Μαίρη Μεταξά (1912, Ανατολική Ρωμυλία - 1987, Αθήνα)

του Αντώνη Μιχ. Πρέκα
...Έλα, μαμά... Ιάκωβος εδώ!... Άκου, μαμά.
»Ήρθε εδώ η Λέλα, και την έδιωξα. Ναι. Της είπα όσα με είπες... αλλά με είπε χαλβά και πολλά στεναχωρέθηκα... μαμά, άκου... να με κάνεις κιοφτέδες και κομματάκι χαλβά, τώρα που το θυμήθηκα».
Τηλεφωνικός μονόλογος από την ταινία «Νύχτα γάμου» του Γιάννη Δαλιανίδη.
Ο Ιάκωβος (Ιορδανίδης) δεν είναι άλλος από τον Κώστα Βουτσά. Στην άλλη άκρη του σύρματος βρίσκεται η Πολίτισσα κυρα-Πηνελόπη. Η Μαίρη Μεταξά. Ποια άλλη;
Η αιώνια κινηματογραφική μάνα του Βουτσά, όπως στο «Ανθρωπάκι» ή στο «Νύχτα γάμου» και σε πολλά άλλα φιλμ, ή στον θρυλικό μια εποχή «Ονειροπαρμένο» της μικρής οθόνης, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’70.
«Εγώ και ο Βουτσάς στο σινεμά, ως γνωστόν, συχνότατα ήμασταν ζευγάρι, οπότε η Μαιρούλα συνήθως έκανε την πεθερά μου», μου λέει η Μάρθα Καραγιάννη, και η ματιά της γλυκαίνει...
«Σαν νύφη με πεθερά ήμαστε σε διαρκή κόντρα.
»Ήταν καλή ηθοποιός, άφησε τη σφραγίδα της στις ταινίες που παίξαμε.
»Αυτό το παχουλό στιλ που είχε, το αγάπησε ο κόσμος, έβγαινε πολύ κωμικό.
»Τα πάχη μου τα κάλλη μου που λένε.
»Ως άνθρωπος ήτανε πολύ ταλαιπωρημένη, από ό,τι ήξερα.
»Δε μου είχε πει πολλά πράγματα για τη ζωή της, δε γνωρίζω πολλές λεπτομέρειες. Αυτό μόνο, ότι ήταν μια ταλαιπωρημένη γυναίκα.
»Ευτυχώς στα τελευταία της χρόνια έζησε καλά, κι αυτό είναι που μετράει...»
Η Μαίρη Μεταξά γεννήθηκε το 1912 στην Ανατολική Ρωμυλία. Γράφτηκε στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, τον Σεπτέμβριο του 1933.
Στο καλλιτεχνικό βιογραφικό της αναφέρεται ότι στη δεκαετία του τριάντα σημείωσε προσωρινή επιτυχία στο νούμερο «Οι νέες γυναίκες» μαζί με τη Νανά Σκιαδά και την Ήρα Μαρκοπούλου.
Έπαιζαν σε περιοδεία την επιθεώρηση των Κυπαρίσση - Γιαννακόπουλου «Περιπλανώμενος Αθηναίος» με τον θίασο του Παρασκευά Οικονόμου.
«Η Μαίρη Μεταξά ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση στον χώρο του θεάτρου και του παλιού σινεμά», διαπιστώνει ο θεατρικός συγγραφέας Βύρων Μακρίδης.
«Δε γνώρισε επιτυχία, όταν ήταν στα νιάτα της.
»Πήρε σύνταξη, απεστρατεύθη και μετά εκλήθη και έκανε δεύτερη καριέρα με τεράστια επιτυχία».
Η καλλιτεχνική συνύπαρξη με τον Κώστα Βουτσά τής άλλαξε τη ζωή.
Η συνάντησή τους ήταν για κείνην μοιραία, αλλά εντελώς συμπτωματική και οφείλεται, εν πολλοίς, σε έναν τρίτο άνθρωπο.
«Η Καλή Καλό την ανακάλυψε», αποκαλύπτει ο Κώστας Βουτσάς. «Καλή της ώρα...
»Εκείνη μας έφερε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και τη Μαίρη και εμένα. Προηγουμένως είχαμε πάει περιοδεία με τον θίασό της σε πολλά μέρη της Ελλάδας, και μετά μας έφερε στο θέατρο Περοκέ...»
Σύμφωνα με την Καλή Καλό, αυτό συνέβη το 1957...
Τότε εκείνη έμενε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη.
Μαθαίνει ότι νοικιάζεται το Στρατιωτικό Θέατρο και αποφασίζει να το πάρει.
Προηγουμένως πάει να δει την παράσταση του θιάσου που εστεγάζετο μέχρι τότε εκεί, μήπως και βρει κανέναν ηθοποιό, ως συμπληρωματικό, γιατί τον θίασό της θα τον συγκροτούσε και θα τον έφερνε από την Αθήνα.
Ξεχώρισε «μια νόστιμη, μελαχρινή τραγουδίστρια με ζεστή φωνή, την Κίτσα Παπαδοπούλου, την πασίγνωστη σήμερα Μαρινέλα δηλαδή, και έναν νεαρό ηθοποιό, τον Κώστα Βουτσά».
Η Καλή Καλό γράφει επί λέξει στο αυτοβιογραφικό της βιβλίο « Όσα δεν πήρε ο άνεμος» (Όπως θα διαπιστώσετε, η ματιά της στα γεγονότα είναι άκρως υποκειμενική...):
«Μόλις τελείωσε η παράσταση τους καλεί ο Σωματάρχης -αυτούς τους δύο- στο γραφείο του θεάτρου, όπου μας σύστησε.[…] Τότε τους λέω ότι, αν θέλουν, μπορώ να τους κρατήσω για τον μεγάλο θίασό μου που φέρνω από την Αθήνα, ως συμπληρωματικούς.
«Κανονίσαμε και τον μισθό, από είκοσι ή είκοσι πέντε δραχμές την ημέρα ο ένας, νομίζω, και θα τους ειδοποιούσα πότε αρχίζουμε πρόβες.
«Κατεβαίνω αμέσως στην Αθήνα, σχηματίζω τον θίασο με τους Τάκη Μηλιάδη, Πέτρο Πανταζή, Τάκη Χριστοφορίδη, αδελφές Αλέκα και Στέλλα Στρατηγού, Αρ. Χρυσοχόου, Γιώργο Λουκάκη, Φ. Ντάβου, Μπερέιγ, Γ. Στεφάνου, Ριζούδη, Ντιάνα Γκρέης και Μαίρη Μεταξά. Ορχήστρα Βαγγέλη Λυκιαρδόπουλου, κοστούμια Σκαλιντό-Αντουάν, σκηνικά Φιντανό. Κι αναγγέλλω την υπερεπιθεώρηση “Γαρύφαλλο στ’ αυτί”.
»[...] Όταν έφτιαχνα τον πιο πάνω θίασο στην Αθήνα για τη Θεσσαλονίκη, είχα ήδη κλείσει, χωρίς ακόμα να υπογράψουμε συμβόλαιο, για καρατερίστα, την εξαίρετη Γκόλφω Μπίνη. Και μια μέρα, όπως ήμουνα στο σπίτι της μητέρας μου, χτυπάει η πόρτα, και μπαίνει μια μεγάλη γυναίκα, τεραστίων διαστάσεων, η οποία μόλις με βλέπει πέφτει στα πόδια μου, μου τ’ αγκαλιάζει κι αρχίζει κλαίγοντας, να με παρακαλεί:
»Σε παρακαλώ κοριτσάκι μου, σε ικετεύω, έμαθα πόσο καλή καρδιά έχεις! Πάρε με στον θίασό σου, σε παρακαλώ παιδί μου.
Μου λείπουν τρεις μήνες για τη σύνταξή μου, δεν έχω κανέναν άλλο στον κόσμο, θα πεθάνω, αν δε με βοηθήσεις!
»Όλα αυτά τα είπε μονορούφι. Εγώ τα ’χασα, αιφνιδιάστηκα. Της πιάνω τα χέρια και τη βοηθάω να σηκωθεί λέγοντάς της: Κυρία μου, σας παρακαλώ, σηκωθείτε, ηρεμήστε και πέστε μου τι σας συμβαίνει; [...] Και μου εξήγησε:
»Λέγομαι Μαίρη Μεταξά. Δεν είμαι γνωστή ηθοποιός και μου λείπουν τρεις μήνες να συμπληρώσω τα ένσημά μου για να πάρω τη σύνταξή μου. Σε παρακαλώ παιδί μου, θα κάνεις μεγάλο ψυχικό αν με πάρεις. Και από μένα, ό,τι θέλεις. Να σου σιδερώνω, να σου πλένω! Θα κάνω ό,τι μπορώ! Γελώντας της λέω: Κυρία μου, τι είναι αυτά που λέτε; Σας παρακαλώ! Λυπάμαι ειλικρινά, αλλά έχω κλείσει συμφωνία με την κυρία Μπίνη. Οχ παιδάκι μου, δεν έχει ανάγκη η Γκόλφω από δουλειά. Εκείνη είναι γνωστή στην Αθήνα και μπορεί να βρει δουλειά. Τότε εγώ συγκινημένη απ’ όλη αυτή την ιστορία, της λέω: Κοιτάξτε, θα δω την κυρία Μπίνη κι αν όντως δεχτεί να με απαλλάξει από τη συμφωνία μας, τότε ευχαρίστως, να σας πάρω στη θέση της. Εγώ καρατερίστα χρειάζομαι. Πράγματι την επόμενη συναντώ την κυρία Μπίνη, η οποία με πολλή αξιοπρέπεια και καλοσύνη μου λέει: Δεν πειράζει, Καλή μου. Πάρε τη Μεταξά που έχει πιο πολλή ανάγκη από μένα».
Και κάτι χαριτωμένο από εκείνη την εποχή, όπως το αφηγείται ο Κώστας Βουτσάς:
«Όταν ήλθαμε στο Περοκέ η Καλή Καλό ανέβασε μια επιθεώρηση των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου.
»Ο τίτλος ήταν “Πάρε κόσμε”, σατίριζε τον ντόρο ο οποίος γινόταν και τότε με τις μετοχές.
»Θυμάμαι ότι σ’ ένα νούμερο του Τάκη Μηλιάδη, η Μαίρη Μεταξά έβγαινε ως βουβό πρόσωπο.
»Το ήξεραν όλοι πως ήταν καλή ηθοποιός, καλή κωμική καρατερίστα, πολύ καλή...
»Πώς είχε βγει έτσι το νούμερο αυτό, και δεν είχε ρόλο η Μαίρη, δεν μπορώ να καταλάβω. Τέλος πάντων...
»Πάει λοιπόν στον Σακελλάριο και του λέει:
»Βρε Αλέκο, βγαίνω στη σκηνή στο νούμερο του Μηλιάδη ως τουρίστρια και δε λέω μια λέξη...
»Κάτσε μια στιγμή να φωνάξω τον Χρήστο, της λέει εκείνος.
»Τον φωνάζει...
»0 Γιαννακόπουλος έπινε το ουισκάκι του.
»Κατεβαίνει αργά αργά από το μπαρ του θεάτρου και έρχεται προς το μέρος του.
»Εν τω μεταξύ η Μεταξά περίμενε με αγωνία τι θα πει ο Χρήστος, γιατί ο Χρήστος αποφάσιζε τις πιο πολλές φορές.
»Του λέει ο Σακελλάριος.
»Βρε Χρήστο, μήπως μπορούμε να βάλουμε κάτι εδώ στη Μαίρη τη Μεταξά;
»Γιατί; Τι κάνει;
»Κάνει μια τουρίστρια στο νούμερο του Μηλιάδη μαζί με όλο το τσούρμο και δε λέει λέξη...
»Ε, μπαίνοντας ας πει ένα No λέει ο Γιαννακόπουλος και φεύγει...
»Και μένει η Μαίρη με το στόμα ανοιχτό...»
Παρένθεση:
Σχετικά με τη σχέση συνεργασίας Γιαννακόπουλου - Σακελλάριου υπάρχει μια ιστορία.

Την αφηγείται ο Γιώργος Μουζάκης στην αυτοβιογραφία του:
«Ο Αλέκος Σακελλάριος με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο... ήταν ένα αχτύπητο συγγραφικό ζευγάρι.
»Υπάρχει μια ιστορία.
»Θα πεθάνω και δε θα βρίσκεις ούτε τίτλο για να γράψεις έργο, έλεγε συνέχεια ο Χρήστος στον Αλέκο.
»Αλλά ο Σακελλάριος ήξερε να πουλάει τα έργα, ενώ ο Γιαννακόπουλος ήταν δειλός.
»Δώσ’ του ένα μπουκάλι ουίσκι το πρωί να το πιει μέχρι το βράδυ κι άσ’ τόνε.
»Μετά του έλεγε ο Χρήστος του Αλέκου...
»Και θα μπω σαν πεταλούδα και θα βρω τον τίτλο σας και θα χαλάσει κόσμο το έργο σας.
»Κάναμε λοιπόν ο Τζαβέλλας, ο Σακελλάριος κι εγώ μια επιθεώρηση.
»Ψάχναμε να βρούμε τίτλο. Ο Γιαννακόπουλος είχε πεθάνει πια. Καθόμασταν όλοι, ο Μακρίδης ο επιχειρηματίας, εγώ, ο Σακελλάριος και ψάχναμε...
»Γράφουμε διαφόρους τίτλους και τους σημειώνω εγώ με τη σειρά.
»Κι έχουμε φτάσει και είναι δύο τη νύχτα κι έχουμε παγώσει όλοι και θέλουμε να φύγουμε, να το πάμε για αύριο.
»Και ξαφνικά από το ανοιχτό παράθυρο μπαίνει μια πεταλούδα και κάθεται στο πέτο του Σακελλάριου.
»Του φύγανε τα λειριά. Κάθεται και με κοιτάει.
»Φεύγει η πεταλούδα και μπαίνει στα κείμενα που έγραφα και κάτι σαν να σκάλιζε και κάνω έτσι και γυρίζω τη σελίδα κι αυτό ήταν.
»Πέταξε η πεταλούδα, αλλά το σημείο που είχε σταθεί ήταν η φράση: “Και μη χειρότερα”.
Λέω:
»Ρε παιδιά, ο Γιαννακόπουλος, κι όλοι τα έχασαν...»
Η επιθεώρηση τιτλοφορήθηκε «Και μη χειρότερα» (1968 -θέατρο Μετροπόλιταν- Θίασος: Στ. Παράβας, Μέμα Σταθοπούλου, Ελένη Ανουσάκη, Δέσποινα Στυλιανοπούλου, Μάρθα Βούρτση, Τάκης Μηλιάδης, Μεταξόπουλος - Φοντάνα κ. ά.)
Κλείνει η παρένθεση.
«Τη Μαίρη από κει και πέρα την είχα σχεδόν πάντα στον θίασό μου και στον κινηματογράφο...» λέει ο Βουτσάς.
«Την αγαπούσε πολύ και ο Δαλιανίδης, γιατί ήταν πολύ χρήσιμη ηθοποιός. Έκανε ό,τι ήθελες, οποιονδήποτε ρόλο και μάλιστα την Κωνσταντινουπολίτισσα την έκανε τέλεια...»
Έκανε πάντως αρκετές ταινίες και χωρίς τον Βουτσά.
Ανάμεσά τους: «Η κυρά μας η μαμή» με τη Γεωργία Βασιλειάδου και τον Ορέστη Μακρή, «Δυο τρελοί και ο ατσίδας» με τον Μίμη Φωτόπουλο και τον Αλέκο Τζανετάκο, «Η ωραία του κουρέα» με τον Γιάννη Γκιωνάκη και τη Μάρθα Καραγιάννη, «Η περίπτερού» με τη Γεωργία Βασιλειάδου και την Αλέκα Στρατηγού.
Ο Κώστας Βουτσάς την αναπολεί...
«Η γλυκιά μου η Μαίρη. Ήταν και στη ζωή, όπως τη βλέπετε και στις ταινίες, γι’ αυτό και όλοι την αγάπησαν.
»Πολλές φιλίες μαζί της είχε ο υπουργός, ο Βαγγέλης ο Γιαννόπουλος. Οι δυο τους είχαν έναν πολύ τρυφερό φιλικό δεσμό.
»Δεν είχε ελαττώματα.
»Ήταν θυμάμαι, μόνον δεινή καπνίστρια και μεγάλη κουμκαντζού.
»Όχι ότι είχε πάθος με τα χαρτιά ή ότι έπαιζε μεγάλα ποσά και τέτοια, όχι, απλώς της είχε μείνει αυτή η συνήθεια από το θέατρο, γιατί όταν πηγαίναμε περιοδεία ή όταν ήμαστε πολλές ώρες στο καμαρίνι, δεν είχαμε τι να κάνουμε και παίζαμε κανένα χαρτάκι για να περνά η ώρα.
»Το ’χουν αυτό οι ηθοποιοί...»
«Έμενε στην οδό Καλύμνου, ολομόναχη», θυμάται ο Νίκος Αθερινός.
«Δεν παντρεύτηκε ποτέ...
»Απ’ ό,τι είχα ακούσει κάποτε εργάστηκε και σαν παραδουλεύτρα. Ήταν την εποχή που ήθελε να συμπληρώσει τα ένσημά της για να βγει στη σύνταξη...
»Ήταν ξενύχτισσα. Έμενε μαζί μας μέχρι το ξημέρωμα στα τραπεζάκια της πλατείας Βικτωρίας.
»Για κάποια χρόνια εδέησε να χαρεί τη δόξα.
»Είχε δίψα για τη δουλειά της.
»Ακόμη και άρρωστη, με το μπαστουνάκι της στο χέρι, όταν άκουγε να μιλάμε για κάποια νέα παράσταση, μου έλεγε και το εννοούσε:
»Εμένα δε θα μου γράψεις τίποτα;...»
Ο Βύρων Μακρίδης αναφέρει κάτι που αν μη τι άλλο ξαφνιάζει:
«Τη Μαίρη Μεταξά τη γνώρισα λίγα χρόνια προτού φύγει από τη ζωή.
»Όταν έμπαινες στο σπίτι της είχε μια φωτογραφία δική της με ένα μαγιό εποχής, από την εποχή που ήταν κοπέλα, λυγερόκορμη και αδύνατη.
»Η φωτογραφία αυτή είχε και μια ιδιόχειρη αφιέρωση από κάτω.
»Μαιρούλα θα σ’ αγαπώ πάντα. Ο Κώστας σου έγραφε.
»Ξέρετε ποιος ήταν ο Κώστας;...
»Ο συγχωρεμένος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Τον είχε γνωρίσει ως φοιτητή της Νομικής...»
»Το τέλος ήλθε το 1991.
«Είχαμε πια μια σχέση πραγματικής μάνας και γιου κι ο κόσμος, βέβαια, νόμιζε ότι ήταν στ’ αλήθεια μητέρα μου.
»Αφού με ρωτούσαν πολλές φορές...
»Μάνα σου είναι η Μεταξά;
»Όπως κι εκείνη τη ρωτούσαν...
»Ο Βουτσάς είναι γιος σου;
»Την έβλεπα πολύ συχνά εκτός δουλειάς.
»Μια μέρα με παίρνει στο τηλέφωνο.
»Δεν είμαι καλά. Έλα να με πάρεις, μου λέει.
»Την πήρα και την πήγα σε μια κλινική στη Σόλωνος.
»Την επισκεπτόμουνα καθημερινά. Κάθε τόσο πήγαινα και ρωτούσα τους γιατρούς, να μάθω πώς πάει.
»Δεν μπορούσα να την αφήσω έτσι αυτή τη γυναίκα.
»Ήταν μόνη της στον κόσμο αυτή η γυναίκα.
»Της φέρθηκα σαν πραγματικός της γιος.
»Κι όταν κάποτε δεν πήγα να τη δω, γιατί είχα πολλές δουλειές, εκείνη με περίμενε.
»Την επόμενη μέρα ήταν θυμωμένη· μόλις πήγα με κατσάδιασε. »Γιατί δεν ήλθες χθες να με δεις;
»Με μάλωσε, όπως μαλώνει μια μάνα τον γιο της.
»Εγώ, βέβαια, γελούσα. Το έβλεπα τόσο τρυφερό όλο αυτό. »Και φυσικά στα χέρια μου τελείωσε η Μαίρη η Μεταξά».
Σαν να ’χε γιο...

ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ...
ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΑΘΗΝΑ 2006


from ανεμουριον https://ift.tt/2X6BgLP
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη