Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση

του Αλέξη Δημαρά
Προπύλαια Πανεπιστημίου Αθηνών, 7 Δεκεμβρίου 1962. Στιγμιότυπο μιας από τις πολυάριθμες και μαζικές φοιτητικές εκδηλώσεις για την αναβάθμιση των σπουδών και τη μεταρρύθμιση στην Παιδεία (φωτ.: Κ. Γ. Μεγαλοκονόμου).
Στις χώρες των νικητών του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου η ανασυγκρότηση και η προσαρμογή στις εντελώς νέες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί (κυρίως στην κοινωνία, την οικονομία και την τεχνολογία), συνδέθηκε με ριζικές μεταρρυθμίσεις των εκπαιδευτικών συστημάτων: από τις σημαντικότερες είναι εκείνες της Αγγλίας (1944) και της Γαλλίας (1947) με βάση τις προτάσεις ειδικής επιτροπής, με πρόεδρο τον διάσημο φυσικό Paul Langevin, τον οποίο μετά τον θάνατο του διαδέχθηκε ο ψυχολόγος Henri Wallon. Στις εκπαιδευτικά πλήρως αποκεντρωμένες ΗΠΑ, εξάλλου, η μεταρρυθμιστική τάση εκδηλώθηκε από το 1944, με παρεμβάσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, κυρίως σε θέματα προγραμμάτων. Ανάλογες ανησυχίες εκφράστηκαν και αλλού (όπως, λ.χ. στη Σοβιετική Ένωση το 1947 και στη Σουηδία το 1950), ενώ στις ηττημένες χώρες επιβλήθηκαν καίριες μεταβολές των εκπαιδευτικών συστημάτων.

Σε όλες τις περιπτώσεις οι ηγεσίες απέβλεπαν στη δημιουργία σχημάτων που θα παρείχαν σε μεγαλύτερες από πριν κοινωνικές ομάδες πρόσβασης στις εκπαιδευτικές διαδικασίες, με ίσες για όλους ευκαιρίες και ταυτόχρονα θα προσανατόλιζαν την εκπαίδευση προς τις απαιτήσεις της νέας εποχής. Το αίτημα για τον «εκδημοκρατισμό» του εκπαιδευτικού συστήματος είχε τεθεί. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι η έννοια αυτή (και ο όρος) πρωτοεμφανίζονται στα γαλλικά στην Εκθεση Langevin-Wallon. Έκφραση αυτών των προθέσεων υπήρξε γενικά η τάση για επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, για ριζική αναθεώρηση των προγραμμάτων, για ανάπτυξη του τεχνικο-επαγγελματικού κλάδου και για ρυθμίσεις στην πρόσβαση προς την τρίτη βαθμίδα.

Στην Ελλάδα, βέβαια, οι γενικές, συνθήκες δεν επέτρεψαν τέτοιες παρεμβάσεις τα πρώτα χρόνια μετά την Απελευθέρωση και πάντως ως την επίσημη κήρυξη της λήξης του Εμφυλίου. Αλλά και αργότερα, τη δεκαετία του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960, τα εκπαιδευτικά πράγματα της χώρας χαρακτηρίζονται όχι μόνο από απραξία, αλλά και από εμμονή σε θέσεις και θέματα που είχαν -αρνητικά- σημαδέψει το παρελθόν: στο πρώτο λ.χ. μεταπολεμικό Σύνταγμα (του 1952) επαναλαμβάνεται το άρθρο του 1911 για την προάσπιση της καθαρεύουσας, ενώ -σε άλλο επίπεδο- η διαίρεση της εξάχρονης (κατά το σχήμα του 1929) μέσης εκπαίδευσης σε δύο ανεξάρτητους κύκλους, που περιέχεται πρώτη φορά σε μεταπολεμικό νομοσχέδιο, το 1949, πραγματοποιήθηκε λειτουργικά μόλις το 1964.

Αγκυλώσεις και δυσλειτουργίες

Από την άποψη αυτή, είναι ενδεικτικές η ενασχόληση της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών με το γλωσσικό ζήτημα (δίωξη του καθηγητή Ι.Θ. Κακριδή στην περίφημη «Δίκη των τόνων» το 1941-1944), η προσήλωση στον άκαμπτα συγκεντρωτικό χαρακτήρα του συστήματος, η αβουλία των κυβερνήσεων να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση μιας διακομματικής εκπαιδευτικής πολιτικής (σχετικές κινήσεις στην περίοδο 1951-1958 έμειναν χωρίς αποτέλεσμα), καθώς και η αδυναμία του κράτους να παρέμβει δραστικά στην αναμόρφωση των δομών του συστήματος (το 1959 επιχειρήθηκε μια αναδιοργάνωση του τεχνικο-επαγγελματικού κλάδου, η οποία, ωστόσο, είχε τελικά περιορισμένη έκταση).

Έτσι, όμως, δεν διαιωνίζονταν μόνο οι αγκυλώσεις και οι δυσλειτουργίες του παρελθόντος -διατηρήθηκε σε πλήρη ακμή και η κοινωνική δυσφορία για την ανικανότητα του συστήματος να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών: στις ατομικές επιστημάνσεις της εθνικής ζημίας που προκαλούσε η κατάσταση αυτή (με κορυφαία ανάμεσα τους εκείνη την Ε.Π. Παπανούτσου από το 1946) προστέθηκαν οι υπηρεσιακές (π.χ. η σύνδεση του εκπαιδευτικού με το «Πρόγραμμα Ανασυγκροτήσεως της Χώρας» του υπουργείου Συντονισμού το 1948) και αργότερα οι συλλογικές (όπως εκείνες μιας -συγκριτικά- εγκυρότατης «Επιτροπής Παιδείας», που συστάθηκε από την κυβέρνηση Καραμανλή το 1957). Τελικά, κυρίως από το 1962, η έκφραση της δυσαρέσκειας για τα εκπαιδευτικά πήρε μαζικό χαρακτήρα (με μεγάλες κινητοποιήσεις των φοιτητών και μακρές απεργίες των εκπαιδευτικών), συνδέθηκε άμεσα με το ευρύτερο πολιτικό θέμα και αποτέλεσε κύριο άξονα των προεκλογικών διακηρύξεων τον Οκτώβριο του 1963.

Έτσι, η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου το 1963, και ιδίως μετά τις εκλογές του 1964, με πρωθυπουργό τον υπουργό Παιδείας τον Γεώργιο Παπανδρέου, υφυπουργό τον Λουκή Ακρίτα και Γενικό Γραμματέα τον Ε.Π. Παπανούτσο, προχώρησε στην υλοποίηση των προεκλογικών της εξαγγελιών για τα εκπαιδευτικά, εξασφαλίζοντας την ψήφιση του νομοσχεδίου, που πήρε τον αριθμό 4379 και έμεινε στην ιστορία ως «νόμος της Μεταρρύθμισης Παπανδρέου-Παπανούτσου». Πρώτη φορά μετά τη «Μεταρρύθμιση του 1929» το ελληνικό Κοινοβούλιο ενέκρινε ένα μείζον και ολοκληρωμένο σχέδιο συντονισμένων (ως προς τη σχέση στόχων και μέτρων) αλλαγών στο εκπαιδευτικό σύστημα.

Το φάσμα των παρεμβάσεων ήταν ευρύτατο: Κατάργηση οποιωνδήποτε οικονομικών επιβαρύνσεων για σπουδές και στις τρεις βαθμίδες («δωρεάν παιδεία»), επέκταση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης από έξι σε εννέα χρόνια, διαίρεση της μέσης εκπαίδευσης σε δύο ανεξάρτητους κύκλους, καθιέρωση (παρά τη συνταγματική δέσμευση) της δημοτικής ως αποκλειστικής γλώσσας στο δημοτικό σχολείο και ως ισότιμης προς την καθαρεύουσα στις άλλες βαθμίδες, και ριζική αναμόρφωση του τρόπου επιλογής των υποψηφίων για τα πανεπιστήμια (καθιέρωση του «ακαδημαϊκού απολυτηρίου»). Στα επιμέρους ανήκουν αλλαγές στα προγράμματα (προσθήκη νεωτερικών μαθημάτων, όπως η Κοινωνιολογία και τα Στοιχεία της Οικονομικής Επιστήμης, ενίσχυση των φυσικών επιστημών και των μαθηματικών, διδασκαλία των αρχαίων κειμένων αποκλειστικά από μετάφραση στις τρεις τάξεις του γυμνασίου) και στα σχολικά βιβλία και η μέριμνα για τη σίτιση και τη μεταφορά των μαθητών. Η μεταβολή χαρακτηρίζεται επίσης από την επέκταση, σε τρία χρόνια της εκπαίδευσης των δασκάλων στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες και από την ίδρυση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ως οργάνου για την υλοποίηση της νέας εκπαιδευτικής πολιτικής και την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Τη δημιουργία της εντύπωσης ότι οι προθέσεις της κυβέρνησης για την αναβάθμιση του συστήματος ήταν ειλικρινείς, ενίσχυσαν τόσο η ιδιαίτερα σημαντική αύξηση των δαπανών για την εκπαίδευση στον κρατικό προϋπολογισμό, όσο και η βελτίωση της οικονομικής θέσης των εκπαιδευτικών.
Ευάγγελος Παπανούτσος (1900-1982). Εκπαιδευτικός, παιδαγωγός, φιλόσοφος, διακεκριμένος συγγραφέας και ακαδημαϊκός. Σε συνεργασία με τον Ιωάννη Κακριδή και με την ιδιότητα του γενικού γραμματέα του υπουργείου Παιδείας (1964-1965), εκπόνησε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Κέντρου. Πάνω, ο Ε. Παπανούτσος αγορεύει στη Βουλή (φωτ.: Athens -Press).
Με το νομοθετικό αυτό πλαίσιο, είκοσι χρόνια μετά τις ανάλογες ρυθμίσεις στα άλλα κράτη του λεγόμενου δυτικού κόσμου, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα προσαρμοζόταν στις παγκόσμιες μεταπολεμικές τάσεις. Πάντως μερικά από τα πιο καίρια χαρακτηριστικά του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος (όπως λ.χ. ο συγκεντρωτισμός και η ανισότητα στην προσφορά εκπαίδευσης σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες), διατηρήθηκαν αμετάβλητα -ή και ενισχύθηκαν- στο νέο σχήμα. Στην Ελλάδα, μάλιστα, καλλιεργήθηκε επίμονα η αντίληψη ότι τότε υλοποιήθηκε -επιτέλους- η «αστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση», που είχε περιγραφεί για πρώτη φορά στα σχέδια της κυβέρνησης Τρικούπη το 1889. Δημιουργήθηκε έτσι η πίστη ότι στα εκπαιδευτικά υπάρχουν διαχρονικές «προοδευτικές» λύσεις, ανεξάρτητες από το κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο επιβάλλονται. Η πίστη αυτή σημάδεψε έντονα τις σχετικές συζητήσεις και ενέργειες ως το τέλος του αιώνα.

Πάντως και το 1964 η πορεία δεν ήταν απρόσκοπτη: από την πρώτη στιγμή η αντίδραση υπήρξε ιδιαίτερα έντονη, καθώς εντάχθηκε στην προσπάθεια φθοράς της Ένωσης Κέντρου, σε τέτοια έκταση ώστε δεν μπόρεσε να εξασφαλισθεί ούτε η συναίνεση βασικών στελεχών της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως (όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος) με σαφές φιλελεύθερο παρελθόν και «προοδευτική» πνευματική παρουσία: πέρα από τις -πολύ λίγες- αντιρρήσεις σε θέματα ουσίας, η πολεμική εκπορεύτηκε από τους παραδοσιακά συντηρητικούς χώρους (με προεξάρχουσα τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών) και χρησιμοποίησε επιχειρήματα και τακτικές που είχαν δοκιμαστεί άλλοτε με επιτυχία.

Αιχμή της πολεμικής αποτέλεσε πάλι η δημοτική με τα παρεπόμενα της: την αθεΐα, τον αριστερισμό και την αντεθνικότητα. Ακόμη και η εξαγγελία «δωρεάν παιδείας» επικρίθηκε ως παραπλανητική, αφού δεν κάλυπτε όλες τις σχετικές δαπάνες (γραφική ύλη των μαθητών, έξοδα διαμονής φοιτητών κ.ά.ό.). Οι κατήγοροι, εξάλλου αναγνώρισαν το πρότυπο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου στην Ανατολική Γερμανία, και θεώρησαν ότι στελεχώθηκε αποκλειστικά με αριστερούς και αριστερίζοντες, ενώ ένα νέο σχολικό βιβλίο (το Ιστορία Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική του Κ. Καλοκαιρινού) χαρακτηρίστηκε «προπαγανδιστικό φυλλάδιο» και επικρίθηκε εντονότατα ως αντίθετο προς τις θέσεις της επίσημης εθνικής ιστορίας.

Τέτοια ήταν η ένταση και η έκταση των αντιδράσεων (αλλά και η ταύτιση της Μεταρρύθμισης με τον Γεώργιο Παπανδρέου) ώστε, παρά την κεντρώα προέλευση τους, οι διαδοχικές κυβερνήσεις από τον Ιούλιο του 1965 και ύστερα όχι μόνο δεν συνέχισαν τις διαδικασίες (εκκρεμούσε η ψήφιση δύο νομοσχεδίων -ενός για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση και ενός για την τεχνικό-επαγγελματική- που θα ολοκλήρωναν τη μεταρρύθμιση) αλλά και ανέστειλαν ορισμένα μέτρα (στις 9 Σεπτεμβρίου 1965 ανακοινώθηκε λ.χ. η αναθεώρηση των σχολικών βιβλίων του 1964 και η «πολτοποίησις» όσων κριθούν ακατάλληλα).

Η οριστική ακύρωση της Μεταρρύθμισης πραγματοποιήθηκε το 1967, αμέσως μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, με την αποσπασματική κατάργηση του συνόλου των μέτρων της, εκτός από τη «δωρεάν παιδεία»: οι σπουδές στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες λ.χ. ορίστηκαν πάλι διετείς και οι σπουδαστές του τρίτου έτους του 1966-67 έδωσαν πτυχιακές εξετάσεις στα τέλη Απριλίου, ενώ το μάθημα της Αγωγής του Πολίτη καταργήθηκε με τηλεγραφική προς τα σχολεία διαταγή στις 5 Μαΐου και, την ίδια μέρα, με τηλεφωνική διαταγή, ανέστειλε τις εργασίες του το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.

Έτσι και αυτή η Μεταρρύθμιση δεν μπορεί να κριθεί από τα αποτελέσματα της. Ελέγχεται μόνο ως πρόθεση, ως διακήρυξη στόχων. Από την άποψη αυτή, της αναγνωρίζονται ουσιαστικές διαφορές από τα παρελθόντα και πολλά και σαφή στοιχεία εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού.

Άλλωστε η μεταδικτατορική υιοθέτηση των κύριων χαρακτηριστικών της -και μάλιστα από κυβέρνηση της αντίπαλης παράταξης- αποτελεί σημαντική ένδειξη της εγκυρότητας των επιλογών στις οποίες στηριζόταν.


Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ 1960-1965
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1999




from ανεμουριον https://ift.tt/33bIleX
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη