των Κωστή Γιούργου - Νικηφόρου Σταματάκη
Η νίκη του κόμματος του Γεωργίου Παπανδρέου στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963 επιβεβαίωσε πανηγυρικά δυο θεμελιώδεις αλήθειες: πρώτον, το ρόλο της ηγετικής προσωπικότητας στην Ιστορία και, δεύτερον, τη δύναμη πειθούς και αυθυποβολής που ασκεί στους πολλούς ο συνδυασμός της επιθυμίας για σταθερή διακυβέρνηση και της προσδοκίας ικανοποίησης των ατομικών συμφερόντων μέσω της γενικότερης αλλαγής. Ο Γ. Παπανδρέου, ως παλαιός και έμπειρος πολιτικός, και γνώστης εκ των έσω του φαινομένου βενιζελισμός, ήξερε την προωθητική δύναμη που παράγεται από τον επιτυχή συνδυασμό των δύο αυτών παραγόντων - ήταν η δύναμη χάρις στην οποία το κόμμα του αναδείχθηκε ταχύτατα σε αξιωματική αντιπολίτευση στις εκλογές του Οκτωβρίου 1961. Ήξερε, επίσης, ότι η δύναμη αυτή, που στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963 είχε χαρίσει στην Ένωση Κέντρου τη σχετική πλειοψηφία με 42%, εξακολουθούσε ακόμη να τον περιβάλλει με την εύνοια της και ήταν αποφασισμένος να το εκμεταλλευθεί.
Η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου των 138 εδρών στη Βουλή της 20ης Νοεμβρίου 1963 έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης με την υποστήριξη των 28 βουλευτών της ΕΔΑ. Η ψηφοφορία εκείνη δεν ήταν μια τυπική συμμόρφωση στις επιταγές του Συντάγματος, η οποία απλώς επιβεβαίωσε την ήδη γνωστή κατανομή δυνάμεων. Έδειξε στον Γ. Παπανδρέου ότι σε επίπεδο κορυφαίων λειτουργιών του πολιτικού συστήματος είχε εξασφαλισμένη τη σύμπλευση της Αριστεράς - αλλά και την άνεση να την αρνείται όταν αυτή τον εξέθετε πολιτικά. Πράγμα το οποίο έπραξε επιλέγοντας να υποβάλει συντομότατα την παραίτηση της κυβέρνησης του στο βασιλιά, βέβαιος ότι οι εκλογές στις οποίες οδηγούσε τη χώρα η κίνηση του αυτή θα του χάριζαν άνετη πλειοψηφία. Άλλωστε, είχε φροντίσει προηγουμένως να ανακοινώσει τη λήψη μιας σειράς μέτρων: δωρεάν Παιδεία, διαγραφή των αγροτικών χρεών, διπλασιασμός των μισθών των δικαστικών και των τραπεζικών υπαλλήλων.
Στις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964, τις οποίες διεξήγαγε υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον Ιω. Παρασκευόπουλο, η Ένωση Κέντρου έλαβε το 53% των ψήφων και 171 έδρες, ο συνασπισμός ΕΡΕ-Προοδευτικών 35,26% και 101 έδρες, και η ΕΔΑ 11,8% και 22 έδρες.
Η αυτοδύναμη πλέον κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου ορκίστηκε ενώπιον του βασιλιά Παύλου στις 16 Φεβρουαρίου. Στις 6 Μαρτίου στο θρόνο ανέβηκε, μετά το θάνατο του πατέρα του την προηγουμένη, ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Νέος βασιλιάς, νέος πρωθυπουργός, νέες πολιτικές ιδέες στην κυβέρνηση: οι οιωνοί έδειχναν παραπάνω από ευνοϊκοί για τη χώρα - αλλά δεν ήταν.
Γνωρίζοντας, από τη λαϊκή σοφία, ότι στα «αλλαξοβασιλίκια» υπάρχουν παγίδες αλλά και ευκαιρίες, η νέα κυβέρνηση έθεσε ταχύτατα σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων στο πνεύμα των προεκλογικών εξαγγελιών της, που, βεβαίως, θα της εξασφάλιζαν τη συναίνεση και στήριξη λαϊκών δυνάμεων πολύ πέραν της εκλογικής της δύναμης, για το ενδεχόμενο μιας αναμέτρησης με ισχυρές κατεστημένες δυνάμεις, αναμέτρησης την οποία η κυβέρνηση του Κέντρου δεν σχεδίαζε ολομέτωπη μεν, αλλά ήξερε, μολαταύτα, ότι θα ήταν σκληρή.
Οι βασικές μεταρρυθμίσεις αφορούσαν τους τομείς της οικονομίας και, κυρίως, της Παιδείας. Στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής, βαρύνοντα ρόλο διαδραμάτισε ο γιος του πρωθυπουργού, Ανδρέας Παπανδρέου- υπουργός Προεδρίας, αρχικά, και, από τον Ιούνιο του '64, αναπληρωτής υπουργός Συντονισμού-, ο οποίος ήδη το 1961, μετά την επιστροφή του από τις ΗΠΑ, ύστερα από πρόσκληση του Κ. Καραμανλή, ήταν επικεφαλής του νεοσύστατου τότε Κέντρου Οικονομικών Ερευνών.
Με σειρά μέτρων επιχειρήθηκε η αναδιανομή του εισοδήματος: αύξηση των κατώτερων ημερομισθίων και των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, αύξηση των αγροτικών επιδοτήσεων, μείωση του φόρου εισοδήματος. Η συνακόλουθη αύξηση της κατανάλωσης, η οποία σύντομα έγινε έκδηλη στην αγορά, έδρασε ευεργετικά και για την εγχώρια βιομηχανία, τομέα στον οποίο η νέα κυβέρνηση είχε επιλέξει να συνεχίσει την πολιτική των προκατόχων της. Έτσι, το 1965 η άξια του βιομηχανικού προϊόντος ξεπέρασε για πρώτη φορά την άξια της γεωργικής παραγωγής και ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας έφτασε το 8%.
Στην Παιδεία η κυβέρνηση Κέντρου προχώρησε στην εφαρμογή της «Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης», που βασικοί της άξονες ήταν η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στη διδασκαλία στα δημοτικά σχολεία, η καθιέρωση εννεαετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης, η αναβάθμιση των σπουδών και η καθιέρωση της «δωρεάν Παιδείας» σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Ιδρύθηκαν επίσης δύο νέα πανεπιστήμια: της Πάτρας και των Ιωαννίνων.
Αλλά το μεγάλο ζητούμενο -και όρος απαραίτητος για την επιτυχία κάθε επιμέρους μεταρρυθμιστικής πολιτικής- ήταν ο εκδημοκρατισμός της ελληνικής κοινωνίας, εναντίον του οποίου δρούσαν ως τροχοπέδη τα τραυματικά κατάλοιπα της εμφύλιας σύρραξης. Η κυβέρνηση αποφάσισε την αποφυλάκιση εκατοντάδων πολιτικών κρατουμένων και τη διάλυση κάποιων ακροδεξιών οργανώσεων. Αφέθηκαν να περιπέσουν σε αχρηστία τα πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης που απαιτούνταν έως τότε για να βρει κανείς σταθερή και μόνιμη εργασία. Η εξασφάλιση και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, η σταδιακή άρση των εκτάκτων μέτρων του νομοθετικού πλαισίου που είχαν εφαρμόσει οι προηγούμενες κυβερνήσεις, η ανεμπόδιστη και ακηδεμόνευτη συνδικαλιστική δραστηριότητα, στόχευαν να εξασφαλίσουν το υγιές πολιτικό κλίμα που απαιτούνταν για τον κοινωνικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό της χώρας. Κατά πόσον αυτό επιτεύχθηκε, έμελλε να αποδειχθεί αρκετά σύντομα.
![]() |
| Ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, μετά την ορκωμοσία του τελευταίου ενώπιον της Βουλής (φωτ.: Κ. Γ. Μεγαλοκονόμου). |
Παρά τη φαινομενική εξάλειψη του πνιγηρού μετεμφυλιακού κλίματος, τον άνεμο ελευθερίας, τις αλλαγές προσώπων σε ανώτερα κλιμάκια της αστυνομίας και τον εκδημοκρατισμό των εργατικών ενώσεων, ο στρατός παρέμενε το ισχυρό προπύργιο ενός συντηρητικού κατεστημένου το οποίο εξακολουθούσε να κατέχει νευραλγικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Το κατεστημένο αυτό ερμήνευσε τη μετριοπαθή φιλελευθεροποίηση ως επιβεβαίωση των φόβων του ότι απειλούνταν τα κεκτημένα του και ότι η χώρα έχανε την αμυντική της θωράκιση απέναντι στην κομμουνιστική επιβουλή.
Στις ήδη μεγάλες δυσκολίες στο εσωτερικό μέτωπο, η κυβέρνηση του Κέντρου είδε πολύ σύντομα να προστίθεται, στις εξωτερικές υποθέσεις, το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει -παρά τις επιθυμίες και τις προσπάθειες της προς πάσα κατεύθυνση- το Κυπριακό. Η μετριοπαθώς ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική της δεν ερμηνεύτηκε από τους Αμερικανούς ως φυσικό συστατικό της πολιτικής φυσιογνωμίας της, σαφώς φιλοδυτικής, ωστόσο, αλλά ως απόδειξη αντιδυτικής στροφής. Βεβαίως, η κυβέρνηση Παπανδρέου, μολονότι παρέμενε πιστή στη δυτική συμμαχία, δεν ήταν ο πειθήνιος εταίρος που θα ήθελε η διπλωματία των ΗΠΑ, συνηθισμένη, στην περίπτωση της Ελλάδας, να μη θεωρεί απαραίτητο να αναλώνεται σε ιδιαίτερα πολύπλοκους και αβρούς σχεδιασμούς. Η Ελλάδα ήταν μια αδύναμη και εξαρτημένη χώρα, που δεν της αναγνωριζόταν η πολυτέλεια να παίρνει μέτρα για την κατάργηση της εξάρτησης των μυστικών της υπηρεσιών από τη CIA, να απέχει από γυμνάσια του NATO, όπως έκανε τον Αύγουστο του 1964, να μην αποθαρρύνει την αγορά από την Κύπρο όπλων προερχόμενων από ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, να σχεδιάζει τη μείωση των στρατιωτικών δαπανών της, πολλώ μάλλον να αρνείται μια απροκάλυπτα νατοϊκή λύση του Κυπριακού.
Στο εσωτερικό, την ίδια στιγμή, ο άνεμος της αλλαγής του πολιτικού κλίματος αναπτέρωνε τις ριζοσπαστικές διαθέσεις των εργαζομένων και των αγροτών, με την επικουρία και της Αριστεράς, που δεν ήθελε να παρακολουθεί αδρανής τη διαρροή των οπαδών της προς το Κέντρο, και που ενέτεινε τους διεκδικητικούς αγώνες ως απάντηση στην πολιτική του «διμέτωπου» του Γ. Παπανδρέου. Αυτό με τη σειρά του ενέτεινε τους φόβους του συντηρητικού κατεστημένου για περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση του κόμματος του Κέντρου, στους κόλπους του οποίου είχε ήδη διαμορφωθεί μια αριθμητικά ισχυρή αριστερή συσπείρωση γύρω από τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Όντως, μετά από λίγους μόνο μήνες παραμονής στην εξουσία, αυτό που είχε υπάρξει για την Ένωση Κέντρου -όταν ήταν αντιπολίτευση- το μεγάλο της πλεονέκτημα για την κατάκτηση της εξουσίας, δηλαδή η πολυσυλλεκτική γοητεία του Κέντρου, εξελίχθηκε σε μια από τις σοβαρότερες εγγενείς αδυναμίες της - όταν έγινε κυβέρνηση. Η συστέγαση στην Ένωση Κέντρου πολιτικών ανδρών με διαφορετική έως και αντιθετική ιδεολογική προέλευση, και οι αρχηγικές φιλοδοξίες πολλών από αυτούς, που ήλπιζαν να διαδεχθούν τον γηραιό αρχηγό τους, υπήρξε η αχίλλειος πτέρνα της συνοχής της.
Η αντιπαλότητα ανάμεσα στον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ήταν η πιο έκδηλη από τις ενδοκομματικές διαμάχες και αντιζηλίες που δρούσαν ανασταλτικά μέσα στους κόλπους του κόμματος. Ενός κόμματος που η συντηρητική πτέρυγα του, με τις επιφυλάξεις της, οι οποίες συνέκλιναν (σε μια πορεία μοιραία, όπως αποδείχθηκε) με τις υποψίες του κατεστημένου για την αριστερή πτέρυγα της Ένωσης Κέντρου, λειτουργούσε ως τροχοπέδη στην ανεμπόδιστη εφαρμογή των φιλελεύθερων μέτρων της κυβέρνησης.
Η μικροψυχία και η αρχομανία δεν έπληξαν μόνο το κόμμα του Κέντρου. Υπονόμευαν την πολιτική ζωή της χώρας και, όπως αποδείχθηκε, υποθήκευσαν το μέλλον της για μία επιπλέον δεκαετία, η οποία έμελλε να είναι από τις πιο επώδυνες στη σύγχρονη ιστορία της. Με την παραεξουσία και τα Ανάκτορα να βυσσοδομούν στο παρασκήνιο και να αναμοχλεύουν τις εμμονές του ξένου παράγοντα, δεν έμενε πλέον παρά να υπάρξει το έναυσμα.
Το Μάιο του 1965, αφού είχε προηγηθεί υπόμνημα, από την Κύπρο, του Γ. Γρίβα προς τον εκλεκτό των Ανακτόρων υπουργό Εθνικής Άμυνας, Πέτρο Γαρουφαλιά, και τον βασιλιά Κωνσταντίνο, με το οποίο ο ακροδεξιός στρατηγός κατήγγελλε τον Ανδρέα Παπανδρέου ως υποκινητή κρουσμάτων απειθαρχίας μεταξύ αξιωματικών της ΕΛΔΥΚ στη νήσο, έβγαινε στην επιφάνεια η διαβόητη υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ», μια «συνωμοσία» αριστερών αξιωματικών, που μόλις και μετά βίας συγκάλυπτε την πραγματική συνωμοσία η οποία εξυφαινόταν σε βάρος της δημοκρατικής ομαλότητας και η οποία οδήγησε στον εξαναγκασμό του εκλεγμένου πρωθυπουργού σε παραίτηση ένα μόλις μήνα μετά, στις 15 Ιουλίου 1965.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ 1960-1965
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1999
from ανεμουριον https://ift.tt/39FgBBZ
via IFTTT

