του Γιάννη Ν. Γιαννουλόπουλου
 |
| ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1922. Ο Ν. ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ ΚΑΙ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ. ΤΟΥΣ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ 12.000 ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ (ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ). |
Η γενική τουρκική αντεπίθεση στο μικρασιατικό μέτωπο εκδηλώθηκε στις 13 Αυγούστου 1922 και σε λιγότερο από ένα δεκαπενθήμερο τα υπολείμματα της ελληνικής στρατιάς είχαν αναχωρήσει με πλοία από τον Τσεσμέ, ενώ η πρωτεύουσα της Ιωνίας, φλεγόμενη, βρισκόταν πλέον στα χέρια των νικητών του πολέμου. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έφευγαν ή προσπαθούσαν απεγνωσμένα να φύγουν, με κάθε μέσον, προς τα νησιά του Αιγαίου και τον Πειραιά. Η Μικρά Ασία είχε οριστικά χαθεί για την Ελλάδα, αλλά αυτό δεν εσήμαινε ότι είχαν επιτευχθεί οι τουρκικοί πολεμικοί στόχοι. Μόνον η άμεση παραχώρηση ολόκληρης της ανατολικής Θράκης στην κυβέρνηση της Άγκυρας, διακήρυξε ο Κεμάλ από τη Σμύρνη, όπου έφθασε στις 12 Σεπτεμβρίου, θα μπορούσε να αποτρέψει τη σύγκρουση μεταξύ του συμμαχικού και του τουρκικού στρατού στην ουδέτερη ζώνη των Στενών. Οι Άγγλοι, που προτιμούσαν φυσικά την ελληνική παρουσία στην ανατολική Θράκη για να μην βρεθούν περικυκλωμένοι από τις δυνάμεις του κεμαλικού εθνικισμού στα Στενά -το χώρο που τους ενδιέφερε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στην τέως Οθωμανική Αυτοκρατορία- έδωσαν σκληρό αγώνα για να μην γίνει αποδεκτή η απαίτηση του Κεμάλ, αλλά τόσο το Παρίσι, όσο και η Ρώμη κατέστησαν οδυνηρά σαφές ότι σε καμία περίπτωση δεν σκόπευαν να φθάσουν σε πόλεμο με τη Νέα Τουρκία για το ζήτημα αυτό. Η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου, που είχε διαδεχθεί εκείνη του Πρωτοπαπαδάκη μετά την κατάρρευση του μετώπου, δέχτηκε στωικά την απόφαση των Δυνάμεων.
 |
|
ΑΘΗΝΑ. ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1922. ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΟ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΩΝ ΕΞ - ΟΠΩΣ ΕΜΕΙΝΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΙΘΜΟ ΤΩΝ ΕΚΤΕΛΕΣΘΕΝΤΩΝ, ΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ ΗΤΑΝ ΟΚΤΩ. ΑΠΟ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ Μ. ΓΟΥΔΑΣ, Γ. ΜΠΑΛΤΑΤΖΗΣ, Ξ. ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ, Δ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ, Ν. ΣΤΡΑΤΟΣ, Ν. ΘΕΟΤΟΚΗΣ ΚΑΙ Π. ΠΡΩΤΟΠΑΠΠΑΔΑΚΗΣ. Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ Γ. ΧΑΤΖΑΝΕΣΤΗΣ ΔΕΝ ΔΙΑΚΡΙΝΕΤΑΙ (Ε.Λ.Ι.Α.).
|
Την ίδια στάση όμως, κατόπιν προτροπής του Βενιζέλου, τήρησε τελικώς και η Επανάστασις του Στρατού και του Στόλου του συνταγματάρχη Ν. Πλαστήρα, η οποία ανέτρεψε το κωνσταντινικό καθεστώς στις 28 Σεπτεμβρίου. Η ανατολική Θράκη, ωστόσο, από στρατιωτική άποψη, κάθε άλλο παρά χαμένη θα μπορούσε να θεωρηθεί για την Ελλάδα. Το ηθικό, βεβαίως, των ελληνικών μονάδων στην περιοχή, μετά τη μικρασιατική ήττα, ήταν εξαιρετικά χαμηλό. Για την κατάληψη ωστόσο της ανατολικής Θράκης, ο τουρκικός στρατός θα έπρεπε καταρχάς να νικήσει τις (όντως περιορισμένες) βρετανικές δυνάμεις στην ουδέτερη ζώνη, να αποδεχθεί εν συνεχεία η βρετανική Αυτοκρατορία την ήττα της και να αποχωρήσει από τα Στενά —και την Κωνσταντινούπολη— χωρίς να χρησιμοποιήσει τον πανίσχυρο στόλο της, και τέλος να διεκπεραιωθούν οι τουρκικές μονάδες, που δεν διέθεταν καμία σχεδόν ναυτική υποστήριξη, στην ευρωπαϊκή όχθη. Όλα αυτά δε, θα έπρεπε να συμβούν μέσα σε λίγες εβδομάδες, πριν ο ερχομός του χειμώνα σημάνει το τέλος της περιόδου των επιχειρήσεων. Η Ελλάδα, συνεπώς, κατέληξε στην απόφαση να αποχωρήσει από την ανατολική Θράκη -όπως και έγινε, σύμφωνα με την ανακωχή των Μουδανιών (11 Οκτωβρίου 1922)- όχι για στρατιωτικούς λόγους, αλλά για πολιτικούς: Για να μην υποχρεωθεί η Αγγλία να συγκρουσθεί, ενδεχομένως, με την κεμαλική Τουρκία. Η επιλογή της χρησιμοποιήσεως της βρετανικής ασπίδας, της παρουσίας δηλαδή βρετανικών δυνάμεων στην ανατολική ζώνη των Στενών, που κάλυπταν τις ελληνικές θέσεις στη Θράκη κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ο ελληνικός στρατός -μετά την επέκτασιν της ελληνικής ζώνης (Ιούλιος 1920)- κάλυπτε για δύο και πλέον χρόνια τις θέσεις της Entente στην ασιατική πλευρά αυτής της ζώνης, ήταν -προφανώς- έξω από τη λογική, όχι μόνο του αντιβενιζελισμού και του βενιζελισμού, αλλά, όπως φαίνεται, και του ίδιου του Βενιζέλου. Η Επανάστασις του Στρατού και του Στόλου πάντως αντιμετώπισε την ήττα και την ερμήνευσε με απολύτως παραδοσιακό τρόπο. Με τον ίδιο τρόπο που θα αντιδρούσε και ένα αντιβενιζελικό στρατιωτικό κίνημα, εάν η κατάρρευση του μετώπου συνέβαινε επί κυβερνήσεως Φιλελευθέρων με την αναζήτηση προδοτών. Η δίκη, η καταδίκη και η εκτέλεση, τελικώς (28 Νοεμβρίου 1922 των έξι ηγετικών στελεχών, πολιτικών και στρατιωτικών του κωνσταντινισμού (Δ. Γούναρη, Π. Πρωτοπαπαδάκη. Γ. Μπαλτατζή, Ν. Θεοτόκη, Ν, Στράτου και του στρατηγού Γ. Χατζανέστη) με την κατηγορία της έσχατης προδοσίας, συνέβαλε στο να ηρεμήσουν κάπως τα πράγματα εφόσον βρέθηκαν και τιμωρήθηκαν οι υπεύθυνοι- και να επιβληθούν εν συνεχεία αυστηρά μέτρα πειθαρχίας στις ένοπλες δυνάμεις, μέτρα που οδήγησαν στην ανασυγκρότηση των μονάδων της δυτικής Θράκης. Επρόκειτο, βεβαίως, για κατηγορητήριο σκοπιμότητας, εθνικής, προφανώς σκοπιμότητος, όπως υποστήριξε αργότερα ο εκ των πρωταγωνιστών της καταδίκης Θεόδωρος Πάγκαλος. Η ανακωχή που οι δυνάμεις της Entente διαπραγματεύτηκαν -και για λογαριασμό της Ελλάδος- στα Μουδανιά της Μικράς Ασίας, προέβλεπε τη σύγκλιση Συνδιασκέψεως, που θα επεξεργαζόταν νέα συνθήκη ειρήνης, αντί εκείνης των Σεβρών, την οποία είχε υπογράψει η ουσιαστικώς -από δε της 4 Νοεμβρίου του 1922 και τυπικώς- ανύπαρκτη σουλτανική κυβέρνηση. Η Συνδιάσκεψη εγκαινίασε τις εργασίες της στις 20 Νοεμβρίου. Η συνεννόηση Λονδίνου και Παρισίων που επιτεύχθηκε, τελικώς, ελάχιστα εικοσιτετράωρα πριν από την εναρκτήρια τελετή, έδινε στις αντιπροσωπείες της Entente το πλεονέκτημα της ενότητος απέναντι στις, αναβαθμισμένες μετά τη στρατιωτική νίκη τους στη Μικρά Ασία, τουρκικές αξιώσεις, το οποίο η Αγγλία ειδικώς μπορούσε να το συναθροίζει με ένα άλλο, εξίσου σημαντικό και αποκλειστικά δικό της πλεονέκτημα, τόσο εν σχέσει προς την κεμαλική αντιπροσωπεία όσο και προς εκείνες των συμμάχων της (συμπεριλαμβανομένων και των παρατηρητών των ΗΠΑ): Την τακτική ανάγνωση από τις μυστικές της υπηρεσίες όλων των κρυπτογραφημένων τηλεγραφημάτων τους από και προς τη Λωζάνη. Η ενότητα ενεργειών της Entente, βεβαίως, για τα ζητήματα της Εγγύς Ανατολής έμελλε να είναι, και σε αυτή την περίπτωση, προσωρινή, εφόσον βασιζόταν στην αγγλογαλλική σύμπνοια για άλλα θέματα. πολύ σημαντικότερα και για τις δυο χώρες. Όσο υπήρχε, ωστόσο, η ενότητα αυτή κατά τη διάρκεια της Συνδιασκέψεως, και ειδικώς κατά την πρώτη φάση της, το αποτέλεσμα ευνοούσε σαφώς την Ελλάδα, που επέτυχε απολύτως ικανοποιητική —δεδομένων των συνθηκών— ρύθμιση του ζητήματος της Δυτικής Θράκης: Η τουρκική απαίτηση διεξαγωγής τοπικού δημοψηφίσματος απορρίφθηκε, ενώ οι αποστρατικοποιημένες ζώνες κατά μήκος των συνόρων του Έβρου έλυναν και το πρόβλημα της προβλεπόμενης από τη Συνθήκη του Neuilly ασφαλούς εξόδου της Βουλγαρίας στο Αιγαίο, μέσω δυτικής Θράκης, χωρίς την αφαίρεση της ελληνικής κυριαρχίας από τον ειδικό για την έξοδο αυτή διάδρομο, την οποία ματαίως επέμενε να ζητά η κυβέρνηση της Σόφιας. Ευνοϊκή για την Αθήνα, πάντοτε εν σχέσει προς τους ισχύοντες συσχετισμούς, υπήρξε και η λύση που δόθηκε στο εκκρεμές, από τους Βαλκανικούς Πολέμους, ζήτημα της οριστικοποιήσεως του καθεστώτος των νησιών του ανατολικού Αιγαίου.
 |
|
24 ΙΟΥΛΙΟΥ 1923. Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΝΗΣ.
|
Η Ιταλία, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν δέχτηκε να συζητηθούν τα Δωδεκάνησα στη Λωζάνη, αλλά το κεντρικό νησιωτικό συγκρότημα κατακυρώθηκε στην Ελλάδα και μάλιστα με μέτρα αποστρατικοποιήσεως πολύ λιγότερο αυστηρά από εκείνα που επιθυμούσε να επιβάλει η κεμαλική αντιπροσωπεία. Στο βορειοανατολικό Αιγαίο, οι Δυνάμεις εξασφάλισαν για την Ελλάδα και τα τέσσερα μεγάλα νησιά (Λήμνος, Σαμοθράκη, Ίμβρος, Τένεδος), αλλά στη συνέχεια αποφάσισαν να παραχωρήσουν τα δύο τελευταία στην Τουρκία κατά την τελική προσπάθεια που έγινε να δεχθεί η Άγκυρα το σύνολο της Συνθήκης (Ιανουάριος 1923)-, υπό τον όρο ότι θα ίσχυε εκεί ειδικό καθεστώς τοπικής αυτοδιοικήσεως για τον, σχεδόν αποκλειστικά, ελληνικό πληθυσμό τους, όρο που ποτέ δεν τηρήθηκε. Τραγική, αντιθέτως, για τους άνω του ενός εκατομμυρίου Έλληνες πρόσφυγες και τις περιουσίες τους, αλλά και πλέον συμφέρουσα λύση, εν όψει της κατηγορηματικής αρνήσεως της τουρκικής πλευράς να δεχθεί την επιστροφή τους, ήταν η Συμφωνία της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών, που υπογράφτηκε στη Λωζάνη στις 30 Ιανουαρίου 1923. Το υποχρεωτικό της μετακινήσεως εσήμαινε ότι πολλοί από αυτούς θα μπορούσαν να εγκατασταθούν στα οικήματα και τις γεωργικές εκτάσεις των 400.000 περίπου μουσουλμάνων, Ελλήνων πολιτών, που βάσει της Συμφωνίας έπρεπε να ταξιδέψουν προς την αντίθετη κατεύθυνση- εξ ίσου τραγικά θύματα και αυτοί -που κανείς σχεδόν στην Ελλάδα δεν φαίνεται, να τους θυμάται- ενός πολέμου για τον οποίον δεν έφεραν καμία ευθύνη και στου οποίου τη διεξαγωγή δεν είχαν κανενός είδους συμμετοχή. Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν οι μουσουλμάνοι της δυτικής Θράκης και οι Έλληνες ορθόδοξοι της Κωνσταντινουπόλεως, της Ίμβρου και της Τενέδου. Η Συνδιάσκεψη ωστόσο δεν είχε ως μόνο, ή κύριο, αντικείμενο της τις ελληνοτουρκικές διαφορές, άλλα την αντικατάσταση του συνόλου της Συνθήκης των Σεβρών. Την επαναδιαπραγμάτευση, δηλαδή, των εκκρεμών -μετά την μη επικύρωση της συνθήκης αυτής- ζητημάτων μεταξύ των Δυτικών Δυνάμεων και της Νέας Τουρκίας. Ζητημάτων εξαιρετικά σοβαρών όσο και περίπλοκων, όπως ήταν το καθεστώς των Στενών, η τύχη των κουρδικών περιοχών. της τέως Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το πετρελαιοφόρο τμήμα των οποίων το διεκδικούσε το Ιράκ (δηλαδή το Λονδίνο), οι υπό κατάργηση Διομολογήσεις ή ο επιμερισμός του Οθωμανικού Δημοσίου Χρέους. Παρά την ισχυρή βρετανική πίεση προς την κεμαλική αντιπροσωπεία, η Άγκυρα δεν αποδέχθηκε τους όρους της ειρήνης, και οι διαπραγματεύσεις της Λωζάννης τερματίστηκαν χωρίς να επιτευχθεί το ποθητό για τους Συμμάχους αποτέλεσμα, στις 4 Φεβρουαρίου 1923. Τη διακοπή αυτή, ωστόσο, δεν τη διαδέχθηκε πολεμική σύγκρουση των Δυτικών Δυνάμεων, ή έστω της Αγγλίας, με την Τουρκία: Το ποθητό αποτέλεσμα για την Ελλάδα. Η τουρκική Εθνοσυνέλευση υπέβαλε στις Δυνάμεις μια σειρά αντιπροτάσεων, και στις 23 Απριλίου η Συνδιάσκεψη της Λωζάννης επανέλαβε τις εργασίες της. Η τακτική των τριών συμμάχων της Entente κατά το δεύτερο μέρος των διαπραγματεύσεων ήταν ίδια με εκείνη τον πρώτου μέρους. Να χρησιμοποιούν, δηλαδή -μέσα στα πλαίσια της καθιερωμένης διαπραγματευτικής πρακτικής των εναλλακτικών προσφορών, απειλών και υποσχέσεων και. την απειλή του ελληνικού στρατού της Θράκης (ο οποίος, σε περίπτωση ρήξεως, άφηναν να εννοηθεί ότι θα είχε και τη δική τους ενεργό υποστήριξη ή τουλάχιστον εκείνη της Αγγλίας) - προκειμένου να αποσπάσουν από την Άγκυρα τους ευνοϊκότερους δυνατούς συμβιβασμούς στα υπό συζήτησιν θέματα. Ακριβώς για το λόγο αυτό, η μόνη ουσιώδη; ελληνοτουρκική εκκρεμότητα, η οποία κρατούσε σε επιστράτευση τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις -η τουρκική απαίτηση καταβολής πολεμικών αποζημιώσεων από την Ελλάδα είχε προγραμματισθεί να εξετασθεί μετά την ολοκλήρωση των αποκλειστικώς δυτικού ενδιαφέροντος συνομιλιών για τις Διομολογήσεις, την τύχη των προπολεμικών συμβάσεων των ξένων εταιρειών με τις οθωμανικές αρχές, και τους οικονομικούς όρους της ειρήνης γενικώς. Οι προσπάθειες πάντως εκείνων που εποφθαλμιούσαν τη θέση του Μαύρου Καβαλλάρη -και χρησιμοποιούσαν προς τούτο τη γνωστή μέθοδο του υπερθεματίζειν στα λεγόμενα εθνικά θέματα-, προσπάθειες που είχαν ως αποτέλεσμα την αποστολή του υπουργού Εξωτερικών Απόστολου Αλεξανδρή στη Λωζάννη, ως πρώτου πληρεξουσίου της Ελλάδος αντί του Βενιζέλου, με στόχο τη διακοπή των διαπραγματεύσεων και την ελληνική επίθεση στην ανατολική Θράκη (την οποία ο Πάγκαλος -ο πατριώτης εν σχέσει προς τον ενδοτικό Πλαστήρα, τον απολύτως επηρεαζόμενο από τις γνώμες του Βενιζέλου- ήταν σίγουρος ότι θα την καταλάμβανε αυθωρεί, όχι, μόνο χωρίς τη βοήθεια, διπλωματική έστω, αλλά και παρά τη θέληση της Entente), οδήγησαν, αντιθέτως, στην εσπευσμένη όσο και θετική για την Αθήνα ρύθμιση του ζητήματος των αποζημιώσεων (26 Μαΐου). Παρά ταύτα, ο ελληνικός στρατός της Θράκης παρέμεινε σε κατάσταση ετοιμότητας για δύο ακόμη μήνες, μέχρι την τελική διευθέτηση -με υποχώρηση των Συμμάχων στα περισσότερα σημεία- όλων των σημαντικών διαφορών μεταξύ των Δυνάμεων της Entente και της κεμαλικής Τουρκίας. Η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923) έγινε δεκτή στην Ελλάδα με συγκρατημένη ικανοποίηση. Η πρώτη αυτή αντίδραση, που, με την πάροδο του χρόνου, έτεινε να μεταβάλλεται σε πεποίθηση, δεν ήταν βεβαίως η μόνη. Ανταλκίδειο ειρήνη χαρακτήρισε 0 Θεόδωρος Πάγκαλος το διπλωματικό έργο του Βενιζέλου, ενώ αναλόγου εθνικού περιεχομένου ήταν και οι πρώτες δηλώσεις του άλλου δικτάτορα του ελληνικού μεσοπολέμου, του Ιωάννη Μεταξά. Η πολεμική αυτή, ωστόσο, δεν επέτυχε να ανατρέψει, ούτε καν βραχυπρόθεσμα, τη γενική εκτίμηση ότι. στις συγκεκριμένες δύσκολες συνθήκες, οι συμφωνίες της Λωζάννης δεν υπήρξαν απλώς έντιμη ειρήνη για την ηττημένη πλευρά του Μικρασιατικού Πολέμου, αλλά η καλύτερη δυνατή.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ 1920-1930
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1999
from ανεμουριον https://ift.tt/2EXZxt6
via
IFTTT