παπανδρέου τους διέγραψε χωρίς δυσκολία. Και ακόμη χαρακτηριστικότερο, ότι ένα χρόνο αργότερα, και ενώ η λαϊκή ανταπόκριση στον ανένδοτο με συμμετοχή και αριστερών πολιτών συνεχώς διογκωνόταν, υπό την απειλή επίσης της διαγραφής, ο ηγέτης της Ε.Κ. μπόρεσε να εμποδίσει μέχρι και τον Σ. Βενιζέλο να παραστεί, όπως, είχε προαναγγείλει, σε δεξίωση του βασιλιά.
Ουσιαστικά μετά από κάποιο σημείο ο Βενιζέλος, μολονότι αυτός ήταν ο αρχικός εισηγητής του ανένδοτου, είχε επιλέξει το συμβιβασμό με τα ανάκτορα ως την προσφορότερη τακτική για να τον φέρει στην πρωθυπουργία, ενώ, αντίθετα, για τον ίδιο σκοπό ο Παπανδρέου είχε επενδύσει στη μετωπική αντιπαράθεση. Στο πλαίσιο της αναγκαίας πολυσυλλεκτικότητας του πολιτικού του λόγου, ο «Γέρος» δικαιολογούσε, πάντως, προς τους συντηρητικούς του ψηφοφόρους την αδιάλλακτη εμμονή του στον ανένδοτο ως όρο για την αποτροπή της διάλυσης της Ε.Κ., η οποία εάν συνέβαινε, όπως τόνιζε, θα επέτρεπε στην ΕΔΑ να καλύψει το κενό.
Εάν, εν τούτοις, η ασυμβίβαστη και έμμεσα απειλητική προς το στέμμα τακτική του αρχηγού της Ε.Κ. απεδείχθη τελέσφορη, με την έννοια πως ο μονάρχης άρχισε σταδιακά να αποστασιοποιείται από τον Καραμανλή, αυτό δεν αποδεικνύει ότι, βασικό τουλάχιστον, κίνητρο στην αναθεώρηση της στάσης του βασιλικού ζεύγους υπήρξε ο φόβος που η στάση αυτή τους προκάλεσε. Μια σειρά από άλλα γεγονότα είχαν αυτόνομη επίδραση για την επιδείνωση των σχέσεων του Παύλου με τον άλλοτε εκλεκτό του. Ίδη το εστεμμένο ζεύγος δεν θα έπρεπε να είχε ιδιαίτερα εκτιμήσει την εμφανή δυσφορία με την οποία στις αρχές του 1962 ο πρωθυπουργός είχε εισαγάγει νομοσχέδιο για την προικοδότηση της πριγκίπισσας Σοφίας. Και οπωσδήποτε η αυστηρή επιστολή με την οποία, το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, αντέδρασε ο Καραμανλής στο βασιλικό αίτημα για αύξηση της χορηγίας προφανώς δεν βελτίωσε το κλίμα. Όπως άλλωστε ούτε η μεταξύ των δύο συμβάντων δήλωση του Παύλου προς τους Έλληνες αξιωματικούς: «Μας έχει ενώσει ο Θεός. Σας ανήκω και μου ανήκετε»... Επίσης η κυβερνητική απόπειρα, στις αρχές του 1963, να δρομολογηθεί η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, με στόχο την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και με συναγόμενη έμμεση επιδίωξη τον περιορισμό των παρεμβατικών δυνατοτήτων του στέμματος (διαδικασία στην οποία η Ε.Κ. αρνήθηκε να συμπράξει...), είναι πιθανόν ότι επιβάρυνε ακόμη περισσότερο τις σχέσεις των δύο βασικότερων πολιτειακών παραγόντων.
Σε κάθε περίπτωση, η δολοφονία του ειρηνιστή βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη από βασιλόφρονες παρακρατικούς στη Θεσσαλονίκη στα τέλη Μαΐου του 1963, η οποία έδωσε στον Παπανδρέου την ευκαιρία να κατηγορήσει τον αρχηγό της ΕΡΕ ως ηθικό αυτουργό του εγκλήματος, έκανε τη συνύπαρξη του Σερραίου πολιτικού ακόμη δυσκολότερη, όχι μόνο με την αντιπολίτευση αλλά και με το στέμμα. (Ακόμη και αν ουδέποτε ελέχθη στην πραγματικότητα η φράση «ποιος επιτέλους κυβερνάει τον τόπο», που τότε απεδόθη στον πρωθυπουργό, ασφαλώς και απέδιδε το κλίμα της εποχής. Ενώ, προφανώς από την πλευρά τους τα ανάκτορα έβλεπαν στο πρόσωπο του άλλοτε εκλεκτού τους τον ιδανικό αποδιοπομπαίο τράγο). Τελικά 20 μέρες αργότερα και με πρόσχημα την αντίθεση σε ένα βασιλικό ταξίδι στο Λονδίνο -αντίθεση που προφανώς υπέκρυπτε τη σύγκρουση πρωθυπουργού και στέμματος για το ποιος είναι ο ουσιαστικός φορέας άσκησης της εξωτερικής πολιτικής της χώρας- ο κ. Καραμανλής παραιτείται από την πρωθυπουργία και αντικαθίσταται από τον βασιλικό άνδρα και έως τότε εξωκοινοβουλευτικό υπουργό στην κυβέρνηση του, Π. Πιπινέλη. Στη συνέχεια, χωρίς να παραιτηθεί βέβαια από την αρχηγία της ΕΡΕ, ο Καραμανλής αναχωρεί «επ' αόριστον» για το εξωτερικό. Το πρώτο μεγάλο βήμα για την «αποκαραμανλοποίηση» του κράτους και την άνοδο της Ένωσης Κέντρου στην εξουσία είχε συντελεστεί. Μόνο που η προσέγγιση στο εξουσιαστικό «μάννα» θα αναδείκνυε ακόμη περισσότερο τις εσωτερικές της αδυναμίες...
ΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Για όποιον παρακολουθεί τα γεγονότα από κάποια απόσταση, η περίοδος από την απομάκρυνση του Καραμανλή από την πρωθυπουργία, στις 17 Ιουνίου του 1963, έως τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς, που οδήγησαν στην πρώτη κυβέρνηση της Ενώσεως Κέντρου, δηλαδή η περίοδος που καλύπτεται από τη μεταβατική κυβέρνηση Πιπινέλη και την υπηρεσιακή Μαυρομιχάλη, αποτελεί διάστημα ανέφελης ευτυχίας για το κόμμα της Ε.Κ. και προσωπικά για τον Γ. Παπανδρέου: πέτυχε την απομάκρυνση του Κ. Καραμανλή από την πρωθυπουργία, την πολιτική και ψυχολογική αποστασιοποίηση του Στέμματος από την ΕΡΕ και την πρόκληση ενδοπαραταξιακών τριγμών μέσα στο αντίπαλο κόμμα (φαίνεται ότι ο ίδιος ο Καραμανλής επεσήμανε στον βασιλιά πως τυχόν εντολή προς τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο να τον αντικαταστήσει στην πρωθυπουργία, αποτελώντας ουσιαστικά έμμεση υπόδειξη και του κομματικού του διαδόχου, θα σήμαινε συνειδητή από μέρους του στέμματος απόπειρα υπονόμευσης της ενότητας της ΕΡΕ). Πέτυχε, επίσης, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως να προσεγγίσει ακόμη περισσότερο το συμμαχικό παράγοντα, απομακρύνοντας τον όλο και πιο πολύ από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Πέτυχε, τέλος, να ποδηγετήσει απόλυτα, με την απειλή νέου ανένδοτου, τον βασιλιά και να επιβάλει, υπερβαίνοντας πολλές αντιστάσεις (ακόμη και ενδοκομματικές), την υπηρεσιακή κυβέρνηση Μαυρομιχάλη.
Αν όμως εξετάσουμε από λίγο πιο κοντά την εν λόγω περίοδο, την περίοδο του, εκ πρώτης όψεως, ξέφρενου και ασυγκράτητου καλπασμού της κεντρώας παράταξης προς την εξουσία, θα δούμε πως αυτή πέρασε κρίσεις που ελάχιστα έλειψαν να την επαναφέρουν στην πριν από την ένωση κατάσταση. Και να της παρατείνουν για απρόβλεπτα μεγάλο διάστημα τη «διάβαση της ερήμου...».
Η κρίση, βέβαια, στις σχέσεις Παπανδρέου - Βενιζέλου υπήρχε από την πρώτη στιγμή της συγκροτήσεως της Ε.Κ. (όπως, άλλωστε, σοβούσε και σε οποιονδήποτε άλλο κομματικό σχηματισμό στους κόλπους του οποίου, στο παρελθόν, είχαν συνυπάρξει οι δύο ηγέτες). Το 1963, όμως, η ενδοκομματική αντιπολίτευση του Σοφ. Βενιζέλου εντάθηκε σημαντικά, διότι ο Κρητικός πολιτικός έβλεπε ξεκάθαρα πως ο ανένδοτος ενδυνάμωνε και ενίσχυε όλο και περισσότερο την ενδοκομματική δύναμη του Γ. Παπανδρέου (σε βαθμό που ο κίνδυνος μετατροπής της Ε.Κ. σε αρχηγικό κόμμα να προβάλλει ορατός). Με επιστολή του, λοιπόν, της 19ης Μαρτίου 1963 προς τον πρόεδρο του κόμματος, ο Βενιζέλος ζητούσε τη σύγκληση συνεδρίου (με συμμετοχή και όλων των κεντρώων πρώην υπουργών, καθώς και των υποψηφίων του κόμματος στις τελευταίες εκλογές) που «θα εκλέξη τα υπό του καταστατικού προβλεπόμενα συλλογικά όργανα διοικήσεως, των οποίων η λειτουργία είναι απαραίτητος, διά να δυνηθή το κόμμα να απόκτηση την οργανωτικήν μορφήν που επηγγέλθη». (Βλ. ολόκληρη την επιστολή στον Γρ. Δαφνή, Σοφοκλής Βενιζέλος, σ. 563 επ.) Παράλληλα ο γιος του εθνάρχη εγκαινίαζε μία τακτική αντικειμενικά στρεφόμενη κατά του Παπανδρέου και συνισταμένη στην προσέγγιση των δύο μεγάλων κομμάτων, ΕΡΕ και Ε.Κ., προκειμένου να σχηματίσουν (χωρίς τη συμμετοχή των αρχηγών τους) κυβέρνηση συνασπισμού. Κυβέρνηση, δηλαδή, που, κατά τον Βενιζέλο, θα δημιουργούσε τον απαραίτητο αφατρίαστο κρατικό μηχανισμό και γενικότερα τις πολιτικές προϋποθέσεις ομαλής πορείας προς τις εκλογές (κυρίως με την αντικατάσταση των διορισμένων νομαρχών από δικαστικούς).
Στο πλαίσιο της τακτικής αυτής, ο «οιονεί συναρχηγός» της Ε.Κ. είχε επαφές με τον Πιπινέλη, με στόχο την είσοδο φιλικών προς τον ίδιο κεντρώων υπουργών στην κυβέρνηση.
Το γεγονός μάλιστα ότι το σχέδιο προσέγγισης του «υπαρχηγού» της Ε.Κ. με τον νέο πρωθυπουργό προέβλεπε και εισαγωγή αναλογικού εκλογικού συστήματος, αποκαλύπτει την πρόθεση του Βενιζέλου για προέκταση της κυβερνητικής συνεργασίας των αντιηγετικών πτερύγων των δύο αστικών κομμάτων και μετά τις εκλογές, προφανώς υπό την προεδρία του ιδίου, με περιθωριοποίηση του Παπανδρέου (και, αντίστοιχα, του Καραμανλή). Οπωσδήποτε χαρακτηριστικό είναι ότι από την κοινοβουλευτική ομάδα της Ε.Κ. την κυβέρνηση Πιπινέλη την υπερψήφισε συμβολικά -«ψήφος ανοχής»- μόνο ο άλλοτε αρχηγός των Φιλελευθέρων, ενώ προς στιγμήν μάλιστα εξετάστηκε το ενδεχόμενο αντίστοιχη στάση να κρατήσει όλη η προσκείμενη σε αυτόν ομάδα βουλευτών, οι σκληροπυρηνικοί βενιζελικοί της Ε.Κ. Τελικά, όταν στις 17 Ιουλίου 1963 ο άσπονδος φίλος του επανήλθε με δημόσιες δηλώσεις του υπέρ της αναβολής των εκλογών και της εισόδου στην κυβέρνηση Πιπινέλη κεντρώων υπουργών για να διασφαλισθεί η «αποκαραμανλοποίηση» του κράτους, ο Παπανδρέου δήλωσε πως η περαιτέρω συνεργασία με τον κ. Βενιζέλο είχε πλέον καταστεί αδύνατος. Στην πράξη αυτή της ουσιαστικής διαγραφής του «υπαρχηγού» είχε συνηγορήσει ή μάλλον πρωτοστατήσει και ο Κ. Μητσοτάκης, ίσως για να διασφαλίσει στο εγγύς μέλλον ευκολότερα ο ίδιος τη διαδοχή του υπερήλικα προέδρου του κόμματος. Οπωσδήποτε, όταν, λίγο αργότερα, ο Βενιζέλος επανενσωματώθηκε στο κόμμα αποδεχόμενος τους όρους και επίσημα τουλάχιστον τους στόχους του αρχηγού του, ήταν πλέον φανερό ότι η άτυπη διαρχία, στην οποία τουλάχιστον προσέβλεπε αρχικά, είχε ξεπεραστεί από την de facto μονοκρατορία του Παπανδρέου.
Το έσχατο χαρτί αυτού του τελευταίου ήταν με την απειλή της αποχής της Ε.Κ. από τις επικείμενες εκλογές να απαιτήσει από τον βασιλιά την αντικατάσταση της κυβέρνησης της ΕΡΕ υπό τον Πιπινέλη από υπηρεσιακή υπό δικαστικό λειτουργό για τη διεξαγωγή των εκλογών. Οπως και έγινε. («Μπλόφα» χαρακτήρισε αργότερα την κίνηση αυτή του παλαίμαχου πολιτικού ο Μητσοτάκης, θεωρώντας ότι η μεγάλη πλειοψηφία των κεντρώων βουλευτών και πάντως η ομάδα Βενιζέλου, δεν θα τον ακολουθούσε σε ενδεχόμενη αποχή από τις εκλογές...).
Στις εκλογές, τελικά, της 3ης Νοεμβρίου 1963, στις οποίες ο Παπανδρέου πήγε με εξαιρετικούς για τον ίδιο όρους -αποδυνάμωση του μεγάλου του ενδοπαραταξιακού αντιπάλου, εμφανής απόκτηση της βασιλικής εύνοιας και αντιμετώπιση ενός κουρασμένου και φθαρμένου από τη μακροχρόνια παραμονή στην εξουσία κομματικού αντιπάλου, του οποίου ο αρχηγός, ο Κ. Καραμανλής, επανήλθε στην Ελλάδα για να ηγηθεί του προεκλογικού αγώνα κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή - η Ε.Κ. κατέκτησε την πρώτη θέση έστω και χωρίς να διασφαλίσει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. (Απέσπασε 42% και 138 έδρες, έναντι 39,4% και 132 εδρών της ΕΡΕ, 14,4% και 28 της ΕΔΑ και 3,7% και 2 του Μαρκεζίνη αντίστοιχα.) Πρωθυπουργός μειοψηφίας για λίγες εβδομάδες, εφόσον αρνήθηκε κοινοβουλευτική στήριξη από τα άλλα κόμματα, ο Παπανδρέου μπόρεσε, ωστόσο, να δώσει τις παροχές εκείνες που προδιέγραφαν το αποτέλεσμα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης. Η μονοκρατορία της δεξιάς είχε τελειώσει, δραματικές εξελίξεις εδρομολογουντο και ο τόπος άλλαζε εμφανώς σελίδα στην πολιτική του ζωή.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ 1960-1965
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1999
from ανεμουριον https://ift.tt/2TBpt5S
via IFTTT



