Ο Μπουρνόβας ήταν ένα πλούσιο προάστιο έξω από τη Σμύρνη, που είχε γνωρίσει την ακμή του από τις αρχές του 19ου αιώνα.

Αναπτύχθηκε πραγματικά μετά το 1867, με τα εγκαίνια της διακλάδωσης της σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεε τη Σμύρνη με τον Κασαμπά. Λίγα χρόνια αργότερα, κατασκευάστηκε κι ένας καρόδρομος.

Έτσι από χωριό, στο οποίο παραθέριζαν κάποιοι κάτοικοι της Σμύρνης, ο Μπουρνόβας μετατράπηκε σε ένα σημαντικό προάστιο, δηλαδή σε τόπο μόνιμης κατοικίας, κάτι το οποίο επέτρεπαν τα μέσα μεταφοράς που υπήρχαν.

Στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, η ελληνική κοινότητα του Μπουρνόβα διέθετε τρία σχολεία (ένα αρρεναγωγείο, ένα παρθεναγωγείο και ένα νηπιαγωγείο), τρεις εκκλησίες και τρία αθλητικά σωματεία.

Απέκτησε ένα θέατρο και λέσχες, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα κι έναν κινηματογράφο. Αποτελούσε προσφιλή προορισμό για βόλτα και ξεκούραση και τα τελευταία χρόνια πριν την καταστροφή, απετέλεσε μόνιμη κατοικία των πλουσιοτέρων κατοίκων του.

Κατάφερνε και διατηρούσε ειρηνικά στους κόλπους του τρεις διαφορετικές φυλές -των Εβραίων, των Χριστιανών και των Μουσουλμάνων- και η καθεμιά από αυτές τις κοινότητες είχε γνωρίσει τη δική της ανάπτυξη.

Συγκεκριμένα, στο τέλος του 19ου αιώνα, στον Μπουρνόβα υπήρχαν τρεις ελληνικές ορθόδοξες εκκλησίες, δύο καθολικές, μία προτεσταντική, μία αρμενική, δύο συναγωγές και δύο τζαμιά.

Το ίδιο συνέβαινε και με τα σχολεία: υπήρχαν στον Μπουρνόβα ένα τουρκικό κρατικό σχολείο, τρία δημοτικά (ένα αρρεναγωγείο, ένα παρθεναγωγείο και ένα νηπιαγωγείο) της ελληνικής ορθόδοξης κοινότητας, διάφορα ελληνικά ιδιωτικά σχολεία και τέσσερα άλλα ξένα σχολεία.

Βέβαια στην περιοχή κυριαρχούσε πάντα το ελληνικό στοιχείο, που σύμφωνα με πηγές αποτελούσε τα 2/3 του πληθυσμού.

Σε αυτήν την ήρεμη και ανεπτυγμένη μεριά της Σμύρνης ζούσε και η Αρετή με τον άντρα της τον Αντώνη και τα πέντε τους παιδιά: τον Νίκο (έντεκα χρόνων), την Άννα (εννέα), τον Παναγιώτη (επτά), τον Κοσμά (πέντε) και το μωρό τον Θανασάκη, μόλις έξι μηνών.

Μια ευτυχισμένη πολύτεκνη οικογένεια! Ο Αντώνης ήταν καθηγητής Θεολογίας και Ιεροψάλτης στον Ιερό ναό της Αγίας Φωτεινής.

Τα μαύρα σύννεφα στον ουρανό είχαν αρχίσει να σχηματίζονται πολύ νωρίτερα… Τίποτα όμως δεν μπορούσε να προετοιμάσει τους Μπουρνοβαλίτες γι΄αυτό που επρόκειτο να αντιμετωπίσουν.

Μόλις πριν δυο χρόνια είχαν ζήσει σαν σε όνειρο την υποδοχή του ελληνικού στρατού και την απελεθεύρωση της βασανισμένης πατρίδας. Πόσο λίγο κράτησε η χαρά και τώρα το όνειρο έγινε εφιάλτης.

Τσέτες……Τσέτες….

Οι απελπισμένες κραυγές των κατοίκων, ο πανικός που χρωμάτιζε τη φωνή τους, ο φόβος ή μάλλον ο τρόμος που τάραζε την ψυχή τους ηλέκτριζαν την ατμόσφαιρα και το μόνο που προλάβαινε ο ανθρώπινος νους να σκεφτεί ήταν να βρει κάπου να κρυφτεί, να τρέξει να σωθεί… να ανοίξει η γη να τον καταπιεί.

Η Αρετή ήταν μόνη της στο σπίτι με τα παιδιά. Χρόνος και περιθώριο σκέψης δεν υπήρχε.

Πήρε ένα χοντρό σκοινί και έδεσε τα τέσσερα παιδιά της γύρω από τη μέση της, πήρε και το μωρό στην αγκαλιά και βγήκε στον δρόμο έχοντας ράψει στο φουστάνι της τα κοσμήματά της…

Έτρεξε προς το λιμάνι με μοναδική ευχή στα χείλη της να προλάβει να μπει σε κάποιο καράβι, να γλιτώσει τα παιδιά της. Η σκέψη της τρέχει στον άντρα της…

Οποιαδήποτε όμως καθυστέρηση μπορεί να απέβαινε μοιραία. Από τις πιο τραγικές, από τις πιο δύσκολες αποφάσεις στη ζωή της. Φεύγει χωρίς να ξέρει πού είναι ο Αντώνης, φεύγει χωρίς να ξέρει αν θα τον ξαναδεί ποτέ.

Ο αγώνας όμως για τα παιδιά δεν της δίνει περιθώρια. Φτάνοντας στο λιμάνι με την αγωνία στην ψυχή και την προσευχή στα χείλη καταφέρνει να βρει μια θεσούλα σε ένα καράβι.

Τα παιδάκια της κουλουριασμένα γύρω της, με τα προσωπάκια τους φοβισμένα, με την απορία ζωγραφισμένη στα ματάκια τους την κοιτούν αμίλητα. Μόνο ο Θανασάκης κλαίει… είναι μωρό, πεινάει…

Το καράβι είχε προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Επιτέλους το πλοίο φτάνει και η ελπίδα αρχίζει να ξαναγεννιέται.

Για την Αρετή όμως ένας νέος γολγοθάς αρχίζει. Είναι μόνη με πέντε παιδιά. Πρέπει να βρει τρόπο να επιβιώσει. Σύντομα μαθαίνει ότι τον Αντώνη δεν θα τον ξαναδεί ποτέ.

Τον έπιασαν οι Τσέτες από τους πρώτους μαζί με τα αδέλφια του…. Κοντά σε αυτή τη δυστυχία έρχεται να προστεθεί μια ακόμη.

Ο Θανασάκης το μωρό, εξαντλημένο από τις κακουχίες, αφήνει την ψυχούλα του στον πρόχειρο καταυλισμό που έστησαν για τους πρόσφυγες. Η μια συμφορά διαδέχεται την άλλη, καθώς ελληνικά χέρια κλέβουν τα κοσμήματά της.

Δεν έχει τίποτε πια, όμως πρέπει να φανεί δυνατή για χάρη των άλλων παιδιών. Παίρνει τα παιδάκια της και φεύγει για την Αθήνα ελπίζοντας σε μια καλύτερη τύχη.

Στην αρχή στον Χολαργό σε ένα χαμόσπιτο. Στη συνέχεια, στη Νέα Ερυθραία, στον συνοικισμό που ίδρυσαν οι πρόσφυγες. Οι συνθήκες της ζωής πάντα δύσκολες, ο αγώνας της επιβίωσης αδιάκοπος, με το πενιχρό επίδομα που έδινε το ελληνικό κράτος.

Τα χρόνια περνούν, τα παιδιά μεγαλώνουν, ένα-ένα παντρεύονται και κάνουν τη δική τους οικογένεια, ενώ η Ελλάδα ζει μια και και τον εμφύλιο.

Η Αρετή είχε την ευτυχία να γνωρίσει εγγόνια. Ο Κοσμάς μάλιστα θα βγάλει την πρώτη κόρη του Αρετή, προς ελάχιστη τιμή στη μάνα του την ηρωίδα.

Σύμφωνα με μαρτυρία των εγγονών της, η γιαγιά η Αρετή ήταν πάντα ντυμένη στα μαύρα. Το σκουφάκι της έπεφτε χαμηλά, σκιάζοντας τα μεγάλα γαλανά μάτια της.

Χαμογελούσε σπάνια, ήταν πάντα σκεπτική και έδειχνε απόμακρη. Ίσως γι΄ αυτό τα εγγόνια φοβόντουσαν να την πλησιάσουν να την ρωτήσουν, ίσως πάλι επειδή ντρέπονταν… «τουρκόσποροι»

Για χρόνια η ΜάναΕλλάδα έτσι αντιμετώπιζε τους μικρασιάτες πρόσφυγες. Λες και δεν ήταν λίγα τα όσα είχαν υποφέρει…

Ανήκω στην τρίτη γενιά πια αυτής της οικογένειας των Μπουρνοβαλιτών. Η Αρετή ήταν η προγιαγιά μου, ο Κοσμάς παππούς μου.

Ο παππούς δε θυμόταν πολλά πράγματα να διηγηθεί από εκείνη τη φριχτή ημέρα. Δυο πράγματα όμως ήταν έντονα τυπωμένα στη μνήμη του: το σχοινί που τους έδεσε η μάνα του και οι φωνές του κόσμου «Τσέτες! Τσέτες!»…

Ο Θεός έδωσε και σε ηλικία 80 ετών τα παιδιά του τον ταξίδεψαν στα πατρογονικά, στον Μπουρνόβα. Οι μνήμες -ελάχιστες πια- ζωντάνεψαν. Βρήκε το σπίτι του.

Η συγκίνηση μεγάλη. Μέχρι και η Τουρκάλα που έμενε εκεί δάκρυσε.

Σήμερα, καθώς στοχάζομαι τον παππού μου τον μικρασιάτη -βρίσκεται ήδη στον ουρανό- θυμάμαι ότι ενώ ήταν ένας πολύ ταλαιπωρημένος άνθρωπος στη ζωή του -μια ζωντανή ιστορία-, ήταν χαμογελαστός, με τον καλό λόγο στα χείλη, έτοιμος πάντα σε μια συντροφιά και με λίγο κρασάκι να αρχίσει να τραγουδά με την καλλικέλαδη φωνή του, μερακλής.

Έτσι φαντάζομαι τους μικρασιάτες!

Έχοντας λοιπόν πια τη γνώση και την επίγνωση του τι σημαίνει «καταγωγή από τη Σμύρνη», μόνο περηφάνεια γεμίζει την ψυχή μου και με καμάρι λέω σε όσους ρωτάνε για την καταγωγή μου ότι ο παππούς μου ήταν από τη Σμύρνη, τον Μπουρνόβα. Και θα διαπιστώσει εύκολα κανείς ότι σχεδόν κάθε σπίτι ελληνικό έχει μια ρίζα μικρασιάτικη.

Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια, ώστε η μικρά ζύμη των περιφρονημένων Μικρασιατών προσφύγων της μαρτυρικής γης της Ιωνίας να ζυμώσει και να αναζωογονήσει όλο το φύραμα του Ελληνισμού της πατρικής γης, να φέρει έναν αέρα άλλου πολιτισμού και προόδου, να αποδιώξει τις προκαταλήψεις και να ομογενοποιήσει τους πληθυσμούς της Μακεδονίας και όχι μόνο.

Είναι πολλά που προσέφεραν οι Μικρασιάτες στην παλιά Ελλάδα. Με την ευγένεια, το ήθος, την εργατικότητα, την επιμονή και τα ταλέντα τους την βοήθησαν να επουλώσει πληγές που άνοιξε η καταστροφή του ΄22.

Διακρίθηκαν σε ό,τι καταπιάστηκαν, στην λογοτεχνία, στις τέχνες, στις επιχειρήσεις. Ας θυμηθούμε κάποιους σπουδαίους Μικρασιάτες, όπως ο μεγάλος ποιητής Γ. Σεφέρης από τα Βουρλά, ο Φ. Κόντογλου και ο Ηλ. Βενέζης από το Αϊβαλί, ο Αρ. Ωνάσης από τη Σμύρνη.

Κι εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες ζώντας σε μια εποχή ακραίας τεχνολογικής προόδου, που έχει την τάση να οδηγεί στην λήθη κάθε ιστορική μνήμη, οφείλουμε να μελετούμε, να μαθαίνουμε και κυρίως να μη λησμονούμε την προσφορά και τη θυσία αυτών που πότισαν με το αίμα τους τα αγιασμένα χώματα της πατρίδας μας.

Ε.Φ.

Ο Πυρσός
Νεανικό & Μαθητικό περιοδικό των ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΩΝ
“ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ”
Τεύχος 105 – Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2019

Εικόνα από: cretablog

το «σπιτάκι της Μέλιας»