ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΠΟΥΖΟΥΚΑ - ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΑΔΟΥ | Όταν ήμουν παιδάκι, το παιχνίδι μου ήταν μια κλιματσίδα και μ’ αυτή παράστενα τη δασκάλα.
Το όνειρό μου ήταν να γίνω δασκάλα και να παίξω και πιάνο. Ήμουν επηρεασμένη απ’ το περιβάλλον. Στις Μαριγώς της Αναγνωστοπούλου για κάποιο διάστημα λειτουργούσε κάτω στο υπόγειο ωδείο. Εγώ απ' το μπαλκόνι μας έβλεπα που παίζανε και δώστου να τους παραστένω, ώσπου την ψώνισα που ’λεν.
Οι γονείς μου γέλαγαν. Μου λέγαν «του Πασχάλη θυγατέρα είσαι ή του Μπουζούκα; Θα μάθεις μοδιστρική σαν τις ξαδελφάδες σου τη Φούλα και την Ελισάβετ, τις Σκλαβούνου».
Τελείωσα το δημοτικό με άριστα το 6 και δε θυμάμαι πόσα αυγά είχε φάει η δασκάλα μου η Μαρία που καθόταν απέναντι μας, στου Περικλή του Κυριαζή, παρατσούκλι «Γουρούνα». Το μόνο σίγουρο είναι ότι πήγαινα μετά από κάθε ζύμωμα ένα κουρνετάκι πεσκέσι. Έτσι εξηγείται το εξάρι που πήρα. Με παραδώσανε λοιπόν στις εξαδέλφες μου. Το πέρα-δώθε κράτησε τέσσερα χρόνια.
Σε κάποια οικονομική μας άνθηση με στείλαν στην Αθήνα να μάθω κοπτική. Με βάλαν εσωτερική και η δασκάλα μου ρούπι δεν μ’ άφηνε μόνη μου. Οχτώ μήνες κράτησε η φυλακή μου γιατί ήταν απ’ της Θήβας τα χωριά η Σκορδαρά και δε σήκωνε τσιριτσάντζουλες.
Τελειοποιήθηκα στο ψαλίδι, έτσι το λέγαν τότε, και πριν γυρίσω είχε πέσει η κατάλληλη διαφήμιση. Κάτι ο πατέρας μου στην Ταμπάχνα, κάτι η μάνα μου στη Κρύα που πήγαινε να τη βαρέσει αέρας, έπεσε διαφήμιση σύννεφο!
Γύρισα στην Αθήνα, να φιγουρίνια, να πατρόν, να καλέ τι κάνετε; και μπήκα στο λούκι της βελόνας για τα καλά. Πάει το δασκαλίκι, πάει και το πιάνο. Πάντως δε το ξεχνώ! Που θα μου πάει, νέα είμαι ακόμα, εξήντα εφτά χρονών, έχω τράτο ακόμα!
Η προσέλκυση των πελατών άλλο πράμα! Δένω και μια τριχιά απ’ τη μια άκρη του τοίχου στην άλλη, κρεμάω τα υφάσματα αραιά-αραιά για να φαίνονται πολλά, κι όποια πάρει ο χάρος.
Η φήμη μου έφτασε και στα χωριά. Εγώ έμαθα γεωμετρία, η έξυπνη η μάνα μου στεκόταν σα χάρος πάνω στο κεφάλι μου και με διέταζε γιατί ήξερε ραπτική. Είχε δίκιο, γιατί άλλα βγαίνανε τσίτα-τσίτα κι άλλα σακιά για κοκολόι τα φορέματα. Σιγά-σιγά μπήκα στο ν ότι μα κι άφηνα φάρδος τέσσερα δάχτυλα καλού κακού.
Μου φέραν να ράψω μια κοπελίτσα αρραβωνιασμένη. Τα ξοφλιάτικα και το νυφικό. Ήταν κατοχή. Το νυφικό ήταν ροζ. Το Πάσχα θά ‘χαν γάμο, κατά το έθιμο έπρεπε να ντύσω εγώ τη νύφη στο χωριό. Ποτέ δεν έκανα ρούπι χωρίς να συμβουλευτώ τον πατέρα μου. Ο καλός σου το σκέφτηκε από ‘δω, τό ‘φερε από ‘κει και λέει θα πας. Όχι  ότι τό ‘θελε νά ‘μαι Λαμπριάτικα σε ξένο σπίτι, αλλά σου λέει σε ώρα γάμου είναι, μπορεί να τη δει κανά χωριατόπαιδο με παράδες και την ερωτευτεί και γίνει μεγαλονοικοκυρά.
Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί ετοίμασα τα φορέματα της νύφης, μάζεψα και τα δικά μου πράγματα και τα στρίμωξα σε μια ξύλινη βαλίτσα που μας είχε φτιάξει ο συγχωρεμένος ο Λιάτανης. Έφτασα στο χωριό στο καφενείο που χρησίμευε για Πρακτορείο. Με περίμενε ο πατέρας της νύφης. Συστηθήκαμε και γραμμή για το σπίτι.
Ξέχασα να σας πω ότι το αυτοκίνητο στο δρόμο σταμάταγε και την ανηφόρα την κάναμε ποδαράτοι. Νομίζω τα λέγανε τότες γκοζοζέν. Από καπνό; Ντουμάνι.
Η κοπέλα μόλις μας είδε κατεβαίνει τρέχοντος με φίλησε και μ’ ανέβασε στο Νοντά. Το σπίτι φρεσκοβαμένο σε χρώμα λουλακί. «Φούγιαξ’ τη μάνασ’ Γαρέφου», πρόσταξε ο πατέρας. Νάσου η μητέρα της όλο ευχές και στα δικά μου, καλή ώρα, όπως όλες οι μανάδες εύχονται. Έβγαλα τα ρούχα απ’ τη βαλίτσα που ήταν κατατσαλακωμένα. Η μάνα της λέει να γιομίσει την παπίτσα (σίδερο) να τα σιδερώσω γιατί γίναν κολοπανίδες. Ήταν μεσημέρι, Μεγάλο Σάββατο. Φάγαμε κάτι πρόχειρο. Εγώ βγήκα στο χαγιάτι, η φύση οργίαζε, τα νερά άφθονα, λέγαν τα δικά τους τραγούδια κατρακυλώντας.
Η μάνα της λέει να κάνουμε «λιγούρα γιατ’ η ώρα μαζόχ’» κι η Γαρέφω απαντάει «ου ήλιους ένα καλάμ’ ψ’λά, έχουμ’ τράτου ακόμα». Μου πρότεινε να πάνε στο νονό της τα καλέσματα. Πήρα μια κονίστρα, έβαλε μια μπόλια υφαντή καινούργια και μια ξεροτρευτή όλο καρύδια και κάτι σαρωμένα μήλα με το σκοινί. Αυτό ήταν το κάλεσμα. Στο δρόμο η Γαρέφω χαιρετούσε όλον το ντουνιά, όπως έλεγε. Έκανε και τις σχετικές συστάσεις -«η μουδίστρα απ' τη Λιβαδειά». Άρχισα να ανακατώνομαι, έφταιγε και η νηστεία. Φτάσαμε στο σπίτι του νονού της. Να μετάνοιες η Γαρέφω, να χειροφιλήματα.
Γυρνώντας στο σπίτι της νύφης μας περίμενε το παλικάρι ο αρραβωνιαστικός της με λαμπάδα όλο τέλια. Το παιδί δεν το γνώριζα -γιατί ήταν φαντάρος, κι αυτό της δουλειάς, τσοπανόπουλο. Εδειχνε για ήσυχο. Αμ δε! Τ’ αυτί μου πήρε κάτι για κουμπουροβγάλτης.
Πήγαν στην άλλη κάμαρα τα παιδιά είχαν τα φορέματα. Ο Τάσος βγαίνοντας μού ‘πε «τα σκουτιά τάχ’ς ντιφαρίκια. Ταχιά να στουλίσεις τη Γαρέφου κατά πως πρέπ’!». Η μητέρα της πάλι τους θυμίζει να ετοιμαστούν για την Ανάσταση. Ο γαμπρός λέει στη Γαρέφω «να παένουμ’ αγάλια-αγάλια, γιατ’ δεν είν’ πρέπους να πάει ου παππάς μπρουτήτηρα απ’ το ’κκλησίασμα». Εγώ τά ‘χασα. Ανάσταση μεσημεριάτικα; Αλλά δεν έβγαλα λέξη, μουσαφίρισα ήμουν. Μου εξήγησαν όμως  ότι  θα πάμε στο απέναντι βουνό. Στο πρόχωμα είναι το χειμαδιό και εκεί να κάνουν Ανάσταση γιατί είναι ταμένοι. Ζήτησα να μάθω το λόγο. Μου εξιστόρησαν τα παθήματά τους στην Κατοχή.
Την προηγούμενη Λαμπρή, οι γονείς της Γαρυφαλιάς ήταν στο βουνό με το κοπάδι. Το πήγαιναν στη στάνη κι αυτοί θα γύριζαν στο χωριό. Ήταν Μεγάλο Σάββατο. Πριν όμως φτάσουν στο μαντρί, βλέπουν φωτιές στο χωριό. Δεν κακοβάλανε, μα οι φωτιές ανέβαιναν τόσο ψηλά που άρχισαν ν’ ανησυχούν τι να συμβαίνει άραγε. Ο κόσμος έτρεχε αλαφιασμένος κι όσοι μπόρεσαν φτάσαν στο χειμαδιό. Οι άλλοι σκόρπισαν στα χωράφια. Και τότες μπήκαν στο χειμαδιό κι ορκίστηκαν όσο θα ζουν θα κάνουν Ανάσταση μες το χειμαδιό και δε θα ξαναμπεί ζωντανό μέσα, παρά οι άνθρωποι θα το χρησιμοποιούν για εκκλησία και από τότε το σφράγισαν και μόνο για απόψε θα ανοίξει η πόρτα.
Εγώ άρχισα να μπαίνω στην ψυχολογία τους γιατί και μεις υποφέραμε. Πράγματι, ξεκινήσαμε σιγά-σιγά. Στο δρόμο τα παιδιά χαιρετούσαν τους συντοπίτες και κάναμε κάπου μια ώρα ν’ ανεβούμε στο βουνό. Εγώ στο δρόμο παρέδωσα το πνεύμα. Άμαθη όπως ήμουν είχα και τη νηστεία λόγω ημέρας, γιατί το πρωί στο σπίτι μου είχα φάει τσάι του βουνού και ψωμί καψαλιασμένο με θρεψίνη. Δε λέω, ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου μας είχε παραγγείλει χουρμάδες, μπανάνες, ανανάδες, αλλά λόγω ανάστασης το φορτίο δεν ήρθε. Ας είναι, τα τρώω τώρα στον άντρα μου γι’ αυτό έγινα βαρέλι.
Η Γαρέφω κράταγε το ταγάρι με το πρόσφορο, τα αυγά για να τσουγκρίσουμε και τη λαμπάδα. Είπα να το ξεμοναχιάσω να φάω ένα αυγό, αλλά πού η Γαρέφω, χορτάτη καθώς ήταν, πού να καταλάβει! Έδωσε ο Θεός, ανεβήκαμε στο πρόχωμα, καθήσαμε σε κάτι πέτρες κι αγναντεύαμε. Ρωτάω αν αργούμε ακόμα γιατί στα πόδια έβγαλα φουσκάλες. Μου απάντησαν ότι φτάσαμε κι αυτό είν’ το εκκλησάκι. Άφησα τα παιδιά μόνα τους και έκανα μια βόλτα γύρω απ’ το εκκλησάκι. Ούτε καμπάνα, ούτε καν ένα παράθυρο. Με επανέφερε όμως η Γαρέφω με τη φωνάρα της «να γυρίσου λίγουρα για τ’ άμα ξιμακρύνου θα μι ξισκίσ’ κάνα μαντρόσκυλο». Συμμορφώθηκα και γύρισα, όχι τίποτ’ άλλο, θα έβαζα σε μπελά το σκυλί να αρτηθεί πριν την ώρα του.
Ο ήλιος άρχισε να χάνεται. Άνθρωποι δεν φαίνονταν πουθενά. Πρότεινα να μπούμε μέσα από φόβο. Πού να πάρουν είδηση από φόβο. Τα βουνά ήταν η ζωή τους. Σε Λίγο νάσου σα ντα σαλιγγάρια δυό τρεις. Απ’ τα πλάγια κι άλλοι. Η καρδιά μου πήγε στον τόπο της.
Η Γαρέφω χαιρόταν. Τους μέτραγε «μουρέ! δέκα νουμάτ’ μαζόχ’κανε κι έχουν τράτου ακόμα». Νοματαίους έβλεπα, παππά δεν έβλεπα και η νύχτα πλησίαζε. Νάσου μια παρέα φέρναν τον παππά. Όλοι τους σηκώθηκαν «προσκυνούμε Δέσποτα και καλή Ανάστασ’» είπανε. Μα σε ποιον παππά το λέν’ εγώ δε βλέπω παρά ένα καψαλιασμένο πραματάκι με σπαρτές τρίχες στο σαγόνι, σαν άνυδρο βαμβάκι.
Ξεφορτώσανε το μουλάρι, το δέσαν πιο πέρα κι ο παππάς πήρε το ταγάρι. Βάλανε το ντουρβά στο ζωντανό να φάει και ρωτάει ο παππάς αν καρτεράνε κι άλλους. «Απού μεριά μας μαζόχ’καμ’ ούλ’ Δέσπουτα». Ο παππάς βγάζει απ’ το ταγάρι ένα κλειδί μεγάλο σαν τη λίμα που παίζαμε μπιχτάκι όταν ήμαστε παιδιά. Το δοκιμάζει να μπει αλλά απ’ τη σκουριά δε γύριζε. Ζήτησε λάδι απ’ τις γυναίκες, το λάδωσε αλλά που δύναμη ο παππάς! Κατεβάζει κι αυτός κάτι καντήλια και χριστοπαναγίες και δίνει στον Τάσο το κλειδί.
Στο μεταξύ ήρθαν κι άλλοι. Νάσου ευχές, νάσου καλή ξελευτεριά στη Γαρέφω. Εγώ τάχασα όταν τ’ άκουσα. Αμάν λαχτάρα μου, πάει το φόρεμα δε θα χωράει στη νύφη. Την πλευρίζω θυμωμένη και της λέω μόλις γυρίσουμε θα το δοκιμάσεις να στ’ ανοίξω απόψε. Απαθέστατα μου απαντάει να μη σκανιάσω γιατί «έχει φιράνει απ’ τα ξιρατά κι θα τσ’χουρέσ’».
Ο Τάσος άνοιξε την πόρτα, κάνανε τόπο να περάσει ο παππάς και έδωσε εντολή να μπουν στην αράδα για να τους μεταλάβει στο τέλος. Μπαίνοντας ένας ένας, στο τέλος εγώ, γιατί σα να φοβόμουν λίγο. Η ανάσα μου κόπηκε απ’ την κλεισούρα. Οι γυναίκες άναψαν τα δαδιά για να φέξει, τα βάλαν στο χάλκινο σκεύος που χρησιμεύει για μανουάλιο. Ήταν σκέτη τρομάρα. Καθώς παίζανε οι φλόγες μεταξύ τους δείχναν ανθρώπινες σκιές. Εγώ βρυκολάκιασα. Αφού συνήθισα στο χώρο., βλέπω στον τοίχο κάτι ζωγραφισμένες φιγούρες που παρίσταναν τους αγίους. Αναγνωστάρι δεν υπήρχε. Μια μεγάλη πέτρα έκανε χρέη Αγίας Τράπεζας. Ο παππάς ακουμπάει το ταγάρι, βγάζει το Ευαγγέλιο κι ένα μικρό βιβλιαράκι και το δίνει στον Τάσο να κάνει χρέη ψάλτη.
Βγήκα έξω γιατί είχα τάση προς εμετό. Συνήλθα όμως και ετοιμαζόμουν να μπω. Ο ήλιος χάθηκε οριστικά. Τον καρτεράνε κι άλλοι. Βλέπω νά ‘ρχεται ένα νέο ζευγάρι. Η γυναίκα εγκυμονούσα. Έχει γούστο νά ‘χουμε γεννητούρια, σκέφτηκα. Στο άλογο μια πολύχρωμη μπαντανία μ’ όλα τα χρώματα των λουλουδιών υφαμένη και σκεπασμένο το σαμάρι. Σε μια στιγμή σκέφτηκα ότι θά ‘ταν η γυναίκα καβάλα λόγω εγκυμοσύνης, αμ’ δε που ήταν! Όταν τράβηξαν τη μπαντανία είδα κάτι που ούτε ο πιο ταλαντούχος συγγραφέας θα σκεφτόταν να γράψει. Ας το προσέξουν οι νέες μανάδες. Ο μόνος κατάλληλος για την περίπτωση θά ‘ταν ο Θεόφιλος να το ζωγραφίσει. Όλοι μας έχουμε δει τα παλιά χρόνια στο γαϊδούρι ή άλογο να έχουν κρεμασμένες τάβλες, μια από κάθε πλευρά, κι απάνω να έχουν φορτώσει πέτρες για οικοδομή ή βαρέλες με νερό, ή τέλος άλλο εμπόρευμα. Ε, όχι! Εδώ έχουμε το πιο περίεργο φορτίο. Πάνω στις τάβλες στρωμένες μπαντανίες και από ένα μωρό στην κάθε τάβλα να κοιμάται δεμένο και κουκουλωμένο. Ναι, καλά διαβάζετε. Μωρά τα φέρναν στην Ανάσταση!
Τα κατεβάσαν, τα κουκουλώσαν, τρυπώσαν γρήγορα μέσα. Ο παππάς δεν είχε αρχίσει, προφανώς να τους περίμενε. Η μάνα στρώνει τη μπαντανία χάμω, τα βάζει και καθήσαν κι ούτε άχνα δε βγάλαν. Τους έδωσε και το κεράκι τους κι αυτή μπήκε στην αράδα. Από μέσα μου παρακάλαγα να αρχίσει ο παππάς γιατί θα έπεφτα ξερή.
Τραβάει το μπερντέ, κάνει ν ότι μα στον Τάσο να αρχίσει κι αυτός μας λιβανίζει. Ο Τάσος βγάζει κάτι κορώνες, σκέτος υψίφωνος της λυρικής σκηνής. Αμάν βρε Τάσο, τα πρόβατα σαλαγάς, θα βραχνιάσεις κι αύριο πως θα γίνεις γαμπρός; Ο Τάσος όσο έβλεπε τη Γαρέφω. τόσο δυνατότερα έψελνε. Τώρα το τι μας έλεγε, ανάθεμά κι αν κατάλαβα. Ευτυχώς τον διέκοψε ο Δέσποτας και του λέει «βάστα του ίσου ιτοιμάζου τη μητάδουσ’». Καλό ήταν κι αυτό, ξεκουφάθηκα για λίγο.
Ο παππάς βγήκε στην ωραία πύλη και πρόσταξε να σβύσουν τα δαδιά. Τέλεια υπακοή, ανάσα δεν άκουγα. Τα μικρά ούτε γκιχ δε βγάλανε μες στα σκοτάδια. Τραβάει το μπερντέ και με τη λαμπάδα στο χέρι μας έψαλε το δεύτε λάβετε φως. Τι τα θέλαμε το πολλά αναγνώσματα. Απευθείας στην καρδιά μας εισχώρησαν οι τρεις λέξεις, δεύτε λάβετε φως!
Ο Τάσος πάλι άρχισε την ψαλμωδία και οι πιστοί με τη σειρά περνάγαμε μπρος τον παππά και πέρναν το Αγιο Φως. Ο παππάς, χωρίς καθυστέρηση, κάτι είπε πάλι στα μουλωχτά και πετάγεται ξαφνικά: Χριστός Ανέστ’ κι Μάτα Ανέστ’
Ούλι αντάμα πέστι του τρεις βουλές
Αρχίσαμε και μεις συνεπαρμένοι απ’ τον παππά: Χριστός Ανέστ’ κι Μάτα Ανέστ’
Αλί’ μια βουλά διέταξε:
Χριστός Ανέστ’ κι Μάτα Ανέστ'
Αλί’ μια βουλά να ακούσ’νε κι οι μπιστικοί, οι βοηθοί που φυλάγαν τα κοπάδια.
Ταρακουνήθηκα, ξέχασα πείνα και πόδια φουσκωμένα. Βαράτε τη καμπάνα ρεσεις! Ένας απ’τους πιστούς τρέχει στην πόρτα κι άρχισε να χτυπάει την κουδούνα που πραγματικά ήταν κρεμασμένη πλάι στην πόρτα μ’ ένα σύρμα, αλλά δεν κατάλαβα ότι χρησιμεύει για καμπάνα. Όταν ρώτησα τη Γαρέφω, γιατί η κουδούνα κι όχι ένα καμπανάκι, μου απάντησε τη φορούσε το μπροστάρι την ώρα της καταστροφής και έδωσε σινιάλο ότι κακό θα συμβαίνει. Τότες τρέξαν οι τσοπάνηδες, του το βγάλαν και κρύφτηκαν όσοι πρόφτασαν στο καταφύγιο. Τό ‘χανε για ώρα ανάγκης. Απ’ τις νεροποντές, απ’ το χαλάζι, όλοι εκεί προφυλαγόντουσαν. Μου εξήγησε μπροστάρι θα πει το αρσενικό τραγί που οδηγεί το κοπάδι, κι ότι δε λαθεύει ποτέ.
Οι πιστοί κοινώνησαν, παίρνανε κι από μια κομάτα πρόσφορο για αντίδωρο και βγαίναν πειθαρχικά όπως μπήκαν. Η Γαρέφω με τον Τάσο φιλήθηκαν και ο παππάς τους ευχήθηκε καλά στεφανώματα. Στο προαύλιο φάγαμε αυγό, αντιευχόμαστγε «κι τ’ χρον’» και πήραμε τον κατήφορο για το χωριό. Τα μικρούλια τα φόρτωσαν όπως τα φέραν απάνω στο ζώο, ανάψαμε τα δαδιά και μπρος ο Τάσος, από κοντά εμείς, εγώ μ’ ένα αυγό που να στηλωθώ, αλλού πάταγα κι αλλού βρισκόμουν.
Αναρωπέμαι αν υπάρχει το χειμαδιό και κρατάν τον όρκο και οι νεώτεροι ή φύτρωσε κάνα συγκρότημα για τους τουρίστες.
Στο σπίτι της Γαρέφως γίνονταν οι ετοιμασίες για το γάμο. Βραδυά ήταν, την πέρασα και το πρωί η αγωνία μου μεγάλωνε αν θα χωρέσει η Γαρέφω στο νυφικό. Ευτυχώς, όλα πήγαν καλά, τη στόλισα και ένας-ένας κατεβαίναμε τη σκάλα γιατί έτριζε. Τη νύφη στην εκκλησία τη συνόδεψε ο εξάδελφός της και πλάι της μια κοπέλα με ένα πολύχρωμο ταγαράκι, της έδινε γαζέτες και κοκόσες (κέρματα και καρύδια). Σε κάθε βρύση, η νύφη έριχνε και προσκύναγε. Σε όλη τη διαδρομή, η νύφη τα ίδια: προσκύναγε και έριχνε στη γούρνα καλούδια. Έτσι μου τό ‘πανε οι κοπέλες.
Έγιναν τα στεφανώματα και απ’ το δίσκο μοίρασαν στις ανύπαντρες κοπέλες από δύο κουφέτα, φυσικά και στην κυρά μοδίστρα, να τα βάλουμε στο μαξιλάρι. Ε, αυτό γνωστό κόλπο, απ’ τη μάνα μου. Τα τρύπωνε στο μαξιλάρι μου και το πρωί δήθεν αν καλοκοιμήθηκα κι αν είδα καλό όνειρο.
Εγώ τάχα φάει τα κουφέτα πριν κοιμηθώ. Αυτό έκανα και τώρα φοβούμενη μη δω στον ύπνο μου κανά αρχιτσέλιγκα ότι με στεφανώνεται και πάθω κόλπο, που λένε.
Είπα μέσα μου, πάει κι αυτό, βραδυά είναι θα περάσει. Οι καλεσμένοι της νύφης ήρθαν μαζί μας και του γαμπρού ακολούθησαν το ζευγάρι. Οι καλεσμένοι στρώθηκαν στο φαγοπότι και σε κάποια στιγμή ακούω μπιστολίδι. Εγώ και οι κοπελιές κλαίγαμε τη μοίρα μας. Όλοι τους ήταν με κάτι μουστάκες και βρωμοκοπάγανε προβατίλα. Ούτε καν αρτύθηκα, γιατί τα αρνιά τους ήταν κάτι σαν τραγιά μεγάλα. Μας φωνάζανε «να κουπιάσουμ’ στου σουφ’ρά» αλλά καμιά δεν έκανε βήμα. Δε λέω. νέοι άνθρωποι υπήρχαν, αλλά πώς να το πω, στο κρεπ σατέν δεν πάει μπάλωμα αλατζάς!
Πάει κι αυτή η βραδυά, το πρωί θα έφευγα νηστικιά όπως ήρθα γιατί είμαι πράγματι δύσκολη σε όλα μου. Δε με άφησαν οι κοπέλες γιατί θα πηγαίναμε σ' ένα μικρό εκκλησάκι που γιορτάζαν οι Αναστάσηδες και μετά τη λειτουργία θα γινόταν ντιβάνι, δηλαδή θα χόρευαν στην πλατεία του χωριού. Κάθησα. Τι βρεμένος, τι λούτσα, λέει η παροιμία. Άλλη γκάφα και τούτη. Όσοι γιόρταζαν περιφέρονταν στο εκκλησίασμα και πρόσφεραν κόλυβα, δηλαδή στάρι βρασμένο δίχως τίποτα άλλο μέσα. Περνάν και σε μένα, χωρίς να ξέρω, λέω Θεός σχωρέστον, να ζήσετε να τον θυμόσαστε. Η γυναίκα δεν αντέδρασε, μάλλον κατάλαβε. Περνάει η δεύτερη, τα ίδια Θεός σχωρέστον. Τρώω μια σκουντιά απ’ τη διπλανή, «για πουλιχρόν’σμα είν’, όχι για σχώριο» μου λέει. Να σας βράσω και σας και τα έθιμά σας, μουρμούραγα.
Πάει κι αυτή η νύχτα, το πρωί θα περνούσε το λεωφορείο απ’ τη Λαμία να πάρει επιβάτες απ’ το χωριό. Εγώ χαιρετούρες, το ξύλινο βαλιτσάκι και για το καφενείο. Με συνόδεψε ο πατέρας της Γαρέφως, τιμής ένεκεν που λεν!
Στο δρόμο, άλλο άγραφο παράξενο: Η Γαρέφω με τον Τάσο, γύριζαν απ’ το αμπέλι. Ο Τάσος καβάλα με τη χρωματιστή μπαντανία στο γάιδαρο και η νύφη πεζή κι ας ήταν εγκυμονούσα! Καλημεριστήκαμε και μου λέει να πάω μαζί τους στο κονάκι τους γιατί θα πάνε «του μεσ’μέρ’ για πιστρόφια» στους γονείς της. Πιστρόφια θα πει τρεις μέρες μετά το γάμο να παν στη μάνα της. «Δε μου λες, που πάτε πρωί γιορτιάτικα», ι’ Άι Γιωργιού ήταν. Πήγαν «κι γαλαζόσαμ’ τ’ αμπέλ’» μου απαντάει. Κοκάλωσα. Χθες νύφη και σήμερα στο χωράφι! Νά ‘ξερα πότε θά ‘κανε αυτή η κοπελίτσα το μήνα του μέλιτος μ’ αυτόν τον αρχιγάϊδαρο που τη φορτώσαν.
Νάσου το λεωφορείο αγκομαχώντας, φορτωμένη η σκεπή με λογιών λογιών κοφίνια και σακιά. Στέλναν στους Αθηναίους από σακούλες γιαούρτι αμέτρητες. Αναρωτιέμαι αν θα έφτασαν στον προορισμό τους γιατί εδώ που τα λέμε η πείνα θέριζε και τα σαΐνια παραφύλαγαν για ντου. Ευτυχώς που τώρα θά ‘χουμε κατηφόρα και το αυτοκίνητο θα τσουλάει.
Ο πατέρας μου γιόρταζε και προς μεγάλη του απογοήτευση δε γύρισα με γαμπρό. Από κείνο το ταξίδι, ούτε να ακούσω για ντύσιμο νύφης!
Κάθε Ανάσταση μού ‘ρχεται στο νου ο παππάς με το Χριστός Ανέστ’ κι Μάτα Ανέστ’.

«ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΑΤΣΩΝΗ» ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΟΜΩΝΥΜΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΛΕΒΑΔΕΩΝ ΑΘΗΝΑ ΕΤΟΣ 11ο ΑΡ. ΦΥΛΛΟΥ 66 (1/99) ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 1999


from ανεμουριον https://ift.tt/2MUAXOw
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη