Πρώιμοι φωτογράφοι της Αθήνας

Μετά τον Δ. Κωνσταντίνου και τον Π. Μωραΐτη, δηλαδή μετά το 1860, άρχισαν να εμφανίζονται στην Αθήνα και άλλοι φωτογράφοι, Έλληνες και ξένοι. Ο παλαιότερος κατάλογος των Ελλήνων φωτογράφων βρίσκεται στον Εμπορικό, Γεωγραφικό και Ιστορικό Οδηγό των πλείστων κυριοτέρων πόλεων της Ελλάδος του έτους 1875 του Μιλτιάδη Μπούκα. Ο κατάλογος προσφέρει χρήσιμες ιστορικές πληροφορίες, αλλά δεν είναι πλήρης και αναφέρεται μόνο στους κυριότερους φωτογράφους της εποχής. Ο Μπούκας καταχωρίζει τους φωτογράφους στην κατηγορία των καλλιτεχνών, κάτι που αποτελεί σημαντικό στοιχείο αναγνώρισης της φωτογραφικής τέχνης για εκείνη την εποχή.
Σύμφωνα με τον Οδηγό, οι φωτογράφοι σε όλη την Ελλάδα ήταν 16. Απ' αυτούς, εννέα βρίσκονταν στην Αθήνα, πέντε στη Σύρο, ένας στο Αργοστόλι και ένας στον Πειραιά. Αναφέρονται οι πιο σημαντικοί που εργάζονταν στην Αθήνα.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ (1845-1898)
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το 1864, σε ηλικία 19 χρονών, ήρθε στην Αθήνα και εργάστηκε ως βοηθός στο φωτογραφείο του Δημήτριου Κωνσταντίνου. Προς το τέλος της συνεργασίας τους, έγινε συνεταίρος του και τελικά ανέλαβε το φωτογραφείο του. Αυτό δικαιολογεί και τον μεγάλο αριθμό γυάλινων πλακών του Δ. Κωνσταντίνου που βρέθηκαν στο αρχείο του.
Γύρω στα 1877 άνοιξε το δικό του φωτογραφείο στην οδό Ερμού 7, σε ένα διώροφο σπίτι, στο αντίστοιχο ύψος με το σημερινό Υπουργείο Παιδείας, στην οδό Μητροπόλεως. Τον Ιούνιο του 1879 φωτογράφισε τις ανασκαφές που πραγματοποιούσε ο Γερμανός Carl Humann (Καρλ Χούμαν) στην Πέργαμο της Μικράς Ασίας. Ο Αθανασίου ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη φωτογράφιση αρχαίων μνημείων, όπως άλλωστε δήλωνε και η φίρμα του καταστήματος του: «Φωτογραφείον αρχαίων μνημείων». Οι φωτογραφίες του προορίζονταν κυρίως για να πωληθούν στους ξένους περιηγητές. Απόδειξη αποτελεί ο μεγάλος αριθμός τους που εντοπίζεται στο εξωτερικό. Οι φωτογραφίες του κυκλοφορούσαν σε τρία μεγέθη: 30x40 εκ., 21x27 εκ. και 16x21 εκ. Ήταν ειδικευμένος επίσης στις φωτογραφίες bas-relief και στις στερεοσκοπικές λήψεις. Αναλάμβανε ακόμα φωτογραφίσεις κατόπιν παραγγελίας.
Κ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ. ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΛΥΣΙΚΡΑΤΟΥΣ, ΠΕΡ. 1878.
Ο Αθανασίου κάλυψε συστηματικά ως φωτογράφος όλες τις γνωστές αρχαιολογικές θέσεις εκείνης της εποχής: Αθήνα, Κόρινθο, Ελευσίνα, Νεμέα, Άργος, Ναύπλιο, Μυκήνες, Τίρυνθα, Επίδαυρο, Αίγινα, Σούνιο, Μαραθώνα κ.ά. Η επιρροή του Δ. Κωνσταντίνου φαίνεται έντονα στις φωτογραφίες του. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι γωνίες λήψης είναι τόσο όμοιες ώστε να δημιουργείται σύγχυση για το ποιος από τους δύο τις τράβηξε. Υπήρξε άψογος τεχνίτης, χωρίς όμως να κατορθώσει να φτάσει το επίπεδο της αισθητικής του δασκάλου του. Μετά το 1891, η φίρμα έγινε «Κ. Αθανασίου και Σία», χωρίς όμως να είναι γνωστός ο συνεταίρος του. Το φωτογραφείο του, λόγω της κεντρικής θέσης του, χρησιμοποιήθηκε -όπως ήταν της μόδας και για άλλα καταστήματα της εποχής του- για την παρουσίαση διαφόρων εκθέσεων στις βιτρίνες του. Από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 είναι γνωστές δύο γενικές απόψεις του Σταδίου, τραβηγμένες από τη σφενδόνη. Δεν έχουν όμως ταυτιστεί άλλες φωτογραφίες του από αθλητές και αθλήματα, που είναι σχεδόν βέβαιο ότι φωτογράφισε.
Ο Κ. Αθανασίου πέθανε το 1898, σε ηλικία 53 χρόνων, και το φωτογραφείο του ανέλαβε η γυναίκα του Αικατερίνη, μέχρι το 1906.
ΞΕΝΟΦΩΝ ΒΑΘΗΣ
Είναι ο πέμπτος κατά σειρά Έλληνας επαγγελματίας φωτογράφος που άνοιξε φωτογραφείο στην Αθήνα. Μετά τη διακοπή της συνεργασίας των αδελφών Βάθη, ο Ξενοφών μετακόμισε στην Αθήνα. Εδώ συνεργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα (1860-1861) με τον Αθανάσιο Κάλφα, μέχρι την αναχώρηση του τελευταίου για το εξωτερικό. Κατόπιν λειτούργησε δικό του φωτογραφικό κατάστημα στην οδό Ερμού, «παρά τή πλατεία Συντάγματος».
ΞΕΝΟΦΩΝ ΒΑΘΗΣ. ΕΠΙΖΩΓΡΑΦΙΣΜΕΝΗ ΚΑΡΤ-ΝΤΕ-ΒΙΖΙΤ ΕΛΛΗΝΑ ΕΥΕΛΠΗ. ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΚΡΙΝΕΤΑΙ Η ΜΑΝΤΕΜΕΝΙΑ ΒΑΣΗ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΣΤΗΡΙΖΟΤΑΝ ΕΝΑΣ ΜΕΤΑΛΛΙΚΟΣ ΣΩΛΗΝΑΣ ΠΟΥ ΕΦΤΑΝΕ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΥΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΜΕ ΕΝΑΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΥΣΕ ΑΚΙΝΗΤΟ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΨΗΣ.
ΞΕΝΟΦΩΝ ΒΑΘΗΣ-ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΑΜΙΑΝΟΣ. Ο CRISTIAN SIEGEL (1808-1883), ΒΑΒΑΡΟΣ ΚΛΑΣΙΚΙΣΤΗΣ ΓΛΥΠΤΗΣ, Ο ΠΡΩΤΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΩΝ ΤΕΧΝΩΝ (ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ) ΑΠΟ ΤΟ 1847. ΣΠΑΝΙΑ ΚΑΡΤ-ΝΤΕ-ΒΙΖΙΤ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΣΥΝΤΟΜΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΩΝ.
Αργότερα συνεταιρίστηκε με τον Γεώργιο Δαμιανό, που εργαζόταν μέχρι τότε στη Σύρο. Η συνεργασία αυτή, όπως συνηθιζόταν τότε, ήταν αρκετά σύντομη και ο Ξ. Βάθης παρέμεινε και πάλι μόνος του. Το Μάιο του ίδιου χρόνου φωτογράφισε τρεις από τους ληστές που ήταν υπεύθυνοι για τη σφαγή στο Δήλεσι (30 Μάίου 1870). Για το λόγο αυτό είναι ο πρώτος «φωτορεπόρτερ» στην Ελλάδα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1880 ο Ξενοφών Βάθης έπαψε να αναφέρεται στους εμπορικούς οδηγούς.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Ελάχιστες πληροφορίες είναι γνωστές για τον πρώιμο αυτόν Αθηναίο φωτογράφο, ο οποίος άρχισε να εργάζεται το 1875 και παρέμεινε ενεργός μέχρι το 1900 περίπου. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι ότι φωτογράφιζε, αποκλειστικά σχεδόν, απόψεις πόλεων, αρχαιολογικών χώρων και μνημείων.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ. ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΦΑΛΗΡΟΥ, ΠΕΡ. 1875.
Οι φωτογραφίες του, συνήθως μεγάλων διαστάσεων, προορίζονταν για τους ταξιδιώτες και τους περιηγητές. Η γωνία λήψης και η προοπτική των θεμάτων του δεν χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Δείχνουν όμως ότι ο φωτογράφος είχε καλή τεχνική κατάρτιση.
Γ. Π. ΘΕΟΔΩΡΟΥ
Πρώιμος Αθηναίος φωτογράφος. Το 1868 διατηρούσε φωτογραφείο «παρά τη Αγία Ειρήνη» και αργότερα στην οδό Ερμού 30. Το 1877 χρέωνε 6 φράγκα για μία δωδεκάδα καρτ-ντε-βιζίτ.
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΣ
Εργάστηκε στην Αθήνα την ίδια περίοδο με τον Κωνσταντίνο Δημητρίου  Το πρώτο φωτογραφείο του ονομαζόταν «Ο Απελλής» και βρισκόταν στην οδό Αγάθωνος 5. Χρέωνε 5 φράγκα για μία δωδεκάδα όμοιων καρτ-ντε-βιζίτ.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΑΛΦΑΣ (1836-;)
Ο Αθανάσιος Κάλφας είναι ουσιαστικά ο τρίτος φωτογράφος της Αθήνας μετά τον Φίλιππο Μαργαρίτη και τον Ιωάννη Κωνσταντίνου. Είχε γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη και είχε εργαστεί ως φωτογράφος στο Παρίσι. Τον Οκτώβριο του 1859 αναφέρει σε ειδοποίησή του ότι «[...] ελθών εκ Παρισίων ήρχισε τας φωτογραφικάς αυτού εργασίας [...] συνεργάζεται δε μετά του Κ. Πέτρου Μωραΐτου ζωγράφου, καθ' εκάστην από τής 9ης ώρας π.μ. μέχρι τής 3 μ.μ., την δε Κυριακήν μέχρι τής 2 μ.μ. [.. .]». Το φωτογραφείο τους πρέπει να λειτούργησε αρκετούς μήνες νωρίτερα, γιατί διαφορετικά δεν θα είχαν προλάβει να συμμετάσχουν στα Α' Ολύμπια, στις 16-18 Νοεμβρίου 1859, στα οποία και βραβεύτηκαν με «Αργυρούν Βραβείον Β' τάξεως». Η συνεργασία τους ήταν πολύ σύντομη, γιατί ήδη το Νοέμβριο του 1860 ο Α. Κάλφας παρέμεινε στην ίδια θέση, αλλά ο Πέτρος Μωραΐτης άνοιξε δικό του φωτογραφείο. Ο Κάλφας τότε διαφήμιζε ότι κατασκεύαζε εικόνες φωτογραφικές και έδινε μαθήματα φωτογραφίας.
Α. ΚΑΛΦΑΣ - Ξ. ΒΑΘΗΣ. ΣΠΑΝΙΑ ΚΑΡΤ-ΝΤΕ-ΒΙΖΙΤ ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΩΝ, ΠΕΡ. 1861-1862. ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΕΧΕΙ ΤΟ ΠΡΩΙΜΟ ΣΤΕΡΕΟΣΚΟΠΙΟ ΚΑΙ ΟΙ ΣΤΕΡΕΟΣΚΟΠΙΚΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ.

Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1860 ειδοποιούσε το κοινό ότι «επανελθών εκ Παρισίων όπου είχε μεταβή διά προμήθευσιν τελειοτέρων μηχανών τής τέχνης του [...] ότι χάρις εκ του νέου τρόπου με τον οποίον σήμερον εις Παρισίους εργάζονται και εις τας ειδικάς δι' επισκεπτήρια (carte de visite) μηχανάς τας οποίας έφερε, κάμει 25 εικόνας δι' επισκεπτήρια αντί δραχμών 20, προς εκτύπωσιν δε των 25 εικόνων δεν απαιτεί περισσότερον καιρόν παρ' όσον αλλού δι' εξ μόνον εικόνων [,..]». Το στοιχείο αυτό αποδεικνύει ότι πρέπει να είχε φέρει μια φωτογραφική μηχανή πολλαπλών φακών, που μπορούσε με μία λήψη να βγάλει έναν αριθμό λήψεων (πάνω σε μια μεγάλη πλάκα), που ήταν ανάλογες με τον αριθμό των φακών που διέθετε η μηχανή.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το πρώιμο στερεοσκόπιο και οι στερεοσκοπικές φωτογραφίες που βρίσκονται πάνω στο τραπέζι.
Α. ΚΑΛΦΑΣ - Π. ΜΩΡΑΪΤΗΣ. Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΕΠΙΧΡΩΜΑΤΙΣΜΕΝΗ (ΑΠΟ ΤΟΝ Π. ΜΩΡΑΪΤΗ) ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΥΡΙΑΣ ΜΕ ΤΟΠΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ, ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥΣ, 1860.
Πριν καλά καλά τελειώσει το 1860, ο Κάλφας συνεταιρίστηκε με τον Ξενοφώντα Βάθη, που πιθανόν μόλις τότε είχε έρθει από τον Πειραιά. Πολύ γρήγορα όμως και πάλι, στα μέσα του 1861 ο Α. Κάλφας εμφανίζεται... με νέο συνεταίρο τον φωτογράφο Νικόλαο Φαρμακίδη αυτή τη φορά. Το κατάστημά τους βρισκόταν μέσα στο Ξενοδοχείο «Απόλλων», στην οδό Ερμου.
Ανήσυχος όπως φαίνεται ότι ήταν, πρέπει να αναχώρησε στα τέλη του 1861 ή στις αρχές του 1862 για την Κωνσταντινούπολη. Από εκεί το 1866 πήγε στην Αμβέρσα όπου άνοιξε φωτογραφείο, στη Μαλίν και στις Βρυξέλλες.43 Λόγω της σύντομης παραμονής του στην Ελλάδα είναι λογικό να υπάρχει περιορισμένος αριθμός φωτογραφιών του.
ALEXANDRE QUINET (1836 - μετά το 1895)
Στα τέλη Μαΐου του 1851 ήρθε στην Αθήνα ο Γάλλος φωτογράφος Alexandre Quinet (Αλεξάντρ Κινέ), ο οποίος εγκατέστησε το πρόχειρο φωτογραφείο του στο σπίτι όπου διέμενε και άρχισε να κάνει δαγγεροτυπίες. Ταυτόχρονα δίδασκε τη μέθοδο της δαγγεροτυπίας, καθώς και τον τρόπο του χρωματισμού των φωτογραφιών. Πιθανώς ήταν αδελφός του γνωστού Γάλλου φωτογράφου Achille Quinet (Ασίλ Κινέ, 1831-1900).
Η πρώτη διαφήμιση του Quinet εμφανίζεται σε εφημερίδα της Αθήνας στις 31 Μάίου 1851:
Σε μεταγένεστερη καταχώρισή του κάνει δύο συμπληρώσεις: «[...] εις την τέχνην ταύτην Γάλλοι, Άγγλοι και Αμερικανοί. Αλλάζει κάδρα, καθαρίζει καί διορθώνει όλας τας χαλασμένας εικόνας [...]». Και στο τέλος του κειμένου προσθέτει: «[...] Δέχεται παραγγελίας δι' όλα τα Γαλλικά εμπορεύματα εις Παρισίους προς τον εμπορικόν οίκον Α. Γκινέ, κείμενου εν οδώ SAINT HONORE υπ' αριθ. 166».
Σε μία άλλη καταχώρισή του έχει κάνει την εξής αλλαγή: «Εικόνες φωτογραφικαί αναλλοίωτοι, μετά ή άνευ χρωμάτων συμπεριλαμβανομένου του κάδρου προς δρχ. 12-18-25 και ανωτέρω επί εγγυήσει, ότι αν δεν είναι όμοιαι αι εικόνες να μην πληρώνηται ουδέν λεπτόν [,..]».
Η τελευταία καταχώριση του φωτογράφου, σε μορφή ανακοίνωσης, εμφανίζεται στις 5 Ιουλίου 1851· σε αυτήν ανακοινώνει ότι θα αναχωρήσει από την Ελλάδα στις 18 Ιουλίου, γι' αυτό και «[...] ειδοποιεί το φιλόκαλον κοινόν της πρωτευούσης ότι όσοι έχουν να κατασκευάσουν εικόνας (κάδρα) πρέπει να διευθυνθούν πρός αυτόν προ τής ειρημένης προθεσμίας άλλως θέλουν στερηθεί τής ευνοϊκής αυτής ευκαιρίας καθ' ήν απήλαυσαν, όσοι επεθύμουν, εικόνας μοναδικής ομοιότητος».
Ο Quinet παρέμεινε για περισσότερο από ενάμιση μήνα στην Αθήνα, διάστημα ικανό που του επέτρεψε να κάνει σημαντικό αριθμό δαγγεροτυπιών, εξωτερικών λήψεων και, πιθανόν, μεταθανάτιων (νεκρικών) πορτρέτων. Καμιά όπως δαγγεροτυπία του δεν έχει εντοπιστεί μέχρι σήμερα.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΛΟΜΒΟΣ
Ένας από τους πρώτους επαγγελματίες φωτογράφους της Αθήνας. Το 1861 διέθετε φωτογραφείο στην οδό Ερμού 157, στην πλατεία Καπνικαρέας. Έλαβε μέρος στα Β' Ολύμπια και βραβεύτηκε με έπαινο για τις φωτογραφίες του. Την περίοδο εκείνη έφτιαξε ένα λεύκωμα με τίτλο «Έργα Γλυπτικής Φυταλών», που περιλάμβανε 28 ένθετες φωτογραφίες από αντίστοιχα γλυπτά των αδελφών Φυτάλη.
Γύρω στα 1888, λίγο πριν κλείσει το φωτογραφείο του, συνεταιρίστηκε για σύντομο διάστημα με τον Νικόλαο Παντζόπουλο, που μόλις τότε είχε έρθει από τη Σύρο.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΛΟΜΒΟΣ. ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΝΕΟΥ· ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΚΡΙΝΕΤΑΙ ΑΜΥΔΡΑ Η ΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΙΟΥ - ΓΡΑΦΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΔΥΟ ΑΓΓΕΛΩΝ ΣΕ ΟΠΙΣΘΟΤΥΠΟ ΚΑΡΤ-ΝΤΕ-ΒΙΖΙΤ ΤΟΥ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΥ.
JULIUS LANGE
Ο Julius Lange (Γιούλιους Λάνγκε), μηχανικός από τη Σαξονία, εργαζόταν στο παλάτι ως υπάλληλος του Θησαυροφυλακείου. Τον Οκτώβριο του 1847 δίδασκε γαλλικά στη Γερμανική Σχολή και το Νοέμβριο ανέλαβε να διδάξει γαλλικά σε έναν από τους μαθητές της Σχολής Χιλ.
Έχει αποδειχτεί ότι ο Lange γνώριζε τον γιατρό του Οθωνα, Bernard Roeser, και τον Xavier Landerer, οι οποίοι είχαν λάβει μέρος στην πρώτη παρουσίαση της δαγγεροτυπίας το Μάιο του 1840 στην Αθήνα. Στο η μερολόγιό της η σύζυγος του πάστορα της βασίλισσας Αμαλίας, η Christiane Lüth, γράφει στις 8/20 Οκτωβρίου 1847 σχετικά με τον Lange: «[...] Δίνει την εντύπωση σεμνού νέου και με συνέπεια. Είχε ασχοληθεί πολύ με τη δαγγεροτυπία, αλλά στην Κωνσταντινούπολη πούλησε τη μηχανή του γιατί είχε πάθει νευρικό πυρετό και αναγκάστηκε να μείνει καιρό στο κρεββάτι».
Στις 13 Μα'ίου 1853 ο Δανός αρχιτέκτονας Harald Conrad Stilling (Χάραλ Κόνραντ Στίλινγκ), όταν επισκέφθηκε τον Lange στο σπίτι του, είδε ένα μεγάλο αριθμό δαγγεροτυπιών και φωτογραφιών τις οποίες είχε τραβήξει ο ίδιος. Δεν θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ο Lange να έκανε δαγγεροτυπίες και στην Αθήνα ή να συμμετείχε στις πρώτες απόπειρες, μαζί με τους καθηγητές του Πολυτεχνείου.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΜΙΑΝΑΚΗΣ

Το πρώτο του φωτογραφείο το άνοιξε στο Αίγιο γύρω στα 1870. Γύρω στα 1876 λειτουργούσε φωτογραφείο στην οδό Αγίου Μάρκου στην Αθήνα, «παρά τή βρύσει Καλαμιώτου». Αργότερα έλαβε τον τίτλο του «Φωτογράφου της Α.Β.Υ. του Διαδόχου», γι' αυτό και ονόμασε το φωτογραφείο του «Photographie Royale».
Δ. ΜΑΡΤΙΜΙΑΝΑΚΗΣ. ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΣΕ... ΓΡΑΦΙΚΟ ΕΞΟΧΙΚΟ ΤΟΠΙΟ, ΠΕΡ. 1880.
Στα έντυπα χαρτόνια φωτογραφιών του γράφει ότι κατείχε και τον τίτλο του «Φωτογράφου της Αυτού Αυτοκρατορικής Υψηλότητος του Μεγάλου Δουκός της Ρωσίας». Σε διαφήμισή του το 1888 γράφει: «Φωτογραφίαι παντός μεγέθους: Χρωμοφωτογραφίαι - Εφαρμογή νεωτάτων εφευρέσεων Παρισίων και Βιέννης δι' επί τούτω μετακληθέντων εκ των δύο τούτων πόλεων τεχνιτών».
Την εποχή εκείνη είχε γίνει πολύ γνωστός στο ευρύτερο κοινό. Συχνά του ανέθεταν ειδικές φωτογραφίσεις. Σε μια τέτοια περίπτωση φωτογράφισε το προσωπικό και τις εγκαταστάσεις των μεταλλείων της Γαλλικής Εταιρείας στο Λαύριο. Στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού το 1900 ήταν ένας από τους δέκα Έλληνες φωτογράφους που συμμετείχαν (Ομάδα 3, Κλάση 12, αρ. 5). Κατά την προετοιμασία του λευκώματος με το οποίο έλαβε μέρος στην έκθεση, επισκέφθηκε την Πάτρα, τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου, μαζί με την κόρη του Ελευθερία, που ήταν και αυτή φωτογράφος. Φωτογραφίες του που χρονολογούνται στα μέσα της δεκαετίας του 1910 αποκαλύπτουν ότι ο φωτογράφος διέθετε τότε φωτογραφείο και στο Κάιρο.
ΣΠΥΡΟΣ Α. ΜΗΛΙΩΝΗΣ
Ο Σπύρος Μηλιώνης (1837-1910) υπήρξε ένας φωτογράφος ο οποίος δεν επεδίωξε την προβολή του μέσα από εκθέσεις. Δημιούργησε όμως μια οικογένεια φωτογράφων, που διατηρήθηκε για περισσότερο από 100 χρόνια.
Ο Μηλιώνης γεννήθηκε στην Κεφαλλονιά και ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και, παράλληλα, με τη φωτογραφία, στην οποία ήταν αυτοδίδακτος. Γύρω στα 1857 άνοιξε φωτογραφείο στην Πάτρα. Σε μια επίσκεψή του στην Αθήνα παρουσιάστηκε στους βασιλείς, οι οποίοι δέχτηκαν να τους φωτογραφίσει. Στα 1861 περίπου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και άνοιξε φωτογραφείο που στεγαζόταν σε ένα κατάστημα δίπλα στην Εθνική Τράπεζα, στην οδό Αιόλου, απέναντι από την Οικία Μελά (πρώην Ταχυδρομείο.
Μετά την έξωση του Οθωνα ο Μηλιώνης έφυγε για τη Βιέννη, όπου παρακολούθησε μαθήματα ρετούς στη Σχολή Καλών Τεχνών. Στο διάστημα αυτό, παραχώρησε το φωτογραφείο του στον Γεώργιο Μωραΐτη. Τον Ιούνιο του 1863 ξέσπασαν στην Αθήνα ταραχές (Ιουνιακά), και ο όχλος επιτέθηκε και κατέστρεψε την Εθνική Τράπεζα και όλα τα καταστήματα που βρίσκονταν στο κτιριακό συγκρότημά της. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και το φωτογραφείο του Μηλιώνη.
Το 1864, μετά την παλινόρθωση, επέστρεψε στην Αθήνα και άνοιξε ξανά, για σύντομο διάστημα, το φωτογραφείο του. Ύστερα άρχισε να περιοδεύει σε όλα τα μέρη της τότε ελεύθερης Ελλάδας. Έμενε σε κάθε πόλη για λίγο καιρό φωτογραφίζοντας πορτρέτα και αρχαία μνημεία και κατόπιν πήγαινε σε άλλη.
Ο Μηλιώνης, όπως οι περισσότεροι φωτογράφοι εκείνης της εποχής, ήταν αυτοδίδακτος, γι' αυτό κάθε φωτογραφική πληροφορία αποτελούσε γι' αυτόν πολύτιμη πηγή γνώσης που έπρεπε να διαφυλαχθεί. Για το σκοπό αυτό διατηρούσε ένα ιδιόχειρο σημειωματάριο, που το άρχισε την 1η Μάίου 1874. Το σημειωματάριο αυτό διασώθηκε από τους απογόνους του και αποτελεί σήμερα σημαντική ιστορική πηγή. Σε αυτό καταγράφει όλες τις φωτογραφικές του εμπειρίες, τις συνταγές και τα πειράματά του καθώς και τις ώρες εργασίας και τους μισθούς που έδινε στους μαθητευόμενους φωτογράφους που δούλευαν σε αυτόν.
Από το σημειωματάριό του συμπεραίνεται ότι η μέθοδος του υγρού κολλωδίου χρησιμοποιήθηκε στην Ελλάδα από το 1855 μέχρι το 1880 περίπου. Στις πρώτες του συνταγές αναφέρεται διεξοδικά στις διάφορες παραλλαγές της μεθόδου, και γύρω στα 1878-1880 αναφέρει τη σημασία της μεθόδου του ξηρού κολλωδίου για τους ταξιδιώτες φωτογράφους και περιγράφει τις τεχνικές της. Σύμφωνα με τον γιο του Αντώνη Μηλιώνη, ο Σπύρος Μηλιώνης έφερε πρώτος τη μέθοδο του ξηρού κολλωδίου στην Ελλάδα και πέτυχε σημαντικές βελτιώσεις στη διαδικασία της. Περιγράφει επίσης τους πρώτους χημικούς πειραματισμούς των φωτογραφιών σε διάφορους τόνους, που λανθασμένα ονομάζει φεροτυπία, από τις ενώσεις των αλάτων του σιδήρου που περιέχονται σ' αυτές (ferroprussia-te print). Η φωτογραφία αυτή είχε πρασινομπλέ ή μπλε χρώμα και ήταν του συρμού γύρω στα 1880.
Φαίνεται ότι σε κάποιες από τις περιοδείες του ο Μηλιώνης δούλευε για λογαριασμό των αδελφών Ρωμαΐδων, αφού φωτογράφιζε αρχαιότητες τις οποίες εκείνοι εμφάνιζαν για δικές τους. Όταν εργαζόταν στην Αθήνα, είχε σημαντικούς και επώνυμους πελάτες. Μεταξύ αυτών ήταν ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο Δημήτριος Βούλγαρης, ο Δημήτριος Καλλιφρονάς, ο Εμμανουήλ Δεληγιώργης και οι Κυρίες επί των Τιμών Μαρία Γρίβα και Ασπασία Καρπούνη.
Ο Σπύρος Μηλιώνης απέκτησε 18 γιους και 4 κόρες! Οι γιοι του Αντώνης και Χρήστος και η κόρη του Φιλαλήθεια (Φιλία) ασχολήθηκαν με τη φωτογραφία. Το 1897 έστειλε τον πρωτότοκο γιο του, τον Αντώνη, ως μαθητευόμενο ρετουσέρ στο φωτογραφείο του C. Merlin. Μετά το θάνατο του Merlin συνέχισε να εργάζεται κοντά στον Carl Boehringer, ο οποίος το ανέλαβε. Εργάστηκε κατόπιν στο φωτογραφείο τον Δημήτριου Κάβρα και, τέλος, στους αδελφούς Ρωμαΐδες, όπου έκανε λήψεις αρχαιοτήτων για λογαριασμό τους. Το 1908 ο Αντώνης ανέλαβε μαζί με τον αδελφό του Χρήστο το οικογενειακό φωτογραφείο στην οδό Αγίου Μάρκου 1.
Το 1911 εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο όπου άνοιξε φωτογραφείο το οποίο απέκτησε μεγάλη φήμη και διατηρήθηκε μέχρι τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Το φωτογραφείο του Χρήστου Μηλιώνη ανέλαβε η κόρη του Μαρία, η οποία το λειτούργησε μέχρι το 1958.
HENRI BECK (1804-1883)
Πρόσφατες έρευνες μου επέτρεψαν την ανακάλυψη σημαντικών πληροφοριών για τη ζωή και το έργο του. Ο Heinrich Beck (Χάινριχ Μπεκ) γεννήθηκε στο Ούμστατ της Γερμανίας στις 24 Σεπτεμβρίου 1804. Στην Ελλάδα ήρθε στις 11 Νοεμβρίου 1834 ως υπαξιωματικός του βαβαρικού εκστρατευτικού σώματος και παρέμεινε σ' αυτό μέχρι τις 5 Οκτωβρίου 1839. Το 1840 εργάστηκε στην Αθήνα ως βοηθός του Γερμανού βιβλιοπώλη Adolph Nash (Άντολφ Νας). Παντρεύτηκε εδώ μια Γερμανίδα έποικο και απέκτησε δύο κόρες.
Σύμφωνα με αναφορά της συζύγου του ιερέα της βασίλισσας Αμαλίας, Δανέζας Christiane Liith, ο Beck εργάστηκε για ένα διάστημα ως βιβλιοπώλης στη Σμύρνη. Τον συνάντησε εκεί σε ένα ταξίδι της το 1846. Στις αρχές της δεκαετίας του 1850 επέστρεψε στην Αθήνα και ασχολήθηκε με τη φωτογραφία, χρησιμοποιώντας αρχικά τη μέθοδο της δαγγεροτυπίας και αργότερα τη μέθοδο του υγρού κολλωδίου. Τη φωτογραφία πρέπει να τη διδάχτηκε στη Γερμανία, όπου κατά περιόδους ταξίδευε, ή στη Σμύρνη.
Το 1853 βρισκόταν στην Ερμούπολη της Σύρου. Σε ειδοποίησή του γράφει: «[...] Προτίθεμαι νά δώσω εις τό έν τή πλατεία Όθωνος ξενοδοχείον τον Κυρίου Νέζερ, κατά τό νέον σύστημα τής Αμερικής χρωματισμένος εικόνας τον δαγγεροτύπον (φωτογραφίας), όσον τό δυνατόν εις μικροτέρας τιμάς. Τό έργοστάσιόν μου θέλει έσθαί άνοικτόν άπό τήν 1 ώραν π.μ. μέχρι 6 μ.μ., τά δέ δείγματα τών εικόνων, έκτίθενται είς άμφοτέρας τάς ένταϋθα Λέσχας».
ΤΟ ΥΔΡΑΥΛΙΚΟ ΩΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ ΚΥΡΡΗΣΤΟΥ (ΑΕΡΗΔΕΣ). TOUR DES VENTS. 1868. BECK, HENRI. VUES D’ATHÈNES ET DE SES MONUMENTS, PHOTOGRAPHIES D’APRÈS NATURE, ΒΕΡΟΛΙΝΟ-ΛΟΝΔΙΝΟ, A. ASHER & CO., 1868.

Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΦΑΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΙΓΙΝΑ. TEMPLE D'ÉGINA.. 1868. BECK, HENRI. VUES D’ATHÈNES ET DE SES MONUMENTS, PHOTOGRAPHIES D’APRÈS NATURE, ΒΕΡΟΛΙΝΟ-ΛΟΝΔΙΝΟ, A. ASHER & CO., 1868.
Παρέμεινε για δύο τουλάχιστον μήνες στην Ερμούπολη, γιατί σε άλλη ειδοποίησή του αναφέρει ότι «έξακολουθώ νά κατασκευάζω Ήλιοτύπους εικόνας (Daguerreotypes) έν τή οικία τού Κ. I. Έννινγκ κειμένη πλησίον των οικιών τών κ.κ. Ζυγομαλά, Ίλδνερ καί Κουτσά». Είναι απορίας άξιον όμως γιατί, ενώ διαφήμιζε τη δουλειά του στη Σύρο, δεν έκανε αντίστοιχες δημοσιεύσεις στις αθηναϊκές εφημερίδες.
Σε γερμανικό βιβλίο σχετικό με τους πρώιμους φωτογράφους αναφέρεται ότι «ο πρώτος που έφερε [στη Γερμανία] στο εμπόριο φωτογραφίες των Αθηνών ήταν ο εκεί εγκαταστημένος φωτογράφος Heinrich Beck. Στη δεκαετία του 1860 διέθετε κατά καιρούς μιαν ορισμένη συλλογή με 54 φύλλα με τον τίτλο Vues d'Athenes et ses monuments. Photographies d'apres nature». To εν λόγω λεύκωμά του είχε εκδοθεί αρχικά το 1864 στη Λειψία από τον οίκο Hinrichsche Buchhandlung, σε δύο εκδόσεις. Το 1868 εκδόθηκε ένα παρόμοιο λεύκωμα μεγάλων διαστάσεων με 52 επικολλημένες φωτογραφίες αλμπουμίνας, που εκδόθηκε από τον οίκο Asher στο Βερολίνο. Ήταν αυτό που τον έκανε ευρύτερα γνωστό. Σ' αυτό παρουσιάζονται όψεις της Αθήνας καθώς και τα βασικά αρχαία μνημεία της.
Είναι αναμφισβήτητη η σημασία τους ως ιστορικών ντοκουμέντων και ως πηγής πληροφοριών για την Αθήνα στα μέσα του 19ου αιώνα. Εκτός αυτών, όμως, εκείνο που κάνει τις φωτογραφίες του τόσο ενδιαφέρουσες (αν και είναι περιορισμένες σε αριθμό) είναι η τεχνική τους αρτιότητα, η άψογη και ισορροπημένη σύνθεσή τους, αλλά, πάνω απ' όλα, η πρωτοτυπία στην επιλογή των γωνιών λήψης. Ο Beck υπέγραφε ως Henri και όχι ως Heinrich. Ισως αυτό γινόταν από πρόθεση για να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ήταν Γάλλος, κάτι το οποίο προσέδιδε μεγαλύτερη καλλιτεχνική βαρύτητα εκείνη την εποχή. Η τελευταία αναφορά για τον φωτογράφο Heinrich Beck βρίσκεται σε πηγή του εξωτερικού. Στο Adressbuch fur Photographie του 1879 περιλαμβάνεται ανάμεσα στους φωτογράφους της Αθήνας.
Ο γιος του Carl Beck (Καρλ Μπεκ) ασχολήθηκε και αυτός με τα βιβλία και έγινε γνωστός ως εκδότης. Δούλεψε για ένα διάστημα στο βιβλιοπωλείο Βίλμπεργκ, ενώ ύστερα ίδρυσε δικό του εκδοτικό οίκο, τον οποίο διηύθυνε μέχρι το 1902. Τότε συνεταιρίστηκε με τον Γουλιέλμο Μπαρτ, μέχρι το 1910, οπότε αποχώρησε αφού πούλησε το μερίδιό του στον Κ. Ελευθερουδάκη.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΩΡΑΪΤΗΣ
Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες που υπάρχουν για τον Γ. Μωράί'τη. Εμφανίζεται στα 1875 να διατηρεί φωτογραφείο στην οδό Αιόλου 79, απέναντι από τη Χρυσο-σπηλιώτισσα και σε απόσταση αναπνοής από το φωτογραφείο του Πέτρου Μωράί'τη. Μέχρι σήμερα δεν έχει αποδειχτεί αν οι δύο συνονόματοι φωτογράφοι είχαν κάποια συγγένεια μεταξύ τους.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΩΡΑΪΤΗΣ. Η ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΑΔΡΙΑΝΟΥ. Η ΜΙΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΖΕΥΓΟΣ ΣΤΕΡΕΟΣΚΟΠΙΚΩΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ. ΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟ ΧΑΡΤΟΝΙ ΔΗΛΩΝΕΙ ΟΤΙ Ο ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ ΣΚΟΠΕΥΕ ΝΑ ΕΚΔΩΣΕΙ Η ΕΙΧΕ ΕΚΔΩΣΕΙ ΜΕΓΑΛΟ ΑΡΙΘΜΟ ΑΠΟ ΑΥΤΕΣ, ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΣΩΖΟΝΤΑΙ - ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΜΙΚΡΟΥ ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ, ΠΕΡ. 1880.
Ο Άλκης Ξ. Ξανθάκης, στο βιβλίο του Η Ελλάδα του 19ου αιώνα με τον φακό του Πέτρου Μωραΐτη, υποστηρίζει ότι ο εντοπισμός ορισμένων τιμολογίων του Απριλίου του 1872, που έχουν το όνομα του Γ. Μωραΐτη, αλλά αναφέρουν ως διεύθυνσή του την οδό Αιόλου 82, αποδεικνύουν ότι ο Γ. Μωραΐτης εργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα μαζί με τον Πέτρο, πιθανόν όταν εκείνος χρειάστηκε να λείψει από το φωτογραφείο του.
Μία από τις σπάνιες διαφημίσεις του Γ. Μωράί'τη το 1875 αναφέρει: «Τo αρτισύστατον τούτο κατάστημα πλουτισθέν δια των εντελεστέρων μηχανών τής Ευρώπης και των εκλεκτοτέρων υλικών και στηριζόμενον εις την εν τή τέχνη τελειοποίησιν του διευθυντού, εις την εντέλειαν των εργαλείων και εις την επιμέλειαν και ταχύτητα τής εργασίας, υπόσχεται τελείαν επιτυχίαν και συνίσταται εις το κοινόν. Υποδείγματα εικόνων, ανηρτημένα επί τής θύρας, μαρτυρούσι περί τής επιτυχίας […]».
Τον ίδιο χρόνο ο Γεώργιος Μωραΐτης βραβεύτηκε με το Αργυρό Μετάλλιο β' τάξεως για την τεχνική του στην Έκθεση των Γ' Ολυμπίων, στην Αθήνα. Λίγο μετά τη βράβευσή του, έφερε χαρτόνια για τις φωτογραφίες του που ήταν λιθογραφημένα στον οίκο Trapp & Munch, στη Βιέννη. Με κόκκινο μελάνι υπήρχαν τυπωμένες στο πίσω μέρος των χαρτονιών οι δύο όψεις του μεταλλίου του 1875.
CARL SCHIFFER
Βαβαρός φωτογράφος ο οποίος άνοιξε φωτογραφείο για δύο περίπου χρόνια στην Αθήνα, την περίοδο 1859-1861. Με «Ειδοποίησίν» του σε εφημερίδα, το Νοέμβριο του 1859, πληροφορούσε το κοινό ότι:
ό υποφαινόμενος λαμβάνει τήν τιμήν να ευχαριστήση τό σεβαστόν κοινόν διά τάς πολλάς έπισκέψεις τάς οποίας τον κάμνει καθημερινώς, έλπίζων ότι καί εις τό εξής θέλει τό ευχαριστήσει, έπειδή δεν φείδεται ούτε κόπον, ούτε έξοδα εις τήν κατασκευήν των φωτογραφικών προσώπων τα οποία κατασκευάζει άπό τον μικρότερον μέχρι τον μεγαλυτέρον μεγέθους μετά καί άνευ χρωμάτων κατά τήν επιθυμίαν έκάστου. Εργάζεται δέ εν τή οικία τον άπό τάς 9 π.μ. μέχρι τής α' μ.μ εις τήν όποιαν εύρίσκονται έκτεθειμένα, προς θεωρίαν τον κοινού, διάφοραι εικόνες κυρίων καί κυριών τής πρωτευούσης. Ειδοποιεί προσέτι τό κοινόν ότι έχει καί συλλογήν στερεοσκόπων έχόντων στρογγυλά καί τετράγωνα υαλία με προσθέτους ζωγραφιάς επί ύαλίων, καθώς καί επί χαρτιών, τήν οποίαν επιθυμεί νά πωλήση εις μετριωτάτην τιμήν ή νά ένοικιάση εις τινα μ' όλα τά άναγκαία προς κατασκευήν πανοράματος. Κατοικεί δέ εις τήν οικίαν όπου ήν πριν τό γραφείον τής εισαγγελίας κειμένης όπισθεν τής όδού Αιόλου καί τον παντοπωλείου Σταμορράφτου.

Κάρολος Σχήφερ
Λίγο αργότερα σε άλλη δημοσίευσή του αναφέρεται ως «Φωτογράφος καί Ζωγράφος», 65 ενώ σε επόμενη αναφέρει ότι κατασκεύαζε και φωτογραφικά πορτρέτα «διά πιλιέτα έπισκέψεως εν καί πλειότερα μέ φυσικά χρώματα καί άνευ, μικρόν καί μεγάλου μεγέθους [...]». Για τελευταία φορά συναντάται «Ειδοποίησίς» του σε εφημερίδα στις 10 Ιουνίου 1861. Είχε στο μεταξύ μεταφέρει το φωτογραφείο του στο πρώην κατάστημα της Δημαρχίας, επί της οδού Ερμού. Εκεί, προφανώς στην ταράτσα, είχε κατασκευάσει το χώρο εργασίας του: «[...] Έσυστησα αίθουσαν μέ υέλους, όπου οί φοιτώντες δννανται νά λάβωσιν όποιανδήποτε θέσιν πρός φωτογράφησιν, ένθα καί φώς ήλιον κατάλληλον υπάρχει προς ευτελή έκτύπωσιν των άντικειμένων άνευ τής παραμικράς έπιρροής των διαφόρων τον καιρόν μεταβολών [...]». Το είδος αυτό του φωτογραφείου διατηρήθηκε αναλλοίωτο μέχρι τη δεκαετία του 1930, οπότε τα φωτιστικά με ηλεκτρικές λάμπες κατάργησαν την ανάγκη ύπαρξης τζαμαριών και κουρτινών.
Ο Schiffer έκανε επίσης τονισμό των φωτογραφιών που τραβούσε με αργυρό και χρυσό, κάτι το οποίο έδινε μεγαλύτερη σταθερότητα στο είδωλο των φωτογραφιών. «[...] Αναγγέλλω προσέτι ότι εφαρμόζω χρυσόν καί άργυρον εις τάς φωτογραφίας μου, κατά τάς τελευταίας του Λονδίνου καί των Παρισίων έφευρέσεις. Κατασκευάζω δέ καί ομοιότυπα (portraits) χρησιμεύοντα ώς γραμμάτια έπισκέψεως (billets de visit) καθώς καί άλλα είδη φωτογραφικών εικόνων χρωματισμένων ή άχρωματίστων […]».
Το 2005 ανακαλύφθηκε, από τον γράφοντα, σε ιδιωτική συλλογή στη Βασιλεία της Ελβετίας μια μεγάλη σειρά φωτογραφιών του από αρχαιότητες της Αθήνας. Πρόκειται για άγνωστες λήψεις αλμπουμίνας διαστάσεων 13x18 εκ. περίπου.
Σε σχέση με το χρονικό διάστημα που παρέμεινε στην Ελλάδα, ο αριθμός των φωτογραφιών του που έχουν εντοπιστεί είναι σχετικά πολύ μικρός. Ο Schiffer πρέπει να έφυγε από την Ελλάδα λίγο μετά την άφιξη του Γεωργίου Α', τον Οκτώβριο του 1863.
Πριν καλά καλά τελειώσει το 1860, ο Κάλφας συνεταιρίστηκε με τον Ξενοφώντα Βάθη, που πιθανόν μόλις τότε είχε έρθει από τον Πειραιά. Πολύ γρήγορα όμως και πάλι, στα μέσα του 1861 ο Α. Κάλφας εμφανίζεται... με νέο συνεταίρο τον φωτογράφο Νικόλαο Φαρμακίδη αυτή τη φορά. Το κατάστημά τους βρισκόταν μέσα στο Ξενοδοχείο «Απόλλων», στην οδό Ερμου. Ανήσυχος όπως φαίνεται ότι ήταν, πρέπει να αναχώρησε στα τέλη του 1861 ή στις αρχές του 1862 για την Κωνσταντινούπολη. Από εκεί το 1866 πήγε στην Αμβέρσα όπου άνοιξε φωτογραφείο, στη Μαλίν και στις Βρυξέλλες. Λόγω της σύντομης παραμονής του στην Ελλάδα είναι λογικό να υπάρχει περιορισμένος αριθμός φωτογραφιών του.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ : 1939 - 1970 / ΑΛΚΗΣ Ξ. ΞΑΝΘΑΚΗΣ - ΑΘΗΝΑ : ΠΑΠΥΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ, 2008


from ανεμουριον https://ift.tt/2ImhBic
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη