Φυλακή που καίγεται και καίει

Του Γιώργου Λαζάνη
Σκηνή από τον «Ήχο του όπλου» της Λούλας Αναγνωστάκη που η πρεμιέρα του ήταν προγραμματισμένη για τις 14/21/1987. Ηταν όμως η ημέρα που έφυγε ο Κάρολος Κουν, και αυτή ήταν η τελευταία σκηνοθεσία του. Τη σκηνογραφία είχε κάνει ο Γιώργος Πάτσας. Από αριστερά: Ρένη Πιττακή, Λίλιαν Δημητρακοπούλου, Χρήστος Τσίρτσης, Μίμης Κουγιουμτζής, Αγγελική Ελευθερίου και Στρατός Τζώρτζογλου.
Ο Εμφύλιος πόλεμος είχε σταματήσει και, παρ’ όλα τα επακόλουθά του, ένας άνεμος αισιοδοξίας έπνεε για το μέλλον. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, στα 1951, ο Κουν προετοιμάζει έναν καινούργιο θίασο με τους μαθητές της σχολής του, κάνοντας μια τρίτη προσπάθεια. Τότε, από καλή μου τύχη, γνώρισα τον Κουν.

Μαθητής μιας κινηματογραφικής σχολής, δεν γνώριζα καν την ύπαρξή του. Κάποια μέρα, έμαθα από τους συμμαθητές μου, που δεν ήταν λίγοι, καμιά 150αριά στριμωγμένοι σε μια σχετικά μικρή αίθουσα, πως ο Κουν θα μας δίδασκε αυτοσχεδιασμό με ανταμοιβή τη στέγαση της σχολή του στο ίδιο με μας οίκημα. Μια Δευτέρα, στα τέλη του Νοέμβρη, ο Κουν μπήκε στην αίθουσα διδασκαλίας. Ολοι τον υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα. Εκείνος, συγκινημένος, κάπνιζε αδέξια. «Ευχαριστώ», ψιθύρισε και αμέσως άρχισε το μάθημα.

Με σιγανή φωνή, υποβλητική και με δυο λόγια μας έδωσε το θέμα. «Υποθέστε», είπε, «πως ένας κατάδικος σήμερα ή χθες κάηκε μέσα στο κελί του». Προσδιόρισε έτσι τόπο/χρόνο/περιβάλλον. Κατόπιν διέγραψε το χαρακτήρα με λίγες λέξεις: «Φυλακισμένος», πρόσθεσε, «μπορεί να είναι ο καθένας από μας. Χρησιμοποιείστε τη φαντασία σας, τη μνήμη και την όποια πείρα σας». Χαμογελώντας περίμενε καπνίζοντας.
Επίδαυρος 1979: Από τις πρόβες, στο αρχαίο θέατρο, των «Ιππέων» του Αριστοφάνη, που είχε παρουσιαστεί σε μετάφραση Γιώργου Σκούρτη, σκηνοθεσία Γ. Λαζάνη, σκηνογραφία Διονύση Φωτόπουλου και μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Πίσω από τον Κ. Κουν, η Όλγα Παυλάτου.
Ο πιο θαρραλέος σηκώθηκε και άρχισε να «παίζει» το φυλακισμένο. Ο Κουν ευγενικά τον διέκοψε. «Νομίζω», του είπε, «πως δεν προσδιορίσατε το χώρο σας, προς τα πού είναι η πόρτα του κελιού, πόσο επί πόσο είναι το κελί...». Ο θαρραλέος ζήτησε να καθίσει. Στον δεύτερο ο Κουν μίλησε για το χρόνο. Τι ώρα ήταν και από πού το καταλάβαινε; Εκανε κρύο ή ζέστη; Εκείνος προτίμησε να είναι σούρουπο και να κάνει κρύο, καθόρισε το χώρο και άρχισε. Μαζί του και ο Κουν από το κάθισμά του. Βλέπαμε τον Κουν να κρυώνει, όχι όμως και τον συμμαθητή μας, παρ’ όλο που είχε σηκώσει τους γιακάδες του και χουχούλιαζε τις παλάμες του με το στόμα. Ο τρίτος έφτασε μέχρι το τέλος, δηλαδή κάηκε.

Αφωνοι... μαθητές

«Είχατε μερικές καλές στιγμές», είπε ο Κουν, «είδα στα μάτια σας να γίνονται σκέψεις, πολύ καλή επίσης ήταν η στιγμή που ενώ κάτι έντονα σας απασχολούσε, αφηρημένα ξύνατε την πλάτη σας, στον υποτιθέμενο τοίχο. Ομως όταν κανείς καίγεται, είναι αδύνατον να παίρνει τόσο ηρωικές πόζες. Θέλετε να ξαναδοκιμάσετε;» Ολοι ξεθάρρεψαν κι άρχισαν να δοκιμάζουν ο ένας μετά τον άλλον.
Ο Γιώργος Λαζάνης (αριστερά) και ο Σπύρος Σακκάς στις «Όρνιθες», καθώς τους διδάσκει ο Κουν.
Τέλος σηκώθηκε κι «έπαιξε» ο ίδιος. Ηταν κάτι που θα το θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή. Ο Κουν όταν έδειχνε ένα ρόλο ήταν μεγάλος ηθοποιός. Τελειώνοντας κοίταξε το ρολόι του: έπρεπε να είχαμε φύγει στις εννιά και ήταν 11:30. «Με συγχωρείτε», είπε, «σας άργησα... γεια σας». Ενα ακράτητο χειροκρότημα ξέσπασε. Ο Κουν έφυγε σαν αστραπή. Μείναμε στην τάξη για πολλή ώρα, άφωνοι. Σε λίγο μπήκε ο διευθυντής της κινηματογραφικής σχολής και μας είπε: «Ο κύριος Κουν σας παρακαλεί να μην χειροκροτάτε». Αλλο παράσταση, άλλο μάθημα.

Μέρες, μήνες μετά, όπου κι αν βρισκόμουν ένιωθα σαν να 'μουν μέσα στο κελί μιας φυλακής και καιγόμουν. Αυτή ήταν η πρώτη μου συνάντηση με τον Κάρολο Κουν και η πρώτη μου επαφή με το Θέατρο Τέχνης. Ηταν σαν ένα μυστήριο για μένα. Το μυστήριο της γέννησης και της βάπτισης ή αλλιώς της αναγέννησης και της κάθαρσης. Γι’ αυτό πολλές φορές όταν με ρωτούν πόσων ετών είμαι απαντώ, ανάλογα με το πότε ρωτούν, σε σχέση με το πότε γνώρισα τον Κουν. Λίγο μετά μπήκα στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης και από τότε αυτή η φυλακή που καίγεται και καίει έγινε η ελευθερία μου.
Σε πρώτο πλάνο η Μελίνα Μερκούρη στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας, στην τριλογία του Αισχύλου «Ορέστεια». Η πρώτη εκδοχή είχε παρουσιαστεί το 1980 στην Επίδαυρο, σε μετάφραση Θανάση Βαλτινού, σκηνοθεσία Κ. Κουν, σκηνογραφία Διονύση Φωτόπουλου, μουσική Μιχάλη Χριστοδουλίδη και κινησιολογία Μαρίας Κυνηγού.
Η προετοιμασία για τη νέα αυτή προσπάθεια που ανέφερα παραπάνω, κράτησε 36 χρόνια. Ξεκίνησε το 1954 με τη «Μικρή μας πόλη» και ολοκληρώθηκε στις 14 Φεβρουαρίου του 1987, με τον «Ηχο του όπλου».
«Δικαιόπολις» στους «Αχαρνής» του Αριστοφάνη ο Γιώργος Λαζάνης. Παίχτηκε το 1987 σε μετάφραση Λεωνίδα Ζενάκου, σκηνοθεσια Κουν, σκηνογραφία Διονύση Φωτόπουλου και μουσική Χρήστου Λεοντή.
Αυτή είναι η ιστορία του Κυκλικού Θεάτρου στο Υπόγειο με τον Κουν. Μια ιστορία 36 χρόνων, που την έζησα λεπτό προς λεπτό, μέρα με τη μέρα, αλλά ακόμη και σήμερα, δώδεκα ολόκληρα χρόνια μετά, μου είναι επώδυνο να μιλάω γι’ αυτήν.

Ομως η ιστορία του Κουν στο ελληνικό θέατρο άρχιζε το 1934 και ακόμη πιο πίσω, μία μακρόχρονη πορεία που άφησε εποχή.
Ο Περικλής Καρακωνσταντζόγλου στον «Βασιλιά Γκόρντογκαν», που παίχτηκε σε σκηνοθεσία Γιώργου Λαζάνη το 1983.
Η εποχή αυτή των πενήντα ή για την ακρίβεια των εξήντα τελευταίων χρόνων θα ορίζεται στο μέλλον ως εποχή Καρόλου Κουν. Ιστορικά οι συνθήκες μέσα στις οποίες παρουσιάστηκε ο Κουν με την «σχολή» του είναι γνωστές. Εδαφος ελάχιστα γόνιμο και κλίμα περίπου εχθρικό. Όσες προσπάθειες είχαν προηγηθεί -και είχαν προηγηθεί αρκετές- για μια διαφορετική αλλά και σοβαρότερη αντιμετώπιση του θεάτρου, είχαν μείνει τελικά χωρίς επαύριο. Ο Κουν όμως στάθηκε τυχερός. Αλλά η τύχη τι είναι; Η επιμονή στο κυνήγι ενός σκοπού, η αναζήτηση της αλήθειας. Σ’ αυτή την αναζήτηση, σ’ αυτή την ανυποχώρητη προσπάθεια για να βρεθεί ο δρόμος που θα οδηγούσε στην έξοδο από ένα στείρο και μίζερο περιβάλλον, ο Κουν έδωσε τα πάντα. Επαναστάτησε, επετέθη, αναδιπλώθηκε, ξεπέρασε ποικίλες αντιξοότητες -συχνά με ποιο τίμημα;- και στο τέλος νίκησε. Το Θέατρο Τέχνης έγινε θεσμός. Οι μαθητές του μπόλιασαν όλο το ελληνικό θέατρο και νέα θεατρικά σχήματα ακολούθησαν τις αρχές και το πνεύμα του.

Τέσσερις μαθητές του Καρόλου Κουν, με τους οποίους συνυπέγραψε πολλές επιτυχίες. Από αριστερά: Γιώργος Λαζάνης, Μίμης Κουγιουμτζής, Θύμιος Καρακατσάνης και Σπάρος Κωνσταντόπουλος.
Η νίκη του αυτή είναι η ζωντανή μας παράδοση που μας επιβάλλει να είμαστε προσεχτικοί και αυστηροί με τους εαυτούς μας. Η υπερβολή στο εγκώμιο δεν απέχει παρά ελάχιστα από τον ψόγο και στο ποσοστό που δεν εκφράζει παρά απλώς την ανάγκη να καλυφθούν ψυχολογικά κάποιες δικές μας υστερήσεις, επιλήψιμη.


from ανεμουριον https://ift.tt/34t77I0
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη