"Λαϊκή Σκηνή": η αφετηρία

Του Λυκούργου Καλλέργη
Στενοί συνεργάτες στα πρώτα χρόνια της «Λαϊκής Σκηνής» αλλά και του «Θεάτρου Τέχνης», ο Λυκούργος Καλλέργης (δεξιά) με τον Κάρολο Κουν. Στα πρώτα νεανικά τους χρόνια και οι δύο, το 1934.
Γνώρισα τον Κάρολο Κουν το χειμώνα του 1933. Ημουν πολύ νέος τότε, μαθητής της Δραματικής Σχολής της Λαϊκής Σκηνής που είχαν ιδρύσει κείνο το χρόνο ο Κουν, ο Διονύσιος Δεβάρης και ο Γιάννης Τσαρούχης. Οι μαθητές της σχολής αυτής θα αποτελούσαν τον πυρήνα του θιάσου της Λαϊκής Σκηνής, που επρόκειτο σύντομα να δώσει παραστάσεις. Εγιναν δεκτοί καμιά δεκαριά, μεταξύ αυτών εγώ, ο Ζερβός, η Κοκόλα, ο Δημ. Ντουνάκης, ο Κώστας Χατζηαργύρης και μερικοί άλλοι που δεν έμειναν στο θέατρο. Αυτοί οι δέκα μαζί με τον ίδιο τον Κουν αποτέλεσαν τον «θίασο». Καταπιαστήκαμε αμέσως με το ανέβασμα της «Ερωφίλης» του Χορτάτζη. Πάνω σ’ αυτό το έργο, που η προετοιμασία του κράτησε εφτά μήνες, κάναμε το πρώτα μας μαθήματα.

Σε επτά μήνες από την έναρξη των μαθημάτων της Σχολής, στις 20 Απριλίου 1934, ανεβάσαμε την «Ερωφίλη» στο θέατρο «Ολύμπια», στη θέση που είναι σήμερα η Λυρική Σκηνή (Ακαδημίας), με σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν και σκηνογραφίες-κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη. Η πρώτη αυτή εμφάνιση της Λαϊκής Σκηνής ξάφνιασε αλλά και ενθουσίασε. Ηταν ένα εξαιρετικό γεγονός για την καλλιτεχνική κίνηση της Αθήνας, μα και ένας σταθμός στην εξέλιξη του ελληνικού θεάτρου. Ο πνευματικός κόσμος -ποιητές, λογοτέχνες, άνθρωποι του θεάτρου- δεν έκρυβαν το θαυμασμό και τη συγκίνησή τους. Ήταν κάτι το πρωτοφανέρωτο. Η κριτική της εποχής την χαρακτήρισε «σαν μια προσπάθεια γενναία και αξιέπαινη που η συμβολή της στην ιστορία της θεατρικής τέχνης μπορεί να είναι σημαντικότατη». Στο πρόγραμμα, οι ιδρυτές της σχολής μεταξύ άλλων ανέφεραν: «Παρουσιάζουμε κάτι που μπορεί να φανεί φτωχό στο εξωτερικό του, γιατί αποβλέψαμε στον μέσα πλούτο των έργων και με τι τρόπο αυτός ο πλούτος θα μπορούσε να εκφραστεί πιο καλά και να αγγίξει την ψυχή μας, που την έχουν παραστρατήσει κακές ξένες απομιμήσεις». Ηταν η πρώτη εξαγγελία της Λαϊκής Σκηνής. Τη διακήρυξη αυτή υπέγραφαν ο Κάρολος Κουν, σκηνοθέτης, ο Διονύσιος Δεβάρης, διευθυντής, και ο Γιάννης Τσαρούχης, σκηνογράφος. Ηταν φανερό πως είχαν σκοπό να στρέψουν την ερμηνεία και τη σκηνοθεσία προς μια γνήσια λαϊκή αίσθηση, προς ένα λαϊκό εξπρεσιονισμό, που ήταν κάπως συγκρατημένος στο πρώτο έργο, την «Ερωφίλη», αλλά πιο έντονος, πιο καταλυτικός, στην «Αλκηστη» του Ευριπίδη και στον «Πλούτο» του Αριστοφάνη, που ανέβηκε από τον ίδιο θίασο τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου.

Η Λαϊκή Σκηνή δεν μπόρεσε να σταθεί οικονομικά και στα τέλη του καλοκαιριού του 1936 διαλύθηκε. Ο Κουν και οι μαθητές του σκόρπισαν στα διάφορα θέατρα. Ηταν λιγόχρονη η δράση της Λαϊκής Σκηνής, μα το πέρασμά της ήταν σαν μια πέτρα που έπεσε πάνω σε λιμνάζοντα νερά. Και στάθηκε ένας σταθμός για τον Κουν, μια λαμπρή αφετηρία που προδιέγραψε τη μελλοντική καλλιτεχνική του πορεία.

Το Θέατρο Τέχνης

Στις αρχές του 1942, μέσα στις μαύρες μέρες της γερμανικής κατοχής, μαζευτήκαμε πάλι, παλιοί και νέοι μαθητές του, νέοι συγγραφείς, σκηνογράφοι, μουσικοί και διάφοροι φίλοι του θεάτρου, ανάμεσά τους ο Πλωρίτης, ο Στεφανέλλης, ο Σεβαστίκογλου, η Ντάρα Στράτου, ο Κώστας Χατζηαργύρης, ο Μόνος Χατζιδάκις κ.ά., και κάτω από την καθοδήγηση και τη φωτεινή παρουσία του Κάρολου Κουν ιδρύθηκε το Θέατρο Τέχνης. Αρχισαν πάλι αμέσως οι δοκιμές και η μαθητεία των νέων ηθοποιών πάνω σ’ ένα συγκεκριμένο έργο, την «Αγριόπαπια» του Ιψεν, που προγραμματίστηκε σαν εναρκτήριο έργο. Ο Κώστας Χατζηαργύρης που είχε χρήματα τότε, προσφέρθηκε ανιδιοτελώς να κάνει το θεατρικό επιχειρηματία, σίγουρος πως θα έχανε τα χρήματα που διέθετε. Ο Θεόδωρος Κρίτας έκλεισε τότε το θέατρο «Αλίκης» (Μουσούρη) για τις παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης. Ξεκινήσαμε πάλι με ένα καινούργιο φανατισμό, εμείς, τα παλιά στελέχη της Λαϊκής Σκηνής, και οι νεότεροι άρχιζαν τότε τη θεατρική τους καριέρα (όπως ο Βασ. Διαμαντόπουλος, η Βάσω Μεταξά, η Καίτη Λαμπροπούλου, η Ελένη Χατζηαργύρη, η Μαρία Γιαννακοπούλου, η Αλέκα Κατσέλη, ο Νίκος Βασταρδής, η Ελλη Λαμπέτη, ο Κώστας Μπάκας κ.ά.), θερμαινόμενοι από την πίστη και το φανατισμό του δασκάλου.

Η πρώτη παράσταση της «Αγριόπαπιας» δόθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1942 στο θέατρο «Αλίκης». Στο πρόγραμμα της παράστασης, κανένα σημείωμα που να αναγγέλλει σκοπούς και προοπτικές. Θα μιλούσε η πράξη. Υπήρχε μόνο η διανομή του έργου σε τρεις γλώσσες: ελληνικά, γερμανικά, ιταλικά. Στο τέλος της παράστασης ο κόσμος της πρεμιέρας ξέσπασε σε φρενιασμένα χειροκροτήματα, σάμπως μέσα απ’ το σκοτάδι της σκλαβιάς να πρόβαλλε ένα φως λυτρωμού. Ο Χουρμούζιος αρχίζει την κριτική του στην «Καθημερινή» της επομένης, έτσι: «Ενα ωραίο, ένα ελπιδοφόρο ξεκίνημα η εμφάνιση του Θεάτρου Τέχνης. Μια απαρχή που έδωσε πολλά, πάρα πολλά, και υπόσχεται περισσότερα. Νέο αίμα μεταγγίζεται στις φλέβες του ελληνικού θεάτρου και το αίμα αυτό δεν μπορεί παρά να θρέψει μια σφριγηλή άνοιξη». Και ο Μιχ. Ρόδάς γράφει στο «Βήμα»: «Οι θεοί της ποιήσεως και της μεγάλης και γνήσιας Τέχνης κυριαρχούν και σ’ αυτή την εποχή του άκρατου μαυραγοριτισμού. Αυτό διεπιστώθη χθες με την έναρξη του νέου Θεάτρου Τέχνης που εδημιούργησε ο καλλιτέχνης κ. Κάρολος Κουν. Ο κόσμος προσήλθε και ευλαβικά παρακολούθησε την “Αγριόπαπια” του Νορβηγού δραματουργού Ιψεν. Πνοή αναγεννήσεως του νεοελληνικού θεάτρου έπνευσε, όπως στις ημέρες του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου και αργότερα του Θωμά Οικονόμου». Με το ίδιο πνεύμα, τον ίδιο ενθουσιασμό, γράφουν κι άλλοι κριτικοί της εποχής. Η παράσταση στάθηκε πράγματι ένα ορόσημο στην εξέλιξη του νεοελληνικού θεάτρου και μια φωτεινή αφετηρία στην καλλιτεχνική πορεία του Κάρολου Κουν και των συνεργατών του.

Αγάπη και πίστη

Οι παλιοί μαθητές και οι νεότεροι βρέθηκαν όλοι συσπειρωμένοι κοντά στον σοφό δάσκαλο, και μέσα σε αυτά τα δύσκολα χρόνια, στην πείνα και τις κακουχίες της εποχής, συνέχιζαν τον αγώνα θερμαινόμενοι από τα ιδανικά μιας αναγέννησης του ελληνικού θεάτρου που θα συνέπιπτε με τον ξεσκλαβωμό της πατρίδας. Ο αγώνας του Θεάτρου Τέχνης αποτελούσε γι’ αυτούς και αγώνα αντίστασης ενάντια στον κατακτητή. Τα περισσότερα μέλη του θιάσου είχαν οργανωθεί στον ΕΑΜ. Στο πρόγραμμα του τέταρτου έργου, που ήταν το «Ρόσμερσχολμ» του Ιψεν, τον Γενάρη του 1943, στο τέλος, μετά την τρίγλωσση διανομή, παρατίθεται ένα μικρό σημείωμα ανυπόγραφο, που με πολλή προσοχή και λιτότητα διατυπώνει τις αρχές του Θεάτρου Τέχνης: «Η ονομασία του θεατρικού μας οργανισμού δηλώνει το σκοπό μας: η αγάπη κι η πίστη στο θέατρο μάζεψε εμάς, που απαρτίζουμε τώρα το θίασο Θέατρο Τέχνης, σκηνοθέτη, ηθοποιούς, σκηνογράφους, συγγραφείς, μεταφραστές και μουσικούς, με μοναδικό σκοπό να εργαστούμε για τη δημιουργία ενός θεάτρου στο δρόμο της καθαρής τέχνης. Νιώθουμε πως έχουμε υποχρέωση ν’ αφιερώσουμε αληθινά και τίμια κάθε ανθρώπινη δύναμη και καλλιτεχνική ικανότητα που υπάρχει μέσα μας στη θεατρική προσπάθεια του τόπου μας. Το Θέατρο Τέχνης είναι θέατρο συνόλου. Ο κάθε εργάτης του, απ’ το σκηνοθέτη στο μηχανικό κι απ’ τον πρωταγωνιστή στον κομπάρσο, είναι ίσοι συντελεστές -ο καθένας στη θέση του κι ανάλογα με την ικανότητά του- στην ολοκλήρωση της καλλιτεχνικής θεατρικής δημιουργίας. Εργαζόμαστε τίμια και γνωρίζουμε συνειδητά πως η καλλιτεχνική δημιουργία πετυχαίνεται μεσ’ από σκληρό ατομικό αγώνα με την έρευνα και την αναζήτηση της καλλιτεχνικής αλήθειας».

Μ’ αυτές τις αρχές και με πλήρη συνέπεια προς αυτές, το Θέατρο Τέχνης πέρασε την πρώτη περίοδο της ύπαρξής του και κράτησε οκτώ χρόνια, 1942-1950.
Από την «Αγριόπαπια» του Ιψεν, το πρώτο έργο που παίχτηκε από το Θέατρο Τέχνης, το 1942. Από αριστερά: Βάσω Μεταξύ, Σμάρω Στεφανίδου, Λυκούργος Καλλέργης. Το έργο είχε παρουσιαστεί στο θέατρο «Αλίκης» σε μετάφραση Β. Δασκαλάκη, σκηνοθεσία Κ. Κουν και σκηνογραφία Γιάννη Στεφανέλλη.
Στο διάστημα αυτό παρουσίασε 42 έργα του ελληνικού και ξένου δραματολογίου -έργα υψηλής τέχνης που πρώτη φορά γνώριζε το ελληνικό θέατρο. Ο λαϊκός εξπρεσιονισμός της περιόδου της Λαϊκής Σκηνής είχε πια θαμπώσει στο πέρασμα του καιρού κι άρχισε να παραχωρεί τη θέση του στο φανταστικό ρεαλισμό. Αυτή ήταν η αισθητική γραμμή που επικράτησε στην πρώτη περίοδο, στην ερμηνεία και στη σκηνοθεσία. Ακόμα και η επίδραση των αρχών της Σχολής Στανισλάφσκι ήταν φανερή. Η μέθοδος του Ρώσου δασκάλου ήταν, άλλωστε, ένα από τα βασικά θεωρητικά μαθήματα της Σχολής του Θεάτρου Τέχνης.

Ετσι, το Θέατρο Τέχνης έδωσε μια μάχη νικηφόρα και επιβλήθηκε σαν μια δύναμη ανανεωτική που συνέβαλε αποφασιστικά στην παραπέρα εξέλιξη του νεοελληνικού θεάτρου. Ο Κάρολος Κουν -ένας ιδεολόγος, αναμορφωτής- αναδείχτηκε ως μια ηγετική μορφή στη χώρα μας κι ένας κόσμος ολόκληρος από καλλιτέχνες, συγγραφείς και ανθρώπους του θεάτρου δέχτηκε την επίδραση από τις αρχές του. Ο Κουν συνέδεσε το όνομά του με την ιστορία του ελληνικού θεάτρου.

Κι ακόμη, υπήρξε μια φύση θρησκευτική -ένας ασκητής που μόναζε στην Ελλάδα. Θα μπορούσε να είναι παγκόσμιος, μα δεν ήταν στρατοκόπος. Δεν του άρεσε να κυκλοφορεί. Προτιμούσε να ’ναι ριζωμένος στον τόπο του κι από εδώ να κάνει το κήρυγμά του. Η ιστορία του Θεάτρου Τέχνης -που είναι και η ιστορία του Κάρολου Κουν- μας διδάσκει ότι το θέατρο είναι μια τέχνη σοβαρή, αποστολική, ένα λειτούργημα που δεν έχει καμιά σχέση με τη ματαιόδοξη κοσμική ζωή, με κανενός είδους εμπόριο, ούτε χώρος για αυτοπροβολή και πλουτισμό.

Και πρέπει εδώ να ομολογήσουμε ότι ένας από τους λίγους ανθρώπους του θεάτρου που η συνείδησή του δεν θα του δημιουργούσε κανένα πρόβλημα, ήταν, ασφαλώς ο Κάρολος Κουν. Δεν επέτρεψε στη ζωή του κανένα συμβιβασμό. Γι’ αυτό και η παρουσία του στο ελληνικό θέατρο -ευθύς από το ξεκίνημά του- δημιούργησε ιστορία. Επηρέασε τα πνεύματα και τις συνειδήσεις.

Γι’ αυτό και εκτιμάται τόσο βαθιά.
Κάρολος Κουν 7 Ημέρες Η Καθημερινή Αθήνα 1999


from ανεμουριον https://ift.tt/2Xsb4ez
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη