Το ατίθασο νησί των Ψαρών, το νησί των μπουρλότων και των καπεταναίων, έχει και μιαν άλλη, γοητευτικά ανθρώπινη όψη και φωνή. Σε καιρούς καλούς γαλήνιους και πλούσιους, τα Ψαρά γέννησαν τα δικά τους έθιμα, τα δικά τους τραγούδια και παραμύθια. Ένας τόσο μικρός τόπος κατάφερε να χτίσει ένα ολόκληρο στόλο καραβιών που έφταναν μέχρι την άκρη της Μεσογείου κι έφερναν πίσω όλα τα καλά που ξέρει να δίνει η θάλασσα. Όμως, ενάντια σ' αυτή την σχεδόν μόνιμη επαφή με τον έξω κόσμο, οι Ψαριανοί διατήρησαν μιαν αυτόχθονη φυσιογνωμία στα ήθη και τα έθιμα τους.
Η θάλασσα
Βασικός άξονας της ζωής, από μια περίοδο και πέρα, στάθηκε η θάλασσα, μ' όλες τις ευλογίες και τις πίκρες της. Έτσι, τα τραγούδια του ξενιτεμού βρήκαν τη θέση τους στην κορυφή της λαϊκής ποίησης του νησιού.
«Από τα ξένα που βρεθώ, μήνυμα θα σου στείλω / με τη δροσιά της Άνοιξης την πάχνη τον Χειμώνα / θε να σου στείλω μάλαμα, θε να σου στείλω ασημί / το δάκρυν της ψυχούλας μου, των άστρων το μπρισίμι».
Η θάλασσα δεν δίνει μονάχα πλούτος και δόξα, ταξίδια και χαρές. Κρύβει μέσα της το θάνατο που γίνεται διπλά πικρός, δεμένος με την ερημιά της ξενιτιάς. Ο θάνατος του ναυτικού έχει κάτι από τη βαθιά πίκρα που συναντάμε στο Αρχαίο Δράμα γιατί δεν υπάρχει τρόπος να ταφεί ο νεκρός σύμφωνα με τα πρεπούμενα. Ο ετοιμοθάνατος μιλά στα ίδια του τα μάτια τη φοβερή ώρα του θανάτου, μια και κανείς αγαπημένος του δεν βρίσκεται στο πλευρό του να του παρασταθεί:
Ματάκια μου σφαλίσετε / χέρια μου σταυρωθείτε / κι εσύ κορμί σαϊνικό / απλώσου μοναχό σου.
Κι απ' την πλευρά των συγγενών που περιμένουν στο νησί, το παράπονο γίνεται βαρύ και πικρό, συνοδεύοντας τα κόλλυβα στην εκκλησιά:
Ξένοι σε σαβανώσανε, / ξένοι σε παράχωσαν / του φίλου σου τα σωθικά / σαν του Χριστού μάτωσαν.
Οι γιορτινές ημέρες
Η ζωή όμως δεν είναι μονάχα πίκρα και κλάμα, πένθος και αναστεναγμός. Υπάρχουν και οι φωτερές μέρες της Γιορτής κι ο νησιώτης, ειδικά τον παλιό καιρό, γνώριζε πώς να αξιοποιεί τις λιγοστές αυτές μέρες και ώρες του γλεντιού σε κάθε ευκαιρία - ονομαστικές γιορτές, γάμους, βαφτίσια και γιορτές θρησκευτικές σαν τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και το Πάσχα. Κάθε γιορτή και κάθε περίσταση με τα δικά της χαρακτηριστικά τραγούδια και στιχάκια, που μεταφυτευόταν προφορικά από γιαγιά σε εγγόνι κι από μητέρα σε παιδί.
Μια από τις περίεργες συνήθειες των πολύ παλιών ημερών ήταν και τα κάλαντα του Λαζάρου ή, απλά ο «Λάζαρος», που τα έψαλλαν μικρά παιδιά που γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι για να τα φιλέψουν. Μια παλιά, τρυπητή κουτάλα αποτελούσε το κεφάλι της κούκλας που παρίστανε τον Λάζαρο κι ένα καλάμι δεμένο σταυρωτά αποτελούσε τα χέρια. Έντυναν την κούκλα με παλιά μωρουδιακά ρούχα και τη στόλιζαν με λουλούδια και κορδέλες.
Λάζαρος απελιθώθη, ανεστήθη κι εσηκώθη / ζωντανός, σαβανωμένος και με το κερί ζωσμένος. / Κλαίει η Μάρθα και η Μαρία, όλη - όλη η Βηθανία / Δόξα το Θεό δοξάζω και το Λάζαρο ξετάζω. / Πες μου Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη πον επήγες; / Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Επίσης υπήρχαν παλιότερα και κάλαντα των Φώτων, που τραγουδιώταν πάλι από τα παιδιά μετά τη πρωινή λειτουργία. Το ρίξιμο του Σταυρού στο πέλαγος, όποιες κι αν ήταν οι καιρικές συνθήκες ήταν αναπόσπαστο μέρος της γιορτής για το τέλος του Δωδεκαημέρου. Από σπίτι σε σπίτι γυρνούσαν οι παληκαράδες που είχαν πιάσει το σταυρό για το κέρασμα και το σχετικό φιλοδώρημα. Τη μέρα αυτή ακόμη και στις βάρκες κυματίζει η σημαία. Τα βαποράκια με τις χάρτινες σημαίες τους, τα κανονάκια και τα ταπεινά στολίδια τους γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι κάθε Παραμονή Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, ειδικά για να τραγουδήσουν τα παινέματα.
Μοναδική εξαίρεση τα σπίτια που είχαν χάσει άνθρωπο στη θάλασσα. Αν ο καιρός ήταν καλός, τριγύριζαν μέχρι το πρωί και η μοιρασιά των εισπράξεων γινόταν συνήθως στην αυλή κάποιας εκκλησίας για να μην ανάβουν καυγάδες. Το στερνό σπίτι που σταματούσαν ήταν και το πιο τυχερό γιατί «ο Άγιος Βασίλης εκεί ξεπέζευε για να ξεκουραστεί».
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου / κι αρχή που περιπάτησεν χρυσό δεντρίν εβγήκε. / Χαρίσετε μου τα κλειδιά τα μαργαριταρένια / να ανοίξω τον Παράδεισο να πιω νερό δροσάτο / να πέσω να αποκοιμηθώ σε μια μηλιά από κάτω.
Ο γιος της οικογένειας, συνήθως θαλασσινός, ερχόταν πρώτος στα παινέματα:
Έχεις και γυιο και μονογυιό / και γυιο και κανακάρη / που λούζεται, χτενίζεται / και στο σκολειό πηγαίνει. / Τον έβγαλεν ο δάσκαλος / να πει την αλφαβήτα / και ξέσυρε το χέρι του / και έχυσε το μελάνι / και λέρωσε τα ρούχα του, τα χρυσοκεντημένα…
Η ζωή όμως έχει τα αναφαίρετα δικαιώματα της έτσι τα νανουρίσματα είναι από τα τρυφερότερα δείγματα λαϊκής ποίησης στα Ψαρά, αλλά και τα τραγούδια του γάμου ξεχωρίζουν για το λυρισμό τους.
Σήμερα είν' άλλος ουρανός, σήμερα ειν' άλλη μέρα / σήμερα στεφανώνεται αετός την περιστέρα. / Όσο είναι ο ουρανός ψηλά κι ο πεύκος φουντωμένος / έτσι ο γαμπρός που κάναμε απ' όλα παινεμένος.
Έρχεται όμως και η ώρα της γέννησης, ειδικά του πρώτου παιδιού που, αν είναι αρσενικό, τότε η ευτυχία του ζευγαριού δεν μετριέται με τίποτα. Ο λυρισμός και η τρυφερότητα έχουν το πρώτο χέρι.
Κοιμάται το παιδάκι μου / και πώς να το ξυπνήσω / να πάρω διαμαντόπετρες / να το πετροβολήσω. / Νάνι μου και στο γάμο του / τρεις χώρες του χαρίζουν / τη Βενετιά με το φλουρί / την Κρήτη με το λάδι / και την Κωνσταντινούπολη / με το μαργαριτάρι.
Και το λυρικότερο
Κοιμήσου αστρί, / κοιμήσου αυγή / κοιμήσου νιο φεγγάρι / χρυσές μοίρες μοιρώνουνε / κείνην που θα σε πάρει /θά 'χει κρασί να δροσιστείς /αγάπη να χορτάσεις / και μεταξένιο πάπλωμα / σαν έρτεις να πλαγιάσεις.
Μα ο Χάρος πάντα παραμονεύει, είτε σε στεριά είτε σε θάλασσα και το μοιρολόι αποτελεί κι αυτό μέρος αναπόσπαστο της ζωής, ειδικά του ναυτικού που συχνά συναντά τον Χάροντα όχι στου «Διγενή τ' αλώνια», μα στα σκοτεινά νερά του ξένου πελάγους, μακριά από πρόσωπα αγαπημένα και το νησί που πάντα κουβαλάει μέσα του σαν την Πόλη του Καβάφη.
Έφυγες απ' τους δώδεκα κι από τους μετρημένους / απ' τους καλούς νοικοκυρούς κι από τους παινεμένους. / Ο Κάτω Κόσμος ΕΙΝ' κακός, γιατί δεν ξημερώνει / γιατί δεν κράζει πετεινός, δεν κελαϊδεί τ' αηδόνι. / Και πάλι ξαναστέλλω σου, ένα γαρουφαλάκι / βάλε το στο τσεπάκι σου που ήσουν παληκαράκι. / Τάχα ήντα να γίνηκε, τάχα ήντα να γίνει / η κρεμεζιά γαρουφαλιά, που 'χα στο παραθύρι.
Τα Ψαρά είναι από μόνα τους ένας τόπος ξεχωριστός, κάτι που ταξιδεύει ανάμεσα Ζωή και Μνήμη, φορτισμένος με τα στοιχεία του αρχαίου δράματος, ένας χώρος αρχέτυπος γι' αυτό και περίεργα μοναχικός. Πρέπει κανείς να βιώσει αυτό το χώρο, έστω και για σύντομο διάστημα μέχρι σιγά - σιγά να νιώσει ότι ποτίζεται από εκείνη την ιδιαίτερη αίσθηση του Χτες μέσα στο Σήμερα, και της Τραγωδίας μέσα στη Ζωή που αντιστέκεται. Κι όλα αυτά βρίσκονται μέσα στη Ζωή και στη λαϊκή Ψαριανή Μούσα.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΗΣ
ΤΑ ΗΡΩΪΚΑ ΨΑΡΑ
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1995
from ανεμουριον https://ift.tt/2wA68ZF
via IFTTT
