Η Ελλάδα στο έργο του Βύρωνα

της Ευαγγελίας Κεφαλληναίου
«ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΚΟΡΗ. Η ΧΑΙΔΩ». ΕΡΓΟ ΤΟΥ CH. L. EASTLAKE ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΟ ΑΠΟ ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΘΑΥΜΑΣΤΙΚΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΡΩΙΔΑ ΣΤΙΧΟΥΣ ΣΤΟΝ «ΔΟΝ ΖΟΥΑΝ». ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΗ ΑΥΤΗ ΣΑΤΥΡΑ, ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΓΝΩΣΤΟΤΕΡΑ ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΤΟΥ ΒΥΡΩΝΑ, Η ΟΜΟΡΦΗ ΧΑΙΔΩ ΣΩΖΕΙ ΤΟΝ ΗΡΩΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΝΑΥΑΓΙΟ (ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΤΕΙΤ, ΛΟΝΔΙΝΟ).













Καθώς ο Βύρων ταξίδευε προς την Ελλάδα, παρέα με τον φίλο του Τζον Καμ Χόμπχαουζ και την ακολουθία τους, στο νου του κυριαρχούσε η εντύπωση της αρχαίας Ελλάδας, την οποία είχε αποκομίσει από τα εγκύκλια μαθήματά του στο Χάροου Σκουλ και το Κολέγιο της Αγ. Τριάδας στο Κέμπριτζ. Ήταν μια Ελλάδα της οποίας η εικόνα είχε χρωματισθεί από τα λογοτεχνικά, ιστορικά, φιλοσοφικά και άλλα αναγνώσματα της κλασικής παιδείας ενός ευαίσθητου και ευφυέστατου νεαρού με έντονη, αχόρταγη και πολύ δεκτική φαντασία. Ο Βύρων είχε ικανοποιητική γνώση των Τούρκων και της ιστορίας τους από σχετικό γαλλικό σύγγραμμα. Οπωσδήποτε, ξεμπαρκάροντας στην Πάτρα, στις 26 Αυγούστου 1809, και μετά έναν μήνα περίπου στην Πρέβεζα, ο Βύρων ενθουσιάστηκε από τη φυσική ομορφιά των τοπίων. Βουνά και θάλασσες των οποίων τα ονόματα γνώριζε άριστα από τη μυθολογία, ή την ιστορία, τον έκαναν να αισθάνεται ότι βρίσκεται στη χώρα του μύθου και της γόνιμης παιδικής φαντασίας. Παρά τις ταλαιπωρίες του ταξιδιού, ακόμη και τις κακουχίες, ο Βύρων απολάμβανε κάθε εμπειρία και ο νους του συνέκρινε τις γνώσεις του από τα σχολεία και τα βιβλία με τη ζωντανή πραγματικότητα που εβίωνε. Φυσικά, το αποτέλεσμα της σύγκρισης προκαλούσε ανάμεικτα συναισθήματα.

Η ομορφιά της φύσης αλλά και των αναμνήσεων από το μοναδικό και ένδοξο παρελθόν, ιδίως αναμνήσεων συνδεδεμένων με ένα σπουδαίο ιστορικό τόπο, προκαλούσε ένα έντονο αίσθημα νοσταλγίας για τα παλιά, αλλά και βαθιάς θλίψης, γιατί αυτό το υπέροχο παρελθόν είχε πια σβήσει και νεκρωθεί.

Στο συνηθισμένο θέμα των Ρομαντικών, που μπορούμε να το ονομάσουμε «έλξη και θαυμασμός για τα περασμένα», η Βυρωνική ευαισθησία πρόσθεσε και τον πόνο για την τρέχουσα κατάσταση υποδούλωσης, πνευματικής απραξίας και απουσίας, όπως χαρακτηριστικά γράφει σ’ εδάφιο της πρώτης Ανατολίτικης μυθιστορίας του, Ο Γκιαούρ (1813), όπου περιγράφει τι ένιωθε πρωτοβλέποντας την παραθαλάσσια Αττική:

«Τέτοια ήτανε η θέα εκείνης της παραλίας.
Είναι η Ελλάς, μα όχι ζωντανή - της απουσίας!
Σε γλυκύτητα τι κρύα, σ’ ομορφάδα νεκρική,
Που σε σκιάζει γιατί πνεύμα δεν υπάρχει πια εκεί».

Στην αρχή, αρχή του ίδιου αφηγηματικού ποιήματος, πιστεύοντας ότι εκεί που στέκεται και θαυμάζει τα νησάκια του Σαρωνικού από ένα ύψωμα του Νέου Φαλήρου βρίσκονταν ο τάφος του Θεμιστοκλή, κάνει μια νοητική σύνδεση του τότε με το τώρα και αναφωνεί με πόνο, «Σαν πότε τέτοιος ήρωας ξανά θα ζήσει νέος;». Θα βρεθεί ένας σύγχρονος ελευθερωτής;

Ακριβώς με το ίδιο αίσθημα επικοινωνεί ο Βύρων και σε μια πασίγνωστη στροφή του επικολυρικού Το Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ, καθώς συλλογίζεται τους αρχαίους Σπαρτιάτες και τον ηρωικό Λεωνίδα, 

«...Δίχως ελπίδα μαχητές τι πρόθυμα δεχτήκαν,
Στις Θερμοπύλες, στα Στενά, να πέσουν σκοτωμένοι;
Ποιοι τέτοιο γενναίο πνεύμα στην ψυχή τους ξαναβρήκαν,
Να σε βγάλουν απ’ τον τάφο, σαν απ’ τον Ευρώτα βγήκαν;».

Οι υπονοούμενες απαντήσεις, φυσικά, είναι ότι δεν υπάρχουν πια παρόμοιοι ηγήτορες ανάμεσα στους εξαθλιωμένους ραγιάδες.
«ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΒΥΡΩΝΑ». (ΧΑΛΚΟΓΡΑΦΙΑ 45X60 ΕΚ., ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΩΝΥΜΟ ΠΙΝΑΚΑ ΤΟΝ CH. L. EASTLAKE, ΧΑΡΑΞΗ J. T. WILLMORE, ΑΘΗΝΑ, ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ). ΣΤΟΝ ΠΙΝΑΚΑ ΤΟΝ EASTLAKE, ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΜΠΝΕΥΣΤΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ ΤΟΝ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΤΟΝ ΒΥΡΩΝΑ «ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ», Η ΣΚΗΝΗ ΔΙΑΔΡΑΜΑΤΙΖΕΤΑΙ Σ’ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ «ΗΛΙΟΛΟΥΣΤΑ ΝΗΣΙΑ» ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ. ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΝΑ ΑΝΑΠΑΥΕΤΑΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ.
Σ’ αυτό το θέμα ο ποιnτής επιστρέφει ξανά και ξανά, ακόμα και στο γνωστό μας λυρικό «Τα Νησιά της Ελλάδας» (the Isles of Greece). Εντύπωση κάνουν και οι συλλογισμοί του Βενετσιάνου εξωμότη Αλπ, καθώς στο νου του έρχονται οι ένδοξοι νεκροί μαχητές της αρχαίας Ελλάδας, της οποίας το χώμα πατεί αυτός ως αρχηγός των μουσουλμάνων κατακτητών, στο ιστορικό ποίημα Η πολιορκία της Κορίνθου (1815):

«Άσχετα ποιανού το πέλμα η γη τούτη υπομένει
Πάντοτε θα τους ανήκει και θα είναι δοξασμένη
Σύνθημα μένει ακόμα ολονών πάνω στη γη:
Όταν κάποιος άξιαν πράξη έντιμα επιθυμεί,
Θε να δείξει την Ελλάδα, και γυρνώντας θα πατήσει
Κάθε τύραννου κεφάλι, τη συνήθεια θα τηρήσει.
Την Ελλάδα αντικρίζει, και ορμάει να χτυπιέται
Οπου χάνεται η ζήση, ή η Λευτεριά κερδιέται».

Αυτά και πολλά άλλα παρόμοια εδάφια καθιέρωσαν το θεματικό μοτίβο «η Ελλάδα που υπήρξε και που δεν υπάρχει πια». Αυτή την ιδέα την συναντούμε σε πάρα πολλά ποιήματα Φιλελλήνων που εμπνεύστηκαν από την ποίηση του Λόρδου Βύρωνα, ιδιαίτερα στις τότε φιλελεύθερες ΗΠΑ. Το γεγονός ότι, από όλες τις πνευματικές αξίες και δραστηριότητες των αρχαίων, οι οποίες δεν υπάρχουν πια στη νεκρωμένη πατρίδα τους, αυτή που ξεχωρίζει είναι εκείνη της εθνικής και πολιτικής ελευθερίας, υπογραμμίζει και τονίζει τον ειλικρινή φιλελευθερισμό του αριστοκράτη ποιητή και τη φανατική του προσήλωση στους απελευθερωτικούς αγώνες - τους μόνους πολέμους, άλλωστε, που παραδέχονταν ως ηθικά επιβεβλημένους.

ΜΝΕΙΕΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΠΑ

Στο ποιητικό έργο του Βύρωνα συναντούμε αρκετές αναφορές σε πολιτιστικούς παράγοντες του αρχαίου Ελληνισμού (λογοτέχνες, φιλόσοφοι, καλλιτέχνες, ιστορικοί, επιστήμονες κ.ά.) συνήθως σε συνάρτηση με τον τόπο δράσης τους, ή το επίτευγμά τους. Μερικές φορές αυτές οι μνείες είναι ελαφρού τόνου ή και καθαρά χιουμοριστικες, όπως στο λυρικό που συνέθεσε, αφού διέσχισε κολυμπώντας τον Ελλήσποντο από τη Σηστό, στην Άβυδο (1810), όπου λέει, αστειευόμενος για τον πνιγμένο Λέανδρο και για τον μοντέρνο μιμητή του, «Πήγε ο κόπος του αδίκως κι εγώ βγήκα γελασμένος: / Αυτός πνίγηκε και μένα πόνοι πιάσανε φριχτοί». Ανάλογες ευτράπελες αναφορές γίνονται, π.χ., στον Όμηρο και την τεχνική του, σε πολλούς θεούς του Ολύμπου, αλλά και σε πρόσωπα ή πράγματα του αρχαίου κόσμου.

Από την άλλη πλευρά, η σοβαρή και φιλοσοφημένη χρήση πολιτισμικών στοιχείων του αρχαίου ελληνισμού από τον Άγγλο ποιητή εμφανίζεται δυναμικά σε εδάφια που επαινούν τους τυραννοκτόνους Αρμόδιο και Αριστογείτονα, τον Θρασύβουλο, τους πολεμάρχους Μιλτιάδη, Θεμιστοκλή, Λεωνίδα κ.ά., τους οποίους ειλικρινά θαυμάζει. Οταν δε αισθάνθηκε την υπαρξιακή ανάγκη να ταυτισθεί de profundis με ένα μυθολογικό ήρωα ή θεό, ο Βύρων στράφηκε στον φιλάνθρωπο Τιτάνα του Αισχύλου και συνέθεσε την αποστροφή «Προμηθεύς» το 1816 - τη χρονιά της μεγάλης προσωπικής του κρίσης και αυτοεξορίας στην Ιταλία.
CH. F. TH. GÉRICAULT - E.L. LAMI, ΣΚΗΝΗ ΑΠΟ ΤΗ «ΝΥΦΗ ΤΗΣ ΑΒΥΔΟΥ» ΤΟΝ ΒΥΡΩΝΑ, 1823. Ο ΒΥΡΩΝΑΣ ΔΕΝ ΑΡΚΕΣΤΗΚΕ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΟΜΟΤΙΤΛΟΥ ΕΡΓΟΥ. ΣΤΙΣ 3 ΜΑΪΟΥ 1810 ΔΙΕΣΧΙΣΕ ΤΟΝ ΕΛΛΗΣΠΟΝΤΟ ΚΟΛΥΜΠΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΗΣΤΟ ΣΤΗΝ ΑΒΥΔΟ, ΜΙΜΟΥΜΕΝΟΣ ΤΟΝ ΛΕΑΝΔΡΟ, ΤΟΝ ΕΡΑΣΤΗ ΤΗΣ ΗΡΩΣ, ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΥΜΝΗΣΕ Ο ΜΟΥΣΣΑΙΟΣ ΣΤΟ ΕΠΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ «ΗΡΩ ΚΑΙ ΛΕΑΝΔΡΟΣ», (5ΟΣ-6ΟΣ Μ.Χ. ΟΙ.).
Θεωρώντας τον ανυπότακτο Προμηθέα ένα έμβλημα του αδέσμευτου νου του ανθρώπου, καταλήγει ο προμηθεϊκός ποιητής - «Σ’ αυτά ο νους ν’ αντισταθεί / Mόνος - μ’ αυτά ας μετρηθεί / ... / Θριάμβου τόλμη που αψηφάει / Και που με τη θανή νικάει» -ταυτίζοντας έτσι τη δική του αντίστάση στην υποκρισία και αδικία της κοινωνίας του, με την αντίσταση του Τιτάνα στα δεινά και κακά που προξενεί στον άνθρωπο ο αυθαίρετος Δίας.

Για τους αγωνιζόμενους

Οταν ξαναγύρισε στην Ελλάδα (το 1823), ο ώριμος πλέον Βύρων για να παίξει ένα σημαντικό ρόλο στο δράμα της αναγεννώμενης πατρίδας των νεανικών του εντυπώσεων και εμπειριών, το πρώτο ποίημα που προσπάθησε να συνθέσει στην Κεφαλλονιά, όπου έμενε προσωρινά, είχε τον τίτλο «Αριστομένης» ασφαλώς για να παραδειγματίσει τους επαναστατημένους μα αλληλοσπαρασσόμενους Έλληνες να συνεργαστούν ενωμένοι και να συμπράξουν για τη λευτεριά τους, όπως οι αρχαίοι συμπατριώτες τους υπό τον Μεσσήνιο Αριστομένη, κατορθώνοντας με αυτό τον τρόπο να αποτινάξουν τον βαρύ ζυγό που επέβαλαν οι μέχρι τότε αήττητοι Λακεδαιμόνιοι στρατοκράτορες, δηλαδή, το αντικειμενικό συσχετικό των Τούρκων του 1823. Δυστυχώς, αυτή η σύνθεση έμεινε στα σκαριά...

Όσο το δράμα της σύγχρονής του Ελλάδας γινότανε ολοένα πιο έντονο και τραγικό, λόγω του άνισου αγώνα, ο ποιητής άφησε τα μυθολογικό δεδομένα και υπονοούμενα, και προσήλωσε τη ματιά και τη σκέψη του στα τρέχοντα γεγονότα, στην πραγματικότητα της ιστορίας που γράφανε οι σύγχρονοί του Έλληνες, ξαναφέρνοντας στη μνήμη τους θρυλικούς προγόνους τους.

Στην εκτεταμένη πολιτική επισκόπηση της κατάστασης του κόσμου μετά το συνέδριο της Βερόνας, τον θάνατο του Ναπολέοντα, και την αφύπνιση των Ελλήνων (1821), με τίτλο Η Εποχή του Ορειχάλκου (The Age of Bronge, 1823), ο Βύρων αναφέρεται στην αδιαφορία, ή και εχθρότητα, των χριστιανών Ευρωπαίων μοναρχών προς τους ομοθρήσκους τους κατατρεγμένους Έλληνες, και τους καυτηριάζει γράφοντας για τα καμώματά τους,

«Αυτό γράφουν ιστορία, μα η Ελλάς θα αποδείξει
Τον ψευτόφιλο πιο φαύλο απ’ εχθρό που έχει φρίξει.
Καλό αυτό: ο Έλληνας Ελλάδα θα λυτρώσει
Μονάχος, δίχως βάρβαρο που ειρήνη θα προδώσει»

Πράγματι, οι «προστάτιδες δυνάμεις» της τότε ανήμπορης Ελλάδας βαρύτατο τίμημα επέβαλαν για την καθυστερημένη και υποκριτική βοήθεια τους...

Στο αφηγηματικό ποίημα για την περίφημη ναυτική ανταρσία του σκάφους Μπόουντι (1789), με τίτλο Το Νησί (1823), ενώ ο Βύρων ήταν ακόμη στην Ιταλία, η σκέψη του είχε γοητευθεί από τον αγωνιζόμενο ελληνισμό. Συγκρίνοντας τη γενναιότητα των Βρετανών ναυτικών του 1789 με αυτήν των Ελλήνων του καιρού του, γράφει ο ποιητής, συν τοις άλλοις:

«...Αν και λεύτεροι πατριώτες θνήσκουνε προ των πυλών,
Κι η Ελλάς τιμά μια μόνη μάχη των Θερμοπυλών,
Μέχρι ΤΩΡΑ, που σε ξίφος σίδερα σφυρηλατεί,
Σπάζει τα δεσμό, πεθαίνει, και ξανά παίρνει ζωή!»

- η έμφαση στο «τώρα» είναι του Βύρωνα.

Από επιστολές και δηλώσεις σε φίλους γνωρίζουμε ότι ο Βύρων είχε πει με ειλικρίνεια ότι αν έγινε ποιητής πραγματικός αυτό οφειλόταν στην παραμονή του στην Ελλάδα στα 1809-11.

Για την ίδια εποχή της συναρπαστικής ζωής του είχε δηλώσει, αργότερα, ότι ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο ευτυχισμένος όσο στην Ελλάδα τότε. Η χώρα των μύθων και των θρύλων γι’ αυτόν ήταν ένας πραγματικός τόπος, μια δεύτερη πατρίδα, μια γενέτειρά του ως ποιητή.

Τα τελευταία του γενέθλια (22 Ιανουαρίου 1824) τον βρήκαν στο Μεσολόγγι, όπου προσπαθούσε να μονιάσει τους εγωπαθείς Έλληνες οπλαρχηγούς και πολιτικούς - έργο στο οποίο είχε αρκετή επιτυχία. Η καρδιά και η σκέψη του, όμως, εκείνη την εποχή είχαν ταυτίσει τη μοίρα του με τις τύχες της μαχόμενης Ελλάδας. Η ιστορία και οι μύθοι της αρχαιότητας ξαναζωντάνευαν στις μέρες του. Στα τετράστιχα του ποιήματος που συνέθεσε εκείνο το χειμωνιάτικο πρωί (On This Day I Complete May Thirty-sixth Year = Αυτή τη μέρα έκλεισα τριάντα έξι χρόνια), αναφέρεται στον ηρωικό πολεμιστή που έπεσε στη μάχη και οι αρχαίοι Σπαρτιάτες τον φέρνουν πάνω στην ασπίδα του νεκρό, μα τιμημένο, στην υπερήφανη μητέρα του. Στην έκτη στροφή τονίζει

«Το λάβαρο, το ξίφος και της μάχης το πεδίο,
Την Ελλάδα και τη Δόξα που με τριγυρνούν κοιτάτε.
Τον Σπαρτιάτη -σηκωμένο στην ασπίδα από δύο
- Από μένα πιο λεύτερο ποτέ σας μη λογάτε».

Η ταύτιση του ποιητή με την εικόνα αυτή της λαμπρής ιστορίας γίνεται απόλυτη στην τελευταία στροφή όπου απευθύνεται στον εαυτό του: «Ζήτα λοιπόν -σπάνια ζητούμενη, συχνό δοσμένη- / θανή πολεμιστή, κάλλιο έτσι ταιριάζει. / Κοίταξε γύρω σου, γη δοξασμένη / Θα σε σκεπάζει». Αυτή η προτροπή επαληθεύτηκε από την ιστορία του στρατευμένου ποιητή λίγες εβδομάδες αργότερα...

Στη Ζίτσα

Κατά το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα ο Βύρων και η ακολουθία του φτάσανε στην ορεινή τοποθεσία Ζίτσα, με το ωραίο της μοναστήρι, πάνω από τα Γιάννενα, αφού πέρασαν μια νύχτα τρομερής θύελλας που κόντεψε να τους αφανίσει όλους στα κατσάβραχα. Τον Σεπτέμβριο του 1999 βρέθηκα και εγώ εκεί πάνω, μαζί με πολλούς διεθνείς Βυρωνιστές, και απολαύσαμε όλοι μας την ομορφιά της φύσης που μας αγκάλιαζε. Νιώσαμε τότε μια πλέρια ψυχική γαλήνη· αυτόματα ήρθε από τη μνήμη μου η στροφή στο Τσάιλντ Χόρολντ, όπου ο ευαίσθητος Βύρων είχε εκφράσει τη δική του ψυχική γαλήνη και πληρότητα το 1809:

Απ' το σκιερό σου φρύδι, Ζίτσα μου μοναστική,
Εσύ μικρή μ' αγαπητή μεριά τόπου αγία!
Όπου το βλέμμα ρίξουμε, γύρω, ψηλά, εκεί,
Τι χρώματα της Ίριδας, τη θελκτική μαγεία!
Πέτρα, ποτάμι, σύδεντρο και λόφος συνοδεία,
Κι ουράνια καταγάλανα με όλα εναρμονισμένα:
Κάτω χειμάρρου μακρινού βουερή μελωδία
Λέγει πού πέφτουν τα νερά άφθονα κι αφρισμένα
Μέσ' από βράχους κρεμαστούς, ψυχής χαρά για μένα.

Αυτό το θείο δέος ενέπνεες στον Βύρωνα η Ελλάδα, σύγχρονη ή μυθική, φανταστική ή πραγματική - μα πάντα μαγεμένη.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Marchand, Leslie A. Byron's Poetry: A Critical Introduction. Boston: Houghton Mifflin Company; 1965.
  • Rutherford, Andrew. Byron: A Critical Study. London: Oliver & Boyd, 1965 (1961).
  • Ραΐζης, Μάριος Βύρων. Η Ποίηση τον Μηάιρον: Πανόραμα και Σχόλιο. Αθήνα: Gutenberg, 1994.
Λόρδος Βύρων 7 Ημέρες Η Καθημερινή Αθήνα 2000


from ανεμουριον https://ift.tt/2TqaPNC
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη