του Γ. Θ. Μαυρογορδάτου
 |
| ΑΘΗΝΑ, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1920. Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΝΘΟΥΣΙΩΔΩΣ ΔΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΠΛΗΘΗ ΟΠΑΔΩΝ ΤΗΣ ΜΟΝΑΡΧΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΑΛΙΝΟΡΘΩΣΗ (ΦΩΤ.: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «L’LLUSTRATION», 8 ΙΑΝ. 1921) |
Παρά τον ενταφιασμό του αλυτρωτισμού το 1922, ο Εθνικός Διχασμός ως κρίση εθνικής ολοκλήρωσης κληροδοτείται στο Μεσοπόλεμο, συμπυκνωμένος σε τρεις αντιθέσεις που αποτελούν στην ουσία μετεξέλιξη εκείνων της προηγούμενης δεκαετίας. Η προγενέστερη αναντιστοιχία Λαού και Έθνους μεταμορφώνεται τώρα μέσα στα όρια του Κράτους σε χάσμα ανάμεσα στους γηγενείς και τους πρώην αλύτρωτους, δηλ. τους πρόσφυγες. Η ίδια η «ελληνικότητα» των προσφύγων αμφισβητείται από τους γηγενείς, με χαρακτηρισμούς όπως «τουρκόσποροι» και «γιαουρτοβαφτισμένοι». Το χάσμα έχει ασφαλώς πραγματικές αφορμές: πλήθος ορατές πολιτιστικές ιδιαιτερότητες διαφοροποιούν τους πρόσφυγες από τους γηγενείς και εμποδίζουν την επικοινωνία μεταξύ τους. Αρκεί να επισημάνει κανείς τα χαρακτηριστικά επώνυμα των προσφύγων (σε -ογλου), καθώς και τη γλώσσα, που για πολλούς δεν είναι καν η ελληνική. Το χάσμα ενισχύεται και συντηρείται από την κοινωνική απομόνωση των προσφύγων σε χωριστές γειτονιές, συνοικισμούς και χωριά (που υπαγορεύθηκε από την αντικειμενική ανάγκη ταχύτερης στέγασης τους). Φορτίζεται εκρηκτικά από τον άγριο οικονομικό ανταγωνισμό γηγενών και προσφύγων στην ιδιοποίηση της γης (αγροτικής και αστικής), στην αγορά εργασίας, αλλά και στις επιχειρηματικές δραστηριότητες κάθε λογής και κλίμακας (από το μικρεμπόριο μέχρι τη βιομηχανία). Διευρύνεται, τέλος, και αναπαράγεται αδιάκοπα από τις πολιτικές συγκρούσεις, αφού οι πρόσφυγες είναι εκείνοι που εξασφαλίζουν την εκλογική επικράτηση της Δημοκρατίας και του Βενιζελισμού (μέχρι το 1933). Για μεγάλο μέρος των γηγενών (ιδίως αυτό που εκφράζεται από τον Αντιβενιζελισμό), οι πρόσφυγες είναι με δύο λόγια οι ξένοι που ήρθαν να τους εκτοπίσουν τόσο από την οικονομική όσο και από την πολιτική ζωή του τόπου τους. Πέρα από το χάσμα μεταξύ γηγενών και προσφύγων, η εθνική ομοιογένεια δεν είναι πλήρης για έναν ακόμη λόγο. Και μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, παραμένουν στις Νέες Χώρες αλλοεθνείς μειονότητες, μικρές σε όγκο αλλά συγκεντρωμένες σε ευαίσθητες περιοχές, όπως ιδίως οι Σλαβομακεδόνες της Δυτικής Μακεδονίας και οι Ισπανοεβραίοι της Θεσσαλονίκης. Οι δύο αυτές μειονότητες βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση όχι μόνο με το ελληνικό κράτος, αλλά και με τους Έλληνες των περιοχών αυτών - και προπαντός με τους πρόσφυγες. Η γενική αντίθεση γηγενών και προσφύγων παίρνει εκεί την ιδιαίτερη και ακόμη εκρηκτικότερη μορφή μιας εθνικής αντιπαράθεσης μεταξύ αλλοεθνών γηγενών και Ελλήνων προσφύγων. Οικονομικό αντικείμενο της διαμάχης με τους Σλαβομακεδόνες χωρικούς είναι η γη. Με τους Εβραίους, είναι ο έλεγχος της οικονομικής ζωής στη Θεσσαλονίκη. Πολιτικά, η αντίσταση των γηγενών εκφράζεται και εδώ με τον Αντιβενιζελισμό. Αλλά γηγενείς στην περίπτωση αυτή είναι οι Σλαβομακεδόνες και οι Εβραίοι. Κατά συνέπεια. ο εθνικισμός (και ο αντισημιτισμός) των Ελλήνων στη Μακεδονία αποτελεί κατ' εξοχήν Βενιζελικό και μάλιστα προσφυγικό μαζικό φαινόμενο. Γενικότερα, ο έντονος εθνικισμός που χαρακτηρίζει τους μέχρι πρόσφατα αλύτρωτους Έλληνες των Νέων Χωρών, γηγενείς και πρόσφυγες, αποτελεί άρρηκτο δεσμό με το Βενιζελισμό. Το χάσμα ανάμεσα στην Παλαιά Ελλάδα και τις Νέες Χώρες παραμένει αγεφύρωτο. Διατηρείται ιδίως από την ιστορική μνήμη του χωρισμού σε δύο κράτη και της εμφύλιας σύγκρουσης, που είναι, στην Παλαιά Ελλάδα, προπαντός μνήμη της Βενιζελικής αιματηρής καταπίεσης. Η γεωγραφική αντίθεση οξύνεται, εξάλλου, στο μέτρο που συμπίπτει με το χάσμα γηγενών και προσφύγων, μετά τη μαζική προσφυγική εγκατάσταση στις Νέες Χώρες και προπαντός στη Μακεδονία και τη Θράκη. Αν ο Διχασμός ως κρίση εθνικής ολοκλήρωσης εξακολουθεί μεταλλαγμένος στο Μεσοπόλεμο, εξακολουθούν και οι κρίσιμες διαφορές που χωρίζουν τις δύο αντίπαλες παρατάξεις. Ο Βενιζελισμός παραμένει ο πιο συνεπής και δυναμικός φορέας της εθνικής ολοκλήρωσης, μέσα πια στα όρια του κράτους. Παίρνει ανενδοίαστα την ευθύνη για την ανταλλαγή των πληθυσμών, αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξη εθνικής ομοιογένειας. Αναλαμβάνει και σε αποφασιστικό βαθμό πραγματοποιεί το ανεπανάληπτο επίτευγμα της αποκατάστασης των προσφύγων και της ενσωμάτωσης τους στο ελληνικό κράτος. Επιδιώκει συστηματικά την αφομοίωση ή εξουδετέρωση των αλλοεθνών μειονοτήτων που αντιπροσωπεύουν ενδεχόμενη απειλή. Τέλος, με την αγροτική και την εκπαιδευτική του πολιτική, αλλά και με το γενικότερο πρόγραμμα του, ο Βενιζελισμός εξακολουθεί και στο Μεσοπόλεμο να αποτελεί τον ιστορικό φορέα της ενσωμάτωσης των Νέων Χωρών στο εθνικό κράτος. Αντίθετα, ο Αντιβενιζελισμός συσπειρώνει τις κάθε λογής αντιστάσεις και αντιδράσεις στην εθνική ολοκλήρωση και στο εθνικό κράτος. Ενσαρκώνει προπαντός την επιθετικότητα των γηγενών εναντίον των προσφύγων. Στις μειονότητες, αλλοεθνείς ή αλλόδοξες, υπόσχεται προστασία απέναντι στο ελληνικό κράτος και την ελληνική ορθόδοξη πλειοψηφία. Εξακολουθεί, τέλος, να εκφράζει τον εσωστρεφή πατριωτισμό της Παλαιάς Ελλάδας και τη ρομαντική της νοσταλγία για ένα μυθικό πια παρελθόν όπου τα όρια του ελληνικού κράτους συνέπιπταν με τα δικά της. Η συσσώρευση και συμπύκνωση αντιθέσεων σε καθαρά γεωγραφική βάση αντιπροσωπεύει διαρκή κίνδυνο νέας διάσπασης της κρατικής ενότητας και επανάληψης του εμφυλίου πολέμου, όπως δείχνει το μοιραίο κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Τυχόν επικράτηση του θα οδηγούσε αρχικά στη δημιουργία δύο κρατών, ακριβώς όπως το 1916-17. Η καταστολή του, εξάλλου, παίρνει το χαρακτήρα αληθινής εκστρατείας της Παλαιάς Ελλάδας για την καθυπόταξη των Νέων Χωρών.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΝ 20Ο ΑΙΩΝΑ 1920-1930
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1999
from ανεμουριον https://ift.tt/2FrwjDg
via
IFTTT